Ευρωπαϊκή Ένωση και πολιτισμός. Στόχοι και επιδιώξεις*


της Ελένης Μηλιαρονικολάκη

Εδώ και εκατό σχεδόν χρόνια –πολύ πριν την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951, η οποία σε μια πορεία μετεξελίχτηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση– η αστική τάξη της Ελλάδας και μεγάλο μέρος της κοσμοπολίτικης αστικής διανόησης σερβίρουν τη λέξη «εξευρωπαϊσμός» ως συνώνυμη με την πολιτιστική εξέλιξη. Με τη σειρά της η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναβαθμίζοντας από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της τη θέση του πολιτισμού στο πεδίο δράσης της, φροντίζει αδιάκοπα και με ιδιαίτερη επιμέλεια να διαιωνίζει αυτήν την αυταπάτη. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, αυτοδιορίστηκε κληρονόμος μιας θαυμαστής και περίλαμπρης πολιτιστικής παράδοσης, συνεχίστρια και αναδημιουργός υψηλών και ξεχωριστών πνευματικών αξιών που καλλιεργήθηκαν στη Γηραιά Ήπειρο μέσα στους αιώνες. Ορκίζεται μάλιστα πως κάθε άλλο παρά αντιμετωπίζει τον πολιτισμό αποκλειστικά ως αντικείμενο κερδοσκοπίας. Ο πολιτισμός –σύμφωνα με τις διακηρύξεις της– έχει διττό χαρακτήρα: Διαθέτει τόσο εγγενή καλλιτεχνική και κοινωνική αξία όσο και οικονομική. Εδώ, όμως, ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα.

Το πρωτότυπο έργο τέχνης δεν έχει αξία, γιατί, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, το μέγεθος της αξίας ενός εμπορεύματος καθορίζεται όχι από τις συνθήκες κατασκευής του πρωτότυπου, αλλά από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την αναπαραγωγή του, πράγμα που δεν ισχύει για ένα έργο τέχνης που είναι μοναδικό. Το γεγονός ότι το έργο τέχνης δεν έχει αξία, αποτελεί αντίφαση με την εμπορευματοποίησή του στον καπιταλισμό. Πράγματι, τα τελευταία 100 χρόνια ο καπιταλισμός έχει καταφέρει να εντάξει συγκεκριμένα είδη τέχνης, όπως ο κινηματογράφος, σε συνθήκες μαζικής εμπορευματικής παραγωγής. Επιπλέον, ακόμα και τα πρωτότυπα έργα τέχνης (ζωγραφική, γλυπτική κτλ.) υποτάσσονται στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, αποκτούν τιμή και μετατρέπονται σε εμπορεύματα, ενώ η συντήρηση και προστασία τους υπακούουν στις σιδερένιες αναγκαιότητες της αγοράς.

Μια πρόσφατη απόδειξη αυτής της αντίφασης είναι η τραγωδία της Παναγίας των Παρισίων. Ακόμα και ένα μνημείο με σπουδαία εμπορική αξία για την καπιταλιστική οικονομία της Γαλλίας, καθώς συνεισφέρει σημαντικά στον τουρισμό και άλλους τομείς των υπηρεσιών, έπεσε θύμα των επιχειρηματικών υπολογισμών, της σχέσης κόστους-οφέλους. Δεν μπόρεσε να γλιτώσει από την πολιτική που μειώνει τις πιστώσεις για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, με σκοπό να επιδοτείται η καπιταλιστική ανταγωνιστικότητα και κερδοφορία σε άλλους, περισσότερο προσοδοφόρους τομείς. Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς ποια είναι η μοίρα άλλων, μικρότερης σημασίας για την καπιταλιστική ανάπτυξη, πολιτιστικών μνημείων.

Πράγματι, η περίπτωση της Παναγίας των Παρισίων, δυστυχώς, δεν αποτελεί εξαίρεση σε μια ΕΕ «πολιτισμού» και «κοινωνικής ευαισθησίας», όπως αποκαλύπτει και η ανακοίνωση της Κομισιόν με τίτλο: «Προς μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της πολιτιστικής κληρονομιάς» (2014). Σε αυτό το βαρυσήμαντο ευρωενωσιακό ντοκουμέντο σημειώνεται πως το καλύτερα προσαρμοσμένο μοντέλο για τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς στη σύγχρονη Ευρώπη, που οι δημόσιοι προϋπολογισμοί μειώνονται, είναι η μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και της «κοινωνίας των πολιτών».1 Δηλαδή, η διάσωση και η προστασία των ανεκτίμητων θησαυρών της πολιτιστικής κληρονομιάς επαφίεται στην ελεημοσύνη των χορηγών και στο επιχειρηματικό δαιμόνιο των ιδιωτών, μέσω των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) και άλλων οργανώσεων της «κοινωνίας των πολιτών», που προσκαλούνται να αναλάβουν με το αζημίωτο τη σωτηρία της, όπως οι λύκοι διαφυλάσσουν τα πρόβατα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα στη χώρα μας είναι οι διάφορες μικρότερες ή μεγαλύτερες ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στον τομέα των αρχαιολογικών μνημείων, με κυρίαρχο το ιδιωτικό σωματείο «ΔΙΑΖΩΜΑ» –του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Σταύρου Μπένου– το οποίο, υποκαθιστώντας την αρχαιολογική υπηρεσία, χαράσσει στην ουσία την κρατική πολιτική στον τομέα των αρχαίων θεάτρων, καθορίζοντας ποιοι χώροι και ποια μνημεία πρέπει να αποκατασταθούν και να αναδειχτούν για τουριστική εκμετάλλευση. Μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες, τράπεζες, «εταιρικά μέλη» συμμετέχουν στη χρηματοδότηση της «αγαθοεργού» δραστηριότητάς του.

Δεν πέρασε, άλλωστε, πολύς καιρός από την προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να παραχωρήσει χιλιάδες αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία στο Υπερταμείο!

Ωστόσο, η μέχρι σήμερα ανάμιξη ιδιωτικών φορέων στη συντήρηση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς δε φαίνεται να ικανοποιεί την ΕΕ. Εκτιμώντας πως η συνεισφορά της πολιτιστικής κληρονομιάς στην καπιταλιστική κερδοφορία είναι υποτιμημένη, παραθέτει μια σειρά από αποδεικτικά στοιχεία για να την αναδείξει και να τονώσει το ιδιωτικό ενδιαφέρον, όπως το μεγάλο ποσοστό (27,5% μέσα στο 2013) που καταλαμβάνουν οι εργασίες ανακαίνισης και συντήρησης στην αξία της ευρωπαϊκής κατασκευαστικής βιομηχανίας, την υψηλή απόδοση των επενδύσεων που προσφέρει το ιστορικό περιβάλλον στο Ηνωμένο Βασίλειο και προπαντός την ευεργετική επίδραση της πολιτιστικής κληρονομιάς στον κλάδο του τουρισμού, καθώς σύμφωνα με έρευνές της το 27% των ταξιδιωτών της ΕΕ δηλώνει ότι η πολιτιστική κληρονομιά είναι βασικός παράγοντας για την επιλογή τουριστικού προορισμού. Στα παραπάνω προσθέτει και την κερδοφόρα συμβολή του ψηφιοποιημένου πολιτιστικού υλικού.2

Απ’ όσα ειπώθηκαν, προκύπτει πως βασικός λόγος που η Ευρωπαϊκή Ένωση κόπτεται για τον πολιτιστικό πλούτο του παρελθόντος, ανακηρύσσοντας μάλιστα την περσινή χρονιά ευρωπαϊκό έτος πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι η προστιθέμενη αξία που προσδίδει σε διάφορους κλάδους της οικονομίας οι οποίοι διασταυρώνονται με αυτήν, όπως ο τουρισμός, το εμπόριο, η αγορά ακινήτων, οι κατασκευές κλπ. Ακόμη και για την προσέλκυση καλλιτεχνικού και επιστημονικού δυναμικού θεωρείται κρίσιμος παράγοντας.

