ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ: ΧΩΡΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ


του Λάμπρου Τσελίκα

Η αναγκαιότητα διερεύνησης των αιτίων της καταστροφικής υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και της ως τώρα άμεσης σύνδεσής τους τόσο με τις παραγωγικές δραστηριότητες των ανθρώπων, όσο και με τις οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες που ισχύουν στις διάφορες περιοχές του πλανήτη μας, αποτέλεσε το κύριο έρεισμα και τροφοδότησε την προσπάθεια αυτού του άρθρου.

Είναι μια πρώτη συμβολή στη συζήτηση για την ακριβή οριοθέτηση των οικολογικών προβλημάτων, στη διευκρίνιση των αιτίων τους, με τη μεταξύ τους σύνδεση και στις πιθανές προτάσεις που θα προκύψουν, γύρω από τα οποία η παρούσα εργασία διατυπώνει ορισμένες σκέψεις.

Για να αποφευχθεί, όσο είναι δυνατόν, κάθε διάχυση προσπαθειών, η παρούσα εργασία παραθέτει, εισαγωγικά, ένα πρώτο σύνολο αρχικών εννοιών πάνω στις οποίες θα βασιστεί η ανάλυση των αιτιών του οικολογικού προβλήματος που εδώ και μερικές δεκαετίες ορθώνεται απειλητικά μπροστά μας, συνοδευόμενη - φυσικά - από την αντίστοιχη τεκμηρίωση.

ΑΡΧΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Οι αρχικές έννοιες που προσδιορίζουν το αντικείμενο διερεύνησης των οικολογικών φαινομένων, το χώρο των επιδράσεων των σχετικών παραγόντων, τη μεταξύ τους σύνδεση, καθώς και τις υπαρκτές ή μελλοντικές επιπτώσεις τους, σε σχέση με τις οικονομικο-κοινωνικές διεργασίες και εξελίξεις στις διάφορες περιοχές του πλανήτη μας, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

α) Παρ’ όλη την ιδιαιτερότητα της εξέλιξής τους οι ανθρώπινες κοινωνίες αποτελούσαν ολοκληρωτικά, αποτελούν και θα αποτελούν μέρος των διεργασιών της γήινης φύσης, σε σχέση -βέβαια- με αυτές του ηλιακού μας συστήματος, σε σύνδεση με την πραγματικότητα του σύμπαντος.

Παρ’ όλη την πολύ μεγάλη και άμεση σημασία της ανακάλυψης των νόμων της οικονομίας και της κοινωνικής εξέλιξης από το Μαρξ και τους άλλους κλασικούς μαρξιστές, υπέχει να ανακαλυφτούν και να μελετηθούν οι νόμοι των διεργασιών που συντελούνται στη γήινη φύση, μέσα στην οποία ζούμε, αρμονικά ή όχι, αλλά ολοκληρωτικά ενσωματωμένοι.

Η όλο και βαθύτερη γνώση των συνολικών αυτών νόμων[1] αποτελεί την «εκ των ων ουκ άνευ» συνθήκη για να κατευθύνουμε τις παραγωγικές και άλλες δραστηριότητές μας με σεβασμό προς τους φυσικούς περιορισμούς.

Η γνώση των συνολικών - πρωτίστων αυτών νόμων, των γενικών διεργασιών της γήινης φύσης, που διαπερνούν και συνδέουν τους άλλους φυσικούς νόμους των ειδικών επιστημών (φυσική, χημεία, βιολογία, φυσιολογία κλπ.) αποτελεί το αντικείμενο διερεύνησης των οικολογικών φαινομένων[2].

β) Ως μέρος του ηλιακού συστήματος η γη εξελίσσεται σύμφωνα με τους γνωστούς (αστρονομία), αλλά και άγνωστους, ως τώρα, νόμους που διέπουν το σύμπαν. Η διάρκεια αυτής της εξέλιξης αναλογεί σε τεράστια χρονικά διαστήματα που ξεπερνούν αφάνταστα τις παρούσες δυνατότητες της ανθρώπινης εμβέλειας.

Εκτός, όμως, από την αστρονομική του εξέλιξη, το ενιαίο γήινο σύστημα παρουσιάζει και μια γεωλογική εξέλιξη, οι νόμοι της οποίας είναι ακόμη, για πολλές πτυχές της και για διάφορα επίπεδα, άγνωστοι. Ετσι, οι δυνατότητες ανθρώπινης παρέμβασης σε αυτόν τον τομέα είναι προς το παρόν ελάχιστες ως μηδαμινές. Προς το παρόν, λοιπόν, οι γεωλογικές αλλαγές που υφίσταται η οικόσφαιρα[3] είναι αναπόφευκτες και επηρεάζουν βαθιά την εξέλιξη των διαφόρων οικοσυστημάτων[4], στους αντίστοιχους χώρους του πλανήτη μας. Πρέπει, όμως, να υπογραμμιστεί ότι στη διάρκεια της ιστορικής περιόδου της ανθρωπότητας, τα γεωλογικά αυτά φαινόμενα δεν εμπόδισαν τη γενική οικονομικο-κοινωνική εξέλιξή της.

γ) Μέρος του γήινου συνόλου, η ανθρώπινη κοινότητα εξελίσσεται μαζί του και αναπτύσσεται ιστορικά στη δική της, ιδιαίτερη κατεύθυνση, σύμφωνα με τους οικονομικο-κοινωνικούς νόμους ανάπτυξης.

Οι παραγωγικές και άλλες κοινωνικές ανθρώπινες δραστηριότητες επηρεάζουν, βέβαια με τη σειρά τους, την εξέλιξη των οικοσυστημάτων μέσα στα οποία ζουν και δραστηριοποιούνται οι άνθρωποι στις διάφορες περιοχές του πλανήτη μας. Επίσης, κατά συνέπεια, η πλαστικότητα και η δυναμική των οικοσυστημάτων (και γενικά της οικόσφαιρας) απαντούν λειτουργικά σε αυτές τις δραστηριότητες.

Οι ανθρώπινες δραστηριότητες εξελίχτηκαν ιστορικά, σύμφωνα με τους νόμους του εκάστοτε οικονομικο-κοινωνικού συστήματος που διαδέχτηκε το ένα το άλλο. Με την εδραίωση του καπιταλισμού (19ος αιώνας) και την εξέλιξη της τεχνολογίας οι δραστηριότητες αυτές εντατικοποιήθηκαν με γρήγορο ρυθμό επηρεάζοντας πολλές βασικές διεργασίες της γήινης φύσης. Από τα μέσα του περασμένου αιώνα, ήδη, οι οικολογικές επιπτώσεις, καταστροφικές για το σύνολο της οικόσφαιρας, των ανθρώπινων δραστηριοτήτων ξεπερνούσαν αυτές των γεωλογικών φαινομένων[5].

δ) Με την επιτάχυνση της καταστρεπτικής αυτής πορείας τίθεται, λοιπόν, το θέμα των οικονομικο-κοινωνικών επιπτώσεων, αλλά και των αιτίων της τεράστιας σημερινής υποβάθμισης του φυσικού μας περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, επίσης, τίθεται το θέμα της ίδιας της επιβίωσης της ανθρώπινης κοινωνίας στο πλαίσιο μιας ταχύτατα, βίαια και ίσως ανεπίστρεπτα υποβαθμισμένης οικόσφαιρας.

ε) Η ανάπτυξη είναι μια νομοτελειακή πορεία της ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι μια έννοια ολοκληρωμένη οικονομικά και κοινωνικά και έχει κοινωνικό στόχο. Με επίκεντρο τον άνθρωπο η ανάπτυξη είναι (όπως και αυτός ο ίδιος) ενιαία, πολυδιάστατη και άρρηκτα δεμένη με τις νομοτελειακές λειτουργίες της γήινης φύσης.

