Η ΑΝΑΚΩΧΗ ΤΟΥ ΜΟΥΔΡΟΥ
Στις 30 Οκτώβρη 1918 η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνθηκολόγησε (ανακωχή του Μούδρου), οξύνοντας ακόμη περισσότερο τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στους κόλπους των νικητριών δυνάμεων της Αντάντ. Ενδεικτικό των εν λόγω αντιθέσεων είναι και το γεγονός ότι θα έπρεπε να μεσολαβήσουν σχεδόν δυο επιπλέον χρόνια (αδυσώπητων διαπραγματεύσεων) έως τη συνομολόγηση συνθήκης ειρήνης τον Αύγουστο του 1920. Απ’ όλους τους όρους της αρχικής συνθηκολόγησης, ο πιο κρίσιμος, ίσως, ήταν ο 7ος, ο οποίος όριζε πως «οι Σύμμαχοι έχουν το δικαίωμα να καταλάβουν οποιοδήποτε στρατηγικό σημείο [της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας], εφόσον προέκυπτε κίνδυνος για την ασφάλειά τους».37 Η διάταξη αυτή, ερμηνεύσιμη κατά το δοκούν, ουσιαστικά έλυνε τα χέρια των νικητών για οποιαδήποτε επέμβαση στο μέλλον προς διασφάλιση των συμφερόντων τους στην περιοχή.
Παραμονές της ανακωχής, οι σχέσεις Βρετανίας-Γαλλίας ήταν ήδη τεταμένες γύρω από το ποιος θα είχε το στρατιωτικό πρόσταγμα και, κατά προέκταση, την πρωτοκαθεδρία στην Εγγύς Ανατολή. Έτσι, όταν οι Οθωμανοί απευθύνθηκαν στη Βρετανία για συνθηκολόγηση, η τελευταία άδραξε την ευκαιρία, δίνοντας οδηγίες στο ναύαρχο Calthorpe (Κάλθορπ) «όπως αποκλείσει το Γάλλο ομόλογό του, ναύαρχο Amet, από κάθε συμμετοχή στις διαβουλεύσεις, προχωρώντας μόνος του στη διαπραγμάτευση και υπογραφή ανακωχής», όπως και έγινε. Και παρότι οι όροι που συνομολογήθηκαν εναρμονίζονταν σε μεγάλο βαθμό με τα όσα είχαν προσυμφωνηθεί σε διασυμμαχική διάσκεψη στο Παρίσι (7 Οκτώβρη 1918), υπήρξαν ωστόσο και διαφορές που ευνοούσαν σαφώς τις βρετανικές επιδιώξεις σε βάρος των γαλλικών.38
ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ ΣΤΟ «ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΙΡΗΝΗΣ» ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ
Οι εργασίες του λεγόμενου Συνεδρίου Ειρήνης του Παρισιού ξεκίνησαν στις 18 Γενάρη 1919. Οι μαρτυρίες ορισμένων εκ των συμμετεχόντων σκιαγραφούν με γλαφυρό τρόπο τον πραγματικό χαρακτήρα και περιεχόμενο των διαβουλεύσεων. «Κάθε αντιπροσωπία», αναφέρει ο Ι. Bowman (Μπόουμαν) (μέλος της αμερικανικής αποστολής), «είχε και τις δικές της βαλίτσες γεμάτες με στατιστικά και χαρτογραφικά τρικ», προκειμένου να στηρίξει τις διεκδικήσεις της.39 Και «καθόντουσαν όλοι γύρω από το χάρτη», παρατηρούσε ο H. Nicolson (Νίκολσον) (μέλος της βρετανικής αποστολής), «σα να επρόκειτο για μια πίτα έτοιμη να κοπεί για μοιρασιά»40 και όλο έκοβαν και ξαναέκοβαν, αλλά κανείς δεν έμενε ευχαριστημένος με το κομμάτι του.
Τον πρώτο λόγο στις διαπραγματεύσεις είχαν οι Βρετανοί, οι οποίοι, «έχοντας πλέον τον πλήρη στρατιωτικό έλεγχο της Εγγύς Ανατολής [σ.σ.: η βρετανική στρατιωτική παρουσία στα οθωμανικά εδάφη ήταν μακράν η μεγαλύτερη, αριθμώντας πάνω από 1.000.000 άντρες], ήταν πολύ λιγότερο ενθουσιώδεις στο να εκπληρώσουν τις [συμφωνηθείσες] δεσμεύσεις τους [προς τους συμμάχους τους] από ότι αντίστοιχα οι Γάλλοι ή οι Ιταλοί».41
Βασική επιδίωξη της βρετανικής αστικής τάξης παρέμενε ο έλεγχος των εδαφών που εκτείνονταν από την Παλαιστίνη έως τη Μεσοποταμία (με ιδιαίτερη έμφαση στα πετρέλαια της Μοσούλης) και η διεθνοποίηση των Στενών (δηλαδή της θαλάσσιας διόδου προς τη Μαύρη Θάλασσα: Δαρδανέλια-Θάλασσα Μαρμαρά-Βόσπορος). Όσον αφορά το μέλλον του νέου τουρκικού κράτους, ωστόσο, άρχισε να δημιουργείται διχογνωμία, ανάμεσα σε αυτούς που υποστήριζαν ότι «τα βρετανικά αποικιοκρατικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή μπορούσαν να διασφαλιστούν μόνο με τη διάλυση της Τουρκίας» ως περιφερειακής δύναμης (όπως ο υπουργός Εξωτερικών G. Curzon (Κούρζον) και ο πρωθυπουργός D. Lloyd George (Λόιντ Τζορτζ) και σε εκείνους που υποστήριζαν μια ευνοϊκότερη μεταχείριση είτε γιατί εκτιμούσαν ως στρατιωτικά ανέφικτη τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή υπό αυτούς τους όρους (όπως το υπουργείο Πολέμου - War Office) είτε γιατί συνεκτιμούσαν τις αντιδράσεις των μουσουλμανικών πληθυσμών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (ιδιαίτερα στην Ινδία - India Office).42
Από την άλλη μεριά, ο στρατηγικός προσανατολισμός της γαλλικής αστικής τάξης για την περιοχή, έκλινε όλο και περισσότερο στην παγίωση της προπολεμικής της θέσης για ένα οικονομικά βιώσιμο τουρκικό κράτος, με τις λιγότερες δυνατές εδαφικές απώλειες (εξαιρουμένων βεβαίως των δικών της διεκδικήσεων), που θα εξασφάλιζε: α) την αποπληρωμή του χρέους και β) την προστασία των προπολεμικών γαλλικών επενδύσεων.
