Το βράδυ της Πέμπτης 15 του Ιούλη 1965 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου πήγε στα Ανάκτορα και υπέβαλε την παραίτησή του στον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Η παραίτηση ήταν το αποτέλεσμα της ρήξης ανάμεσα στην κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» και στο Παλάτι, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά να υπογράψει το Βασιλικό Διάταγμα ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Αμυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Είχε προηγηθεί η γνωστή προβοκάτσια στον Εβρο με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπαδόπουλο, το μετέπειτα αρχηγό της δικτατορίας. Ο Γ. Παπανδρέου δεν τιμώρησε τον Γ. Παπαδόπουλο, αν και είχε αποδειχθεί ότι ο ίδιος προκάλεσε το σαμποτάζ στα 3 στρατιωτικά αυτοκίνητα και όχι οι στρατιώτες Π. Μπέκιος και Κ. Ματάτης, οι οποίοι είχαν «ομολογήσει», μετά από φριχτά βασανιστήρια, ότι υποκινούντο από το ΚΚΕ! Ο Παπανδρέου έδωσε εντολή να μπει η υπόθεση στο Αρχείο!...
Μετά την προβοκάτσια του Παπαδόπουλου ο Παπανδρέου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά. Ωστόσο, παρά την απόφαση του Γ. Παπανδρέου, ο Γαρουφαλιάς δεν παραιτήθηκε! «Καλούσε βουλευτές της Ενωσης Κέντρου και τους βολιδοσκοπούσε αν θα τον ενέκριναν για πρωθυπουργό. Είχε τότε σιγουρευτεί πως θα ήταν δυνατό να γίνει πρωθυπουργός και είχε πάρει τόσο θάρρος, ώστε τους καλούσε και στο ίδιο το γραφείο του στο υπουργείο»[7]. Ο Κωνσταντίνος επέμενε να παραμείνει υπουργός ο Πέτρος Γαρουφαλιάς ή να αναλάβει κάποιο άλλο στέλεχος του «Κέντρου», όχι όμως ο πρωθυπουργός. Το επιχείρημα που προβλήθηκε από το Παλάτι, ως αιτιολόγηση της άρνησης, ήταν, πως ο πρωθυπουργός κινδύνευε να εκτεθεί από ηθική άποψη, επειδή θα αναλάμβανε προϊστάμενος ενός υπουργείου, στη δικαιοδοσία του οποίου βρισκόταν η επόπτευση των ανακρίσεων για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Και όπως είναι γνωστό, στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» είχε εμπλακεί το όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου, γιου του πρωθυπουργού και αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού, και μάλιστα ως επικεφαλής αυτής της κίνησης στο Στρατό. Στην ουσία ο Κωνσταντίνος υπαινισσόταν ότι ο πατέρας Παπανδρέου θα κουκούλωνε την υπόθεση.
Ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν» ή «ένας εξηυτελισμένος πρωθυπουργός», όπως είπε.
Ετσι ο λαός είδε να παραιτείται ο πρωθυπουργός - μαζί και η κυβέρνησή του - επειδή ο Κωνσταντίνος δε δεχόταν να είναι ο πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Αμυνας! Και σε συνέχεια, αφού παραιτήθηκε, κάλεσε το λαό να στηρίξει το νέο «ανένδοτο» αγώνα!...
Την ίδια ώρα ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδημαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα, στον οποίο έδωσε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε το βράδυ της 16ης του Ιούλη και στις 5 Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Υπέρ της κυβέρνησης Νόβα ψήφισαν 131 βουλευτές (98 της ΕΡΕ, 24 «αποστάτες» του «Κέντρου», ο Γαρουφαλιάς που είχε διαγραφτεί από το «Κέντρο» και 8 του «Κόμματος των Προοδευτικών»). Κατά της κυβέρνησης ψήφισαν 167 (145 του «Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ).
Είχαν προηγηθεί μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις. Σε εκείνη της 21ης του Ιούλη δολοφονήθηκε από την Αστυνομία ο φοιτητής της ΑΣΟΕΕ Σωτήρης Πέτρουλας, ενώ υπήρχαν και πολλοί τραυματίες.