Τα οικολογικά προβλήματα προκύπτουν στο μέτρο που (για διάφορους λόγους, ιδιαίτερα κερδοσκοπικούς) αγνοούνται οι λειτουργικοί νόμοι της φύσης και οι περιορισμοί που επιβάλλουν.

Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ανάπτυξη είναι αυτοτροφοδοτούμενη[6] (αειφορική). Η έννοια αυτή προϋποθέτει την ολική ανακύκλωση των υλών που εισέρχονται στη διαδικασία της ανθρώπινης παραγωγής και αυτό είναι δυνατό γιατί το γήινο σύστημα είναι ένα σύστημα ενεργειακά ανοικτό.

Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη συνίσταται στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (με τη μαρξιστική έννοια του όρου) και λαμβάνει τη χροιά της εκάστοτε άρχουσας τάξης.

στ) Η λύση των κρίσιμων οικολογικών προβλημάτων έγκειται στην άμεση, βαθιά και συνεχή διερεύνηση των αιτίων της επικίνδυνης σημερινής κατάστασης. Σήμερα είναι γνωστό ότι οι παραγωγικές και άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες προκαλούν τον κύριο όγκο των καταστροφικών αυτών επιπτώσεων, επειδή δε λογαριάζουν τους οικολογικούς περιορισμούς που θέτουν οι νομοτελειακές διεργασίες της γήινης φύσης. Υπάρχει, βέβαια, και η νομοτελειακή πορεία ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Αλλά αυτή είναι πλέον αδύνατη (αδιανόητη και απραγματοποίητη) χωρίς σεβασμό των οικολογικών περιορισμών. «Η ανάπτυξη», έγραφε ο L. K. Candwell, «είναι μια οικολογική διαδικασία»[7].

Ετσι, η διερεύνηση των αιτίων της αναντιστοιχίας που υπάρχει μεταξύ των βασικών νόμων του υπάρχοντος οικονομικο-κοινωνικού συστήματος (δηλαδή του καπιταλισμού) και των νομοτελειακών διεργασιών της γήινης φύσης, αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα στηριχτεί κάθε ενέργεια ουσιαστικής αντιμετώπισης των κρίσιμων περιβαλλοντολογικών προβλημάτων που απειλούν το μέλλον της ανθρωπότητας.

ζ) Οπως για την ικανοποίηση των πραγματικών κοινωνικών αναγκών απαιτείται μια δυνατή, συνειδητή και οργανωμένη λαϊκή κινητοποίηση, έτσι και για την ουσιαστική αντιμετώπιση των ενεργειών και άλλων συστηματικών διαδικασιών υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος, πρέπει να οργανωθούν μεγάλοι λαϊκοί αγώνες με στόχο να επιβάλλουν την αντιστοιχία των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και των οικολογικών περιορισμών.

Η ως τώρα εμπειρία δείχνει τη διαλεκτική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στους λαϊκούς αγώνες που δίνονται στα δύο αυτά επίπεδα. Δείχνει επίσης, τη διαλεκτική ενότητα αιτίων-επιπτώσεων τόσο στον οικονομικο-κοινωνικό χώρο, όσο και σε αυτόν των διεργασιών της γήινης φύσης. Η αλληλεπίδραση των ενεργειών, που συντελούνται στους δύο αυτούς χώρους μέσα από τις διαδικασίες της εξέλιξής τους, αντανακλάται στη διαλεκτική ενότητα των αντίστοιχων λαϊκών αγώνων. Πράγματι, τα ιστορικά γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας καταγράφουν πολλαπλά παραδείγματα διαλεκτικής ενότητας των λαϊκών αγώνων, που δόθηκαν ενάντια στις αποφάσεις των διάφορων καπιταλιστικών διευθυντηρίων[8], οι οποίες αφορούσαν τόσο στην οικονομία και στην επιδείνωση των κοινωνικών σχέσεων, όσο και στη μόλυνση του περιβάλλοντος.

Παράλληλα, με την εισαγωγική παρουσίαση των παραπάνω βασικών εννοιών, απαραίτητων για την ανάλυση που ακολουθεί, είναι επίσης αναγκαίο να καταγραφούν τα κυριότερα κριτήρια, τα οποία θα καθορίσουν την επιλογή και τη διατύπωση των προτάσεων που θα προκύψουν στη συνέχεια αυτής της ανάλυσης.

ΒΑΣΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

Οπως οι κυριότερες καταστροφικές επιπτώσεις που υποβαθμίζουν τις λειτουργικές διεργασίες της οικόσφαιρας προέρχονται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, τα κριτήρια για τις επιλογές για την καλύτερη αντιμετώπισή τους σχετίζονται κυρίως με τον τρόπο παραγωγής που ισχύει στο σημερινό οικονομικο-κοινωνικό σύστημα και ιδιαίτερα με τους βασικούς νόμους λειτουργίας του.

α) Το πρώτο κριτήριο επιλογής δράσης για την αντιμετώπιση της επιταχυνόμενης ρύπανσης, που υποβαθμίζει επικίνδυνα τις ζωτικές λειτουργίες της οικόσφαιρας, είναι πολιτικής υφής και σχετίζεται με τη ρήξη, την ανατροπή και την εξαφάνιση του καπιταλιστικού συστήματος.

Δομημένος πάνω και γύρω από το βασικό του νόμο «της μεγιστοποίησης του κέρδους» ο καπιταλισμός αγνόησε τους οικολογικούς περιορισμούς. Διακηρύσσοντας ιδεολογήματα του τύπου: «μάχη του ανθρώπου ενάντια στη φύση», ανέπτυξε μεν ραγδαία τις παραγωγικές δυνάμεις, αλλά η χωρίς περίσκεψη και γεμάτη σπατάλες αυτή «ανάπτυξη» δημιούργησε τα σημερινά περιβαλλοντικά αδιέξοδα που εγκυμονούν τεράστιους κινδύνους για την εξέλιξη της ανθρωπότητας.

β) Το δεύτερο απαραίτητο κριτήριο είναι η συστηματική συλλογική προσπάθεια σεβασμού των οικολογικών περιορισμών. Αντίθετα από τη σημερινή διασπάθιση της ενέργειας, των πρώτων υλών και των παραγωγικών δυνάμεων[9], οι οικολογικές γνώσεις δίνουν τώρα τη δυνατότητα για μια όλο και καλύτερη προσαρμογή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στους οικολογικούς περιορισμούς.

γ) Η προτεραιότητα ικανοποίησης των πραγματικών συλλογικών αναγκών της τωρινής αλλά και των μελλοντικών γενεών είναι το τρίτο κύριο κριτήριο επιλογής δράσης για την αντιμετώπιση της σημερινής κατάστασης. Το κριτήριο αυτό συνδέεται, βέβαια, άμεσα με τα δύο πρώτα.

δ) Η λαϊκή κινητοποίηση αποτελεί, τέλος, το κατ’ εξοχήν μέσο επιβολής και επικράτησης των επιλογών που πρέπει να πραγματοποιηθούν, εφαρμόζοντας τα παραπάνω τρία κριτήρια.

Τοπικής, εθνικής (κυρίως), ως και γενικευμένης εμβέλειας αλλά, πάντα, συγκεκριμένη με καθαρά προσδιορισμένους στόχους, η λαϊκή κινητοποίηση -με ηγετική δύναμη την εργατική τάξη- μπορεί να ενεργοποιηθεί στηριζόμενη στις όλο και αυξανόμενες οικολογικές γνώσεις και τη διαπίστωση των πολιτικο-οικονομικών αιτίων της καταστροφικής ρύπανσης του φυσικού μας περιβάλλοντος.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Η σημερινή κατάσταση χαρακτηρίζεται από την επιταχυνόμενη συσσώρευση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και από την μακρόχρονη ήδη απουσία κάθε ουσιαστικής προσπάθειας αναχαίτισης της καταστροφικής αυτής πορείας.

