ΦΥΣΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ


του Θανάση Παφίλη

Θα έλεγα πως το θέμα του σεμιναρίου δεν είναι μόνο σημαντικό αλλά και δραματικά επίκαιρο από την άποψη ότι η ανθρωπότητα ολόκληρη βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση, εξ αιτίας της όξυνσης της επιθετικότητας του ιμπεριαλισμού που εκτός των άλλων αφορά και τον έλεγχο φυσικών πόρων, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ευρασίας.

Ο πόλεμος που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ κατά του Αφγανιστάν με πρόσχημα το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτέμβρη, οι προετοιμασίες για εξαπόλυση νέων επιθέσεων και πολέμων κατά άλλων χωρών είναι προφανές ότι σχετίζονται με την παγκόσμια κυριαρχία, τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και την προσπάθεια του συστήματος να βγει από την οικονομική κρίση. Παράλληλα στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας επιχειρείται η αφαίρεση δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ώστε να καμφθεί η αντίσταση των λαών στην πολιτική της νέας ιμπεριαλιστικής τάξης.

Θα ήθελα να καταθέσω ορισμένες σκέψεις στα πλαίσια του Διεθνούς Σεμιναρίου που μπορεί να βοηθήσουν στη διερεύνηση πλευρών του θέματος που εξετάζει.

Ο Κ. Μαρξ στον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει: «Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αναπτύσσει μόνο την τεχνική και το συνδυασμό του κοινωνικού προτσές παραγωγής, υποσκάπτοντας ταυτόχρονα τις πηγές απ’ όπου αναβλύζει κάθε πλούτος: τη γη και τον εργάτη». Κατά τη γνώμη μας, αυτό το απόσπασμα μας εισάγει στον πυρήνα του θέματός μας. Πρόκειται για το θέμα της ανάπτυξης ως διαδικασίας με ταξικό προσδιορισμό η οποία, κατά συνέπεια, συντελείται μέσα από αντιφάσεις εγγενείς στο δοσμένο κοινωνικοοικονομικό σύστημα.

Στις ταξικές κοινωνίες δεν υπάρχει μόνο ο κοινωνικός ανταγωνισμός στο εσωτερικό τους. Η παραγωγική διαδικασία, σαν διαδικασία ανταλλαγής του ανθρώπου με τη φύση, έχει επίσης ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά και προς τη φύση. Στον καπιταλισμό λοιπόν, που τα μέσα παραγωγής είναι πολύ αναπτυγμένα, ο άνθρωπος απέναντι στη φύση ως «κατακτητής» καταλήγει να επιφέρει καταστροφικές συνέπειες στην κοινωνία και τη φύση. Οταν η κινητήρια δύναμη είναι το καπιταλιστικό κέρδος, όταν η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνικής βρίσκεται στα χέρια των καπιταλιστών ανοίγει ο ασκός του Αιόλου. Ο νόμος του καπιταλισμού για την απόσπαση όσο το δυνατό υψηλότερης υπεραξίας, η καταλήστευση της εργατικής δύναμης δεν μπορεί παρά να συνοδεύονται από ληστρική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, περιβαλλοντικά προβλήματα, ανταγωνισμούς για την ιδιοκτησία και τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, άδικους πολέμους, καταπάτηση της εθνικής ανεξαρτησίας των λαών.

Γι’ αυτό και το σύνθημα που προβάλλεται «ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη» στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί σαν αυταπάτη αφού αναζητείται η λύση μέσα σε ένα σύστημα που κινείται ακριβώς με γνώμονα το κέρδος. Γι’ αυτό και είναι ανέφικτο. Είναι δηλαδή σαν να ζητάς από το καπιταλιστικό σύστημα να αρνηθεί το βασικό νόμο κίνησής του, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση να αυτοκαταργηθεί.

