Η εκτίμηση του ΚΚΕ ότι κυβέρνηση και ΕΕ έχουν αναθέσει στην ΤΑ πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, επαληθεύεται καθημερινά στο χώρο της εκπαίδευσης. Το τρίπτυχο των εκπαιδευτικών προϋποθέσεων της «απασχολησιμότητας», η ενίσχυση της ιδιωτικοποίησης, των ταξικών φραγμών και της υποβάθμισης της εκπαίδευσης σε όφελος της «κατάρτισης», ξεδιπλώνεται τα τρία τελευταία χρόνια μέσα από συντονισμένες κεντρικές ρυθμίσεις και τοπικές «πρωτοβουλίες», στις οποίες πρωτοστατούν δημοτικές αρχές που πρόσκεινται στο ΠΑΣΟΚ, στη ΝΔ και στο ΣΥΝ. Η κυβέρνηση από τη μια, στο πλαίσιο της πολιτικής της «αποκέντρωσης» της εκπαίδευσης, παραχωρεί μια σειρά από συμπληρωματικά προς το παρόν καθήκοντα του κράτους στην «τοπική κοινωνία» (δήμους, γονείς), με σκοπό την υπονόμευση του όποιου ενιαίου χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Οι προσκείμενες σε αυτή την πολιτική τοπικές αρχές από την άλλη, αναλαμβάνουν με ζήλο τη διεκπεραίωσή τους, συντείνοντας στη σταθερή μετατροπή της ΤΑ σε θεραπαινίδα της πολιτικής της ιδιωτικοποίησης και της ταξικής διαφοροποίησης της εκπαίδευσης.
ΕΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑ ΜΕ ΒΑΘΙΑ ΤΑΞΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ
Το εγχείρημα ξεκίνησε με τα αποκαλούμενα «Ολοήμερα Σχολεία» (ΟΣ) δημοτικής εκπαίδευσης καθώς και τα «Ολοήμερα Νηπιαγωγεία». Σχολεία που λειτουργούν πέρα από το καθορισμένο ωράριο (ως τις 4.00 μ.μ.), με διττό σκοπό: τη διευκόλυνση των εργαζόμενων γονιών ενόψει της χειροτέρευσης των εργασιακών τους σχέσεων (π.χ. ωράριο) και την ενίσχυση του σχολικού προγράμματος με τις πρόσθετες δεξιότητες που απαιτεί η «οικονομία της αγοράς». Σύμφωνα με το βασικό νόμο της αντιδραστικής μεταρρύθμισης της εκπαίδευσης 2525/97, που διέπει το καθεστώς τους, τα σχολεία αυτά παύουν να υπάγονται αποκλειστικά στην ευθύνη του Υπουργείου Παιδείας και η εξασφάλιση των προϋποθέσεων λειτουργίας τους επιμερίζεται στο κράτος, στην ΤΑ και στους γονείς. Επειδή όμως η τριμερής αυτή ευθύνη ξεκινά από τη στιγμή που το κράτος θα έχει εξασφαλίσει μια στοιχειώδη υποδομή και έναν ελάχιστο αριθμό εκπαιδευτικών, των οποίων το κόστος δεν είναι διόλου διατεθειμένο να αναλάβει, η «μεγαλόπνοη ιδέα» του Ολοήμερου Σχολείου έχει ελάχιστα προχωρήσει. Μέχρι στιγμής και μέσω της κατ’ αρχήν χρηματοδότησης της ΕΕ, εξασφαλίστηκε η λειτουργία μόνον 28 δημοτικών σχολείων ως «Ολοήμερων». Στη θέση τους και έως ότου, μέσα από συγχωνεύσεις σχολείων και συμπτύξεις τάξεων, εξασφαλιστεί, χωρίς αύξηση των διορισμών, το στοιχειωδώς αναγκαίο εκπαιδευτικό προσωπικό, προωθείται μια φτηνότερη εκδοχή τους, τα λεγόμενα Σχολεία Διευρυμένου Ωραρίου (ΣΔΩ). Σχολεία «στάθμευσης» των μαθητών, όπου πρώτα αποφασίζεται η διάρκεια λειτουργίας τους και μετά καλύπτεται το περιεχόμενό της, με ό,τι προκύψει! Οι τοπικές δηλαδή αρχές (π.χ. Δήμος Αιγάλεω) σε συνεργασία με τους συλλόγους γονέων, συγκροτούν όπως-όπως ένα πρόγραμμα «απασχόλησης» των μαθητών και αναλαμβάνουν την πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού με «ελαστικούς» όρους εργασίας. Και σα να μην είναι αρκετό το ότι, μετά τη λήξη του ασυνάρτητου και εξοντωτικού αυτού σχολικού προγράμματος, οι γονείς παραλαμβάνουν τα παιδιά τους «διαλυμένα» αντί για περισσότερο «μορφωμένα», πληρώνουν και από πάνω. Πληρώνουν για την πρόσληψη γυμναστή, για τη φύλαξη των μαθητών, ακόμη και για το φαγητό των παιδιών τους πληρώνουν, τόσο στα ΣΔΩ όσο και στα ΟΣ όπου, βάσει των σχετικών εγκυκλίων του Υπουργείου Παιδείας, υποχρεώνονται να καταβάλουν αντίτιμο 800 δραχμών καθημερινά στο κέτεριγκ που έχει αναλάβει τη σίτιση των μαθητών.