Στα μέσα του 1919 ελληνικές διπλωματικές πηγές έκαναν λόγο για «μεταστροφή της γαλλικής πολιτικής υπέρ των Τούρκων».43
Στις 5-6 Δεκέμβρη 1919 ο Γάλλος ύπατος αρμοστής στη Συρία, G. Picot (Πικό), συναντήθηκε με τον ηγέτη του τουρκικού αστικού εθνικού κινήματος Μ. Κεμάλ, όπου διαφάνηκε –για πρώτη φορά– το ενδεχόμενο παραίτησης της Γαλλίας από ορισμένες εδαφικές διεκδικήσεις της (στην Κιλικία) έναντι της διασφάλισης προνομιακής (μονοπωλιακής) θέσης των γαλλικών οικονομικών συμφερόντων στο νέο τουρκικό κράτος.44 Και παρότι οι εν λόγω συνομιλίες δεν κατέληξαν τότε σε κάποια συμφωνία, η συνεχής πίεση κατά των γαλλικών στρατευμάτων κατοχής στην Κιλικία, ενίσχυσε αυτήν την τάση.45 Με την κατάσταση στη Συρία να χειροτερεύει, η γαλλική στρατιωτική ηγεσία θα αναγκαστεί το Μάη του 1920 να συνάψει βραχυπρόθεσμη ανακωχή με τις δυνάμεις του Κεμάλ, προβαίνοντας έτσι στην πρώτη –έστω και de facto– αναγνώρισή του από μια «Μεγάλη Δύναμη».
Οι Βρετανοί, βεβαίως, δεν είχαν καμιά πρόθεση «να επιτρέψουν τη γαλλική επιδίωξη για εμπορική και οικονομική πρωτοκαθεδρία στην Τουρκία». Έτσι, αντιτάχτηκαν –επιτυχώς– στην προσπάθεια της Γαλλίας να περάσει ο οικονομικός έλεγχος του νέου τουρκικού κράτους στο Οθωμανικό Συμβούλιο Χρέους (όπου η Γαλλία, ως ο μεγαλύτερος πιστωτής, θα είχε τον πρώτο λόγο). Ταυτόχρονα, ευνόησαν τη μεγαλύτερη πολεμική εμπλοκή της στην Κιλικία, θεωρώντας πως η δέσμευση δυνάμεών της εκεί, «θα την αποσπούσε από άλλες, λιγότερο αποδεκτές [για τα βρετανικά συμφέροντα] δράσεις της αλλού».46 Ο γαλλοβρετανικός ανταγωνισμός για την πρωτοκαθεδρία στην Ανατολή είχε ωστόσο και συμβιβασμούς (όπως, π.χ., στο ζήτημα της εκμετάλλευσης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων του Ιράκ, με την παραχώρηση του 25% της Τουρκικής Εταιρίας Πετρελαίου στη Γαλλία),47 όπως και «κοινά μέτωπα» (ιδιαίτερα όσον αφορά τον αμοιβαία επωφελή περιορισμό διεκδικήσεων τρίτων και ειδικά της Ιταλίας).
Με την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, η Ιταλία έσπευσε να προτείνει την αποστολή στρατευμάτων της στις περιοχές των Αδάνων και της Αττάλειας, για να εισπράξει την κατηγορηματική άρνηση Βρετανών και Γάλλων (οι οποίοι, αξιοποιώντας τους όρους της ανακωχής εναντίον της, ισχυρίστηκαν πως μια τέτοια επέμβαση δε νομιμοποιούνταν, εφόσον δε συνέτρεχε κανένας λόγος ασφάλειας των Συμμάχων). «Έτσι, οι Ιταλοί βρέθηκαν αποκλεισμένοι από τις περιοχές που θεωρούσαν ως νόμιμο μερίδιό τους από τη λεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.»48 Βλέποντας δε τους Γάλλους να καταλαμβάνουν την ίδια περίοδο τη Μερσίνα και τα Άδανα, άρχισαν να προσανατολίζονται όλο και περισσότερο σε ανάληψη μονομερών δράσεων.
Καθώς, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών S. Sonnino (Σονίνο), «κανένας πληθυσμός της Τουρκίας (…) δεν εμφανίζεται θετικός έναντι της ιταλικής βοήθειας, ούτε την επιδιώκει», η αφορμή της επέμβασης έπρεπε να «κατασκευαστεί», με τον προσεταιρισμό τοπικών παραγόντων στις επίμαχες περιοχές και την «παραγωγή εκκλήσεων για προστασία» (μια τεχνική που, ούτως ή άλλως, αξιοποιούνταν εξίσου σε άλλες περιοχές από τους Βρετανούς και τους Γάλλους). Έτσι, από τα μέσα Μάρτη του 1919, ιταλικά στρατεύματα άρχισαν περιοδικά να αποβιβάζονται στην Αττάλεια, με πρόσχημα τη «διατήρηση της τάξης». Ταυτόχρονα, έγιναν κινήσεις προσεταιρισμού της οθωμανικής κυβέρνησης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ευνοϊκότερη στάση της (έναντι άλλων επίδοξων ανταγωνιστών της Ιταλίας –και ειδικά της Ελλάδας) στις διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις. Οι αντιθέσεις της Ιταλίας με τους συμμάχους της έφτασαν σε νέο επίπεδο όξυνσης στις 24 Απρίλη 1919, με την ιταλική αντιπροσωπία να αποχωρεί από το Συνέδριο Ειρήνης σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη ικανοποίηση των διεκδικήσεών της στην Αδριατική. Μία βδομάδα αργότερα (2 Μάη) η Ιταλία θα στείλει πολεμικά πλοία στη Σμύρνη, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση Βρετανίας, Γαλλίας και ΗΠΑ, που πλέον προσανατολίζονταν σε ενεργότερη αναχαίτιση των ιταλικών φιλοδοξιών στην Ανατολή.49
Πέρα από τις επίσημες διαπραγματεύσεις του Παρισιού και τα διαρκή ανεπίσημα παζάρια «κάτω από το τραπέζι» (μεταξύ των ανταγωνιστριών δυνάμεων ή μεταξύ κάποιας δύναμης και τμημάτων της τουρκικής αστικής τάξης), το μέλλον του νέου τουρκικού κράτους υπήρξε το αντικείμενο δύο επιπλέον διασκέψεων πριν την «τελική» συμφωνία των Σεβρών: του Λονδίνου (12 Φλεβάρη - 10 Απρίλη 1920) και του San Remo (19-26 Απρίλη 1920).
