3. Ο Α΄ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος επιτάχυνε τη διαδικασία μετατροπής των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε αστικά αντεπαναστατικά. Η νικηφόρα Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία, το 1917, επιβεβαίωσε τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να πάρει επαναστατικά στα χέρια της την εξουσία. Έφερε ξανά στην ημερήσια διάταξη την ανάγκη συγκρότησης ενιαίου παγκόσμιου επαναστατικού κέντρου με επαναστατικές αρχές και οργανωτική δομή, στη βάση της θεωρίας των Μαρξ - Ένγκελς και της πείρας της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο Λένιν ηγήθηκε στην πάλη για τη συγκρότηση αυτού του κέντρου. Έθεσε το θέμα της αλλαγής των Προγραμμάτων των εργατικών κομμάτων, τη μετονομασία τους σε Κομμουνιστικά Κόμματα και την ανάγκη ίδρυσης μιας νέας Διεθνούς.
Η ΚΔ ιδρύθηκε σε συνθήκες ανόδου του επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη, που εκφράστηκε κυρίως με τις εργατικές εξεγέρσεις στη Φινλανδία (1918), στη Γερμανία (1918-1923) και στην Ουγγαρία (1919) καθώς και με τη δράση πρωτοπόρων εργατών σε όλον τον κόσμο, με απεργίες, διαδηλώσεις και μποϊκοτάζ στη μεταφορά πολεμοφοδίων κατά την ιμπεριαλιστική επέμβαση 14 κρατών στην επαναστατημένη Ρωσία. Η ΚΔ έδωσε σημαντική ώθηση στην ίδρυση Κομμουνιστικών Κομμάτων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτά, αν και υιοθετούσαν τις διακηρύξεις της, δεν είχαν ακόμα αποκτήσει την ιδεολογική - πολιτική ωριμότητα για τη διαμόρφωση επιστημονικά επεξεργασμένου Προγράμματος και αντίστοιχης στρατηγικής.
4. Στο 1ο Ιδρυτικό Συνέδριο της ΚΔ πήραν μέρος 52 αντιπρόσωποι από 35 Οργανώσεις 31 χωρών της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας, ενώ ορισμένοι αντιπρόσωποι δεν έφτασαν στο Συνέδριο, γιατί είχαν συλληφθεί από τις αστικές κυβερνήσεις. Με την ίδρυση της ΚΔ επισημοποιήθηκε η διάσπαση σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, που είχε συντελεστεί σε μια σειρά από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Η Διακήρυξη του Συνεδρίου εκτιμούσε: «Άρχισε μια καινούργια εποχή! Είναι η εποχή κατάρρευσης του καπιταλισμού και της εσωτερικής του αποσύνθεσης. Η εποχή της προλεταριακής κομμουνιστικής επανάστασης...».
Η Προγραμματική Διακήρυξη της ΚΔ πρόβαλε τη δικτατορία του προλεταριάτου, αντιπαρατέθηκε στην αστική δημοκρατία ως μορφής της δικτατορίας του κεφαλαίου, διαμόρφωσε Μανιφέστο προς το διεθνές προλεταριάτο.
Τον Νοέμβρη του 1919 ιδρύθηκε η Κομμουνιστική Διεθνής των Νέων στο Βερολίνο για την ένωση των επαναστατικών δυνάμεων της νεολαίας, με βάση τη γενική γραμμή της ΚΔ και με πρόταξη διεκδικήσεων για τους όρους εκπαίδευσης, ζωής, δουλειάς της νεολαίας και την πάλη κατά του μιλιταρισμού.
Τον Γενάρη 1920 ιδρύθηκε η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (ΒΚΟ), ως ενιαίο κέντρο των Βαλκανικών ΚΚ, της οποίας η πρώτη Απόφαση ήταν η προσχώρηση στην ΚΔ.
