Η στάση της Βρετανίας: Στα τέλη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, η βρετανική αστική τάξη, παρότι υπήρξε η πλέον ωφελημένη της μοιρασιάς του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, αντιμετώπιζε μια σειρά προβλήματα και προκλήσεις. Σημαντικότερα εξ αυτών ήταν η καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1920-1921, η ολοένα αυξανόμενη αδυναμία του βρετανικού καπιταλιστικού κράτους να προασπιστεί τα πολλαπλά συμφέροντα και επιδιώξεις της αστικής του τάξης παγκοσμίως, καθώς και η όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων (αποχώρηση των Συντηρητικών και ανατροπή της κυβέρνησης συνεργασίας του έως τότε πρωθυπουργού Ντ. Λόιντ Τζορτζ τον Οκτώβρη του 1922, προσφυγή στις κάλπες 3 φορές μέσα στα επόμενα δύο χρόνια κοκ.). Όλα τα παραπάνω είχαν αντίκτυπο και στη στάση της Βρετανίας έναντι των τεκταινόμενων στην Εγγύς Ανατολή.
Άλλοι σημαντικοί παράγοντες που επέδρασαν ειδικά ως προς την αναπροσαρμογή της στάσης της βρετανικής αστικής τάξης έναντι του νέου τουρκικού κράτους ήταν οι εξής:
Καταρχάς, η ανάγκη ύπαρξης ισχυρού αναχώματος απέναντι στη νεαρή Σοβιετική Ρωσία. Όπως ανέφερε ο Ρ. Γκράχαμ στο βρετανικό υπουργείο Πολέμου, καθώς οι Έλληνες αποδείχτηκαν «άχρηστοι ως φύλακες των Στενών», η εναλλακτική δεν ήταν άλλη από «τους Τούρκους, τους οποίους μπορούμε να εμπιστευτούμε να διεκπεραιώσουν πιστά [αυτήν] την αποστολή ορθώνοντας άμυνα απέναντι στην Μπολσεβίκικη ή οποιαδήποτε άλλη Ρωσία».2
Κατά δεύτερον, ο αρνητικός αντίκτυπος της έως τότε ακολουθούμενης πολιτικής της Βρετανίας –και ακόμη περισσότερο μια ενδεχόμενη ανοιχτή πολεμική εμπλοκή της χώρας με την Τουρκία– στους πολυπληθείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας της (ειδικά στην Ινδία, που τότε περιλάμβανε και το σημερινό κράτος του Πακιστάν). «Από την οπτική της Ινδίας», τόνιζε επιτακτικά ο Βρετανός «αντιβασιλέας» της Ινδίας προς το υπουργείο των Εξωτερικών, «αυτό που είναι απαραίτητο είναι η αποκατάσταση των παλιών εγκάρδιων δεσμών ανάμεσα στη Μ. Βρετανία και την Τουρκία».3
Όλα τα παραπάνω ενίσχυαν την τάση επαναπροσέγγισης της βρετανικής με την τουρκική αστική τάξη στην κατεύθυνση επίτευξης κάποιου συμβιβασμού. Καθώς «δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το μεγάλο ραβδί», εκτιμούσε το βρετανικό υπουργείο Πολέμου, «ακόμη και αν το επιθυμούσαμε, εφόσον δε διαθέτουμε το στρατό που απαιτείται [για κάτι τέτοιο], πρέπει να προσπαθήσουμε να γίνουμε φίλοι»4.
Η στάση της Γαλλίας: Η εξέλιξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου στη Μικρά Ασία υπήρξε ευνοϊκή για τα συμφέροντα και της επιδιώξεις της γαλλικής αστικής τάξης, όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη.
«Στους γαλλικούς κύκλους γενικά εκφράζεται μεγάλη ικανοποίηση για την Ελληνική ήττα», αναφερόταν χαρακτηριστικά σε έκθεση της Βρετανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (SIS) της 13.9.1922, καθώς «υπάρχει η ευρεία πεποίθηση πως αυτή θα οδηγήσει στην κατάρρευση της Βρετανικής πολιτικής στην Εγγύς Ανατολή (...) και στον ευρύτερο θρίαμβο της Γαλλικής πολιτικής στην Ευρώπη»5.
