Η συνειδητοποίηση της σύζευξης του ταξικού και του φυλετικού επιδρά θετικά σε όλες τις μορφές πάλης στις συνθήκες του καπιταλισμού, αλλά και στη συνειδητοποίηση της υπεροχής του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.
Η κατανόηση-συνειδητοποίηση της σύζευξης οδηγεί κατευθείαν στην επιβεβαίωση της θέσης μας ότι δεν μπορεί να γίνεται διαχωρισμός με βάση το φύλο, ανδρικό-γυναικείο, πολύ περισσότερο, δεν είναι δυνατό να θεωρείται το γυναικείο φύλο αταξικά. Το Κόμμα δρα για το ζήτημα αυτό στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της βλέποντας ως αντίπαλους την αστική τάξη και τους συμμάχους της με τα δύο φύλα μαζί, άνδρες και γυναίκες.
Έτσι μπορεί να κατανοηθεί γιατί το γυναικείο κίνημα, η πάλη για τα προβλήματα των γυναικών, είναι πρώτ’ απ’ όλα υπόθεση της εργατικής τάξης, γιατί η Λαϊκή Συμμαχία, που βασίζεται στις κοινωνικές αντικαπιταλιστικές αντιμονοπωλιακές δυνάμεις, επεκτείνεται στο ιδιαίτερα οργανωμένο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα, ενώ οι γυναίκες δε συνιστούν τάξη ή στρώμα. Δεν το βλέπουμε μόνο από τη φυλετική πλευρά, έστω κι αν στις συνθήκες του καπιταλισμού υπάρχει ζήτημα ορισμένων φυλετικών διακρίσεων και στις γραμμές της αστικής τάξης και των συμμάχων της, κυρίως για λόγους ιδεολογικούς, επειδή επιβιώνουν αναχρονιστικές ιδέες.
Ο Μαρξ, ο Ένγκελς κι ο Λένιν είπαν ορισμένα πράγματα που ήταν πολύ μπροστά για την εποχή τους. Τα πρώτα χρόνια όταν ιδρύθηκε το Κόμμα, τα λέγαμε κι εμείς σ’ ένα μικρό ακροατήριο, αλλά μετά, κάτω από το βάρος εξελίξεων, των ιδιαίτερων δυσκολιών όπως της παρανομίας και ημιπαρανομίας, σταματήσαμε ν’ αναδεικνύουμε ολοκληρωμένα και ως εργατικό πρόβλημα το γυναικείο ζήτημα. Η μαρξιστική-λενινιστική διδασκαλία για το γυναικείο ζήτημα δεν εδραιώθηκε μέσα στο Κόμμα ως τρόπος σκέψης και δράσης, στάσης.
Ένα ζήτημα που έθεσε ο Μαρξ και αφορά όλους, αλλά έχει ιδιαίτερη αξία για τις εργαζόμενες γυναίκες, είναι ότι η πραγματική ελευθερία του ανθρώπου αρχίζει μετά από τη λήξη της εργασίας. Αυτό το είπε ο Μαρξ, ενώ έδινε τέτοια σημασία στο θέμα της εργασίας, όταν χαρακτήριζε κοινωνική πρόοδο την είσοδο της γυναίκας στην κοινωνική εργασία, μίλησε για πραγματική ελευθερία του ανθρώπου που αρχίζει μετά από τη λήξη της εργασίας, υπολογίζοντας την εργασία σε συνθήκες σοσιαλισμού-κομμουνισμού, που δε συγκρίνονται με αυτές του καπιταλισμού.
Ο Λένιν υπογράμμιζε ότι η γυναίκα θ’ απελευθερωθεί όταν αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις, όταν κοινωνικοποιηθεί όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος του σπιτικού νοικοκυριού ώστε η γυναίκα να γλιτώσει από την αποβλακωτική σκλαβιά του σπιτιού. Βεβαίως, και στον καπιταλισμό τα σύγχρονα μέσα προσφέρουν δυνατότητα μείωσης της βαριάς χειρωνακτικής δουλειάς του νοικοκυριού, όμως και στις συνθήκες του σημερινού καπιταλισμού ο ελεύθερος χρόνος για το ζευγάρι και ιδιαίτερα για τη γυναίκα της εργατικής τάξης είναι πολύ λίγος, έως κι ανύπαρκτος.
