Για ένα νέο ζευγάρι σήμερα, η απόκτηση παιδιών είναι μια μεγάλη περιπέτεια, πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο υπήρξε για κάποιες προηγούμενες γενιές. Όλα όσα σχετίζονται με τη γέννηση (ζητήματα γονιμότητας, προγεννητικός έλεγχος, ιατρική παρακολούθηση στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ασφαλής τοκετός σε νοσοκομειακό περιβάλλον, κατάλληλη επιστημονική φροντίδα των νεογνών) και θα μπορούσαν να είναι αυτονόητα με την πρόοδο επιστήμης και τεχνολογίας, για τις νέες οικογένειες από τα λαϊκά στρώματα είναι πλέον ένας Γολγοθάς που τον ανεβαίνουν κουβαλώντας το σταυρό μιας μόνιμης ανασφάλειας, αφού οι εντελώς απαραίτητες αυτές προδιαγραφές, με το πέρασμα του χρόνου, αποδεικνύεται ότι απευθύνονται μόνο στους έχοντες.
Ακόμα κι αν ξεπεραστούν με κάποιο τρόπο οι αρχικοί σκόπελοι, η συνέχεια της περιπέτειας προμηνύεται δραματική. Η μητρότητα τιμωρείται ως έγκλημα κατά του εργοδότη, η απόκτηση παιδιού φορολογείται ως «τεκμήριο οικονομικής ευρωστίας», ενώ το κυνηγητό της λαϊκής οικογένειας εντείνεται καθημερινά, με την πρόσθεση όλο και πιο ευφάνταστων «διωγμών» που τοποθετούν διαρκώς νέα εμπόδια στην προσπάθεια να πραγματοποιηθεί ο άθλος (δυσκολότερος κι από τους δώδεκα του μυθικού Ηρακλή) του μεγαλώματος των παιδιών…
«Σε τι κόσμο το έφερα να ζήσει», «τι θα του πω», «πώς θα του εξασφαλίσω τ’ απαραίτητα και ποια είναι αυτά», «πώς θα το προφυλάξω και θα το προστατέψω», «πώς θα το αναθρέψω και θα το διαπαιδαγωγήσω» είναι μερικοί από τους προβληματισμούς που στοιχειώνουν και τη μέρα και τη νύχτα του νέου γονιού και πιο πολύ της νέας μητέρας, που έχει επιφορτιστεί με παραπάνω υποχρεώσεις εξαιτίας της ανισοτιμίας της.
Όσο το παιδί μεγαλώνει, αποκαλύπτοντας την όλο και πιο ενδιαφέρουσα προσωπικότητά του, μαζί με τη γοητεία που προκύπτει από τη διαδικασία, έρχεται και η ανησυχία για το αποτέλεσμα! Έκπληκτοι ανακαλύπτουμε ότι το παιδί μας είναι ένας άγνωστος. Με αγωνία αναρωτιόμαστε σε τι βαθμό και σε ποια κατεύθυνση μπορούμε να το επηρεάσουμε. Έχουμε άραγε αυτήν τη δυνατότητα ή μήπως την χάσαμε κάπου στο δρόμο; Κι αν τελικά την χάσαμε, γίνεται να την ξαναβρούμε; Εν κατακλείδι, πώς διαμορφώνεται η προσωπικότητα και ειδικότερα η συνείδηση του σημερινού παιδιού; Πότε και από τι επηρεάζεται περισσότερο; Ποια είναι τα σκαλοπάτια της εξέλιξής του;
Η αναγκαστική παραμονή του παιδιού στους κόλπους της οικογένειας κατά τις πολύ μικρές ηλικίες μπολιάζει την εξέλιξή του με ουσιαστικά στοιχεία διαπαιδαγώγησης, κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό και από τα πρώτα παιχνίδια του. Σ’ αυτά είναι ενσωματωμένες οι συνήθειες του περιβάλλοντος χώρου ο οποίος, λίγο ή πολύ, ταυτίζεται με το περιβάλλον της οικογένειας. Η «ταυτότητα» κάθε οικογένειας, όχι άσχετη με την ταξική της θέση ή την ταξική της καταγωγή και με το μορφωτικό επίπεδο που οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες επέτρεψαν στα ενήλικα μέλη της ν’ αποκτήσουν, διαμορφώνει σε κάποιο βαθμό μια οικογενειακή «γλώσσα» που καθορίζει την κοινή στάση των μελών της εντός των ορίων της, αλλά και στο κοινωνικό περιβάλλον. Όπως γίνεται και με τη γλώσσα του προφορικού λόγου, η γλώσσα αυτή μαθαίνεται γρήγορα από το παιδί, που νιώθει οικεία χρησιμοποιώντας την και ανοίκεια όταν αναγκάζεται να την διαφοροποιήσει. Εννοείται ότι, μέσα από την οικογένεια, οι επιδράσεις της κοινωνίας περνούν αναπόφευκτα και στο παιδί.
Όσο μεγαλώνει η ηλικία και περιορίζεται ο χρόνος παραμονής του παιδιού μέσα στο «σπιτικό» πλαίσιο, ο ρόλος της οικογένειας, χωρίς να μηδενίζεται, αποδυναμώνεται αισθητά. Ο παιδικός σταθμός και αργότερα το σχολείο, οι συμμαθητές, οι φίλοι, οι δάσκαλοι, οι εξωσχολικές δραστηριότητες, οι πολιτιστικές προτάσεις που το κατακλύζουν, το καινούργιο κι ολοένα πιο ευκίνητο περιβάλλον όπου εξελίσσονται οι σύγχρονες σχέσεις ανοίγουν στο παιδί νέους ορίζοντες για ολόφρεσκες εμπειρίες. Θα τις βιώσει όλες, ρουφώντας σαν σφουγγάρι ό,τι έχει τη σφραγίδα της γοητείας του πρωτοφανέρωτου. Στη φάση αυτή, γίνεται ξεκάθαρο ότι η διαπαιδαγώγηση του παιδιού ασκείται λιγότερο πλέον εντός του πλαισίου της οικογένειας.