Η Κομμουνιστική Διεθνής είχε να αντιπαλέψει την επίδραση της σοσιαλδημοκρατίας στο εργατικό κίνημα. Κατά την έξοδο από τον πόλεμο, τα αστικά επιτελεία και οι οπορτουνιστικές δυνάμεις προσαρμόστηκαν, με αποτέλεσμα στην προπαγάνδα τους να κυριαρχεί ο πασιφισμός (ειρηνισμός), σε αντιπαράθεση με την ανάγκη να παλέψει η εργατική τάξη για την κατάκτηση της εξουσίας. Σε αυτήν τη βάση ανασυγκροτήθηκε η Β΄ Διεθνής, ενώ μετά την ίδρυση της Γ΄ Διεθνούς λειτούργησε για λίγα χρόνια και η λεγόμενη 2½ Διεθνής, στην οποία συσπειρωνόταν η φερόμενη ως «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία. Και οι δύο αυτές οργανώσεις συνέχισαν να έχουν επιρροή στο εργατικό κίνημα, βοηθούμενες και από τις αστικές κυβερνήσεις. Σε διεθνές επίπεδο αντιπάλεψαν τη σοβιετική εξουσία. Ταυτόχρονα, η Β΄ και η 2½ Διεθνής συσπειρώθηκαν στη Συνδικαλιστική Διεθνή του Άμστερνταμ, η οποία στηρίχτηκε από το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, όργανο της ιμπεριαλιστικής Κοινωνίας των Εθνών, με σκοπό να προωθήσουν τις αναγκαίες αστικές προσαρμογές και την ταξική συνεργασία.
5. Το 2ο Συνέδριο της ΚΔ (Πετρούπολη και Μόσχα, 6 - 25 Ιούλη 1920) ψήφισε Θέσεις και Καταστατικό. Οι Θέσεις έθεταν τα ζητήματα της άμεσης προετοιμασίας για την προλεταριακή δικτατορία, του σχηματισμού σε κάθε χώρα ενός ενιαίου ΚΚ, της ενίσχυσης της δράσης των ομίλων και των κομμάτων που αναγνώριζαν τη δικτατορία του προλεταριάτου, του συνδυασμού της νόμιμης με την παράνομη δουλειά. Παράλληλα, εκτιμούσαν ότι η δράση των κομμάτων και των ομίλων ήταν«μακριά από το να έχει υποστεί αυτήν τη βασική μεταβολή, αυτήν τη ριζική ανανέωση, που είναι αναγκαία για ν’ αναγνωρισθεί η δράση αυτή ως κομμουνιστική και ανταποκρινόμενη προς τα καθήκοντα που έχουν στις παραμονές της επιβολής της προλεταριακής δικτατορίας».
Μεγάλης σημασίας ντοκουμέντο του Συνεδρίου αποτέλεσε το κείμενο με τους 21 δεσμευτικούς όρους εισδοχής στην ΚΔ, τους οποίους εισηγήθηκε ο Λένιν, επικρίνοντας τους οπορτουνιστές και τους ταλαντευόμενους αντιπροσώπους στο Συνέδριο, που υποστήριζαν ότι ο μπολσεβικισμός ήταν αποκλειστικά ρωσικό φαινόμενο. Ανέδειξε την καθολική ισχύ του, που δεν ερχόταν σε αντίθεση με τον υπολογισμό των όποιων εθνικών ιδιομορφιών. Βασικοί από τους 21 όρους ήταν η εκκαθάριση των κομμάτων από τα σοσιαλδημοκρατικά και άλλα ρεφορμιστικά στοιχεία, η αποδοχή της αρχής του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στο εσωτερικό κάθε κόμματος και της ΚΔ, η διαγραφή όσων διαφωνούσαν με τις θέσεις της ΚΔ, η καταδίκη του πασιφισμού και του σοσιαλσοβινισμού και κατά προέκταση της αποικιοκρατίας.
Ο Λένιν, με το σημαντικό έργο του «Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», πολέμησε τον σεχταρισμό που απέρριπτε την αναγκαιότητα συνδυασμού όλων των μορφών πάλης, τον κοινοβουλευτικό και εξωκοινοβουλευτικό μαζικό αγώνα. Ωστόσο, η αναγκαία διαπάλη με αυτήν την μορφή παρέκκλισης αξιοποιήθηκε από τον δεξιό οπορτουνισμό για την ενίσχυσή του στις γραμμές κομμάτων της ΚΔ.