Ακολούθως, επιμερίστηκαν οι «σφαίρες επιρροής» επί της τουρκικής επικράτειας (σε ό,τι απέμεινε μετά από την αφαίρεση των αραβικών εδαφών, τη διεθνοποίηση των Στενών, τη συγκρότηση αρμενικού –δυνητικά και κουρδικού– κράτους κ.ο.κ.). Επιπλέον, όλες σχεδόν οι οικονομικές λειτουργίες του υπό σύσταση τουρκικού κράτους θα περνούσαν υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της Αντάντ. Πράγματι, «καμία πτυχή της οικονομίας της Τουρκίας (…) δε θα έμενε στην αποκλειστική δικαιοδοσία της τουρκικής κυβέρνησης (…). Η Τουρκία ουσιαστικά θα ήταν δέσμια των Συμμαχικών Δυνάμεων.»50
Στις 16 Μάρτη 1920 η Κωνσταντινούπολη περιήλθε υπό συμμαχική στρατιωτική κατοχή, ενώ, καθ’ υπόδειξη της Αντάντ, το οθωμανικό κοινοβούλιο διαλύθηκε και πολλά από τα μέλη του συνελήφθησαν. Το γεγονός έδωσε σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη του τουρκικού αστικού εθνικού κινήματος υπό τον Μ. Κεμάλ.
ΟΙ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Η εκτίμηση που φαίνεται να υπήρχε στους κόλπους της ελληνικής αστικής τάξης αμέσως μετά από την ανακωχή του Μούδρου ήταν πως «η Ελλάδα (...) εισήλθε στον πόλεμο πάρα πολύ αργά για να υποβληθεί σε τέτοιες θυσίες που θα της εξασφάλιζαν εκπλήρωση όλων των διεκδικήσεών της».51 Οι επιπλέον θυσίες που ζητήθηκαν ως σχετικό «αντιστάθμισμα» από την Αντάντ –και έγιναν αποδεκτές από την κυβέρνηση Βενιζέλου– βρέθηκαν στη στρατιωτική συνδρομή της Ελλάδας κατά των επαναστατημένων λαών της Ρωσίας.52 Ακολούθως, στις σχετικές διαβουλεύσεις (Παρίσι 27 Νοέμβρη 1918), ο Γάλλος πρωθυπουργός G. Clemenceau (Κλεμανσό) υποσχέθηκε ως αντάλλαγμα στον Ε. Βενιζέλο την ενεργό στήριξη της Γαλλίας στην εδαφική επέκταση της Ελλάδας στη Θράκη και «ευνοϊκή» στάση στην περίπτωση της Σμύρνης.53 Στις 20 Γενάρη 1919, τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται στην Οδησσό, ενισχύοντας το μέτωπο των αντεπαναστατικών δυνάμεων στην Ουκρανία.
Στις 3-4 Φλεβάρη 1919, αντιπροσωπία με επικεφαλής τον ίδιο τον Ε. Βενιζέλο, παρουσίασε στο «Συμβούλιο των 10»54 το σύνολο των διεκδικήσεων της ελληνικής αστικής τάξης, που περιλάμβαναν: τη Βόρεια Ήπειρο, τη Θράκη, τη Δυτική Μικρά Ασία, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο και ορισμένα άλλα μικρότερα νησιά. Βασικό επιχείρημα για την προσάρτηση των εν λόγω εδαφών υπήρξε η σύνθεση των πληθυσμών τους (σύμφωνα με τα ελληνικά στατιστικά δεδομένα, για τα οποία, ωστόσο, διατυπώθηκαν πολλές επιφυλάξεις). Βεβαίως το εν λόγω επιχείρημα (που αξιοποιούνταν γενικότερα «α λα καρτ») εμφανιζόταν αντιφατικό αναφορικά με τη Θράκη, όπου ακόμα και τα στοιχεία που προσκόμισε η ελληνική πλευρά έδειχναν πως οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν πλειοψηφία στο σύνολό της. Όσον αφορά τους ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου, ο Βενιζέλος πρότεινε την ενσωμάτωση του βιλαετιού της Τραπεζούντας στο υπό ίδρυση αρμενικό κράτος. Η εξέταση των ελληνικών διεκδικήσεων παραπέμφθηκε σε ειδική επιτροπή, που, ωστόσο δεν κατάφερε να καταλήξει σε κοινές εκτιμήσεις, αντανακλώντας τις βαθιές αντιθέσεις μεταξύ των Συμμάχων.55
Οι ελληνικές διεκδικήσεις στα Δωδεκάνησα και τη Μικρά Ασία έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τα συμφωνηθέντα στο Λονδίνο (1915) και το St. Jean de Maurienne (1917), που «κατοχύρωναν» τις εν λόγω περιοχές στην Ιταλία. Η προσπάθεια να διευθετηθούν οι ιταλοελληνικές διαφορές με τη Συμφωνία Tittoni (Τιτόνι) - Βενιζέλου (29 Ιούλη 1919) δεν απέδωσε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού τα όσα συμφωνήθηκαν τελούσαν εξαρχής υπό αίρεση. Το άρθρο 7 της Συμφωνίας όριζε πως «εν η περιπτώση η Ιταλία δεν ικανοποιηθεί εις τας βλέψεις της εν Μ. Ασία, αναλαμβάνει πλήρη ελευθερίαν ενεργείας, δι’ όλας τα διατάξεις του παρόντος συμφώνου». Και πράγματι, η Συμφωνία Tittoni - Βενιζέλου ακυρώθηκε μονομερώς ακριβώς ένα χρόνο αργότερα ως «μη έχουσα», κατά το διπλωμάτη C. Sforza (Σφόρτζα), «καμιά χρησιμότητα για την Ιταλία».56