Σε άλλους πάλι Δήμους η δαπάνη λειτουργίας των ΣΔΩ και ΟΣ διαμοιράζεται στο σύνολο των δημοτών. Στο Ροδολίβο Σερρών π.χ. ο Δήμος έχει προσθέσει ειδικό τέλος («παιδόσημο») στο λογαριασμό της ΔΕΗ, προκειμένου να καλύπτει μέρος των εξόδων του τοπικού «Ολοήμερου Σχολείου». Αντίστοιχα τέλη έχουν επιβληθεί στο Δήμο Κηφισιάς και σε μια σειρά άλλους δήμους. Ο Δήμος Αμαρουσίου, έχει ιδρύσει δημοτική επιχείρηση μέσα από την οποία καλύπτει την απογευματινή απασχόληση των μαθητών. Είναι δε φανερό ότι όταν τα παραπάνω προγράμματα θα πάψουν να χρηματοδοτούνται από τα κοινοτικά κονδύλια, όλο το κόστος λειτουργίας θα μετατοπιστεί στους γονείς και τους δημότες. Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνον οικονομικό, αλλά βαθύτερα κοινωνικό. Συνδέεται, όπως θα φανεί στη συνέχεια, με τον ταξικό-επιλεκτικό ρόλο της εκπαίδευσης, που αντί να μορφώνει και να διαπαιδαγωγεί το σύνολο των μαθητών, προσανατολίζεται -με νέα μάλιστα ποιότητα και ένταση- στο να ξεδιαλέγει την «ήρα από το στάρι», τα παιδιά που θα αποτελέσουν τη συνέχεια της εξουσιάστριας τάξης από εκείνα που θα σχηματίσουν το μεγάλο στρατό της ψευτοαπασχόλησης, της απλήρωτης δουλειάς, της ανεργίας.
Ετσι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, προκύπτει μία ακόμη αξιοσημείωτη, αν και προς το παρόν άδηλη πλευρά του πειράματος των ΟΣ και ΣΔΩ (το οποίο σύμφωνα με τις Υπουργικές εξαγγελίες μέλλεται να γενικευτεί σε όλη τη δημοτική εκπαίδευση). Διαφαίνεται δηλαδή ότι το σχολικό πρόγραμμα, ξεκινώντας από το δημοτικό, ακολουθεί μια πορεία σταδιακής διχοτόμησης ώστε να συγκροτηθεί στη βάση μιας υποχρεωτικής και μιας «ελεύθερης» ζώνης μαθημάτων.