Παράλληλα με τις εργασίες του 2ου (και αργότερα του 3ου) Συνεδρίου της ΚΔ, συγκλήθηκαν Διεθνείς Συνδιασκέψεις γυναικών αντιπροσώπων, για την ιδιαίτερη δουλειά στις γυναίκες. Με έδρα τη Μόσχα, λειτούργησε η Διεθνής Γραμματεία Γυναικών με επικεφαλής την Κλάρα Τσέτκιν.
6. Το 3ο Συνέδριο της ΚΔ (Μόσχα, 22 Ιούνη - 12 Ιούλη 1921) επιχείρησε να βελτιώσει τη δράση των κομμουνιστών ανάμεσα σε πολιτικά ανώριμες εργατικές δυνάμεις, καθώς η πλειοψηφία των συνδικαλισμένων εργατών παρέμενε εγκλωβισμένη στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ενώ σε ορισμένα συνεχιζόταν οξυμένη ιδεολογική διαπάλη στο εσωτερικό τους, όπως στη Γερμανία και την Ιταλία.
Οι επαναστατικές εξεγέρσεις στη Φινλανδία, στη Γερμανία και στην Ουγγαρία αποτέλεσαν ιστορικούς σταθμούς μεγάλης σημασίας. Το γεγονός όμως ότι δεν είχαν νικηφόρα έκβαση, οδήγησε στη δυσμενή αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Ταυτόχρονα, σταθεροποιήθηκε η αστική εξουσία, με αποτέλεσμα το ζήτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» να προβάλλει ως κομβικό στοιχείο της ιδεολογικής διαπάλης στις γραμμές του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Συντελούσε και η πίεση που ασκούσε η ισχυρή επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας στα συνδικάτα, στα οποία οι κομμουνιστές είχαν αδύναμη παρουσία εξαιτίας και των διώξεων, του αποκλεισμού τους από τους εργασιακούς χώρους και της γενικευμένης αντιδραστικής προπαγάνδας για «αποκομμουνιστικοποίηση» των συνδικάτων.
Το 3ο Συνέδριο έριξε το σύνθημα «Ανάμεσα στις μάζες» και τη γραμμή του «Ενιαίου Εργατικού Μετώπου», που θα βοηθούσε, σε μη επαναστατικές συνθήκες, την κοινή δράση εργατών που επηρεάζονταν από διαφορετικές πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Το πιο βασικό πρόβλημα ήταν ότι στις νέες, μη επαναστατικές, συνθήκες δεν αξιοποιήθηκαν, ως πείρα, τα διδάγματα της επαναστατικής γραμμής διαπάλης στα Σοβιέτ. Τότε, από τον Φλεβάρη έως τον Οκτώβρη του 1917, για την κατάκτηση της πλειοψηφίας στα Σοβιέτ υπήρξε ισχυρό ιδεολογικό μέτωπο απέναντι στους μενσεβίκους, οπορτουνιστές που είχαν μειοψηφήσει ήδη πριν το 1917 στο Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ).
Στη διάρκεια του 3ου Συνεδρίου της ΚΔ, ιδρύθηκε (3 Ιούλη 1921) η Κόκκινη Διεθνής των Εργατικών Συνδικάτων (Προφιντέρν), με τη συμμετοχή 220 συνδικαλιστών αντιπροσώπων από όλον τον κόσμο και αποσκοπούσε στην ανασυγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος σε επαναστατική γραμμή πάλης. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που προσχώρησαν στην Προφιντέρν (είτε απευθείας, είτε ως συνδικάτα συμπαθούντα, είτε ως κινήματα μειοψηφίας) αριθμούσαν περίπου 17.000.000 μέλη. Η Προφιντέρν ανέστειλε τη δράση της στα τέλη του 1937, ουσιαστικά όμως είχε πάψει να λειτουργεί νωρίτερα, αφού τα Κόκκινα Συνδικάτα άρχισαν από το 1934 να συνενώνονται με τα ρεφορμιστικά, στην κατεύθυνση συγκρότησης των Λαϊκών Μετώπων.
7. Μετά το 3ο Συνέδριο, η πολιτική του «Ενιαίου Εργατικού Μετώπου» και οι σχέσεις με τη σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσαν πεδίο ιδεολογικής διαπάλης στα όργανα της ΚΔ.