Η εξαφάνιση τεράστιων δασικών εκτάσεων (Αμαζόνιος, Αφρική κλπ.), η ερήμωση των εδαφών, η όξινη βροχή, τα εκατομμύρια τόννων πετρελαίου που αδειάζονται από τα πλοία κάθε χρόνο στις θάλασσες, η αλόγιστη χρήση χημικών λιπασμάτων, ζιζανιοκτόνων, εντομοκτόνων, η απελευθέρωση αεριωδών αποβλήτων στην ατμόσφαιρα και η αναρχική ανάπτυξη οδικής μεταφοράς (τρύπα του Οζοντος), η ακατάσχετη αύξηση παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα (φαινόμενο θερμοκηπίου), η ρύπανση ρυακιών, ποταμών, λιμνών, υπογείων αποθεμάτων νερού κλπ. με υγρά τοξικά απόβλητα, η αύξηση επαγγελματικών νόσων, η παραγωγή, η μεταφορά και η αποθήκευση τοξικών και επικίνδυνων προϊόντων με τις τραγικές τεχνολογικές καταστροφές των Σεβέζο, Μποπάλ, Μεξικό, Τσέρνομπιλ, Θρι Μάιλς Αϊλαντ και άλλα ανάλογα γεγονότα, διαγράφουν αμυδρά μια μερική μόνο εικόνα της βαθιάς υποβάθμισης της οικόσφαιρας.

Και σαν να μη φτάνουν όλες αυτές οι απερίσκεπτες «κανονικές» ενέργειες, έχουμε και τη συνεχιζόμενη (μετά το έγκλημα της Χιροσίμα) συνειδητή χρήση πυρηνικών όπλων (Ιράκ, Γιουγκοσλαβία), τη χρησιμοποίηση ξεφυλλιστικών και άλλων χημικών ουσιών για την εξόντωση φυλών, ζώων και πληθυσμών στον πόλεμο του Βιετνάμ. Εχουμε την κατασκευή επικίνδυνων μεταλλαγμένων προϊόντων, ορμονούχων κρεάτων και άλλων επικίνδυνων τροφικών παρασκευασμάτων με όλες τις απαράδεκτες πιέσεις που ασκούνται για την επιβολή τους στο διεθνές εμπόριο. Εχουμε τέλος την καταστροφή «πλεονασμάτων» τροφίμων, τη στιγμή που χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν κάθε χρόνο στον κόσμο από την πείνα.

Είναι φανερό και γνωστό σε όλους (ειδικούς και μη) ότι η ζοφερή αυτή κατάσταση προέκυψε και συνεχίζει να επιδεινώνεται εξαιτίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες όμως δεν είναι γενικές και αόριστες. Είναι προσδιορισμένες από τους βασικούς νόμους του εκάστοτε οικονομικο-κοινωνικού συστήματος.

Οι ανθρώπινες δραστηριότητες είχαν λοιπόν και έχουν μια ιστορική εξέλιξη. Ο Ομηρος θρηνούσε, ήδη, την καταστροφή των ελληνικών δασών. Είναι επίσης, γνωστές η ερήμωση του περίγυρου της Μεσοποταμίας και των εδαφών της Βόρειας Αφρικής, καθώς και η αποψίλωση των δασών της Κεντρο-δυτικής Ευρώπης στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Με την πορεία τους στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, ακολουθώντας τις θεμελειακές νομοτέλειες του καπιταλιστικού συστήματος, φτάσαμε στη δημιουργία της σημερινής κατάστασης. Η σημερινή περιβαλλοντική κρίση είναι στην ουσία η κρίση του καπιταλισμού. Η αναγκαιότητα ανατροπής των σημερινών οικονομικών σχέσεων, όμως, δεν προκύπτει μόνο για να ελευθερωθούν η ανθρώπινη εργασία και η δυναμικότητα των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και για να γίνει πιο φρόνιμη και συνετή η ανθρώπινη παρέμβαση πάνω στη φύση.

Στο σημείο αυτό, η ερώτηση που τίθεται στον καθένα μας είναι: «Μπορούμε ν’ ανατρέψουμε την καταστρεπτική αυτή πορεία και να καλυτερεύσουμε τη σημερινή ζοφερή κατάσταση του φυσικού μας περιβάλλοντος»;

Η δική μας απάντηση είναι καταφατική για τους εξής λόγους:

α) Στο επιστημονικό επίπεδο, η συσσώρευση γνώσεων στο χώρο της Οικολογίας ως προς τα θεμελιακά δεδομένα και τις λειτουργικές διαδικασίες της γήινης φύσης (θεώρηση των οικοσυστημάτων), καθώς και τα επιτεύγματα των άλλων, σχετικών ειδικών επιστημών (φυσική, βιολογία, χημεία κλπ.) προσφέρουν τη δυνατότητα πραγματικής φρόνησης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αφορούν τόσο στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, όσο και στη συνετή χρήση των πόρων της φύσης. Να σημειωθεί επίσης, ότι η δυνατότητα αυτή αυξάνεται με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (με τη μαρξιστική έννοια του όρου).

β) Στο τεχνικό επίπεδο, οι ως τώρα γνωστές εφαρμογές της τεχνολογικής ανάπτυξης επιτρέπουν ήδη την καλή διαχείριση στη χρήση των εκμεταλλευμένων φυσικών πόρων, την πλήρη ανακύκλωση των βιομηχανικών και άλλων αποβλήτων (λειτουργία σε κλειστό κύκλωμα των εργοστασίων), την ανάκτηση χαμένης ενέργειας, την αποφυγή μολύνσεων κλπ.

γ) Στο οικονομικο-κοινωνικό επίπεδο, η απάντησή μας είναι πάντα καταφατική, αλλά η ανατροπή και η εξάλειψη του καπιταλιστικού συστήματος θ’ απαιτήσει χρόνο. Υπάρχουν, βέβαια, αρκετά ενθαρρυντικά στοιχεία που τώρα τελευταία αρχίζουν και πληθαίνουν. Οι λαϊκές κινητοποιήσεις πολλαπλασιάζονται και εντείνονται τόσο στο εθνικό πλαίσιο αρκετών χωρών, όσο και στο διεθνές. Ο αγώνας, όμως, θα είναι δύσκολος και σκληρός. Σε μια τέτια προοπτική φαίνεται χρήσιμο να εξεταστούν τα κύρια χαρακτηριστικά του.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ

Κατ’ αρχήν ο αγώνας για την ανατροπή και την εξάλειψη του καπιταλισμού είναι πολιτικός και ιδεολογικός. Τις περισσότερες φορές ξεκινά σε κοινωνικό επίπεδο, πετυχαίνει αποτελέσματα όταν μπορεί και κατόπιν αναβαθμίζεται στο πολιτικό επίπεδο.

Η κάθε πολιτική εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα. Στις ταξικές κοινωνίες τα πρώτιστα συμφέροντα είναι τα ταξικά συμφέροντα. Οι κοινωνικοί αγώνες αναφέρονται στις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης και διεξάγονται σε δύο σχετιζόμενα (αλληλοστηριζόμενα) μεν, αλλά διαφορετικά πεδία (πλαίσια).

α) Το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων (σχέσεις παραγωγής...).

β) Το πεδίο των σχέσεων της κοινωνίας με τη φύση.

Το πρώτο πλαίσιο των κοινωνικών αγώνων αποτέλεσε το γνωστικό χώρο διερεύνησης του μαρξισμού-λενινισμού, που ανέλυσε κάθε πτυχή του θέματος (πολιτική οικονομία), προσδιόρισε τα αίτια, τις νομοτέλειες και την εξέλιξη και άνοιξε διάπλατα τις προοπτικές για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα.

Οσον αφορά το δεύτερο πλαίσιο των κοινωνικών αγώνων που στοχεύουν στη καλυτέρευση των σχέσεων της κοινωνίας με τη φύση, η απάντηση θα δοθεί από την εδραίωση της οικολογίας ως επιστήμης των διεργασιών της φύσης, με την ανακάλυψη των νομοτελειών τους και τη συσσώρευση των επί μέρους σχετικών γνώσεων των άλλων ειδικών επιστημών.