Σήμερα, έχουμε το θλιβερό «προνόμιο» να ζούμε μέσα στην εκμεταλλευτική κοινωνία ενός στυγνού καπιταλισμού ο οποίος τόσο πιο βάρβαρα εκδηλώνεται σε βάρος των εργατικών-λαϊκών οικογενειών όσο πιο πολύ βαθαίνει η οικονομική κρίση που τραντάζει τη δομή του. Ωστόσο ο καπιταλισμός, από τις φάσεις κιόλας της ανάπτυξής του, έχει φροντίσει να θωρακιστεί ποντάροντας στην κατάλληλη διαπαιδαγώγηση κάθε νέας γενιάς του εργατόκοσμου, ώστε να εξασφαλίζεται η μελλοντική ανοχή στην καταπίεση του συστήματος προκειμένου ν’ αντέξει το καράβι του κλυδωνισμούς και σκαμπανεβάσματα σε δύσκολους καιρούς. Οι παντοειδείς μηχανισμοί που λειτουργούν στο πλαίσιό του, ενορχηστρωμένοι έτσι ώστε να παίζουν ταυτόχρονα την ίδια αντιδραστική συμφωνία, κάνουν θαυμάσια τη δουλειά τους μεταγγίζοντας αδιαλείπτως τις αστικές αξίες στα παιδιά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και για τις επιδιώξεις του συστήματος και για εμάς που θέλουμε να προστατεύσουμε τα παιδιά μας από τις όλο και πιο έντεχνες επιθέσεις του, παρουσιάζουν οι ηλικίες κατά τις οποίες αρχίζουν ν’ αποκτώνται κριτήρια για την κοινωνία. Έχουν υπάρξει έρευνες που έγιναν σε ΗΠΑ, Γερμανία και Βρετανία, με βάση τις οποίες παρατηρούνται πολλές διαφορές και ιδιομορφίες στη διαμόρφωση της συνείδησης στις επιλεγμένες ηλικίες. Φάνηκε όμως πως η πιο εντατική περίοδος διαμόρφωσης των πολιτικών αντιλήψεων περιλαμβάνεται ανάμεσα στα 11 και τα 13. Ωστόσο τ’ αποτελέσματα διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία, αφού οι ιστορικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες που βιώνονται έντονα από το λαό και τη νέα γενιά (π.χ. οικονομικές κρίσεις στον καπιταλισμό, ιμπεριαλιστικός ή εμφύλιος πόλεμος, στρατιωτικό πραξικόπημα) ασφαλώς τα επηρεάζουν. Οπωσδήποτε η πολιτική αντίληψη αρχίζει να διαμορφώνεται σε μικρές σχετικά ηλικίες.
Με βάση ορισμένες παρατηρήσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ηλικίες ανάμεσα στα 9 και τα 13 χρόνια, οι οποίες αντιστοιχούν στις σχολικές βαθμίδες μεταξύ Δ΄ Δημοτικού και Α΄ Γυμνασίου. Στη συνέχεια θα εκτεθούν μερικές από αυτές. Είναι στηριγμένες σε πολύχρονη και διασταυρωμένη εμπειρία, αλλά δε βασίζονται σε συμπεράσματα επιστημονικών μελετών, άρα η σχετικότητά τους είναι αναπόφευκτη. Πρόκειται για μια πρώτη προσέγγιση που ελπίζουμε ότι θα βοηθήσει στην αρχική γνωριμία με τις ηλικίες αυτές.
Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ
Μια εμπειρική παρατήρηση της συλλογικής έκφρασης των παιδιών μέσα σε σχολικές τάξεις τοποθετεί μάλλον τους μαθητές της Δ΄ Δημοτικού, δηλαδή τα παιδιά των 9 περίπου ετών, στην ηλικία με τη σχετικά πιο ανεπηρέαστη σκέψη. Στην πλειονότητά τους εμφανίζονται περισσότερο ανοιχτά σε καινούργιες ιδέες και λιγότερο προσκολλημένα σε κανόνες, αξίες και πρότυπα, όπως διαμορφώνονται κάτω από την επίδραση του συστήματος που έχει αρχίσει από τη νηπιακή κιόλας ηλικία.
Πριν δύο περίπου δεκαετίες, παρόμοια ποιοτικά χαρακτηριστικά γίνονταν έκδηλα στους μαθητές της Ε΄ Τάξης ενώ, αντίθετα, τα παιδιά της Έκτης βρίσκονταν σ’ ένα μεταίχμιο, έτοιμα σχεδόν να περάσουν τον κάβο που οδηγεί στον κόσμο των ενηλίκων, διαμορφωμένο όπως τον βρήκαν, χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, παρατηρείται ότι ειδικά στην Στ΄ Τάξη -σ’ ένα βαθμό πλέονκαιστην Πέμπτη- το άγχος των παιδιών έχει αρχίσει να μοιάζει μ’ εκείνο των ενηλίκων! Η πηγή του βρίσκεται ίσως στο γεγονός ότι τα παιδιά σ’ αυτήν τη φάση, αν και ανυπομονούν να μπουν σ’ έναν κόσμο με λιγότερες απαγορεύσεις, ταυτόχρονα φοβούνται το πλέγμα των ευθυνών που πάει χέρι-χέρι με τα βάσανα της ενηλικίωσης, όπως αυτά εκφράζονται ανάγλυφα στις τεράστιες δυσκολίες, ακόμα και στ’ αδιέξοδα των γονιών τους, όταν πρόκειται για παιδιά λαϊκών οικογενειών.
Οι ηλικίες αυτές, λίγο ή πολύ, εμφανίζουν χαρακτηριστικά προεφηβείας ή εφηβείας, ανάλογα και με τις ιδιαιτερότητες κάθε παιδιού.
ΤΟ ΦΥΛΟ ΤΟΥ
Με βάση τη σχετική πάλι εμπειρία που διαθέτουμε, παρατηρείται οπισθοχώρηση στα βήματα που είχαν γίνει από τα κορίτσια των ηλικιών αυτών σε προηγούμενες περιόδους, γεγονός που δεν είναι βέβαια άσχετο από τη γενικότερη κατάσταση του εργατικού-λαϊκού κινήματος με το οποίο συνδέεται και το ριζοσπαστικό γυναικείο.
Χρειάζεται να εξηγηθεί τι εννοούμε εκθέτοντας την άποψη αυτή.
Είναι μάλλον κοινή η διαπίστωση ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, τα κορίτσια αυτών των ηλικιών εμφανίζονται πιο ώριμα από τα συνομήλικά τους αγόρια. Η σκέψη τους είναι πιο προχωρημένη, μερικές φορές υποστηρίζουν με σθένος την άποψή τους κι εκφράζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον γι’ αρκετά θέματα. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι οι απόψεις τους (ανεξάρτητα από το πόσο σθεναρά τις υποστηρίζουν) είναι πιο συντηρητικές από εκείνες τις οποίες υιοθετούσαν στο παρελθόν. Παρά το εύρος της, η κατεύθυνση και το περιεχόμενο της σκέψης τους δε συνιστούν στοιχείο που συνηγορεί στην εκτίμηση πως υπάρχει άμβλυνση της ανισοτιμίας.