Η πρώτη ζώνη θα αποτελείται από ένα βασικό και υπαγορευόμενο «κεντρικά» κορμό μαθημάτων, η δε συμπληρωματική θα διαφοροποιείται «τοπικά» (εντός ενός ευρύτερου αλλά προκαθορισμένου πλαισίου), σε ευθεία αντιστοιχία με την οικονομική δυνατότητα και την ταξική σύνθεση των οικογενειών των μαθητών. Οι κοινωνικά, επομένως και μορφωτικά, αδύναμοι μαθητές, θα καταλήγουν «εθελοντικά» σε ένα πρόγραμμα «φθηνών» και «ευκολότερων», με την έννοια των προσιτών στις κοινωνικές εμπειρίες τους, μαθημάτων, όπως π.χ. η ιχνογραφία, η ωδική, οι κατασκευές ή, και σε τίποτα από όλα αυτά. Αντίθετα οι γόνοι των ευπορότερων στρωμάτων θα μπορούν -όντας από το περιβάλλον τους εξοικειωμένοι ή υποστηριζόμενοι από τα «ιδιαίτερα» μαθήματα- να ακολουθήσουν ένα δυσκολότερο και περισσότερο θεωρητικό πρόγραμμα, που θα συμπληρώνει τις γνώσεις τους και θα ενισχύει τις επιδόσεις τους και στον κεντρικό κορμό των μαθημάτων. Η θεσμοθέτηση της διαδικασίας αξιολόγησης της σχολικής μονάδας με κριτήριο τις επιδόσεις των μαθητών και η σύνδεση αξιολόγησης και κρατικής χρηματοδότησης, θα επιτείνουν τη διαφοροποίηση του προγράμματος και την ταξική κατηγοριοποίηση των σχολείων.
Σε συνέχεια της αξιολόγησης αναμένονται πρόσθετα μέτρα, που κατά καιρούς έχουν δημοσιοποιηθεί, όπως η ελεύθερη επιλογή του σχολείου και η καθιέρωση συστήματος τοπικής πρόσληψης των εκπαιδευτικών. Μέτρα που αποσκοπούν στη συγκέντρωση των «καλύτερων» μαθητών και εκπαιδευτικών σε λίγα επίλεκτα σχολεία και στη μεγέθυνση του χάσματος ανάμεσα στην εκπαίδευση των πλούσιων και των φτωχών. Με το πρόσχημα μάλιστα της προσαρμογής του εκπαιδευτικού προγράμματος στις τοπικές ιδιαιτερότητες, θα επεκταθεί η διασύνδεση των σχολείων με τις επιχειρήσεις με σκοπό την απ’ ευθείας παρέμβασή τους στο περιεχόμενο του σχολείου και την καλλιέργεια της «επιχειρηματικής κουλτούρας» στους μαθητές, ως προϋπόθεση του εθισμού τους με τις νέες ανθρωποβόρες συνθήκες απασχόλησης και ζωής. Ηδη η υλοποίηση αυτής της κατεύθυνσης έχει ξεκινήσει μέσα από διάφορα, χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ πιλοτικά προγράμματα (π.χ. αγωγή καταναλωτή με βασικό εισηγητή εταιρείες τροφίμων, αγωγή υγείας από εταιρείες οδοντόκρεμας κλπ.).
ΥΠΟΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
Η «ανταποδοτική» λειτουργία του σχολείου βαδίζει χέρι-χέρι με την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης και δεν είναι καθόλου συμπτωματική η προώθησή της ταυτόχρονα με τη σταδιακή μείωση των δαπανών της Παιδείας στον Κρατικό Προϋπολογισμό. Η πλευρά αυτή υπογραμμίζεται ως απάντηση σε όσους υποστηρίζουν -τα κόμματα εναλλαγής στην κυβέρνηση αλλά και ΣΥΝ- ότι το να βάζουν κάτι οι γονείς από την τσέπη τους δεν είναι «προς θάνατον», αφού με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζονται κάποιες νέες, πρόσθετες ανάγκες τους. Η αλήθεια είναι