«Ο δοσμένος ιμπεριαλιστικός πόλεμος δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά τυπικό φαινόμενο της ιμπεριαλιστικής εποχής. Το τυπικό δεν είναι μοναδικό. Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς το δοσμένο πόλεμο αν δεν καταλάβει την εποχή»1.
Τέλη 19ου με αρχές 20ού αιώνα ο καπιταλισμός περνά στο ανώτατο, μονοπωλιακό του στάδιο, τον ιμπεριαλισμό. Την περίοδο αυτή τα μονοπωλιακά συγκροτήματα κυριαρχούν στις οικονομίες των πλέον ανεπτυγμένων καπιταλιστικά κρατών, συνενώνοντας δεκάδες –ακόμη κι εκατοντάδες πολλές φορές– επιχειρήσεις στους κόλπους τους και συγκεντρώνοντας όλο και μεγαλύτερα ποσοστά παραγωγής και κεφαλαίου στα χέρια τους. Στη Γερμανία, λ.χ., το 1905 υπήρχαν 385 μονοπωλιακές ενώσεις («καρτέλ»), στις οποίες μετείχαν σχεδόν 12.000 επιχειρήσεις και οι οποίες έλεγχαν –μαζί με μια χούφτα τράπεζες– το μεγαλύτερο όγκο της βιομηχανικής παραγωγής. Στις ΗΠΑ το 1907 υπήρχαν αντίστοιχα 250 μονοπώλια («τραστ»), στα οποία το 1909 ανήκε το 25,9% του συνόλου των επιχειρήσεων, εργαζόταν το 75,6% του συνόλου των εργατών και αντιστοιχούσε το 79% της συνολικής παραγωγής. Παράλληλα, οι εξαγωγές κεφαλαίου σημείωσαν κατακόρυφη άνοδο, με τα βρετανικά κεφάλαια στο εξωτερικό ν’ αυξάνονται από 62 δισ. φράγκα το 1902 σε 75-100 το 1914, τα γαλλικά από 27-37 σε 60 και τα γερμανικά από 12,5 σε 44.2
Ο στόχος της εξασφάλισης πρώτων υλών και αγορών, καθώς και υπερκερδών από την εξαγωγή κεφαλαίων, όξυνε τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό για την κατάκτηση εδαφών και τη διεύρυνση των οικονομικών σφαιρών επιρροής. Έως το 1914 οι 6 ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία) είχαν συγκεντρώσει υπό αποικιακή εκμετάλλευση το μισό σχεδόν των εδαφών του πλανήτη και το 1/3 περίπου του πληθυσμού του. Η «λεία» αυτή, ωστόσο, δεν ήταν ισομερώς κατανεμημένη. Οι αποικίες της «προπορευόμενης» Βρετανίας, λ.χ., εκτείνονταν σε 33,5 εκατομμύρια τετρ. χλμ. και ήταν τριπλάσιες απ’ ό,τι της Γαλλίας (10,6 τετρ. χλμ.), 11πλάσιες της Γερμανίας (2,9 τετρ. χλμ.) και 100πλάσιες της Ιαπωνίας (0,3 τετρ. χλμ.).3
Το γεγονός οφειλόταν στην ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού παγκοσμίως. Χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Ιαπωνία, που ιστορικά εισήλθαν στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης αργότερα απ’ ό,τι η Βρετανία και η Γαλλία, βρέθηκαν αντίστοιχα να έπονται στη διεκδίκηση εδαφών και αγορών. Η δυναμική όμως που απέκτησαν, καλύπτοντας με γοργούς ρυθμούς την απόσταση που τις χώριζε από τους «πρωτοπόρους», έκανε όλο και πιο επιτακτική την ανάγκη (για τα δικά τους μονοπώλια) για την αναδιανομή των αγορών και σφαιρών επιρροής, έτσι ώστε ν’ ανταποκρίνεται στο συνεχώς μεταβαλλόμενο ενδοϊμπεριαλιστικό συσχετισμό δυνάμεων.