Το μεσημέρι της 18ης Αυγούστου 1965 ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, επίσης στέλεχος του «Κέντρου». Δύο 24ωρα μετά η κυβέρνηση Τσιριμώκου ορκίστηκε και στις 28 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή. Υπέρ της κυβέρνησης Τσιριμώκου ψήφισαν 135 βουλευτές (98 της ΕΡΕ, ο Γαρουφαλιάς και 36 «αποστάτες» του «Κέντρου»). Κατά ψήφισαν 159 (134 του «Κέντρου», οι 22 της ΕΔΑ και 3 του «Κόμματος Προοδευτικών»).
Στις 17 του Σεπτέμβρη πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο Στέφανος Στεφανόπουλος της «Ενωσης Κέντρου». Και στις 25 του μήνα υπερψηφίστηκε από τη Βουλή με ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του «Κόμματος των Προοδευτικών», ο Γαρουφαλιάς και 41 «αποστάτες»). Κατά, ψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της «Ενωσης Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου «έζησε» μέχρι τις 20 του Δεκέμβρη 1966. Την αντικατέστησε στις 22 του μήνα, η κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (προέδρου της Εθνικής Τράπεζας), που ήρθε στην κυβερνητική εξουσία μετά από συμφωνία (υπογράφτηκε μνημόνιο) Γεωργίου Παπανδρέου - Παναγιώτη Κανελλόπουλου - Ανακτόρων, με την υποστήριξη και των εκδοτών Χρήστου Λαμπράκη[8] και Ελένης Βλάχου[9]. Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου πήρε ψήφο από τη Βουλή στις 14 του Γενάρη 1967. Την ψήφισε και η «ομάδα του Ανδρέα Παπανδρέου», παρότι διαφωνούσε με τις συγκεκριμένες επαφές και αποφάσεις του πατέρα του.
Στις 30 του Μάρτη η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ανατράπηκε από την ΕΡΕ και στις 3 του Απρίλη 1967 ο Π. Κανελλόπουλος σχημάτισε αμιγή κυβέρνηση της ΕΡΕ, που θα οδηγούσε σε κοινοβουλευτικές εκλογές. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 28 του Μάη 1967. Δεν έγιναν, γιατί στις 21 του Απρίλη πραγματοποιήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία (1967 - 1974).
ΑΙΤΙΕΣ
Εχουν υποστηριχτεί διάφορες απόψεις για τις αιτίες που οδήγησαν στα «Ιουλιανά», ενώ ορισμένοι μελετητές δικαίως υπογραμμίζουν πως το θέμα δεν έχει ερευνηθεί ακόμη ολοκληρωμένα και ότι είναι πιθανό νέα άγνωστα στοιχεία να προσθέσουν στο μέλλον και άλλες πλευρές. Ωστόσο, με τα δεδομένα που υπάρχουν μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια σειρά βασικά συμπεράσματα.
Το διεθνές πολιτικό κλίμα σφραγιζόταν από τη συνολική αντιπαράθεση σοσιαλισμού - καπιταλισμού, με αιχμές το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, καθώς και το Βιετνάμ. Τα ενδιαφέροντα και των δύο πλευρών στην περιοχή μας εστιάζονταν ιδιαίτερα στην Κύπρο και στις σχέσεις Αραβικών κρατών - Ισραήλ, που είχαν ενταθεί εξαιρετικά και δύο χρόνια αργότερα οδήγησαν στον πόλεμο των 6 ημερών μεταξύ Αιγύπτου - Ισραήλ.
Στο εσωτερικό συνεχίζονταν έντονα οι πιο ακραίες αντικομμουνιστικές φωνές, που κυρίως εκπορεύονταν από το Παλάτι, την ΕΡΕ και το φιλικό της Τύπο, από την Πρεσβεία των ΗΠΑ και τις υπηρεσίες τους, βεβαίως και από το χώρο του Στρατού.
