100 χρόνια από την ιμπεριαλιστική ειρήνη της Λοζάνης


του Αναστάση Γκίκα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία αποτέλεσε την τελευταία –επιθανάτια– πράξη της θνησιγενούς ιμπεριαλιστικής ειρήνης των Σεβρών, της οποίας η αναθεώρηση είχε καταστεί ήδη αναπόφευκτη από τη δυναμική των διαρκώς εξελισσόμενων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και μεταβαλλόμενων συσχετισμών.1

Βασικά συστατικά στοιχεία των παραπάνω υπήρξαν τα εξής:

α) Η επιτυχής ένοπλη αμφισβήτηση της νομής της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –προϊόν του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου– από τη μεριά της προηγούμενα ηττημένης τουρκικής αστικής τάξης.

Η ήττα και εκδίωξη των στρατευμάτων, αρχικά της Γαλλίας από την Κιλικία και κατόπιν της Ελλάδας από τη Σμύρνη και τα ενδότερα, σε συνδυασμό με τη δύσκολη θέση στην οποία είχαν περιέλθει πλέον οι συμμαχικές δυνάμεις που κατείχαν την Κωνσταντινούπολη και την απροθυμία των δυνάμεων της Αντάντ για περαιτέρω συνέχιση του πολέμου –είτε για λόγους εσωτερικούς (ισχυρές αντιπολεμικές διαθέσεις στο λαό, έλλειψη πόρων λόγω των επιτακτικών αναγκών της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης κοκ.) είτε για λόγους εξωτερικούς (αυξημένες στρατιωτικές ανάγκες σε άλλα σημεία της υφηλίου, π.χ. Μέση Ανατολή)– καθόρισαν την ανάγκη για κάποιου είδους συμβιβασμό.

β) Η όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα στους νικητές Συμμάχους (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία).

Η νομή της πολεμικής λείας και οι νέοι ενδοϊμπεριαλιστικοί συσχετισμοί, όπως προέκυψαν την επαύριο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και αποτυπώθηκαν σε μια σειρά Συνθήκες, όχι μόνο άφησαν ανοιχτούς μια σειρά λογαριασμούς, αλλά δημιούργησαν και νέους. Ειδικά όσον αφορά την πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η αμφισβήτηση της νομής και των συσχετισμών που αποτυπώθηκαν στις Σέβρες από τη μεριά της Γαλλίας και της Ιταλίας την επομένη σχεδόν της υπογραφής της ομώνυμης Συνθήκης είναι χαρακτηριστική. Γαλλία και Ιταλία, όχι μόνο επιδίωξαν χωριστές συμφωνίες με την τουρκική κυβέρνηση της Άγκυρας, αλλά και την στήριξαν ενεργά στην προσπάθειά της για πολεμική ανατροπή των όρων των Σεβρών (σε βάρος των βρετανικών και ελληνικών συμφερόντων, με ταυτόχρονη διασφάλιση των δικών τους). Άμεση και έμμεση αμφισβήτηση των όρων της Συνθήκης των Σεβρών υπήρξε και από τη μεριά των ΗΠΑ, οι οποίες ούτε την είχαν υπογράψει, ούτε την επιθυμούσαν (εφόσον έστεκε εμπόδιο στη δική τους διείσδυση στην περιοχή).

γ) Η νικηφόρα πορεία της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Σοβιετική Ρωσία.

Η επικράτηση της σοβιετικής εξουσίας έναντι των εγχώριων και διεθνών δυνάμεων της αντεπανάστασης, καθώς και η ενεργός υποστήριξή της προς τα εθνικoαπελευθερωτικά-αντιαποικιακά κινήματα του κόσμου, καθόρισε σημαντικά τη στάση και τους στόχους των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών αναφορικά με την ευρύτερη περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής και ειδικότερα με το νέο τουρκικό κράτος.

 

ΕΝΔΟΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΤΗΝ ΕΠΑΥΡΙΟ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Η στάση της Βρετανίας: Στα τέλη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, η βρετανική αστική τάξη, παρότι υπήρξε η πλέον ωφελημένη της μοιρασιάς του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, αντιμετώπιζε μια σειρά προβλήματα και προκλήσεις. Σημαντικότερα εξ αυτών ήταν η καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1920-1921, η ολοένα αυξανόμενη αδυναμία του βρετανικού καπιταλιστικού κράτους να προασπιστεί τα πολλαπλά συμφέροντα και επιδιώξεις της αστικής του τάξης παγκοσμίως, καθώς και η όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων (αποχώρηση των Συντηρητικών και ανατροπή της κυβέρνησης συνεργασίας του έως τότε πρωθυπουργού Ντ. Λόιντ Τζορτζ τον Οκτώβρη του 1922, προσφυγή στις κάλπες 3 φορές μέσα στα επόμενα δύο χρόνια κοκ.). Όλα τα παραπάνω είχαν αντίκτυπο και στη στάση της Βρετανίας έναντι των τεκταινόμενων στην Εγγύς Ανατολή.

Άλλοι σημαντικοί παράγοντες που επέδρασαν ειδικά ως προς την αναπροσαρμογή της στάσης της βρετανικής αστικής τάξης έναντι του νέου τουρκικού κράτους ήταν οι εξής:

Καταρχάς, η ανάγκη ύπαρξης ισχυρού αναχώματος απέναντι στη νεαρή Σοβιετική Ρωσία. Όπως ανέφερε ο Ρ. Γκράχαμ στο βρετανικό υπουργείο Πολέμου, καθώς οι Έλληνες αποδείχτηκαν «άχρηστοι ως φύλακες των Στενών», η εναλλακτική δεν ήταν άλλη από «τους Τούρκους, τους οποίους μπορούμε να εμπιστευτούμε να διεκπεραιώσουν πιστά [αυτήν] την αποστολή ορθώνοντας άμυνα απέναντι στην Μπολσεβίκικη ή οποιαδήποτε άλλη Ρωσία».2

Κατά δεύτερον, ο αρνητικός αντίκτυπος της έως τότε ακολουθούμενης πολιτικής της Βρετανίας –και ακόμη περισσότερο μια ενδεχόμενη ανοιχτή πολεμική εμπλοκή της χώρας με την Τουρκία– στους πολυπληθείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας της (ειδικά στην Ινδία, που τότε περιλάμβανε και το σημερινό κράτος του Πακιστάν). «Από την οπτική της Ινδίας», τόνιζε επιτακτικά ο Βρετανός «αντιβασιλέας» της Ινδίας προς το υπουργείο των Εξωτερικών, «αυτό που είναι απαραίτητο είναι η αποκατάσταση των παλιών εγκάρδιων δεσμών ανάμεσα στη Μ. Βρετανία και την Τουρκία».3

Όλα τα παραπάνω ενίσχυαν την τάση επαναπροσέγγισης της βρετανικής με την τουρκική αστική τάξη στην κατεύθυνση επίτευξης κάποιου συμβιβασμού. Καθώς «δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το μεγάλο ραβδί», εκτιμούσε το βρετανικό υπουργείο Πολέμου, «ακόμη και αν το επιθυμούσαμε, εφόσον δε διαθέτουμε το στρατό που απαιτείται [για κάτι τέτοιο], πρέπει να προσπαθήσουμε να γίνουμε φίλοι»4.

Η στάση της Γαλλίας: Η εξέλιξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου στη Μικρά Ασία υπήρξε ευνοϊκή για τα συμφέροντα και της επιδιώξεις της γαλλικής αστικής τάξης, όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη.

«Στους γαλλικούς κύκλους γενικά εκφράζεται μεγάλη ικανοποίηση για την Ελληνική ήττα», αναφερόταν χαρακτηριστικά σε έκθεση της Βρετανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (SIS) της 13.9.1922, καθώς «υπάρχει η ευρεία πεποίθηση πως αυτή θα οδηγήσει στην κατάρρευση της Βρετανικής πολιτικής στην Εγγύς Ανατολή (...) και στον ευρύτερο θρίαμβο της Γαλλικής πολιτικής στην Ευρώπη»5.

Η αποφασιστικότητα της γαλλικής αστικής τάξης στο να ανατρέψει τη βρετανική κυριαρχία στην περιοχή αποτυπώθηκε και στη συνάντηση του τέως Γάλλου πρωθυπουργού Α. Μπριάν με εκπροσώπους της κυβέρνησης της Άγκυρας την ίδια περίοδο, τους οποίους και διαβεβαίωσε πως «η Γαλλία δε θα άφηνε την Κωνσταντινούπολη να πέσει στα χέρια των Βρετανών ή των Ελλήνων (...). Αν δε οι Έλληνες επιχειρούσαν να προελάσουν κατά της Κωνσταντινούπολης, θα έθετε τα γαλλικά στρατεύματα στη Συρία στη διάθεση των Τούρκων»6.

Η στάση της Ιταλίας: Η ιταλική αστική τάξη, που θεωρούσε εαυτόν «ριγμένο» από τη νομή της πολεμικής λείας του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, προσέβλεπε σαφώς στην αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών. Όπως τόνισε ο Μπ. Μουσολίνι7 στον Τζ. Κόρζον8 παραμονές του Συνεδρίου της Λοζάνης, οι Ιταλοί «ήταν δυσαρεστημένοι με τις αόριστες υποσχέσεις του παρελθόντος, την ίδια στιγμή που οι σύμμαχοί τους αποκτούσαν πολύτιμα εδάφη τα οποία αποτελούσαν για κείνους πηγή πλούτου και δύναμης, και τώρα ήρθε η ώρα να κάνουν τις αόριστες υποσχέσεις τους πράξη». Ο Κόρζον, πάντως, εκτιμούσε πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη συνεργασία της Ιταλίας ενόψει των νέων διαπραγματεύσεων σχετικά εύκολα, με ανταλλάγματα δηλαδή που δε θα έθιγαν τα ζωτικά συμφέροντα της Βρετανίας. Τα ανταλλάγματα αυτά «βρέθηκαν» στην εκχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ιταλία και τη διασφάλιση μιας σειράς οικονομικών παραχωρήσεων-προνομίων στο νέο τουρκικό κράτος.9

Ήδη, στις 8.10.1922, αμέσως μετά δηλαδή από την τελική ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, η ιταλική κυβέρνηση κήρυξε μονομερώς άκυρη τη Συμφωνία Τιτόνι-Βενιζέλου (1920) με την οποία η Ιταλία είχε παραχωρήσει στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα πλην της Ρόδου.10 Παραμονές δε της έναρξης των εργασιών του Συνεδρίου της Λοζάνης η Ιταλία θα προβεί και σε πιο ενεργές-επιθετικές κινήσεις, αποβιβάζοντας στρατό στην Κάλυμνο και θέτοντας το νησί σε αποκλεισμό.11

Η στάση των ΗΠΑ: Οι ΗΠΑ, που δεν είχαν συνομολογήσει στη νομή των Σεβρών, έβλεπαν στα νέα δεδομένα που δημιουργούσε η ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία μια ευκαιρία που δεν έπρεπε να περάσει ανεκμετάλλευτη. Όπως τόνισε σε τηλεγράφημά του προς τον υπουργό των Εξωτερικών των ΗΠΑ στις 5.10.1922 ο Αμερικανός ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη Μ. Μπρίστολ: «Εφόσον οι ΗΠΑ είναι μια από τις νικήτριες δυνάμεις [σ.σ.: του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου] με πολλά κεκτημένα συμφέροντα στην Τουρκία, δεν έχουμε την πολυτέλεια να μείνουμε αδρανείς την ώρα που οι Σύμμαχοι θα συνομολογούν σημαντικές αλλαγές στους όρους της συνθηκολόγησης.»12

Ο Αμερικανός αιδεσιμότατος Σ. Ράλφ Χάρλοου θα σχολιάσει ειρωνικά την πολιτική της κυβέρνησής του (που ακολουθούσε δήθεν πολιτική «απομονωτισμού»), σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Όταν αναφερθεί η λέξη “πετρέλαιο”, ο ερημίτης του Νέου Κόσμου ξεπετάγεται στη στιγμή από την απομόνωσή του. Αντίθετα, η Αμερική δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τη Μικρά Ασία όταν ο Τούρκος κατακρεουργεί τους χριστιανούς υπηκόους του κατά εκατοντάδες χιλιάδες.»13

Το βάθος των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, πάντως, εκφράστηκε σύντομα και με τον πλέον παραστατικό τρόπο κατά τη λεγόμενη «κρίση των Στενών». Μετά την ήττα και αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία, η ουδέτερη ζώνη των Στενών έμεινε εκτεθειμένη στην τουρκική προέλαση. Η τουρκική αστική τάξη, διά χειρός Μ. Κεμάλ, έσπευσε να διαβεβαιώσει τους μεν Βρετανούς πως «η Τουρκία δεν ήταν σε πόλεμο με τη Βρετανία», τους δε Γάλλους πως η τουρκική πλευρά «δεν επιθυμούσε τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι προβλεπόταν στο Εθνικό Συμβόλαιο14 και ήθελε να αποφύγει τη σύγκρουση με τους Συμμάχους»15.

