Έχει ιδιαίτερη πολιτική αξία να αναδειχτεί ότι όλα τα αστικά κόμματα που έχουν πάρει θέση στους κυβερνητικούς θώκους τα τελευταία είκοσι χρόνια σήμερα αποδέχονται πλήρως τη διαδικασία της Μπολόνια και τους στόχους που τίθενται στο πλαίσιο αυτής. Μάλιστα, αυτή η συμφωνία ωριμάζει και βαθαίνει στο διάβα των χρόνων, κάτι που αποτυπώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο τόσο στην ομόθυμη υπερψήφιση του «νόμου Διαμαντοπούλου» από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ το 2011 όσο και στην πολιτική που υλοποιεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην Ανώτατη Εκπαίδευση από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Ακόμα και αν σε διακηρυκτικό επίπεδο εμφανίζονται ορισμένες –μεγαλύτερης ή μικρότερης έντασης– διαφοροποιήσεις (ιδιαίτερα στην περίπτωση του –νυν– ΣΥΡΙΖΑ), η πραγματικότητα έρχεται να συντρίψει κάθε αμφιβολία περί του αντιθέτου. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι αυτό δεν αφορά μόνο την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά, π.χ., και της ΝΔ που, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια μετά από την υπογραφή της Διακήρυξης της Μπολόνια, στο δημόσιο λόγο (ενδεχομένως και για να μη διαρρήξει σχέσεις με τμήμα της ακαδημαϊκής κοινότητας) άφηνε να αιωρείται ότι διατηρεί επιφυλάξεις για ορισμένες τουλάχιστον από τις προβλέψεις της.
Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει εξάλλου το γεγονός ότι στα διάφορα νομοσχέδια για την Ανώτατη Εκπαίδευση που έφερε στη Βουλή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (επί υπουργίας Φίλη, Μπαλτά και Γαβρόγλου) δεν υπήρξε ούτε μία τοποθέτηση από βουλευτή οποιουδήποτε αστικού κόμματος που να επικρίνει τη διαδικασία της Μπολόνια. Αντίθετα, οι μεταξύ τους αντιμαχίες αφορούσαν το αν και κατά πόσο προωθούνται οι κοινά αποδεκτές απ’ όλους τους στρατηγικές στοχεύσεις του κεφαλαίου για την Ανώτατη Εκπαίδευση με το δέοντα ρυθμό και ένταση. Αντίστοιχα το ίδιο ισχύει και για τις τοποθετήσεις των ευρωβουλευτών τους σε όλες τις σχετικές συζητήσεις στην Ευρωβουλή, όπου ο πυρήνας της Στρατηγικής της Μπολόνια έμενε στο απυρόβλητο και οι διαφωνίες αφορούσαν την ιεράρχηση προτεραιοτήτων και την αποτελεσματικότητα επιμέρους μέτρων.
Σε ό,τι αφορά την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, έχει ιδιαίτερη πολιτική αξία να εντοπιστεί ότι η ουσιαστική αποδοχή των κατευθύνσεων της Μπολόνια απηχούνταν και στις θέσεις που υιοθετούσε ο πρόδρομός του σχηματισμός του ΣΥΝ ή ο προκυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, όσο κι αν φαινομενικά διαφοροποιούνταν σε επίπεδο διακηρύξεων από την πολιτική που ασκεί στην Ανώτατη Εκπαίδευση ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, η σημερινή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στην Ανώτατη Εκπαίδευση δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της αναγκαίας προσαρμογής του στην πρόσκληση του κεφαλαίου να αναλάβει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας, προετοιμάζοντας το πέρασμα από τη φάση της ύφεσης στη φάση της –έστω και πρόσκαιρης και αναιμικής– ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά κυοφορούνταν ήδη στο πλαίσιο της ρεφορμιστικής γραμμής που υιοθετούσε πριν την ολοσχερή σοσιαλδημοκρατικοποίησή του.
Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι ήδη από το Μάη του 2008 ο Αρ. Μπαλτάς, τότε μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ (και μετέπειτα υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), σε συνέντευξη Τύπου του κόμματός του για την παιδεία υποστήριξε ότι δήθεν η Μπολόνια δεν εφαρμόζεται στην Ευρώπη, ενώ αντίστοιχη τοποθέτηση έκανε στη Βουλή την ίδια περίοδο και ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Τ. Κουράκης. Την ώρα δηλαδή που, όπως είδαμε, είχε ολοκληρωθεί η διαμόρφωση του βασικού πλαισίου υλοποίησης της διαδικασίας της Μπολόνια και οι βασικοί άξονες είχαν ήδη εφαρμοστεί στις περισσότερες χώρες του ΕΧΑΕ (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης), ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ εμφανιζόταν να υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια πολιτική που έπνεε τα λοίσθια. Τα όσα ακολούθησαν την επόμενη δεκαετία μέχρι και τις μέρες μας –με το ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα, να έχει βάλει τη σφραγίδα του από το 2015 και μετά– τους διέψευσαν οικτρά.
Η κριτική αυτή του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ συνειδητά περιόριζε τις αιχμές της στο σχήμα 3+2 (τριετείς προπτυχιακές σπουδές που οδηγούν σε τίτλο bachelor και διετείς μεταπτυχιακές σπουδές που οδηγούν σε τίτλο master) το οποίο προβλεπόταν ως δυνατότητα στη διαδικασία της Μπολόνια και πράγματι για κάποια χρόνια τουλάχιστον αποτελούσε το προωθούμενο μοντέλο. Όμως, η υλοποίηση της αστικής στρατηγικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση προχώρησε, παρότι προέβη σε απαραίτητες προσαρμογές, όπως, π.χ., για τη διάρκεια των σπουδών. Προσαρμογές, μάλιστα, που δεν είχαν να κάνουν με τον πυρήνα της διαδικασίας της Μπολόνια, αλλά με τα μέσα και τους τρόπους υλοποίησής της. Έτσι, το γεγονός πως στην πράξη αναδείχτηκε ότι το μοντέλο 3+2 δεν υιοθετούνταν σε μια σειρά χώρες για διάφορους λόγους –και δε θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο σύγκλισης των συστημάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης των κρατών του ΕΧΑΕ– δεν απέτρεψε διόλου τη σύγκλιση αυτή να προχωρήσει.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για μια σειρά πτυχές της περίφημης «ιδιωτικοποίησης» της Ανώτατης Εκπαίδευσης, μια πλευρά που επίσης σχετίζεται με την υλοποίηση της διαδικασίας της Μπολόνια. Παρότι τόσο ο ΣΥΝ παλιότερα όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια διατράνωναν την αντίθεσή τους, στην πράξη αυτή η κριτική δεν αφορούσε την ουσία. Είναι χαρακτηριστική, για παράδειγμα, η κριτική που ασκεί στη διαδικασία της Μπολόνια ο Δ. Χασάπης, μετέπειτα γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, σε άρθρο του στην Αυγή στις 23 Νοέμβρη 2008, κάνοντας λόγο περί «μετατροπής των πανεπιστημίων σε επιχειρήσεις και μετάλλαξης της γνώσης σε εμπόρευμα, κατά τις απαιτήσεις μιας αναδυόμενης αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Με συγκεκριμένα μέτρα ιδιωτικοποιείται παραπέρα η παιδεία και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η πανεπιστημιακή μόρφωση γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη για όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ή οδηγούνται στην υπερχρέωση μέσα από τα δάνεια. Η παιδεία μετατρέπεται σε εμπόρευμα και αντικείμενο κερδοσκοπίας».
Και αυτό, γιατί το περιεχόμενο της «ιδιωτικοποίησης» της Ανώτατης Εκπαίδευσης επ’ ουδενί δεν εξαντλείται στη μορφή των ιδιωτικών ΑΕΙ ή στο ότι η παιδεία μετατρέπεται σε αντικείμενο κερδοσκοπίας. Αντίθετα, αφορά συνδυασμένα το σύνολο των πτυχών της λειτουργίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ακόμα κι αν αυτά φέρουν την ταμπέλα των δημόσιων ιδρυμάτων. Αφορά δηλαδή την πιο βαθιά οργανική σύνδεσή τους με τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων και την αστική στρατηγική για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας, που αντανακλάται στο σύνολο των λειτουργιών των πανεπιστημίων, ως παρόχων εκπαίδευσης, ως ερευνητικών φορέων, ως ιδεολογικών μηχανισμών, ως εργοδοτών, ως οικονομικών μονάδων κλπ.