Τα κορίτσια δείχνουν τάσεις υποχώρησης ως προς το θάρρος και την πρωτοβουλία σε σχέση με το παρελθόν. Έχει παρατηρηθεί ότι, όταν έρχεται η ώρα για πρωτοβουλίες κι αποφάσεις που χρειάζεται να παρθούν μέσα στην ομάδα (π.χ. μέσα στην τάξη), τα κορίτσια μάλλον διστάζουν περισσότερο από πριν. Υπάρχει άλλωστε διαφορά ανάμεσα στα κορίτσια των μικροαστικών στρωμάτων και σ’ εκείνα των εργατικών-λαϊκών. Η οικονομική κρίση του καπιταλισμού, που έκανε αισθητά τα πρώτα σημάδια της το 2008 βυθίζοντας τις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων στην ανεργία, τη φτώχεια, την ανασφάλεια και, σταδιακά, στον ατομισμό, την παραίτηση, την υποταγή, σπρώχνει κυρίως τις μητέρες να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους, κορίτσια κι αγόρια, στην κατεύθυνση των επιλογών του βολέματος, του μικρότερου κακού, των ανισότιμων οικονομικών, κοινωνικών, οικογενειακών σχέσεων, της αποδοχής (ως αναγκαίου κακού) της επιστροφής της γυναίκας στο σπίτι με φανερά δυσμενέστερους όρους.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
Τη στιγμή που ο άνθρωπος κάνει το ντεμπούτο του ως ξεχωριστή ύπαρξη στη ζωή, όταν δηλαδή αφήνει το προστατευτικό σκοτάδι και την ασφάλεια της μήτρας που τον μεγάλωσε, ο κόσμος του συνταράζεται από μια τεράστια έκρηξη χρωμάτων και εικόνων. Το έμβρυο έχει ήδη κάνει τη γνωριμία του με τους ήχους από την κοιλιά, συνεπώς το εντελώς καινούργιο, η αποκάλυψη στην ολοκαίνουργια ύπαρξή του είναι οι εικόνες. Στην αρχή όλα είναι τρομακτικά. Μα πολύ γρήγορα το βρέφος, στη συνέχεια το νήπιο κι αργότερα το παιδί, ανακαλύπτει ότι έχουν μια αφάνταστη γοητεία. Αποκτά εμπειρίες. Μαθαίνει. Δύο είναι οι τρόποι με τους οποίους το παιδί μαθαίνει τον κόσμο. Το παιχνίδι και το παραμύθι. Στο παιχνίδι, μέσα από τη μίμηση του περιβάλλοντος κόσμου, των ανθρώπων και των καταστάσεων, το παιδί εξασκεί τη φαντασία του, φτιάχνει τις δικές του εικόνες και τις εντάσσει στη συνέχεια μέσα στον κόσμο του. Χτίζει έτσι τη ζωή του ανακαλύπτοντας τους άλλους ανθρώπους, διακρίνοντας ομοιότητες και διαφορές, δοκιμάζοντας συνεχώς, πετυχαίνοντας κι αποτυγχάνοντας, άλλοτε μ’ ενθουσιασμό κι άλλοτε με απογοήτευση, χαράζοντας έτσι τους δικούς του δρόμους προς την ενηλικίωση. Ο άλλος τρόπος είναι το παραμύθι. Το παραμύθι (κυρίως το λαϊκό, αλλά και το έντεχνο, όταν σέβεται την αντιστοιχία των κωδίκων) δεν είναι ψέμα. Είναι η πραγματικότητα, όπως συμβολικά αντανακλάται στο μικρόκοσμο του παιδιού. Ο πραγματικός κόσμος, μέσ’ από το παραμύθι, αλλάζει χαρακτηριστικά, όχι ουσία, ενώ οι καταστάσεις μεταμφιέζονται έτσι που να κάνουν πιο κατανοητά τα πράγματα στον ακόμη ασχημάτιστο κι ατελή παιδικό κόσμο. Με οδηγό και βοηθό το παιχνίδι και το παραμύθι, το κάθε παιδί περνάει το πρωτοφανέρωτο στο άγραφο ακόμα βιβλίο του μυαλού του με το δικό του γραφικό χαρακτήρα.
1. Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας
Η τηλεθέαση είναι πλέον από τις πρώτες εμπειρίες που αποκτάει ένα νήπιο, σε ακραίες περιπτώσεις ακόμα και πριν συμπληρώσει τον πρώτο του χρόνο…
Κατά συνέπεια, η τηλεόραση πιάνει δουλειά εισβάλλοντας στην καθημερινότητα του σημερινού παιδιού της λαϊκής οικογένειας από την προσχολική κιόλας ηλικία, χωρίς ν’ αφήνει περιθώρια στη φαντασία. Από το πρωί μέχρι το βράδυ ο νεαρός τηλεθεατής βομβαρδίζεται μ’ έτοιμες λύσεις για το τι πρέπει να του αρέσει, με τι να παίξει, πώς να μιλήσει, πώς να μοιάζει και πάει λέγοντας. Η εικόνα που διαμορφώνεται στο μυαλό του είναι κατευθυνόμενη. Κάποιος ενήλικος την σκέφτηκε πριν το μικρό τηλεθεατή. Φυσικά, οι προθέσεις του κατασκευαστή της εικόνας ταυτίζονται με τις επιδιώξεις του ιδιοκτήτη του Μέσου. Όσο για τα παραμύθια, την αφήγησή τους έχει αναλάβει η «γιαγιά TV». Πολύ γρήγορα, το παιδί εθίζεται στο προκάτ παραμύθι. Όλα είναι έτοιμα και για όλους το ίδιο. Οι φάτσες, τα χρώματα, οι χαρακτήρες. Οι εικόνες προβάλλουν στο μυαλό των παιδιών ολόιδιες, απαράλλαχτες κι αναλλοίωτες, σα να βγήκαν από τους χειρότερους εφιάλτες της λαϊκής μούσας που γέννησε το παραμύθι κοιλοπονώντας τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων. Η τηλεοπτική κλωνοποίηση του παραμυθιού γίνεται η ταφόπλακα του μυστικού κώδικα που χρησιμοποιούσε η αφήγηση για να περάσει τα μηνύματα της κάθε περασμένης γενιάς στην επόμενη καινούργια.
Φτάνοντας στην ηλικία των 9, ο μικρός τηλεθεατής (ή η μικρή τηλεθεάτρια) βρίσκεται ήδη υπό το καθεστώς μιας σχετικής εξάρτησης από τη μικρή οθόνη της τηλεόρασης και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, έχοντας αρχίσει ν’ αποκτά και τον εθισμό του υπολογιστή. Τα ΜΜΕ, χωρίς καθόλου να επισκιάζουν κάποιους άλλους εξίσου εύστοχους θεσμούς (όπως για παράδειγμα την εκπαίδευση ή την Εκκλησία), κρατούν έναν ιδιαίτερο ρόλο, τουλάχιστον ως προς την προπαγάνδα. Έχουν κιόλας καλύψει με μεγάλη επιτυχία ένα μέρος της διαπαιδαγώγησης των μικρών ηλικιών από τα πολύ τρυφερά χρόνια, στην κατεύθυνση της αποδοχής του συστήματος, με σαφή στόχο την ελαχιστοποίηση της αμφισβήτησής του.