Σκεφτείτε πόσο επαναστατική ήταν η θέση για την αποβλακωτική δουλειά του νοικοκυριού στο σπίτι την περίοδο που τα έλεγε ο Λένιν. Ούτε ως ίχνος σκέψης δεν υπήρχε στην υπόλοιπη κοινωνία.
Σήμερα βεβαίως πολύ περισσότερες γυναίκες θα χειροκροτήσουν αυτήν τη θέση, αλλά από μια περιορισμένη αστική αντίληψη και όχι ως στοιχείο για να μετέχει η εργάτρια, η εργαζόμενη στην πάλη, στην επαναστατική δράση, στα όργανα εξουσίας κι ελέγχου, όχι ως ταξικό ζήτημα, αλλά ως φυλετικό δικαίωμα.
Ο Λένιν μάλιστα έθετε τα ζητήματα αυτά σε μια περίοδο που δεν είχε ακόμα καλά-καλά κριθεί αν η σοσιαλιστική εξουσία θα νικούσε την αντεπανάσταση και την ιμπεριαλιστική επέμβαση-περικύκλωση.
Έθετε με παρρησία το ζήτημα ότι από τα πρώτα καθήκοντα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ήταν ν’ αντιμετωπιστεί η δημιουργία δημόσιων εστιατορίων, παιδικών σταθμών, πλυντηρίων, γενικότερα ένα σημαντικό μέρος των εργασιών του ατομικού νοικοκυριού να περάσει στην κοινωνική εργασία, ώστε ν’ απελευθερωθεί η γυναίκα που τότε ήταν απόλυτα προσκολλημένη σε αυτές τις εργασίες.
Σήμερα υπάρχει έδαφος να κατανοηθούν τέτοιες θέσεις προσαρμοσμένες, αλλά και η διαφορά με την αστική κι οπορτουνιστική αντίληψη που δε βλέπουν ή δε θέλουν να δουν την εμπορευματοποίηση τέτοιων λειτουργιών, τον πραγματικό σκοπό τους, που είναι κυρίως το καπιταλιστικό κέρδος, η σχετική ή και απόλυτη αύξηση του χρόνου εργασίας, η άνοδος της παραγωγικότητας κι ανταγωνιστικότητας για την κερδοφορία ή για την επανάκαμψη της κερδοφορίας σε συνθήκες κρίσης, αλλά και η ενσωμάτωση.
Η συνειδητοποίηση της ανάγκης να μειωθεί ο χρόνος ορισμένων σπιτικών εργασιών, όσο κι αν είναι ελκυστική για την οικογένεια, δε σημαίνει ότι αυτόματα οδηγεί στη ριζοσπαστικοποίηση, στην οργάνωση και δράση. Ωστόσο το έδαφος είναι πιο πρόσφορο σήμερα για ν’ ανοίξουμε και να βαθύνουμε σε τέτοια ζητήματα στην αντιπαράθεση μεταξύ καπιταλισμού-σοσιαλισμού, κομμουνισμού, αλλά και τις πραγματικές αιτίες που στις σημερινές συνθήκες της κρίσης υπάρχει νέα υποχώρηση.
Όταν οι κομμουνιστές μιλούσαν εναντίον της κυρίαρχης άποψης που ήταν και νομικά-θεσμικά νομιμοποιημένη, ότι η γυναίκα στον καπιταλισμό είναι κτήμα του άνδρα, ξέσπασε ένας ύπουλος πόλεμος ότι οι κομμουνιστές θέλουν να καταργήσουν το θεσμό της οικογένειας και να επιβάλουν την κοινοκτημοσύνη των γυναικών. Και μόνο αυτή η γελοία κι χυδαία πολεμική είναι η απόδειξη της δικής μας υπεροχής που σήμερα πρέπει κυριολεκτικά ν’ ανακτήσουμε, να προκαλέσουμε αντίδραση και ν’ ανοίξει η δική μας αντεπίθεση και στο γυναικείο ζήτημα.
Υπάρχει πρόσθετη ανάγκη ν’ αποκαλύψουμε την αστική και οπορτουνιστική υποκρισία για το πώς βλέπουν την ισοτιμία των δύο φύλων, να πολεμήσουμε νέες στρεβλώσεις που προσθέτουν και που είναι πολύ επικίνδυνες ιδιαίτερα για τις νεότερες ηλικίες που έχουν μεγάλη σχετικά απόσταση από την πείρα των ταξικών αγώνων, την προσφορά του σοσιαλισμού.