Όσον αφορά τη –Δυτική ιδιαίτερα– Θράκη, τόσο το τμήμα πληροφοριών της αντιπροσωπίας των ΗΠΑ όσο και το υπουργείο Εξωτερικών της Βρετανίας, εισηγούνταν αρνητικά ως προς τις ελληνικές διεκδικήσεις. Οι ενστάσεις τους επικεντρώνονταν α) στη μουσουλμανική πλειοψηφία του πληθυσμού της περιοχής και β) στα προβλήματα που θα δημιουργούσε ο αποκλεισμός της Βουλγαρίας από το Αιγαίο. Αντίστοιχα αντιρρήσεις υπήρξαν και αναφορικά με την επιδιωκόμενη ελληνική επέκταση στη Μ. Ασία, με τους Αμερικανούς να θεωρούν πως θα «προξενούσε άμεσους κινδύνους» αφού θα άνοιγε τις ορέξεις της Ελλάδας «για περισσότερα εδάφη» και το βρετανικό υπουργείο Πολέμου να χαρακτηρίζει την περιοχή «εθνολογικά μη υπερασπίσιμη».57
Ωστόσο, αυτό που εν τέλει «βάρυνε» στη διαμόρφωση της βρετανικής πολιτικής ήταν η επιδίωξή της για πρωτοκαθεδρία στην Εγγύς Ανατολή: Επιδίωξη που στη δεδομένη συγκυρία εκτιμούσε πως εξυπηρετούνταν καλύτερα με την ενίσχυση της συμμάχου της, της ελληνικής αστικής τάξης. Η αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους σε περιφερειακή δύναμη «θα λειτουργούσε ως αντίβαρο, τόσο στο γαλλικό εμπόριο στην περιοχή του Λεβάντε, όσο και στις ιταλικές φιλοδοξίες για ναυτική και εδαφική επέκταση στη Μεσόγειο». Έτσι, «η κυριαρχία της Μ. Βρετανίας στην Εγγύς Ανατολή θα εδραιωνόταν ακόμα περισσότερο και από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».58
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ - ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Αναζητώντας έναν παράγοντα πίεσης και αναχαίτισης των μονομερών κινήσεων της Ιταλίας στη Μικρά Ασία, Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ συναποφάσισαν να αναθέσουν αυτόν το ρόλο στην Ελλάδα. Η απόφαση για την αποστολή ελληνικού στρατού στη Σμύρνη πάρθηκε εσπευσμένα στις 5 Μάη (2 μέρες πριν την ανακοινωθείσα επιστροφή της ιταλικής αντιπροσωπίας στο Συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού) και δίχως ενημέρωση της Ιταλίας. Στις 6 Μάη ο Βρετανός πρωθυπουργός D. Lloyd George γνωστοποίησε στον Βενιζέλο τις προθέσεις των τριών Συμμάχων. Ο τελευταίος, διαβλέποντας τη δυνατότητα εκπλήρωσης της βασικότερης, ίσως, επιδίωξης της ελληνικής αστικής τάξης, και δίχως «να συμβουλευτεί τους άμεσους στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες» για το τι δυνάμεις απαιτούσε ή τι κινδύνους ελλόχευε ένα τέτοιο εγχείρημα, αποδέχτηκε την πρόταση και στις 15 Μάη τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται στη Σμύρνη.59
Η απόβαση του ελληνικού στρατού βάφτηκε στο αίμα από την πρώτη κιόλας μέρα, με τον Ύπατο Αρμοστή της Σμύρνης Α. Στεργιάδη να αναφέρει 163 νεκρούς και τραυματίες (στην πλειοψηφία τους Τούρκοι). «Αι παρεκτροπαί στρατού κατά τας δύο πρώτας ημέρας αποβάσεως εις Σμύρνην», διαμήνυε ο Βενιζέλος στους Α. Στεργιάδη και στρατηγό Κ. Νίδερ, «όχι μόνον μας καταρρίπτουν ηθικώς, αλλά και κινδυνεύουν ατυχώς να επηρεάσουν ουσιωδέστατα και θέσουν εις μέγαν κίνδυνον εθνικά συμφέροντα.» Ωστόσο, η κατάσταση δεν καλυτέρευσε. Αντιθέτως, το επόμενο διάστημα οι αναφορές για πυρπολήσεις σπιτιών, «αγρίας λαφυραγωγίας τουρκικών χωριών», «αντεκδικήσεις», «διωγμούς» και «δολοφονίες» αμάχων από τον ελληνικό τακτικό στρατό ή άτακτα σώματα πληθαίναν διαρκώς.60 Δύο μήνες μετά την απόβαση των πρώτων ελληνικών αγημάτων, ο Ε. Βενιζέλος θα επαναλάμβανε: «Αι παρεκτροπαί του στρατού μας κινδυνεύουν χωρίς καμίαν υπερβολήν να καταστρέψουν εκ ρίζης όλον το μετά τόσων μόχθων δημιουργηθέν οικοδόμημα όπερ εγγυάτο πλήρη επιτυχίαν εθνικού ημών προγράμματος.»61
Όλα αυτά, βεβαίως, όξυναν τις αντεκδικήσεις κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Μ. Ασίας (δολοφονίες, βιασμοί, λεηλασίες κλπ.) από τα τουρκικά, τακτικά και άτακτα, ένοπλα σώματα που δρούσαν στην περιοχή.
