Ο συνεχιζόμενος πόλεμος ενάντια στη λεγόμενη τρομοκρατία, που διεξάγεται προπαγανδιστικά στα πλαίσια μιας λεγόμενης «διεθνούς συμμαχίας ενάντια στην τρομοκρατία», φαίνεται προς τα έξω να επικαλύπτει όλες τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Ομως είναι γεγονός ότι προπάντων με την Ευρώπη αναπτύσσεται για τις ΗΠΑ ένας ιμπεριαλιστικός ανταγωνιστής, που μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μπορεί να γίνει και θα γίνει μια πρόκληση για την τωρινή ηγεμονία των ΗΠΑ.
Οι ειδικοί της στρατηγικής και οι ιδεολόγοι της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης έχουν κατά κανόνα ουσιαστικά σαφέστερη αντίληψη από πολλούς συγχισμένους αριστερούς, ιδιαίτερα σχετικά με το χαρακτηρισμό της λεγόμενης «νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων».
Ας αφήσουμε να μιλήσει ο ηγετικός τραπεζίτης των ΗΠΑ και σύμβουλος διάφορων διοικήσεων των ΗΠΑ, Jeffrey E. Garten: «Ο τραπεζίτης των ΗΠΑ και πρώην σύμβουλος προέδρων Jeffrey E. Garten χαρακτήρισε το 1992 την περίοδο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο σαν «ψυχρή Ειρήνη». Οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και μια Δυτική Ευρώπη υπό γερμανική ηγεσία, αυτή είναι η γνώμη της Γουόλ Στριτ, βρίσκονται σε μαζική αντιπαράθεση για την πολιτική και οικονομική ηγεμονία. Στη θέση της σύγκρουσης Αντατολής-Δύσης μπήκε η αντιπαράθεση συστημάτων ανάμεσα σε τρία πολιτιστικά, οικονομικά και πολιτικά ανταγωνιστικά οικονομικά μπλοκ»[1]. Ετσι σωστά επιλεγμένος είναι και ο τίτλος στην πρώτη έκδοση του 1993 του ειδικού μαγκαζίνο των ΗΠΑ, «Chief Executive»: «Καλωσορίσατε στο Δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο»[2].
Τι σημαίνει αυτό συγκεκριμένα; Πού βρίσκονται οι ακρογωνιαίοι στύλοι της λεγόμενης «νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων»; Ποιος είναι ο ρόλος της Ευρώπης σε σχέση με αυτό;
Μετά την (προσωρινή) νίκη της αντεπανάστασης στις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ενωση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια λεγόμενη «νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων», στην οποία το ιμπεριαλιστικό σύστημα έγινε παγκόσμια κυριαρχούσα δύναμη. Μέσα σε αυτό το σύστημα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής εξακολουθούν να είναι η μονοσήμαντα κυριαρχούσα δύναμη.
Με την οικονομική άποψη της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ συμφωνεί και η «Εμπορική και Αναπτυξιακή» έκθεση της «Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη» (UNCTAD): Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Αυτή είναι η γνώμη στην πρόσφατα δημοσιευθείσα έκθεση «Εμπόριο και Ανάπτυξη (...)»[3].
«Γιατί όμως υπερέχουν τόσο οι ΗΠΑ; Επειδή είναι οικονομικά η ατμομηχανή όλου του κόσμου, τεχνολογικά είναι πηγή της ανανέωσης και στρατιωτικά η μοναδική παγκόσμια δύναμη. Μάλιστα και πολιτισμικά -ο,τιδήποτε και αν σκέφτεστε για την αμερικανική μαζική κουλτούρα- οι ΗΠΑ επιδρούν υπερβολικά ελκυστικά. Ολα αυτά δίνουν στη χώρα σφαιρικές πολιτικές δυνατότητες επίδρασης»[4].
Στα πλαίσια της νέας αναδιανομής του κόσμου -δηλαδή των αγορών, των κοιτασμάτων πρώτων υλών, των γεωστρατηγικών σφαιρών επιρροής κλπ.- ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ επιδιώκει διεύρυνση του κατευθείαν άμεσου ελέγχου και του περιφερειακού και παγκόσμιου ηγεμονικού ρόλου, όπως επίσης υπεράσπιση αυτής της θέσης. Αυτό εμπεριέχει αυξανόμενο ανταγωνισμό και αντιπαραθέσεις με ιμπεριαλιστές ανταγωνιστές. Κάτι περισσότερο. Με την Ευρώπη υπό την ηγεσία του ιμπεριαλισμού της ΟΔΓ δημιουργείται μια νέα «υπερδύναμη» με παγκόσμιες επιδιώξεις.
«Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα είναι έτοιμες να εγκαθιδρύσουν την επικυριαρχία τους στο Ράιχ του πρώην αντιπάλου τους. Η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης έδωσε την ευκαιρία στις ΗΠΑ να επεκτείνουν τη ζώνη της στρατιωτικής επικυριαρχίας (με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ) στην Ανατολική Ευρώπη και στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Και πράγμα σπουδαιότερο από όλα τ’ άλλα είναι ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου επέτρεψε στην Αμερική να εμβαθύνει την ανάμιξή της στην Εγγύς Ανατολή»[5].
Αυτή η ανάμιξη οδήγησε ακριβώς στη στρατηγικά σημαντική και πλούσια σε πρώτες ύλες περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής στην επιβολή μιας σχεδόν δραματικής επικυριαρχίας του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, ακριβώς και αντίθετα προς ιμπεριαλιστές ανταγωνιστές από την Ευρώπη και την Ασία. Από αυτή την άποψη ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1991 κατά του Ιράκ αποτέλεσε σημείο στροφής. Πολλά αποτελέσματα του πολέμου κατά του Ιράκ είναι γνωστά, επιπλέον ο πόλεμος και το οικονομικό μποϊκοτάζ συνεχίζονται. Δεδηλωμένος στόχος των ειδικών της στρατηγικής των ΗΠΑ είναι -με τις συνεχιζόμενες προσπάθειες αποσταθεροποίησης- να ανατρέψουν την κυβέρνηση της Βαγδάτης και να μετατρέψουν το Ιράκ πρακτικά σε προτεκτοράτο, υπήκοο στις ΗΠΑ.
Ουσιαστικά σημαντικότερα όμως φαίνονται τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά πλεονεκτήματα της θέσης στον αγώνα για τη διεύρυνση της βορειοαμερικανικής επιρροής και της επικυριαρχίας της Ουάσινγκτον στην περιοχή: Οι ΗΠΑ διαθέτουν πρακτικά σήμερα μόνιμες στρατιωτικές βάσεις στην Αραβική χερσόνησο, η στρατιωτική εξασφάλιση στη ΝΑΤΟική-«εταιρική» χώρα Τουρκία μπόρεσε να εντατικοποιηθεί χωρίς προβλήματα (επιπλέον η Τουρκία έκλεισε στρατηγική στρατιωτική συμμαχία με το Ισραήλ), αλλά και οικονομικά οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η κυρίαρχη δύναμη στις αντιδραστικές Αραβικές χώρες (όπου η οικονομική επιρροή ευρωπαϊκών δυνάμεων απωθήθηκε ή περιορίστηκε ανάλογα). Το Ιράκ σαν σημαντική περιφερειακή δύναμη εξασθένισε και ο έλεγχος των ΗΠΑ στις πηγές πρώτων υλών στον Κόλπο εξασφαλίστηκε.
Ο βορειοαμερικανικός έλεγχος στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής επρόκειτο να ολοκληρωθεί με τη λεγόμενη «Συμφωνία Ειρήνης του Οσλο» μεταξύ του Ισραήλ και των τμημάτων του Παλαιστινιακού Απελευθερωτικού Κινήματος της ΠΛΟ, που είναι υπό την ηγεσία του Αραφάτ. Η «εφαρμογή του Οσλο» δε θα είχε μεν πραγματοποιήσει νόμιμα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού για δικό του ανεξάρτητο κράτος (με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ), θα είχε όμως υποβαθμίσει τους Παλαιστίνιους σε υποτελείς, εξαρτημένους από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, γαρνιρισμένους με ένα είδος φαινομενικής ανεξαρτησίας. Αυτή την κίνηση σκακιού των ειδικών της στρατηγικής της Ουάσινγκτον και του Τελ Αβίβ μπόρεσε ως τώρα να τη ματαιώσει η συνεχιζόμενη εξέγερση του παλαιστινιακού λαού, η «Al-Agsa- Intifada», ενάντια στην ισραηλινο-σιωνιστική κατοχή.
Ομως, μακροπρόθεσμα, για τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ μεγαλύτερης γεωστρατηγικής σημασίας από την Εγγύς και τη Μέση Ανατολή είναι η Ευρασία. Οποιος ελέγχει αυτήν την περιοχή είναι σε θέση να αναχαιτίσει και να επηρεάσει αντίστοιχα την εξέλιξη των δύο πυρηνικών δυνάμεων, Ρωσίας και Κίνας.