Η παρουσίαση των στοιχείων που ακολουθούν θα προωθήσει, ελπίζουμε, την ανάλυση μερικών από τα αίτια της σημερινής ραγδαίας υποβάθμισης του φυσικού μας περιβάλλοντος και θα βοηθήσει, έτσι, στη διατύπωση των στόχων για τις μελλοντικές λαϊκές κινητοποιήσεις.

Ετσι, υπάρχει πλήθος δεδομένων, τόσο στο επίπεδο της επιχείρησης, όσο και σε αυτό γενικότερα της οικονομίας, που δείχνουν τη βασική αντίθεση μεταξύ των καπιταλιστικών νομοτελειών για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και των νόμων λειτουργίας της φύσης.

Παρατηρούμε, λοιπόν, συχνά ότι στη διάρκεια των διαδικασιών παραγωγής για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, ο μη σεβασμός των οικολογικών περιορισμών ωφελεί το κεφάλαιο, γιατί μεταφέρει το κόστος της απαραίτητης απορρύπανσης που συνεπάγεται έξω από το οικονομικό πλαίσιο της επιχείρησης, υποβαθμίζοντας το περιβάλλον.

Η πλήρης ανακύκλωση των λυμάτων ενός βυρσοδεψίου, ενός τυροκομείου, ενός ελαιοτριβείου κλπ. αυξάνει το κόστος των παραγόμενων προϊόντων για τον ιδιοκτήτη καπιταλιστή, αλλά για το σύνολο της κοινωνίας το κόστος αυτό είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με αυτό της μετέπειτα απαραίτητης απορρύπανσης του γύρω περιβάλλοντος. Το ίδιο ισχύει και για τις περισσότερες βιομηχανικές και άλλες επιχειρήσεις[10], την εντατική γεωργία, τις μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες κλπ. Ενα άλλο παράδειγμα είναι αυτό της έλλειψης μέτρων προστασίας του παραγωγικού προσωπικού και των πληθυσμών που ζουν γύρω από κάθε παραγωγική[11] επιχείρηση. Οι επαγγελματικές αρρώστιες, οι τραυματισμοί, οι μολύνσεις, οι θάνατοι κλπ. βαρύνουν οικονομικά (πέρα από τις ηθικές και ψυχολογικές καταστροφές) το σύνολο της κοινωνίας. Πρέπει δε να υπογραμμιστεί ότι το οικονομικό αυτό κόστος είναι πολύ υψηλότερο από το πρόσθετο κέρδος που αποκομίζει με την έλλειψη των προστατευτικών μέτρων ο καπιταλιστής.

Τέλος, ένα τρίτο δεδομένο, στο χώρο της επιχείρησης για την αντίθεση του καπιταλιστικού συστήματος με τους νόμους λειτουργίας της φύσης, είναι η σπατάλη ενέργειας και πρώτων υλών (διαφημίσεις, μείωση της αξίας χρήσης των προϊόντων-εμπορευμάτων κλπ.) για να κρατηθεί η πτώση του ποσοστού κέρδους.

Οσον αφορά το χώρο της οικονομίας, τα παραδείγματα της καταλυτικής επίδρασης του καπιταλισμού στην υποβάθμιση της οικόσφαιρας είναι πολλαπλά και έχουν μεγάλη και μακρόχρονη εμβέλεια.

Πρόκειται για στρατηγικές επιλογές των μονοπωλίων που γίνονται με μοναδικά κριτήρια τη μεγιστοποίηση του κέρδους και την όσο το δυνατό μακρόχρονη διατήρησή του και οι οποίες προωθούνται από τα διάφορα καπιταλιστικά κέντρα απόφασης. Ολες αυτές οι διαδικασίες γίνονται ερήμην των λαϊκών μαζών που πληρώνουν βαριά και με πολλούς τρόπους τα αποτελέσματα αυτών των επιλογών.

Ενα από τα γνωστότερα παραδείγματα είναι η επιλογή της οδικής μεταφοράς που επέβαλαν παγκόσμια τα πετρελαϊκά μονοπώλια, αντί της ανάπτυξης των ηλεκτρικών τρένων. Δαπανηρός, επικίνδυνος και άκρως ρυπογόνος, ο οδικός τρόπος μεταφοράς μεθοδεύτηκε εδώ και δεκαετίες με τέτια πολύπλευρη ένταση, ώστε εγκαταστάθηκε στην ιδιοσυγκρασία του κοινού όλων σχεδόν των χωρών. Η ακατάσχετη και ασύδοτη διαφήμιση φετιχοποίησε εντελώς το ιδιωτικό μέσο μεταφοράς, μέσα και έξω από την πόλη, με αποτέλεσμα τη γενίκευση του φαινομένου της κυκλοφοριακής συμφόρησης και τη συνεχή αύξηση των ατυχημάτων με πλήθος τραυματιών και νεκρών. Η ραγδαία αύξηση του αριθμού των αυτοκινήτων αποτελεί, εξάλλου, το μεγαλύτερο παράγοντα ρύπανσης της ατμόσφαιρας. Αυτό, όμως, δε λογαριάζεται στον ισολογισμό των πετρελαϊκών μονοπωλίων τα οποία, σύμφωνα με τις πρόσφατες δηλώσεις του επιστάτη τους Τζορτζ Μπους, Προέδρου των ΗΠΑ, ετοιμάζονται να επενδύσουν μεγάλα ποσά για την εκμετάλλευση καινούργιων πετρελαιοπηγών!!!

Είναι φανερό ότι μόνο η ανάπτυξη συλλογικών, μη ρυπογόνων μέσων μεταφοράς θα μας απαλλάξει από την αφόρητη «οικο-αποπληξία» που διαπιστώνουμε σήμερα σε αυτόν τον τομέα. Ομως, χωρίς την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, μια τέτια επιλογή είναι αδύνατη.

Ενα άλλο παράδειγμα αντι-αναπτυξιακής και συνάμα αντι-οικολογικής επιλογής είναι η συνηθισμένη πια συνεχής εξαγορά και απόκρυψη επιστημονικών και τεχνικών ανακαλύψεων που επιτρέπουν την πραγματοποίηση οικονομίας στους τομείς της ανθρώπινης εργασίας, των πρώτων υλών, της ενέργειας, ακόμα και στον τομέα της υγείας των ανθρώπων (καινούργια φάρμακα και θεραπείες). Και όλες αυτές οι μεθοδεύσεις για να πραγματοποιηθούν οι κερδοσκοπικοί στόχοι προηγούμενων επενδύσεων!!!

Οι ανομολόγητες, τέλος, κρυφές επιλογές κατακόρυφης αύξησης της κατανάλωσης ναρκωτικών, της παράλογης σπατάλης ενέργειας και φυσικών πόρων, είναι πολλές και διάφορες. Πέρα από τις, με χίλια προσχήματα, πολεμικές ρήξεις και τους ακράτητους εξοπλισμούς, η χωρίς πρόσχημα διασπάθιση ενέργειας διαπιστώνεται συνήθως στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες[12]. Το ίδιο συμβαίνει και με τη διάδοση των ναρκωτικών, τα οποία αποτελούν έναν από τους κερδοφόρους τομείς επένδυσης.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ ΛΑΪΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Είναι φανερό ότι ακόμα και σήμερα, δέκα χρόνια ύστερα από τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΣΣΔ, ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων συνεχίζει να είναι αρνητικός.