Η είσοδος των «ριάλιτι» στο τηλεοπτικό τοπίο σηματοδότησε μια καινούργια εποχή στο τηλεοπτικό τοπίο. Έγιναν απολύτως αποδεκτά ως διασκέδαση, χωρίς να συσχετιστεί η ενοχή τους με την ύπουλη επιβολή της τρομακτικής πραγματικότητας που ακολούθησε. Μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα, οι τηλεθεατές (ιδιαίτερα τα παιδιά) έμαθαν να παρακολουθούν και να παρακολουθούνται! Έτσι, οι κάμερες στους χώρους δουλειάς, τα ηλεκτρονικά «μάτια» των δρόμων και το κάθε είδους φακέλωμα που επιτρέπει σε αφεντικά να εκβιάζουν και ν’ απολύουν, και σε μηχανισμούς άσκησης εξουσίας να καταστέλλουν και να ποινικοποιούν, απέκτησαν τα χαρακτηριστικά μιας απλής συνήθειας.
Έχουμε ωστόσο ήδη ξεπεράσει τη φάση του τεχνικά εξελιγμένου -πάντως απλού- φακελώματος και βρισκόμαστε στη φάση του «οικειοθελούς» αυτοφακελώματος, με την καταιγιστική διοχέτευση ακόμα κι αυστηρά προσωπικών δεδομένων στους λεγόμενους χώρους κοινωνικής δικτύωσης.
2. Το διαδίκτυο
Όσο μικρότερη ηλικία έχουν οι χρήστες του διαδικτύου τόσο δυσκολότερα αντιλαμβάνονται την απάτη της τάχα ελεύθερης έκφρασης μέσα από τον καινούργιο τρόπο επικοινωνίας.
Αρκετά πριν αγγίξει τα media η οικονομική καπιταλιστική κρίση, προτού δηλαδή αρχίσουν να κλείνουν έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά μέσα, και πριν τα εναπομείναντα αποφασίσουν ν’ αντικαταστήσουν το ακριβό σκουπιδαριό τους με φτηνότερο, παιδιά, έφηβοι και γενικά η νεολαία ήδη μετακόμιζαν σταδιακά τα ενδιαφέροντά τους από το ένα μέσο στο άλλο.
Οι παλιές αγάπες ασφαλώς δεν ξεχνιούνται… Απλά μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους από τη μικρή οθόνη στον υπολογιστή, και πιο συγκεκριμένα στο διαδίκτυο και στα social media, αφού η τηλεόραση έπαιζε πια το ρόλο που είχαν παίξει γι’ αυτήν παλιότερα τα υπόλοιπα μέσα: Τροφοδοτούσε με πάσης φύσεως υλικό τους πολυπληθείς χρήστες του διαδικτύου, βρίσκοντας χιλιάδες πρόθυμους να το σχολιάσουν και να το διαδώσουν.
Ταυτόχρονα, το διαδίκτυο επηρέασε τις σχέσεις, ακόμα κι 9χρονων παιδιών, μ’ έναν τρόπο που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διαβλέψει σε όλες τις διαστάσεις του. Μπορούσες πια να δεις συμμαθητές, που με το ζόρι αντάλλασσαν κάνα δυο προφορικές κουβέντες καθημερινά στο σχολείο, να μιλούν ακατάπαυστα μέσ’ από το διαδίκτυο, καθώς επίσης αγόρια και κορίτσια να φλερτάρουν ηλεκτρονικά, αφού η άμεση, ανθρώπινη επαφή έχει, όσο να ’ναι, ένα ρίσκο και μια δυσκολία.
Ο «τηλεοπτικός άνθρωπος», συμπύκνωμα όλων των ιδεών, των προτύπων και των αξιών τις οποίες έπρεπε να ενστερνιστεί το παιδί της λαϊκής οικογένειας για να γίνει μεγαλώνοντας ένας εργαζόμενος εκμεταλλεύσιμος αλλά και πειθήνιος -άρα άχρηστος στον εαυτό του και στην τάξη του και χρήσιμος στην κυρίαρχη τάξη (που γι’ αυτόν το λόγο τον διαφήμιζε με τους μηχανισμούς της)- υπήρξε για δεκαετίες μια καρικατούρα προς μίμηση για την πλειονότητα των παιδιών, όχι μόνο από τα μικροαστικά στρώματα, αλλά και από την εργατική τάξη.
Ο «διαδικτυακός άνθρωπος» συχνά νομίζει ότι επιλέγει τα χαρακτηριστικά του: Την ανωνυμία ή το ψευδώνυμο, τη μια ή την άλλη ταυτότητα και ιδιότητα που μπορεί ν’ αλλάζουν, τη μια ή την άλλη εικόνα και ηλικία που επίσης μπορούν ν’ αλλάζουν. Αν, για παράδειγμα, το παιδί ή ο έφηβος -παρακολουθώντας τον «τηλεοπτικό άνθρωπο» και πασχίζοντας να του μοιάσει- επιζητούσε τη δημοφιλία, ως «διαδικτυακός άνθρωπος» και με βάση ορισμένες προδιαγραφές του κυβερνοχώρου (ανεξάρτητα αν δεν έχουν καμιά σχέση με την ουσία του πράγματος) θεωρεί ότι την έχει ήδη αποκτήσει!
Οι σχετικές με το διαδίκτυο πλάνες δεν αργούν να γίνουν αυταπάτες, ειδικά για τις μικρότερες ηλικίες χρηστών οι οποίες -σε ορισμένες περιπτώσεις- πέφτουν και κάτω των 9 ετών! Είναι ο χρήστης του διαδικτύου (όπως υποστηρίζεται) πράγματι ενεργητικός ή παραμένει δέκτης «παθητικός», παρά την υπερδραστήρια και πολύωρη κάποτε «συμμετοχή» του; Πώς εξασφαλίζεται η εγκυρότητα των πληροφοριών και ποιος εγγυάται για την προστασία των ατομικών δεδομένων (ειδικά των πολύ νεαρών ατόμων) μέσα στο πολυδιαφημισμένο διαδικτυακό περιβάλλον της «ελεύθερης έκφρασης»;
Το διαδίκτυο, αναντίρρητα χρήσιμο, στις σημερινές συνθήκες ενέχει κινδύνους που προσδιορίζονται κύρια από τις επιδιώξεις εκείνων που μπορούν να διαμορφώνουν το περιεχόμενο και να δρομολογούν την κατεύθυνση της λειτουργίας του μονοπωλιακοί όμιλοι και ιμπεριαλιστικά κέντρα.
3. Το Βιβλίο
«Κλείσε επιτέλους την τηλεόραση κι άνοιξε κανένα βιβλίο!». Η συνηθισμένη φράση των γονιών, που συνήθως απευθυνόταν στα μεγαλύτερα παιδιά τους (και που μάλλον έχει αντικατασταθεί τελευταία με το: «Βγες επιτέλους από το διαδίκτυο!»), αντιπαραβάλλοντας την επιβλαβή διαδικασία της τηλεθέασης με την επωφελή της ανάγνωσης, έχει σήμερα προεκτάσεις που, κατά πάσα πιθανότητα, διαφεύγουν από τους περισσότερους ενηλίκους.