Και ενώ οι Βρετανοί υπήρξαν αμετακίνητοι ως προς τη μη παραβίαση της ουδετερότητας της ζώνης των Στενών (ξεκαθαρίζοντας πως θα την υπερασπίζονταν ακόμη και ένοπλα αν αυτό χρειαζόταν), Γάλλοι και Ιταλοί απέσυραν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις από την ασιατική πλευρά. Η εμφατική αυτή ρήξη στο όποιο κοινό μέτωπο των δυνάμεων της Αντάντ έως εκείνη τη στιγμή είχε σημαντικό αντίκτυπο στην πορεία των γεγονότων, αρχής γενομένης από την κυβερνητική κρίση στη Βρετανία και την αντικατάσταση του Ντ. Λόιντ Τζορτζ από τον Α. Μπόναρ Λο στην πρωθυπουργία. Η αλλαγή αυτή, αποτέλεσμα των αντιθέσεων που υπέβοσκαν και οξύνονταν όλο το προηγούμενο διάστημα στους κόλπους της βρετανικής αστικής τάξης, σηματοδότησε μια γενικότερη μεταστροφή στον προσανατολισμό της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της Μ. Βρετανίας. Όπως επισήμανε ο νέος Βρετανός πρωθυπουργός σε επιστολή του: «Δεν μπορούμε να λειτουργούμε ως ο χωροφύλακας του κόσμου», εφόσον «η οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας μας το καθιστά ανέφικτο»16. Αυτό, όσον αφορά την περίπτωση της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, σήμαινε ενίσχυση της τάσης για κάποια συμβιβαστική λύση στη διαφαινόμενη εδώ και καιρό ανάγκη αναπροσαρμογής των όρων νομής τους.

Η κυβέρνηση της Άγκυρας, λοιπόν, θα καλούνταν για διαπραγματεύσεις πάνω σε αυτούς τους όρους, τους όρους της νέας ιμπεριαλιστικής ειρήνης. Ως «δέλεαρ», για να δεχτεί καταρχάς να έρθει σε διαπραγματεύσεις, οι τρεις συμμαχικές κυβερνήσεις (Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας) δήλωσαν πως ήταν διατεθειμένες να παραχωρήσουν στην Τουρκία την Ανατολική Θράκη. Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ν. Τριανταφυλλάκος, έπειτα από σχετική «συνομιλία του με τον Άγγλο πρεσβευτή στις 12/25 Σεπτεμβρίου (...) δέχτηκε να συμμορφωθεί με την απόφαση των Δυνάμεων ως προς το ζήτημα της Θράκης (...) κατανοώντας πλήρως, σύμφωνα με την έκθεση του Άγγλου πρεσβευτή, “τις σοβαρές συνέπειες που θα είχε για την Αγγλία ο πόλεμος με την Κεμαλική Τουρκία”»17.

Λίγες μέρες αργότερα η τουρκική πλευρά αποδέχτηκε τους όρους των Συμμάχων και έτσι, στις 11.10.1922, υπογράφτηκε η ανακωχή των Μουδανιών.

Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, ο ελληνικός στρατός όφειλε να εκκενώσει την περιοχή της Ανατολικής Θράκης εντός 15 ημερών, ενώ κατόπιν θα δινόταν διορία άλλων 30 ημερών για την αποχώρηση και του άμαχου πληθυσμού.18 Η εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης, πέραν του ξεδιάντροπου λόγου για τον οποίο πραγματοποιήθηκε, αντέβαινε κάθε έννοια αυτοδιάθεσης, εφόσον το ελληνικό στοιχείο πλειοψηφούσε στο σύνολο του πληθυσμού. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε, με την αρχική αποχώρηση του στρατού και κατόπιν του άμαχου πληθυσμού, άφηνε τον τελευταίο έκθετο σε κάθε είδους αυθαιρεσία (όπως και έγινε19), ενώ δημιουργούσε 200.000-250.000 νέους πρόσφυγες.20

 

ΕΝΔΟΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ, ΖΥΜΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΕΝΟΨΕΙ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Παρά τις πολλαπλές και βαθύτατες αντιθέσεις μεταξύ τους, Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία φρόντισαν (με πρωτοβουλία της πρώτης) να έρθουν σε κάποια συνεννόηση παραμονές του Συνεδρίου της Λοζάνης, προκειμένου να επαυξήσουν τη διαπραγματευτική τους πίεση έναντι της κυβέρνησης της Άγκυρας και να αποσπάσουν τα μέγιστα δυνατά οφέλη (ο καθένας από τη μεριά του βεβαίως).

Πράγματι, στις 18, 19 και 20 Νοέμβρη ο Τζ. Κόρζον συναντήθηκε διαδοχικά με τους Ρ. Πουανκαρέ και Μπ. Μουσολίνι, εξασφαλίζοντας τη συναίνεσή τους σε μια κοινή γραμμή σε ό,τι αφορούσε κάποια βασικά σημεία, όπως το καθεστώς των Στενών, τα σύνορα σε Ιράκ και Συρία, τα προπολεμικά οικονομικά προνόμια κ.ά.21

Οι επιδιωκόμενοι στόχοι της Βρετανίας στη Λοζάνη χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: Την «κατηγορία Α (απαραίτητα)» και την «κατηγορία Β (πλέον επιθυμητά)». Στην πρώτη περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, η διασφάλιση της ελευθερίας διέλευσης των Στενών, η διατήρηση των όσων προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών για Συρία, Ιράκ και Παλαιστίνη (με τη δυνατότητα μόνο μικρών αλλαγών στα σύνορα) κ.ά. Στη δεύτερη συγκαταλέγονταν η προστασία των μειονοτήτων, ο περιορισμός των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας και η διατήρηση των προπολεμικών οικονομικών προνομίων των Συμμάχων (διομολογήσεων, εκχωρήσεων κλπ.), καθώς και του οθωμανικού χρέους. Το τελευταίο ιεραρχούνταν σαφώς υψηλότερα για τη Γαλλία (όντας ο μεγαλύτερος πιστωτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν τον πόλεμο), ενώ για την Ιταλία προτεραιότητα είχαν οι διομολογήσεις και βεβαίως τα Δωδεκάνησα.22

Οι ΗΠΑ από τη μεριά τους επιθυμούσαν την κατάργηση των όποιων περιορισμών στην οικονομική διείσδυση τρίτων που είχαν τεθεί με τη Συνθήκη των Σεβρών (με την οριοθέτηση ζωνών οικονομικής επιρροής Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας) και οπωσδήποτε τη μη επιβολή νέων. Όπως πρόβαλε το ζήτημα με «διπλωματικό τρόπο» η Ειδική Αποστολή των ΗΠΑ στη Λοζάνη: «Υπάρχει η αίσθηση πως προηγούμενοι διακανονισμοί αφορούντες την τουρκική επικράτεια, που ορίζουν τη δημιουργία ζωνών ειδικών εμπορικών και οικονομικών συμφερόντων, όπως ήταν, π.χ., η Τριμερής Συμφωνία του 1920, δε συνάδουν με την αρχή της ισότητας στις οικονομικές ευκαιρίες.»23 Επρόκειτο για εφαρμογή –και στην περίπτωση της Εγγύς και Μέσης Ανατολής– της γενικότερης ακολουθούμενης διεθνούς πολιτικής των ΗΠΑ περί «Ανοικτών Θυρών». Μιας πολιτικής, κατά την οποία, οι ΗΠΑ, ως ανερχόμενη καπιταλιστική δύναμη αμφισβητούσαν τα κατοχυρωμένα –από τις υπόλοιπες ισχυρές καπιταλιστικές δυνάμεις της εποχής– προνόμια όσον αφορά την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και αγορών μιας σειράς περιοχών του κόσμου.

«Η Μοσούλη και η ευκαιρία που μας δίνεται να πάρουμε μέρος στον αγώνα για το πετρέλαιο αποτελούν το στόχο όλων των διαπραγματεύσεων», θα γράψει ο Σ. Ραλφ Χάρλοου, προσθέτοντας πως το ότι ο Λιούις Χεκ (στέλεχος του αμερικανικού μονοπωλιακού κολοσσού Στάνταρ Όιλ) συμπεριλήφθηκε στη σύνθεση της αμερικανικής αντιπροσωπίας στη Λοζάνη μόνο τυχαίο δεν ήταν.24

Όσον αφορά τις διεκδικήσεις της τουρκικής πλευράς στη Λοζάνη, αυτές περιελάμβαναν: Την εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης και τη διενέργεια δημοψηφίσματος στη Δυτική. Αλλαγές στα σύνορα με τη Συρία και το Ιράκ υπέρ του νέου τουρκικού κράτους (μικρότερες στην πρώτη περίπτωση, μεγαλύτερες στη δεύτερη περιλαμβανομένης της Μοσούλης). Τη μη δημιουργία αρμενικού κράτους. Την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Καμία ξένη στρατιωτική παρουσία στα Στενά. Κανέναν περιορισμό στις ένοπλες δυνάμεις. Κατάργηση των διομολογήσεων. Επιμερισμό του οθωμανικού χρέους σε όλα τα διάδοχα κράτη κ.ά.25

Η κυβέρνηση της Άγκυρας όμως είχε δύο ακόμη στόχους με αφορμή τη Λοζάνη, έναν πιο βραχυπρόθεσμο και έναν πιο μεσοπρόθεσμο.

Ο πρώτος είχε να κάνει με την αναγνώρισή της ως μοναδικού εκπροσώπου του τουρκικού κράτους. Έτσι, όταν οι Σύμμαχοι απηύθυναν πρόσκληση συμμετοχής στο Συνέδριο τόσο στην κυβέρνηση της Άγκυρας όσο και της Κωνσταντινούπολης, η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση προχώρησε στην κατάργηση του αξιώματος του Σουλτάνου και ανακήρυξε εαυτόν μοναδικό κυρίαρχο αντιπροσωπευτικό σώμα στην Τουρκία. Η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης παραιτήθηκε και η κυβέρνηση της Άγκυρας αναγνωρίστηκε από τους Συμμάχους ως ο μοναδικός εκπρόσωπος της Τουρκίας στο Συνέδριο της Λοζάνης.