Το καπιταλιστικό κατεστημένο χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που διαθέτει για να συνεχίσει την κυριαρχία του. Και αυτά τα μέσα είναι πολλά και διάφορα, ανεπαίσθητα και βίαια (και τα πρώτα δεν είναι τα λιγότερο επικίνδυνα). Κατασταλτικές δυνάμεις (στρατοί, αστυνομίες), πληθώρα εξοπλισμών, οργάνωση διεθνών δομών σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, οικονομικό, νομικό) και ένας, σχεδόν απόλυτος, έλεγχος των μαζικών μέσων επικοινωνίας αποτελούν τα κύρια όπλα επιβολής της πολιτικής ιδεολογίας του καπιταλιστικού συστήματος που κυριαρχεί ως σήμερα. Κυριαρχεί μεν, σαπίζει δε, όπως απέδειξαν ήδη οι κλασικοί του μαρξισμού-λενινισμού στον οικονομικο-κοινωνικό χώρο. Οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις είναι, όντως, αξεπέραστες. Χρειάζεται όμως ν’ αναπτυχθεί δυνατά το λαϊκό αντικαπιταλιστικό κίνημα για να σπρώξει στο γκρεμό το αδίστακτο άδικο και καταστρεπτικό αυτό σύστημα.

Ο καταστροφικός του ρόλος στον τομέα των φυσικών λειτουργιών του γήινου περιβάλλοντος αυξάνει τη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών που αποτελούν τα πρώτα και κυριότερα θύματα της οικορύπανσης. Η οργάνωση ενός δυνατού, συνειδητού και συνεπούς λαϊκού κινήματος για την προστασία του περιβάλλοντος και των συνθηκών ζωής, ποικιλότροπα δεμένο με το εργατικό κίνημα (που αναπτύσσεται στον οικονομικο-κοινωνικό χώρο, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο) θα κτυπήσει τη νεκρώσιμη καμπάνα του καπιταλισμού.

Αυτό ακριβώς θέλουν ν’ αποφύγουν (όσο μπορούν) οι ιθύνοντες καπιταλιστικοί κύκλοι. Ξέρουν ότι αντικειμενικά υπάρχει μια διαλεκτική συνοχή ανάμεσα στις κατευθύνσεις των δύο αυτών κινημάτων. Γνωρίζουν βέβαια πολύ καλά τον κύριο εχθρό τους, το εργατικό κίνημα και το πολεμούν από τη γέννησή του, με νύχια και με δόντια. Δύο φορές, μάλιστα, με την καταστολή της Κομμούνας του Παρισιού (1871) και τη διάλυση της ΕΣΣΔ (1991) διακήρυξαν ότι το έθαψαν... Τώρα, ξανα-αισθάνονται την πίεσή του, καθώς φουντώνει και προσπαθούν με χίλιους τρόπους να τ’ αποκόψουν από τα άλλα λαϊκά κινήματα, των οποίων οι ειδικοί στόχοι βρίσκονται αντικειμενικά στην ίδια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

Αυτό έγινε με το διεθνές κίνημα Ειρήνης που σε μερικές χώρες το διέσπασαν και που για ένα μακρύ χρονικό διάστημα το έκαναν να παίρνει θέσεις «ίσων αποστάσεων» μεταξύ των «δύο υπερδυνάμεων». Μετά την άγρια επίθεση στο Ιράκ και το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, το διεθνές κίνημα ειρήνης ξαναπήρε τον αντικαπιταλιστικό του στόχο και αναπτύσσεται πια σταθερά.

Την ίδια μέθοδο χρησιμοποίησαν και με το παγκόσμιο οικολογικό κίνημα. Στο χώρο αυτόν, μάλιστα, έδειξαν ιδιαίτερη σπουδή. Δημιούργησαν πλήθος επιδοτούμενων οργανώσεων, που ασχολούνται με διάφορα επιμέρους θέματα, θολώνουν τα νερά και αποπροσανατολίζουν το κίνημα. Οι οργανώσεις αυτές παρουσιάζονται ως ανεξάρτητες «Μη κυβερνητικές Οργανώσεις» (N.G.O) παρ’ όλο που χρηματοδοτούνται από διάφορους εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΟΥΝΕΣΚΟ, ΟΟΣΑ, Ιδιωτικά Ιδρύματα, Εκκλησίες και, βέβαια, αρκετές από τη CIA).

Από τις γνωστές «οικολογικές» οργανώσεις είναι η Γκριν Πις (Green Peace), η οποία, ενώ διεξάγει ένα φανταχτερό αντιπυρηνικό αγώνα εδώ και δύο δεκαετίες, δεν έβγαλε τσιμουδιά για τους βομβαρδισμούς με απεμπλουτισμένο ουράνιο, ούτε στη διάρκεια της επιδρομής ενάντια στο Ιράκ ούτε στον πόλεμο διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας.

Οι περισσότερες από αυτές τις δήθεν ανεξάρτητες οργανώσεις δρουν κατευθυνόμενες για να κατακτήσουν μια θέση στο εθνικό και διεθνές οικολογικό κίνημα, με σκοπό να το καταστήσουν ακίνδυνο για το καπιταλιστικό σύστημα. Παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, όμως, οι διάφορες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία δεκαετία, ριζοσπαστικοποιούνται όλο και περισσότερο. Τα συνθήματα που διακηρύχτηκαν πρόσφατα στη μεγάλη κινητοποίηση διαμαρτυρίας στη Γένοβα δείχνουν την πρόοδο που επιτελέστηκε σε αυτήν την κατεύθυνση.

Είναι όμως σίγουρο ότι θα χρειαστούν ακόμη μεγάλες προσπάθειες γιατί το καπιταλιστικό σύστημα διαθέτει πολλά μέσα (εκτός από τα κατασταλτικά) και τα χρησιμοποιεί με εμπειρία, ιδιαίτερα στον ιδεολογικο-πολιτικό τομέα. Ο ρόλος των Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης (ΜΜΕ) είναι τεράστιος σε αυτό το επίπεδο της αντιπαράθεσης. Είναι γνωστός ο ρόλος του CNN στον πόλεμο του Κόλπου και σε αυτόν της Γιουγκοσλαβίας. Τα ΜΜΕ χειραγωγούν συνειδήσεις, δημιουργούν ανάγκες, αδρανοποιούν λαϊκές αντιδράσεις, κατευθύνουν ατομικές και συλλογικές επιλογές (ποδόσφαιρο, ναρκωτικά, τρόποι διασκέδασης, κατανάλωση).

Ραδιοφωνικοί σταθμοί, τηλεοράσεις και διάφορες εφημερίδες και περιοδικά δημιούργησαν και ανέδειξαν σε πολλές χώρες μια πλειάδα πολιτικών κομμάτων με οικολογικές ονομασίες. Μερικά από αυτά συμμετείχαν ή και συμμετέχουν ακόμη στις κυβερνήσεις των χωρών τους (Γερμανία και Γαλλία π.χ.). Πολλά ηγετικά στελέχη των κομμάτων αυτών ήταν προηγούμενα ακτιβιστές οικολογικών, αντικαθεστωτικών οργανώσεων. Σήμερα ο Οσκαρ Φίσερ και ο Ντανιέλ Κον Μπεντίντ χειροκροτούν τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ και την αποστολή στρατευμάτων στη διαμελισμένη Γιουγκοσλαβία.

Παρ’ όλα αυτά όμως, υπάρχουν δυνατότητες αντιμετώπισης της θλιβερής αυτής κατάστασης. Και οι δυνατότητες δημιουργούνται και πληθαίνουν με τους αγώνες. Καθημερινοί και ασταμάτητοι οι αγώνες για την προστασία του περιβάλλοντος ενάντια στον καπιταλισμό, πρέπει να ξεκινούν από το άμεσο σχόλιο των γεγονότων με το γείτονα, το φίλο ή το συμμαθητή και να προχωρούν με οργανωμένη δουλιά στη γειτονιά, στον τόπο δουλιάς, στο σχολειό. Το οικολογικό πρόβλημα είναι πρόβλημα πολιτικό και πρέπει να το λύσουμε σαν τέτιο, δρώντας συνειδητά και με συνέπεια.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Υπάρχουν η οικολογία και οι οικολόγοι. Υπάρχουν και οι οικολογιστές. Οι πρώτοι πάσχισαν και πασχίζουν να διερευνήσουν και να ορίσουν το γνωσιολογικό χώρο και τα αντικείμενα μελέτης της οικολογίας ως επιστήμης. Οι δεύτεροι αποτελούν ένα σύνολο λαλίστατων πολυπραγμόνων, των οποίων η δράση συνίσταται στο να εμποδίσουν τον προσανατολισμό της επιστημονικής έρευνας, τη διάδοση και την εφαρμογή των τεχνικών επιτεύξεων στους διάφορους τομείς παραγωγής και άλλων κοινωνικών δραστηριοτήτων, καθώς επίσης στο να διασπούν τις λαϊκές κινητοποιήσεις θολώνοντας τους πολιτικούς στόχους.