Η πολιτιστική προσφορά ορισμένων «ευαγών ιδρυμάτων» - παραρτημάτων ισχυρότατων επιχειρηματικών ομίλων, όπως, π.χ., το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, δεν αναιρεί τα προηγούμενα συμπεράσματα για την επιζήμια ανάμιξη των ιδιωτών στον πολιτισμό. Το αντίθετο. Το Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος –όπως και άλλες, μικρότερης κλίμακας «δωρεές» ιδιωτικών φορέων– καταλήγει να αποτελεί μία ακόμη βιτρίνα. Το πάρκο που το περιβάλλει και το οποίο είναι ιδιοκτησία του Ιδρύματος –όχι του κράτους– ασφυκτικά περιφρουρούμενη από εταιρία ασφαλείας, αποτελεί έναν από τους ελάχιστους χώρους ψυχαγωγίας και αναψυχής. Φροντισμένος, με πλούσιο πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οικονομικά προσιτός για τη λαϊκή οικογένεια, προσφέρει πού και πού μια ανάσα από τη μουντή καθημερινότητά της. Μια καθημερινότητα όπου το μόνο που μπορεί να «απολαύσει» είναι μια στριμωγμένη ζωή σε μια πόλη που στερείται σχεδόν παντελώς τους ελεύθερους χώρους, τα πάρκα, τις παιδικές χαρές, τα αθλητικά κέντρα, σε μια πόλη με ανήλιαγους, σκοτεινούς και ακάθαρτους δρόμους, σε μια ανοχύρωτη σε σεισμούς και καταποντισμούς Αθήνα. Η περίπτωση του Κέντρου Πολιτισμού Σ. Νιάρχος είναι μια ακόμη απόδειξη για τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους, που αποσυρόμενο δίνει το πράσινο φως στον ιδιωτικό τομέα να προβάλλεται ως η μόνη δύναμη που είναι ικανή να φέρει την πολυπόθητη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Αυτό που αποκρύπτεται είναι πως η «κοινωνική» προσφορά τέτοιων ιδιωτικών οργανισμών είναι σταγόνα μπροστά στον ωκεανό των κερδών που έχουν συσσωρεύσει από την εκμετάλλευση των εργαζόμενων, μπροστά στον πλούτο που το αστικό κράτος αρπάζει από το λαό, για να τους παρέχει αφειδώς φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις και κάθε είδους προνόμια.

Με λίγα λόγια, πίσω από τη «γενναιοδωρία» που επιδεικνύουν ορισμένοι ιδιωτικοί όμιλοι, πρώτα-πρώτα υπάρχει το γενικό ιδεολογικό συμφέρον του κεφαλαίου.

 

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΕΝΙΣΧΥΕΤΑΙ

Η φύση επομένως του ενδιαφέροντος και της ΕΕ για την πολιτιστική κληρονομιά δεν είναι πράγματι μονάχα οικονομική, αλλά και «κοινωνική», όπως μετονομάζει τη χειραγωγική αξία που έχει ως κατεξοχήν ιδεολογικός τομέας ο πολιτισμός για τα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα. Όσο περισσότερο μάλιστα αποδυναμώνεται η πεποίθηση ότι η πορεία της θα συνεχιστεί ανεμπόδιστα, χωρίς συγκρούσεις ενδοϊμπεριαλιστικές ή ταξικές, τόσο ενισχύεται στα κείμενά της η σημασία της ιδεολογικής λειτουργίας του πολιτισμού. Το σπουδαιότερο καθήκον που του ανατίθεται είναι να προστατεύει και να διασφαλίζει την αποκαλούμενη «κοινωνική συνοχή», δηλαδή να συμφιλιώνει την εργατική τάξη με το κεφάλαιο και να την στοιχίζει πίσω από τους στόχους και τα συμφέροντά του. Μια γραμμή που συμπυκνώνεται στο γνωστό σύνθημα της αστικής πολιτιστικής πολιτικής: «Ο πολιτισμός μας ενώνει».

Σε διακρατικό επίπεδο, αυτή η συνοχή απειλείται από την ανισόμετρη ανάπτυξη και τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Σε κάθε κράτος όμως χωριστά κλονίζεται από ακόμη μεγαλύτερες ταξικές ανισότητες, ένα διαρκώς διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στον πλούτο των λίγων και τη φτώχεια των πολλών.

Σύμφωνα με το κεντρικό κείμενο για την πολιτιστική πολιτική της ΕΕ τα επόμενα χρόνια, τη Νέα Ευρωπαϊκή Ατζέντα για τον Πολιτισμό, στρατηγικός στόχος της είναι «να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες μέσω του πολιτισμού και της εκπαίδευσης, ώστε να δημιουργηθούν συνεκτικές κοινωνίες και να καλλιεργηθεί ένα όραμα μιας ελκυστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης».3 Πράγμα που σημαίνει πως το «όραμα» της ΕΕ έχει ξεθωριάσει και η συνοχή της έχει διαταραχτεί. Το γεγονός αυτό ομολογείται άλλωστε απερίφραστα στη συνέχεια του κειμένου, όπου ως ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος σημειώνεται αυτός που θα προκύψει από τις «αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες, τους διαφορετικούς πληθυσμούς, το λαϊκισμό, τη ριζοσπαστικοποίηση και τις τρομοκρατικές απειλές»,4 όπως βαφτίζεται η κοινωνική διαμαρτυρία, η ταξική πάλη γενικότερα, με σκοπό να ταυτιστεί το λαϊκό κίνημα με την τρομοκρατία, που χρησιμοποιείται εναντίον του.

Στη συνέχεια υπογραμμίζεται πως «στο μεταβαλλόμενο αυτό τοπίο, ο ρόλος του πολιτισμού είναι σημαντικότερος όσο ποτέ … Ο πολιτισμός μπορεί να συμβάλλει στη γεφύρωση του χάσματος, καθώς κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των παραγόντων που είναι πιθανότερο να δημιουργήσουν το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα»5, υπονοώντας κύρια την κοινότητα συμφερόντων εργατικής και αστικής τάξης. Με άλλα λόγια, η ΕΕ απευθύνει έκκληση για προσήλωση του πολιτισμού –φυσικά και των καλλιτεχνών– στην ενίσχυση της συνοχής της, στην καπιταλιστική ανθεκτικότητα δηλαδή, με την εξύμνηση των κίβδηλων αστικών αξιών περί δημοκρατίας, κράτους δικαίου, πλουραλισμού, ισότητας των φύλων, σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα κλπ. Και να σκεφτεί κανείς πως τα διάφορα κέντρα της αστικής πολιτιστικής πολιτικής ανατριχιάζουν με το άκουσμα και μόνο της φράσης «στρατευμένη τέχνη»!

Στο ίδιο πνεύμα, και η πολιτιστική κληρονομιά χρησιμοποιείται για να καλλιεργηθεί ένα είδος ευρωενωσιακού «εθνικισμού», ότι δήθεν όλοι οι λαοί της ΕΕ, ανεξάρτητα από τάξεις, είναι οι περιούσιοι, αφού μοιράζονται τον πλούτο ενός κοινού και ανώτερου πολιτισμού. «Η πολιτιστική κληρονομιά αποκαλύπτει σε διαχρονική βάση τι σημαίνει να είσαι Ευρωπαίος!», αναφωνεί η Κομισιόν επαναλαμβάνοντας για πολλοστή φορά πως και «η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο που παρέχει στους Ευρωπαίους πολίτες το αίσθημα ότι ανήκουν σε μια ευρύτερη κοινότητα»6, ότι με άλλα λόγια οι εργαζόμενοι της ΕΕ μπορούν, παρά τη φτώχεια, τις απάνθρωπες εργασιακές σχέσεις, την ανεργία, να αισθάνονται περήφανοι και ασφαλείς στην ΕΕ, η οποία είναι πρόθυμη απλόχερα να τους απονείμει, ως παράσημο για τη μη αμφισβήτηση του καπιταλισμού, την «ταυτότητα του Ευρωπαίου Πολίτη».

Τα όποια κοινά ιστορικά, πολιτιστικά, αισθητικά γνωρίσματα ανάμεσα σε κράτη με διαφορετική γλώσσα και πολιτιστική φυσιογνωμία –όταν και όπου υπάρχουν– δεν μπορούν αντικειμενικά, στις συνθήκες του καπιταλισμού, να οδηγήσουν σε μια υπέρβαση των εθνών και των πολιτισμών. Η ΕΕ, ως συμμαχία καπιταλιστικών κρατών, δεν μπορεί να υπερβεί τα εθνικά κράτη και τις διαιρέσεις (δεν μπορεί να δημιουργήσει κάποια κοινή ταυτότητα και πολιτισμό). Ταυτόχρονα διατρέχεται και η ίδια, όπως και το κάθε έθνος-κράτος, από τη σύγκρουση ανάμεσα στις αξίες και τον πολιτισμό των κυρίαρχων και αυτές των κυριαρχούμενων. Ωστόσο η ευρωενωσιακή προπαγάνδα –όπως και η εθνική σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ– δεν παύουν να καλλιεργούν την ιδέα μιας ευρωπαϊκής συνείδησης ή ταυτότητας, σε παράλληλη σχέση με την εθνική, αφού την τελευταία ούτε μπορούν αντικειμενικά, ούτε και θέλουν να υπερβούν. Πρόκειται με άλλα λόγια για τη μορφή που παίρνει στην περίπτωση της ΕΕ το ευπροσάρμοστο ιδεολογικό σχήμα εθνικισμού-κοσμοπολιτισμού, με το οποίο η αστική προπαγάνδα προωθεί την υποταγή των λαϊκών στρωμάτων στις ανάγκες του κεφαλαίου, ανασύροντας ανάλογα με την περίσταση τον έναν ή τον άλλο πόλο του. Αυτό είναι που αναγκάζει την ΕΕ και τα επιτελεία της να σοφίζονται τα πιο απίθανα τεχνάσματα για να ανακαλύψουν μια κοινή για όλες τις τάξεις και όλους τους λαούς πολιτιστική ταυτότητα. Οργανώνουν, για παράδειγμα, διάφορες πολιτιστικές τουριστικές διαδρομές ανά την Ευρώπη, ενταγμένες σε ενιαία αφήγηση. Ένα από τα παραδείγματα είναι η παγκόσμια περιοδεία αστροτουρισμού, με τίτλο «EU sky route»! Όχι, ας μη φανταστεί κανείς πως εννοούνται διαπλανητικά ταξίδια στο Διάστημα. Πρόκειται απλά για τουρισμό στα αστρονομικά κέντρα της Ευρώπης, που θα προβάλλει την αστρονομική κληρονομιά και τη συμβολή της στην κοινή κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη.