πως η επίκληση της ανάγκης κάλυψης των σύγχρονων, αυξημένων, αναγκών αποτελεί ένα απλό πρόσχημα για τη μείωση των εκπαιδευτικών δαπανών και την αδιαμαρτύρητη αποδοχή της «ιδιωτικοποίησης» του συνόλου των εκπαιδευτικών λειτουργιών. Προς επιβεβαίωση των παραπάνω, η επιχορήγηση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης για εκπαιδευτικές δαπάνες εμφανίζεται στο φετινό προϋπολογισμό μειωμένη κατά 1,2% σε σχέση με το 2001, παρότι πέρυσι δημιουργήθηκαν τεράστια προβλήματα λόγω έλλειψης των αναγκαίων κονδυλίων. Αν δε λάβουμε υπόψη ότι τα προβλεπόμενα κονδύλια για τα έξοδα συντήρησης, επισκευής κλπ. των σχολικών κτιρίων, είναι ανεπαρκέστατα και οι πόροι της ΤΑ ακολουθούν διαρκή πτωτική πορεία, γίνεται καθαρό πως αποτελεί συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης η υποχρηματοδότηση της ΤΑ, έτσι ώστε οι δαπάνες για την εκπαίδευση να καλύπτονται μέσα από την αύξηση των δημοτικών τελών, τη συμμετοχή των γονέων στα έξοδα, την αναζήτηση χορηγών και την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Σε απόδειξη των παραπάνω, η κυβέρνηση, μέσω του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ), προωθεί σε συνεργασία με προσκείμενους στην πολιτική της δήμους, πρόγραμμα κατασκευής σχολείων-γκαράζ, τα έσοδα των οποίων θα διαχειρίζονται οι δημοτικές και σχολικές επιτροπές, όπως επίσης και τη δημιουργία σχολείων-πολιτιστικών επιχειρήσεων (με Ιντερνετ-καφέ, κινηματοθέατρα, βιβλιοθήκες, χώρους μουσικής, αθλητικούς χώρους κλπ.) που θα είναι ανοικτά στο κοινό, μετά τη λήξη του σχολικού ωραρίου. Η κατεύθυνση αυτή θα ενεργοποιηθεί αμέσως μετά την ψήφιση του σχετικού πολυνομοσχεδίου που προβλέπει τη μετατροπή του ΟΣΚ σε καθαρά κερδοσκοπική μελετητική και κατασκευάστρια εταιρεία, για την οποία η ανέγερση σχολικών κτιρίων θα αποτελεί παθητική δραστηριότητα και επομένως πάρεργο.
Σύμφωνα πάντα με το νομοσχέδιο, ο ΟΣΚ, προκειμένου να εξασφαλίζει κέρδη, θα μπορεί να αξιοποιεί τους δεσμευμένους για την κατασκευή σχολείων χώρους, για να αναπτύσσει δίπλα ή μέσα σε αυτά, άσχετες και αντιπαρατιθέμενες στους εκπαιδευτικούς σκοπούς επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν, μια και όπως ο καθένας γνωρίζει, η καλλιέργεια του «εμπορικού» πνεύματος δε συμβαδίζει με την πνευματική και αισθητική καλλιέργεια, που θα περίμενε κανείς ότι εξακολουθεί να αποτελεί στόχο του σχολείου. Δεν υπάρχει μάλιστα καμία αμφιβολία ότι ο ΟΣΚ, στο όνομα της βιωσιμότητας και της κερδοφορίας του, θα προσπαθεί να μειώσει το κόστος κατασκευής των σχολικών κτιρίων σε βάρος της ποιότητας και της ασφάλειάς τους, ότι θα επιχειρεί να «στριμώξει» τις στεγαστικές απαιτήσεις σε όσο το δυνατόν λιγότερα τετραγωνικά, χειροτερεύοντας τις ήδη φτηνές και αποψιλωμένες από τους εντελώς απαραίτητους χώρους άθλησης, εργαστηρίων, δημιουργικής δραστηριότητας, προδιαγραφές του.