Μια άλλη πλευρά που κατά τη γνώμη μας έχει σημασία είναι η ευθύνη της κάθε κυρίαρχης τάξης στις ξεχωριστές χώρες και για τα προβλήματα της ληστρικής εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. Αναφέρομαι σε αυτά γιατί πολλές φορές προβάλλονται ιδεολογήματα, όπως η ανάγκη «ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας», οι «θυσίες όλων», η ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας, η υπερίσχυση έναντι άλλων εθνών κλπ. Προβάλλονται επίσης οι διάφοροι καταναγκασμοί της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» για να δικαιολογήσουν την αύξηση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Επικαλούνται τη δήθεν αδυναμία ή «διάλυση» του έθνους-κράτους ακριβώς για να επισκιάσουν το γεγονός ότι τα κράτη υπάρχουν για λογαριασμό κάποιας τάξης.

Κατά τη γνώμη μας η «παγκοσμιοποίηση» δεν μπορεί να βρει νομιμοποίηση ως επιστημονική κατηγορία. Πρόκειται για το ιμπεριαλιστικό σύστημα στη σύγχρονη εξέλιξή του, όπου:

α) κυριαρχεί η πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, η νεοφιλελεύθερη διαχείριση μετά την εξάντληση της δυναμικής της κεϋνσιανής διαχείρισης κατά τη δεκαετία του ’70,

β) δεσπόζει ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων για τους εργαζόμενους μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης και τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο συνυπάρχει η «απελευθέρωση» των αγορών, με ένα αναπτυγμένο σύστημα οικονομικής προστασίας, πολιτικής, στρατιωτικής κυριαρχίας (ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, ΠΤ, ΟΟΣΑ, ΠΟΕ, ΕΕ κλπ.) που αποτυπώνει τους διεθνείς συσχετισμούς δύναμης και εκφράζει σε τελευταία ανάλυση το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης του ιμπεριαλιστικού συστήματος του 21ου αιώνα.

Θεωρώ ότι το παραπάνω γενικό φόντο μας δίνει μια καλή βάση για την εξέταση και διερεύνηση των θεμάτων του Σεμιναρίου. Θα θίξω μία πλευρά σε γενικές γραμμές που αφορά τις ενεργειακές πηγές, ανταγωνισμούς και πόλεμο στην περίπτωση του πετρελαϊκού τόξου Μ. Ανατολής - Κασπίας και σε άλλο χρόνο θα μιλήσω για το περιβάλλον.

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ

Η διαπάλη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των διεθνικών μονοπωλίων για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και οδών μεταφοράς γενικά δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Ειδικότερα για την ευρύτερη περιοχή της Κασπίας (Παρακασπιανή Κεντρική Ασία, Παραευξείνια Βαλκανική, Καύκασος) ο αναγνώστης της Ιστορίας θα συναντήσει συναρπαστικές σελίδες ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων για τον έλεγχο του συγκεκριμένου χώρου (π.χ. πλευρές του Ανατολικού ζητήματος, ιμπεριαλιστική εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ρωσίας του 1918 κλπ.).

Ωστόσο, η όξυνση των αντιθέσεων μετά τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης (περίοδος '89-'91) είναι αναμφισβήτητη. Ο παράγοντας της δραματικής αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων υπήρξε βέβαια καταλυτικός, αλλά δεν είναι ο μοναδικός που εξηγεί το συγκεκριμένο γεγονός. Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε επίσης ορισμένα βασικά δεδομένα στα οποία συγκλίνει το σύνολο των σχετικών αναλύσεων, όπως: Η πρόβλεψη για την αυξητική τάση που θα παρουσιάσει η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας. Το δεδομένο ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα παραμείνουν βασικές ενεργειακές πηγές μέχρι το 2020. Η σημασία των ενεργειακών αποθεμάτων της περιοχής της Κασπίας που την αναδεικνύουν σε χώρο ιδιαίτερης γεωπολιτικής σημασίας. (Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Center for Strategic and International Studies (CSIS) και του Ινστιτούτου JISS του Λονδίνου τα πραγματικά αποθέματα φτάνουν σε 90 δισ. βαρέλια πετρέλαιο και 270 τρισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου).