Η κατάσταση περιπλεκόταν περαιτέρω από τη στρατιωτική παρουσία και τις επιδιώξεις της Ιταλίας στη Μικρά Ασία. «Ιταλοί υποκινούσι Τούρκους», έγραφε ο Ν. Μαυρουδής στο Ν. Πολίτη, λίγες μόλις μέρες μετά την απόβαση των πρώτων ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, και «λέγουσι (...) ότι είναι έτοιμοι να βοηθήσωσι τούτους».62
Η διασυμμαχική επιτροπή που συστάθηκε για να διερευνήσει τα γεγονότα της Σμύρνης υπήρξε καταπέλτης κατά των ελληνικών δυνάμεων κατοχής, προτείνοντας την αντικατάστασή τους με μια μεικτή αγγλογαλλική δύναμη. Η πρόταση αυτή, παρότι υιοθετήθηκε από τους Συμμάχους, τελικά δεν υλοποιήθηκε, λόγω τις απροθυμίας τους να παράσχουν οι ίδιοι τις απαιτούμενες στρατιωτικές δυνάμεις.63
Οι προβληματισμοί της Αντάντ, βεβαίως, δεν είχαν «ανθρωπιστική» αφετηρία. Αντιθέτως, είχαν να κάνουν με τους κινδύνους που είχαν αρχίσει να δημιουργούν οι φιλοδοξίες της ελληνικής αστικής τάξης για τη σταθερότητα –και κατά προέκταση για τη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων– στην περιοχή. Η ελληνική ζώνη κατοχής, αψηφώντας το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο, επεκτεινόταν διαρκώς πέραν των κεκαθορισμένων ορίων σε περιοχές με τουρκική πλειοψηφία, λειτουργώντας ως καταλύτης για την άνοδο του τουρκικού αστικού εθνικισμού. Έγραφε ο Ι. Μεταξάς: «Η κατάληψις της Σμύρνης, τα θλιβερά επακολουθήσαντα γεγονότα, αι περί το Αϊδίνιον, την Πέργαμον και τη Μαινεμένην αιματηραί συμπλοκαί του ελληνικού στρατού εναντίον των ανθισταμένων Τούρκων κατοίκων, εξήψαν τα πνεύματα των Τούρκων εν Μ. Ασία.» Επιπλέον, «η είδησις των σφαγών της Σμύρνης (...) προξένησε αληθή φρίκην και έσπειρε την αμφιβολίαν εις τα πνεύματα περί των προθέσεων των Συμμάχων, μέχρι και της Συρίας ακόμη. Διαδηλώσεις έλαβον χώραν εν Κωνσταντινουπόλει. Νεότουρκοι αρχηγοί διέφυγον εις Μ. Ασίαν όπου ήρχιζον οργανούντες την αντίστασιν κατά του διαμελισμού της Τουρκίας».64
«Αν επιτραπεί [στον Βενιζέλο] να κάνει ό,τι θέλει», έγραφε χαρακτηριστικά ο Αμερικανός Ύπατος Αρμοστής στην Τουρκία ναύαρχος M. Bristol (Μπρίστολ), «θα εκμηδενιστεί κάθε δυνατότητα αξιοπρεπούς διευθέτησης [των εκκρεμών ζητημάτων] στα Βαλκάνια και τη Μ. Ασία.» «Η ελληνική κατάληψη της Σμύρνης», σημείωνε ο Βρετανός αρχηγός Στόλου της Μεσογείου J. de Robeck (ντε Ρόμπεκ), «πυροδότησε έναν τέτοιο τουρκικό πατριωτισμό (...) που έδωσε τη δυνατότητα στον Μουσταφά Κεμάλ να συγκεντρώσει τόση δύναμη, ώστε αν αποφάσιζε να αντισταθεί στους όρους ειρήνης, θα έφερνε τους Συμμάχους σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.»65
Το συμπέρασμα επομένως του Η. Cumming (Κάμινγκ) πως «η ελληνική επιθετικότητα στη Σμύρνη συνέβαλε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον παράγοντα στη γοργή ανάπτυξη του εθνικιστικού κινήματος στην Τουρκία» έχει μια βάση.66 Ωστόσο, δεν πρέπει να αποσπάται από τις γενικότερες επιπτώσεις του ιμπεριαλιστικού διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τους ανταγωνισμούς μεταξύ των νικητριών δυνάμεων, αλλά και τις επιδιώξεις της ηττημένης τουρκικής αστικής τάξης. Η σημασία της Σμύρνης, για την τελευταία, ήταν εξαιρετικά μεγάλη: «Η Σμύρνη, όταν ήταν στην κατοχή των Τούρκων, παρήγε το 30% του τουρκικού εισοδήματος (...). Υπό αυτές της συνθήκες, είναι φυσικό η Τουρκία να θέλει τη Σμύρνη για λόγους εσόδων.»67
Η Διάσκεψη του Λονδίνου (βασικός προπομπός των Σεβρών), εν τω μέσω αντικρουόμενων συμφερόντων, δεν μπόρεσε παρά να καταλήξει σε μια μεσοβέζικη-μεταβατική λύση στο ζήτημα της Σμύρνης, κατά την οποία η περιοχή θα διατηρούνταν υπό τουρκική κυριαρχία κατ’ όνομα, αλλά η διοίκηση θα παρέμενε σε ελληνικά χέρια (παραπέμποντας την οριστική λύση του προβλήματος στο μέλλον). Η απόφαση αυτή, που επιτεύχθηκε λόγω της συνολικής βαρύτητας των Βρετανών (που ήταν γενικότερα πιο ευνοϊκοί προς τις ελληνικές θέσεις) στις διαπραγματεύσεις, έγινε δεκτή με διάχυτη ανησυχία και προβληματισμό στους κόλπους πολλών στρατιωτικών και διπλωματικών ειδημόνων. Χαρακτηριστική –όσο και «προφητική»– υπήρξε η παρατήρηση του Γάλλου διπλωμάτη P. Cambon, ο οποίος τόνισε: «Οι Τούρκοι θα αποδεχτούν τα πάντα εκτός από τη Σμύρνη (...) Για να τα βάλουμε με τους Τούρκους θα χρειαστούν σίγουρα εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες. Οι Ιταλοί έχουν ήδη δηλώσει πως δε θα στείλουν κανέναν και εμείς [σ.σ. η Γαλλία] έχουμε την ίδια θέση. O Lloyd George επίσης θα αναδιπλωθεί μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και [τότε] ο Βενιζέλος θα βρεθεί μόνος του με 80.000 άνδρες, αντιμέτωπος με μια ξεσηκωμένη χώρα.»68
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΩΣ ΑΙΧΜΗ ΤΟΥ ΔΟΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΓΓΥΣ ΑΝΑΤΟΛΗ
Ήδη από τα τέλη του 1919 - αρχές του 1920 είχε αρχίσει να γίνεται αντιληπτό πως η ανάπτυξη του τουρκικού αστικού εθνικού κινήματος άλλαζε τα δεδομένα στην Εγγύς Ανατολή. «Θα ήταν καταστροφικό», επεσήμανε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών G. Curzon, «να υπαγορεύσουμε μια ειρήνη την οποία οι Σύμμαχοι δε θα είχαν τη στρατιωτική δύναμη να επιβάλλουν.» Επιβολή των όρων της ιμπεριαλιστικής ειρήνης (δηλαδή της ικανοποίησης του συνόλου των διεκδικήσεων των νικητριών δυνάμεων επί της πολεμικής λείας) σήμαινε πρακτικά συνέχιση του πολέμου και «κατάκτηση της Μικράς Ασίας». Ωστόσο, κατέληγε ο Curzon, «δε βλέπω πώς θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε τη Μικρά Ασία ή ποιος θα αναλάμβανε να το φέρει εις πέρας»69.