Η υπερβολή και οι φανερές προβοκάτσιες οργίαζαν. Ο Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτηριζόταν ως «ο νέος Κερένσκι»! Στους «Λαμπράκηδες» και γενικά στην ΕΔΑ αποδίδονταν σχέδια ένοπλης κατάληψης της εξουσίας! Ο «από Βορράν κίνδυνος» βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Ομάδες «αντιφρονούντων πολιτών» έκαναν τακτική την παρουσία τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι ΗΠΑ εκείνο το διάστημα είχαν ειδικούς λόγους αυτό το κλίμα να διατηρείται και να φουντώνει. Από τα κύρια προβλήματα (αν όχι το κύριο) που τις απασχολούσε να λυθούν ήταν το Κυπριακό.
Η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» είχε έρθει σε αντίθεση με τις ΗΠΑ για το Κυπριακό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ελληνική κυβέρνηση ερχόταν σε προστριβή με τις ΗΠΑ για το ανοιχτό αυτό θέμα. Από ένα σημείο και έπειτα οι ΗΠΑ είχαν αλλάξει τα σχέδιά τους για την Κύπρο. Δεν υιοθετούσαν πια το αίτημα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων για «ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα». Ηθελαν λύση ΝΑΤΟϊκή.
Κατά τη συνάντηση με τον πρόεδρο Λύντον Τζόνσον στην Ουάσιγκτον, που απειλούσε και με ελληνοτουρκικό πόλεμο, ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να δεχθεί συνομιλίες με την Τουρκία στη βάση του Αμερικανικού «σχεδίου Ατσεσον», που πρόβλεπε μορφή διχοτόμησης της Κύπρου. Το «σχέδιο Ατσεσον» ο Γ. Παπανδρέου αρχικά το είχε αποδεχθεί, όπως είχε αποδεχθεί και τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, αλλά προσέκρουσε στη σθεναρή άρνηση του Μακάριου. Η στάση, που τότε κρατούσε ο Μακάριος, σε συνδυασμό με τη στενή συνεργασία του με τη Σοβιετική κυβέρνηση, που τον υποστήριζε, αποτελούσε έκφραση των επιδιώξεων της αστικής τάξης της Κύπρου να ασκήσει αυτόνομη πολιτική στην περιοχή μέσω της ισχυροποίησης και ανεξαρτητοποίησης του Κυπριακού έθνους. Αυτό ακριβώς οδηγούσε και στην απόρριψη και της ΝΑΤΟϊκής λύσης της Κυπριακής «ανεξαρτησίας» και στη λύση της διπλής ένωσης.
Καταλαβαίνοντας, λοιπόν, ο Γ. Παπανδρέου, ότι η αποδοχή του «σχεδίου» θα σήμαινε πολιτική αυτοκτονία, άλλαξε θέση. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση Παπανδρέου έστειλε στην Κύπρο μια μεραρχία στρατού, γεγονός που όξυνε περισσότερο τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ - Τουρκία.
Από την άλλη, δεν ήταν αρεστές και ορισμένες θέσεις που εξέφραζε ο Α. Παπανδρέου, οι οποίες θεωρήθηκαν πολύ προχωρημένες για τα τότε δεδομένα, κυρίως τα διεθνή («η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» κ.ά.). (Δεν είχε φτάσει η στιγμή που η αστική τάξη θα επέβαλε την αναβάθμισή της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, «απολακτίζοντας» την από τον εμφύλιο αναγκαστική «κηδεμονία» των ΗΠΑ στην από κοινού χάραξη της αστικής πολιτικής. Αυτός ακριβώς ο στόχος, μέσα από διαπάλη, ήταν το περιεχόμενο του «αντιαμερικανισμού» του Α. Παπανδρέου, που αργότερα υλοποιήθηκε πρωταρχικά από τον Κ. Καραμανλή και στη συνέχεια από το ΠΑΣΟΚ. Και ναι μεν η θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέμενε κατά πολύ υποδεέστερη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, με όσες συνέπειες είχε και έχει αυτό, ωστόσο η εγχώρια αστική τάξη σαφώς αυτονομήθηκε και στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ).
Κατά συνέπεια οι εξελίξεις υποχρέωναν και την κυβέρνηση των ΗΠΑ να εγκαταλείψει την τακτική υποστήριξης του «Κέντρου», επιστρέφοντας στην τακτική της υπονόμευσής του και της υποστήριξης της «Δεξιάς». Αλλά τώρα έβγαινε στην επιφάνεια και μια ακόμη εφεδρεία, για την περίπτωση που τα πράγματα δε θα έπαιρναν τον καλύτερο δρόμο για τα αστικά συμφέροντα: Ο Στρατός.