Ο δεύτερος αφορούσε τη διασφάλιση των όρων της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης του νέου τουρκικού κράτους, το οποίο προϋπέθετε –για την τουρκική αστική τάξη– όχι μόνο κατάργηση ή έστω δραστικό περιορισμό των διεθνών οικονομικών περιορισμών του οθωμανικού παρελθόντος, αλλά και μια στενότερη προσέγγιση με τη Μ. Βρετανία. Πράγματι, κυρίαρχη στους κόλπους της τουρκικής αστικής τάξης υπήρξε η πεποίθηση πως «παρ’ όλες τις επιτυχίες της, η Τουρκία δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της και ο προσανατολισμός προς τη Βρετανία απέρρεε από την πίστη ότι η Βρετανία υπήρξε το κράτος με τη μεγαλύτερη χρησιμότητα στην οικονομική ανάκαμψη της Τουρκίας. (...) Η ανάγκη της Τουρκίας για οικονομική ανάκαμψη θα έπαιζε μέγα ρόλο στη διαμόρφωση της τουρκικής πολιτικής στη Λοζάνη»26.

 

Η ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ (20.11.1922 - 4.2.1923)

Το Συνέδριο της Λοζάνης άρχισε τις εργασίες του στις 20.11.1922 με τη συμμετοχή της Βρετανίας, της Γαλλίας, τη Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπίας ήταν ο Ε. Βενιζέλος. Στο Συνέδριο προσκλήθηκαν επίσης –και παρέστησαν– αντιπροσωπίες των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ρωσίας.

Η Σοβιετική Ρωσία, που συμμετείχε ως παρατηρητής στο Συνέδριο, προσπάθησε αφενός να διασφαλίσει κομβικά ζητήματα για την επιβίωση της νέας εργατικής εξουσίας, όπως η μη διέλευση πολεμικών πλοίων από τα Στενά (που διευθετήθηκε τελικά στη Συνθήκη του Μοντρέ), αφετέρου να πιέσει στο μέτρο που μπορούσε για διευθετήσεις που θα προστάτευαν κατά το δυνατόν τους λαούς από τις ολέθριες συνέπειες που θα ακολουθούσαν την υπογραφή αυτής της ιμπεριαλιστικής συμφωνίας.

Το θέμα που τέθηκε πρώτο προς διαπραγμάτευση (22.11) ήταν αυτό της Θράκης και της οριοθέτησης των ελληνοτουρκικών συνόρων. Όπως αναφέρθηκε ήδη, η τουρκική πλευρά διεκδικούσε πέρα από την Ανατολική Θράκη (που της είχε εκχωρηθεί ως αντάλλαγμα για την παύση των εχθροπραξιών) και τη Δυτική, όπου το μουσουλμανικό στοιχείο πλειοψηφούσε, απαιτώντας να διενεργηθεί σχετικό δημοψήφισμα.

Για την ελληνική πλευρά η διατήρηση της Δυτικής Θράκης αποτελούσε βασικό στόχο στις διαπραγματεύσεις, αν και ο Βενιζέλος έριξε στο τραπέζι και την πρόταση δημιουργίας ενιαίου αυτόνομου θρακικού κράτους.27

Τελικά, και με βασικό επιχείρημα πως η Δυτική Θράκη είχε εκχωρηθεί στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία (ως αποτέλεσμα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου) και όχι την Οθωμανική Αυτοκρατορία, συμφωνήθηκε πως στην Τουρκία θα ενσωματωνόταν μόνο η Ανατολική Θράκη. Τα ελληνοτουρκικά σύνορα θα οριοθετούνταν κατά μήκος του ποταμού Έβρου.

Τις ίδιες μέρες (25.11) συζητήθηκε επίσης το μέλλον των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου που εκτείνονταν κατά μήκος των τουρκικών ακτών από τα Δωδεκάνησα έως τα Στενά. Η Τουρκία διεκδικούσε τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος (που είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών) «λόγω της εγγύτητάς τους στην είσοδο των Δαρδανελλίων», καθώς και την αποστρατικοποίηση των υπολοίπων, με το αιτιολογικό ότι «μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως εφαλτήριο (...) επιθετικών επιχειρήσεων εναντίον της Τουρκίας». Στο αντεπιχείρημα του Τζ. Κόρζον επί του εθνικού χαρακτήρα των νησιών Ίμβρος και Τένεδος (που διέθεταν συντριπτική ελληνική πλειοψηφία) ο επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπίας Ισμέτ Πασά απάντησε κατηγορώντας «τους Συμμάχους για διπλά στάνταρ. Επισήμανε πως “σε ένα ζήτημα τόσο σοβαρό” ο εθνικός χαρακτήρας δεν μπορούσε “να ισοσταθμίσει τις γεωγραφικές και πολιτικές προεκτάσεις υψίστου σημασίας». Είχε δε μόλις προηγηθεί η «συζήτηση για τη [Δυτική] Θράκη, όπου η ιεράρχηση των γεωγραφικών και πολιτικών αναγκών πάνω από τους εθνικούς προβληματισμούς είχε ήδη βεβαιωθεί»28. Σε κάθε περίπτωση, το όλο ζήτημα έμεινε ανοιχτό και παραπέμφθηκε στη συνέχεια των διαπραγματεύσεων.

Στις 28.11 τέθηκε στο τραπέζι ένα από τα βασικότερα «αγκάθια» (αν όχι το βασικότερο) της νέας ιμπεριαλιστικής νομής της Λοζάνης: Το ζήτημα της Μοσούλης. Βρετανική και τουρκική αστική τάξη είχαν πολύ ψηλά στις προτεραιότητές τους την κυριότητα και εκμετάλλευση των πολύτιμων πετρελαίων της περιοχής. «Η Τουρκία», έγραφε χαρακτηριστικά ο Τζ. Κόρζον σε επιστολή του προς το βρετανικό υπουργείο των Εξωτερικών, «θα συμφωνούσε μαζί μας σε όλα τα σημεία, θα κατέληγε σε μια ικανοποιητική συνθήκη [ειρήνης], θα ερχόταν ακόμη και σε ρήξη με τους Σοβιετικούς, αρκεί και μόνο να της δίναμε το βιλαέτι της Μοσούλης.» Λίγο αργότερα, ο τέως υπουργός Εμπορίου και Σιδηροδρόμων της Τουρκίας Ρουστέμ Μπέη θα διεμήνυε σε Βρετανούς αξιωματούχους: «Το μοναδικό σημείο διαφωνίας που στέκεται εμπόδιο στη συνομολόγηση μιας συνθήκης στη Λοζάνη αποτελεί η Μοσούλη και ο Ισμέτ Πασά θα επιβεβαίωνε πως, αν το ζήτημα της Μοσούλης διευθετούνταν υπέρ της Τουρκίας, θα υπήρχε συμφωνία για την υπογραφή συνθήκης αύριο κιόλας.»29

Ωστόσο, η βρετανική πλευρά υπήρξε κατηγορηματικά αρνητική ως προς αυτό, απειλώντας τις διαπραγματεύσεις με πλήρες αδιέξοδο και αδιαφορώντας –κατά την παραδοχή του Βρετανού πρωθυπουργού Α. Μπόναρ Λο– για το αν «ο μισός λαός μας και ολόκληρος ο κόσμος θα πει πως αρνηθήκαμε την ειρήνη χάριν του πετρελαίου»30.

Σύγκλιση υπήρξε παρ’ όλ’ αυτά στο μείζον ζήτημα των Στενών. Πράγματι, η τουρκική αντιπροσωπία αποδέχτηκε το σχετικό προσχέδιο που κατέθεσαν οι Σύμμαχοι, το οποίο προέβλεπε την ελεύθερη διέλευση από τα Στενά τόσο των εμπορικών όσο και των πολεμικών πλοίων (εν καιρώ ειρήνης), σε αντίθεση με την πρόταση των Σοβιετικών που ζητούσαν τη μόνιμη απαγόρευση διέλευσης σε πολεμικά πλοία. Η επιλογή αυτή της τουρκικής αντιπροσωπίας στη Λοζάνη σηματοδοτούσε μια ακόμη ένδειξη της προσπάθειας προσεταιρισμού της τουρκικής αστικής τάξης με τους δυνάμει διεθνείς συμμάχους της.

Όπως κατήγγειλε ο Σοβιετικός επίτροπος των Εξωτερικών Γκ. Τσιτσέριν, «οι Τούρκοι δεν ξεπουλούσαν μόνο τα συμφέροντα της Ρωσίας, αλλά όλων των χωρών της Ανατολής, παίζοντας το παιχνίδι των Άγγλων και βοηθώντας τους»31.

Όμως, η τουρκική αντιπροσωπία –εκπροσωπώντας τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της τουρκικής αστικής τάξης– στο Συνέδριο της Λοζάνης «πίστευε πως, ενεργώντας μαζί με τη Ρωσία σε αυτό το ζήτημα [σ.σ.: των Στενών], θα απομόνωνε την Τουρκία από το Δυτικό [βλ. καπιταλιστικό] κόσμο στον οποίο ήταν αποφασισμένη να ενταχτεί. (...) Τα οικονομικά ζητήματα (...) έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αλλαγή πολιτικής της Τουρκίας. Η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας καθιστούσε απολύτως απαραίτητη την ειρήνη με τους Συμμάχους». Όπως τόνισε σχετικά ο Ρεφέτ Πασά σε συνέντευξή του στη βρετανική εφημερίδα Manchester Guardian, «θα χρειαστούμε τους Άγγλους, τους Γάλλους και τους Αμερικανούς καπιταλιστές, τεχνικούς συμβούλους και ειδικούς (...) στην ανοικοδόμηση του νέου μας κράτους»32.

Βεβαίως, υπήρχαν ακόμη πολλά εκκρεμή ζητήματα (πέραν της Μοσούλης), όπως του οθωμανικού χρέους, των διομολογήσεων κ.ά., στα οποία οι αντιθέσεις ανάμεσα στις αντικρουόμενες αστικές τάξεις παρέμεναν οξυμένες.

Σε αυτές, δε, επιδρούσαν και αντιθέσεις που εξελίσσονταν ταυτόχρονα σε άλλα πεδία των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ανά τον κόσμο. Χαρακτηριστικός ήταν ο αντίκτυπος που είχε στις διαπραγματεύσεις της Λοζάνης η ρήξη μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας στο Συνέδριο για τις Επανορθώσεις που διεξαγόταν ταυτόχρονα στο Παρίσι (αρχές Γενάρη 1923). Η μονομερής απόφαση της Γαλλίας να καταλάβει στρατιωτικά τη γερμανική βιομηχανική περιοχή του Ρουρ λειτούργησε καταλυτικά στη διάσπαση του –έστω και φαινομενικά– κοινού μετώπου των Συμμάχων στη Λοζάνη έναντι της Τουρκίας. «Οι εχθροί που έχω να αντιμετωπίσω και να νικήσω», έγραφε χαρακτηριστικά στις 31.1.1923 ο Τζ. Κόρζον, «δε βρίσκονται στην Άγκυρα, αλλά στο Παρίσι και τη Ρώμη.»33

 

ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΣΕ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Προς τα τέλη Γενάρη η δυνατότητα επίτευξης συνολικότερου συμβιβασμού ανάμεσα στους Συμμάχους και στην Τουρκία φαινόταν απίθανη, καθώς υπήρχαν ακόμη σημαντικές διαφωνίες σε μια σειρά βασικά σημεία. Στις 29.1.1923 κατατέθηκε στην τουρκική αντιπροσωπία ένα σχέδιο Συνθήκης, επί του οποίου όμως δεν υπήρξε ενιαία στάση (αντανακλώντας σε ένα βαθμό και τις ενδοαστικές αντιθέσεις που υπήρχαν στην ίδια την Τουρκία).34 Τελικά, η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση έκρινε πως το σχέδιο Συνθήκης περιείχε όρους οι οποίοι δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί και αποφάσισε την ανάκληση της τουρκικής αντιπροσωπίας στη Λοζάνη. Στην έκκληση του επικεφαλής της γαλλικής αντιπροσωπίας Ρ. Πουανκαρέ προσωπικά στον Μ. Κεμάλ για ειρήνη, ο τελευταίος απάντησε πως οι Γάλλοι ενδιαφέρονταν μόνο «να εξυπηρετήσουν τα καπιταλιστικά τους συμφέροντα»35. Όπως και όλοι τους άλλωστε.