Βρετανικά και γερμανικά συμφέροντα συγκρούονταν σε μια σειρά περιοχές της υφηλίου, στην Αφρική, την Ανατολική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Ειδικά ως προς την τελευταία, η διείσδυση του γερμανικού ιμπεριαλισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία απειλούσε άμεσα όχι μόνο την εκμετάλλευση των πετρελαίων της Μοσούλης (Ιράκ), αλλά και τις κρίσιμες για τη Βρετανία θαλάσσιες εμπορικές διόδους προς την Ινδία (που ήταν τότε η μεγαλύτερη αποικία της τελευταίας). Οι γαλλογερμανικές αντιθέσεις ήταν επίσης οξύτατες, εκτεινόμενες από τους «ανοιχτούς λογαριασμούς» που είχε αφήσει ο γαλλοπρωσικός πόλεμος του 1870-1871 (με την απόσπαση από τη Γαλλία των περιοχών της Αλσατίας και Λορένης), έως τη σύγκρουση για την αποικιακή επέκταση στη Β. Αφρική (Μαρόκο). Οι ανταγωνισμοί Ρωσίας και Γερμανίας αφορούσαν κυρίως την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και τα Βαλκάνια (στα οποία βλέψεις είχε και η Αυστροουγγαρία). Σε αντίστοιχες αντιθέσεις, ανταγωνισμούς και συγκρούσεις συμφερόντων εμπλέκονταν και άλλα καπιταλιστικά κράτη, σχεδόν σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Απόρροια όλων των παραπάνω υπήρξε η εκδήλωση εντάσεων, όπως, π.χ., η πρώτη και δεύτερη μαροκινή κρίση (το 1905-1906 και 1911 αντίστοιχα) ή η βοσνιακή κρίση (1908-1909), καθώς και τοπικών-περιφερειακών συγκρούσεων, όπως π.χ. ο ισπανοαμερικανικός πόλεμος (1898), οι πόλεμοι των Μπόερς (1899-1902), ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος (1904-1905), ο ιταλοτουρκικός πόλεμος (1911-1912) και βεβαίως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913).
Παράλληλα διαμορφώνονταν και οι διεθνείς συμμαχίες των καπιταλιστικών κρατών, που σύντομα αποκρυσταλλώθηκαν σε δύο μεγάλους πολιτικοστρατιωτικούς συνασπισμούς. Προηγήθηκε το Σύμφωνο Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας (1879), στο οποίο κατόπιν προσχώρησε και η Ιταλία, συγκροτώντας την Τριπλή Συμμαχία - «Κεντρικές Δυνάμεις» (1882). Από την άλλη μεριά, οι «προαιώνιοι» ανταγωνιστές, Βρετανία και Γαλλία, αφού διευθέτησαν τις μεταξύ τους αποικιακές διαφορές (αγγλογαλλική Συμφωνία, 1904), συνασπίστηκαν με τη Ρωσία, συγκροτώντας την Τριπλή Εγκάρδια Συνεννόηση - «Αντάντ» (1907).
Τα καπιταλιστικά κράτη, βεβαίως, είχαν κι έναν επιπλέον κίνδυνο ν’ αντιμετωπίσουν, δυνητικά πολύ πιο επικίνδυνο από τους ανταγωνιστές τους. Και αυτός δεν ήταν άλλος από την ταξική πάλη που αναπτυσσόταν στο εσωτερικό τους, αλλά και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των καταπιεζόμενων λαών. Η επανάσταση του 1905 στη Ρωσία έδωσε νέα δυναμική, ριζοσπαστικοποίησε και μαχητικοποίησε το εργατικό-σοσιαλιστικό κίνημα διεθνώς, ιδιαίτερα δε στις ισχυρότερες χώρες του καπιταλισμού: Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία κ.ο.κ. Στην ίδια τη Ρωσία, η παρακαταθήκη της ένοπλης πάλης του 1905 και η νέα πολιτική κρίση που ωρίμαζε έθεσαν τις βάσεις για νέα επαναστατική άνοδο. Το «εκρηκτικό» μίγμα συμπλήρωναν οι εθνικοαπελευθερωτικές κινήσεις, π.χ., στην Ιρλανδία, στο εσωτερικό της Αυστροουγγαρίας κ.α. Η αναχαίτιση-καταστολή των επαναστατικών διεργασιών που βρισκόταν σε εξέλιξη στις γραμμές της παγκόσμιας εργατικής τάξης, αντικειμενικά γινόταν προτεραιότητα της διεθνούς καπιταλιστικής αντίδρασης.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΠΑΛΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
«Από την άποψη του μαρξισμού, δηλαδή του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, το βασικό ζήτημα που μπαίνει, όταν οι σοσιαλιστές συζητούν για το πώς πρέπει να χαρακτηρίσει κανείς έναν πόλεμο και τι θέση πρέπει να πάρει απέναντί του, είναι για ποιο λόγο διεξάγεται αυτός ο πόλεμος, ποιες τάξεις τον προετοίμασαν και τον διευθύνουν. Εμείς, οι μαρξιστές, δε συγκαταλεγόμαστε ανάμεσα στους απόλυτους αντιπάλους του πολέμου. Εμείς λέμε: Σκοπός μας είναι να πετύχουμε το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα που, εξαλείφοντας τη διαίρεση της ανθρωπότητας σε τάξεις, εξαλείφοντας κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο κι έθνους από έθνος, θα εξαλείψει αναπόφευκτα κάθε δυνατότητα πολέμου γενικά»4.