Από ορισμένα Κομμουνιστικά Κόμματα το «Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο» ερμηνευόταν σωστά ως πάλη για την ανάπτυξη της κομμουνιστικής επιρροής στις εργατικές μάζες και απόσπασής τους από τη σοσιαλδημοκρατία. Σε άλλες περιπτώσεις προσδιοριζόταν ως από τα κάτω μέσο πίεσης για την αλλαγή της γραμμής της ηγεσίας των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας και την επίτευξη πολιτικής συνεργασίας από τα πάνω. Αυτή η ερμηνεία δεν δικαιώθηκε.
Η διαπάλη κατέληξε στην κυριαρχία της αντίληψης υπέρ της συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία και του μη αποκλεισμού της συμμετοχής ή στήριξης των κομμουνιστών σε αστικές κυβερνήσεις, που υιοθετήθηκε στην Απόφαση του 4ου Συνεδρίου της ΚΔ (Μόσχα, 7 Νοέμβρη - 3 Δεκέμβρη 1922). Το Συνέδριο δεχόταν την πιθανότητα συμμετοχής των κομμουνιστών σε μια εργατοαγροτική ή εργατική κυβέρνηση, που δε θα ήταν ακόμα δικτατορία του προλεταριάτου, παρά το γεγονός ότι δεν τις θεωρούσε ιστορικά αναπόφευκτη αφετηρία για τη δικτατορία του προλεταριάτου.
8. Το 5ο Συνέδριο της ΚΔ (Μόσχα, 17 Ιούνη - 8 Ιούλη 1924) κατέληξε ότι η ουσία του συνθήματος «εργατοαγροτική κυβέρνηση» ταυτίζεται με τη δικτατορία του προλεταριάτου, ενώ έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην μπολσεβικοποίηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, που σήμαινε την ανάπτυξή τους με βάση τις λενινιστικές αρχές του Κόμματος Νέου Τύπου.
Στη συνέχεια η ΚΔ, μέσα από μια αντιφατική πορεία εναλλαγών στη στάση της απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, σταδιακά αδυνάτιζε το μέτωπο απέναντί της, αν και η τελευταία είχε καθαρά διαμορφωθεί ως αντεπαναστατική πολιτική δύναμη αστικής εξουσίας. Ενισχύονταν έτσι και οι δεξιές οπορτουνιστικές θέσεις στις γραμμές των κομμάτων της ΚΔ.
9. Η συζήτηση για το Πρόγραμμα της ΚΔ, που ξεκίνησε από το 3ο Συνέδριο (1921) κατέληξε τελικά στο 6ο Συνέδριο (Μόσχα, 15 Ιούλη - 1 Σεπτέμβρη 1928).
Στο Πρόγραμμα αναδεικνυόταν, σωστά, η λενινιστική ανάλυση ότι «η ανισομέρεια της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού» και επομένως «από εδώ βγαίνει ότι είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού, στη αρχή σε μερικές, ακόμα και σε μια ξεχωριστή κεφαλαιοκρατική χώρα». Όμως, καθόρισε τρεις βασικούς τύπους επαναστάσεων στην πάλη για την παγκόσμια δικτατορία του προλεταριάτου, με κριτήριο τη θέση κάθε καπιταλιστικής χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα: 1. Χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, στις οποίες ήταν δυνατό το άμεσο πέρασμα στη δικτατορία του προλεταριάτου. 2. Χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπου δεν έχει ολοκληρωθεί ο αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός, στις οποίες θεωρούνταν δυνατό ένα λίγο-πολύ γρήγορο πέρασμα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική. 3. Χώρες αποικιακές ή μισοαποικιακές, στις οποίες το πέρασμα στη δικτατορία του προλεταριάτου προϋπέθετε ολόκληρη περίοδο για τη μετατροπή της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική.