Μια άλλη περίπτωση είναι «το μονοπάτι της μνήμης Liberation route of Europe με θέμα τα συμβάντα των ετών 1944-1945».7 Όσοι γνωρίζουν το προσφιλές στην ΕΕ ιδεολόγημα για εξίσωση του κομμουνισμού με το φασισμό δεν είναι δύσκολο να μαντέψουν τους τόνους αντικομμουνιστικού δηλητήριου που θα χυθεί σ’ αυτήν τη διαδρομή. Μια προπαγάνδα που θα διαστρεβλώνει ή θα αποσιωπά τη μεγαλειώδη δράση των φυσικών αντιπάλων του φασισμού, των κομμουνιστών, όπως τον καθοριστικό ρόλο της ΕΣΣΔ για την Αντιφασιστική Νίκη και την απελευθέρωση της Ευρώπης ή το μοναδικό πανευρωπαϊκά κατόρθωμα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ να αποτρέψει την αποστολή Ελλήνων εργατών στα γερμανικά εργοστάσια και άλλα πολλά.

Είναι δε τόση η ανάγκη της ΕΕ να ανατρέψει την ολοένα και πιο αντιπαθητική στους λαούς εικόνα της, που ακόμη και το οικονομικό μειονέκτημα της γλωσσικά και πολιτιστικά κατακερματισμένης αγοράς της –με αποτέλεσμα να λείπει ένα μεγάλο, συμπαγές κοινό που θα καταναλώνει τα πολιτιστικά προϊόντα της– το μετατρέπει σε ιδεολογικό πλεονέκτημα. Καμαρώνει δηλαδή ότι είναι τόσο δημοκρατική, που επιτρέπει σε κάθε κράτος-μέλος να διατηρεί τη γλώσσα και τον πολιτισμό του, έτσι που ο ευρωπαϊκός πολιτισμός να μπορεί με την πολυμορφία του να ικανο-
ποιεί διαφορετικές προτιμήσεις.

 

ΜΕΓΕΘΥΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟ, ΜΕΓΙΣΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ, ΤΗ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ

Παρόλ’ αυτά, δεν αντέχει στον πειρασμό να προσπαθήσει για να διαμορφωθεί ένα ομογενοποιημένο μεγάλο κοινό, απόλυτα αναγκαίο για να αυξηθεί η κερδοφορία και ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων του πολιτισμού. Το νέο πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη» στη 2η φάση του, που καλύπτει την οχταετία 2021-20278, εντοπίζει ως τις βασικότερες ανάγκες και ελλείψεις της πολιτιστικής πολιτικής της ΕΕ, που έχουν μάλιστα επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια: 1) Την αυξανόμενη πίεση στην πολιτιστική πολυμορφία και την πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη κυριαρχία και κυκλοφορία έργων από τρίτες χώρες, ιδίως τις ΗΠΑ και 2) την ανεπαρκή κυκλοφορία και προσέγγιση του κοινού των ευρωπαϊκών έργων.

Έτσι, θεμελιακή προτεραιότητα αποκτά στο πρόγραμμα η φροντίδα για μεγέθυνση του κοινού της ονομαζόμενης ευρωπαϊκής «πολιτιστικής βιομηχανίας», ιδιαίτερα του κινηματογράφου και των άλλων προϊόντων του οπτικοακουστικού τομέα. Ένα πλήθος μέτρων όπως η επέκταση των διασυνοριακών σχέσεων, η ενίσχυση των συμπαραγωγών, η αύξηση της κινητικότητας των καλλιτεχνών, η διεύρυνση των διακρατικών δικτύων κ.ά. επιστρατεύονται για να αυξηθεί η κυκλοφορία των ευρωπαϊκών έργων και να αναπτυχθεί ένα πολυπληθές κοινό για τους επιχειρηματικούς ομίλους του οπτικοακουστικού τομέα, με στόχο να υπονομευτεί η αμερικανική πρωτοκαθεδρία, σ’ έναν τομέα με μεγάλη εμβέλεια και συγκέντρωση κεφαλαίου.

Μεγέθυνση του κοινού, ωστόσο, σημαίνει, στον καπιταλισμό, έργα για όλα τα γούστα, εξίσωση δηλαδή των αισθητικών προτιμήσεων προς τα κάτω, με την ανάπτυξη μιας αγοραίας ομοιομορφίας που –για χάρη της εμπορικότητας– έρχεται να βάλει στο περιθώριο τα όποια λαμπρά δείγματα ή σχολές του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Υπηρετώντας την κατεύθυνση για διεύρυνση του αγοραστικού κοινού των ταινιών, διάφορα κέντρα της ΕΕ διασπείρουν όλο και ευρύτερα το τελευταίο διάστημα την ιδέα ότι ο κινηματογράφος αποτελεί τη σύγχρονη λογοτεχνία, καλώντας σε υποκατάσταση της ανάγνωσής της με τη λιγότερο κοπιαστική κι εύπεπτη παρακολούθηση εμπορικών ταινιών. Στο πρόγραμμα MEDIA μάλιστα, που αφορά τον οπτικοακουστικό τομέα, προβλέπονται κίνητρα επιβράβευσης για τις παραγωγές που επιδεικνύουν ικανότητα να προσεγγίζουν πλατύ κοινό εντός και εκτός της ΕΕ, με βάση τις εισπράξεις από τα εισιτήρια.9

Σύμφωνα πάντα με το πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη», οι επιχειρηματικοί οργανισμοί του πολιτισμού που καλύπτουν γεωγραφικά μεγάλο τμήμα της Ευρώπης και ασκούν άμεση επίδραση στους λαούς της –επομένως επιφέρουν άμεσο πολιτικό όφελος ως προς τις στρατηγικές επιλογές της ΕΕ– θα απολαμβάνουν κατά προτεραιότητα τη στήριξή της.10

Γενικότερα, όλα τα μέτρα της ΕΕ συγκλίνουν στη συγκέντρωση της πολιτιστικής παραγωγής σε μεγάλους διεθνικούς ευρωπαϊκούς ομίλους. Η συγκέντρωση όμως αυτή δεν αποσκοπεί απλά στην αύξηση της κερδοφορίας των ομίλων. Ταυτόχρονα, έρχεται να υπηρετήσει την ενίσχυση της χειραγώγησης και την ευθυγράμμιση του ευρωπαϊκού κοινού με τις κεντρικές κάθε φορά επιδιώξεις της ΕΕ και τις ανάγκες του ανταγωνισμού της με ξένα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Αποτελεί δηλαδή αδήριτη ανάγκη και αναπόσπαστο εργαλείο του γενικότερου πολιτικού και γεωπολιτικού σχεδιασμού της. Επιπλέον, η προωθούμενη αυτή συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου μετατρέπει τους καλλιτέχνες-δημιουργούς σε εξαρτήματα της καπιταλιστικής πολιτιστικής μηχανής, στερώντας τους κάθε δικαίωμα να ελέγχουν τη σκέψη, το συναίσθημα και το ταλέντο τους.

Για την προώθηση του στόχου για μαζικοποίηση του κινηματογράφου δημιουργήθηκε σχετικά πρόσφατα (2016) στην Ελλάδα ένας νέος οργανισμός, το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ), o οποίος υπάγεται στο υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, που λειτουργεί μάλιστα ανταγωνιστικά και σε βάρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, φορέα ο οποίος είχε ιδρυθεί για να στηρίξει την ελληνική καλλιτεχνική κινηματογραφία. Ο οργανισμός αυτός επιχειρεί με γενναιόδωρα επενδυτικά κίνητρα και απλοποιημένες διαδικασίες να διευκολύνει τους ευρωπαϊκούς, αλλά και διατλαντικούς επιχειρηματικούς ομίλους να διεισδύσουν και να επενδύσουν στον τομέα των κινηματογραφικών και οπτικοακουστικών έργων, εκτοπίζοντας την «ανεξάρτητη» κινηματογραφική παραγωγή μεμονωμένων δημιουργών που, επειδή δεν είναι απόλυτα ελεγχόμενη από τις μεγάλες κινηματογραφικές επιχειρήσεις, πρόσφερε το σημαντικότερο και χρησιμότερο καλλιτεχνικά και κοινωνικά έργο στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.