Τις τελευταίες δεκαετίες είχαμε άπειρα παραδείγματα ενεργειών τέτιου είδους, που δρομολογούσαν οι οικολογιστές (συχνά με την προτροπή του καπιταλιστικού κατεστημένου) σε διάφορες χώρες. Πολλοί άνθρωποι είχαν μακρόχρονη υπουργική θητεία με τυπικό αντικείμενο την αναβάθμιση του περιβάλλοντος. Τα κόμματά τους (και αυτοί οι ίδιοι) άφησαν όνομα με την αδράνειά τους και με τα σκάνδαλα που τους συνόδεψαν.

Τα οικολογικά αδιέξοδα του καπιταλισμού αντανακλώνται και στο διεθνές επίπεδο. Οι διάφορες συσκέψεις κορυφής που γίνονται περιοδικά με την πρωτοβουλία των διεθνών οργανισμών (ΟΗΕ, ΟΥΝΕΣΚΟ κλπ.) χαρακτηρίζονται από την υποκρισία και το στρουθοκαμηλισμό των περισσοτέρων αντιπροσώπων απέναντι στους περιβαλλοντικούς κινδύνους που ελλοχεύουν, καθώς και από την ασυδοσία των αντιπροσώπων των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων[13].

Και τελικά, υπάρχει ο λαός που κάθε φορά σφραγίζει με τους αγώνες του την πρόοδο της ανθρώπινης κοινωνίας. Χωρίς την αγωνιστική παρέμβαση του λαού δεν υπάρχει προοπτική αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών προβλημάτων και αναχαίτισης της σημερινής καταστροφικής κατάστασης. Γι’ αυτό ο λαός χρειάζεται να είναι ενημερωμένος και να γνωρίζει ακριβώς τα πραγματικά αίτια της σημερινής κατάστασης. Χρειάζεται επίσης να κατανοήσει βαθειά τις κοινωνικές σχέσεις (παραγωγής κλπ.), καθώς και τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και των διεργασιών της γήινης φύσης.

Χωρίς τον εξανθρωπισμό της κοινωνίας μας δεν εξανθρωπίζονται οι σχέσεις της με τις λειτουργίες της φύσης. Γι’ αυτό ο αγώνας για την ανατροπή και την εξάλειψη του καπιταλισμού αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση. Πρέπει, όμως, να διεξάγεται με στόχο το σοσιαλισμό και αργότερα τον κομμουνισμό (την αταξική κοινωνία), όχι άστοχα και αόριστα.

Στα πλαίσια του χώρου που μελετά η κάθε επιστήμη ανακαλύπτει νομοτέλειες που χρησιμεύουν στην κατανόηση και άλλων φαινομένων που άπτονται των κοινωνικών δραστηριοτήτων και επηρεάζουν την εξέλιξή τους. Αυτό επιβεβαιώνεται από πολυάριθμα παραδείγματα, τόσο στις φυσικές επιστήμες, όσο και στις κοινωνικές. Το ίδιο φυσικά, ισχύει και για την οικολογία. Παράλληλα, πρέπει να σημειωθεί ότι κέντρο και σκοπός κάθε επιστημονικής διερεύνησης είναι ο άνθρωπος και ότι «η επιστήμη χωρίς την ανθρώπινη συνείδηση είναι καταστροφή», όπως έλεγε ο Rabelais πριν από 450 χρόνια.

Η προχωρημένη μόλυνση και η τεράστια υποβάθμιση του περιβάλλοντος μας υπενθυμίζουν αδιάσειστα την αλήθεια αυτή, που διέδοσαν στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο οι ανθρωπιστές του 18ου αιώνα και στο 19ο ο Κ. Μαρξ, δείχνοντας ότι κάθε επιστήμη έχει την ηθική της διάσταση, φέροντας μαζί της σε κάθε περίπτωση, σε κάθε σταθμό της εξέλιξής της την ανθρώπινη σφραγίδα.

Το κυνηγητό του κέρδους έκανε τα μονοπώλια να εφαρμόζουν μερικά δεδομένα της βιολογίας στη διατροφή των οικιακών ζώων. Ετσι, τρέφοντας τα κατ’ εξοχήν χορτοφάγα μηρυκαστικά με προϊόντα ζωϊκής προέλευσης φτάσαμε στην «Σπογγώδη Εγκεφαλοπάθεια των Βοοειδών» και στην άμεση θανατηφόρα σχέση της με την υγεία του ανθρώπου. Επίσης, η εφαρμογή μερικών δεδομένων της γενετικής με στόχο (κάτω από διάφορα προσχήματα) την παραγωγή και την εμπορευματική διάδοση πολλών Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (Γ.Τ.Ο) οδηγεί στη γενικευμένη καταστροφή[14].

Η παρέμβαση της εκάστοτε άρχουσας ιδεολογίας στην εξέλιξη της επιστημονικής μελέτης, ιδιαίτερα στο πεδίο των εφαρμογών της, είναι ιστορικά γνωστή. Η εφευρετική διορατικότητα του E. Haeckel με τον ορισμό της οικολογίας ως «οικονομία της φύσης» (1868) άνοιξε το δρόμο για γόνιμες διερευνήσεις. Ενας τέτιος προσανατολισμός εμποδίστηκε με χίλιους τρόπους από την κυρίαρχη ιδεολογία του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, η οποία για τους γνωστούς ταξικούς λόγους παρότρυνε τις εξειδικευμένες διερευνήσεις. Ετσι, χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες για να ολοκληρωθεί η θεώρηση των οικοσυστημάτων και ν’ αποκτήσει η οικολογία τη διαλεκτική της (δηλαδή την επιστημονική της) μορφή.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι κλασικοί του μαρξισμού κατανόησαν από την αρχή, τη βαθιά διαλεκτική υφή της οικολογικής σκέψης. Εκαναν συχνές αναφορές στους οικολογικούς περιορισμούς και πολλές προτάσεις για κανόνες συμπεριφοράς απέναντι στη φύση. Ηταν, ήδη, φανερό ότι η οικολογική σύλληψη της φύσης «σαν ένα ενιαίο λειτουργικό σύστημα» ανταποκρίνεται ακριβώς στη διαλεκτική εννοιολογία του μαρξισμού.

Σήμερα, επίσης, με τη θεώρηση των οικοσυστημάτων και την ανάπτυξη των οικολογικών γνώσεων, φαίνεται καθαρά η αναγκαιότητα συλλογικής δράσης για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων που προκύπτουν στην πορεία της ανθρωπότητας. Ετσι λοιπόν και στο πρακτικό επίπεδο, οικολογική σκέψη και μαρξισμός προτρέπουν στη συλλογικότητα των προσπαθειών.

Επιπλέον, αντίθετα από τις ιδεαλιστικές παλινωδίες και τις μαλθουσιανικές κασσάνδρες με τις εκκλήσεις τους για το σταμάτημα της ανάπτυξης και την επιστροφή στο παρελθόν, οι επιστημονικές κατακτήσεις της οικολογίας (με τις ήδη γνωστές τεχνολογικές επιτεύξεις), σε συνοχή με τις μαρξιστικές ανακαλύψεις για την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, αποτελούν το βάθρο της διαρκούς υποστηρίξιμης ανάπτυξης της ανθρωπότητας.

