Η θέση των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τον κοινοβουλευτισμό συνίστατο, ευθύς εξ αρχής, από την εποχή ακόμα της Α΄ Διεθνούς, στην αξιοποίηση των αστικών κοινοβουλίων για τους σκοπούς της προπαγάνδας. Η συμμετοχή στο κοινοβούλιο εξεταζόταν από την άποψη της ανάπτυξης της ταξικής αυτοσυνείδησης, δηλαδή της αφύπνισης της ταξικής έχθρας του προλεταριάτου προς τις άρχουσες τάξεις. Αυτή η σχέση δεν άλλαξε κάτω από την επίδραση της θεωρίας, αλλά κάτω από την επίδραση της πορείας της πολιτικής εξέλιξης. Στη βάση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της διεύρυνσης του πεδίου της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο καπιταλισμός και μαζί του τα κοινοβουλευτικά κράτη απέκτησαν μακροχρόνια σταθερότητα.
Από εδώ προέκυψε η προσαρμογή της κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων στην «οργανική» νομοθετική εργασία του αστικού κοινοβουλίου και η όλο και αυξανόμενη σημασία της πάλης για μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού, η κυριαρχία του λεγόμενου προγράμματος μίνιμουμ της σοσιαλδημοκρατίας, η μετατροπή του προγράμματος μάξιμουμ σε μια πλατφόρμα για συζητήσεις γύρω από έναν αρκετά απομακρυσμένο «τελικό στόχο». Στη βάση αυτή αναπτύχτηκαν φαινόμενα κοινοβουλευτικού καριερισμού, ανοιχτής ή συγκαλυμμένης προδοσίας των στοιχειωδέστερων συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Η σχέση της Γ΄ Διεθνούς προς τον κοινοβουλευτισμό δεν καθορίζεται από μια νέα θεωρία, αλλά από την αλλαγή του ρόλου του ίδιου του κοινοβουλευτισμού. Κατά την ιστορική εποχή που προηγήθηκε, το κοινοβούλιο ως εργαλείο του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού πραγματοποίησε –με μια ορισμένη έννοια– μια ιστορικά προοδευτική εργασία. Στις τωρινές όμως συνθήκες του αχαλίνωτου ιμπεριαλισμού το κοινοβούλιο έγινε ένα από τα εργαλεία του ψέματος, της εξαπάτησης, της βίας και της εξουθενωτικής φλυαρίας μπροστά στην ιμπεριαλιστική ερήμωση, τις ληστείες, τις βιαιοπραγίες, τις κλοπές και τις καταστροφές. Οι κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις, στερούμενες συστηματικότητας, σταθερότητας και σχεδιασμού, χάνουν την όποια πρακτική σημασία για τις εργαζόμενες μάζες.
Ο κοινοβουλευτισμός χάνει τη σταθερότητά του μαζί με όλη την αστική κοινωνία. Το πέρασμα από την οργανική περίοδο στην κρίσιμη δημιουργεί τη βάση για μια νέα τακτική του προλεταριάτου στον τομέα του κοινοβουλευτισμού. Έτσι, για παράδειγμα, το εργατικό κόμμα Ρωσίας (μπολσεβίκοι) από την προηγούμενη ήδη περίοδο επεξεργάστηκε την ουσία του επαναστατικού κοινοβουλευτισμού, επειδή η Ρωσία από το 1905 βρέθηκε αποκομμένη από την κατάσταση πολιτικής και κοινωνικής ισορροπίας και μπήκε σε μια περίοδο καταιγίδων και κλονισμών.
Στο βαθμό που ορισμένοι σοσιαλιστές, που τείνουν στον κομμουνισμό, υποστηρίζουν ότι δεν έχει φτάσει ακόμα η στιγμή της επανάστασης για τις χώρες τους και απορρίπτουν τη διάσπαση με τους κοινοβουλευτικούς οπορτουνιστές, ουσιαστικά ξεκινούν από την εκτίμηση, συνειδητή ή μισοσυνειδητή, της επικείμενης εποχής ως εποχής σχετικής σταθερότητας της ιμπεριαλιστικής κοινωνίας και θεωρούν ότι, στην πάλη για μεταρρυθμίσεις σε αυτή τη βάση, ο συνασπισμός με τον Τουράτι και τον Λονγκέ μπορεί να δώσει πρακτικά αποτελέσματα.