Είναι γεγονός πως οι θετικές επιδράσεις της αναγνωστικής διαδικασίας στα παιδιά είναι εξακριβωμένες λόγω του παιδαγωγικού της χαρακτήρα. Με την ανάγνωση εξασκούμαστε στην πειθαρχία, στην υπομονή, την περισυλλογή, το στοχασμό. Είναι επίσης γεγονός ότι τα σημερινά παιδιά βρίσκονται δυστυχώς αρκετά μακριά από τα βιβλία, χωρίς αυτό να οφείλεται αποκλειστικά στις νέες εξαρτήσεις που έχουν αποκτήσει με την ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Αλλά πόσο ακίνδυνο είναι το ταξίδι που συνιστούμε στα παιδιά μας; Είναι τόσο ασφαλής ο κόσμος του γραπτού λόγου ώστε να τον προτείνουμε χωρίς κανέναν ενδοιασμό στους ανήλικους αναγνώστες;…
Αν κάνουμε τον κόπο να σκεφτούμε ότι πίσω από κάθε βιβλίο για παιδιά και νέους βρίσκεται κατά πρώτο λόγο ο εκδότης και κατά δεύτερο ο συγγραφέας, η εικόνα του τοπίου που ίσως υπάρχει στο μυαλό μας διαφοροποιείται αρκετά. Σήμερα, οι εκδοτικοί οίκοι -πλην ελαχίστων, που σε καιρό κρίσης γίνονται όλο και λιγότεροι αφού ο χώρος αναγκαστικά συρρικνώνεται- είναι μεγάλες κι ανθηρές επιχειρήσεις. Ως τέτοιες, δε μελετούν μόνο τι απήχηση έχουν τα προϊόντα τους στο αγοραστικό κοινό, αλλά φροντίζουν επιπλέον να διαμορφώσουν το κοινό αυτό σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις ζήτησης των προϊόντων-βιβλίων, προκειμένου να το ελέγξουν και να το τροφοδοτήσουν με μια τυποποιημένη παραγωγή που θα μπορεί ν’ απορροφηθεί και ν’ αναπαραχθεί. Το αγοραστικό κοινό, δηλαδή οι πελάτες των εταιριών αυτών, είναι τις τελευταίες δεκαετίες τα παιδιά και όχι οι γονείς. Το γεγονός ότι άλλος διαλέγει κι άλλος πληρώνει δεν αλλάζει την ουσία του ζητήματος.
Η «ευκολία» του αναγνώστη είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που διαμορφώνει -με ανησυχητικά αυξανόμενους ρυθμούς- το περιεχόμενο της σύγχρονης λογοτεχνίας για παιδιά και νέους. Αλλά και η συνταγή της «μόδας», που θα καταστήσει «ευπώλητη» την εκδοτική παραγωγή της σχετικής επιχείρησης, είναι μια ιδιαίτερα επιθυμητή κατεύθυνση την οποία φροντίζουν ν’ ακολουθούν οι συγγραφείς αν θέλουν να εκδίδονται, να προωθούνται και να κυκλοφορούν τα βιβλία τους ανελλιπώς. Για παράδειγμα, αναπτύσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια η τάση της κατηγοριοποίησης της λογοτεχνίας για παιδιά σε «βιβλία για κορίτσια» και «βιβλία γι’ αγόρια», με βάση τους διαφορετικούς «ρόλους» και τα διαφορετικά -σύμφωνα με τις επιταγές του συστήματος- ενδιαφέροντα που οδηγούν ταχύτατα στην αποδοχή της γυναικείας ανισοτιμίας, πασπαλισμένης με τη χρυσόσκονη της μόδας και της δήθεν επιλογής. Αυτή η «μόδα», που καμία υπηρεσία δεν προσφέρει στην αποσαφήνιση του γυναικείου ζητήματος, έχει προκύψει από την επιρροή των ιδεολογημάτων που βοηθούν στο να παγιωθούν τα φυλετικά στερεότυπα εφόσον εξυπηρετούν τις ανάγκες του κεφαλαίου. Τα συγκεκριμένα αναγνώσματα έχουν μεγάλη διάδοση και στα δύο φύλα των ηλικιών 9 - 13 και κατατάσσονται στα μπεστ σέλερ.
Δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί για ποιο λόγο δίνεται τόσο μεγάλη σημασία στην κατεύθυνση του περιεχομένου ενός βιβλίου για παιδιά και νέους. Υπάρχει ανάγκη για μια πραγματικά και κυριολεκτικά «έντεχνη» διαμόρφωση της συνείδησης των μικρών αναγνωστών, προκειμένου να δημιουργηθούν οι επιθυμητοί πειθήνιοι εργαζόμενοι του μέλλοντος, οι αδηφάγοι ενήλικοι καταναλωτές. Οι μεγάλες εκδοτικές εταιρίες, ως επιχειρήσεις, έχουν απόλυτη ανάγκη να συμβάλουν και με τα προϊόντα τους (ή καλύτερα με τα εμπορεύματά τους) στη διαμόρφωση τέτοιων ενηλίκων, με τους οποίους θα έχουν άμεση στο μέλλον συνδιαλλαγή, είτε με τη σχέση του εργαζομένου είτε με τη σχέση του πελάτη. Εξάλλου, οι προσπάθειες για την καθιέρωση κάθε αναχρονιστικού ή αντιδραστικού ιδεολογήματος ξεκινάει από την παιδική ηλικία, με τη χρήση οποιουδήποτε μέσου θα μπορούσε να προσεγγίσει και να επηρεάσει τα παιδιά. Το λογοτεχνικό βιβλίο είναι ένα τέτοιο μέσο. Όχι μόνο δεν κρατάει προσχήματα (για ποιο λόγο άλλωστε;…), αντίθετα, σε αρκετές περιπτώσεις, έχει αποδειχτεί άμεσος και μάλιστα κραυγαλέος σύμμαχος του συστήματος.