Υποτιμήθηκαν ο διεθνής χαρακτήρας της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού και η όξυνση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας. Ακόμα, η ανάλυση της ΚΔ δεν προσανατολίστηκε από το αντικειμενικό γεγονός ότι η ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομιών και οι ανισότιμες σχέσεις μεταξύ κρατών δεν μπορούν να καταργηθούν στο έδαφος του καπιταλισμού. Σε τελευταία ανάλυση, ο χαρακτήρας της επανάστασης σε κάθε καπιταλιστική χώρα καθορίζεται αντικειμενικά από τη βασική αντίθεση που καλείται να επιλύσει, ανεξάρτητα από τη σχετική μεταβολή της θέσης της κάθε χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Από την όξυνση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου -
εργασίας σε κάθε καπιταλιστική χώρα, στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, προκύπτουν ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας και τα καθήκοντα της επανάστασης.
Υποτιμήθηκε ο χαρακτήρας της εποχής ως εποχής περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και η δυνατότητα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής να δώσουν μεγάλη ώθηση, να απελευθερώσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όπως αποδείχτηκε στη Σοβιετική Ένωση.
Λαθεμένα ο ιμπεριαλισμός θεωρούνταν μορφή βίαιης εξωτερικής πολιτικής ορισμένων –των πιο ισχυρών– κρατών, ενώ στο ιμπεριαλιστικό σύστημα περιλαμβάνονταν δεκάδες χώρες (ο μονοπωλιακός καπιταλισμός είχε διαμορφωθεί και στην Κίνα, αλλά και στη Βραζιλία). Ταυτόχρονα, ο χαρακτηρισμός τους ως εξαρτημένων δεν έπαιρνε υπόψη τη διαπλοκή συμφερόντων ανάμεσα στην ξένη και την εγχώρια αστική τάξη.
Άλλο βασικό πρόβλημα ήταν ότι στο επαναστατικό προτσές κατέτασσε ισχυρές αστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, που ήδη βρίσκονταν στην εξουσία, όπως στην Τουρκία, καθώς και τις αστικές τάξεις του Μαρόκου, της Συρίας κ.ά.
Το 6ο Προγραμματικό Συνέδριο της ΚΔ σωστά υπογράμμισε ότι «ο πόλεμος είναι αξεχώριστος από τον καπιταλισμό». Από αυτήν την επισήμανση προέκυπτε ότι η «κατάργηση του πολέμου δεν είναι δυνατή παρά με την κατάργηση του καπιταλισμού». Κάλεσε τους εργάτες «να μετατρέψουν τον πόλεμο», που απειλούσε να ξεσπάσει ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη, «σ’ εμφύλιο πόλεμο των προλετάριων ενάντια στην αστική τάξη, με σκοπό να εγκαθιδρύσουν τη δικτατορία του προλεταριάτου και το σοσιαλισμό».
Όσον αφορά στο χαρακτήρα του φασισμού, εκτιμούσε ότι αποτελεί μορφή της κεφαλαιοκρατικής ιμπεριαλιστικής αντίδρασης κάτω από ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες, «για να εξασφαλίσει μεγαλύτερη σταθερότητα (...) η κεφαλαιοκρατία είναι αναγκασμένη όλο και περισσότερο να περνά απ’ το κοινοβουλευτικό σύστημα προς την (...) φασιστική μέθοδο».
Σχετικά με τη σοσιαλδημοκρατία εκτίμησε: «Παίζει συχνά στις πιο κρίσιμες για τον καπιταλισμό στιγμές, φασιστικό ρόλο. Στην πορεία της ανάπτυξής της η σοσιαλδημοκρατία εκδηλώνει φασιστικές τάσεις». Η παραπάνω εκτίμηση δεν ήταν σωστή. Η πραγματικότητα είναι ότι, απέναντι στη σοσιαλιστική επανάσταση, η σοσιαλδημοκρατία λειτουργούσε συγκυριακά πυροσβεστικά στην κρίση των φιλελεύθερων αστικών κυβερνήσεων και άφηνε έδαφος για την εναλλαγή τους με φασιστικές κυβερνήσεις.
10. Πριν από το 7ο Συνέδριο της ΚΔ (Μόσχα, 25 Ιούλη - 21 Αυγούστου 1935) τα ΚΚ Γαλλίας και Ισπανίας, με τη σύμφωνη γνώμη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ, είχαν απευθύνει κάλεσμα συνεργασίας στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Τελικά, τα Λαϊκά Μέτωπα σε αυτές τις χώρες συγκροτήθηκαν το 1936, ως πολιτική συνεργασία των Κομμουνιστικών Κομμάτων με τα σοσιαλδημοκρατικά και άλλα αστικά κόμματα και οπορτουνιστικά ρεύματα και πήραν μέρος ή στήριξαν κυβερνήσεις, οι οποίες δεν αμφισβητούσαν την καπιταλιστική εξουσία.