Για να ευοδωθεί ο στόχος της προσέλκυσης ξένων οπτικοακουστικών παραγωγών σπάρθηκαν –σε όλες τις περιφέρειες της χώρας– τα περίφημα Φιλμ Όφις, τα «Γραφεία Διευκόλυνσης Οπτικοακουστικών Παραγωγών». Η αποστολή τους είναι να παρέχουν κάθε είδους εκδούλευση στους επενδυτές, πριν απ’ όλα όμως να διαφημίζουν προς κινηματογραφική εκμετάλλευση τα πανάρχαια μνημεία της χώρας, τις πανέμορφες τοποθεσίες της με τους παραδοσιακούς οικισμούς, τα 6.000 νησιά, τα 100 λιμάνια και τα 300 βουνά με υψόμετρο μεγαλύτερο των 1.000 μέτρων και προπαντός το φθηνό και υψηλά ειδικευμένο τεχνικό προσωπικό των κινηματογραφικών συνεργείων.

Όπου εφαρμόστηκε αυτή η πολιτική –ιδιαίτερα σε πρώην κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης– μπορεί να έφερε προσωρινά κάποια αύξηση εσόδων, αλλά τελικά μόνο ερήμωση και καταστροφές άφησε πίσω της. Τα ήδη απειλούμενα από «περιβαλλοντικές και φυσικές πιέσεις, όπως οι υψηλές τουριστικές εισροές»11, μνημεία και φυσικά τοπία –σύμφωνα με την εκτίμηση της ίδιας της ΕΕ– υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές, ενώ, μετά από την αποχώρηση των ξένων επενδυτών, τα κινηματογραφικά πλατό άδειασαν και αχρηστεύτηκαν λόγω του πλήγματος που δέχτηκε από τα κινηματογραφικά μονοπώλια η κάθε εγχώρια κινηματογραφία.

Καθόλου αυτονόητη δεν είναι, βέβαια, η απάντηση στο διαδεδομένο ισχυρισμό πως ο αμερικανικός και γενικότερα ο αποκαλούμενος «εμπορικός» κινηματογράφος είναι πολύ πιο ελκυστικός και ευχάριστος, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό που είναι ανιαρός. Πραγματικά, δεν μπορεί να απορρίψει κανείς ολοσχερώς αυτόν τον ισχυρισμό, καθώς ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος αρκετές φορές είναι ελιτίστικος και κουραστικός, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που οι πλατιά προσιτές και αναγνωρισμένες ταινίες είναι καλές, χρήσιμες, αλλά και αναγκαίες σε ώρες χαλάρωσης. Άλλο τόσο είναι όμως αλήθεια πως τη μεγαλύτερη απόλαυση την προσφέρει η τέχνη που ανεβάζει το πνευματικό επίπεδο, η τέχνη που υποχρεώνει το κοινό να κρίνει, να σκεφτεί, να πάρει θέση, να συνεχίσει να προβληματίζεται και μετά από την ολοκλήρωση της παρακολούθησης κάποιου έργου, τελικά να συνδημιουργεί. Το πραγματικό πρόβλημα είναι πως στις συνθήκες της καπιταλιστικής πραγματικότητας η μαζική τέχνη δεν μπορεί παρά να καταπιεί αυτού του είδους την ωφέλιμη τέχνη, που ούτε χρηματοδότηση και στήριξη απολαμβάνει, ούτε μπορεί να ανταγωνιστεί σε κέρδη την πρώτη.

Στο πλαίσιο της εκστρατείας για διεύρυνση του κοινού δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το ότι στις τελευταίες κατευθύνσεις της ΕΕ συγκαταλέγεται και η ανάγκη για αύξηση των πολιτιστικών ενδιαφερόντων, γνώσεων και δεξιοτήτων από τους Ευρωπαίους. Εισάγεται μάλιστα μια αναπροσαρμογή των θεμελιακών γνώσεων σε όλα τα επίπεδα και τους τύπους εκπαίδευσης, έτσι ώστε μαζί με τις φυσικές επιστήμες, την τεχνολογία, τη μηχανική και τα μαθηματικά να συμπεριληφθεί και η τέχνη. Το ακρωνύμιο STEM (Science, Technology, Engineering and Maths) συνιστάται να μετατραπεί σε STEAM (Science, Technology, Engineering, Arts and Maths).12

Ο καθένας θα μπορούσε ασφαλώς να σκεφτεί ότι η εξέλιξη αυτή αποτελεί πρόοδο, αφού σηματοδοτεί μια σχετική άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της εργατικής δύναμης. Η αλήθεια όμως είναι πως κάτι περισσότερο κρύβεται πίσω από την προτεινόμενη αναβάθμιση της τέχνης στα εκπαιδευτικά προγράμματα. Γιατί το ζήτημα δεν είναι απλά να μαθαίνει κανείς, αλλά τι και για ποιο σκοπό μαθαίνει. Χωρίς πολλές περιστροφές, στη νέα Ατζέντα για τον πολιτισμό ομολογείται πως η όποια βελτίωση στο πολιτιστικό επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων, ανάμεσα στ’ άλλα, αποσκοπεί στο να διευρυνθεί η ικανότητά τους να κατανοούν και να εμπεδώνουν τις ανάγκες και τις προτεραιότητες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Η διαπίστωση της Eurostat πως περισσότερο από το 1/3 των Ευρωπαίων δε συμμετέχουν καθόλου σε πολιτιστικές δραστηριότητες εκτιμάται στο κείμενο της Ατζέντας ως ιδιαίτερα ανησυχητική, ακριβώς επειδή ακυρώνει την ιδεολογική αποστολή του πολιτισμού για ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στην ΕΕ.13

Η ενίσχυση του ρόλου της τέχνης στα διάφορα επίπεδα της εκπαίδευσης δεν απευθύνεται μόνο στα πλατιά λαϊκά στρώματα, αλλά και σ’ εκείνες τις ομάδες των νέων ανθρώπων που επιδιώκουν υψηλότερη ειδίκευση με πανεπιστημιακές και μεταπτυχιακές σπουδές, όχι μόνο στον τομέα του πολιτισμού, αλλά σε όλα γενικά τα γνωστικά αντικείμενα, ιδιαίτερα σε αυτά που σχετίζονται με την τεχνολογία. Ο λόγος είναι ότι η καλλιέργεια από τις πρώτες εκπαιδευτικές βαθμίδες καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων και ικανοτήτων αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της δημιουργικότητας. Αυτό όμως που ενδιαφέρει την ΕΕ δεν είναι κυρίως η δημιουργικότητα γενικά, αλλά η δημιουργικότητα «που μετατρέπεται σε προϊόντα και υπηρεσίες προς πώληση», όπως διευκρινίζεται σε σχετικά σεμινάρια και ημερίδες.

Με άλλα λόγια, το όλο εγχείρημα επικεντρώνεται στην ανάπτυξη της χρήσιμης για το κεφάλαιο δημιουργικότητας, μέσα από την εκμετάλλευση επικερδών επινοήσεων και πρακτικών –την αποκαλούμενη «καινοτομία»– που θα ενισχύσει την παραγωγικότητα, επομένως και την ανταγωνιστικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας. Καινοτομίες που αντί να διευκολύνουν και να βελτιώνουν τη ζωή των εργαζόμενων και γενικά της λαϊκής πλειονότητας, με μείωση του χρόνου εργασίας, μεγαλύτερους μισθούς, φθηνότερα και καλά προϊόντα κλπ., σηματοδοτούν την αύξηση στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και την απώλεια θέσεων εργασίας. Ταυτόχρονα συνδέονται με το άσκοπο σκόρπισμα όλης της ζωντάνιας, της εφευρετικότητας, της ευρηματικότητας, της διανοητικής φρεσκάδας των νέων καλλιτεχνών και επιστημόνων, που πασχίζουν με τα προγράμματα νεανικής επιχειρηματικότητας και τις start-up επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν –μάταια συνήθως– επιχειρηματικούς κολοσσούς ή να βρουν ανάμεσά τους αγοραστές για τις καινοτόμες ιδέες τους.