Οι συγγραφείς που έχουν αναλάβει τη δουλειά του «συμμάχου» δεν είναι καθόλου ανίκανοι ή ατάλαντοι λογοτέχνες. Η λογοτεχνική τους δεινότητα είναι που καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνο το αντιδραστικό περιεχόμενο των βιβλίων τους. Υπάρχει βιβλίο που με πολύ χαριτωμένο τρόπο διαστρεβλώνει την έννοια της απεργίας, εξευτελίζοντας τελείως κάθε παρόμοια διαδικασία συλλογικής δράσης… Υπάρχει ο ύμνος του καπιταλισμού κλεισμένος στις 375 σελίδες ενός βιβλίου για αναγνώστες από 12 ετών και πάνω, που πραγματικά παρασύρει τις ηλικίες στις οποίες απευθύνεται με την αμεσότητα, το χιούμορ του και τη συναρπαστική αστυνομική πλοκή του! Υπάρχει το παραμύθι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γραμμένο από γνωστή συγγραφέα (πολλά χρόνια διευθύντρια Δημιουργικού σε πολυεθνικές διαφημιστικές εταιρίες) που «μεταφέρει μερικές από τις αρχές που οραματίστηκαν και σ’ ένα πολύ μεγάλο βαθμό υλοποίησαν οι πρωτεργάτες της Ευρωπαϊκής Ιδέας»… Υπάρχει βιβλίο (από επίσης γνωστή και πολυβραβευμένη συγγραφέα βιβλίων για παιδιά και νέους) που αναφέρεται στο λεγόμενο «παιδομάζωμα», με σαφή αντικομμουνιστικό προσανατολισμό! Εκείνο που δεν υπάρχει, κι ούτε μπορεί να υπάρξει, είναι βιβλίο ουδέτερο, ακόμα κι αν ο συγγραφέας του το επιθυμεί ή το νομίζει.
Υποστηρίζεται, ωστόσο, ευρύτατα η εντελώς υποκριτική άποψη ότι είναι απαράδεκτος ο συγγραφέας αν«παρασύρει τα παιδιά με οποιονδήποτε τρόπο σε φυλετικό ή ταξικό μίσος, στο όνομα κάποιας θρησκείας ή ιδεολογίας, για πολιτικούς ή άλλους “ανώτερους” υποτίθεται λόγους, και μάλιστα εναντίον των γονέων τους»! Οι θιασώτες των κανόνων της παραπάνω δεοντολογίας καμώνονται ότι αγνοούν πως το «ταξικό μίσος» δεν έχει καμιά σχέση με τα υπόλοιπα τσουβαλιασμένα «μίση» γιατί δεν είναι προσωπικό, αλλά ταυτίζεται με το ανώτερο επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης και με τη σταθερή κι αμετακίνητη θέση της να επιβληθεί στους αστούς καταπιεστές της για να κατακτήσει την εξουσία. Δε γνωρίζουν τάχα ότι και οι αστοί το ίδιο επίμονα και το ίδιο συνειδητά μάχονται (χρησιμοποιώντας μάλιστα κάθε όπλο εναντίον των ταξικών αντιπάλων τους), προκειμένου να κρατήσουν την εξουσία την οποία, για την ώρα, κατέχουν; Θα ήταν αφελές μάλλον να το πιστέψουμε. Ούτε η ταξική πάλη, ούτε το «ταξικό μίσος» πρόκειται να καταργηθούν επειδή κάποιοι δήθεν «υπεύθυνοι» συγγραφείς θα παραλείψουν να ενοχλήσουν τη δήθεν αμόλυντη σκέψη του ανήλικου κοινού τους με «απαράδεκτα» βιβλία…
Ακόμα και το λογοτεχνικό βιβλίο για παιδιά μπορεί λοιπόν να μετατραπεί σε Δούρειο Ίππο του καπιταλισμού, φέρνοντας τα θανάσιμα δώρα της αστικής προπαγάνδας σαν ένας οποιοσδήποτε υπηρέτης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Στόχος είναι από τη μια η απαξίωση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων με τη διοχέτευση του δηλητηρίου της παραίτησης από κάθε δικαίωμα και διεκδίκηση, και από την άλλη η καταξίωση του καπιταλισμού στη συνείδηση των ίδιων της των παιδιών, με την καλλιέργεια κάθε μικρής ή μεγάλης αυταπάτης.
4. Η θρησκεία και η μεταφυσική
Η μεταφυσική, εννοιολογικά προσεγγίζοντάς την ως πεδίο που αναφέρεται σε ζητήματα έξω της εμπειρίας, σχετίζεται με τη θρησκεία. Ενταγμένη επίσημα (πιο επίσημα δε γίνεται!) στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, η θρησκεία έχει ζυμωθεί με την καθημερινότητα των παιδιών ως κανονική κατήχηση. Δε θ’ απασχολήσει όμως ιδιαίτερα το παρόν άρθρο.
Το μεταφυσικό μέρος που δε σχετίζεται άμεσα με τη θρησκεία παίζει για τις νεότερες ηλικίες ένα ρόλο διαφορετικό απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η αγορά (ή καλύτερα η βιομηχανία) «πολιτιστικών» εμπορευμάτων είναι κυριολεκτικά κατακλυσμένη από τέτοιας κατεύθυνσης προϊόντα. Αυτό δείχνει ότι η στροφή σε μεταφυσικής μορφής ενδιαφέροντα βολεύει εξαιρετικά τον αντίπαλο, όχι μόνο γιατί απομακρύνονται οι ηλικίες αυτές από την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και γιατί, όσον αφορά το εμπορικό κομμάτι, η μεταφυσική είναι ένας πολύ προσοδοφόρος τομέας! Ταινίες (κινηματογραφικές και τηλεοπτικές), βιβλία, παιχνίδια ηλεκτρονικά -κυρίως για εφήβους- και πλήθος διαδικτυακοί τόποι ασχολούνται όλο και πιο συστηματικά με το αντικείμενο, ποτίζοντας το μυαλό των παιδιών μ’ ένα δηλητήριο που δεν είναι εύκολο στη συνέχεια ν’ αποβληθεί. Στην πραγματικότητα, τα παιδιά είναι προετοιμασμένα από πολύ νωρίτερα γι’ αυτόν το μεταφυσικό κόσμο, από τα κόμικς και τα καρτούν. Τέρατα, λυκάνθρωποι, βρικόλακες, άβαταρ, νεράιδες και μάγοι, άγγελοι και δαίμονες, παραφυσικές δραστηριότητες και προφητείες καταστροφής του κόσμου, εξωγήινοι και σούπερ ήρωες, παιδιά ίντιγκο κι ένα σωρό άλλες ανοησίες μπαινοβγαίνουν ανεξέλεγκτα στο μυαλό τους, επηρεάζοντας τη σκέψη και τη στάση τους στη ζωή και μολύνοντας τη λογική τους. Μερικά παιδιά νομίζουν ότι πρόκειται για «επιστημονική φαντασία»! Εξάλλου, αρκετές φορές δυσκολεύονται να διαχωρίσουν φαντασία από πραγματικότητα, ακόμα και σε προχωρημένη εφηβεία.