Το 7ο Συνέδριο χαρακτήρισε τον επερχόμενο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ιμπεριαλιστικό, όμως ταυτόχρονα έδινε προτεραιότητα στην πολιτική συγκρότησης αντιφασιστικού μετώπου. Μάλιστα, καθόρισε ότι η ανάδειξη αντιφασιστικής κυβέρνησης αποτελούσε μορφή μετάβασης στην εργατική εξουσία.
Αντικαταστάθηκε η εκτίμηση του 6ου Συνεδρίου για τον χαρακτήρα του φασισμού, με τη θέση ότι αυτός συνιστούσε «ανοικτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου». Υιοθετήθηκε η προβληματική εκτίμηση ότι μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εκδηλωνόταν «πορεία επαναστατικοποίησης», που κατέληγε στην ανάγκη «συγχώνευσης των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων», με την προϋπόθεση ότι τα δεύτερα θα αναγνώριζαν την επαναστατική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, την ενότητα δράσης με τα ΚΚ, τη λειτουργία νέου κόμματος με βάση τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Το γεγονός ότι το 7ο Συνέδριο έθετε τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν αναιρούσε το ουσιαστικό: Ότι έτσι δημιουργούνταν αυταπάτες και πνεύμα συμφιλίωσης, σύγχυση και άμβλυνση του ιδεολογικοπολιτικού μετώπου κατά της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνισμού.
Μετά την εισβολή της φασιστικής Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, η ΚΔ άλλαξε θέση για τον χαρακτήρα του πολέμου, προσδιορίζοντας αυτόν ως αντιφασιστικό και καθορίζοντας ότι «...το βασικό χτύπημα τώρα στρέφεται εναντίον του φασισμού...» και ότι «στο παρόν στάδιο δεν θα καλούμε σε ανατροπή του καπιταλισμού στις διάφορες χώρες, ούτε σε παγκόσμια επανάσταση (...) από αυτόν τον αγώνα δεν πρέπει να απωθούμε το τμήμα εκείνο της μικρής αστικής τάξης, της διανόησης και της αγροτιάς το οποίο τάσσεται ανοικτά υπέρ του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Αντίθετα, πρέπει να τους κατακτούμε ως συμμάχους και οι κομμουνιστές να ενταχθούν σε αυτό το κίνημα ως καθοδηγητικός πυρήνας».
Αυτή η θέση υποτιμούσε ότι ο χαρακτήρας του πολέμου καθορίζεται από το ποια τάξη και για ποιον σκοπό διεξάγει τον πόλεμο, είτε είναι αρχικά και τη συγκεκριμένη στιγμή αμυνόμενη, είτε επιτιθέμενη. Η πάλη ενάντια στον φασισμό και για την απελευθέρωση από την ξενική κατοχή, για δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, αποσυνδέθηκε από την πάλη ενάντια στο κεφάλαιο.
Οι αντιφάσεις στη γραμμή της ΚΔ σχετικά με το χαρακτήρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επηρεάζονταν και από τις επιδιώξεις της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ και από την προσπάθεια υπεράσπισής της από έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Όμως, σε κάθε περίπτωση, οι ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής ενός σοσιαλιστικού κράτους δεν μπορεί να υποκαθιστούν την αναγκαιότητα της επαναστατικής στρατηγικής για κάθε καπιταλιστική χώρα. Η οριστική διασφάλιση, σε τελευταία ανάλυση, ενός σοσιαλιστικού κράτους κρίνεται από την παγκόσμια νίκη του σοσιαλισμού ή από την επικράτησή του σε μια ισχυρή ομάδα χωρών και επομένως από την πάλη για την επανάσταση σε κάθε χώρα.
