Εδώ και εκατό σχεδόν χρόνια –πολύ πριν την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951, η οποία σε μια πορεία μετεξελίχτηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση– η αστική τάξη της Ελλάδας και μεγάλο μέρος της κοσμοπολίτικης αστικής διανόησης σερβίρουν τη λέξη «εξευρωπαϊσμός» ως συνώνυμη με την πολιτιστική εξέλιξη. Με τη σειρά της η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναβαθμίζοντας από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της τη θέση του πολιτισμού στο πεδίο δράσης της, φροντίζει αδιάκοπα και με ιδιαίτερη επιμέλεια να διαιωνίζει αυτήν την αυταπάτη. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, αυτοδιορίστηκε κληρονόμος μιας θαυμαστής και περίλαμπρης πολιτιστικής παράδοσης, συνεχίστρια και αναδημιουργός υψηλών και ξεχωριστών πνευματικών αξιών που καλλιεργήθηκαν στη Γηραιά Ήπειρο μέσα στους αιώνες. Ορκίζεται μάλιστα πως κάθε άλλο παρά αντιμετωπίζει τον πολιτισμό αποκλειστικά ως αντικείμενο κερδοσκοπίας. Ο πολιτισμός –σύμφωνα με τις διακηρύξεις της– έχει διττό χαρακτήρα: Διαθέτει τόσο εγγενή καλλιτεχνική και κοινωνική αξία όσο και οικονομική. Εδώ, όμως, ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα.
Το πρωτότυπο έργο τέχνης δεν έχει αξία, γιατί, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, το μέγεθος της αξίας ενός εμπορεύματος καθορίζεται όχι από τις συνθήκες κατασκευής του πρωτότυπου, αλλά από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την αναπαραγωγή του, πράγμα που δεν ισχύει για ένα έργο τέχνης που είναι μοναδικό. Το γεγονός ότι το έργο τέχνης δεν έχει αξία, αποτελεί αντίφαση με την εμπορευματοποίησή του στον καπιταλισμό. Πράγματι, τα τελευταία 100 χρόνια ο καπιταλισμός έχει καταφέρει να εντάξει συγκεκριμένα είδη τέχνης, όπως ο κινηματογράφος, σε συνθήκες μαζικής εμπορευματικής παραγωγής. Επιπλέον, ακόμα και τα πρωτότυπα έργα τέχνης (ζωγραφική, γλυπτική κτλ.) υποτάσσονται στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, αποκτούν τιμή και μετατρέπονται σε εμπορεύματα, ενώ η συντήρηση και προστασία τους υπακούουν στις σιδερένιες αναγκαιότητες της αγοράς.
Μια πρόσφατη απόδειξη αυτής της αντίφασης είναι η τραγωδία της Παναγίας των Παρισίων. Ακόμα και ένα μνημείο με σπουδαία εμπορική αξία για την καπιταλιστική οικονομία της Γαλλίας, καθώς συνεισφέρει σημαντικά στον τουρισμό και άλλους τομείς των υπηρεσιών, έπεσε θύμα των επιχειρηματικών υπολογισμών, της σχέσης κόστους-οφέλους. Δεν μπόρεσε να γλιτώσει από την πολιτική που μειώνει τις πιστώσεις για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, με σκοπό να επιδοτείται η καπιταλιστική ανταγωνιστικότητα και κερδοφορία σε άλλους, περισσότερο προσοδοφόρους τομείς. Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς ποια είναι η μοίρα άλλων, μικρότερης σημασίας για την καπιταλιστική ανάπτυξη, πολιτιστικών μνημείων.
Πράγματι, η περίπτωση της Παναγίας των Παρισίων, δυστυχώς, δεν αποτελεί εξαίρεση σε μια ΕΕ «πολιτισμού» και «κοινωνικής ευαισθησίας», όπως αποκαλύπτει και η ανακοίνωση της Κομισιόν με τίτλο: «Προς μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της πολιτιστικής κληρονομιάς» (2014). Σε αυτό το βαρυσήμαντο ευρωενωσιακό ντοκουμέντο σημειώνεται πως το καλύτερα προσαρμοσμένο μοντέλο για τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς στη σύγχρονη Ευρώπη, που οι δημόσιοι προϋπολογισμοί μειώνονται, είναι η μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και της «κοινωνίας των πολιτών».1 Δηλαδή, η διάσωση και η προστασία των ανεκτίμητων θησαυρών της πολιτιστικής κληρονομιάς επαφίεται στην ελεημοσύνη των χορηγών και στο επιχειρηματικό δαιμόνιο των ιδιωτών, μέσω των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) και άλλων οργανώσεων της «κοινωνίας των πολιτών», που προσκαλούνται να αναλάβουν με το αζημίωτο τη σωτηρία της, όπως οι λύκοι διαφυλάσσουν τα πρόβατα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα στη χώρα μας είναι οι διάφορες μικρότερες ή μεγαλύτερες ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στον τομέα των αρχαιολογικών μνημείων, με κυρίαρχο το ιδιωτικό σωματείο «ΔΙΑΖΩΜΑ» –του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Σταύρου Μπένου– το οποίο, υποκαθιστώντας την αρχαιολογική υπηρεσία, χαράσσει στην ουσία την κρατική πολιτική στον τομέα των αρχαίων θεάτρων, καθορίζοντας ποιοι χώροι και ποια μνημεία πρέπει να αποκατασταθούν και να αναδειχτούν για τουριστική εκμετάλλευση. Μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες, τράπεζες, «εταιρικά μέλη» συμμετέχουν στη χρηματοδότηση της «αγαθοεργού» δραστηριότητάς του.