Συμβολή στην αντιλαϊκή πολιτική της συμπίεσης του κόστους της εκπαίδευσης στα κατώτατα δυνατά όρια και όχι προσπάθεια εξασφάλισης της πρωινής λειτουργίας των σχολείων όπως παρουσιάζεται, αποτελεί και η σπουδή πολλών νομαρχιακών και δημοτικών αρχών (πχ. του Δήμου Καλλιθέας) να καταργήσουν ή να συγχωνεύσουν σχολεία, δημιουργώντας στη θέση τους πληθωριστικά τμήματα των 30 ή των 35 μαθητών, μέσα από μαζικές συμπτύξεις τάξεων και τμημάτων. Το όποιο όφελος της πρωινής λειτουργίας ακυρώνεται από την αντιπαιδαγωγική υπερδιόγκωση του αριθμού των μαθητών ανά εκπαιδευτικό, προς δόξαν των φροντιστηρίων και της λεγόμενης ενισχυτικής διδασκαλίας. Αλλωστε η ίδια κατεύθυνση των συγχωνεύσεων υλοποιείται και σε περιοχές όπου όλα τα σχολεία είναι πρωινά, όπως στην αγροτική ύπαιθρο. Στο πλαίσιο του σχεδίου Καποδίστριας τα μονοθέσια και διθέσια σχολεία συμπτύσσονται με σκοπό να συγκροτηθούν μεγαλύτερα διθέσια ή τριθέσια αντί να μετατραπούν σε εξαθέσια, γεγονός που υποβαθμίζει ακόμη περισσότερο το επίπεδο της εκπαίδευσης που παρέχεται στην πλειοψηφία των επαρχιακών σχολείων και επιδεινώνει το πρόβλημα της πρόσβασης των μαθητών των απομακρυσμένων περιοχών σε αυτά. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 5.500 μονοθέσια και διθέσια δημοτικά σχολεία που υπήρχαν λίγα χρόνια πριν, σήμερα έχουν απομείνει μόνο 2000!
ΜΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ
Η εμπλοκή της ΤΑ σε εκπαιδευτικά θέματα δεν περιορίζεται βεβαίως στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά επεκτείνεται στην επαγγελματική εκπαίδευση ακόμη και στην ανώτατη βαθμίδα της. Η άμεση σχέση της με τους δημότες και οι αυταπάτες για τη δημοκρατικότητα του θεσμού, αξιοποιούνται μάλιστα για την πιο αποτελεσματική χρησιμοποίησή της σαν μοχλού υποκατάστασης της συστηματικής εκπαίδευσης με μια ληξιπρόθεσμη και μηχανιστική «κατάρτιση», προαπαιτούμενο και παρακολούθημα της αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και των ακραίων μορφών εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, που στις μέρες μας αναβιώνουν «εκσυγχρονισμένες».
Μέσα από μια βιομηχανία δημοτικών ή νομαρχιακών ΚΕΚ, χρηματοδοτούμενων προς το παρόν από την ΕΕ, έρχεται να αντικαταστήσει την ανάγκη της ενιαίας, για όλους τους νέους δωδεκάχρονης γενικής μόρφωσης καθώς και της μετέπειτα τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης, με φτηνές και πρόσκαιρου χαρακτήρα καταρτίσεις, επί πληρωμή. Είναι δε δραματικό το ότι αυτή η πρόωρη και χαμηλή «εκπαίδευση», απευθύνεται κυρίως στις αποκαλούμενες «ευπαθείς» ομάδες του πληθυσμού, στους μακροχρόνια άνεργους και στα άτομα με ειδικές ανάγκες, σ’ εκείνες δηλαδή τις κατηγορίες που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη μιας ουσιαστικής και εξειδικευμένης εκπαίδευσης υψηλής στάθμης.
Η ίδια λογική, των φτηνών «εκπαιδευτικών» υποκατάστατων, ακολουθεί και τα «σχολεία β΄ ευκαιρίας», των οποίων οι δήμοι αναλαμβάνουν, σύμφωνα πάντα με το νόμο 2525/97, την εξασφάλιση των προϋποθέσεων λειτουργίας. Πρόκειται για σχολεία που απευθύνονται σε νέους που δεν έχουν ολοκληρώσει ούτε τη στοιχειώδη εκπαίδευση, καλώντας τους να παρακολουθήσουν ένα πρόγραμμα μαθημάτων καταρτισιακού χαρακτήρα, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της τοπικής «αγοράς» και διανθισμένο με ψήγματα γενικών δεξιοτήτων στη γλώσσα, τα μαθηματικά κλπ., το οποίο καταλήγει σε απολυτήριο ισότιμο του γυμνασίου. Ως κριτήριο επιτυχίας του προγράμματος, αναγορεύεται το να μάθουν οι απόφοιτοί του «κάτι παραπάνω» από αυτό που γνώριζαν πριν ενταχθούν σε αυτό και όχι να αποκτήσουν τουλάχιστον την ικανότητα προφορικής και γραπτής έκφρασης της σκέψης και των όποιων γνώσεών τους, που αποτελεί την ελάχιστη προϋπόθεση επικοινωνίας και κατανόησης του εργασιακού και κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά σε μια προσπάθεια συρρίκνωσης ακόμη και αυτής της ανεπαρκέστατης στην εποχή μας, εννιάχρονης βασικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης, αφού μια σωστή και ολοκληρωμένη απάντηση στο πρόβλημα του αναλφαβητισμού των νέων που έχουν υπερβεί τη σχολική ηλικία, απαιτεί τη διεύρυνση και την αναδιάρθρωση της νυχτερινής εκπαίδευσης και όχι την υπονόμευση και υποβάθμισή της, όπως σήμερα γίνεται.