Το κρίσιμο ζήτημα της στάσης των σοσιαλιστών απέναντι στον πόλεμο βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων –αλλά και διαπάλης– στους κόλπους της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, ιδιαίτερα καθώς οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνονταν και ο κίνδυνος ενός γενικευμένου πόλεμου αυξανόταν συνεχώς. Ο καθορισμός της στάσης των σοσιαλιστών απέναντι στον πόλεμο υπήρξε άρρηκτα αλληλένδετος με τη διαπάλη με τον οπορτουνισμό γύρω από τον επαναστατικό χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας, τη συμμετοχή της ή μη σε αστικές κυβερνήσεις κ.ο.κ.
Έτσι, στο Συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στη Στουτγάρδη το 1907 κατατέθηκαν 4 διαφορετικές προτάσεις για το ζήτημα του πολέμου: Του Α. Μπέμπελ (Γερμανία), του Ι. Γκεντ (Γαλλία), του Γκ. Ερβέ (Γαλλία) και των Ζ. Ζορές - Ε. Βαγιάν (επίσης από τη Γαλλία). Οι δύο πρώτες, που ουσιαστικά συνέκλιναν, έθεταν ορθά τη σύνδεση του πολέμου με τη γενεσιουργό του αιτία, τον καπιταλισμό, ωστόσο ήταν πολύ ασαφείς ως προς τα συγκριμένα καθήκοντα του προλεταριάτου στο ενδεχόμενο πολεμικής σύγκρουσης. Ο Ερβέ, μη διαχωρίζοντας τους πολέμους σε δίκαιους και άδικους, πρόβαλλε ως κύριο μέσο αντιμετώπισης του πολέμου τη γενική απεργία. Οι Ζορές και Βαγιάν υποστήριζαν μεν τον αγώνα κατά του πολέμου γενικά (και με όλα τα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της γενικής απεργίας), ωστόσο θεωρούσαν πως σε περίπτωση επίθεσης το προλεταριάτο όφειλε να μετέχει στην προσπάθεια υπεράσπισης της αστικής του πατρίδας. «Η αγάπη για την ανθρωπότητα», τόνισε χαρακτηριστικά ο Γκ. Φόλμαρ, «δεν μπορεί ποτέ να μ’ εμποδίσει από το να είμαι καλός Γερμανός, όπως δεν μπορεί να εμποδίσει και τους άλλους από το να είναι καλοί Γάλλοι ή Ιταλοί».5
Οι Λένιν και Λούξεμπουργκ υποστήριξαν κριτικά την πρόταση του Μπέμπελ, προτείνοντας ορισμένες τροποποιήσεις, οι οποίες κι έγιναν δεκτές.6 Η πιο σημαντική –που «άλλαξε θεμελιακά το σχέδιο απόφασης»– ήταν εκείνη που όριζε πως «σε περίπτωση πολέμου η εργατική τάξη και οι κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποί της στις ενδιαφερόμενες χώρες είναι υποχρεωμένοι, χρησιμοποιώντας την υποστήριξη του Διεθνούς Γραφείου, να κάνουν ό,τι μπορούν για να εμποδίσουν την κήρυξη πολέμου με όλα τα μέσα που θεωρούν σκόπιμα, και που το είδος τους εξαρτάται από το βαθμό όξυνσης της ταξικής πάλης και της γενικής πολιτικής κατάστασης». Όμως, «σε περίπτωση που, παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος εκραγεί, αυτοί πρέπει […] να επιδιώξουν μ’ όλα τα μέσα να χρησιμοποιήσουν την οικονομική και πολιτική κρίση που θα προκαλέσει ο πόλεμος, για να εξεγείρουν τις λαϊκές μάζες και να επιταχύνουν την πτώση της καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας».7