Λόγου χάρη, έχει γίνει σημαντικός νομοθετικός εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα -έστω και καθυστερημένα- που επέδρασε και στην άμβλυνση των ακραίων απόψεων ότι η γυναίκα είναι κτήμα του άνδρα, ταυτόχρονα όμως διατηρείται ο βασικός αναχρονιστικός πυρήνας. Στον αστικό εκσυγχρονισμό π.χ. περιλαμβάνεται το ότι η γυναίκα διατηρεί το επώνυμό της, τα στοιχεία της γυναίκας σήμερα αναφέρονται στον πατέρα και όχι στο σύζυγο. Η οικονομική «απεξάρτηση» της εργαζόμενης γυναίκας από τον άνδρα είχε ως αποτέλεσμα ν’ αυξηθούν τα διαζύγια, οι περισσότεροι του ενός γάμοι. Επομένως, η ταυτότητα της γυναίκας έπρεπε να φέρει πιο σταθερά στοιχεία, όπως το πατρώνυμο κι όχι το όνομα του συζύγου. Το αστικό θεσμικό σύστημα έπρεπε σ’ αυτό να απαλλαγεί από γραφειοκρατικές δυσκολίες.
Ο Ένγκελς κατέθεσε τη σκέψη ότι μελλοντικά, στις συνθήκες του κομμουνισμού, θα συμβούν και αλλαγές στη μορφή της συμβίωσης, χωρίς βεβαίως να μπορεί να τις περιγράψει και να τις προσδιορίσει, καθώς αυτό θα ήταν μεγάλη αυθαιρεσία.
Το αστικό θεσμικό πλαίσιο δε διστάζει να προχωρά σε μεταρρυθμίσεις που το αναγκαίο εκσυγχρονιστικό στοιχείο συνυπάρχει με το αντιδραστικό ως προς το θεσμό του γάμου. Και τέτοιο είναι η θεσμοθέτηση της οικογένειας των ομοφυλοφίλων, η νομιμοποίηση δύο άνδρες ή δύο γυναίκες να θεωρούνται γονείς. Η αναπαραγωγική διαδικασία μπαίνει σ’ επικίνδυνα τούνελ, καθώς συζητιέται η νομιμοποίηση της παρέμβασης στο DNA για την τεκνοποίηση, όχι για λόγους ιατρικούς.
Αυτές οι απόψεις και πρακτικές δεν αντιμετωπίζονται έτσι απλά μ’ ένα «όχι» ή μ’ ένα «ναι», αλλά με την ανάδειξη της δικής μας θέσης για την ταξική προέλευση και την εξέλιξη της οικογένειας, για τα δικαιώματά της, τις σχέσεις των δύο φύλων, τα δικαιώματα των παιδιών κλπ., και στο επίπεδο των αιτημάτων, αλλά και των απόψεων, των ιδεών. Χρειάζεται να γνωρίζουμε και ενιαία να διακηρύσσουμε και να παλεύουμε για αιτήματα που διευκολύνουν στην απεξάρτηση γυναίκας και παιδιού, όπως είναι η κοινωνική ασφάλιση για όλους χωρίς προϋποθέσεις, το επίδομα ανεργίας χωρίς προϋποθέσεις, μέτρα κοινωνικής προστασίας του παιδιού κλπ.
Το συμπέρασμα είναι ότι, δίχως την εξειδίκευση της στρατηγικής μας στις γυναίκες, δίχως την ένταξη του γυναικείου ζητήματος στον ιδεολογικό, πολιτικό, εργατικό μαζικό αγώνα, δε θα έχουμε την απαιτούμενη ικανότητα, την όποια αποτελεσματικότητα, με βάση κάθε φορά το συσχετισμό δυνάμεων, στην πάλη κατά του καπιταλισμού. Όταν αφήνουμε σοβαρά κενά σε ζητήματα όπως το γυναικείο ζήτημα ή και άλλα που δεν είναι της παρούσης, τότε το κενό το καταλαμβάνει ο αντίπαλος.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν αποκαλύπτεται μόνο με τη σωστή γενική τοποθέτηση της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας. Για να κατανοηθεί αυτή, απαιτείται να φωτίζονται από αυτήν τη σκοπιά όλες οι πλευρές της εργασίας και της ζωής.