Το γεγονός ότι η ενέργεια που συλλέγεται από τη φωτοσύνθεση είναι εξωτερική και η υποβαθμισμένη ενέργεια απορρίπτεται στο εξωτερικό, κάνει δυνατή τη λειτουργία του γήινου ενεργειακού συστήματος. Μια οικονομία της ανακύκλωσης είναι λοιπόν δυνατή στην οικόσφαιρά μας όσο η εξωτερική πηγή, ο ήλιος, ακτινοβολεί μέσα σε συμβατά για τη ζωή όρια.

Μια τέτια προοπτική οικονομίας της ανακύκλωσης θ’ αυξήσει και θα αυξάνει συνεχώς τις ανθρώπινες ανάγκες για ενέργεια. Δεν υπάρχει, όμως, ούτε θα μπορούσε να υπάρχει, έλλειψη ενέργειας, εφόσον ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να συλλάβει την ελεύθερη ενέργεια του γήινου συστήματος. Προέχουν όμως, το σταμάτημα κάθε σπατάλης, μια συνετή στάση απέναντι στις διεργασίες της φύσης και πριν απ’ όλα ο σεβασμός των οικολογικών περιορισμών. Οι κίνδυνοι συσσωρεύτηκαν από την απάνθρωπη μεταχείριση της φύσης.

Από τότε που ο άνθρωπος ανακάλυψε τη φωτιά (με πηγή τα δάση) ως την χρησιμοποίηση της πυρηνικής ενέργειας, με ενδιάμεσο την καύση του ορυκτού άνθρακα και του πετρελαίου, οι σπατάλες καθώς και οι απερίσκεπτες και εγκληματικές χρήσεις δεν έλειψαν. Η ύπαρξη και η διαδοχή των, ως τώρα, ταξικών οικονομικο-κοινωνικών σχηματισμών εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη μιας τέτιας συμπεριφοράς. Η ελλειπής γνώση των φυσικών νομοτελειών σε κάθε δοσμένη περίοδο, συμπληρώνει την όλη εξήγηση.

Τη στιγμή, όμως, που οι επιστημονικές ανακαλύψεις και οι τεχνολογικές κατακτήσεις επιτρέπουν το σταθερό και βέβαιο έλεγχο της παραγόμενης ενέργειας, χωρίς βλαβερές επιπτώσεις για το φυσικό περιβάλλον (συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου) ο δρόμος είναι ανοικτός για τη συνετή εκμετάλλευση των όποιων πηγών ενέργειας που μπορούν να ελεγχθούν σήμερα ή που θ’ ανακαλυφθούν στο μέλλον[15].

Με όλα αυτά τα -γνωστά στους επιστημονικούς κύκλους- δεδομένα δε μένει παρά ν’ αναπτυχθούν οι λαϊκές κινητοποιήσεις σε κάθε χώρα και διεθνώς, ώστε ν’ αλλάξει ο σημερινός δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων, ν’ ανατραπεί ο καπιταλισμός, του οποίου οι νομοτέλειες οδηγούν στην οικολογική αποπληξία και να βαδίσουμε προς το σοσιαλισμό με στόχο την αταξική κοινωνία, τον κομμουνισμό. Δηλαδή, να περάσουμε από το στάδιο της προϊστορίας σε αυτό της ιστορίας της ανθρώπινης κοινωνίας, σύμφωνα με το όραμα του Μαρξ.

Τελειώνοντας θέλουμε να υπογραμμίσουμε την ανάγκη ενός διαλόγου όπου θ’ ανταλλαγούν σκέψεις, ιδέες, επιχειρήματα, επιστημονικές πληροφορίες και θα διατυπωθούν τοποθετήσεις πάνω σε όλα τα θέματα που σχετίζονται με τη σημερινή οικολογική κρίση και τις επιπτώσεις της στη χώρα μας και στον κόσμο.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

HAECKEL ERNEST: «Histoire de la creation des etres organises d’ apres les lois naturelles» (Edition Francaise, 1884).

ACOT PASCAL: «Histoire de l’ Ecologie». Presses Universitaires de France, Paris 1988. Ελληνική Μετάφραση «Σύγχρονη Εποχή», 1991.

BARRAU JACQUES: «L’ Homnie dans le milieu naturel». Paris, Le Prat, Ep. 1975.

BIOLAT GUY: «Marxisme et Environnement». Paris, Editions Sociales 1973.

CHAPMAN P.E.: «Energy production, a world limit?». New Scientist 47, 1970.

COMMONER BARRY: «L’ Encerclement». Paris, Editions du Seuil, 1972.

ENGELS FREDERIC: «Dialectique de la Nature». Paris, Editions Sociales 1968.

ENGELS FREDERIC: «La situation de la classe laborieuse en Angleterre». Paris, Editions Sociales, 1960.

JACOB FRANCOIS: «La logique du Vivant». Paris, Egllimard Ed. 1970.

LABEYRIE VINCENT: «De la place de la Revolution Ecologique dans la Revolution Scientifique et Technique». La Pensee No 188 Paris 1976.

LABEYRIE VINCENT: «Analyse Sosio-economique de l’ environnement». Mouton Ed. 1968.

LABEYRIE VINCENT: « La crice de l’ envitonnement, l’ economie de la nature et l’ economie hummaine», Monde en Development, 12, 1976.

LABEYRIE VINCENT: «Combustibles fossiles, biomasse et energie». Cahiers d’ Option 7, 1979.

LABEYRIE VINCENT: «Οικολογικοί περιορισμοί, ισορροπίες και ανθρώπινη δραστηριότητα». Ελληνική μετάφραση, έκδοση Ε.Ε.Π.Π., Αθήνα 1992.

LINDEMAN R.L.: «The trophic - dynammic aspect of ecology», Ecology 23, 1942.

MARX KARL: « Le Capital».

MARX KARL: «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844».

MEADOWN (Club de Rome): «Halte a la croissance». Ed. Fayard, 1972.

ΜΟΛΥΒΙΑΤΗΣ ΝΙΚΟΣ: «Περιβάλλον και ελληνική περιφέρεια». «Σύγχρονη Εποχή», 1997.

SAINT MARC PHILIPPE: «Socialisation de la nature». Stock Ed. 1971.

Ο Λάμπρος Τσελίκας είναι μέλος του Αγροτικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ και πρώην Διευθυντής Μελετών στην S.E.D.E.S (Εταιρία Μελετών Οικονομικής-Κοινωνικής Ανάπτυξης), Παρίσι.

[1] Ο χαρακτηρισμός αυτός παραπέμπει στον πυρήνα των κυριότερων γενικών νόμων, οι οποίοι στην πορεία της ανακάλυψης και της εδραίωσής τους, θ’ αποτελέσουν το βάθρο πάνω στο οποίο θα στηριχτεί και θ’ αναπτυχθεί η γενικευμένη κύρια επιστήμη που, σε σχέση με τις άλλες ειδικές επιστήμες του χώρου αυτού, θα παίξει το ρόλο που έπαιζε η οικονομία στο χώρο των κοινωνικών επιστημών.

[2] Ο όρος «οικολογία» θα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ονομάζοντας την επιστήμη που μελετά τις λειτουργίες και τη δομή της φύσης και τείνει προοδευτικά στην οικονομία. Είναι φανερό ότι ο ορισμός που της έδωσε, από το 1864 κιόλας, ο E. Haeckel: «Η οικολογία είναι η οικονομία της φύσης», είναι πιο σφαιρικός, αναφερόμενος στην αλληλεπίδραση των κοινωνικών δραστηριοτήτων και των διεργασιών του φυσικού περιβάλλοντος. Το σημείο αυτό, που πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο εκτεταμένων και περιεκτικών επιστημονικών ερευνών, θέτει τον προβληματικό χαρακτήρα της σχέσης ανάμεσα στην οικονομία και την οικολογία. Και αυτό είναι φανερό, μια που οι γνώσεις μας πάνω στην οικονομία της φύσης είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η οικολογία δεν έχει ακόμα αποκτήσει τις απαραίτητες περγαμηνές μιας αυτόνομα προσδιορισμένης επιστήμης με καθαρά δικούς της νόμους σε σχέση με το αντικείμενό της.

