Η ΝΔ ακολουθεί και στο χώρο της ΤΑ τη γενική γραμμή υποστήριξης της πολιτικής των αντιλαϊκών αντεργατικών αλλαγών (καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων) με ταυτόχρονη δημαγωγική αντιπολίτευση προς την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Η ουσία των απόψεών της ταυτίζεται με την κυβερνητική πολιτική (δήμος - επιχείρηση, εμπορευματοποίηση-ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών, ανταποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, φορολογική εξουσία, Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης), που προσαρμόζει την ΤΑ σαν μοχλό των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Αλλωστε οι εκλεγμένοι της Δήμαρχοι και Νομάρχες υλοποίησαν απαρέγκλιτα την κυβερνητική πολιτική.
Με δημαγωγικές κορώνες προσπαθεί να κρύψει ότι στα πραγματικά κοινωνικά χαρακώματα είναι συμπολεμιστής του ΠΑΣΟΚ, του κεφαλαίου, των ιμπεριαλιστικών συνασπισμών και αντίπαλος των λαϊκών δυνάμεων, προσπαθεί να καρπωθεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Η ΝΔ θεωρεί την Τοπική Αυτοδιοίκηση μέρος του κράτους και ότι το σημερινό κράτος είναι «εστία και γενεσιουργός αιτία όλων των προβλημάτων», όχι βέβαια λόγω του ταξικού του χαρακτήρα, αλλά επειδή είναι «συνώνυμο της αδιαφάνειας, της γραφειοκρατίας, του υδροκεφαλισμού, του κομματισμού και του συντηρητισμού». Οι ευθύνες βρίσκονται στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο ούτε θέλει, ούτε μπορεί να κάνει ρήξεις για μια νέα εποχή.
Για τον εκσυγχρονισμό του κράτους θεωρεί ότι χρειάζεται:
- Αναμόρφωση της κεντρικής διοίκησης, επιτελικός και ελεγκτικός ο ρόλος της και απεξάρτησή της από την εκάστοτε κυβέρνηση.
- Ουσιαστική αποκέντρωση και ενίσχυση της Τοπικής και Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης την οποία θεωρεί όχι απλά θεσμό διακυβέρνησης αλλά ζωτικό πολιτικό χώρο όπου αναδεικνύονται τα προβλήματα της καθημερινότητας, αναζητούνται και προωθούνται οι πιο αποτελεσματικές λύσεις. Οτι από τη φύση της διακρίνεται από το συλλογικό χαρακτήρα της πολιτικής απόφασης, από την αμεσότητα σχέσεων κράτους-πολιτών, από την αμεσότερη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.
Η ΝΔ προβάλλει ορισμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι με τις κρατικές υπηρεσίες και προκαλούν την αγανάκτησή τους, προβλήματα τα οποία αξιοποιεί και το ΠΑΣΟΚ για να προωθήσει τις αναδιαρθρώσεις με την αιτιολογία του «εκσυγχρονισμού» και της «αποδοτικότητας». Φυσικά συγκαλύπτει το κύριο, το ρόλο και το χαρακτήρα του αστικού κράτους γενικά σαν εργαλείο για να αναπαράγονται από τη μια τα κέρδη του κεφαλαίου και από την άλλη τα βάσανα των λαϊκών στρωμάτων, που οξύνονται στο έπακρο με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση των αντιδραστικών αλλαγών. Στα πλαίσια αυτά αποδίδει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση ρόλο, χαρακτήρα και περιεχόμενο έξω από ταξικό προσδιορισμό, υπερταξικό και ουδέτερο, πράγμα που συνάδει εξάλλου με τις αστικές θεωρίες για την αταξικότητα, ουδετερότητα, εξισορροπητικό ρόλο του κράτους κλπ.
Τα περί «αποκέντρωσης», «δημοκρατικού προγραμματισμού», «περιφερειακής ανάπτυξης» προβάλλονται για να περνά σε δεύτερο πλάνο το κύριο ζήτημα: ποια πολιτική έχουν ανάγκη οι λαϊκές δυνάμεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι η πολιτική, περιφερειακά και τοπικά, καθορίζεται από τη γενικότερη πολιτική σε επίπεδο χώρας.
Η στάση των εκπροσώπων του ΣΥΝ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αυτά τα χρόνια επιβεβαίωσε ότι συμφωνεί με τις θεσμικές αλλαγές και τη λογική της επιχειρηματικότητας, της φορολογικής εξουσίας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, των ιδιωτικοποιήσεων και της εμπορευματοποίησης, τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης (ΤΣΑ), υπερθεματίζει για την ΕΕ και την «Ευρώπη των περιφερειών». Οι όποιες διαφοροποιήσεις τους είναι σε δευτερεύοντα ζητήματα.