Στις 2.2.1923 ο Ρ. Πουανκαρέ διεμήνυσε στον Τζ. Κόρζον ότι, λόγω αδυναμίας εύρεσης κοινών λύσεων στα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα, η Γαλλία θα εξέταζε πλέον τη δυνατότητα υπογραφής χωριστής ειρήνης με την Τουρκία (κίνηση που ο Τζ. Κόρζον χαρακτήρισε «πράξη προδοσίας»).36

Στις 4.2.1923 οι εργασίες του Συνεδρίου της Λοζάνης διακόπηκαν και στις 7 Φλεβάρη η τουρκική αντιπροσωπία αναχώρησε για την Άγκυρα.

Αξίζει να σημειωθεί πως, καθ’ όλη την εξέλιξη της πρώτης αυτής φάσης των διαπραγματεύσεων της Λοζάνης, ένα τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης έβλεπε θετικά την επανάληψη του πολέμου. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι έκθεση του Ν. Πλαστήρα (31.11.1922) στην οποία, μεταξύ άλλων, σημείωνε πως «είναι δυνατόν να ενεργήσωμεν επιθετικώς μετά επιτυχίας, αλλά υπό την προϋπόθεσιν να κηρυχθή άκρως δικτακτορικόν καθεστώς εν Ελλάδι. (...) Μία όλως ειδική μεταβολή της νυν εν Ανατολή διεθνούς καταστάσεως είναι δυνατόν να επιβάλη εις ημάς να εγκαταλείψωμεν ιδέαν ενεργείας εκλογών διά μακρόν χρόνον, οπότε το επαναστατικόν καθεστώς δέον να λάβη και μορφήν δικτατορίας»37.

Κατηγορηματικά αντίθετος προς την επανάληψη οποιασδήποτε επιθετικής στρατιωτικής ενέργειας από τη μεριά της Ελλάδας ήταν ο Ε. Βενιζέλος, τονίζοντας πως, καθώς «είμεθα σήμερον βέβαιοι ότι όχι μόνον Ιταλία και Γαλλία, αλλά και Αγγλία αντιτάσσονται ισχυρώς κατά επαναλήψεως εχθροπραξιών, πολεμική ημών ενέργεια θ’ απετέλη αληθή εθνικήν αυτοκτονίαν. (...) Παρακαλώ επανάστασιν και κυβέρνησιν να μη λησμονούν ότι, και μετά περιορισμόν συνόρων μας εις Έβρον, Ελλάς παραμένει μεγάλη τοιαύτη οίαν ουδείς εφαντάζετο προ 10 ετών, ικανή αν λαός και κυβερνήται της δειχθούν σωφρονούντες να καταστή ακμαίον Κράτος»38.

Στις 27.2.1923 το σχέδιο Συνθήκης των Συμμάχων ήρθε προς συζήτηση στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, η οποία, στις 6 Μάρτη επιβεβαίωσε την απόρριψή του ως «απαράδεκτο, εφόσον περιλαμβάνει όρους επιζήμιους για την ανεξαρτησία μας». Ταυτόχρονα, ωστόσο, έδωσε την έγκρισή της («κατά πλειοψηφία») «για συνέχιση των διαπραγματεύσεων»39. Το «κατά πλειοψηφία», βέβαια, καταδείκνυε πως ο προσανατολισμός στους κόλπους της τουρκικής αστικής τάξης δεν ήταν ενιαίος. Το επόμενο διάστημα, η κυρίαρχη μερίδα της, με βασικό εκπρόσωπο τον Μ. Κεμάλ, θα φροντίσει να περιορίσει τις όποιες αντιπολιτευτικές τάσεις και φωνές, εδραιώνοντας ακόμη περισσότερο την κυριαρχία της. Ακολούθως, στις 19.4.1923 ο ισχύων νόμος περί Υψίστης Προδοσίας τροποποιήθηκε καθιστώντας παράνομη κάθε αντίθεση στην κυβέρνηση, καθώς και κάθε καμπάνια υπέρ της παλινόρθωσης του παλιού καθεστώτος του Σουλτάνου στην Τουρκία. Αμέσως μετά ανακοινώθηκε η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και η διενέργεια νέων εκλογών εντός δύο μηνών.

Μέχρι την επανάληψη των διαπραγματεύσεων της Λοζάνης πάντως, οι ανταγωνισμοί στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής δεν έπαψαν. Η συμφωνία Τουρκίας-ΗΠΑ (9.4.1923) για την εκχώρηση μονοπωλιακών δικαιωμάτων εκμετάλλευσης (σιδηροδρόμων, ορυκτού πλούτου κ.ά.) σε μια σειρά περιοχές (περιλαμβανομένης της τότε αμφισβητούμενης ακόμη Μοσούλης) όξυνε και πάλι τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, καθώς θίγονταν άμεσα τόσο τα συμφέροντα της γαλλικής αστικής τάξης (εφόσον κάποια από αυτά τα δικαιώματα εκμετάλλευσης είχαν εκχωρηθεί με παλιότερες συμφωνίες σε γαλλικές εταιρίες) όσο βεβαίως και της βρετανικής.

Το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών μάλιστα φρόντισε να ξεκαθαρίσει πως η βρετανική κυβέρνηση θα «θεωρούσε άκυρη κάθε συμφωνία που θα παραβίαζε τα βρετανικά δικαιώματα στη Μεσοποταμία»40. Δεν έμεινε όμως μόνο σε αυτό. Προφασιζόμενη κίνδυνους για την ασφάλεια και την ειρήνη στην περιοχή (που απέρρεαν δήθεν από κινήσεις για αυτοδιάθεση των ντόπιων κουρδικών πληθυσμών), η βρετανική κυβέρνηση επενέβη στρατιωτικά στο βιλαέτι της Μοσούλης, ενσωματώνοντάς το κατ’ ουσίαν στο ήδη βρετανοκρατούμενο Ιράκ. Η επιχείρηση έληξε μία μόλις μέρα πριν την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων στη Λοζάνη, φέρνοντας όλους τους εμπλεκόμενους προ τετελεσμένων.

 

Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΟΚΙΜΑΖΟΜΕΝΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΗΣ

Καθώς τα παζάρια στη Λοζάνη έδιναν κι έπαιρναν επ’ αόριστον, οι λαοί της Εγγύς και Μέσης Ανατολής δεινοπαθούσαν.

Η εξαιρετικά δεινή θέση των ελληνικών και αρμενικών πληθυσμών στην Τουρκία ήταν σε πλήρη γνώση των καπιταλιστικών κρατών της Αντάντ, που «πάλευαν» να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν το μερίδιό τους από τη νέα ιμπεριαλιστική νομή η οποία θα προέκυπτε από τις διαπραγματεύσεις.

«Οι Τούρκοι εξαναγκάζουν όλους τους Χριστιανούς να εγκαταλείψουν τα πάντα και να φύγουν από την τουρκική επικράτεια ή να γίνουν Μουσουλμάνοι», έγραφε ο Αμερικανός πρόξενος στο Χαλέπι της Συρίας, προσθέτοντας: «Ανείπωτος πόνος, τεράστια απώλεια σε ανθρώπινες ζωές βέβαια.»41 Η ανακοινωθείσα από τις τουρκικές Αρχές «άδεια» προς τους χριστιανικούς πληθυσμούς να εγκαταλείψουν τη χώρα μέσα σε 30 μέρες το Νοέμβρη του 1922 προκάλεσε νέα κύματα προσφύγων.42 «Οι τελευταίες πληροφορίες», ανέφερε ο Αμερικανός ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη Μ. Μπρίστολ προς το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του, «με έχουν πείσει πως η Εθνικιστική Κυβέρνηση θέλει να ξεφορτωθεί το σύνολο του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Ανατολίας και της Κωνσταντινούπολης. (...) Οι Τούρκοι πιστεύουν πως η παρουσία αυτών των ανθρώπων έχει εξυπηρετήσει πολλές φορές στο παρελθόν ως αφορμή για την πολιτική παρέμβαση των δυτικών δυνάμεων, και περαιτέρω παρεμβάσεις αυτού του είδους είναι πλέον ασύμβατες προς τα προσφάτως αφυπνισθέντα εθνικιστικά ιδεώδη στην Τουρκία»43.

Ενώ, λοιπόν, όλα τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη γνώριζαν την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι χριστιανικοί άμαχοι πληθυσμοί στην Τουρκία, κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να προβεί σε οτιδήποτε πέραν μιας τυπικής –διπλωματικού τύπου– (κενής) «διαμαρτυρίας».

«Η γαλλική κυβέρνηση», ξεκαθάριζε ο Αμερικανός πρέσβης στο Παρίσι, «κατανοεί ότι οι Τούρκοι είναι αποφασισμένοι να εκδιώξουν όλους τους Χριστιανούς από την τουρκική επικράτεια, αλλά δεν είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει κάτι άλλο πέραν της διπλωματίας για να λύσει το πρόβλημα.» Βεβαίως, ήταν «ξεκάθαρο» στους Συμμάχους ότι «οι Τούρκοι δεν εντυπωσιάζονται από διαμαρτυρίες [σ.σ.: διπλωματικού τύπου], εκτός και αν οι Σύμμαχοι έδειχναν καθαρά πως ήταν πρόθυμοι να λάβουν δραστικά μέτρα [ως προς αυτό]»44. Και φυσικά δεν ήταν.