«Ύστερα από μακρές συζητήσεις», σημειώνει ο Ου. Φόστερ, «η απόφαση εγκρίθηκε με επευφημίες. Η υιοθέτησή της αποτέλεσε ένα άλλο παράδειγμα ψηφοφορίας χωρίς αρχές […] Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι οπορτουνιστές αυτοί […] δεν είχαν τίποτε κοινό με την επαναστατική πρόταση του Λένιν, αλλά παρ’ όλα αυτά την ψήφισαν. Ο Ερβέ το σημείωσε αυτό δηλώνοντας μ’ έναν τόνο καυστικό ότι “οι λόγοι που έβγαλαν ο Μπέμπελ και ο Φόλμαρ στην υποεπιτροπή ήταν μαύροι, ενώ η απόφαση είναι λευκή”». «Σήμερα», πρόσθεσε ο Ερβέ, «όλη η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ευθυγραμμίζεται προς την αστική τάξη […] Ο Μπέμπελ υποχώρησε στην οπορτουνιστική επιρροή, λέγοντας σήμερα “προλετάριοι όλων χωρών, αλληλοσκοτωθείτε”».8
Να σημειώσουμε πως η απόφαση της Στουτγάρδης θα επικυρωθεί στη συνέχεια τόσο από το συνέδριο της Κοπεγχάγης (1910) όσο και από το συνέδριο της Βασιλείας (1912) της Β΄ Διεθνούς. Η απόσταση λόγων κι έργων δεν άργησε καθόλου πάντως να φανεί. Μία μόλις βδομάδα μετά από τη λήξη των εργασιών του συνεδρίου της Στουτγάρδης, υπογράφηκε η βρετανορωσική συμφωνία για τον ιμπεριαλιστικό διαμελισμό του Ιράν. Η συμφωνία αυτή, με την οποία ολοκληρώθηκε η δημιουργία του ιμπεριαλιστικού συνασπισμού της Τριπλής Συνεννόησης μεταξύ Γαλλίας, Βρετανίας και Ρωσίας («Αντάντ»), χαιρετίστηκε από τους περισσότερους ηγέτες της Β΄ Διεθνούς ως «εγγύηση της ειρήνης»!
Όσον αφορά την αποικιοκρατία, δεν ήταν λίγες οι φωνές, όπως για παράδειγμα του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη Ε. Ντάβιντ, που την εκθείαζαν ως «αναπόσπαστο κομμάτι των γενικών εκπολιτιστικών σκοπών του σοσιαλιστικού κινήματος». Άλλοι, όπως ο Χ. Βαν Κολ (Ολλανδία), ο Ε. Μπερνστάιν (Γερμανία), ο Ρ. Μακντόναλντ (Βρετανία) ή ο Α. Ρουανέ (Γαλλία), διατηρούσαν παρόμοιες απόψεις, ισχυριζόμενοι πως η αποικιοκρατία ήταν απλά κάτι το φυσιολογικό («όσο θα υπάρχει η ανθρωπότητα θα υπάρχουν και αποικίες») και πως, αν ο «πολιτισμένος κόσμος» (δηλαδή οι αποικιοκράτες εκμεταλλευτές) αποσυρόταν από τις αποικίες, εκείνες θα «διολίσθαιναν» πίσω στη βαρβαρότητα.9
Οι οπορτουνιστικές αντιλήψεις γύρω από την αποικιοκρατική πολιτική δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Ήδη από τον πόλεμο των Μπόερς (1889-1902) οι «Φαβιανοί» είχαν τεθεί ανοιχτά στο πλευρό του βρετανικού ιμπεριαλισμού, υποστηρίζοντας μάλιστα πως «οι μεγάλες δυνάμεις πρέπει να κυριαρχούν για το συμφέρον του πολιτισμού» και πως «τα μικρά κράτη που εμποδίζουν το διεθνή πολιτισμό πρέπει να εξαφανιστούν»10. Αντίστοιχα, ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του Βελγικού Εργατικού Κόμματος Ε. Βαντερβέλντε είχε ψηφίσει τις πιστώσεις που είχε ζητήσει ο βασιλιάς Λεοπόλδος για την αποικιοποίηση του Κονγκό (παρά την αντίθετη θέση που είχε πάρει το συνέδριο του κόμματος, το οποίο ωστόσο δεν του επέβαλε κυρώσεις).