Δεν αρκεί ν’ αναδειχτεί ο πρωτοπόρος ρόλος μας μόνο με συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικήσεις -που βεβαίως οφείλουμε να επεξεργαζόμαστε συνεχώς- αλλά πρέπει αυτά να εντάσσονται στην πάλη των ιδεών, στην προβολή της ιδεολογίας μας.
Άλλωστε στις συνθήκες του καπιταλισμού τα αστικά κόμματα, το αστικό πολιτικό σύστημα έχει δείξει ικανότητα να υιοθετεί ορισμένα συνθήματα και να τους προσδίδει το δικό του ταξικό περιεχόμενο. Έτσι, υιοθέτησε το σύνθημα της ισοτιμίας των δύο φύλων και το μετέτρεψε σε «ίσες ευκαιρίες» των δύο φύλων, στ’ όνομα των οποίων ισοπέδωσε ευνοϊκές ρυθμίσεις υπέρ των γυναικών.
Αλλά και η παραγωγή διάφορων εργαλείων και καταναλωτικών προϊόντων, όπως είναι αυτά στα οποία ήδη αναφερθήκαμε, με τον εξηλεκτρισμό και την αυτοματοποίηση του νοικοκυριού, τα έτοιμα και προμαγειρεμένα φαγητά, που όλα όμως λειτουργούν ως εμπορεύματα, εγκλωβίζουν τους εργαζόμενους και με νέες μορφές απομύζησης του εργατικού μισθού μέσω πιστωτικών καρτών και τραπεζικών δανείων.
Έχει αποδειχτεί σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα ότι ο καπιταλισμός, το αστικό πολιτικό σύστημα και η καπιταλιστική εργοδοσία έδωσαν πολύ βάρος στην «επαναστατικοποίηση» των μέσων παραγωγής, στην αυτοματοποίηση, στην πληροφορική, υιοθέτησαν πολλές ριζοσπαστικές τεχνοκρατικού τύπου ιδέες, έκαναν πολλές δοκιμές στην οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγικής διαδικασίας, ταυτόχρονα όμως διατήρησαν ακόμα και αναχρονιστικές ιδέες προηγούμενων κοινωνικών συστημάτων στο ζήτημα της οικογένειας, των σχέσεων των δύο φύλων, στο ζήτημα της θρησκείας κλπ. Αυτή η τάση ισχύει παντού, με διαφορετικό βαθμό οξύτητας, πιο αμβλυμμένα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, πιο έντονα στις λιγότερο ανεπτυγμένες. Ο καπιταλισμός έδωσε στη γυναίκα το δικό της επώνυμο, αναγνώρισε την ισοτιμία παιδιών εντός κι εκτός γάμου, ταυτόχρονα διατήρησε σε άλλες περιοχές βάρβαρες επιλογές, που τις βλέπουμε σε αραβικές, ασιατικές κι αφρικανικές χώρες.
Κι εκεί που διατήρησε αναχρονισμούς κι εκεί που τους έβαλε στο περιθώριο κι έκανε εκσυγχρονισμούς, κράτησε σταθερή στάση στο να συσκοτίσει την ταξική φύση του γυναικείου ζητήματος. Στις συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης που δε συμβαίνει για πρώτη φορά τώρα (ας μην ξεχνάμε την περίοδο του 1920-1930 ή της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία 1980), πισωγυρίζει ακόμα περισσότερο προκειμένου να συμφιλιώσει τη γυναίκα με τη μερική, περιστασιακή απασχόληση, με τη δουλειά στο σπίτι ή κοντά στο σπίτι κλπ.
Αυτή η φαινομενικά αντιφατική στάση -από τη μια μεριά τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας, του εμπορίου, των διοικητικών και άλλων κρατικών υπηρεσιών και από την άλλη διατήρηση αναχρονιστικών αντιλήψεων- φαίνεται σε όλο τον 20ό αιώνα, ακόμα και στο ζήτημα της ψήφου για το αστικό κοινοβούλιο. Ενώ ο καπιταλισμός είχε μεγάλη ανάπτυξη στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη, το δικαίωμα της ψήφου για τη γυναίκα καθιερώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση.