Ο Γ. Παπανδρέου ήρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αν και κάτι τέτοιο δεν ήταν στις συνήθειές του. Και εξάλλου, ο ίδιος είχε διορίσει υπουργό Αμυνας το Γαρουφαλιά, γνωρίζοντας πολύ καλά πως αυτή ήταν η επιθυμία των Ανακτόρων.
Βεβαίως, ας μη θεωρηθεί ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε αποφασίσει να τα «σπάσει» με το Παλάτι. Και μόνο το γεγονός ότι υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του και δεν έδειξε αποφασιστικότητα απέναντι στη βασιλική πρόκληση, έδειχνε τις προθέσεις και το βαθμό της αντίθεσής του. Επίσης, και τα γεγονότα που ακολούθησαν καταρρίπτουν την εκδοχή της σύγκρουσης μέχρι το τέλος. Γιατί λίγο καιρό αργότερα ο Γ. Παπανδρέου τα βρήκε και με τον Κωνσταντίνο και με τον Κανελλόπουλο, όπως προαναφέρθηκε.
Από την άλλη, προχωρώντας στη ρήξη, ασφαλώς και γνώριζε ότι τα Ανάκτορα θα έδιναν τη μάχη από θέση ισχύος. Τα Ανάκτορα αντλούσαν ένα μεγάλο μέρος της δύναμής τους από το γεγονός ότι κανένα κόμμα στην περίοδο των συγκρούσεων δεν έθετε πολιτειακό ζήτημα, ενώ ήταν γνωστό ότι η «Ενωση Κέντρου» κάθε άλλο παρά είχε ομοιογένεια. Ενας αριθμός στελεχών της έβλεπε θετικά το βασιλικό θεσμό και αρκετούς χαρακτήριζαν οι δεσμοί μαζί του, ενώ δεν έλειπαν και οι καιροσκόποι.
Γνώριζε ακόμη ο Γ. Παπανδρέου, πως και ο Καραμανλής ακόμη δεν είχε κατορθώσει να υπερισχύσει. Η σύγκρουση του Καραμανλή με τα Ανάκτορα για τις βασιλικές σπατάλες ήταν η πρόφαση. Το ουσιώδες ήταν εκείνο που εκφράστηκε με τη φράση, «ποιος επιτέλους κυβερνά αυτό τον τόπο»; (αν ειπώθηκε κατά λέξη ή όχι, δεν έχει σημασία, ισχύει το πνεύμα της φράσης). Πρόφαση ήταν επίσης, και η άρνηση του Καραμανλή να ταξιδέψει η Φρειδερίκη στο Λονδίνο, για να παρευρεθεί στο γάμο της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας του Κεντ. Πρόβαλλε ως λόγο το να αποφύγει εκδηλώσεις εναντίον της, όπως το προηγούμενο περιστατικό με την Μπέττυ Αμπατιέλου. (Πρόκειται για διαδήλωση στο Λονδίνο, όπου οι διαδηλωτές περίμεναν τη Φρειδερίκη και την αιφνιδίασαν έξω από το ξενοδοχείο Κλάριτζ, για να της δώσουν υπόμνημα για την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα).
Οπως και να είναι, οι εξελίξεις έκαναν καθαρό πως η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» δεν μπορούσε πια να πορευθεί έχοντας επικεφαλής του τόσο νευραλγικού υπουργείου έναν άνθρωπο που υπονόμευε την κυβερνητική πολιτική.
Το καίριο ζήτημα επομένως ήταν και πάλι ο Στρατός. Ποιος θα τον ελέγχει. Στις επιστολές που απέστειλαν (3 ο Κωνσταντίνος προς Γ. Παπανδρέου και 2 ο δεύτερος προς τον πρώτο) το θέμα «Στρατός» τίθεται καθαρά. Εγραψε ο Γ. Παπανδρέου στην πρώτη απαντητική επιστολή του προς τον Γκλύξμπουργκ: «9. Καθώς εκ των ανωτέρω συνάγεται, υφίσταται πράγματι θέμα λειτουργίας του δημοκρατικού μας Πολιτεύματος. Εις την λαοπρόβλητον κυβέρνησιν ανήκει η πλήρης εξουσία εις όλους τους τομείς του Κράτους. Δεν αποτελεί το Υπουργείον Εθνικής Αμύνης στεγανόν διαμέρισμα, εξαιρούμενον της εξουσίας της Κυβερνήσεως»[10].