Οι πλευρές αυτές είναι που βρίσκονται στον πυρήνα της ευρωενωσιακής στρατηγικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση, αφορούν την ουσία της διαδικασίας της Μπολόνια και ήταν ακριβώς αυτές που έμεναν στο απυρόβλητο από την κριτική του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, κρυμμένες κάτω από το πέπλο της άσφαιρης αντιπαράθεσής του με τα κόμματα που κυβερνούσαν μέχρι το 2015 περί «ιδιωτικοποίησης». Η συζήτηση αυτή, μάλιστα, αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα στις μέρες μας, με την αντιπαράθεση περί αναθεώρησης ή μη του άρθρου 16 του Συντάγματος να έρχεται και πάλι στο προσκήνιο. Η συνειδητή λαθροχειρία που επιχειρούσε και τότε ο ΣΥΝ, όπως και σήμερα ο κυβερνητικός πλέον ΣΥΡΙΖΑ, έχει μεθοδολογική της αφετηρία την απόσπαση της εκπαίδευσης από τις υπόλοιπες λειτουργίες της καπιταλιστικής κοινωνίας και την αντιπαραβολή της παιδείας με την καπιταλιστική οικονομία, ωσάν η πρώτη να είναι ένα κάποιο ταξικά ουδέτερο ιδεώδες που δε φέρει στο σώμα της τα σημάδια της κοινωνίας στην οποία αναφέρεται. Με άλλα λόγια, αποκόπτοντας την παιδεία από την οικονομία και αποκρύπτοντας ότι οι εξελίξεις στην εκπαίδευση έρχονται είτε να παρακολουθήσουν αντίστοιχες εξελίξεις στην οικονομία είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να προϋπαντήσουν επικείμενες αντίστοιχες εξελίξεις και σχεδιασμούς, ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνει τη συνθήκη ώστε να μπορεί να ασκεί κριτική σε επιμέρους αιχμές, χωρίς να αντιπαλεύει την ουσία και τον πυρήνα της διαδικασίας της Μπολόνια.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φέρει βαριά ευθύνη για την πορεία υλοποίησης της διαδικασίας της Μπολόνια ήδη αρκετά χρόνια προτού αναλάβει τα ηνία της αστικής διακυβέρνησης της χώρας, από τα χρόνια που ήταν ακόμα ΣΥΝ. Ήταν, για παράδειγμα, τρία μόλις χρόνια μετά από την υπογραφή της Διακήρυξης της Μπολόνια, όταν το Μάη του 2002 η αρμόδια Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου ενέκρινε ομόφωνα πρόταση ψηφίσματος που καλούσε σε ενίσχυση της διαδικασίας της Μπολόνια, με την προώθηση της συνοχής και της σύγκλισης των συστημάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης των κρατών του ΕΧΑΕ. Μεταξύ όσων υπερψήφισαν ήταν και ο τότε ευρωβουλευτής του ΣΥΝ και μετέπειτα πρόεδρός του και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, προκάτοχος του Αλ. Τσίπρα, ο Αλ. Αλαβάνος.