Στη Γερμανία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, μετά και από την εκλογική ήττα του 1907,11 άρχισε κι εκείνο να μιλά για ένα «πρακτικό αποικιακό πρόγραμμα», καθώς και για τον «εκπολιτιστικό» ρόλο της αποικιοκρατίας. Τέτοιες θέσεις είχαν πράγματι διατυπωθεί σε μια σειρά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, της Γαλλίας, της Ολλανδίας κ.ά. Πάντως οι επίμαχες θέσεις απαλείφτηκαν τελικά από το σχέδιο απόφασης του Συνεδρίου της Στουτγάρδης, αλλά μόλις με 127 ψήφους έναντι 108.12
«Είναι πασίγνωστο», σημειώνει ο Ου. Φόστερ, πως οι οπορτουνιστές «σοσιαλιστές όλων των χωρών υποστήριξαν ανοιχτά ή κρυφά την αποικιοκρατική πολιτική των αστικών ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεών τους ή συνεργάστηκαν σ’ αυτήν. Οι συνδικαλιστές γραφειοκράτες κατάλαβαν κι αυτοί σύντομα ότι οι καπιταλιστές, για να κερδίσουν την εύνοια του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, ήταν έτοιμοι να μοιράσουν με την ειδικευμένη εργατική αριστοκρατία μερικά ψίχουλα από τα τεράστια υπερκέρδη που έβγαζαν από τους αποικιακούς λαούς. Η μικροαστική τάξη χαιρόταν κι αυτή από την “ευημερία” που έφερνε η καταλήστευση των αποικιών, πράγμα που φάνηκε από τη συμπεριφορά των σοσιαλδημοκρατών διανοούμενων»13.
Η απομάκρυνση από τις θέσεις του μαρξισμού οδήγησε συν τοις άλλοις πολλούς σοσιαλδημοκράτες σε λανθασμένες αναγνώσεις του χαρακτήρα της εποχής και –κατ’ επέκταση– του αναπόφευκτου του ιμπεριαλιστικού πολέμου που πλησίαζε. Ακόμα και ο Α. Μπέμπελ είχε δηλώσει το Δεκέμβρη του 1912 πως θεωρούσε αδύνατο το ενδεχόμενο του πολέμου, ισχυριζόμενος πως οι σχετικές συζητήσεις δεν ήταν παρά «μόνο πρόσχημα για [να ψηφίζονται] τα έξοδα του εξοπλισμού». Ακολούθως, ο Γάλλος σοσιαλιστής Π. Λαφάργκ «πίστευε πως ο πόλεμος ήταν απίθανος, γιατί, σύμφωνα με τη γνώμη του, […] ύστερα από λίγους μήνες θα έφερνε οικονομική παράλυση». Ο δε Γερμανός Κ. Κάουτσκι «διαβεβαίωνε πως η τάση για τη συγκρότηση τραστ στις συνθήκες του καπιταλισμού δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια σταθερή ειρήνη»!14
Στο συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στην Κοπεγχάγη (1910) διαφάνηκαν και πάλι οι οπορτουνιστικές πιέσεις και ταλαντεύσεις όσον αφορά το θέμα του πολέμου. Η τροπολογία που πρότειναν οι Χάρντι (Βρετανία) και Βαγιάν σχετικά με την κήρυξη γενικής απεργίας –και ιδιαίτερα στους κλάδους της πολεμικής βιομηχανίας– ως το αποτελεσματικότερο μέσο για την αποτροπή πολεμικών συγκρούσεων απορρίφτηκε με 119 ψήφους έναντι 58. Το βασικό αντεπιχείρημα που πρόβαλε η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ήταν πως κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν διώξεις. Έτσι, η απόφαση του Συνεδρίου της Κοπεγχάγης περιελάμβανε: Την κοινοβουλευτική «πάλη» κατά των εξοπλισμών και την καταψήφιση των σχετικών πιστώσεων, την επιμονή στη συγκρότηση υποχρεωτικών διαιτητικών δικαστηρίων για τη διευθέτηση των διαφορών που προέκυπταν μεταξύ κρατών, το γενικό αφοπλισμό, την κατάργηση της μυστικής διπλωματίας και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών. Περιελάμβανε επίσης τις τροπολογίες των Λένιν και Λούξεμπουργκ, που είχαν υιοθετηθεί από το Συνέδριο της Στουτγάρδης (αν και ήταν προφανές πως η οπορτουνιστική ηγεσία της Διεθνούς μόνο τη σοσιαλιστική επανάσταση δεν είχε στο μυαλό της ως απάντηση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο). Ακόμα και ο αστικός Τύπος χαρακτήρισε το συνέδριο ως «ήττα για την επαναστατική πτέρυγα της Σοσιαλδημοκρατίας».15
«Η αδυναμία και η έλλειψη μαχητικότητας στη Β΄ Διεθνή φάνηκαν στην πορεία της μαροκινής κρίσης στα 1911. Στην πρόταση για τη σύγκληση μιας έκτακτης πλατιάς σύσκεψης του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου για να εφαρμόσει το προλεταριάτο όλων των χωρών τις συμφωνημένες ενέργειες, η ηγεσία του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος απάντησε αρνητικά, με τη δικαιολογία πως οι ενέργειες αυτές και η αντιπολεμική προπαγάνδα είναι δυνατό να βλάψουν την προεκλογική εκστρατεία του κόμματος»16. Στη σύγκληση του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου αντιτάχτηκε και ο ηγέτης της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας Β. Άντλερ, ισχυριζόμενος πως «δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος [σ.σ.: μετεξέλιξης της κρίσης σε πόλεμο] και πως η αστική διπλωματία είχε επιληφθεί της διασφάλισης ειρήνης»17.