Για το φαρισαϊσμό του ενδιαφέροντος της ΕΕ προς τη νεανική δημιουργία είναι χαρακτηριστική η «μεγαλοψυχία» της απέναντι στο καλλιτεχνικό «πρεκαριάτο» –όπως αποκαλείται ευρωπαϊστί το σύγχρονο προλεταριάτο της εργασιακής ευελιξίας, περιπλάνησης και αβεβαιότητας– του οποίου οι στυγνότατα εκμεταλλευτικές σχέσεις εργασίας αντιμετωπίζονται με ένα ευχολόγιο, όχι για την κατάργησή τους, αλλά για κάποια υποτυπώδη ασφάλιση που θα τις διαιωνίζει.14

Ιδιαίτερο πρόβλημα ωστόσο αποτελεί το ιδεολογικό περιτύλιγμα μιας επίπλαστης «ελευθερίας» είτε από την εργοδοτική καταπίεση είτε από άλλου είδους καταναγκασμούς σε σχέση, π.χ., με τις επιλογές αντικειμένου εργασίας και έρευνας, την κατεύθυνση και τα πορίσματά της, με το οποίο πλασάρεται αυτή η νέα κατάσταση. Μιλώντας ειδικά για τους καλλιτέχνες, «ελευθερία» ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή της τέχνης τους ή ως προς τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού τους μέσα από αυτή (θρησκευτικό, εθνικό, φυλετικό κλπ.). Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για ένα περιτύλιγμα με το οποίο επιχειρείται να σκεπαστεί το ταξικό περιεχόμενο των φιλομονοπωλιακών κι εκμεταλλευτικών στοχεύσεων για τη νέα γενιά.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΩΣ ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ

Εκτός από την «κοινωνική», δηλαδή την ιδεολογική και την οικονομική διάσταση που έχει η μεγέθυνση του κοινού, σύμφωνα με το πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη» υπάρχει και μια τρίτη διάσταση, η διεθνής, η διεύρυνση δηλαδή του ακροατηρίου για τους ευρωπαϊκούς πολιτιστικούς ομίλους εκτός της ΕΕ. Ο σπουδαιότερος ωστόσο λόγος γι’ αυτήν τη διεύρυνση δεν είναι ο εισπρακτικός, αλλά η εκμετάλλευση του πολιτισμού για να προωθηθούν τα γεωπολιτικά και τα γενικά οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ στην εξωτερική της πολιτική. Πρόκειται για τις «διεθνείς πολιτιστικές σχέσεις» και ειδικότερα την «πολιτιστική διπλωματία», εκείνο δηλαδή τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής που αναλαμβάνει να προβάλλει την υπεροχή του ευρωπαϊκού πολιτισμού με σκοπό να διαμορφωθεί ευνοϊκή στάση προς την ΕΕ από εκτός των συνόρων της πληθυσμούς, προπαντός από μελλοντικούς ηγέτες ξένων κρατών, διευκολύνοντας την αποδοχή των επιδιώξεών της και τη συγκατάθεσή τους στην ανάμιξή της στα εσωτερικά τους θέματα.

Σε πρώτο πλάνο η ΕΕ επιλέγει να εναλλάσσει τις απροκάλυπτες –με βόμβες και αεροπλάνα– ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της σε διάφορα σημεία της Γης με πολιτισμένες και ειρηνικές δήθεν διαδικασίες «διαπολιτισμικού διαλόγου», που με το πιστόλι στον κρόταφο θα προωθούν τη «συμφιλίωση» και την «κατανόηση» για τις απαιτήσεις της στις «μετασυγκρουσιακές κοινωνίες», όπως αποκαλεί τις ρημαγμένες από τους πολέμους περιοχές. Είναι γνωστό πως δεκάδες κορυφαία μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς στο Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη, το Αφγανιστάν, ανάμεσά τους πανάρχαιες πόλεις και χωριά στην κοιτίδα του ανθρώπινου πολιτισμού, τη Μεσοποταμία, καταστράφηκαν ολοσχερώς εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλ’ αυτά, η τελευταία, με απύθμενη υποκρισία, αυτοπροβάλλεται ως η δύναμη που «επιβεβαιώνει εκ νέου τη δέσμευσή της να προστατεύσει την πολιτιστική κληρονομιά (…) έργο που παραμένει επιτακτικό λόγω της καταστροφής της πολιτιστικής κληρονομιάς σε ζώνες συγκρούσεων όπως το Ιράκ, η Συρία και το Αφγανιστάν».15

Ο στόχος βέβαια, είτε «με το καλό» είτε «με το κακό», παραμένει σε κάθε περίπτωση το ίδιο εχθρικός για τους λαούς: Να αρπάξει τη μερίδα του λέοντος από τη λεία των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των δρόμων μεταφοράς τους, να εξασφαλίσει νέες αγορές και φτηνά, υπάκουα χέρια για νέες επενδύσεις, να ενισχύσει τελικά οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά τη θέση της στη διεθνή σκακιέρα.

Προκλητικά στην έκθεση «Προς μια στρατηγική της ΕΕ για διεθνείς πολιτιστικές σχέσεις» αναφέρονται ως χαρακτηριστικές επιτυχίες των διεθνών πολιτιστικών σχέσεων της ΕΕ η πρόοδος των επιδιώξεών της στη βομβαρδισμένη και διαμελισμένη –και από την ίδια– πρώην Γιουγκοσλαβία, όπως η θετική ενταξιακή πορεία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην ΕΕ και οι «πολιτισμένες», με την καθοδήγησή της, συμφωνίες μεταξύ του Βελιγραδίου και της Πρίστινα. Δεν κρύβεται δε η πρόθεσή της να αναπτύξει ειδικά προγράμματα για τον έλεγχο της πολιτικής κατάστασης στα κράτη της ψευδεπίγραφης Αραβικής Άνοιξης μέσα από έναν αυξημένο ρόλο στη διακυβέρνηση αυτών των κρατών από την αποκαλούμενη «κοινωνία των πολιτών», δηλαδή των ΜΚΟ και άλλων προσκείμενων στην ΕΕ πολιτιστικών ιδρυμάτων και οργανώσεων.16

Το αποκορύφωμα της προκλητικότητας έρχεται στο τέλος της έκθεσης, όπου δηλώνεται απερίφραστα ότι θα παρέχονται μαθήματα κατάρτισης από την ΕΕ για τη βελτίωση της κατασκοπευτικής δράσης και παρέμβασης των μυστικών υπηρεσιών της. Συγκεκριμένα η ανακοίνωση αναφέρει πως με τα μαθήματα αυτά «θα εξασφαλιστεί πλήρης ενημέρωση στις επικρατούσες τοπικά πολιτισμικές ευαισθησίες» για «παρατηρητές και αποστολές παρακολούθησης εκλογών και για το προσωπικό που θα απασχοληθεί σε μη στρατιωτικές αποστολές σταθεροποίησης».17

Στο χάρτη των περιοχών –και των αντίστοιχων κρατών– που χωρισμένες σε κατηγορίες συγκεντρώνουν με σειρά προτεραιότητας το πολιτιστικό ενδιαφέρον της ΕΕ, αναδεικνύεται πάλι ο αναπόσπαστος ρόλος του πολιτισμού στις κάθε είδους στρατηγικές επιδιώξεις της, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.18 Έτσι, την πρώτη σε κατάταξη θέση καταλαμβάνουν τα κράτη που είναι υποψήφια και δυνάμει υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ και ειδικότερα αυτά των Δυτικών Βαλκανίων και η Τουρκία. Ακολουθούν τα γειτονικά στην ΕΕ κράτη της Ανατολικής και Νότιας Μεσογείου, λόγω της ρευστότητας που εξακολουθεί να υπάρχει σε πολλά από αυτά ως προς τις μελλοντικές συμμαχίες τους με τα ανταγωνιζόμενα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσονται δεκάδες αναπτυσσόμενες χώρες στη Λατινική Αμερική, την Ασία, τη Μέση Ανατολή και προπαντός στην «ήπειρο των ευκαιριών», την τεράστια και πλούσια σε πρώτες ύλες και ενέργεια Αφρική, καθώς προσφέρουν στους ευρωπαϊκούς μονοπωλιακούς ομίλους νέες δυνατότητες εκμετάλλευσης του πλούτου και του εργατικού δυναμικού τους, ενώ βρίσκονται ολοένα και περισσότερο στο επίκεντρο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. 19

Στην Ελλάδα τα δύο μεγαλύτερα ιδρύματα της πολιτιστικής διπλωματίας είναι το Ίδρυμα Ωνάση και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που χρηματοδοτούνται από το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Το πρώτο από αυτά, όντας συνδεδεμένο με τις ΗΠΑ και γενικότερα τον αγγλοσαξονικό άξονα, έχει αναλάβει στις μέρες μας ενεργητικό ρόλο για την προώθηση της αμερικανικής επιρροής στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, στο κάλεσμα της τελευταίας έκθεσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για πρωτοβουλίες που μέσα από την παιδεία και τον πολιτισμό θα καλλιεργούν το φιλοαμερικανισμό έχει ήδη δώσει το «παρών». Τo θέμα βέβαια του ρόλου των πολιτιστικών ιδρυμάτων είναι αρκετά σύνθετο και απαιτεί συστηματικότερη παρακολούθηση και μελέτη.