[3] Ορισμός V. Labeyrie: Ενιαίο γήινο σύνολο που αποτελείται από την ατμόσφαιρα, τη λιθόσφαιρα, την υδρόσφαιρα και τη βιόσφαιρα.

[4] Χωρικό υποσύνολο της οικόσφαιρας μέσα στο οποίο κυκλοφορεί το ουσιαστικό μέρος της ύλης που δε διαφεύγει από την ατμόσφαιρα (π.χ. ένα δάσος, μια σαβάνα, μια λίμνη, ένας βάλτος).

[5] Χρήση ατομικών βομβών (Χιροσίμα, Ναγκασάκι), των πυρηνικών όπλων (Ιράκ, Γιουγκοσλαβία), πυρηνικές δοκιμές και ατυχήματα (;) Τσέρνομπιλ, τρύπα του Οζοντος, φαινόμενο Θερμοκηπίου (CO2) κλπ.

[6] Η λέξη «αυτοτροφοδοτούμενη» αφορά στη γενική κοινωνική σύλληψη της ανάπτυξης όπου αναδεικνύεται ως μια συνεχής διαδικασία που χαρακτηρίζει την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, η ανάπτυξη ταυτίζεται με την πρόοδο της ανθρωπότητας, που βασίζεται στην εργασία-παραγωγή. Η διαδικασία αυτή έχει, κάθε φορά, σαν αφετηρία την παραγωγή που καλύπτει τις ανάγκες και δημιουργεί ταυτόχρονα καινούργιες ανάγκες, που θα καλυφτούν από την καινούργια παραγωγική εργασία. Η εξέλιξη λοιπόν, της διαδικασίας αυτής είναι σπειροειδής και όχι εγκλωβισμένη σ’ ένα κλειστό κύκλο με αφετηρία την ανάγκη (του τύπου: «ανάγκη-παραγωγή-ανάγκη»), όπως την περιγράφουν οι διάφορες ιδεαλιστικές και μεταφυσικές θεωρίες (Μαλθουσιανισμός κλπ.). Τώρα, όσον αφορά τους επιμέρους χρονικούς και γεωγραφικούς τομείς κοινωνικής και ατομικής ανάπτυξης, αυτή μπορεί να σταματήσει (και ιστορικά σταματάει) εξ αιτίας των αντιθέσεων που υπάρχουν.

[7] L. K. Caldwell: An ecological approach to international development:Problems of policy and administration: In «The Careless technology», p. 926-947. The National History Press, Garden City, 1972.(Αναφορά του V. Labeyrie στο άρθρο του «Οικολογική Κρίση», Κοινωνική κρίση και Δημοκρατία». La Pensee No 198 - Avril 1978).

[8] Κοπεγχάγη, Πόρτο Αλέγκρε, Κιότο, Βερολίνο, Σιάτλ, Πράγα, Γκέτεμπεργκ, Γένοβα και... έπεται συνέχεια.

[9] Μεταξύ των οποίων την κύρια θέση κατέχει η ανθρώπινη εργασία.

[10] Ρίχνονται κάθε χρόνο στην ατμόσφαιρα: πάνω από 150 εκατομμύρια τόννους θειούχου διοξειδίου που ξαναπέφτει επάνω μας με τη μορφή όξινων διαβρωτικών βροχών, οι οποίοι συντελούν στη διάτρηση της ασπίδας του Οζοντος που υπάρχει στη στρατόσφαιρα και που μας προστατεύει από τη θανατηφόρο, υπεριώδη ακτινοβολία. Πάνω από 200 εκατομμύρια τόννους διοξειδίου του άνθρακα (προϊόν καύσης) που συσσωρεύεται στο εξής μέσα στην ατμόσφαιρα πιο γρήγορα απ’ όσο αφομοιώνεται από τα φυτά της στεριάς και της θάλασσας. Αυτό δημιουργεί στην υφήλιο μια κατάσταση θερμοκηπίου με όλες τις καταστροφικές συνέπειες (λιώσιμο των πάγων στους πόλους με την αύξηση της θερμοκρασίας, ανύψωση του επιπέδου της στάθμης των θαλασσών και μελλοντικός καταποντισμός τεραστίων πεδινών εκτάσεων και πολλών πόλεων). Πάνω από 50 εκατομμύρια τόννους πετρελαιοειδή, περισσότερες στάχτες απ’ ό,τι παράγουν όλα τα ηφαίστεια της γης, σκόνες και άλλες πολλές βλαβερές ουσίες.

[11] Οι επιχειρήσεις μεταφορών αποτελούν μέρος του βιομηχανικού τομέα.

[12] Οι ίδιες υπηρεσίες θα μπορούσαν να παρέχονται στον πληθυσμό των ΗΠΑ μόνο με το 20% της χρησιμοποιούμενης ενέργειας. Οι σπατάλες σε διάφορα επίπεδα αντιπροσωπεύουν το 80%!!! (Μελέτη V. Labeyrie: «Energie, development, ecologie». La Pensee No 216, 1980, σελ. 115-144).

[13] Ορα την άρνηση του αντιπροσώπου των ΗΠΑ να υπογράψει το πρωτόκολλο του Κιότο (που σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί λύση των προβλημάτων).

[14] Στην έκθεση που έγινε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά και με το μέλλον της βιομηχανίας και της βιοτεχνολογίας (2000/2100 (INI), εισηγητής John Purvis) αναφέρεται σαν στόχος «η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής και δυναμικής, με βάση τη γνώση οικονομίας, που θα εξασφαλίζει αειφόρο οικονομική ανάπτυξη» (χωρίς να διευκρινίζει για ποιον). Επίσης στην πρόταση ψηφίσματος με προσχήματα του τύπου «αύξηση του πληθυσμού», «καταπολέμηση των προβλημάτων υγείας» κλπ. εκτιμάται (παράγραφος ΙΓ) «ότι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας έχουν ουσιαστική σημασία για την ενθάρρυνση της έρευνας, της καινοτομίας, των επενδύσεων και της διοχέτευσης των προϊόντων στην αγορά». Ετσι, από μόνοι τους, οι ιθύνοντες καπιταλιστικοί κύκλοι ομολογούν ότι η επιστήμη δεν είναι ουδέτερη και ότι οι εφαρμογές της έχουν ταξική και πολιτική χροιά. Ταυτόχρονα, τα μονοπώλια θησαυρίζουν, γεμίζοντας την ΕΕ με γενετικά μεταλλαγμένα προϊόντα.

[15] Για το θέμα αυτό πρέπει να σημειωθεί η ακατάσχετη σπατάλη που συντελείται με την καύση ορυκτών καυσίμων (κάρβουνο, πετρέλαιο) των οποίων τ’ αποθέματα είναι αρκετά περιορισμένα (μερικές δεκαετίες για το πετρέλαιο, δύο ή τρεις αιώνες για το κάρβουνο) σε σχέση με την ανοδική τους κατανάλωση. Ιδιαίτερα, όταν είναι γνωστή η αναγκαιότητα της χρησιμοποίησής τους στους τομείς της χημείας του άνθρακα και στην παραγωγή πλαστικών υλών. Οσον αφορά την παραγωγή ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς από το 1990, 20% της παγκόσμιας κατανάλωσης ηλεκτρισμού προέρχονται από αυτούς (75% στη Γαλλία, 40% στην Ελβετία κλπ.). Η Ιαπωνία, αποτελειώνει ένα πρόγραμμα λειτουργίας πυρηνικών σταθμών, 12 φορές μεγαλύτερο από αυτό της Γαλλίας.