Η διάσταση λόγων και έργων, η κάλυψη οπορτουνιστικών θέσεων και πρακτικών πίσω από διακηρύξεις, επαναλήφθηκε και στο συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στη Βασιλεία της Ελβετίας, που συνήλθε εκτάκτως το Νοέμβρη του 1912, λίγες βδομάδες μετά από την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, ενόψει και της διαφαινόμενης γενίκευσής του σε ευρύτερη πολεμική σύγκρουση. Ακολούθως, η απόφαση του συνεδρίου καλούσε τους «εργάτες όλων των χωρών ν’ αντιτάξουν στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό τη δύναμη της διεθνούς αλληλεγγύης του προλεταριάτου». Ταυτόχρονα, «προειδοποιούσε» τις αστικές κυβερνήσεις όλων των χωρών πως, «λόγω των συνθηκών που επικρατούν στην Ευρώπη και τη στάση της εργατικής τάξης, δε θα μπορέσουν να εξαπολύσουν πόλεμο χωρίς να θέσουν τους εαυτούς τους σε κίνδυνο. Οι κυβερνήσεις ας θυμηθούν ότι ύστερα από το γαλλογερμανικό πόλεμο ακολούθησε η Παρισινή Κομμούνα, ότι ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος έβαλε σε κίνηση τις επαναστατικές δυνάμεις των λαών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ο ανταγωνισμός στο κυνήγι των εξοπλισμών οδήγησε σε μια χωρίς προηγούμενο όξυνση των ταξικών αντιθέσεων στην Αγγλία και την Ηπειρωτική Ευρώπη κι εξαπέλυσε τεράστιες απεργίες. Θα ήταν καθαρή παραφροσύνη να μην καταλάβουν οι κυβερνήσεις ότι η ίδια η σκέψη της τερατωδίας ενός παγκόσμιου πολέμου θα προκαλούσε αναπόφευκτα την οργή και την εξέγερση της εργατικής τάξης. Οι προλετάριοι θεωρούν έγκλημα να πυροβολούν οι μεν τους δε για χάρη των κεφαλαιοκρατικών κερδών, της φιλοδοξίας των δυναστειών ή της δόξας των μυστικών διπλωματικών συμφωνιών».18 «Οι λαοί», τόνισε ο Ζ. Ζορές, «μπορούν με ευκολία να κατανοήσουν πως μια δικιά τους επανάσταση θα τους κόστιζε λιγότερες θυσίες απ’ ό,τι ένας πόλεμος στον οποίο θα πολεμούσαν για άλλους [σ.σ.: την αστική τάξη]».19
Δε θα περνούσε παρά ενάμισης χρόνος ωσότου η παραπάνω απόφαση της Β΄ Διεθνούς, η οποία ψηφίστηκε ομόφωνα και μετ’ επευφημιών από το σύνολο των αντιπροσώπων (συμπεριλαμβανομένων και των λεγόμενων «δεξιών» και «κεντρώων»), αποδειχτεί κενό γράμμα, ωσότου η ηγεσία της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, η πολιτική ηγεσία του παγκόσμιου προλεταριάτου, γίνει συνένοχη στο έγκλημα, που μόλις προσφάτως είχε καταγγείλει με όλους τους τρόπους και σε όλους τους τόνους.