Το ζήτημα τέθηκε επί τάπητος στο Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο στις 20 Απρίλη 1920. Σύμφωνα με έκθεση εμπειρογνωμόνων του στρατού και του ναυτικού, που παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο από το στρατάρχη Foch (Φος), η επιβολή των «όρων ειρήνης» στην Τουρκία θα απαιτούσε το λιγότερο 27 μεραρχίες. Δυνάμεις διπλάσιες εκείνων που ήδη υπήρχαν. Κανείς, ωστόσο, δεν ήταν διατεθειμένος να δεσμεύσει τα απαιτούμενα στρατεύματα, πλην του Ε. Βενιζέλου, ο οποίος δήλωσε έτοιμος να διπλασιάσει τις μονάδες που βρίσκονταν ήδη στη Σμύρνη, εκφράζοντας την πεποίθηση πως οι δυνάμεις αυτές «θα ήταν αρκετές (...) για την επιβολή της Συνθήκης στο σύνολό της (...) εξαιρέσει [των δυνάμεων που απαιτούνταν για την προάσπιση] της Αρμενίας». Ο Foch ανταπάντησε πως και πάλι οι δυνάμεις δεν επαρκούσαν ώστε «να αφοπλιστεί η Τουρκία και να εξασφαλιστεί η προστασία των μειονοτήτων». Η «λύση», που προκρίθηκε από τον Lloyd George και εν τέλει υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο, ήταν να περιοριστούν οι στόχοι των Συμμάχων στην κατοχή και προάσπιση των «ζωτικών-στρατηγικών» για τους ίδιους περιοχών της Τουρκίας (για το οποίο «δε χρειαζόταν καθόλου η χρήση 27 μεραρχιών»). Συμφωνώντας ο Βενιζέλος τόνισε πως «τα στρατεύματα που οι συμμαχικές κυβερνήσεις [σ.σ.: κυρίως η ελληνική] δύναντο να δεσμεύσουν επαρκούσαν για τους σκοπούς που συζητήθηκαν», με τα ζητήματα «της προστασίας της Αρμενίας, της διασφάλισης των μειονοτήτων και του αφοπλισμού» να παραπέμπονται «στην κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης» (δηλαδή, ουσιαστικά, στην τύχη τους).70
Ωστόσο, «έως τα μέσα Ιούνη ήταν οφθαλμοφανές σε όλους τους ενδιαφερόμενους πως καμιά συνθήκη δε θα μπορούσε να εφαρμοστεί στις επικρατούσες συνθήκες. Δύο εναλλακτικές απέμεναν επομένως: Είτε μια ριζική αναθεώρηση των όρων [ειρήνης] είτε μια αποφασιστική στρατιωτική επέμβαση κατά των [Τούρκων] Εθνικιστών. Ιταλοί και Γάλλοι έκλιναν προς την πρώτη, ξεκαθαρίζοντας πως δε θα μετείχαν σε καμιά στρατιωτική επέμβαση». Η Βρετανία, που ήταν η πλέον κατηγορηματική στη μη αναθεώρηση των όρων, επίσης δεν επιθυμούσε μια «ευρύτερη στρατιωτική εμπλοκή». Ακολούθως, η μόνη «διαθέσιμη» στρατιωτική δύναμη που απέμενε, ήταν ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη. Όταν η βρετανική κυβέρνηση πρότεινε στον Ε. Βενιζέλο να αναλάβει η Ελλάδα το όλο εγχείρημα «εκείνος εμφανίστηκε έτοιμος, έως και ενθουσιασμένος, για μια ελληνική εκστρατεία, δηλώνοντας πως (…) ο ελληνικός στρατός μπορούσε εύκολα να αντιμετωπίσει τους Εθνικιστές [και μάλιστα] χωρίς καμιά εξωτερική βοήθεια». Έτσι, «ενάντια στις ξεκάθαρες εισηγήσεις των ανώτατων στρατιωτικών τους συμβούλων» [όπως του στρατάρχη H. Wilson (Ουίλσον), ο οποίος «ήταν βέβαιος πως η ελληνική εκστρατεία θα αποτύχει»] η πολιτική ηγεσία της Αντάντ, αποφάσισε να πιέσει στρατιωτικά για το μάξιμουμ των διεκδικήσεών της επί της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αξιοποιώντας ως αιχμή του δόρατος τον ελληνικό στρατό.71
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ
Η Συνθήκη των Σεβρών υπογράφτηκε στις 10 Αυγούστου 1920. Η κυριαρχία επί της Μεσοποταμίας, της Υπεριορδανίας και της Παλαιστίνης πέρασε στη Βρετανία ως προστάτιδα δύναμη - εντολοδόχο της Κοινωνίας των Εθνών. Αντίστοιχα, η κυριαρχία επί της Συρίας και του Λιβάνου πέρασε στη Γαλλία. Η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά τέθηκαν υπό διεθνή έλεγχο, ενώ η Αρμενία και –δυνητικά– το Κουρδιστάν θα σχημάτιζαν ανεξάρτητα κράτη.72 Ο οικονομικός έλεγχος του νέου τουρκικού κράτους πέρασε –με διάφορους τρόπους– στους Συμμάχους, ενώ χωριστή Τριμερής Συμφωνία μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας (που υπογράφηκε ανήμερα της Συνθήκης των Σεβρών), αναγνώριζε στις δύο τελευταίες, διευρυμένες ζώνες οικονομικής επιρροής επί της τουρκικής ενδοχώρας, σε Κιλικία και Μ. Ασία –πλην της ζώνης της Σμύρνης– αντίστοιχα.73
Στην Ελλάδα περιήλθε η Θράκη (έως τα όρια της Κωνσταντινούπολης), καθώς και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος. Η περιοχή της Σμύρνης θα παρέμενε υπό τουρκική τυπική επικυριαρχία και ελληνική διοίκηση (ως εντολοδόχος των Συμμάχων), ωσότου το ζήτημά της διευθετηθεί οριστικά με δημοψήφισμα σε βάθος πενταετίας.