Η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου το 2020 αναμένεται να αυξηθεί κατά 50%, από 77 εκατ. βαρέλια ημερησίως σήμερα σε 115 βαρέλια ημερησίως. Ο ΟΠΕΚ αναμένεται να καλύψει το 50% της ζήτησης αυτής με παραγωγή 55 εκατ. βαρέλια ημερησίως έναντι 32 εκατ. βαρελιών σήμερα. Η παραγωγή των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ αναμένεται επίσης να διπλασιαστεί από 7,8 εκατ. βαρέλια σήμερα σε 14 εκατ. βαρέλια το 2020. (Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1989 η ΕΣΣΔ βρισκόταν στην πρώτη θέση της παγκόσμιας παραγωγής ξεπερνώντας τα 11 εκατ. βαρέλια ημερησίως).

Στην ευρύτερη περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ενωσης βρίσκεται περίπου το 21% των εγνωσμένων παγκόσμιων αποθεμάτων (Ρωσία, Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν). Ιδιαίτερα η Ρωσία έχει μεγάλες εξαγωγικές δυνατότητες (παραγωγή 6,1 εκατ. βαρέλια/ημέρα, έναντι κατανάλωσης 3,1 εκατ. βαρέλια/ημέρα). Ετσι η Ρωσία καλύπτει ήδη το 35% των καταναλωτικών αναγκών της ΕΕ, με πρόβλεψη για ποσοστό που θα ξεπεράσει το 40%. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι το 60% της ρωσικής παραγωγής προέρχεται από τη Δυτική Σιβηρία.

Αντιφατικές είναι οι εκτιμήσεις για τα συνολικά τεχνικά εκμεταλλεύσιμα ενεργειακά αποθέματα στον πλανήτη. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Γεωλογικών Επιστημών και Πρώτων Υλών του Ανόβερου τα διαθέσιμα αποθέματα μπορούν να καλύψουν τις σημερινές ανάγκες για τα επόμενα 100 χρόνια, χωρίς να συνυπολογίσει κανείς την ανάπτυξη νέων τεχνικών εξόρυξης και επεξεργασίας μη συμβατικών υδρογονανθράκων. Από την άλλη, με βάση ένα σενάριο του World Energy Council (WEC) με τους σημερινούς ρυθμούς αύξησης της κατανάλωσης, η παραγωγή από τα γνωστά κοιτάσματα πετρελαίου δε θα μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στις απαιτήσεις μετά το 2020.

Τα κύρια πεδία όπου εστιάζεται το ενδιαφέρον των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι αναμφισβήτητα η περιοχή της Μέσης Ανατολής και η περιοχή της Κασπίας. Οι χώρες μέλη του ΟΠΕΚ θεωρείται ότι κατέχουν πάνω από το 60% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου. Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι τα αποδεδειγμένα αποθέματα της λεκάνης της Κασπίας ανέρχονται στο ίδιο επίπεδο με αυτά των ΗΠΑ, αλλά τα πιθανά αποθέματα ενδέχεται να υπερβαίνουν το 25% των αποδεδειγμένων αποθεμάτων της Μέσης Ανατολής.

Ιδιαίτερα για την ΕΕ το πρόβλημα της ενεργειακής κατανάλωσης αποτελεί μειονέκτημα στον ανταγωνισμό της με τις ΗΠΑ (οι οποίες διαθέτουν σημαντικά αποθέματα και πολιτικοστρατιωτικό ηγεμονικό ρόλο στις πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές). Η ενεργειακή κατανάλωση της ΕΕ καλύπτεται σήμερα κατά 41% από το πετρέλαιο και κατά 22% από το φυσικό αέριο. Η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της με εισαγόμενα προϊόντα ανέρχεται σήμερα στο 50%. Η Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού περιλαμβάνει την εκτίμηση ότι αν δε ληφθούν μέτρα, σε 20-30 χρόνια η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ θα φτάσει στο 70%.