Ο κομμουνισμός πρέπει να ξεκινά από τη θεωρητική ερμηνεία του χαρακτήρα της τωρινής εποχής (του κολοφώνα του καπιταλισμού, της ιμπεριαλιστικής αυτοάρνησης και αυτοκαταστροφής, του αδιάκοπου ξεσπάσματος εμφυλίου πολέμου κλπ.). Στις διάφορες χώρες οι μορφές των πολιτικών αλληλοσχέσεων και ομαδοποιήσεων μπορεί να διαφέρουν. Όμως η ουσία παραμένει παντού η ίδια, το θέμα για μας είναι η άμεση πολιτική και τεχνική προετοιμασία της εξέγερσης του προλεταριάτου με στόχο την καταστροφή της αστικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση της νέας εξουσίας του προλεταριάτου.
Σήμερα το κοινοβούλιο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι για τους κομμουνιστές πεδίο πάλης για μεταρρυθμίσεις, για βελτίωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, όπως συνέβαινε ορισμένες στιγμές του παρελθόντος. Το κέντρο βάρους της πολιτικής ζωής έχει μετακινηθεί εντελώς και τελεσίδικα έξω από τα όρια του κοινοβουλίου. Από την άλλη, η αστική τάξη, όχι μόνο λόγω της σχέσης της με τις εργαζόμενες μάζες αλλά και λόγω των σύνθετων σχέσεων στο εσωτερικό των αστικών τάξεων, είναι αναγκασμένη να υλοποιεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέρος των μέτρων της μέσα από το κοινοβούλιο, όπου οι διάφορες κλίκες παζαρεύουν την εξουσία, δείχνουν τις δυνατές και προδίνουν τις αδύνατες πλευρές τους, εκτίθενται κ.ο.κ.
Γι’ αυτό το άμεσο ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης συνίσταται στο ν’ αποσπάσει αυτούς τους μηχανισμούς από τα χέρια των αρχουσών τάξεων, να τους σπάσει, να τους καταστρέψει και να δημιουργήσει στη θέση τους νέα όργανα της προλεταριακής εξουσίας. Ταυτόχρονα, το επαναστατικό επιτελείο της εργατικής τάξης ενδιαφέρεται πολύ να έχει τους πράκτορές του στα κοινοβουλευτικά ιδρύματα της αστικής τάξης για τη διευκόλυνση αυτού του καταστροφικού καθήκοντος. Από εδώ γίνεται εντελώς σαφής η ριζική διαφορά μεταξύ της τακτικής του κομμουνιστή που μπήκε στο κοινοβούλιο με επαναστατικό σκοπό και της τακτικής του σοσιαλιστή κοινοβουλευτικού. Αυτός ο τελευταίος ξεκινά από την προϋπόθεση της σχετικής σταθερότητας, της ακαθόριστης μακροημέρευσης του υπάρχοντος καθεστώτος. Βάζει το καθήκον να πετύχει μεταρρυθμίσεις με όλα τα μέσα και ενδιαφέρεται να εκτιμάται κάθε κατάκτηση από τις μάζες σαν συμβολή του σοσιαλιστικού κοινοβουλευτισμού (Τουράτι, Λονγκέ και Σία). Σε αντικατάσταση του παλιού προσαρμοστικού κοινοβουλευτισμού έρχεται ο νέος κοινοβουλευτισμός, που είναι ένα από τα εργαλεία καταστροφής του κοινοβουλευτισμού γενικά. Ωστόσο, οι αποκρουστικές παραδόσεις της παλιάς κοινοβουλευτικής τακτικής εξωθούν ορισμένα επαναστατικά στοιχεία στο στρατόπεδο των επί της αρχής αντιπάλων του κοινοβουλευτισμού (Βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου1, επαναστάτες συνδικαλιστές2, Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας3). Παίρνοντας αυτά υπόψη, το δεύτερο συνέδριο της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς οδηγείται στα ακόλουθα συμπεράσματα.