Τα Δωδεκάνησα περιήλθαν στην Ιταλία και, με χωριστή ελληνοϊταλική συνθήκη, που υπογράφτηκε την ίδια μέρα, αποδόθηκαν στην Ελλάδα.74
Για τη Γαλλία και την Ιταλία, οι όροι της ιμπεριαλιστικής ειρήνης που διαμορφώθηκαν έπειτα από μήνες σκληρών διαπραγματεύσεων αποτελούσαν ουσιαστικά μια νίκη των βρετανικών βλέψεων –και ήταν. Γι’ αυτό και τους επόμενους μήνες, η στάση τους έναντι της εφαρμογής των όρων θα ήταν από παθητική έως ανοιχτά εχθρική. Η Γαλλία, άλλωστε, ήταν ήδη με το ένα πόδι έξω από την Κιλικία, προκειμένου να περισώσει τη Συρία. Όσο για την Ιταλία, το στίγμα το είχε δώσει ξεκάθαρα ο υπουργός Εξωτερικών C. Sforza από το βήμα της ιταλικής Βουλής, μόλις μια μέρα πριν την υπογραφή της Συνθήκης, μιλώντας για «εγκάρδια και πιστή συνεργασία» με την Τουρκία, με σκοπό την «ακεραιότητα της τουρκικής κυριαρχίας».75
Η τουρκική αστική τάξη αντιμετώπισε τη Συνθήκη των Σεβρών ως απειλή για την ίδια της την κρατική υπόσταση, επιδιώκοντας την ανατροπή της με κάθε τρόπο και μέσο. Η ελληνική αστική τάξη, από την άλλη, πανηγύρισε τη Συνθήκη ως θρίαμβο των επεκτατικών (μεγαλοϊδεατικών) της επιδιώξεων, τροφοδοτώντας ακόμη περισσότερο τις έως τότε φιλοδοξίες της.
Το νεαρό ΣΕΚΕ (Κ) κατήγγειλε την ιμπεριαλιστική ειρήνη των Σεβρών και τη θριαμβολογία της αστικής τάξης, καταδεικνύοντας το πραγματικό περιεχόμενό τους. «Η κυβερνώσα αστική τάξις», τόνιζε σε προκήρυξή του, «επωφελείται της υπογραφής της ειρήνης με την Τουρκίαν για να παρασύρει τας εργαζόμενας λαϊκάς μάζας εις σωβινιστικάς και πατριωτικάς εορτάς (...). Έχει συμφέρον να εξαπατήσει και πάλιν τας εργαζόμενας τάξεις της χώρας, με πρόσχημα μιας δήθεν οριστικής ειρήνης, με το επιχείρημα του “διπλασιασμού” της πατρίδος και της απελευθερώσεως των “υπόδουλων αδερφών” (...) διά να αποτρέψει την προσοχήν του λαού από την αθλιότητα που τον μαστίζει και δια να απομακρύνει τη σκέψιν του από τους νέους πολέμους που παρασκευάζει (...).
Αι συνθήκαι τας οποίας συνήψαν οι ιμπεριαλισταί της Ευρώπης εις Βερσαλλίας, το Νεϊγύ και τη Σεβρ, ουδέν άλλο αποτελούν ή την επίσημον σφράγισην της απάτης και της εκμεταλλεύσεως των λαών, τους οποίους παρέσυραν εις τον πόλεμον. (...) Το δήθεν δόγμα των περί ελευθέρας διαθέσεως των εθνών και ελευθέρας αναπτύξεως των μικρών λαών κατακουρέλιασαν αυτοί οι ίδιοι, οι οποίοι εξακολουθούν ακόμη να διατηρούν υπό την κατοχήν των την Ιρλανδίαν, την Αίγυπτον, τας Ινδίας, τη Συρίαν, τη Μεσοποταμίαν, την Παλαιστίνην, την Κύπρον και πολλά ακόμη εδάφη της Τουρκικής Aυτοκρατορίας, τα οποία εκμεταλλεύονται (...). Οι υπόδουλοι λαοί δεν απηλευθερώθησαν. Ο πόλεμος δεν τελείωσεν. Απλώς, διά της ειρήνης ταύτης ετέθησαν αι βάσεις των πολέμων της αύριον (...).
Η ειρήνη, για την οποία επολεμήσαμε, δεν είναι η πραγματική ειρήνη των λαών, εκείνη που θα καταργήσει τους πολέμους και θα αδερφώσει όλους τους ανθρώπους. Η ειρήνη που ηθελήσαμεν είναι εκείνη που θα καταργήσει την εκμετάλλευσιν της εργασίας των πολλών από τους λίγους, είναι εκείνη που θα καθίσει στο σκαμνί τους εγκληματίας του πολέμου και που θα αποδώσει εις την κοινωνίαν τα πλούτη που αυτοί εσφετερίσθησαν.»76
Οι ανοιχτοί λογαριασμοί και οι οξυμένες αντιθέσεις που άφηνε πίσω της ως παρακαταθήκη η ιμπεριαλιστική ειρήνη των Σεβρών, δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν στη βίαιη αμφισβήτηση και αναπροσαρμογή της. Οι όροι της Συνθήκης δεν επικυρώθηκαν ποτέ. Θα ξαναγράφονταν μόλις δύο χρόνια αργότερα, πάνω σε εκατόμβες νεκρών και ξεριζωμένων. «Οι σπόροι της καταστροφής εδράζονταν στα αντικρουόμενα συμφέροντα των ίδιων των Συμμάχων»,77 έγραφε χαρακτηριστικά ο Βρετανός ακαδημαϊκός Α. Montgomery.