Πέρα από την πρακτική των εκλεγμένων του στους δήμους και τις νομαρχίες (π.χ. πρωτοπόρα δράση του Σκοτινιώτη στη Νομαρχία Μαγνησίας για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής), χαρακτηριστική είναι η ομοφωνία των εκπροσώπων ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΝ στην κατεύθυνση των αποφάσεων και των ψηφισμάτων στα συνέδρια της ΚΕΔΚΕ και της ΕΝΑΕ.
Η συμφωνία αυτή αποτυπώνεται και στην κοινή κάθοδο με το ΠΑΣΟΚ από τον πρώτο γύρο σε μια σειρά δήμους και νομαρχίες, και βεβαίως κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι στους συγκεκριμένους δήμους και νομαρχίες το ΠΑΣΟΚ ακολουθεί άλλη πολιτική. Αυτό, όμως, αποδεικνύει την καιροσκοπική πολιτική του ΣΥΝ, την προσπάθειά του να εξαπατά τους ψηφοφόρους, δείχνει την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητά του σαν κόμμα. Θέλει να φαίνεται ότι διαχωρίζεται από το ΠΑΣΟΚ, ενώ επί της ουσίας συμφωνεί μαζί του, για να εγκλωβίσει ανθρώπους που αισθάνονται αριστεροί και να φθείρει τη ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεών τους, να πλασάρει τα περί ενότητας της αριστεράς και να διατηρεί μια κρίσιμη «μάζα», μια προίκα για να διαπραγματεύεται με το ΠΑΣΟΚ.
Με τη γνωστή του θεσμολαγνεία και δημαγωγώντας για τα περί «αυτονομίας και ανεξαρτησίας» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, για «αποκέντρωση και ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη», ο ΣΥΝ ισχυρίζεται ότι «εάν προχωρήσουμε στην περιφερειακή συγκρότηση του κράτους με την ανακατανομή των πόρων και εξουσιών, που αυτή η περιφερειακή συγκρότηση θα συνεπαγόταν, όλα θα άλλαζαν στον τόπο μας»[2]. Με άλλα λόγια μέσω των αυτοδιοικητικών θεσμών μπορεί να ανατραπεί η κυβερνητική πολιτική, πράγμα που θα ήταν βέβαια μια παγκόσμια πρωτοτυπία, γιατί είτε αστικό είτε σοσιαλιστικό είναι το κράτος, η Τοπική Αυτοδιοίκηση σαν τμήμα του, δεν μπορεί παρά να υπηρετεί την πολιτική της κεντρικής εξουσίας. Ο ΣΥΝ βέβαια τοποθετείται έτσι γιατί αυτό που εννοεί με το «όλα» είναι ένα ρετουσάρισμα της κυβερνητικής πολιτικής, μια πιο εκλεπτυσμένη εξαπάτηση των εργαζομένων μέσα από τα διάφορα «δίκτυα κατά της φτώχειας», τα προγράμματα της ΕΕ κλπ.
Ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη - με την έννοια της εξίσωσης των δεικτών του κατά κεφαλή ΑΕΠ - στα πλαίσια της «οικονομίας της αγοράς», όπου πρυτανεύει το καπιταλιστικό κέρδος, δεν μπορεί να υπάρξει. Η ανισομετρία είναι νόμος της. Αυτό έχει δείξει η εμπειρία τόσο της κλασικής σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, όσο και της νεοφιλελεύθερης σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου μέσα στα πλαίσιά τους διατηρούνται ή οξύνονται οι περιφερειακές διαφορές. Αποκαλυπτικό άλλωστε είναι το παράδειγμα της Ιταλίας, στην οποία ο θεσμός της αιρετής περιφερειακής διοίκησης με σημαντικές αρμοδιότητες και εξουσίες, ενώ ξεπέρασε το μισό αιώνα ζωής, δεν οδήγησε σε καμία άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων. Ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που αυτό θα μπορούσε να γίνει, δε θα είχε κανένα θετικό αντίκρυσμα για τα φτωχά λαϊκά στρώματα, τα οποία εξίσου υποφέρουν σε Αθήνα και επαρχία, γιατί απλούστατα ο δείκτης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ συγκαλύπτει το ταξικό χάσμα ανάμεσα στην πλουτοκρατία και τις λαϊκές δυνάμεις.
Είναι, βεβαίως, διαφορετικό πράγμα αυτό που λέει το Κόμμα μας, ότι οι δημοτικές αρχές που αντιστέκονται στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις μπορούν να ενισχύσουν τον αγώνα των λαϊκών δυνάμεων, να παρεμβάλλουν εμπόδια στην αντιλαϊκή πολιτική, να διεκδικήσουν και να αποσπάσουν ενδεχομένως κάποιες κατακτήσεις, όμως δεν μπορούν να αποτελέσουν νησίδες φιλολαϊκής ανάπτυξης.