Παρ’ όλα αυτά, συνωστισμός παρατηρείται σε αυτού του τύπου τα αδιέξοδα «σχολεία» και προγράμματα, με την ελπίδα μιας σταδιοδρομίας μονόωρης εβδομαδιαίας απασχόλησης ή παρόμοιων αξιοθρήνητων «θέσεων εργασίας». Γι’ αυτό και η κυβέρνηση υπόσχεται να πληθύνει τα «σχολεία β΄ ευκαιρίας» από τον επόμενο κιόλας χρόνο. Οι φιλικές της μάλιστα δημοτικές αρχές επιδίδονται με κάθε μέσο στην αναπαραγωγή της φιλολογίας και των αυταπατών περί της υποτιθέμενης συμβολής τους, μαζί με τα ΚΕΚ, στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Ο Δήμος πχ. Περιστεριού, στον οποίο λειτουργεί ήδη «σχολείο β΄ ευκαιρίας» διοργάνωσε εκδήλωση με τοπικούς επιχειρηματίες που υποτίθεται ότι θα προσλάβουν τους αποφοίτους του.
Το επιχειρηματικό δαιμόνιο των διάφορων δημοτικών αρχών δε σταματά ούτε μπροστά στο τελευταίο οχύρωμα της εκπαίδευσης που, έστω και τυπικά, παρέχεται αποκλειστικά από το κράτος, στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Στο πλαίσιο μιας διατεταγμένης αποστολής προλείανσης του εδάφους για την αναγνώριση των ιδιωτικών «Πανεπιστημίων» και χυδαίας διεύρυνσης της έννοιας της Ανώτατης Εκπαίδευσης με επιμορφωτικά σεμινάρια και καταρτισιακά προγράμματα χωρίς επιστημονικό και επαγγελματικό αντίκρυσμα -αφού κανένας Δήμος ή Νομαρχία δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει τις οικονομικές και ακαδημαϊκές προϋποθέσεις για τη λειτουργία Πανεπιστημίων- μια σειρά δημοτικών και νομαρχιακών αρχών έχουν δηλώσει τις προθέσεις τους να εισαχθούν στην «αγορά» της Ανώτατης Εκπαίδευσης ή εφευρίσκουν τεχνάσματα, ώστε όταν έρθει η ώρα να βρεθούν μπροστά. Ο Δήμος Αμαρουσίου πχ. προχώρησε στην ίδρυση Ινστιτούτου που παρέχει, όπως διαφημίζει, πανεπιστημιακού επιπέδου σπουδές με φθηνότερα δίδακτρα από οποιοδήποτε ιδιώτη, ενώ οι Νομαρχίες Μαγνησίας και Βοιωτίας έχουν κατά καιρούς διεκδικήσει την ίδρυση Νομαρχιακών Πανεπιστημίων.