Εξάλλου είναι ο ίδιος ο Αλ. Αλαβάνος που ως ευρωβουλευτής πρωτοστάτησε, με συνεχείς παρεμβάσεις στα όργανα της ΕΕ, να εφαρμοστεί η οδηγία 89/48/ΕΚ με τίτλο: «Αναγνώριση των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών». Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι το ζήτημα αυτό αφορά και τη βασική προτεραιότητα που έθετε η Διακήρυξη της Μπολόνια περί συμβατότητας και σύγκλισης των συστημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των προσόντων που αποτυπώνουν οι σχετικοί κύκλοι και τίτλοι σπουδών. Συνέπεια της εφαρμογής της σχετικής οδηγίας αποτέλεσε η αναγνώριση και στη χώρα μας των πτυχίων ξένων πανεπιστημίων (ιδιωτικών ή κρατικών) που παρέχονταν μέσω των «Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών (ΚΕΣ)», των γνωστών δηλαδή κολλεγίων που και σήμερα διαφημίζουν τα προγράμματά τους στις τηλεοράσεις. Συγκεκριμένα, ο Αλ. Αλαβάνος, με γραπτή ερώτηση (Ε-0544/03) προς την Κομισιόν, με θέμα: «Εναρμόνιση της Ελλάδας με την Οδηγία 89/48/ΕΟΚ», ρωτούσε «σε ποιες ενέργειες πρόκειται να προβεί η Επιτροπή για την ορθή εφαρμογή της Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ;». Μάλιστα, στην ιστοσελίδα του Αλ. Αλαβάνου αναρτήθηκε στις 29.8.2002 δήλωσή του με τίτλο: «Η Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο γιατί δεν αναγνωρίζει τους πανεπιστημιακούς τίτλους αλλοδαπής των ΚΕΣ», στην οποία αναφερόταν ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετά τις επανειλημμένες παρεμβάσεις του κ. Αλαβάνου, εξέδωσε Αιτιολογημένη Γνώμη (C - 2002 - 2468) απευθυνόμενη στην Ελληνική Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 226 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, λόγω της μη ορθής μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και μη ορθής εφαρμογής ορισμένων διατάξεων». Μετά από τις παρεμβάσεις Αλαβάνου και άλλων σχετικών εξελίξεων στην Ιταλία, η Κομισιόν δρομολόγησε την έκδοση νέας οδηγίας. Έτσι, μετά από αποφάσεις της Κομισιόν και του Ευρωκοινοβουλίου, το ζήτημα έφτασε στο Συμβούλιο Υπουργών Ανταγωνιστικότητας, το οποίο το Μάη του 2004 ενέκρινε τη νέα σχετική οδηγία στην οποία συμπεριλήφθηκε και τροπολογία που πρότεινε ο τότε υπουργός της ΝΔ Κ. Χατζηδάκης.
Το ενδεχομένως ακόμα πιο εντυπωσιακό δε είναι ότι μόλις πρόσφατα, στις αρχές του φετινού Νοέμβρη, 61 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (συμπεριλαμβανομένου και του πρώην υπ. Παιδείας Ν. Φίλη) κατέθεσαν στη Βουλή Ερώτηση προς τον υπ. Παιδείας Κ. Γαβρόγλου, με την οποία επισημαίνουν ότι καθυστερούν αδικαιολόγητα οι αποφάσεις του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ), το οποίο πιστοποιεί τους τίτλους σπουδών και τα επαγγελματικά προσόντα κατόχων τίτλων –τυπικής και μη– μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης, τουλάχιστον τριετούς διάρκειας, από ιδρύματα της αλλοδαπής και της ημεδαπής. Στο κείμενο, μάλιστα, της Ερώτησης σημειώνεται ότι, «βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, όλοι οι τίτλοι σπουδών (πτυχία, πιστοποιητικά, και οποιασδήποτε ονομασίας βεβαίωση Ανώτατης Εκπαίδευσης, τυπικής και μη), χορηγούμενοι από κολλέγια και ιδιωτικά πανεπιστήμια προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων, τόσο της χώρας μας όσο και του εξωτερικού, θα πρέπει πρώτα να ελεγχθούν και βεβαιωθούν από το ΣΑΕΠ, τουλάχιστον όσον αφορά τις ισοδυναμίες των τίτλων με εκείνους που χορηγούνται από τα αντίστοιχα ελληνικά ΑΕΙ και ΤΕΙ, προκειμένου ο κάτοχός τους να αποκτήσει τη δυνατότητα εξασκήσεως επαγγέλματος στην Ελλάδα» και ζητείται η «επανεξέταση του ζητήματος με στόχο την απλούστευση της διαδικασίας και την επίσπευση των απαντήσεων». Πρόκειται για ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο μπολιασμένη μέχρι το μεδούλι με την υλοποίηση της διαδικασίας της Μπολόνια είναι η αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ για τη μετα-δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αφού ακόμα και οι λύσεις σε πρακτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν χιλιάδες νέοι εργαζόμενοι αναζητούνται αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, της ίδιας που γέννησε τα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωποι.