«Μια ταύτιση της κυβέρνησής μας (...) με την υπόθεση των Χριστιανικών μειονοτήτων», έγραφε ο Αμερικανός ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη Μ. Μπρίστολ, «θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τις διαπραγματεύσεις μας με τους Εθνικιστές αναφορικά με το μέλλον των ευαγών ιδρυμάτων μας και των προνομιακών δικαιωμάτων μας.» Οι οδηγίες δε του ίδιου προς τα αμερικανικά πολεμικά σκάφη που ελλιμενίζονταν στον Πόντο και γίνονταν μάρτυρες του μαρτυρίου των προσφύγων ήταν ρητές και κατηγορηματικές: «Δεν έχουμε αναλάβει καμία υποχρέωση, ούτε σκοπεύουμε να αναλάβουμε σχετικά με την προστασία ή την παροχή βοήθειας σε μη Αμερικανούς πρόσφυγες στη Μαύρη Θάλασσα. Αποθαρρύνετε κάθε προσπάθεια ή πρόθεση συμμετοχής των ναυτικών μας δυνάμεων (...), δηλωμένη ή εννοούμενη, υπέρ των προσφύγων.»45

Κατά τα άλλα, το ζήτημα των μειονοτήτων αξιοποιήθηκε ευρέως στο Συνέδριο της Λοζάνης ως διαπραγματευτικό χαρτί για την επίτευξη άλλων επιδιώξεων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο S. Demirci, «το ζήτημα των Μειονοτήτων δεν ήταν πρωταρχικού ενδιαφέροντος για τη Βρετανία, αλλά ένα χρήσιμο εργαλείο (...) που αξιοποιούσε εντέχνως για να επαναφέρει στην τάξη τους Τούρκους κάθε φορά που η στάση τους στο ζήτημα της Μοσούλης δυσκόλευε». Την ίδια στιγμή, όπως επισήμανε η σοβιετική αντιπροσωπία στη Λοζάνη (12.1.1923), «οι παραχωρήσεις προς τους Τούρκους (...) δεν άγγιζαν καθόλου τα οικονομικά και αποικιακά συμφέροντα της Μ. Βρετανίας, αλλά πραγματοποιούνταν κυρίως σε βάρος των μειονοτήτων και ιδιαίτερα των Αρμενίων»46.

Ο Αμερικανός αιδεσιμότατος Σ. Ραλφ Χάρλοου, που είχε ζήσει από πρώτο χέρι τις ωμότητες κατά αμάχων στη Μικρά Ασία, έγραφε τον Ιούλη του 1923: «Η Λωζάννη ήταν ό,τι ακριβώς δεν πρέπει να είναι μια διεθνής διάσκεψη. Ήταν η θυσία κάθε ανθρώπινου και ανθρωπιστικού συμφέροντος στη σκοπιμότητα.»47

Ωστόσο, πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; Πώς θα μπορούσαν τα καπιταλιστικά κράτη που παζάρευαν τη λεία του πολέμου στη Λοζάνη να δείξουν το οποιοδήποτε ειλικρινές ενδιαφέρον –πόσο μάλλον να υπερασπιστούν τα δικαιώματα και τη ζωή των δοκιμαζόμενων λαών της Εγγύς και Μέσης Ανατολής– όταν και οι ίδιοι εγκληματούσαν σε βάρος τους την ίδια περίοδο; Χαρακτηριστικές είναι οι διαμαρτυρίες των Σύρων και Παλαιστινίων προς τους συνέδρους της Λοζάνης σχετικά με τη συνεχιζόμενη κατοχή των περιοχών τους από τη Βρετανία και τη Γαλλία, ζητώντας να τους παραχωρήσουν πια (σύμφωνα και με τις έως τότε διαβεβαιώσεις τους) «την πολυπόθητη ελευθερία τους»48.

Η σοβιετική κυβέρνηση κατήγγειλε τις ολέθριες συνέπειες της πολιτικής των καπιταλιστών για τους λαούς της Ανατολής, τονίζοντας μεταξύ άλλων σε σχετικό της υπόμνημα (30.12.1922): «Εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι, Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι κ.ο.κ. πέθαναν ή προσφυγοποιήθηκαν ως συνέπεια της ιμπεριαλιστικής παράνοιας για πόλεμο και κατάκτηση.» Η λύση για τους λαούς της περιοχής, «ώστε να τους εξασφαλιστεί μια φυσιολογική ζωή», ήταν «να εξαλειφθούν τα αίτια για νέους πολέμους». Αντ’ αυτού, «οι πρακτικές που ακολουθούσαν τα ιμπεριαλιστικά κράτη [σ.σ.: στη Λοζάνη]» συνέχιζαν να «έχουν ως γνώμονα τη διατήρηση του ελέγχου της περιοχής» και μόνο. Η Σοβιετική Ρωσία θα προτείνει ακόμη και τη σύγκληση «χωριστού συνεδρίου για τις εθνικές μειονότητες». Ούτε η πρόταση αυτή, όμως, βρήκε ευήκοα ώτα.49

 

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΤΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Όσον αφορά τις αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας, η «λύση» που πρόκριναν εκατέρωθεν στο «πρόβλημα» των μειονοτήτων δεν ήταν άλλη από την αναγκαστική ανταλλαγή-προσφυγοποίησή τους. Πράγματι, η εκδίωξη των αλλοεθνών πληθυσμών από το κράτος της δεν ήταν μόνο επιδίωξη της τουρκικής αστικής τάξης, αλλά και της ελληνικής. Ο Ε. Βενιζέλος σκιαγραφεί τα «πλεονεκτήματα» μιας επιτυχούς διεκπεραίωσης της όλης διαδικασίας ως εξής:

«Από την κακήν ή καλήν λύσιν του ζητήματος τούτου εξαρτάται χωρίς υπερβολήν το μέλλον της Ελλάδος (...) Επιτυχής λύσις αυτού θα συντελέση εντός ολίγων ετών εις το ν’ ανακύψωμεν από τα δυσβάσταχτα βάρη άτινα μας κληροδοτεί η ατυχής λήξις του πολέμου και εις το ν’ ασφαλήσωμεν μετά την κατακρήμνισιν της Μεγαλυτέρας Ελλάδος, την στερέωσιν της Μεγάλης Ελλάδος, ης τα σύνορα ουδέποτε θα είναι ασφαλή εάν Δυτική Θράκη και Μακεδονία δεν καταστούν και εθνολογικώς όχι μόνον πολιτικώς Ελληνικαί χώραι. (...)

Και αν ο δόκτωρ Νάνσεν50 δεν κατορθώση να επιτύχη την συναίνεσιν της Κυβερνήσεως της Άγκυρας εις την άμεσον ταύτην αναχώρησιν, πρέπει η Κυβέρνησις να είναι παρασκευασμένη, ώστε, μόλις συμπληρωθή μετά 4 ή 6 εβδομάς η εκκένωσις της Αν. Θράκης, ν’ αρχίσει η αναγκαστική αναχώρησις των επί του Ελληνικού εδάφους Τουρκικών πληθυσμών. (...)

Πρέπει δε να έχη υπ’ όψει η Κυβέρνησις ότι σήμερον η θέσις ημών εν τη πεπολιτισμένη οικογενεία είναι ηθικώς τρομερά μειωμένη, ένεκα των εμπρησμών και άλλων βιαιοπραγιών εις τας οποίας εξετράπη ο στρατός μας εν Μικρά Ασία (...). Διά τούτο η αναγκαστική απομάκρυνσις των πληθυσμών, ήτις καθ’ εαυτήν θα πλήξη την παγκόσμιον ευαισθησίαν, πρέπει να διεξαχθή κατά τρόπον όστις το καθ’ εαυτό βάρβαρον βέβαια τούτο μέτρον να καταστή ευκολώτερον ανεκτόν ως μέσον υπέρτατης ανάγκης (...).»51

Ο Ε. Βενιζέλος ήταν κατηγορηματικός στο «να υποχρεώσωμεν Τούρκους να εγκαταλείψουν ημέτερον έδαφος», ακόμη και αν «δεν φθάσωμεν εις συμφωνίαν περί Ανταλλαγής πληθυσμών». Κάτι τέτοιο, ωστόσο, έπρεπε «να γίνη από τούδε προ της ειρήνης ινά συνέπειαι μέτρου τούτου εκκαθαρισθώσι διά συνθήκης ειρήνης. Άλλως, μετά υπογραφήν ειρήνης πάσα αυθαίρετος ενέργεια ημών αποκλείεται ως μέλλουσα να προκαλέση κίνδυνον νέας πολεμικής συγκρούσεως (...). Σημειώ επίσης ότι εμμένω εις γνώμην διατυπωθείσα διά τηλ/ματος 17 Οκτωβρίου ότι, απομακρύνοντες Τουρκικούς πληθυσμούς, είμεθα ηναγκασμένοι να παρακρατήσωμεν άρρενας από 18 μέχρι 45 έτους όπως επιτύχωμεν απόλυσιν ομογενών Μικρασίας»52.

Ταυτόχρονα, ο Α. Πάλλης (μέλος αργότερα της μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών) εισηγούνταν στους «πληρεξουσίους και υπαλλήλους Θράκης» όπως «παρακινήσωσι πληθυσμόν [σ.σ.: της Ανατολικής Θράκης] παραμείνη», διότι, «παρ’ ενδεχόμενους κινδύνους», η «αποχώρησις πληθυσμού καταστήση πάσαν συνεννόησιν περί ανταλλαγής πληθυσμών και περιουσιών περιττή», επομένως, «οθωμανική κυβέρνησις ουδέν συμφέρον θα έχη όπως προβή εις συμφωνίαν»53.

Οι αποφάσεις στα επιτελεία της αστικής τάξης, λοιπόν, αναφορικά με το μέλλον εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων δε λαμβάνονταν με κριτήριο ούτε την ασφάλεια, ούτε τις επιθυμίες τους, αλλά με αποκλειστικό γνώμονα τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα του αστικού κράτους.

Όταν οι δοκιμαζόμενοι ελληνικοί πληθυσμοί της Τουρκίας αναζητούσαν απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής προς την ασφάλεια κατά την τελευταία φάση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, το ελληνικό αστικό κράτος τους έκλεισε την πόρτα (μη δίνοντάς τους διαβατήρια κλπ.), ενώ στη συνέχεια προσπάθησε να τους κρατήσει εκεί «παρά τους κινδύνους», προκειμένου να τους αξιοποιήσει ως διαπραγματευτικό χαρτί στα παζάρια της Λοζάνης.

Παρά τα όσα είχαν ζήσει, πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες που βρίσκονταν ήδη στην Ελλάδα ήλπιζαν να γυρίσουν στις εστίες τους με την υπογραφή ειρήνης. Ωστόσο, όπως ξεκαθάρισε τότε ο Βενιζέλος, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό να συμβεί (ασχέτως αν αργότερα θα καλλιεργήσει μια τέτοια προσδοκία για λόγους πολιτικού εγκλωβισμού των προσφύγων), εφόσον θα αφαιρούσε από την ελληνική πλευρά «το δικαίωμα να αποπέμψωμεν Τούρκους»54.