Σε πρώτη φάση, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως η κυβέρνηση, ενόψει της νέας χωροταξικής κατανομής των Πανεπιστημίων που έχει εξαγγείλει, θα επιχειρήσει να συνδέσει την αποδοχή των εκατοντάδων αιτημάτων των δήμων για ίδρυση τοπικών ΑΕΙ και ΤΕΙ που κατακλύζουν το Υπουργείο Παιδείας, με την ετοιμότητά τους να αναλάβουν πλήρως την εξασφάλιση της υποδομής και λειτουργίας τους (όπως απαίτησε από το Δήμο Καλαμάτας, προκειμένου να του παραχωρηθεί, αντί της Τρίπολης, η έδρα του νεοσύστατου Πανεπιστήμιου Πελοποννήσου). Εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει ότι τα νέα «πανεπιστημιακά» τμήματα παραγωγής ανέργων ή εργαζομένων μιας χρήσης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με τους ανεκδιήγητους τίτλους Τμήμα Πολιτιστικών Σπουδών, Τμήμα Αθλησης - Υγείας και Διατροφής, Τμήμα Οργάνωσης και Θεσμών Αθλησης είναι μόνον η αρχή. Υπάρχει πολύς χώρος για να ανθίσουν και άλλα, ανύπαρκτου επιστημονικού περιεχομένου «πανεπιστημιακά» τμήματα, σαν αυτά που συμπεριλαμβάνονται στις αιτήσεις των διάφορων τοπικών αρχόντων με αντικείμενα τη ζαχαροπλαστική, την οστρακοκαλλιέργεια, τις μεταφορές κλπ., για μια «πανεπιστημιακή» εκπαίδευση λάστιχο, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της «οικονομίας της αγοράς».
Τέλος, θα ήταν σοβαρή παράλειψη της σύντομης αυτής επισκόπησης των εκπαιδευτικών εξελίξεων στο χώρο της ΤΑ, η μη αναφορά στον τομέα της προσχολικής αγωγής. Η πολιτική παραχώρησης της λειτουργίας των βρεφονηπιακών σταθμών στην ΤΑ και μάλιστα χωρίς πόρους, έρχεται όχι μόνον να ενισχύσει την ιδιωτικοποίησή της αλλά και την υποβάθμισή της σε απλή βρεφοκομία, αντί για την αντιμετώπισή της σαν μια ιδιαίτερη παιδαγωγική διαδικασία, με κρίσιμη σημασία για τη μετέπειτα ανάπτυξη της προσωπικότητας των νηπίων, που θα πρέπει να ανήκει στο Κράτος. Ο Δήμος Λάρισας μάλιστα, έφτασε στο σημείο να διαλαλεί τη μεταχείριση των νηπίων ως αντικειμένων, αφού διαλαλεί ότι στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του διαθέτει και πάρκινγκ νηπίων (baby parking), για όλο το 24ωρο και με λογικό αντίτιμο!
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η συνοπτική αυτή παρουσίαση της κατάστασης και των προοπτικών της, δεν αφήνει, πιστεύουμε, αμφιβολία ότι η σχέση της ΤΑ με την εκπαίδευση έπαψε προ πολλού να είναι τυπική και περιθωριακή, απόκτησε μέλλον και προοπτική. Τα αμέσως επόμενα χρόνια θα δυναμώσει και θα διευρυνθεί σε όλες τις βαθμίδες με αποκλειστικό σκοπό να προάγει σε ανώτερο επίπεδο την υπόθεση της ιδιωτικοποίησης, της διάσπασης του όποιου ενιαίου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, της ταξικής «εξατομίκευσής» της και της συμμόρφωσής της τελικά στα αντικοινωνικά πρότυπα και αξίες της «οικονομίας της αγοράς».
Παρότι πέρασαν αρκετά χρόνια από το 1994, όταν σε κοινό ανακοινωθέν των τότε Υπουργών Παιδείας Γ. Παπανδρέου και Εσωτερικών Γ. Σκανδαλίδη παρουσιάστηκε η πρόθεση της κυβέρνησης για μεταβίβαση του συνόλου σχεδόν των κρατικών αρμοδιοτήτων για την εκπαίδευση στην ΤΑ, είναι ολοφάνερο ότι αυτή δεν έχει εγκαταλειφθεί. Απλώς αποσιωπήθηκε για να υλοποιείται ανενόχλητη, σταδιακά και σιωπηρά, μέχρι να δημιουργηθούν τετελεσμένες καταστάσεις. Θυμίζουμε άλλωστε ότι το ανακοινωθέν τόνιζε την ύπαρξη μελετημένου σχεδίου με συγκεκριμένα στάδια και μακρόπνοο ορίζοντα.