11. Στις 15 Μάη 1943, εν μέσω του ιμπεριαλιστικού πολέμου, αποφασίστηκε η αυτοδιάλυση της ΚΔ, ύστερα από πρόταση του Προεδρείου της που επικύρωσαν όλα τα ΚΚ. Αιτιολογήθηκε με την εκτίμηση ότι είχε εκπληρώσει την ιστορική αποστολή της ως διεθνής μορφή ενότητας του κομμουνιστικού κινήματος. Στην απόφαση για τη διάλυσή της σημειωνόταν ότι ήδη από το 7ο Συνέδριο είχε υπογραμμιστεί η ανάγκη η Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ κατά την επίλυση όλων των ζητημάτων του εργατικού κινήματος«να ξεκινά από τις συγκεκριμένες συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και να αποφεύγει, ως κανόνα, την άμεση ανάμειξη στις εσωοργανωτικές υποθέσεις των κομμουνιστικών κομμάτων». Επίσης, ανέφερε: «...υπολογίζοντας την άνοδο και πολιτική ωριμότητα των κομμουνιστικών κομμάτων και των ηγετικών τους στελεχών (...) και έχοντας επίσης υπόψη ότι κατά τη διάρκεια του παρόντος πολέμου μια σειρά τμημάτων ανακίνησαν ζήτημα διάλυσης της ΚΔ ως καθοδηγητικού κέντρου του διεθνούς εργατικού κινήματος, το Προεδρείο της ΕΕ της ΚΔ μη έχοντας σε συνθήκες παγκοσμίου πολέμου τη δυνατότητα να συγκαλέσει Συνέδριο επιτρέπει στον εαυτό του να θέσει προς επικύρωση στα τμήματα της ΚΔ την παρακάτω πρόταση: Η Κομμουνιστική Διεθνής (...) να διαλυθεί».
Ο Ι. Β. Στάλιν αιτιολόγησε την αυτοδιάλυση, λέγοντας, ανάμεσα σε άλλα ότι «ξεσκεπάζει την ψευτιά των χιτλερικών ότι η “Μόσχα” δήθεν σκοπεύει να παρεμβαίνει στη ζωή των άλλων κρατών και να τα “μπολσεβικοποιήσει”».
Η απόφαση αυτοδιάλυσης της ΚΔ ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές που υπηρέτησαν την ίδρυσή της. Βρισκόταν σε αντίθεση με το πνεύμα και το γράμμα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, με την αρχή του Προλεταριακού Διεθνισμού, με την ανάγκη, μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες, να υπάρχει ενιαία επαναστατική στρατηγική των Κομμουνιστικών Κομμάτων ενάντια στον διεθνή ιμπεριαλισμό.
Αποτελεί διαφορετικό ζήτημα η διερεύνηση της οργανωτικής μορφής που πρέπει να έχει η ενότητα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ο τρόπος λειτουργίας της και βεβαίως πάντα με προϋπόθεση τη διαμόρφωση ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής.
12. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο, πρόβαλε επιτακτικά η ανάγκη ενιαίας δράσης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος απέναντι στην ενιαία διεθνή αντεπίθεση του ιμπεριαλισμού. Έκφρασή της ήταν η συγκρότηση, στη Σκλάρσκα Πορέμπα της Πολωνίας (22 - 28 Σεπτέμβρη 1947) του Γραφείου Πληροφοριών (Κομινφόρμ), από αντιπροσώπους 9 Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (ΕΣΣΔ, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας, Ουγγαρίας, Γαλλίας και Ιταλίας). Στην ιδρυτική σύσκεψη καθορίστηκε ως σκοπός του η ανταλλαγή πληροφοριών και ο συντονισμός δράσης. Στην πραγματικότητα, το Γραφείο Πληροφοριών έπαιξε καθοδηγητικό ρόλο στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, αν και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να καλύψει την ανάγκη συγκρότησης νέας Κομμουνιστικής Διεθνούς. Διαλύθηκε το 1956, ως αποτέλεσμα της δεξιάς οπορτουνιστικής στροφής (έπειτα από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ) και κρίσης στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.
Νέες πιο χαλαρές μορφές συντονισμού της δράσης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος αποτέλεσαν στη συνέχεια οι διεθνείς διασκέψεις Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, οι οποίες δεν διαμόρφωσαν προϋποθέσεις ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής απέναντι στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.