Δεν πέρασε, άλλωστε, πολύς καιρός από την προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να παραχωρήσει χιλιάδες αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία στο Υπερταμείο!
Ωστόσο, η μέχρι σήμερα ανάμιξη ιδιωτικών φορέων στη συντήρηση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς δε φαίνεται να ικανοποιεί την ΕΕ. Εκτιμώντας πως η συνεισφορά της πολιτιστικής κληρονομιάς στην καπιταλιστική κερδοφορία είναι υποτιμημένη, παραθέτει μια σειρά από αποδεικτικά στοιχεία για να την αναδείξει και να τονώσει το ιδιωτικό ενδιαφέρον, όπως το μεγάλο ποσοστό (27,5% μέσα στο 2013) που καταλαμβάνουν οι εργασίες ανακαίνισης και συντήρησης στην αξία της ευρωπαϊκής κατασκευαστικής βιομηχανίας, την υψηλή απόδοση των επενδύσεων που προσφέρει το ιστορικό περιβάλλον στο Ηνωμένο Βασίλειο και προπαντός την ευεργετική επίδραση της πολιτιστικής κληρονομιάς στον κλάδο του τουρισμού, καθώς σύμφωνα με έρευνές της το 27% των ταξιδιωτών της ΕΕ δηλώνει ότι η πολιτιστική κληρονομιά είναι βασικός παράγοντας για την επιλογή τουριστικού προορισμού. Στα παραπάνω προσθέτει και την κερδοφόρα συμβολή του ψηφιοποιημένου πολιτιστικού υλικού.2
Απ’ όσα ειπώθηκαν, προκύπτει πως βασικός λόγος που η Ευρωπαϊκή Ένωση κόπτεται για τον πολιτιστικό πλούτο του παρελθόντος, ανακηρύσσοντας μάλιστα την περσινή χρονιά ευρωπαϊκό έτος πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι η προστιθέμενη αξία που προσδίδει σε διάφορους κλάδους της οικονομίας οι οποίοι διασταυρώνονται με αυτήν, όπως ο τουρισμός, το εμπόριο, η αγορά ακινήτων, οι κατασκευές κλπ. Ακόμη και για την προσέλκυση καλλιτεχνικού και επιστημονικού δυναμικού θεωρείται κρίσιμος παράγοντας.
Η πολιτιστική προσφορά ορισμένων «ευαγών ιδρυμάτων» - παραρτημάτων ισχυρότατων επιχειρηματικών ομίλων, όπως, π.χ., το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, δεν αναιρεί τα προηγούμενα συμπεράσματα για την επιζήμια ανάμιξη των ιδιωτών στον πολιτισμό. Το αντίθετο. Το Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος –όπως και άλλες, μικρότερης κλίμακας «δωρεές» ιδιωτικών φορέων– καταλήγει να αποτελεί μία ακόμη βιτρίνα. Το πάρκο που το περιβάλλει και το οποίο είναι ιδιοκτησία του Ιδρύματος –όχι του κράτους– ασφυκτικά περιφρουρούμενη από εταιρία ασφαλείας, αποτελεί έναν από τους ελάχιστους χώρους ψυχαγωγίας και αναψυχής. Φροντισμένος, με πλούσιο πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οικονομικά προσιτός για τη λαϊκή οικογένεια, προσφέρει πού και πού μια ανάσα από τη μουντή καθημερινότητά της. Μια καθημερινότητα όπου το μόνο που μπορεί να «απολαύσει» είναι μια στριμωγμένη ζωή σε μια πόλη που στερείται σχεδόν παντελώς τους ελεύθερους χώρους, τα πάρκα, τις παιδικές χαρές, τα αθλητικά κέντρα, σε μια πόλη με ανήλιαγους, σκοτεινούς και ακάθαρτους δρόμους, σε μια ανοχύρωτη σε σεισμούς και καταποντισμούς Αθήνα. Η περίπτωση του Κέντρου Πολιτισμού Σ. Νιάρχος είναι μια ακόμη απόδειξη για τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους, που αποσυρόμενο δίνει το πράσινο φως στον ιδιωτικό τομέα να προβάλλεται ως η μόνη δύναμη που είναι ικανή να φέρει την πολυπόθητη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Αυτό που αποκρύπτεται είναι πως η «κοινωνική» προσφορά τέτοιων ιδιωτικών οργανισμών είναι σταγόνα μπροστά στον ωκεανό των κερδών που έχουν συσσωρεύσει από την εκμετάλλευση των εργαζόμενων, μπροστά στον πλούτο που το αστικό κράτος αρπάζει από το λαό, για να τους παρέχει αφειδώς φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις και κάθε είδους προνόμια.
Με λίγα λόγια, πίσω από τη «γενναιοδωρία» που επιδεικνύουν ορισμένοι ιδιωτικοί όμιλοι, πρώτα-πρώτα υπάρχει το γενικό ιδεολογικό συμφέρον του κεφαλαίου.