Χρειάζεται προσοχή για να μην μπερδεύουμε τα προϊόντα μεταφυσικής υποκουλτούρας με το παραμύθι. Το παραμύθι, τέχνη κυρίως λαϊκή, είναι το καθρέφτισμα της ζωής. Έχει ήδη αναφερθεί ότι συμπληρώνει -μαζί με το παιχνίδι- το δίπτυχο της ομαλής μετάβασης του παιδιού στην ενηλικίωση. Στην ουσία του ίδιο, αλλά και κάπως αλλαγμένο κάθε φορά, περπάτησε μέσα στο χρόνο με τα χαρακτηριστικά που κάθε φορά έπαιρνε από τη ζωή όσων το διηγήθηκαν και μεταμορφωνόταν σύμφωνα με τους αγώνες και τις αγωνίες των καθημερινών ανθρώπων που συναντούσε στο διάβα του. Κι επειδή οι ιστορίες των λαών και, κυρίως, των ανθρώπων του μόχθου στην πάλη τους με τους ισχυρούς δεν είναι πολύ διαφορετικές από τότε που δημιουργήθηκαν οι ταξικά διαχωρισμένες ανθρώπινες κοινωνίες, αρκετά στοιχεία κοινά βρίσκονται σε παραμύθια από πολλά μέρη του κόσμου, παρόλο που κάθε πολιτισμός προσαρμόζει το ίδιο στοιχείο σε ό,τι του ταιριάζει περισσότερο. Το παραμύθι λοιπόν ήρθε στο σήμερα με τα εκατομμύρια ζευγάρια πόδια όλων εκείνων των ανθρώπων που, έστω κι αν δεν ξέρουμε τ’ όνομά τους, διηγήθηκαν τη ζωή τους μ’ ένα μυστικό κώδικα που πρέπει να ψάξεις για να τον βρεις, όπως θα έκανες για έναν κρυμμένο θησαυρό. Είναι ένας φίλος που ξέρει πολλά για τη ζωή και τα χαρίζει σ’ ένα φίλο που θέλει να μάθει πολλά για τη ζωή. Μας προσφέρει τον κόσμο του χτες για να μας βοηθήσει να δημιουργήσουμε τον καλύτερο κόσμο του αύριο…
Σε αντιδιαστολή με το λαϊκό παραμύθι, η έντεχνη παραποίηση της πραγματικότητας εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους. Υπάρχουν παιδιά των ηλικιών στις οποίες αναφερόμαστε τα οποία, όταν ερωτώνται, απαντούν ότι θα προτιμούσαν να ζουν μια ζωή που να μην έχει σχέση με την πραγματικότητα. Μερικά από αυτά αποκαλύπτουν ότι έχουν επηρεαστεί από αναγνώσματα, θεάματα κι ακροάματα μεταφυσικής προσέγγισης (τα οποία ούτως ή άλλως τους προσφέρονται αφειδώς από τις πολύ μικρές ηλικίες). Πρόκειται συνήθως για παιδιά (όχι σπάνια από τα λαϊκά στρώματα) τα οποία θεωρούν ότι η καθημερινότητά τους είναι ανιαρή, χωρίς ενδιαφέρον, και η ζωή τους χωρίς μέλλον. Έχουν συνήθως χαμηλή αυτοεκτίμηση.
5. Ο φασισμός και ο ρατσισμός
Αν θέλουμε να μιλήσουμε για το φασισμό, πρέπει προηγουμένως να μιλήσουμε για τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός δεν είναι καινούργιος, ούτε βέβαια ο φασισμός, αν και κυοφορήθηκε αρκετά αργότερα από το εκμεταλλευτικό σύστημα που τον γέννησε. Όποιο όνομα κι αν έχει, είναι το εκτρωματικό παιδί του καπιταλισμού, σπλάχνο από τα σπλάχνα του, τόσο δύσμορφο και αποκρουστικό, ώστε να γεννάει το φόβο μερικές φορές ακόμα και στην ίδια του τη μάνα.
Αποκαλυπτικό ανάγνωσμα που μπορεί να εισάγει ένα νέο ή μια νέα στον κόσμο του φασισμού είναι «Ο αγών μου», διά χειρός του αρχιναζιστή Αδόλφου Χίτλερ. Κυκλοφορεί ως βιβλίο, ενώ έχει στο σύνολό του αναρτηθεί διαδικτυακά. Βρέθηκε μάλιστα πολλές φορές στην προμετωπίδα διάφορων δημοσιευμάτων της «Χρυσής Αυγής». Φυσικά, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ένας συνηθισμένος έφηβος, που βαριέται ακόμα και την ανάγνωση ενός ολιγοσέλιδου μυθιστορήματος, μπορεί να φτάσει ως το τέλος αυτού του βιβλίου των 782 σελίδων, με το πλαδαρό και φορτωμένο στιλ το οποίο -κατά τον ιστορικό Άλαν Μπούλοκ- οφείλεται στη μανία του συγγραφέα του να περνά για διανοούμενος. Το πολύ-πολύ να διαβάσει, κατόπιν υποδείξεως, ορισμένα επιλεγμένα αποσπάσματα.
Ο ναζισμός, όπως γράφει ο Χίτλερ, χρησιμοποίησε την πανουργία, λογαριάζοντας όλα τα μέσα για νόμιμα («από τους κρυφούς εκβιασμούς ως τις πραγματικές απάτες»). Ακόμα, υπολόγισε με ακρίβεια -όπως επίσης γράφει- τις ανθρώπινες αδυναμίες. Τις υπολόγισε μάλιστα, αρχίζοντας από την πιο μικρή ηλικία, δημιουργώντας μια συγκροτημένη νεολαία, θρεμμένη με το μίσος και τη βία, αποκτηνωμένη από αιματόβρεχτα τραγούδια.«Θα κάνουμε κομμάτια τον κόσμο! Σήμερα μας ανήκει η Γερμανία, αύριο θα κατακτήσουμε τη Γη ολόκληρη»5.
Η καθημερινότητα των αγοριών από τα λαϊκά στρώματα ευνοεί αρκετά τη γνωριμία τους με το φασισμό.
Ο κοινωνικός μικρόκοσμός τους αναπτύσσεται γύρω από το τρίπτυχο χρήμα - φήμη - εξουσία. Όνειρό τους είναι η αστυνομία, ο στρατός, η πυροσβεστική και ακόμα η μπάλα, η οθόνη, το μικρόφωνο. Αλλά το μεγαλύτερο όνειρό τους είναι να βγάλουν λεφτά, με όποιο τρόπο… Όσο τα όνειρα της οικονομικής ευημερίας και της φήμης που την συνοδεύει απομακρύνονται, στρέφονται όλο και περισσότερο σ’ εκείνο που απομένει. Εξαιτίας της καταπίεσης των μεροκαματιάρηδων ή άνεργων γονιών τους, της αδιάκοπης οικονομικής εκμετάλλευσης και της συστηματικής κοινωνικής υποβάθμισης που επιφυλάσσει η κυρίαρχη τάξη στις οικογένειές τους επιθυμούν διακαώς να ξεχωρίσουν, αποκτώντας εξουσία πάνω στους άλλους, με βάση τα πρότυπα που πλασάρονται από διάφορους μηχανισμούς. Η προσωπικότητά τους αρχίζει να χτίζεται πάνω στη φήμη των μπράτσων και του τσαμπουκά, που έχει αποδειχτεί βολικό μονοπάτι για να προσεγγιστούν από τις φασιστικές συμμορίες.