Ο Μαρξ απέδειξε ότι ο καπιταλισμός -μιλώντας για τη μαζική αξιοποίηση της γυναικείας και παιδικής εργασίας- μοίρασε την αξία της εργατικής δύναμης του άντρα στη γυναίκα και στα παιδιά. Αυτό τι υποδεικνύει; Ότι δεν πρέπει να βλέπουμε την εργατική τάξη ως ένα άθροισμα ατόμων που δρουν στο συνδικαλιστικό κίνημα, που ανήκουν στον έναν ή τον άλλο κλάδο. Απέναντί μας στέκεται το ζήτημα της εργατικής, της λαϊκής οικογένειας που περικλείει στο εσωτερικό της εργάτες/εργάτριες που συνήθως ανήκουν σε διαφορετικό κλάδο -ο ένας μπορεί να είναι στον ιδιωτικό τομέα, ο άλλος στον κρατικό παραγωγικό τομέα, ο ένας να είναι άνεργος ή άνεργη ή και οι δύο άνεργοι, και μαζί είναι τα παιδιά τους που μπορεί να είναι στα θρανία, στο πανεπιστήμιο ή στο ΤΕΙ, να είναι εργαζόμενα ή άνεργα, να έχουν την α΄ ή τη β΄ εργασιακή σχέση. Στην εργατική οικογένεια υπάρχουν οι ηλικιωμένοι γονείς-συνταξιούχοι κλπ. Μπορεί να υπάρχουν άτομα με ειδικές ανάγκες, υπάρχει και η μονογονεϊκή οικογένεια κλπ. Άρα το ζήτημα της σχέσης των δύο φύλων, της ισοτιμίας και ισότητας δεν είναι θέμα δύο εκπροσώπων των φύλων, αλλά της οικογένειας, της πολιτικής απέναντι στην οικογένεια.
Βέβαια τα τελευταία χρόνια το Κόμμα έχει κάνει πρόοδο π.χ. στην αντίληψη και στη δουλειά με τα νέα ζευγάρια. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να γίνει πολύ περισσότερο κατανοητή η θέση μας για την ισοτιμία των δύο φύλων στον καπιταλισμό, στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, να γίνει αντιπαράθεση με τις εξαιρετικά επιζήμιες κι αποπροσανατολιστικές απόψεις που προβάλλουν όλα τ’ άλλα κόμματα, εξηγώντας το γυναικείο ζήτημα ως πρόβλημα ανδροκρατικών και πατριαρχικών αντιλήψεων, αταξικά, αντιβιολογικά-αντιεπιστημονικά.
Αναφέραμε ήδη ότι η αστική ιδεολογία και στρατηγική είναι πιο ευέλικτη στην υιοθέτηση νέων τρόπων και μεθόδων αύξησης της ταξικής εκμετάλλευσης και είναι λιγότερο ευκίνητη στην απαλλαγή από αναχρονιστικές αντιλήψεις που επικρατούσαν την περίοδο του προμονοπωλιακού καπιταλισμού, την περίοδο που μόλις αναπτυσσόταν η βιομηχανία, την περίοδο συμβιβασμού της αστικής τάξης με την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων κλπ.
Την τελευταία 20ετία δείχνει μια μεγάλη κινητικότητα με φαινομενικά νεωτερικές ιδέες που στην πραγματικότητα είναι επιστροφή στο παρελθόν, επίσης ιδέες που εκφράζουν πλήρη ανορθολογισμό, με παραγνώριση των ιδιαίτερων βιολογικών διαφορών που υπάρχουν στα δύο φύλα, όπως βιολογικές διαφορές υπάρχουν και κατά ηλικία, ακόμα και ανάλογα με το σε ποιο γεωγραφικό φυσικό περιβάλλον ζει ο καθένας, η καθεμιά κλπ.