Οι εξελίξεις έθεταν ζήτημα αποφασιστικής αντιπαράθεσης με τα Ανάκτορα. Από την άλλη, ο Γ. Παπανδρέου και συνολικά η ηγεσία της «Ενωσης Κέντρου» ούτε που διανοούνταν τέτοιο πράγμα. Ηρθαν σε σύγκρουση με το Παλάτι, αλλά πάντα μέσα στα όρια του πολιτεύματος. Οντας μέσα σε αυτή την αντίφαση, έκαναν ένα βήμα μπροστά και ένα πίσω.
Στα «Ιουλιανά» ο Γ. Παπανδρέου εξέφραζε επιγραμματικά τον πυρήνα της σύγκρουσης: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπον; Ο βασιλεύς ή ο λαός; Στο πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας ο βασιλεύς βασιλεύει και ο λαός κυβερνά μέσω των νομίμως εκλεγομένων εκπροσώπων του». Και στη συνέχεια επικαλούνταν το Σύνταγμα, που όριζε «το ανεύθυνον του Ανωτάτου Αρχοντος».
Οι «αποστάτες» από την πλευρά τους ισχυρίστηκαν, ότι συγκρούστηκαν με τον Γ. Παπανδρέου και στήριξαν κεντροδεξιές κυβερνήσεις, επειδή ήθελαν να αποτρέψουν ανώμαλες εξελίξεις. Οπως έλεγαν, εκεί οδηγούσε η σύγκρουση των Παπανδρέου με το Παλάτι.
Δεν υπάρχει δεύτερη γνώμη, ότι για την «αποστασία» χρησιμοποιήθηκαν και άφθονο χρήμα και προσφορά αξιωμάτων. Οπως και δεν χωρεί αμφιβολία, ότι η πράξη τους ερμηνεύθηκε ως πολιτική παρασπονδία απέναντι στο κόμμα τους και στους ψηφοφόρους του.
Οι «αποστάτες» ενεργήσανε με συνέπεια, όσο αφορά στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων που εξέφραζαν και που εκείνη τη στιγμή πίστευαν ότι έπρεπε να τα υπερασπίσουν με το συγκεκριμένο τρόπο. Γι’ αυτό ακριβώς ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον φορτίστηκε συναισθηματικά από το «Κέντρο» και το ΠΑΣΟΚ και παράλληλα συσκοτίστηκε έντεχνα η ουσία της πράξης των «αποστατών», για να κρυφτεί ο εξίσου βαθιά ταξικός χαρακτήρας της «Ενωσης Κέντρου» και η πολιτική της, όπως και του ΠΑΣΟΚ αργότερα.
Τόσο το «Κέντρο» όσο και το ΠΑΣΟΚ αποσιώπησαν ότι το φαινόμενο της λεγόμενης «αποστασίας» κάθε άλλο παρά πρωτοφανές ήταν. Και μάλιστα, ότι από τους πρώτους διδάξαντες μετά τον πόλεμο ήταν ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος στις εκλογές του 1952 συνεργάστηκε με τον «Ελληνικό Συναγερμό» του Παπάγου, παίρνοντας μαζί του και άλλους φίλους του βουλευτές.
Η μεταπήδησή τους δεν ήταν η μόνη. Τότε ακριβώς 35 πρώην υπουργοί και βουλευτές του «φιλελεύθερου» χώρου τάχθηκαν με τον Παπάγο. Βασικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το Συγκρότημα Λαμπράκη, που ταυτόχρονα επιτίθονταν στο «Κέντρο», επειδή δεχόταν στους συνδυασμούς του παράγοντες της «Δεξιάς»… Ενώ το 1958 οι Γ. Ράλλης και Παν. Παπαληγούρας, μαζί με άλλους 13 βουλευτές της ΕΡΕ «έριξαν» την κυβέρνηση Καραμανλή, που προχώρησε σε πρόωρες εκλογές.