Η «ΤΥΧΗ» ΤΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ
Η αρμενική αστική τάξη ήταν ιδιαίτερα ισχυρή στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σύμφωνα με τα στοιχεία της αρμενικής αντιπροσωπίας στο Συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού, οι Αρμένιοι, αν και δεν αποτελούσαν παρά το 10% του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, έλεγχαν το πάνω από το 1/3 του εμπορίου της78). Αυτός ήταν και ο βαθύτερος λόγος που η τουρκική αστική τάξη την έβαλε στο στόχαστρο (όπως αντίστοιχα και την ελληνική) στις αρχές του 20ού αιώνα, επιδιώκοντας να εδραιώσει την κυριαρχία της σε έναν κρατικό χώρο που θεωρούσε δικό της. «Αν η εξόντωση του αρμενικού στοιχείου, μέχρι και του τελευταίου, είναι αναγκαία για την εθνική μας πολιτική», τονιζόταν χαρακτηριστικά σε σύσκεψη των Νεότουρκων το 1915, «πολύ περισσότερο είναι αναγκαία για την εδραίωση της εθνικής μας οικονομίας.»79
Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η επικείμενη διάλυσή της δημιούργησε –φαινομενικά τουλάχιστον– ευνοϊκούς όρους για τη διεκδίκηση από τη μεριά της αρμενικής αστικής τάξης δικού της κράτους. Ακολούθως, πρόβαλε τις πλέον φιλόδοξες «αξιώσεις για ένα τεράστιο κράτος που θα εκτεινόταν από την Τραπεζούντα έως την Κιλικία, που δεν ήταν, ούτε πρακτικές ούτε ρεαλιστικές». Βασικό πρόβλημα ήταν πως «ακόμα και σε μια μικρότερη εκδοχή αυτού του κράτους (...) οι Αρμένιοι αποτελούσαν διακριτή μειοψηφία».80 Με την πλειοψηφία του πληθυσμού να είναι μουσουλμάνοι και πολλά φρούρια ακόμη σε τουρκικά χέρια, ήταν ξεκάθαρο πως, η όποια απόπειρα να αποσπαστούν τα εν λόγω εδάφη από το μελλοντικό τουρκικό κράτος, θα αντιμετώπιζε σθεναρή αντίδραση –όπως και συνέβη. Οι επιθέσεις και σφαγές κατά Τούρκων αμάχων από αρμενικές τακτικές και άτακτες δυνάμεις (ήδη από την περίοδο της ρωσικής κατοχής της περιοχής), καθώς και η ενσωμάτωση αρμενικών μονάδων στη γαλλική δύναμη κατοχής της Κιλικίας, όξυναν ακόμη περισσότερο τις αντιθέσεις.81
Η αρμενική αστική τάξη υπολόγιζε στη διακηρυγμένη στήριξη των ισχυρών καπιταλιστικών δυνάμεων της Αντάντ προκειμένου να εδραιώσει την κυριαρχία της στα υπό διεκδίκηση εδάφη. Ωστόσο, όπως παρατήρησε ο P. Helmreich: «Η Αρμενική εντολή πρόβαλλε ως ένας εν δυνάμει πολύ ακριβός πονοκέφαλος με μικρά υλικά ή στρατηγικά οφέλη ως αποζημίωση για την εντολοδόχο δύναμη. Οι Βρετανοί, που κατείχαν [στρατιωτικά] την περιοχή της Αρμενίας από τη λήξη του πολέμου (...) γνώριζαν πολύ καλά ότι μια Αρμενική εντολή θα κόστιζε πολύ σε χρήμα και άνδρες, με μικρή πιθανότητα για οποιοδήποτε ουσιαστικό όφελος ως αντιστάθμισμα.» Το ίδιο και οι Γάλλοι, που διαμέσου του πρωθυπουργού G. Clemenceau, ξεκαθάρισαν ήδη από τα τέλη του 1919 πως «δεν ήταν πρόθυμοι να ξοδέψουν χρήματα για την Αρμενία».82
Οι επιπλέον συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις που απαιτούνταν για την εδραίωση της αρμενικής ανεξαρτησίας υπολογίζονταν τότε σε περίπου 15.000 άνδρες. Αριθμός, όχι ιδιαίτερα μεγάλος –για τα δεδομένα των Συμμάχων– τον οποίο, όμως, κανείς δε διατίθετο να παραχωρήσει. Ήδη από τον Απρίλη του 1920 «οι Συμμαχικές κυβερνήσεις είχαν συμφωνήσει πως δε θα έστελναν στρατό στην Αρμενία», προκειμένου να επικεντρώσουν τις διαθέσιμες δυνάμεις τους στη διαφύλαξη των δικών τους συμφερόντων.83
Έτσι, όταν με τη Συνθήκη των Σεβρών ανακηρύχτηκε η ανεξαρτησία της Αρμενίας, ο αρμενικός λαός είχε απομείνει ουσιαστικά εκτεθειμένος και μετέωρος, μεταξύ των φιλοδοξιών της αστικής του τάξης, της επιθετικής μανίας της τουρκικής αστικής τάξης και των «ψυχρών υπολογισμών» των αστικών τάξεων των καπιταλιστικών κρατών-μελών της Αντάντ που συνέχιζαν να κόβουν και να ράβουν στην περιοχή.
Συγκλονιστική είναι η περιγραφή του Γάλλου αντιπρόσωπου από τη συνεδρίαση της Κοινωνίας των Εθνών της 22ης Νοέμβρη του 1920, τρεις μόλις μήνες μετά από τη Συνθήκη των Σεβρών: «Υπάρχουν εδώ τεσσαράκοντα και εν έθνη συσκεπτόμενα (...). Υπάρχει εδώ μέσα ένα κράτος, μεταξύ εκείνων τα οποία συνεπόνεσαν τας οδύνας της Αρμενίας, το οποίον θα ήθελε να αναλάβη την εντολήν; Ας εγερθή και διά φωνής του αντιπρόσωπού του ας το δηλώση! (...) Δεν εσηκώθη κανείς!»84