Και στην ίδια την Τουρκία, όμως, παρά την αγριότητα του Μικρασιατικού Πολέμου και παρά το εθνικιστικό μίσος που καλλιεργήθηκε πλατιά από την τουρκική αστική τάξη, η πεποίθηση στις γραμμές των ανθρώπων του μόχθου πως δεν είχαν τίποτε να χωρίσουν μεταξύ τους δεν μπόρεσε να ξεριζωθεί εντελώς. Στις 7.12.1923 ο Ε. Κανελλόπουλος, μεταφέροντας πληροφορίες «εξ αγγλικής πηγής», σημείωνε πως «εν Σμύρνη Τούρκοι κάτοικοι αξιούσιν επάνοδον Χριστιανών (...). Λέγεται μάλιστα ότι εγένετο σύγκρουσις διαδηλωτών προς στρατόν και υπάρχουσι πολλά θύματα. Ανάλογος πληροφορία εκυκλοφόρησε και περί Ανατολικής Θράκης». Το ότι «Τούρκοι Σμύρνης φαίνονται ποθούντες επιστροφήν μέρους χριστιανικών πληθυσμών» διεμήνυε την ίδια περίοδο και ο Ισμαήλ Χακή Μπέης στον Κ. Ρέντη.55

Δεν είναι άλλωστε λίγες οι μαρτυρίες των ίδιων των Ελλήνων προσφύγων που περιγράφουν τους μέχρι πρότινος Τούρκους γείτονές τους να «κλαίνε και να τους παρακαλούν να μην φύγουνε»56. Αντίστοιχα περιστατικά έχουν καταγραφεί και στις μαρτυρίες μουσουλμάνων της Ελλάδας που έγιναν πρόσφυγες στην Τουρκία.57

Ούτε οι τελευταίοι επιθυμούσαν βεβαίως να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, παρά το γεγονός ότι ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος είχε δυσχεράνει πολύ τη θέση τους. Αναφορά της περιόδου κάνει λόγο για «βιαιοπραγίες ημετέρων αρχών κατά Μωαμεθανών Μακεδονίας ως και (...) φονευθέντων τοιούτων», ενώ ο Κ. Ρέντης θα αναφερθεί σε 51 «Τούρκους» που «εφονεύθησαν» την περίοδο «προ Επαναστάσεως» μόνο «εις περιφέρειαν Κιλκίς»58. «Έκτροπα» αναφέρθηκαν επίσης μετά την καταστροφή της Σμύρνης «εν Κρήτη και Μυτιλήνη»59. Παρ’ όλ’ αυτά, «επιτροπή Τούρκων εκ Μακεδονίας», απευθυνόμενη στον ίδιο τον Μ. Κεμάλ, «παρεκάλεσεν αυτόν όπως μη περιληφθώσιν εις ανταλλαγήν, θέλοντες να παραμείνωσιν εν Ελλάδι», τονίζοντας μάλιστα «ότι, εάν δεν γίνη γενική και υποχρεωτική εκκένωσις, Τουρκικός πληθυσμός δεν θα αναχωρίση εξ Ελλάδος»60.

Ιδιαίτερη εντύπωση δημιουργεί το τηλεγράφημα του Ν. Πολίτη όπου καταγράφεται η «αυθόρμητος προσφορά Τούρκων Θεσσαλίας προς παραχώρησιν οικιών διά πρόσφυγας», καθώς και η «φιλόξενος στάσις Μωαμεθανών Μακεδονίας απέναντι των εκεί στεγασθέντων προσφύγων»61. Οι δύο λαοί, πράγματι, σε αντίθεση με τις αστικές τάξεις των χωρών τους, δεν είχαν τίποτε να χωρίσουν μεταξύ τους.

Σε κάθε περίπτωση, τα αστικά κράτη Ελλάδας και Τουρκίας ήρθαν σε συμφωνία από πολύ νωρίς, συνομολογώντας στις 30.1.1923 στην αναγκαστική ανταλλαγή-προσφυγοποίηση περίπου 1,5 με 2 συνολικά εκατομμυρίων ανθρώπων. Το μέτρο αφορούσε τους «Τούρκους υπηκόους, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών» και τους «Έλληνες υπηκόους, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών». Όπως οριζόταν ξεκάθαρα, οι πληθυσμοί αυτοί «δεν θα δύνανται να έλθωσιν ινά εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της Ελληνικής Κυβερνήσεως». Από το μέτρο της αναγκαστικής ανταλλαγής εξαιρέθηκαν οι «Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως» και οι «μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης»62.

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ (23.4 - 24.7.1923)

Η δεύτερη φάση του Συνεδρίου της Λοζάνης ξεκίνησε στις 23.4.1923. Ένα από τα βασικά ζητήματα που τέθηκαν επί τάπητος σε αυτήν τη φάση ήταν εκείνο των πολεμικών αποζημιώσεων (της μεν Ελλάδας προς την Τουρκία και της δε Τουρκίας προς τις άλλες δυνάμεις της Αντάντ). Ο Ε. Βενιζέλος, βλέποντας πως οι επιδιώξεις των υπόλοιπων κρατών της Αντάντ στη Λοζάνη έβαιναν σε βάρος των ελληνικών ως προς αυτό («ασυγκράτητος πόθος Δυνάμεων όπως φθάσουν εις την ειρήνην (...) μας επιφυλάττει νέας δυσχερείας»), προσπάθησε να πετύχει έναν συμψηφισμό των πολεμικών ζημιών που προκλήθηκαν εκατέρωθεν. «Ούτε ηρνήθημεν, ούτε ποτέ ηδυνάμεθα ν’ αρνηθώμεν», ξεκαθάριζε σχετικά, «υποχρέωσιν προς αποκατάστασιν των ζημιών ας στρατός ημών επροξένησε κατά παράβασιν νόμου πολέμου, αλλ’ εξαρτήσαμεν αποδοχήν πληρωμής εξ αναγνωρίσεως υπό Τουρκίας όπως αποζημιώση ημάς (...) δι’ όλας τα ζημιάς τας προκληθείσας εκ του πολέμου.»63

Για την αστική τάξη της Ελλάδας η μη επιβάρυνση της ήδη καταρρακωμένης ελληνικής οικονομίας με επιπλέον βάρη (δεδομένου του τεράστιου κόστους που ενείχε η αποκατάσταση των προσφύγων, αλλά και η μεταπολεμική καπιταλιστική ανασυγκρότηση) ήταν «κόκκινη γραμμή», υπέρβαση της οποίας θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε επανάληψη των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Στις 23.5.1923 μάλιστα, ο Στ. Γονατάς διεμήνυε στην ελληνική αντιπροσωπία στη Λοζάνη πως «η Κυβέρνησις (...) απεδέχθη παμψηφεί ως μόνην διά την Ελλάδαν συμφέρουσαν σήμερον λύσιν την ταχυτέραν ανάληψιν της επιθέσεως κατά των Τούρκων»64. Βρετανία και Ιταλία, από τη μεριά τους, προειδοποίησαν την ελληνική κυβέρνηση «ότι, αν προκαλέση πόλεμον, δεν θα επιτραπή εις Ελλάδα εν περιπτώσει επιτυχούς εκβάσεως να καρπωθή οφέλη»65.

Τελικά συμφωνήθηκε η αμοιβαία παραίτηση από την απαίτηση πολεμικών επανορθώσεων τόσο της Τουρκίας από την Ελλάδα (με εξαίρεση την εκχώρηση του Καραγάτς) όσο και των δυνάμεων της Αντάντ από την Τουρκία.

Το ζήτημα, όμως, που παρ’ ολίγον να φέρει τις διαπραγματεύσεις σε νέο αδιέξοδο ήταν εκείνο του χρέους. Όπως παρατήρησε –σε πραγματικό χρόνο– ο Α. Τόινμπι, «είναι αξιοσημείωτο το ότι τα πολιτικά και εδαφικά ζητήματα μεταξύ των δύο προσφάτως αντιμαχομένων, Ελλάδας και Τουρκίας, διευθετήθηκαν με λιγότερη δυσκολία και καθυστέρηση απ’ ό,τι τα οικονομικά ζητήματα ανάμεσα στην Τουρκία και τις δυτικές δυνάμεις». Πράγματι, «η τελική διαφωνία για το νόμισμα αποπληρωμής των χρεών και την ισχύ των [προπολεμικών] προνομιακών εκχωρήσεων έμοιαζε να καταδεικνύει πού πραγματικά εδραζόταν η θεμελιώδης αιτία για την αναταραχή στην Εγγύς Ανατολή»66.

Στο ζήτημα του χρέους επέμενε περισσότερο –όπως ήταν αναμενόμενο– η Γαλλία (ως ο βασικότερος προπολεμικά πιστωτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Στα μέσα Ιούνη μάλιστα, «το Συνέδριο είχε φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο πάνω στο ζήτημα του χρέους», με το ενδεχόμενο επανέναρξης των εχθροπραξιών να επανέρχεται στο προσκήνιο.67 Τελικά, ωστόσο, με την επίμονη διαμεσολάβηση της Βρετανίας –που σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να τιναχτούν οι διαπραγματεύσεις στον αέρα για το χρέος (το οποίο έτσι κι αλλιώς ήταν «σχετικά ασήμαντο προς τα βρετανικά συμφέροντα»68)– επήλθε συμβιβασμός. To οθωμανικό χρέος θα επιμεριζόταν αναλογικά στα διάδοχα κράτη, ενώ το νόμισμα της αποπληρωμής θα καθοριζόταν σε επιμέρους απευθείας διαπραγματεύσεις με τον κάθε πιστωτή χωριστά.

Εφόσον διευθετήθηκαν οι οικονομικές εκκρεμότητες μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ και της Τουρκίας, το Συνέδριο της Λοζάνης έφτασε στο τέλος του.

 

Η ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΙΡΗΝΗ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΗΣ

Η ιμπεριαλιστική ειρήνη της Λοζάνης υπογράφτηκε στις 24.7.1923, «τερματίζοντας οριστικώς» –όπως αναγραφόταν στην εισαγωγή της Συνθήκης– «την εμπόλεμον κατάστασιν, ήτις από του 1914 συνετάραξε την Ανατολήν»69. Η Βρετανία ήταν το πρώτο κράτος που την επικύρωσε στις 6.8.1923. Το τουρκικό κοινοβούλιο την ενέκρινε στις 23.8.1923. Δύο μέρες μετά (25 Αυγούστου) έγινε νόμος του ελληνικού κράτους με νομοθετικό διάταγμα της κυβέρνησης Στ. Γονατά.

Με τη Συνθήκη της Λοζάνης, Βρετανία και Γαλλία διασφάλισαν τη νομή των αραβικών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών (με ελάχιστες προσαρμογές). Επιπλέον, η Τουρκία αναγνώρισε τη βρετανική προσάρτηση της Κύπρου το 1914, ενώ παραιτήθηκε των δικαιωμάτων της επί της Δωδεκανήσου και της Λιβύης υπέρ της Ιταλίας.

Όσον αφορά τα ειδικότερα εδαφικά κ.ά. ζητήματα Ελλάδας - Τουρκίας: Η Τουρκία επανέκτησε τη ζώνη της Σμύρνης, την Ανατολική Θράκη και τα νησιά Ίμβρος, Τένεδος και Λαγούσες, ενώ επικύρωσε την κυριαρχία της Ελλάδας επί των νησιών Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου, Ικαρίας και των παρακείμενων νήσων, πλην εκείνων που βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη των 3 μιλίων από τις ακτές της Τουρκίας. Η Ελλάδα διατήρησε τη Δυτική Θράκη (πλην της περιοχής του Καραγάτς, που αποδόθηκε στην Τουρκία ως πολεμική αποζημίωση για τη Μικρασιατική Εκστρατεία).70

Όσον αφορά το καθεστώς μιας σειράς νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, το άρθρο 13 της Συνθήκης όριζε ότι στα νησιά Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος και Ικαρία θα διατηρούνταν μεν στρατιωτικές δυνάμεις, ωστόσο «δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τινός έργου». Ταυτόχρονα, στο ίδιο άρθρο απαγορεύονταν οι στρατιωτικές υπερπτήσεις, της μεν Ελλάδας πάνω από την Ανατολία, της δε Τουρκίας πάνω από τα προαναφερθέντα νησιά.71

Το καθεστώς των νησιών Λήμνος και Σαμοθράκη ορίστηκε με τη Σύμβαση των Στενών (μέρος της Συνθήκης της Λοζάνης), σύμφωνα με την οποία, τα εν λόγω νησιά, όπως επίσης τα τουρκικά –πλέον– νησιά Ίμβρος, Τένεδος, Λαγούσες και μία ζώνη εκατέρωθεν των Δαρδανελίων βάθους 15 χλμ. καθίσταντο ουδετεροποιημένες (αποστρατικοποιημένες) περιοχές.72 Το εν λόγω καθεστώς των Στενών (και των εκατέρωθεν νησιών) καταργήθηκε με τη Σύμβαση του Μοντρέ το 1936.