Ωστόσο, τα τότε γεγονότα φρόντισαν όλοι οι παράγοντες του ΠΑΣΟΚ και του «Κέντρου» να ξεχαστούν…
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ 70 ΗΜΕΡΩΝ - Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΔΑ
Οι μαζικές λαϊκές αντιδράσεις στο βασιλικό πραξικόπημα με την πάροδο των ημερών έφθιναν και σε κάποια στιγμή σταμάτησαν, όταν η κυβέρνηση σταθεροποιήθηκε.
Το κίνημα των 70 ημερών (16/7 – 25/9) ήταν μια λαϊκή έξαρση, που, αν και χρωματίστηκε από την ηρωική και επίμονη δράση πλατιών μαζών, δεν έβγαινε από τα Συνταγματικώς οριζόμενα.
Το ζήτημα πρέπει να εξετασθεί αντικειμενικά, παραμερίζοντας από το οπτικό πεδίο της έρευνας τη συναισθηματική αχλύ που δημιούργησε το χυμένο αίμα και η αυταπάρνηση, και που περιβάλλει εξ αντικειμένου γεγονότα τα οποία σημάδεψαν μια ιστορική στιγμή.
Το πολιτικό στίγμα της σύγκρουσης δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από τα συνθήματα που κυριάρχησαν στις συνεχείς μεγάλες και μικρές διαδηλώσεις της εποχής, καθώς και έξω από τις επιδιώξεις των πολιτικών κομμάτων που οργάνωσαν τις κινητοποιήσεις και συμμετείχαν σε αυτές (ΕΔΑ, «Ενωση Κέντρου»).
Τη σφραγίδα σε εκείνα τα γεγονότα την έβαλαν τα κυρίαρχα συνθήματα: «114», «Κάτω οι αυλόδουλοι», «Δημοκρατία», «Παπανδρέου», «Προδότες», «Μητσοτάκη κάθαρμα», «αποσταCIA», «κάτω η Χούντα» κ.ά. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η σάτιρα, που έβγαλε πολύ γέλιο, στη σκιτσογραφία και στις επιθεωρήσεις.
Σε αυτή τη βάση ο Γ. Παπανδρέου χρησιμοποίησε το λαϊκό κίνημα: «Ο Ανσουτζ ρώτησε τον Παπανδρέου αν θα συνέχιζε να ασκεί πίεση εναντίον της κυβέρνησης Στεφανόπουλου και να επιδιώκει την ανατροπή της. Ο Γ. Παπανδρέου τον διέκοψε, λέγοντας πως δεν ασκεί πίεση, απλώς καλεί τον κόσμο να διαδηλώσει»[11]!... Υπήρχαν, βεβαίως, και συνθήματα, όπως «έξω οι Αμερικανοί», «Κάτω η μοναρχία», «παρ’ τη μάνα σου και μπρος», σαφώς πιο προωθημένα από τα προηγούμενα, που φωνάζονταν κυρίως από δυνάμεις της «νεολαίας Λαμπράκη».
Η ηγεσία της ΕΔΑ δεν έβλεπε άλλη διέξοδο για το λαό από την αναφανδόν υποστήριξη της «Ενωσης Κέντρου». Συμπαρατάχθηκε μαζί της σε όλα τα επίπεδα. Οπως γράφτηκε: «Οσο για την ΕΔΑ, κατά τη διάρκεια της κρίσης αυτής δεν έπαψε ποτέ να ρίχνει τις είκοσι δύο βουλευτικές ψήφους της από την ίδια μεριά της πλάστιγγας με τους βουλευτές που έμεναν πιστοί στον Γ. Παπανδρέου»[12].Την 16η του Φλεβάρη 1964 η ηγεσία της ΕΔΑ τη θεωρούσε μια μεγάλη χρονολογία στη ζωή του τόπου, που «μπορούσε να ανοίξει το δρόμο προς την αλλαγή, προς την πρόοδο και το μεγαλείο της πατρίδος και του λαού»[13]. Ο ίδιος έγραψε στο περιοδικό «Ελληνική Αριστερά», Αύγουστος 1965: «Αντίθετα από τους εχθρούς και τους υβριστές της λαϊκής κυριαρχίας, οι σύγχρονες αντιλήψεις για τη δημοκρατία θεωρούν ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα, χωρίς αυτόματα να διασφαλίζη τις δημοκρατικές λύσεις προς το συμφέρον των πλατειών εργαζομένων μαζών, παρέχει το πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι δυνατή η ανάπτυξη της πάλης για την πραγματική επικράτηση του Λαού και τη δυνατότητα για το ειρηνικό πέρασμα σε κοινωνικά δικαιότερες, σύμφωνες με το συμφέρον του Λαού, μορφές και θεσμούς κρατικής οργανώσεως και λειτουργίας. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση προς τούτο είναι η αναγόρευση του Λαού σε άμεσο ενεργό παράγοντα του πολιτεύματος».