Η αποφασιστικότητα της γαλλικής αστικής τάξης στο να ανατρέψει τη βρετανική κυριαρχία στην περιοχή αποτυπώθηκε και στη συνάντηση του τέως Γάλλου πρωθυπουργού Α. Μπριάν με εκπροσώπους της κυβέρνησης της Άγκυρας την ίδια περίοδο, τους οποίους και διαβεβαίωσε πως «η Γαλλία δε θα άφηνε την Κωνσταντινούπολη να πέσει στα χέρια των Βρετανών ή των Ελλήνων (...). Αν δε οι Έλληνες επιχειρούσαν να προελάσουν κατά της Κωνσταντινούπολης, θα έθετε τα γαλλικά στρατεύματα στη Συρία στη διάθεση των Τούρκων»6.
Η στάση της Ιταλίας: Η ιταλική αστική τάξη, που θεωρούσε εαυτόν «ριγμένο» από τη νομή της πολεμικής λείας του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, προσέβλεπε σαφώς στην αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών. Όπως τόνισε ο Μπ. Μουσολίνι7 στον Τζ. Κόρζον8 παραμονές του Συνεδρίου της Λοζάνης, οι Ιταλοί «ήταν δυσαρεστημένοι με τις αόριστες υποσχέσεις του παρελθόντος, την ίδια στιγμή που οι σύμμαχοί τους αποκτούσαν πολύτιμα εδάφη τα οποία αποτελούσαν για κείνους πηγή πλούτου και δύναμης, και τώρα ήρθε η ώρα να κάνουν τις αόριστες υποσχέσεις τους πράξη». Ο Κόρζον, πάντως, εκτιμούσε πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη συνεργασία της Ιταλίας ενόψει των νέων διαπραγματεύσεων σχετικά εύκολα, με ανταλλάγματα δηλαδή που δε θα έθιγαν τα ζωτικά συμφέροντα της Βρετανίας. Τα ανταλλάγματα αυτά «βρέθηκαν» στην εκχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ιταλία και τη διασφάλιση μιας σειράς οικονομικών παραχωρήσεων-προνομίων στο νέο τουρκικό κράτος.9
Ήδη, στις 8.10.1922, αμέσως μετά δηλαδή από την τελική ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, η ιταλική κυβέρνηση κήρυξε μονομερώς άκυρη τη Συμφωνία Τιτόνι-Βενιζέλου (1920) με την οποία η Ιταλία είχε παραχωρήσει στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα πλην της Ρόδου.10 Παραμονές δε της έναρξης των εργασιών του Συνεδρίου της Λοζάνης η Ιταλία θα προβεί και σε πιο ενεργές-επιθετικές κινήσεις, αποβιβάζοντας στρατό στην Κάλυμνο και θέτοντας το νησί σε αποκλεισμό.11
Η στάση των ΗΠΑ: Οι ΗΠΑ, που δεν είχαν συνομολογήσει στη νομή των Σεβρών, έβλεπαν στα νέα δεδομένα που δημιουργούσε η ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία μια ευκαιρία που δεν έπρεπε να περάσει ανεκμετάλλευτη. Όπως τόνισε σε τηλεγράφημά του προς τον υπουργό των Εξωτερικών των ΗΠΑ στις 5.10.1922 ο Αμερικανός ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη Μ. Μπρίστολ: «Εφόσον οι ΗΠΑ είναι μια από τις νικήτριες δυνάμεις [σ.σ.: του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου] με πολλά κεκτημένα συμφέροντα στην Τουρκία, δεν έχουμε την πολυτέλεια να μείνουμε αδρανείς την ώρα που οι Σύμμαχοι θα συνομολογούν σημαντικές αλλαγές στους όρους της συνθηκολόγησης.»12
Ο Αμερικανός αιδεσιμότατος Σ. Ράλφ Χάρλοου θα σχολιάσει ειρωνικά την πολιτική της κυβέρνησής του (που ακολουθούσε δήθεν πολιτική «απομονωτισμού»), σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Όταν αναφερθεί η λέξη “πετρέλαιο”, ο ερημίτης του Νέου Κόσμου ξεπετάγεται στη στιγμή από την απομόνωσή του. Αντίθετα, η Αμερική δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τη Μικρά Ασία όταν ο Τούρκος κατακρεουργεί τους χριστιανούς υπηκόους του κατά εκατοντάδες χιλιάδες.»13
Το βάθος των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, πάντως, εκφράστηκε σύντομα και με τον πλέον παραστατικό τρόπο κατά τη λεγόμενη «κρίση των Στενών». Μετά την ήττα και αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία, η ουδέτερη ζώνη των Στενών έμεινε εκτεθειμένη στην τουρκική προέλαση. Η τουρκική αστική τάξη, διά χειρός Μ. Κεμάλ, έσπευσε να διαβεβαιώσει τους μεν Βρετανούς πως «η Τουρκία δεν ήταν σε πόλεμο με τη Βρετανία», τους δε Γάλλους πως η τουρκική πλευρά «δεν επιθυμούσε τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι προβλεπόταν στο Εθνικό Συμβόλαιο14 και ήθελε να αποφύγει τη σύγκρουση με τους Συμμάχους»15.