Ταυτόχρονα, σημαντικές αλλαγές αναμένονται και στον κλάδο διύλισης πετρελαίου τα επόμενα χρόνια. Οι παράγοντες που θα επηρεάσουν το μέλλον των διυλιστηρίων είναι επιγραμματικά οι ακόλουθοι: Η θέσπιση ορίων στις εκλύσεις διοξειδίου του άνθρακα λόγω του «φαινομένου του Θερμοκηπίου». Η βιομηχανική παραγωγή αυτοκινήτων νέας «πράσινης» τεχνολογίας που θα χρησιμοποιούν διαφορετικά καύσιμα και λιπαντικά. Οι εξελίξεις στη βιοτεχνολογία που θα επιτρέψουν τη βιολογική επεξεργασία του πετρελαίου.

Οι εξελίξεις αυτές θα διευρύνουν το πεδίο εκδήλωσης του μονοπωλιακού ανταγωνισμού και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στον ενεργειακό τομέα.

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΗΓΩΝ ΚΑΙ ΟΔΩΝ

Πρωταγωνιστές στον ανταγωνισμό για τον έλεγχο των πετρελαϊκών κοιτασμάτων και των οδών εξαγωγής έχουν αναδειχτεί αναμφισβήτητα οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η ΕΕ. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι υπάρχει πλήθος στελεχών της νέας αμερικανικής κυβέρνησης του προέδρου Μπους που προέρχονται από τον ενεργειακό τομέα, όπως ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσέινι (πρώην διευθύνων σύμβουλος της Halliburton), η σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Κοντολέζα Ράις (πρώην μέλος του Δ.Σ. της Chevron), η υπεύθυνη εμπορίου στο Υπ. Οικονομικών Κάθλιν Κούπερ (πρώην διευθύντρια ενεργειακών μονάδων Exxon Mobil) κλπ.

Βασική παράμετρος του ανταγωνισμού είναι η σύναψη διακρατικών συμμαχιών αξόνων και αντιαξόνων που δεν περιορίζονται στο ενεργειακό ζήτημα, είναι ευμετάβλητοι και δεν έχουν σταθεροποιηθεί. Από τη μια ξεχωρίζει η προσπάθεια των ΗΠΑ να συγκροτήσουν έναν αντιρωσικό «άξονα» (Τουρκία, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία) και από την άλλη υπάρχει σήμερα η προσέγγιση της Ρωσίας με το Ιράν, την Αρμενία και τη Μολδαβία, καθώς και η προσπάθεια αναβάθμισης της συνεργασίας της με την ΕΕ. Σε άλλα κράτη όπως η Ουκρανία και το Καζακστάν δε διαγράφεται μέχρι στιγμής ένας σαφής προσανατολισμός.

Ο ανταγωνισμός εκφράζεται ταυτόχρονα και σε επίπεδο ισχυρών πετρελαϊκών εταιριών για τα ποσοστά συμμετοχής που καταλαμβάνουν στους διεθνείς μονοπωλιακούς ομίλους εκμετάλλευσης της περιοχής π.χ. σε έναν από τους βασικούς ομίλους εκμετάλλευσης κοιτασμάτων του Καζακστάν, τον Caspian Pipeline Consortium (CPC), συμμετέχουν τα αμερικανικά μονοπώλια Chevron, Mobil, Oryx με ποσοστό 25%, ενώ στον αντίστοιχο όμιλο του Αζερμπαϊτζάν, τον Azerbaijan International Operation Company (AIOC), η αμερικανική συμμετοχή (Exxon, ΒΡ Amoco, Penzoil κλπ.) φτάνει το 41%.

Σχετικά με τον έλεγχο των οδών εξαγωγής ανάμεσα σε ένα σύνολο προτεινόμενων και υπαρκτών αγωγών ξεχωρίζουν οι εξής βασικές λύσεις διαδρομές:

1. Αγωγός Μπακού-Τσεϊχάν (Αζερμπαϊτζάν - Γεωργία - Τουρκία).