Στρατηγική γραμμή της ΕΔΑ ήταν η πολιτική της συνεργασίας των δημοκρατικών δυνάμεων, για το προχώρημα της οποίας απωθούνταν σε δεύτερη μοίρα ακόμη και η κριτική προς το «Κέντρο» για τη μη τήρηση των προεκλογικών του δεσμεύσεων. Επιπλέον, για να μη… δυσκολεύει τα πράγματα, η ηγεσία της ΕΔΑ έθετε τελείως απαλά το θέμα της νομιμοποίησης του ΚΚΕ, δεν το πάλευε, ενώ θεωρούσε «μαξιμαλιστική» και «αριστερίστικη» την πάλη για την ντε φάκτο επιβολή της νομιμοποίησης του ΚΚΕ.
Ετσι, η μόνη «προοπτική» που απέμενε στο λαό, ήταν εκείνη που επαφιόταν στους χειρισμούς της ηγεσίας του «Κέντρου».
Στο ίδιο θέμα τοποθετήθηκε αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Εγραψε: «Η ΕΔΑ, που έπρεπε να είχε επωφεληθεί από τη διάσπαση του κόμματός μας, δεν ωφελήθηκε καθόλου. Αντίθετα, έχασε μερικούς από τους οπαδούς της, που εντάχθηκαν στις αναπτυσσόμενες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς στα πλαίσια της Ενωσης Κέντρου. Η ηγεσία της ΕΔΑ ήταν απόλυτα ενήμερη γι’ αυτή τη διάβρωση που είχε υποστεί το κόμμα της και η γνώση αυτή επηρέασε την τακτική της. Το πολιτικό πρόγραμμα της ΕΔΑ, μετά από λεπτομερειακή επεξεργασία, ήταν στην ουσία του σχεδόν απαράλλαχτο με το δικό μας. Η μόνη σημαντική διαφορά ανάμεσα στα προγράμματά μας αναφερόταν στη συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ. Αλλά και σ’ αυτό το θέμα η ΕΔΑ υιοθέτησε μαλακή, προσεκτικά διατυπωμένη γραμμή. …Η απροθυμία μας να αποτελέσομε μαζί της λαϊκό μέτωπο ήταν (κυρίως) πως δεν είχαμε ανάγκη να συνεργασθούμε με την ΕΔΑ, ούτε με κανένα άλλο κόμμα για να πετύχουμε απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές»[14]. Πολιτικός στόχος της ΕΔΑ ήταν η «εθνική δημοκρατική αλλαγή», που θα πραγματοποιούνταν «μόνο με μια αγωνιστική πολιτική πατριωτικής συνεργασίας»[15]. Στις δυνάμεις της πατριωτικής συνεργασίας περιλάμβανε και την «εθνική αστική τάξη», ενώ ως περιεχόμενο «της αλλαγής» προσδιόριζε «μέτρα στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, που θα εξασφαλίζουν την κίνησή του προς τα εμπρός σύμφωνα με τη θέληση της πλειοψηφίας του Λαού»[16].
Η απόφαση του Συνεδρίου συνέχιζε: «Αυτή η σαφής προοπτική της ΕΔΑ επιβεβαιώνει την πίστη της στις δημοκρατικές μεθόδους. Υπογραμμίζει - όπως εξάλλου όλη η ιστορία της - το σεβασμό και την εμμονή της στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, εναντίον των οποίων από ποικίλες πλευρές εκδηλώνονται επιβουλές»[17].