Τα λίγα παραδείγματα που αναφέρονται παραπάνω αρκούν για να στοιχειοθετηθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί διαχρονικά αρωγό στην προώθηση των στρατηγικών στοχεύσεων της διαδικασίας της Μπολόνια, παίρνοντας τα τελευταία χρόνια, αφότου ανέβηκε στους κυβερνητικούς θώκους, τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη χώρα μας. Η πολιτική και οι αναδιαρθρώσεις που προωθεί στην Ανώτατη Εκπαίδευση η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποτελούν σήμερα τη συνέχεια της πορείας υλοποίησης της διαδικασίας της Μπολόνια, η οποία ξεκίνησε στη χώρα μας από τη στιγμή που ο τότε υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ Γ. Αρσένης έβαλε την υπογραφή του στη Διακήρυξη της Μπολόνια.
Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1994-2004 αφενός προετοίμασαν το έδαφος για την υποδοχή της διαδικασίας της Μπολόνια με την ένταξη της Ανώτατης Εκπαίδευσης στους σχεδιασμούς του ΕΠΕΑΕΚ Ι (1996-1999) και αφετέρου προχώρησαν αποφασιστικά στην κατεύθυνση εφαρμογής του πλαισίου της Μπολόνια, με τις αναδιαρθρώσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να εντάσσονται στις δράσεις του ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ (2000-2006), με προϋπολογισμό 2 δισ. ευρώ. Οι στρατηγικοί στόχοι που τέθηκαν τότε είναι χαρακτηριστικοί, όχι μόνο για το περιεχόμενό τους και τα όσα σηματοδότησαν, αλλά και γιατί ουσιαστικά αφορούν τα ζητήματα που και σήμερα παραμένουν στο επίκεντρο της κυβερνητικής πολιτικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Τέτοια ζητήματα, λόγου χάρη, αφορούσαν οι τότε προβλέψεις για δράσεις:
– Για τη διεύρυνση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (τότε εκφράστηκε με την επέκταση των δομών και την ίδρυση νέων ιδρυμάτων, σχολών και τμημάτων ανά την επικράτεια, σήμερα με τη διεύρυνση του χώρου της λεγόμενης «μετα-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» παράλληλα με την αναμόρφωση του ακαδημαϊκού χάρτη και τον αριθμητικό περιορισμό ιδρυμάτων και τμημάτων ανά την επικράτεια).
– Για την αναμόρφωση των προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών (τότε εκφράστηκε με τον επανασχεδιασμό των προγραμμάτων, σήμερα εκδηλώνεται με τις συνεχείς αλλαγές και προσαρμογές τους με άξονα την πιστοποίησή τους), τη διαμόρφωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών (τότε αφορούσε την εισαγωγή και το σχεδιασμό τους, σήμερα την ενίσχυση της απόκλισης μεταξύ απόκτησης πτυχίου και άσκησης επαγγέλματος και την τάση απόσπασης ουσιώδους μέρους της επιστημονικής ειδίκευσης από το πτυχίο, παράλληλα με την ενίσχυση της σχετικής αγοράς που έχει ήδη πλέον διαμορφωθεί).
– Για τη διά βίου εκπαίδευση (τότε αφορούσαν την εισαγωγή σχετικών δομών, σήμερα την επέκταση της σχετικής αγοράς, στο έδαφος της διερυνόμενης αποσπασματικότητας και πολυδιάσπασης των σπουδών και κατηγοριοποίησης ιδρυμάτων και αποφοίτων).
– Για την αξιολόγηση της ποιότητας των σπουδών και των εκπαιδευτικών δομών σε σχέση με το στρατηγικό σχεδιασμό των ιδρυμάτων (που διαχρονικά αφορά την παρακολούθηση της πορείας υλοποίησης της αστικής στρατηγικής στις διάφορες φάσεις της, τον εντοπισμό προβλημάτων και εμποδίων που πρέπει να ξεπεραστούν για να υλοποιηθεί πιο αποφασιστικά, το σχεδιασμό για τις επόμενες φάσεις προώθησής της, ανάλογα με τα επιμέρους χαρακτηριστικά, στοχεύσεις και ιεραρχήσεις).
– Για τη σύνδεση των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας (τη μόνιμη επωδό κάθε απόπειρας εμβάθυνσης της αστικής στρατηγικής, αφού διαχρονικό ζητούμενο της αστικής στρατηγικής παραμένει η βέλτιστη εναρμόνιση των πανεπιστημίων με τις απαιτήσεις και τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου για βελτίωση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητάς του).