 

ΟΞΥΝΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΗΠΑ, ΕΝΤΑΣΗ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

Η αυξανόμενη επιρροή των ΗΠΑ μέσα από την υπεροχή τους στην ευρωπαϊκή πολιτιστική αγορά έρχεται να ενισχυθεί με το προβάδισμα των αμερικανικών μονοπωλιακών ομίλων και στη νέα ψηφιακή αγορά. Η κατάσταση αυτή ανησυχεί ιδιαίτερα την ΕΕ, καθώς είναι γνωστό πως εκείνος που θα εισάγει τα πιο πολλά και προσβάσιμα στοιχεία στο διαδίκτυο θα μπορεί να επηρεάζει σε κομβικά, στρατηγικά ζητήματα τον πληθυσμό, ιδιαίτερα τις νέες γενιές, που κύρια –αν όχι αποκλειστικά– αντλούν από αυτό την πληροφόρησή τους.

Η ψηφιακή αγορά, ως μειονέκτημα της ΕΕ απέναντι στις ΗΠΑ, και η πολιτιστική κληρονομιά, ως το συγκριτικό της πλεονέκτημα, αποτελούν μάλιστα τις δύο βασικές προτεραιότητες της πολιτιστικής πολιτικής της. Έτσι, παίρνει μέτρα για τη διεύρυνση του διαδικτυακού κοινού της ευρωπαϊκής πολιτιστικής παραγωγής με την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού περιεχομένου και την πρόσβασή του σε όλες τις διαδικτυακές πλατφόρμες, τη διάδοση της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς με ψηφιακό μετασχηματισμό της, ιδιαίτερα της κινηματογραφικής, την ανάπτυξη έρευνας για επαυξημένη-εικονική πραγματικότητα κ.ά. Για την προώθηση της Ελλάδας στην ψηφιακή αγορά συστάθηκε μάλιστα το 2016 ειδικό υπουργείο, το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης.

Ταυτόχρονα, το τελευταίο διάστημα, όλο και πιο ανοιχτά η ΕΕ εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά της για την αυξανόμενη κυριαρχία και κυκλοφορία έργων από τις ΗΠΑ, καταγγέλλοντας τους αμερικανικούς ομίλους που δρουν στο διαδίκτυο, ακόμη και ονομαστικά (π.χ. Facebook), ως μηχανισμούς πολιτικής χειραγώγησης.

Για το σκοπό αυτό η Κομισιόν έχει συντάξει και ειδική οδηγία με τίτλο: «Αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο, 2018». Στην οδηγία αυτή αντιπαραθέτει υποκριτικά τα ευρωπαϊκά παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης (εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση) ως τα μόνα δήθεν έγκυρα, αμερόληπτα, πλουραλιστικά και ανεξάρτητα –τόσο ανεξάρτητα, που στην Ελλάδα η πλειονότητα των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών πανελλαδικής εμβέλειας ανήκουν σε εφοπλιστικούς ομίλους– με τους ελεγχόμενους κύρια από το αμερικανικό κεφάλαιο διαδικτυακούς μηχανισμούς πληροφόρησης και παροχής περιεχομένου: Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (όπως το Facebook), τις πλατφόρμες διανομής περιεχομένου (όπως το YouTube) και τις μηχανές αναζήτησης (όπως της Google), που με αλγόριθμους, αριθμό προβολών, διαφημίσεις κατευθύνουν τους χρήστες προς το επιθυμητό κάθε φορά περιεχόμενο. Η σφοδρή αυτή αντίδραση και επιθετικότητα της ΕΕ απέναντι στις ΗΠΑ δεν ξεκινά ασφαλώς από την πρόθεσή της να προστατέψει το ευρωπαϊκό κοινό από τακτικές χειραγώγησης ή παράνομης χρήσης των προσωπικών του δεδομένων, όπως προπαγανδίζει, αλλά για να καταλάβει η ίδια τη θέση των ΗΠΑ στον προσανατολισμό του περιεχομένου, σύμφωνα με τα δικά της στρατηγικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Εξέχουσα θέση στο ευρωενωσιακό στόχαστρο κατέχει η Ρωσία, απέναντι στην οποία έχει συσταθεί ειδική ομάδα East Stratcom για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων εκστρατειών της για την παραπληροφόρηση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κειμένου.20

Ωστόσο, ο αδυσώπητος πόλεμος για το διαδίκτυο μαίνεται αυτήν την περίοδο, κύρια για τα μερίδια στην ψηφιακή αγορά μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ. Στο περίγραμμα αυτό εντάσσονται και οι πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωκοινοβουλίου για τα πνευματικά δικαιώματα, οι οποίες επιχειρούν να μειώσουν την κερδοφορία των αμερικανικών κολοσσών στο διαδίκτυο, εμποδίζοντάς τους να εκμεταλλεύονται δωρεάν το ευρωπαϊκό περιεχόμενο. Η ΕΕ για λόγους προπαγανδιστικούς προτάσσει τα δικαιώματα των δημιουργών-καλλιτεχνών, όμως οι μεγάλοι ωφελημένοι από αυτήν τη σύγκρουση και τις πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωκοινοβουλίου είναι οι ευρωπαϊκοί μονοπωλιακοί όμιλοι των εκδόσεων και της παραγωγής οπτικοακουστικού υλικού.

Το υποκριτικό ενδιαφέρον της ΕΕ για τους δημιουργούς εκδηλώνεται και στην προηγούμενη Οδηγία της, που με το Ν. 4481/17 για τη «Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων και άλλα θέματα αρμοδιότητας υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού» ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία. Ο νόμος υπερψηφίστηκε από το ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ και την Ένωση Κεντρώων, ενώ τα υπόλοιπα αστικά κόμματα τον καταψήφισαν υπερασπιζόμενα μια προηγούμενη νομοθετική παραλλαγή για την ενσωμάτωση της Οδηγίας. Το μόνο κόμμα που τάχτηκε κατά της Οδηγίας ήταν το ΚΚΕ, καθώς με αυτήν άνοιξε ο δρόμος για την ίδρυση ιδιωτικών οργανισμών διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων με προνομιακούς όρους λειτουργίας σε σχέση με τους συλλογικούς φορείς των καλλιτεχνών. Οι οργανισμοί αυτοί, εντελώς ανεξέλεγκτοι από τους ίδιους τους δημιουργούς, θα απομυζούν μεγάλα κέρδη από την εκμετάλλευση της δημιουργίας τους, όπως ακριβώς έκανε και η ΑΕΠΙ, μέχρι να οδηγηθεί από τους ιδιοκτήτες της σε χρεοκοπία. Με λίγα λόγια, η ευρωενωσιακή πολιτική για τα πνευματικά δικαιώματα φροντίζει ώστε εκδότες, παραγωγοί, προαγωγοί και διαχειριστές, όλοι αμέτοχοι στην καλλιτεχνική δημιουργία, να ζουν και να πλουτίζουν από αυτή. Φαίνεται δηλαδή πως, όταν η ΕΕ υπερθεματίζει για τη «δίκαιη αμοιβή» των δημιουργών, εννοεί να μην απομείνει τελικά ούτε ψίχουλο για τους περισσότερους από αυτούς.

Το πρόβλημα όμως δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στην επιδείνωση της θέσης του πλήθους των δημιουργών, καθώς τα μέτρα που υιοθετεί η ΕΕ για την αντιμετώπιση των διαδικτυακών επιθέσεων και του αποκαλούμενου υβριδικού πολέμου, όπως η Μονάδα Ανάλυσης Υβριδικών Απειλών μέσα στο Κέντρο Ανάλυσης Πληροφοριών και Διαχείρισης Κρίσεων, αφορούν πρώτα και κύρια την εργατική τάξη και γενικότερα τα λαϊκά στρώματα. Οι επισημάνσεις της Οδηγίας δεν επιτρέπουν κανέναν εφησυχασμό και καμία αμφιβολία ότι στρέφονται πρωταρχικά ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, το οργανωμένο εργατικό-λαϊκό κίνημα, ενισχύοντας κι επεκτείνοντας το κατασταλτικό οπλοστάσιο της ΕΕ και στα διαδικτυακά μέσα μαζικής πληροφόρησης. Δεν είναι τυχαίο ότι στο κείμενο για την παραπληροφόρηση υπογραμμίζεται πως «η οικονομική ανασφάλεια, η άνοδος του εξτρεμισμού και οι πολιτισμικές μετατοπίσεις προκαλούν άγχος και προσφέρουν γόνιμο έδαφος για εκστρατείες παραπληροφόρησης, ώστε να διευρυνθούν οι κοινωνικές εντάσεις, η πόλωση και η δυσπιστία».21

 

ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Όπως φάνηκε μέχρι εδώ, η τέχνη και γενικότερα ο πολιτισμός στην καπιταλιστική ΕΕ φτάνει σταδιακά να ελέγχεται άμεσα ή μέσα από τους κρατικούς οργανισμούς από τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων. Αυτοί χρηματοδοτούν, ρυθμίζουν τις κρατικές παροχές, δίνουν δουλειά στους καλλιτέχνες, μπορούν να αναδείξουν ή να συντρίψουν δημιουργούς, υπαγορεύουν το περιεχόμενο της τέχνης και την διορθώνουν στα μέτρα τους. Στόχος του επαναστατικού εργατικού κινήματος είναι η τέχνη, όπως κάθε άλλη μορφή εργασίας, να ξεπεράσει τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, να μεταμορφώσει την πραγματικότητα σύμφωνα με τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες και τις δυνατότητες που έχει δημιουργήσει η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και όχι να ενισχύει τις αντοχές μιας πραγματικότητας που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις ανάγκες αυτές. Το ίδιο το παρελθόν της τέχνης δείχνει στους δημιουργούς της το δρόμο. Οι μεγάλες στιγμές στην ιστορία της, τα πιο σπουδαία κατορθώματά της, δημιουργήθηκαν όταν έφτανε να συλλάβει τα πρωτοπόρα μηνύματα της εποχής της, να ξεπερνά ακόμη και τις πολιτικές και ιδεολογικές προτιμήσεις των δημιουργών της, σπρώχνοντας την ανθρωπότητα προς τα πάνω και μπροστά: «Από ’δώ, προς τον ήλιο», όπως έγραφε και ο μεγάλος μας ποιητής, ο Ρίτσος.