Πρόσφατα δημοσιεύτηκε ότι ψηφίστηκε νόμος απ’ το γερμανικό κοινοβούλιο σύμφωνα με τον οποίο, όταν γεννιούνται παιδιά, δε θ’ αναγράφεται το φύλο τους. Θ’ αναγράφεται στην πορεία, ανάλογα με το πώς αισθάνεται ο καθένας ή η καθεμιά. Υπάρχουν επιστημονικά συγγράμματα που διδάσκονται σε τμήματα Γυναικείων Σπουδών των πανεπιστημίων στα οποία υποστηρίζεται ότι ο καθοριστικός παράγοντας δεν είναι αν γεννιέσαι άνδρας ή γυναίκα, αγόρι ή κορίτσι, αλλά το τι γίνεσαι στην πορεία, ότι δεν χαρακτηρίζει το βιολογικό φύλο έναν άνδρα ή μία γυναίκα, αλλά το «κοινωνικό φύλο». Αυτό που ο ίδιος ή η ίδια αισθάνεται ότι είναι.
Στο δήμο της Βενετίας δεν χρησιμοποιούνται οι όροι μητέρα, πατέρας για εγγραφή των παιδιών στους παιδικούς σταθμούς, αλλά γονιός, γονείς. Στην Αργεντινή, με νόμο του κοινοβουλίου, έγινε δεκτό ένα αγοράκι 6 ετών να θεωρείται κοριτσάκι γιατί έτσι πίστευε το ίδιο.
Δεν είναι άσχετο το γεγονός αυτό με το ότι αποφασίστηκε σε μια σειρά χώρες να υιοθετούν οι οικογένειες των ομοφυλοφίλων ή να κάνουν παιδιά με υποβοηθούμενη τεκνοποίηση, με τη βοήθεια τράπεζας ωαρίων και σπέρματος, οπότε δεν μπορούν να λέγονται μπαμπάς και μαμά, είναι γονείς· είτε είναι δύο γυναίκες είτε δύο άνδρες. Εδώ φτάνει ο καπιταλισμός: Σ’ έναν ανορθολογισμό, στον οποίο, από την ανορθολογική, αντιεπιστημονική εκδοχή που η γυναίκα θεωρούνταν ως βιολογικά κατώτερη, περάσαμε στην κατάργηση ουσιαστικά των ιδιαίτερων βιολογικών χαρακτηριστικών του άνδρα και της γυναίκας, τα οποία υπάρχουν και πρέπει να υπολογίζονται στην εργασία, στην αναπαραγωγική διαδικασία, στη λειτουργία των δύο φύλων ως προς τη μητρότητα και την πατρότητα. Η αναπαραγωγή της οικογένειας έχει να κάνει με τη σχέση άνδρα-γυναίκας, είτε είναι σε γάμο είτε δεν είναι, είτε είναι ευκαιριακή είτε είναι βαθύς έρωτας.
Η θεωρία ότι το φύλο δεν καθορίζεται από βιολογικά χαρακτηριστικά (εξαιρούνται βεβαίως ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις ερμαφροδιτισμού), αλλά από το κοινωνικό εποικοδόμημα, έχει αρκετή ομοιότητα με την προσπάθεια να καταργηθεί στα χαρτιά (στην πράξη, στη ζωή δεν καταργείται) κάθε κοινωνικός, ταξικός ή πολιτικός διαχωρισμός που αντικειμενικά υπάρχει. Λόγου χάρη, ο εργάτης, αν δεν αισθάνεται ή δεν πιστεύει ότι ανήκει στην εργατική τάξη, δεν είναι εργάτης. Δηλαδή υποστηρίζουν ότι η συνείδηση καθορίζει την κοινωνική θέση και όχι η σχέση με τα μέσα παραγωγής και η θέση στην παραγωγική διαδικασία. Πρόκειται για την ιδεαλιστική άποψη ότι δεν υπάρχει ταξική κοινωνία, αλλά γενικά μια κοινωνία που δίνει ευκαιρίες σε όλους· και ο διαχωρισμός γίνεται με βάση το ποιος αξιοποίησε ή δεν αξιοποίησε τις ευκαιρίες.
Ανάλογη λογική διέπει και την αστική άποψη ταύτισης του ναζισμού-φασισμού με τον κομμουνισμό, τη θεωρία της καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται, οπότε εξισώνεται ο θύτης με το θύμα, αποενοχοποιείται ο θύτης.
Αυτά όλα είναι ζητήματα που δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα, κι ας μην τρέφουμε αυταπάτες ότι στην Ελλάδα τέτοιες απόψεις και πρακτικές δεν έχουν επίδραση.