Και ενώ οι Βρετανοί υπήρξαν αμετακίνητοι ως προς τη μη παραβίαση της ουδετερότητας της ζώνης των Στενών (ξεκαθαρίζοντας πως θα την υπερασπίζονταν ακόμη και ένοπλα αν αυτό χρειαζόταν), Γάλλοι και Ιταλοί απέσυραν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις από την ασιατική πλευρά. Η εμφατική αυτή ρήξη στο όποιο κοινό μέτωπο των δυνάμεων της Αντάντ έως εκείνη τη στιγμή είχε σημαντικό αντίκτυπο στην πορεία των γεγονότων, αρχής γενομένης από την κυβερνητική κρίση στη Βρετανία και την αντικατάσταση του Ντ. Λόιντ Τζορτζ από τον Α. Μπόναρ Λο στην πρωθυπουργία. Η αλλαγή αυτή, αποτέλεσμα των αντιθέσεων που υπέβοσκαν και οξύνονταν όλο το προηγούμενο διάστημα στους κόλπους της βρετανικής αστικής τάξης, σηματοδότησε μια γενικότερη μεταστροφή στον προσανατολισμό της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της Μ. Βρετανίας. Όπως επισήμανε ο νέος Βρετανός πρωθυπουργός σε επιστολή του: «Δεν μπορούμε να λειτουργούμε ως ο χωροφύλακας του κόσμου», εφόσον «η οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας μας το καθιστά ανέφικτο»16. Αυτό, όσον αφορά την περίπτωση της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, σήμαινε ενίσχυση της τάσης για κάποια συμβιβαστική λύση στη διαφαινόμενη εδώ και καιρό ανάγκη αναπροσαρμογής των όρων νομής τους.
Η κυβέρνηση της Άγκυρας, λοιπόν, θα καλούνταν για διαπραγματεύσεις πάνω σε αυτούς τους όρους, τους όρους της νέας ιμπεριαλιστικής ειρήνης. Ως «δέλεαρ», για να δεχτεί καταρχάς να έρθει σε διαπραγματεύσεις, οι τρεις συμμαχικές κυβερνήσεις (Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας) δήλωσαν πως ήταν διατεθειμένες να παραχωρήσουν στην Τουρκία την Ανατολική Θράκη. Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ν. Τριανταφυλλάκος, έπειτα από σχετική «συνομιλία του με τον Άγγλο πρεσβευτή στις 12/25 Σεπτεμβρίου (...) δέχτηκε να συμμορφωθεί με την απόφαση των Δυνάμεων ως προς το ζήτημα της Θράκης (...) κατανοώντας πλήρως, σύμφωνα με την έκθεση του Άγγλου πρεσβευτή, “τις σοβαρές συνέπειες που θα είχε για την Αγγλία ο πόλεμος με την Κεμαλική Τουρκία”»17.
Λίγες μέρες αργότερα η τουρκική πλευρά αποδέχτηκε τους όρους των Συμμάχων και έτσι, στις 11.10.1922, υπογράφτηκε η ανακωχή των Μουδανιών.
Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, ο ελληνικός στρατός όφειλε να εκκενώσει την περιοχή της Ανατολικής Θράκης εντός 15 ημερών, ενώ κατόπιν θα δινόταν διορία άλλων 30 ημερών για την αποχώρηση και του άμαχου πληθυσμού.18 Η εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης, πέραν του ξεδιάντροπου λόγου για τον οποίο πραγματοποιήθηκε, αντέβαινε κάθε έννοια αυτοδιάθεσης, εφόσον το ελληνικό στοιχείο πλειοψηφούσε στο σύνολο του πληθυσμού. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε, με την αρχική αποχώρηση του στρατού και κατόπιν του άμαχου πληθυσμού, άφηνε τον τελευταίο έκθετο σε κάθε είδους αυθαιρεσία (όπως και έγινε19), ενώ δημιουργούσε 200.000-250.000 νέους πρόσφυγες.20