Ας μην κομπορρημονούν λοιπόν οι Βρυξέλλες και τα εγχώρια παπαγαλάκια τους ότι θα φέρουν τη ζωή στα αρχαία μνημεία. Να τα καταστρέφουν, να τα καίνε ή να τα βομβαρδίζουν καταλήγουν τελικά. Ας μην καμαρώνουν ότι θα δώσουν πνοή στην αληθινή, την πρωτοπόρα δημιουργία. Να την φιμώσουν, να την πνίξουν, να την περιθωριοποιήσουν επιχειρούν.

Ο «πολιτισμός» των πολέμων, της φτώχειας, της προσφυγιάς, της δυστυχίας, ο «πολιτισμός» της βαρβαρότητας –παρά τα μεμονωμένα επιτεύγματα εμπνευσμένων και βαθιά μελετημένων δημιουργών– είναι ανίκανος να γεννήσει τη νέα, ζωογόνα, καινοτόμο δημιουργία.

Όλα όσα μέχρι εδώ παρουσιάστηκαν, σχετικά με τις επιδιώξεις της ΕΕ για τα αμέσως επόμενα χρόνια, προμηνύουν πολύ χειρότερες μέρες για τους λαούς της Ευρώπης, δείχνουν μια προετοιμασία για αντιμετώπιση, με εργαλείο και τον πολιτισμό, σκληρών καταστάσεων που ακόμη δεν τις έχουμε δει, μπορούμε όμως να τις προβλέψουμε.

Οι καιροί μας σαλπίζουν έξοδο. Έξοδο από την ΕΕ, έξοδο από το ΝΑΤΟ, έξοδο από την κοινωνία της εκμετάλλευσης. Οι καιροί σαλπίζουν για έναν ανώτερο πολιτισμό, σε μια νέα κοινωνία και μια νέα Ευρώπη, όπου στη θέση του συμφέροντος των λίγων θα μπει το κοινωνικό συμφέρον, όπου όλα τα κοινωνικά αγαθά, όπως η τέχνη και ο πολιτισμός, θα περάσουν σε κοινωνικό προγραμματισμό και έλεγχο από τους ίδιους τους δημιουργούς τους και όπου κριτήριο για την ανάπτυξή τους αντί για τη μεγιστοποίηση του κέρδους θα γίνει η μεγιστοποίηση της γενικής ευημερίας, η γενική υλική και πνευματική πρόοδος.

Μόνο αυτή η κοινωνία, μόνο η εργατική εξουσία με κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, κεντρικό, επιστημονικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο μπορεί να αποδώσει στην τέχνη την αληθινή κοινωνική-μαζική λειτουργία της: Να δημιουργήσει τους όρους για μια χωρίς προηγούμενο διάδοσή της, να αναπτύξει σε όλα τα μέλη της κοινωνίας την ικανότητα να την κατανοούν και να την απολαμβάνουν και να πραγματοποιήσει μια τέτοια αναγνώριση της σημασίας της και της εργασίας των δημιουργών της, που σε κανένα προηγούμενο κοινωνικό σύστημα δεν υπήρξε.

Και αυτό γιατί ο πολιτισμός αποκτά ζωτική, θεμελιακή σημασία για το σοσιαλισμό, αφού η επικράτηση και η ανάπτυξή του εξαρτάται από την πνευματική ικανότητα της τεράστιας λαϊκής πλειονότητας –και όχι των λίγων κι εκλεκτών της ταξικής κοινωνίας– να ανταποκριθεί στο ρόλο του ιδιοκτήτη και διαχειριστή του πλούτου.

Άλλωστε ο σοσιαλισμός έχει ήδη με έργα και πράξεις εκδηλώσει την υπεροχή του στο πολιτιστικό πεδίο, παρά τις αδυναμίες, τα λάθη και τις παρεκκλίσεις που σημειώθηκαν στην πορεία οικοδόμησής του στην οικονομία αλλά και σε τομείς του εποικοδομήματος, όπως η τέχνη και ο πολιτισμός, και που δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθούν.

Ανάμεσα στα πρώτα διατάγματα της σοβιετικής εξουσίας μετά από τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης ήταν και αυτά που αφορούσαν την αναδιοργάνωση των τομέων της τέχνης. Από τους πρώτους μετα-οκτωβριανούς μήνες –από τα τέλη του 1917 ως το 1919– εθνικοποιήθηκαν, έγιναν κοινωνική ιδιοκτησία όλοι οι μεγάλοι χώροι παραγωγής και διανομής της τέχνης (θέατρα, μουσεία, κινηματογραφικά στούντιο, ορχήστρες, εκθεσιακοί χώροι κλπ.), καθώς και όλες οι καλλιτεχνικές σχολές. Έτσι η τέχνη απελευθερώθηκε από την εμπορική της εξάρτηση και μπήκε στη διάθεση του μεγάλου λαϊκού κοινού, ενώ άνοιξε και ο δρόμος για την ανάπτυξη μιας νέας τέχνης, που κέντρο της είχε τις ανάγκες και τα μεγάλα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού.

Από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του το σοβιετικό κράτος και παρά τις τόσες αντιξοότητες και δοκιμασίες στη διαδρομή του –εξωτερική επέμβαση, εμφύλιος, ΝΕΠ, σαμποτάζ, έντονη εσωκομματική διαπάλη, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος– δε λογάριασε ποτέ το κόστος για την απρόσκοπτη ανάπτυξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Φυσικό αποτέλεσμα μιας πολιτικής που έμπρακτα τοποθετούσε την τέχνη και τον πολιτισμό στις πρώτες θέσεις της κλίμακας των ανθρώπινων αξιών –κάνοντας την αρχή από τα πρώτα σχολικά χρόνια– ήταν η πρωτόγνωρη δίψα του λαού για πολιτιστική καλλιέργεια. Πουθενά και ποτέ εργατική τάξη δεν υπήρξε τόσο διατεθειμένη για θυσίες προκειμένου να μορφωθεί. Τα βιβλιοπωλεία από τη δεκαετία του 1930 κιόλας ήταν τριπλάσια από αυτά στις χώρες της Δύσης, ενώ τα θέατρα και οι αίθουσες συναυλιών είχαν πάντα συνωστισμό.

Το αναγνωστικό κοινό πολλαπλασιαζόταν για πολλές δεκαετίες με γεωμετρική πρόοδο. Το 1960 έφτασαν να εκδίδονται 50.000 τίτλοι βιβλίων σε 1 δισεκατομμύριο αντίτυπα. Η Σοβιετική Ένωση κατείχε μάλιστα παγκόσμια την πρώτη θέση στην έκδοση λογοτεχνικών έργων μεταφρασμένων από ξένες γλώσσες. Από το 1918 ως το 1975 εκδόθηκαν πάνω από 32.000 τίτλοι λογοτεχνικών έργων ξένων συγγραφέων σε 1,5 δισ. αντίτυπα και σε 76 γλώσσες! Ο δε αριθμός των βιβλιοθηκών, από 13.000 που υπήρχαν στην προεπαναστατική Ρωσία, εκτινάχτηκε στις 400.000 περίπου το 1956.

Μέχρι το 1959, το σοβιετικό κράτος κατάφερε να εξαλείψει οριστικά τον αναλφαβητισμό, που έφτανε στο 76% ενός τεράστιου πλήθους ανθρώπων από διαφορετικές εθνικότητες και εθνότητες. Πρόκειται για έναν πρωτοφανή άθλο, καθώς οι λαοί που σε μια πορεία συγκρότησαν την ΕΣΣΔ μιλούσαν περισσότερες από 100 διαφορετικές γλώσσες, ορισμένες από τις οποίες δε διέθεταν αλφάβητο, ήταν προφορικές!