Αποδεικνύεται και με αυτόν τον τρόπο ότι οι προσαρμογές ανάλογα με τις ιεραρχήσεις του κεφαλαίου και τη φάση του οικονομικού κύκλου δεν αναιρούν τις βασικές στοχεύσεις της αστικής στρατηγικής, η οποία παραμένει ταυτόχρονα άτεγκτη κι ευέλικτη.
Οι κυβερνήσεις της ΝΔ την περίοδο 2004-2009 ήταν αυτές που ανέλαβαν την ευθύνη να προωθήσουν πιο αποφασιστικά τη σύγκλιση της ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης με τον ΕΧΑΕ και τις στοχεύσεις της διαδικασίας της Μπολόνια, η οποία είχε ήδη εδραιωθεί στις βασικές της γραμμές, όπως είδαμε και παραπάνω. Με σειρά νομοθετικών πράξεων, την περίοδο αυτή προωθήθηκαν βασικές πλευρές της διαδικασίας της Μπολόνια, όπως οι διαδικασίες αναγνώρισης πτυχίων, οι πιστωτικές μονάδες, το Συμπλήρωμα Διπλώματος, δομές διά βίου μάθησης κ.ά. Επίσης, ενισχύθηκε περαιτέρω, στην κατεύθυνση σύγκλισης με τις πρακτικές του ΕΧΑΕ, το θεσμικό πλαίσιο για το λειτουργικό εκσυγχρονισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, τις διαδικασίες αξιολόγησης, αλλά και την οικονομική τους λειτουργία. Έτσι, την περίοδο αυτή ιδρύθηκε ο ΔΟΑΤΑΠ (αντικαθιστώντας το ΔΙΚΑΤΣΑ) για την αναγνώριση πτυχίων του εξωτερικού, ιδρύθηκε η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας (ΑΔΙΠ) υπό την αιγίδα της οποίας πέρασαν οι διαδικασίες αξιολόγησης, καθιερώθηκε και στη χώρα μας το Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς και Συσσώρευσης Πιστωτικών Μονάδων και το Παράρτημα Διπλώματος, δόθηκε η δυνατότητα στα ΑΕΙ να λειτουργήσουν Ινστιτούτα Διά Βίου Εκπαίδευσης, καθιερώθηκαν διακρατικά μεταπτυχιακά προγράμματα, ιδρύθηκε το Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας, τα πανεπιστήμια υποχρεώθηκαν να συντάσσουν τετραετές αναπτυξιακό πρόγραμμα και να καταρτίζουν εσωτερικό κανονισμό με στόχο τη διεύρυνση της αυτονομίας τους κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι βασικές πλευρές των αναδιαθρώσεων που προωθεί στην Ανώτατη Εκπαίδευση η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έρχονται να πατήσουν ακριβώς πάνω σε αυτό το πλαίσιο, αποτελώντας τη φυσική συνέχειά του ως προσαρμογή στις σημερινές συνθήκες.
Η περίοδος της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ 2009-2011 ήταν για την Ανώτατη Εκπαίδευση στη χώρα μας περίοδος περαιτέρω σύγκλισης με τη Στρατηγική της Λισαβόνας στο πλαίσιο του ΕΧΑΕ και της διαδικασίας της Μπολόνια. Τα ζητήματα της αριστείας, της κινητικότητας, της διά βίου μάθησης, της αυτονομίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, της σύνδεσης της αξιολόγησης και της χρηματοδότησης βρέθηκαν στο επίκεντρο. Είναι χαρακτηριστικό, σε σημειολογικό επίπεδο, ότι το πρώτο νομοσχέδιο που ψήφισε η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ήταν για την «Ανάπτυξη της Διά Βίου Μάθησης και λοιπές διατάξεις».