Η ΚΕ του ΣΕΚΕ(Κ) «υποδέχτηκε» τη Συνθήκη της Λοζάνης ξεσκεπάζοντας στον εργαζόμενο λαό το τι πραγματικά σήμαινε η επόμενη μέρα για τη ζωή του, καλώντας παράλληλα σε οργάνωση-αντεπίθεση για την ανατροπή των συνεπειών του ιμπεριαλιστικού πολέμου:

«Η ειρήνη υπεγράφη. Ο τόπος τυπικώς επανέρχεται στην κατάσταση της ειρήνης. Διότι όλα τα μεγάλα προβλήματα (οικονομικά, κοινωνικά, δημοσιονομικά), τα οποία μας εκληροδότησε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, παραμένουν άλυτα και θα μείνουν αν ο εργαζόμενος λαός δεν αντιληφθεί το χάος εις το οποίον ευρίσκεται η χώρα και το μέγεθος της καταστροφής και των συμφορών που έπληξαν τας λαϊκάς μάζας και απειλούν ακόμα τον τόπον, εάν δεν αγωνισθή ενωμένος υπό την σημαίαν του Κόμματός μας διά να επιβάλη την θέλησίν του, να τιμωρήση όλους τους υπευθύνους, να απομακρύνη κάθε νέον πόλεμον ή επιστράτευσιν, εάν δεν αναγκάση διά της ωργανωμένης δυνάμεώς του και της πυγμής του τους πλουτοκράτας να πληρώσουν αυτοί βαρείς φόρους διά την αποζημίωσιν των θυμάτων του πολέμου, διά την ανακούφισιν των χηρών και των ορφανών του πολέμου. Ο εργαζόμενος λαός πρέπει να μάθη όλην την αλήθειαν διά την εξωτερικήν πολιτικήν του επισήμου Κράτους και να καταδικάση οριστικώς όλους τους υπευθύνους αστούς πολιτικούς, οι οποίοι διαδοχικώς όχι μόνον τον τυράννισαν, αλλά και τον ελήστευσαν με την αισχροκέρδιαν και τον επετσόκοψαν εις τα διάφορα μέτωπα.»73

Στο Δελτίο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (International Press Correspondence) η Συνθήκη της Λοζάνης σχολιάστηκε ως εξής:

«Ποτέ στο παρελθόν μια ειρήνη δεν κόπηκε και ράφτηκε τόσο άγαρμπα όσο αυτή η ειρήνη. (...) Το Συνέδριο στήθηκε με σκοπό να εδραιώσει τα δικαιώματα των Άγγλων, Γάλλων και Αμερικανών καπιταλιστών στην Ανατολή. (...) Τι κατορθώθηκε στην πραγματικότητα από το Συνέδριο της Λωζάννης; Υπήρξε μια μεγάλη νίκη από τη μεριά της Τουρκίας, η οποία παρέμεινε νικήτρια στη διαπάλη της με τους Δυτικοευρωπαίους καπιταλιστές και τους Έλληνες πράκτορές τους. Όλη η Μικρά Ασία, με την Αρμενία, το Κουρδιστάν και την Κιλικία, αποτελούν ξανά τουρκικές κτήσεις. (...) Εντός των συνόρων αυτής της νέας τουρκικής επικράτειας, η τουρκική εθνικότητα είναι απόλυτα κυρίαρχη, αφού οι Αρμένιοι και οι Έλληνες, στο μεγαλύτερο μέρος τους, είτε εκδιώχθηκαν είτε εξοντώθηκαν. Αυτός ο πόλεμος εξολόθρευσης κατά των Ελλήνων και των Αρμενίων δεν προέκυψε μονάχα ως προϊόν εθνικιστικών κινήτρων, αλλά και από το γεγονός ότι οι γηγενείς αυτών των δύο εθνών αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των αστικών επαγγελμάτων. Η τουρκική αστική τάξη ξεφορτώθηκε πια αυτούς τους ανταγωνιστές της και είναι αφέντης στον οίκο της. (...)

Η σοβιετική εξουσία (...) έχει συνείδηση ότι αυτή η συμφωνία [σ.σ.: η Συνθήκη της Λοζάνης] αντανακλά τη δοσμένη ισορροπία δυνάμεων. Τη στιγμή που αυτή η ισορροπία αλλάξει, θα προκύψουν νέες καταστάσεις.»74

Και πράγματι, η ειρήνη της Λοζάνης, όπως και η πρόκατόχος της των Σεβρών, ήταν μια ιμπεριαλιστική ειρήνη. Ήταν το προϊόν πολεμικής αμφισβήτησης μιας δοσμένης ιμπεριαλιστικής νομής, σε συνθήκες αλλαγής των συσχετισμών και εξέλιξης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, την επαύριο ενός γενικευμένου –παγκόσμιου– ιμπεριαλιστικού πολέμου. Ήταν η έκφραση και η αποτύπωση των νέων συσχετισμών που προέκυψαν απ’ όλα τα παραπάνω.

Η Συνθήκη της Λοζάνης αποτέλεσε την πρώτη βίαιη, πολεμική αναθεώρηση της ιμπεριαλιστικής νομής του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, που μετά από 16 χρόνια θα οδηγούσε σε μια νέα γενικευμένη –παγκόσμια– ιμπεριαλιστική σύγκρουση, το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το τίμημα της νομής και αναδιανομής της λείας του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής ήταν πράγματι τρομακτικό: Εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, κατακρεουργήθηκαν, έμειναν ανάπηροι, γινόμενοι «κρέας στα κανόνια» των αστικών κρατών που διαγκωνίζονταν για ένα όσο το δυνατό μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας. Εκατομμύρια ξεριζώθηκαν για πάντα, άφησαν την τελευταία τους πνοή στο δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς ή βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν ακόμη ξένο δυνάστη, έγιναν ένα ακόμη διαπραγματευτικό χαρτί στα αλλεπάλληλα παζάρια τους.

Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής, διαρκώς ανατροφοδοτούμενες με παλιές και νέες αντιθέσεις και ανταγωνισμούς, συνεχίζουν να γεννούν καινούργιους ολέθρους έως τις μέρες μας: Νέες εντάσεις, νέους πολέμους, νέους ξεριζωμούς, νέα καραβάνια προσφύγων.

Σήμερα, η επιδίωξη του τουρκικού αστικού κράτους για αναθεώρηση των υφιστάμενων Συνθηκών (που καθορίζουν τα σύνορα Ελλάδας - Τουρκίας κ.ά.) συνιστά μια οξυνόμενη επιθετική ιμπεριαλιστική πολιτική στο συνεχιζόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας. Μια πολιτική που στοχεύει στην απόσπαση μεριδίου από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, αλλά και στη γενικότερη αναβάθμιση της Τουρκίας στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Μια πολιτική που ελλοχεύει κινδύνους για όλους τους λαούς της περιοχής, ειδικά την περίοδο που διανύουμε, όπου οι γενικότερες ανακατατάξεις στους διεθνείς συσχετισμούς έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται με αυξημένες εντάσεις και πολεμικές συγκρούσεις (όπως, π.χ., στην Ουκρανία).

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Αναστάσης Γκίκας είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