Βεβαίως, αυτή η γραμμή δεν ήταν μόνο της ΕΔΑ. Ηταν πρωταρχικά του ΚΚΕ. Παράλληλα το ΚΚΕ είχε παραιτηθεί από το καθήκον της δημιουργίας κομματικών οργανώσεων, αφού προηγουμένως είχε διαλύσει όσες υπήρχαν και τα μέλη τους είχαν ενταχθεί στην ΕΔΑ (Απόφαση 8ης ολομέλειας της ΚΕ - 1958). Παράλληλα η ΕΔΑ έπαψε να αποτελεί συνασπισμό κομμάτων και μετατράπηκε σε ενιαίο κόμμα, στην πράξη από το 1956. Συγκεκριμένα η 8η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ υπογράμμιζε: «Οι κομμουνιστές και οι συμπαθούντες πρέπει να μπουν στην ΕΔΑ για να δουλέψουν μέσα στις γραμμές της, για να τη μετατρέψουν σε μαζικό κόμμα, ικανό να οργανώσει τις δυνάμεις και να καθοδηγήσει τον αγώνα της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, και των άλλων εργαζομένων στρωμάτων. Δεν πρέπει να επιδιώξουμε να οργανωθούνε οι κομμουνιστές ιδιαίτερα μέσα στην ΕΔΑ, γιατί αυτό θα μπορούσε να διευκολύνει τα χτυπήματα της Ασφάλειας ενάντια στους κομμουνιστές και θα έβαζε σε κίνδυνο την ίδια τη νόμιμη ύπαρξη της ΕΔΑ (…). Η ΕΔΑ είναι ενιαίο κόμμα, με πλατύ όμως χαρακτήρα»[18].
Μπορούμε να υποστηρίξουμε, ότι και τα πιο προχωρημένα συνθήματα και διαθέσεις της περιόδου των «Ιουλιανών» εξέφραζαν ως προοπτική το πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε αργότερα με τη συμβολή της ΝΔ και των «Κέντρου» - ΠΑΣΟΚ. Και πρέπει να επισημάνουμε, ότι η ίδρυση και η ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ πήγασε από τα χρόνια εκείνα, τότε δηλαδή που: Οι Παπανδρέου λατρεύτηκαν και πλατιές λαϊκές μάζες, σε αυτές και ένα τμήμα της Αριστεράς, είδαν τα όνειρά τους να παίρνουν σάρκα και οστά στον αστικό εκσυγχρονισμό που εξέφραζε το «Κέντρο» και κυρίως η «αριστερή» του πτέρυγα υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Οι εξελίξεις των χρόνων 1965-1966 είχαν στρώσει το δρόμο στην επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Οι 4 διαλέξεις του διακεκριμένου θεωρητικού της Σάββα Κωνσταντόπουλου στο «Χίλτον», το Μάρτη του 1966, την είχαν προαναγγείλει. Ηταν σαφέστατες ως προς αυτό που ετοιμαζόταν και επρόκειτο να ακολουθήσει. Και βεβαίως τα πράγματα εξελίχθηκαν, όπως «προφήτεψε» ο θεωρητικός της, ο οποίος, κλείνοντας την 4η διάλεξη έλεγε: «Είναι η στιγμή να αναλάβει ο καθένας την ευθύνη του. Αν πέση η Δημοκρατία, δεν θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι. Θα είμαστε όλοι ηττημένοι. Θα έχουμε αποδείξει, λαός και πολιτικοί ηγέτες, ότι δεν είμαστε άξιοι και ώριμοι για Δημοκρατία»[19]. Σαφής…
Το τμήμα της άρχουσας τάξης, που είχε δύναμη στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κράτους, στο Στρατό, σε συνεργασία με τις υπηρεσίες των ΗΠΑ, έδωσε τη λύση (δίκην γόρδιου δεσμού) μέσω της δικτατορίας, καταργώντας για περισσότερα από 7 χρόνια την κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης. Οταν αυτή η φάση έκλεισε το 1974, άνοιξε στην κυριαρχία της μια άλλη, που συνεχίζεται.