2. Ο υπαρκτός βασικός ρωσικός αγωγός Μπακού-Νοβοροσίσκ.

3. Η «συμβιβαστική λύση» του αγωγού Μπακού-Σούπσα.

4. Οι αναλογικά οικονομικότερες προτάσεις του Ιράν προς το Αζερμπαϊτζάν είτε με αγωγό που θα οδηγεί στον Περσικό κόλπο, είτε για διαδικασία ανταλλαγής.

5. Η ανατολική Καζακστάν - Κίνας (Αλμα Ατα - Πεκίνο).

6. Η νοτιοανατολική διαδρομή προς Πακιστάν μέσω Αφγανιστάν.

Η προσπάθεια των κυβερνήσεων των ΗΠΑ τη δεκαετία του ’90 εστιάστηκε στην εδραίωση δρόμων εξαγωγής πετρελαίου που δε θα ελέγχονταν από τη Ρωσία και το Ιράν. Οι κεντρικές επιλογές τους εκφράστηκαν με την πολιτική της υλοποίησης «πολλαπλών διαδρομών» των αγωγών, με καθοριστικό ζήτημα την κατασκευή του αγωγού Μπακού-Τσεϊχάν προς τη δύση και προς ανατολάς προς Πακιστάν μέσω Αφγανιστάν.

Στην κρίσιμη δεκαετία του ’90 οι ΗΠΑ δεν πέτυχαν να ελέγξουν σε σημαντικό βαθμό την περιοχή και να υλοποιήσουν με επιτυχία μεγάλο μέρος των επίσημα διακηρυγμένων σχεδιασμών τους. Η σθεναρή ρωσική αντίδραση και η αξιοσημείωτη παρουσία της ΕΕ εξηγούν σε ένα βαθμό το γεγονός αυτό.

Η επίθεση στο Αφγανιστάν σχετίζεται ακριβώς με τα σχέδια και την ανάγκη του μονοπωλιακού αμερικανικού κεφαλαίου αφ’ ενός να ελέγξει πλήρως τις κρίσιμες οδούς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στην περιοχή και αφ’ ετέρου να αναβαθμίσει τη στρατιωτική και οικονομική πίεση που ασκεί στην Κίνα και τη Ρωσία.

Η σοβαρότητα των συγκεκριμένων εξελίξεων έρχεται να υπογραμμίσει τη σημασία της αντιιμπεριαλιστικής πάλης για το μέλλον της ανθρωπότητας.

Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για τον έλεγχο των πηγών και των οδών μεταφοράς της ενέργειας αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για την ειρήνη και τα κυριαρχικά δικαιώματα των χωρών της ευρύτερης περιοχής.

Γίνεται αντιληπτό πως η κατάσταση στην Παλαιστίνη, ο προετοιμαζόμενος πόλεμος κατά του Ιράκ, οι απειλές κατά του Ιράν συνδέονται με τον έλεγχο της ενέργειας. Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει αντικειμενικά την ανάγκη να λυθεί το πρόβλημα της ιδιοκτησίας των ενεργειακών πηγών και οδών καθώς και του κεντρικού σχεδιασμού της ενεργειακής πολιτικής σύμφωνα με τα λαϊκά συμφέροντα.

Σε τελευταία ανάλυση, η προάσπιση των συμφερόντων όλων των λαών φέρνει πλέον ορμητικά στο προσκήνιο το πραγματικό πολιτικό δίλημμα: Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα; Αργά ή γρήγορα καλούνται να το απαντήσουν όλοι όσοι αγωνίζονται ή θέλουν να αγωνιστούν για ένα δίκαιο και ειρηνικό κόσμο.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

Ομιλία του Θανάση Παφίλη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, Εκτελεστικού Γραμματέα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης, στο VI Διεθνές Σεμινάριο στην Αβάνα, Κούβα, 27-29.3.2002, με θέμα «Ειρήνη, φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, εθνική κυριαρχία και κοινωνία».