Στη μουσική πραγματοποιήθηκε μια τρομακτική διεύρυνση των μουσικών συνόλων –οι μεγαλειώδεις ορχήστρες και χορωδίες δεν υπάρχουν πουθενά πια σήμερα στον κόσμο– δημιουργήθηκε ένα πολυπληθέστατο και άρτια εκπαιδευμένο μουσικό δυναμικό, μα πάνω απ’ όλα διαμορφώθηκε ένα μεγάλο μουσικά μορφωμένο ακροατήριο, που ήταν σε θέση να κατανοεί, να απολαμβάνει και να συγκλονίζεται με ένα από τα πιο σύνθετα και αφηρημένα είδη της τέχνης, όπως η συμφωνική μουσική.

Η χρονική σύμπτωση ενός ποιοτικού άλματος που συντελέστηκε στην τέχνη τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, μιας καλλιτεχνικής δηλαδή επανάστασης, με την κοινωνική επανάσταση του Οκτώβρη του 1917 δημιούργησε ένα εκρηκτικό μίγμα που προσέδωσε πρωτοφανή δυναμική σε όλα τα είδη της τέχνης –εικαστικά, θέατρο, μουσική, κινηματογράφος, αρχιτεκτονική– και οδήγησε στη δημιουργία μιας τεράστιας δεξαμενής από επεξεργασμένες παρακαταθήκες γνώσεων, ύφους, μορφών, καλλιτεχνικών μέσων και επινοήσεων που σημάδεψαν την εξέλιξη της τέχνης και ως τις μέρες μας επηρεάζουν την καλλιτεχνική ζωή χωρίς να έχουν ξεπεραστεί.

Η τέχνη του κινηματογράφου –του οποίου τη μεγάλη διαφωτιστική και διαπαιδαγωγητική εμβέλεια έγκαιρα είχε εντοπίσει ο Λένιν, αναγορεύοντάς τον στη σπουδαιότερη απ’ όλες τις τέχνες– υπήρξε ουσιαστικά γέννημα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Χάρη στο πλήθος των καινοτομιών της περιόδου ο κινηματογράφος, από απλή τεχνική καταγραφής κινούμενων εικόνων και διασκεδαστικό θέαμα που ήταν τα προεπαναστατικά χρόνια στη Ρωσία και στις άλλες χώρες του καπιταλισμού, έγινε «τέχνη».

Το Σοβιετικό θέατρο άφησε μια σπουδαία κληρονομιά χάρη σε μεγάλους δημιουργούς από τον Μέγερχολντ ως τον Στανισλάφσκι και σε μορφές θεάτρου από τις μικρότερες παραστάσεις στο θέατρο δρόμου, τους πειραματισμούς των εργαστηρίων και των θεάτρων-στούντιο ως την τιτάνια αναπαράσταση της εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα (1920) με συμμετοχή 2000 ηθοποιών, 500 μουσικών και το πολεμικό πλοίο Αβρόρα να συνοδεύει με κανιοβολισμούς, που παρακολούθησαν 100.000 λαού.

Το 1934 μοναχά στη Μόσχα υπήρχαν καμιά 50αριά δραματικά θέατρα, πέντε όπερες, τρεις οπερέτες και πολλά εθνικά θέατρα –που ανέβαζαν έργα στις διάφορες εθνικές γλώσσες– χώρια το πλήθος των ερασιτεχνικών θεατρικών ομίλων απ’ όπου αναδεικνύονταν με τη βοήθεια των επαγγελματιών ηθοποιών διαρκώς νέα ταλέντα, που στέλνονταν να σπουδάσουν στις δραματικές σχολές.

Από τα λίγα και συνοπτικά που παρουσιάστηκαν μέχρι εδώ, είναι φανερό ότι ο μόνος δρόμος για να αποφύγουν η τέχνη και ο πολιτισμός τη μοναξιά και την ξηρασία στην άγονη γη των ευρωπαϊκών ντοκουμέντων και οδηγιών είναι αυτός που οδηγεί στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Είναι ο δρόμος των μπολσεβίκων, που την ώρα της εφόδου στα Χειμερινά Ανάκτορα φρόντιζαν για να μην καταστραφούν τα έργα τέχνης και τα ιστορικά κειμήλια ή που μετά από τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Ναζί στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχτιζαν από την αρχή –στηριγμένοι μόνο σε φωτογραφίες– τις πόλεις κοσμήματα της παλιότερης αρχιτεκτονικής. Είναι ο δρόμος του Κόκκινου Στρατού, που η πρώτη πράξη του όταν μπήκε στο Βερολίνο ήταν να ανοίξει τα θέατρα. Είναι ο δρόμος των Ελλήνων κομμουνιστών, που μέσα στα μαύρα χρόνια της Κατοχής ίδρυσαν στο ΕΑΜ ειδικό τμήμα για την περιφρούρηση των αρχαιοτήτων και την αντιμετώπιση της αρχαιοκαπηλίας από τους ναζί κατακτητές στέλνοντας το μήνυμά τους ως το σήμερα:

Για να διασωθεί ο πολιτισμός χρειάζεται να διασωθεί η πεποίθησή μας πως αυτόν τον κόσμο είναι στο χέρι μας να τον αλλάξουμε. Σήμερα άλλωστε το χρειάζεται περισσότερο από ποτέ.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Κείμενο βασισμένο στην ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού, σε εκδήλωση που διοργάνωσε η ΤΟ Καλλιτεχνών του ΚΚΕ, στις 6 Μάη 2019, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με θέμα: «Πολιτισμός για όλους, κόντρα στην ΕΕ της εμπορευματοποίησης».

  1. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή Περιφερειών: Προς μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ευρώπης, Βρυξέλλες, 22.7.2014, COM (2014) 477 final, σελ. 8.
  2. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή Περιφερειών: Προς μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ευρώπης, Βρυξέλλες, 22.7.2014, COM (2014) 477 final, σελ. 4.
  3. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή Περιφερειών, Νέα Ευρωπαϊκή Ατζέντα για τον Πολιτισμό, Βρυξέλλες, 22.5.2018, COM (2018) 267 final, σελ. 1.
  4. Ό.π., σελ. 2.
  5. Ό.π.
  6. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή Περιφερειών, Νέα Ευρωπαϊκή Ατζέντα για τον Πολιτισμό, Βρυξέλλες, 22.5.2018, COM (2018) 267 final, σελ. 3.
  7. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή Περιφερειών, Νέα Ευρωπαϊκή Ατζέντα για τον Πολιτισμό, Βρυξέλλες, 22.5.2018, COM (2018) 267 final, σελ. 13.
  8. Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου για τη Θέσπιση του προγράμματος «Δημιουργική Ευρώπη» (2021 έως 2027) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1295/2013, Βρυξέλλες, 30.5.2018, COM (2018) 366 final.
  9. Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου για τη Θέσπιση του προγράμματος «Δημιουργική Ευρώπη» (2021 έως 2027) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1295/2013, Βρυξέλλες, 30.5.2018, COM (2018) 366 final, σελ. 12.
  10. Ό.π., σελ. 21.
  11. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή Περιφερειών: Προς μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ευρώπης, Βρυξέλλες, 22.7.2014, COM (2014) 477 final, σελ. 5.
  12. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή Περιφερειών, Νέα Ευρωπαϊκή Ατζέντα για τον Πολιτισμό, Βρυξέλλες, 22.5.2018, COM (2018) 267 final, σελ. 6.
  13. Ό.π., σελ. 2.
  14. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή Περιφερειών, Νέα Ευρωπαϊκή Ατζέντα για τον Πολιτισμό, Βρυξέλλες, 22.5.2018, COM (2018) 267 final, σελ. 7.
  15. Κοινή Ανακοίνωση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο: Προς μια στρατηγική της ΕΕ για τις διεθνείς πολιτιστικές σχέσεις, Βρυξέλλες, 8.6.2016, JOIN (2016) 29 final.
  16. Ό.π., σελ. 13.
  17. Ό.π.
  18. Βλ. και την Ολοκληρωμένη Έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών για την Ελλάδα («Integrated Country Strategy - Greece»), σύμφωνα με την οποία: «Τα … πολιτιστικά προγράμματα της πρεσβείας στην Ελλάδα στοχεύουν στη νεολαία, στα κορίτσια και την επόμενη γενιά ηγετών στις επιχειρήσεις και στην κοινωνία των πολιτών, για να προωθήσουν μια θετική άποψη των αμερικανο-ελληνικών σχέσεων.» Ριζοσπάστης, 19-20.1.2019.
  19. Ολοκληρωμένη Έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών για την Ελλάδα («Integrated Country Strategy - Greece»), σελ. 6-8.
  20. Ολοκληρωμένη Έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών για την Ελλάδα («Integrated Country Strategy - Greece»), σελ. 2, 3 και 19.
  21. Ολοκληρωμένη Έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών για την Ελλάδα («Integrated Country Strategy - Greece»), σελ. 5.