Οι διακομματικές κυβερνήσεις συνεργασίας με τη συμμετοχή ΠΑΣΟΚ και ΝΔ που ακολούθησαν μέχρι τις αρχές του 2015, όταν και ανέλαβε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παρενέβησαν νομοθετικά στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης στο πλαίσιο που είχε ήδη διαμορφωθεί μέχρι τότε, επιχειρώντας να προωθήσουν τις απαιτούμενες προσαρμογές στο έδαφος της οξείας ύφεσης της καπιταλιστικής οικονομίας. Έχει αξία όμως να εντοπίσουμε ότι παράλληλα με την προσαρμογή αυτή επιχειρήθηκε να προωθηθεί με αποφασιστικότητα η περαιτέρω υλοποίηση της διαδικασίας της Μπολόνια, κυρίως μέσω του ν. 4009/11 («νόμος Διαμαντοπούλου») και του «Σχεδίου “Αθηνά”». Η υπερψήφισή του από 251 βουλευτές σε συνθήκες δημοσιονομικών περιορισμών αποτέλεσε το έναυσμα για να προχωρήσει με εντατικούς ρυθμούς η άρση των όποιων εμποδίων είχαν παραμείνει από τις προηγούμενες νομοθετικές παρεμβάσεις στην ευθυγράμμιση της ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης με το βηματισμό των περισσότερων κρατών που συμμετέχουν στον ΕΧΑΕ. Παράλληλα, στην εφαρμογή του, αναδείχτηκαν και δυσχέρειες που δεν επέτρεπαν την τάχιστη αναπροσαρμογή της λειτουργίας των πανεπιστημίων σε συνθήκες που η ύφεση έδινε τη θέση της στην πρόσκαιρη ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας.
Έτσι, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που ανέλαβε από το Γενάρη του 2015, έκανε σημαία της το δήθεν «ξήλωμα» του νόμου Διαμαντοπούλου, εστιάζοντας ακριβώς στις παραπάνω πλευρές. Της δόθηκε έτσι η δυνατότητα να προωθήσει με πρωτοφανή ίσως αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα τα νέα βήματα υλοποίησης της διαδικασίας της Μπολόνια με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά σε όλη αυτήν την περίοδο, από το 1999 μέχρι σήμερα, ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αυτή που μεταξύ άλλων:
– Καθιέρωσε σε νομοθετικά ντοκουμέντα τις ονομαστικές αναφορές στους τρεις κύκλους σπουδών.
– Προχώρησε σε εκτεταμένη αναμόρφωση του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας (μεγαλύτερης εμβέλειας και έντασης ακόμα και από το «Σχέδιο “Αθηνά”»).
– Αναβάθμισε τις διαδικασίες αξιολόγησης και πιστοποίησης προγραμμάτων σπουδών.
– Ίδρυσε σύντομους κύκλους σπουδών με τις δομές διετούς κατάρτισης υπό την αιγίδα των πανεπιστημίων.
– Αναβάθμισε το ρόλο των ΕΛΚΕ (Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας), με μεγαλύτερο μέρος των πόρων για τη λειτουργία των ιδρυμάτων να αντλούνται από τα κονδύλια που αυτά διαχειρίζονται, πέραν δηλαδή της κρατικής χρηματοδότησης.
– Αναμόρφωσε το τοπίο των μεταπτυχιακών σπουδών, επικυρώνοντας τη λειτουργία των περισσότερων μεταπτυχιακών προγραμμάτων με δίδακτρα που γνώρισε ποτέ η χώρα.
– Προχώρησε σε αποφασιστικές παρεμβάσεις στο χώρο της έρευνας.
– Διαμόρφωσε μια σειρά όργανα συνδιαμόρφωσης ακαδημαϊκής και ερευνητικής πολιτικής από πανεπιστήμια, επιχειρηματίες, τοπικές διοικήσεις και λοιπούς «κοινωνικούς εταίρους».
– Θεσμοθέτησε και ενίσχυσε πολλαπλούς τρόπους συνεργιών πανεπιστημιακών και ερευνητικών φορέων με επιχειρήσεις.
Τα παραπάνω και μόνο αρκούν για να καταδειχτεί όχι μόνο ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σήμερα υλοποιεί μέχρι κεραίας τη Στρατηγική της Μπολόνια, αλλά και ότι δε θα μπορούσε να το κάνει με τέτοια αποτελεσματικότητα αν δεν είχε να πατήσει πάνω στο τοπίο που είχε διαμορφωθεί από τις αντίστοιχες παρεμβάσεις των προκατόχων της, τις οποίες αξιοποιεί και προσαρμόζει στις σημερινές συνθήκες και απαιτήσεις του κεφαλαίου.