Ενα μεγάλο μέρος εκείνου του σχεδίου έχει πια αποκαλυφθεί. Το κράτος επιδιώκεται να γίνει πιο αποτελεσματικό στον κεντρικό σχεδιασμό και στον έλεγχο του ταξικού πυρήνα της εκπαιδευτικής πολιτικής, παραχωρώντας στην ΤΑ σταδιακά όλες τις διαχειριστικές λειτουργίες. Αρχικά παραχωρεί τις αρμοδιότητες της εξασφάλισης των υποδομών και των προϋποθέσεων λειτουργίας όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, ξεκινώντας από τις χαμηλότερες, από την προσχολική αγωγή και το δημοτικό, μέχρι να φτάσει στα πανεπιστήμια. Οι τοπικοί εκφραστές της ίδιας πολιτικής με τη σειρά τους, επικαλούμενοι την οικονομική δυσπραγία των δήμων - για την οποία δεν είναι καθόλου άμοιροι ευθυνών - επιβάλουν νέα χαράτσια, εισάγουν στα σχολεία με το αζημίωτο τους χορηγούς, προετοιμάζουν την επιχειρηματική λειτουργία τους, απαιτούν δίδακτρα. Η ισότιμη και ενιαία εξασφάλιση των όρων λειτουργίας κάθε σχολείου, είτε βρίσκεται στην Εκάλη, είτε στο Πέραμα έπαψε ήδη να ισχύει στα «ανταποδοτικά», ολοήμερα ή διευρυμένου ωραρίου, σχολεία, που προαλείφονται να αντικαταστήσουν ολοσχερώς τον κλασσικό τύπο του Δημόσιου Δημοτικού Σχολείου. Ταυτόχρονα αρχίζει και η κατάλυση του ενιαίου περιεχόμενου της εκπαίδευσης, ακόμη και της κοινής για όλους, βασικής εκπαίδευσης, με τη δειλή ακόμη εκχώρηση τμημάτων του σχολικού προγράμματος στις οικονομικές και μορφωτικές δυνατότητες της «τοπικής κοινωνίας». Ο αποκλεισμός των φτωχότερων μαθητών από το αγαθό της εκπαίδευσης είναι σίγουρο αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτό, τα «σχολεία β’ ευκαιρίας» και τα λογής προγράμματα ψευτοκατάρτισης θα πολλαπλασιαστούν, για να ξεγελούν την απελπισία όσων, ολοένα και περισσότερων, θα ‘χουν για πάντα χάσει την ευκαιρία μιας στοιχειώδους έστω εκπαίδευσης και τελικά της ίδιας της ζωής. Και αν αυτή είναι η μοίρα που η άρχουσα τάξη επιφυλάσσει για την ελάχιστη, την κατώτατη εκπαίδευση που μέχρι πρότινος και για δικό της συμφέρον ήταν διατεθειμένη να παρέχει ενιαία σε όλους, είναι ολοφάνερο πόσο ακόμη πιο δύσκολη θα γίνει, με την ολοκλήρωση της επιχείρησης - «αποκέντρωση», η προσπάθεια για την κατάκτηση υψηλότερου επιπέδου μόρφωσης. Οσο μάλιστα θα δυναμώνουν οι ζητωκραυγές για τις υποτιθέμενες εκπαιδευτικές «ευκαιρίες για όλους, ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές τους» και θα πληθαίνουν οι «ευέλικτες» μορφές, οι τρόποι και οι χώροι που θα συντελείται η διαδικασία της εκπαίδευσης, τόσο πιο σπάνια θα γίνεται η γνώση και η μόρφωση μέσα σε αυτή.
Οι τοπικοί όμως εκπρόσωποι της αστικής πολιτικής, παρότι διατείνονται πως αφουγκράζονται τα προβλήματα και τις ανησυχίες του λαού, όχι μόνο δεν αντιδρούν, αλλά γλυκαμένοι από τον πακτωλό των ευρωπαϊκών προγραμμάτων που χρηματοδοτούν την πνευματική μας εξαθλίωση, συναγωνίζονται ποιός θα υπηρετήσει αποτελεσματικότερα τις επιδιώξεις της κεντρικής εξουσίας.