  1. Για όσα προηγήθηκαν βλ. Αναστάσης Γκίκας, «Οι λαοί στη μέγγενη των “εθνικών” αστικών επιδιώξεων και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών», στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2022.
  2. Graham to the War Office, 10.9.1922 και 12.9.1922, στο WO106/1505 (Βρετανικά Αρχεία του Κράτους - PRO).
  3. Peel (Viceroy) to the Foreign Office, 6.10.1922, στο CAB24/139 (PRO).
  4. Statement on the Situation in Turkey, 27.5.1922, στο WO106/1501 (PRO).
  5. SIS Report, Eastern Summary, 13.9.1922, στο WO106/1505 (PRO).
  6. Ό.π.
  7. Ο Μπ. Μουσολίνι είχε πρόσφατα διοριστεί στην πρωθυπουργία της Ιταλίας (31.10.1922) από τον Ιταλό βασιλιά Βίκτορ Εμανουέλ Γ΄ (μετά και από την πορεία των φασιστών μελανοχιτώνων προς τη Ρώμη).
  8. Ο λόρδος Τζ. Κόρζον ήταν υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας και επικεφαλής διαπραγματευτής των Συμμάχων στο Συνέδριο της Λοζάνης. Μεταξύ άλλων είχε υπάρξει ένας από τους βασικούς «αρχιτέκτονες» της Συνθήκης των Σεβρών.
  9. Sevtap Demirci, The Lausanne Conference: The evolution of Turkish and British diplomatic strategies 1922-1923, διδακτορική διατριβή, LSE, London, 1997, σελ. 52.
  10. Joseph S. Roucek, «The legal aspects of sovereignty over the Dodecanese», στο The American Journal of International Law, τ. 4 (38), 1944, σελ. 702-703.
  11. Σημείωμα προς το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας σχετικά με τον αποκλεισμό της Καλύμνου από τους Ιταλούς, 14.11.1922, στο Φάκελος 32/111, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  12. «The High commissioner at Constantinople (Bristol) to the Secretary of State, 4.10.1922», στο Papers relating to the Foreign Relations of the United States, 1923, Vol. II, σελ. 881 (FRUS).
  13. Όπως παρατίθεται στο George Horton, Η μάστιγα της Ασίας, έκδ. Καθημερινή, Αθήνα, 2022, σελ. 210.
  14. Το «Εθνικό Συμβόλαιο», που υιοθετήθηκε στις 28.1.1920 ως το βασικό πρόγραμμα - άξονας δράσης του τουρκικού αστικού εθνικού κινήματος, προέβλεπε την ανεξαρτησία και ακεραιότητα των περιοχών «με οθωμανική μουσουλμανική πλειοψηφία, διαθέτουσα ενότητα θρησκείας, φυλής και σκοπού». Προέβλεπε επίσης την «πλήρη ανεξαρτησία και ελευθερία ως προς τη διασφάλιση των μέσων για (...) την εθνική και οικονομική ανάπτυξη» του νέου τουρκικού κράτους κ.ά. Βλ. Hasan Kayali, «Elections and the electoral process in the Ottoman Empire, 1876-1919», στο International Journal of Middle East Studies, τ. 3 (27), 1995, σελ. 281, και Elaine Diana Smith, Origins of the Kemalist movement and the government of the Grand National Assembly (1919-1923), PhD, The American University, Washington, 1959, σελ. 32, 195-196.
  15. Όπως παρατίθεται στο Sevtap Demirci, The Lausanne Conference: The evolution of Turkish and British diplomatic strategies, 1922-1923, PhD, LSE, 1997, σελ. 34-35.
  16. Alan J. P. Taylor, English History, 1914-1945, εκδ. Oxford University Press, Oxford, 1965, σελ. 192.
  17. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΕ, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1978, σελ. 250-251.
  18. Sevtap Demirci, The Lausanne Conference: The evolution of Turkish and British diplomatic strategies, 1922-1923, PhD, LSE, 1997, σελ. 37.
  19. Ενδεικτική ως προς αυτό υπήρξε η περίπτωση της πόλης Λουλέ-Μπουργκάς, όπου, παρά το γεγονός ότι μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού ανέλαβε τη φρούρηση της πόλης ο γαλλικός, σημειώθηκαν εκτεταμένες λεηλασίες και καταστροφές σπιτιών και καταστημάτων Ελλήνων. (Τηλεγράφημα του Ν. Πολίτη σχετικά με την παράδοση της πόλης Λουλέ-Μπουργκάς στη Διασυμμαχική Επιτροπή και τις λεηλασίες του τουρκικού όχλου, 19.10/1.11.1922, στο Φάκελος 30/33, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Μουσείο Μπενάκη).
  20. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη ήταν 256.645, αποτελώντας το 21% του συνόλου των προσφύγων (Νίκος Ανδριώτης, Πρόσφυγες στην Ελλάδα, 1821-1940, έκδ. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα, 2020, σελ. 148).
  21. Sevtap Demirci, The Lausanne Conference: The evolution of Turkish and British diplomatic strategies, 1922-1923, PhD, LSE, 1997, σελ. 50-51.
  22. Ό.π., σελ. 54-55.
  23. «The Special Mission at Lausanne to the Secretary of State, 25.11.1923», στο Papers relating to the Foreign Relations of the United States, 1923, Vol. II, σελ. 905 (FRUS).
  24. Όπως παρατίθεται στο George Horton, Η μάστιγα της Ασίας, έκδ. Καθημερινή, Αθήνα, 2022, σελ. 209.
  25. Sevtap Demirci, The Lausanne Conference: The evolution of Turkish and British diplomatic strategies, 1922-1923, PhD, LSE, 1997, σελ. 63-64.
  26. Sevtap Demirci, The Lausanne Conference: The evolution of Turkish and British diplomatic strategies, 1922-1923, PhD, LSE, 1997, σελ. 58.
  27. Τηλεγράφημα του Ε. Βενιζέλου σχετικά με την αυτονόμηση της Ανατολικής και Δυτικής Θράκης, 13/26.11.1922, Φάκελος 31/107, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  28. Sevtap Demirci, The Lausanne Conference: The evolution of Turkish and British diplomatic strategies, 1922-1923, PhD, LSE, 1997, σελ. 93.
  29. Curzon to Crowe, 5.12.1922, στο 371/7965, και Crowe to Curzon, 8.1.1923, στο FO839/16 (PRO).
  30. Bonar Law to Curzon, 7.12.1922, στο Bonar Law Papers, 111/12/40 (UK Parlia-
mentary Archives).
  31. SIS Report, 5.1.1923, στο FO371/9058 (PRO).
  32. Sevtap Demirci, The Lausanne Conference: The evolution of Turkish and British diplomatic strategies, 1922-1923, PhD, LSE, 1997, σελ. 89 και 103.
  33. Curzon to Lindsay, 31.1.1923, στο FO371/9062 (PRO).
  34. SIS Report no.1048, 20.1.1923, στο FO371/9060 (PRO).
  35. Henderson to the Foreign Office, 29.1.1923, στο FO371/9063 (PRO).
  36. Curzon to the Foreign Office, 2.2.1923, στο FO839/47 (PRO).
  37. Έκθεση του Ν. Πλαστήρα σχετικά με τη στρατιωτική και πολιτική κατάσταση, στο Φάκελος 32/72, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  38. Τηλεγράφημα του Ε. Βενιζέλου προς την Πρεσβεία της Ελλάδας στο Λονδίνο για τον Α. Αλεξανδρή σχετικά με τις συνέπειες πιθανής επανάληψης των εχθροπραξιών, 1/14.1.1923, στο Φάκελος 35/3, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  39. Rumbold to Curzon, 7.3.1923, στο FO371/9068 (PRO).
  40. Foreign Secretary to the Department of State, 27.5.1923, στο CON12404/137 (PRO).
  41. «The Secretary of State to the Ambassador in France (Herrick), 21.11.1922», στο Papers Relation to the Foreign Relations of the United States, Vol. II, 1922, σελ. 963.
  42. «The British Ambassador (Geddes) to the Secretary of State, 22.11.1922», ό.π., σελ. 1.011.
  43. «The High Commissioner at Constantinople (Bristol) to the Secretary of State, 19.11.1922», ό.π., σελ. 961.
  44. «The Ambassador in France (Herrick) to the Secretary of State, 22.11.1922», και «Memorandum by the Secretary of State of a conversation with the British Ambassador (Geddes), 10.11.1922», στο Papers Relation to the Foreign Relations of the United States, Vol. II, 1922, σελ. 963 και 953.
  45. «The High Commissioner at Constantinople (Bristol) to the Secretary of State, 6.10.1922 και 7.11.1922», ό.π., σελ. 882 και 952.
  46. Sevtap Demirci, The Lausanne Conference: The evolution of Turkish and British diplomatic strategies, 1922-1923, PhD, LSE, 1997, σελ. 108.
  47. Όπως παρατίθεται στο George Horton, Η μάστιγα της Ασίας, έκδ. Καθημερινή, Αθήνα, 2022, σελ. 209. Ο ίδιος θα επαναλάβει σε πολλές περιπτώσεις ότι «ολόκληρη η σειρά των γεγονότων που έκανε δυνατή τη Συνθήκη της Λωζάννης υπαγορεύτηκε από τις φιλοδοξίες των εμπορικών συμφερόντων γύρω από το πετρέλαιο (...). Τα ανθρωπιστικά συμφέροντα ξεπουλήθηκαν στη Λωζάννη στο βωμό του πετρελαίου (...)» (George Horton, ό.π., σελ. 208-209).
  48. Επιστολή του Moussa Kazim El-Huesseiny προς τον Ε. Βενιζέλο σχετικά με την τετραετή κατοχή της Συρίας και της Παλαιστίνης από τις Μεγάλες Δυνάμεις, 29.11.1922, στο Φάκελος 33/63, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  49. «Dokumenty Vneshney Politiki SSSR», στο Gözde Somel, Soviet Policy towards Turkey 1920-1923, PhD, Middle East Technical University, 2016, σελ. 267.
  50. Ο δρ. Φ. Νάνσεν υπήρξε ο πρώτος ύπατος αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες.
  51. Επιστολή του Ε. Βενιζέλου προς το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας σχετικά με τις υποδείξεις του για την ανταλλαγή του πληθυσμού και την εγκατάσταση των προσφύγων, 17.10.1922, στο Φάκελος 30/14, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη). Ο ίδιος ο Βενιζέλος μάλιστα δήλωνε «διατεθειμένος» να αναλάβει και «δημόσια την πατρότητα της ιδέας (...) υπερασπίζων το μέτρον», αξιοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το «κύρος» του «εν τω εξωτερικώ (...) όπως η αγανάκτησις μετριασθή και κοπάση ευκολώτερον» (ό.π.).
  52. Τηλεγράφημα του Ε. Βενιζέλου προς το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας σχετικά με την αντιμετώπιση των Τούρκων στην Ελλάδα, 19.10/1.11.1922, στο Φάκελος 30/29, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  53. Τηλεγράφημα του Χ. Σιμόπουλου προς τον Ε. Βενιζέλο σχετικά με τη σημασία της παραμονής του ελληνικού πληθυσμού στην Ανατολική Θράκη, 15.10.1922, στο Φάκελος 30/6, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  54. Τηλεγράφημα του Ε. Βενιζέλου προς το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας σχετικά με τους λόφους για τους οποίους είναι αναγκαία η ανταλλαγή των πληθυσμών, 25.11/8.12.1922, στο Φάκελος 33/14, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  55. Τηλεγράφημα του Ε. Κανελλόπουλου σχετικά με τη φήμη ότι οι Τούρκοι της Σμύρνης ζητούν την επάνοδο των Ελλήνων, 7.12.1922, στο Φάκελος 33/19, και Τηλεγράφημα του Κ. Ρέντη προς τον Ε. Βενιζέλο σχετικά με την άποψη του Ισμαήλ Χακή Μπέη για το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών, 8.12.1922, στο Φάκελος 33/35, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  56. Βλ., π.χ., Μαρτυρία Πολυξένης Κατραντζή, στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τόμ. Β΄, Αθήνα, 1982, σελ. 9-11, συνέντευξη Αναστασίας Αχταρίδου, στο Μαριάννα Γραφάκου, Η αστική αποκατάσταση των προσφύγων από την Κιουτάχεια, διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, 2016, σελ. 206, κ.ά.
  57. Κατιλένα Π. Σταθάκου, «Η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία μετά από το 1923: Η περίπτωση των Μουσουλμάνων της Κρήτης», στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), 1922. Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2022, σελ. 356.
  58. Τηλεγράφημα του Κ. Ρέντη σχετικά με έκθεση που έχει ο Πρεσβευτής της Ιταλίας Μοντάνια για βιαιοπραγίες των ελληνικών Αρχών κατά Μωαμεθανών στη Μακεδονία, 15/28.11.1922, στο Φάκελος 32/18, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  59. Τηλεγράφημα του Ν. Πολίτη σχετικά με τη διαμαρτυρία των Τούρκων της Κρήτης για καταπίεση, 20.10/2.11.1922, στο Φάκελος 30/36, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  60. Τηλεγράφημα του Χ. Σιμόπουλου για τον Ε. Βενιζέλο σχετικά με την άρνηση των Τούρκων στην Ελλάδα να συμμετάσχουν στην Ανταλλαγή των Πληθυσμών, 22.10/4.11.1922, στο Φάκελος 30/63, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  61. Τηλεγράφημα του Ν. Πολίτη, ό.π.
  62. «Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη», στο Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 238, τόμ. Α΄, 25.8.1923, σελ. 58.
  63. Τηλεγράφημα του Ε. Βενιζέλου προς το υπουργείο Εξωτερικών για τον υπουργό Εξωτερικών σχετικά με τη διόρθωση της διάταξης στη συνθήκη ειρήνης που αφορά τις αποζημιώσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, 2.2.1923, στο Φάκελος 36/6, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  64. Τηλεγράφημα του Στ. Γονατά προς την Ελληνική Αποστολή στη Λοζάνη για τον Ε. Βενιζέλο σχετικά με την απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης να προχωρήσει σε επίθεση κατά της Τουρκίας, 23.5.1923, στο Φάκελος 38/68, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  65. Τηλεγράφημα του Α. Ρωμανού προς την Ελληνική Αποστολή στη Λοζάνη σχετικά με αναμενόμενα διαβήματα Ιταλίας και Αγγλίας προς την Ελληνική Κυβέρνηση, 21.5.1923, στο Φάκελος 38/54, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
  66. Arnold J. Toynbee, «The East after Lausanne», στο Foreign Affairs, τόμ. 1 (2), 15.9.1923, σελ. 84-85. O Α. Τόινμπι ήταν Βρετανός ιστορικός, που την περίοδο 1921-1922 βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως ανταποκριτής της εφημερίδας Manchester Guardian.
  67. Rumbold to Henderson, 19.6.1923, στο FO371/9083 (PRO).
  68. Curzon to Rumbold, 13.6.1923, στο FO371/9082 (PRO).
  69. Τη Συνθήκη συνυπέγραψαν η Βρετανική Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ελλάδα, η Ρουμανία, το Σερβο-Κροατο-Σλοβένικο Κράτος και η Τουρκία. Βλ. «Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη», στο Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 238, τόμ. Α΄, 25.8.1923.
  70. Martin Lawrence, The Treaties of peace, 1919-1923, τόμ. 2, εκδ. Lawbook Exchange, New Jersey, 2007, σελ. 959-1055.
  71. «Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη», στο Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 238, τόμ. Α΄, 25.8.1923, σελ. 7.
  72. Ό.π., σελ. 43.
  73. Ριζοσπάστης, 26.7.1923.
  74. International Press Correspondence, τόμ. 3, αρ. 55 (33), 9.8.1923, σελ. 585-586.