Παρά τις εντελώς προσωρινές «δυσκολίες» της (οι οποίες, εξάλλου, τείνουν να ξεπεραστούν), η «Χρυσή Αυγή» έχει ανοίξει με την προπαγάνδα της μια θανάσιμη «αγκαλιά» γι’ αυτά τα παιδιά. Το προφίλ του Χρυσαυγίτη τούς φαίνεται οικείο επειδή μοιάζει στις φιγούρες των καρτούν και των ηρώων της κονσόλας των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Μπαίνει στα Δημοτικά μέσω των συμβόλων, των ΜΜΕ και του οικογενειακού περιβάλλοντος, ενώ στα Γυμνάσια κάνει είσοδο πανηγυρική, από την κανονική πόρτα του σχολείου. Τα κορίτσια, ειδικά στο Δημοτικό, δε φαίνεται για την ώρα να συγκινούνται ιδιαίτερα, ωστόσο ο φασισμός λανθάνει, ψάχνοντας κερκόπορτα για να εισχωρήσει στις συνειδήσεις, αφού έχει κιόλας ισχυρή παρουσία στα θεάματα, ακροάματα κι αναγνώσματα που είναι διαδεδομένα και σε μικρότερες ακόμα ηλικίες. Σ’ αυτά κυριαρχεί η ανόητη κι αναιτιολόγητη ατομική βία ως μέσο εξουσίας και τσακίσματος του αντιπάλου. Ταυτόχρονα απορρίπτεται κάθε συλλογική, σε κατεύθυνση μαζικών αγώνων, διεκδίκηση του δικαίου. Ασφαλώς ο φασισμός δεν είναι μονοσήμαντο φαινόμενο και δεν ταυτίζεται με τη βία. Ο εκφασισμός ωστόσο της κοινωνίας (ανεξαρτήτως σχημάτων και ονομάτων που τον εκφράζουν ιδεολογικά κι έμπρακτα) συντελείται αργά κι αθόρυβα από τις πιο μικρές ηλικίες. Λειτουργεί όπως ένας ιός με μεγάλο χρόνο επώασης. Φτιαγμένος στα πιο εξελιγμένα εργαστήρια των επιστημόνων του καπιταλισμού, ο συγκεκριμένος ιός μπολιάζεται από νωρίς, δουλεύοντας ύπουλα στον κοινωνικό μικρόκοσμο των παιδιών, «ανεπαισθήτως» συνοδεύοντάς τα ως την ενηλικίωση, οπότε στο κατάλληλο περιβάλλον επωάζεται κι εκδηλώνεται.
Είναι θέμα χρόνου η εμφάνιση ακόμα και βιβλίων για παιδιά και νέους με ύμνους στο φασισμό και το ναζισμό που θα βοηθήσουν την επέλαση της «Χρυσής Αυγής» στα σχολεία, στα οποία είναι ήδη όχι μόνο γνωστή, αλλά και αποδεκτή από τις κρίσιμες ηλικίες.
Η απέχθεια για τον διαφορετικού χρώματος, γλώσσας ή θρησκείας άνθρωπο έχει ρίζες σε πρωτόγονους φόβους για το άγνωστο, που ανέκαθεν μεταφράζονταν σε ξενοφοβία. Σ’ ένα αρχικό στάδιο η αντίληψη αυτή οφείλεται στην άγνοια που είναι αρκετά πρόσφορη δίοδος για το ρατσιστικό δηλητήριο, διχάζοντας τους ανθρώπους με βάση εξωτερικά χαρακτηριστικά και κρύβοντας έντεχνα τις ταξικές διαφορές οι οποίες στ’ αλήθεια τους χωρίζουν, μόνο και μόνο γιατί ο ταξικός αντίπαλος έχει όψη ανθρώπου ίδιου εξωτερικά με τους υπόλοιπους και όχι σαρκοβόρου θηρίου. Ο φασισμός έχει τον τρόπο του να μεταφέρει ειδικά στους ανηλίκους την επιδίωξη του συστήματος να διαιρεί την εργατική τάξη, τους εργαζομένους και τα λαϊκά στρώματα με βάση ό,τι επιλεγεί την κάθε φορά, ως προφύλαξη από τον κίνδυνο μιας κοινής και προσανατολισμένης αμφισβήτησης και διεκδίκησης, στη συνέχεια, της εξουσίας. Οι ηλικίες 9-13 είναι αρκετά πρόσφορες για μια επιφανειακή, αρχικά, επαφή των παιδιών με το ρατσισμό, που δε θ’ αργήσει, αν αφεθούν στην τύχη τους, να μεταβληθεί σε διαστρεβλωμένη διέξοδο της φυσιολογικής οργής που θα προκύπτει στην πορεία από την ολοένα κι αυξανόμενη επιδείνωση των συνθηκών της ζωής των οικογενειών τους.
6. Η απόρριψη της συλλογικότητας
Η σημασία του ρόλου της ομάδας -στο παιχνίδι, στη δραστηριότητα, στην ψυχαγωγία- έχει μάλλον υποβιβαστεί σ’ αυτές τις ηλικίες σε σχέση με το παρελθόν, ενώ βαθμιαία αντικαθίσταται από σχήματα μικρότερα. Τ’ αγόρια εξακολουθούν να διατηρούν κάπως μεγαλύτερες παρέες, ενώ τα κορίτσια φαίνεται ότι περιορίζουν όλο και πιο πολύ τον αριθμό των μελών της συντροφιάς τους. Η έννοια της συλλογικότητας φθίνει ως αξία, ίσως περισσότερο για τα κορίτσια, σύμφωνα με κάποιες ενδείξεις.
Επισημαίνεται ότι με τον όρο «συλλογικότητα» εννοούμε την ανάπτυξη συλλογικής συνείδησης σ’ επίπεδο αποφάσεων και δράσης προκειμένου να επιτευχθεί ένας κοινός σκοπός, σε συνδυασμό με την κατανόηση του μέτρου της ευθύνης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Οι ηλικίες ανάμεσα στα 9 και τα 13 απομακρύνονται σταδιακά από τη συλλογικότητα, αλλά όχι και από ένα παραδοσιακό είδος ομαδικότητας, ευρύτατα διαδεδομένης. Ο προσκοπισμός και ο οδηγισμός συγκεντρώνουν αρκετά παιδιά των κρίσιμων αυτών ηλικιών και από τα δύο φύλα, αναπτύσσοντας μια ομαδικότητα με αντιδραστικό περιεχόμενο, ενώ και τα τμήματα των κατηχητικών είναι πολυπληθή. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα προγράμματά του κατηχητικού, μετά από τη Δ΄ Δημοτικού χωρίζονται και κατά φύλο!