150 χρόνια από την "έφοδο στον ουρανό": Αστικό επιτελικό κράτος και επανάσταση


του Μάκη Παπαδόπουλου

Φίλες και φίλοι.

 

Η σημερινή μας συζήτηση αφορά το μέλλον. Γιατί ολόκληρη η ιστορική διαδρομή των 150 χρόνων, από τη στιγμή που υψώθηκε η κόκκινη σημαία στο Δημαρχείο του Παρισιού, προσφέρει πολύτιμα συμπεράσματα για τις μεγάλες μάχες που έρχονται, για τον αγώνα μας για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Η πρώτη «έφοδος στον ουρανό» των Κομμουνάρων και στη συνέχεια, 46 χρόνια αργότερα, η πρώτη νίκη της Σοσιαλιστικής Επανάστασης του Οκτώβρη του ’17, φώτισαν τη μεγάλη δύναμη των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων, όταν αποφασίσουν να βγουν ορμητικά στο προσκήνιο και να γυρίσουν προς τα εμπρός τον τροχό της Ιστορίας.

Αυτήν τη θανάσιμη απειλή για τα συμφέροντά της αισθάνθηκε εξάλλου η άρχουσα τάξη των καπιταλιστών μόλις έπεσε η πρώτη κανονιά των εργατών στα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος στο Παρίσι το 1871.

Αυτός ο φόβος της ανατροπής συνοδεύει από τότε την αστική τάξη στη διαρκή αναμέτρησή της με το επαναστατικό εργατικό κίνημα, και ας παριστάνει σήμερα την παντοδύναμη.

Αν πίστευε πραγματικά η αστική τάξη ότι η ταξική πάλη τελείωσε και ότι φτάσαμε στο «τέλος της Ιστορίας», δε θα ξόδευε τόσο πολύ μελάνι και χρήμα για να μας πείσει.

Η αλήθεια είναι ότι 150 χρόνια μετά τη σφαγή της Κομμούνας από τους Βερσαλλιέρους αντιμετωπίζουμε διαρκώς τον ίδιο εχθρό, τη δικτατορία του κεφαλαίου, που γίνεται όλο και πιο επιθετικός απέναντι στα δικαιώματα και στις ανάγκες μας. Ο εχθρός μας μελετά κι αυτός από την πλευρά του τα διδάγματα της Ιστορίας, εκσυγχρονίζει τα όπλα του, βελτιώνει την οργάνωσή του, αξιοποιεί τη νέα τεχνολογία. Σήμερα μας συστήνεται ως το επιτελικό ψηφιακό κράτος της αστικής δημοκρατίας, που τάχα δεν κάνει διακρίσεις κι εργάζεται για το συμφέρον όλων των πολιτών.

Όμως, ό,τι κι αν κάνει το σύστημα, δεν πρόκειται να κρύψει τη μεγάλη αλήθεια, ότι θα μπορούσαμε να ζούμε πολύ καλύτερα αν οι ανάγκες μας δε θυσιάζονταν καθημερινά στο βωμό του κέρδους των μεγάλων ομίλων. Δεν μπορεί να κρύψει ότι η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία οξύνεται και γεννά τη δυνατότητα να ανατραπεί η εξουσία του κεφαλαίου, παρότι σήμερα φαίνεται ακλόνητη.

Ασφαλώς θα χρειαζόμασταν πολλές μέρες να συζητήσουμε το πλήθος των συμπερασμάτων της επαναστατικής ταξικής πάλης όλης αυτής της μεγάλης χρονικής περιόδου.

Επιτρέψτε μου, λοιπόν, στην εισαγωγική τοποθέτηση να επικεντρωθώ σε ένα βασικό ζήτημα, στο ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει προοδευτική διακυβέρνηση στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αν μπορεί μια προοδευτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία να αλλάξει το χαρακτήρα του αστικού κράτους, να το καταστήσει διαπερατό στο συμφέρον του λαού, να εξανθρωπίσει το σύστημα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.

Αν μπορεί, τουλάχιστον στις σημερινές συνθήκες, να βρεθεί κάποια χρυσή τομή ανάμεσα στα συμφέροντα του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης. Και αν αυτό δεν μπορεί να γίνει, ποια είναι η διέξοδος για τους εργαζόμενους;

 

Ο ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Φίλες και φίλοι.

Η ιστορική πείρα των τελευταίων 150 χρόνων αποκάλυψε πόσο απατηλός είναι ο ισχυρισμός ότι μπορεί τάχα να υπάρξει κρατική διακυβέρνηση που να υπηρετεί τόσο τα συμφέροντα του κεφαλαίου όσο και της εργατικής τάξης, του λαού. Αποκάλυψε πως δεν μπορεί να υπάρξει κοινό εθνικό συμφέρον για τους θύτες και τα θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Απέδειξε ότι η άρχουσα τάξη των καπιταλιστών είναι έτοιμη να διαπράξει τα μεγαλύτερα εγκλήματα σε βάρος του λαού προκειμένου να εδραιώσει, να θωρακίσει και να διατηρήσει την εξουσία της.

Την περίοδο της Παρισινής Κομμούνας το αποκρουστικό αντιλαϊκό πρόσωπο της γαλλικής αστικής τάξης αποκαλύφθηκε κατ’ επανάληψη, και όταν έσυρε το λαό στη φρίκη του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, και όταν υπονόμευσε την Εθνοφρουρά στη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης, και όταν, στη συνέχεια, συμμάχησε ανοιχτά με τον πρωσικό στρατό κατοχής για να καταπνίξει την Κομμούνα. Ακόμη περισσότερο, όταν εκτέλεσε δεκάδες χιλιάδες εργάτες του Παρισιού, όταν φυλάκισε κι εξόρισε εκατοντάδες χιλιάδες, για να στείλει ένα αιματοβαμμένο μήνυμα σε όποιον σκεφτόταν στο μέλλον να αμφισβητήσει ξανά την εξουσία της.

Αντίστοιχα το 1917, η αστική κυβέρνηση του Κερένσκι και του Μιλιούκοφ, που σχηματίστηκε μετά από την ανατροπή του τσάρου, πρόδωσε χωρίς δισταγμό τις λαϊκές προσδοκίες για ειρήνη και έξοδο της Ρωσίας από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν είχε καταφέρει τότε να εδραιωθεί η αστική δημοκρατία στη Ρωσία, αν δεν είχε νικήσει η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, θα είχαν προστεθεί εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια νεκροί εργάτες και αγρότες τόσο στα πεδία των μαχών όσο και από την πείνα στα μετόπισθεν.

Ολόκληρη η ιστορία του 20ού και 21ου αιώνα επιβεβαιώνει αυτά τα συμπεράσματα και φωτίζει τον πραγματικό αντίπαλο που εμποδίζει να ανοίξει ο δρόμος για την κοινωνική ευημερία, την εξουσία του κεφαλαίου.

Όλο αυτό το διάστημα οι ανταγωνισμοί των αστικών τάξεων και των ιμπεριαλιστικών κέντρων ευθύνονται για τα εγκλήματα δύο παγκόσμιων πολέμων και βρίσκονται πίσω από δεκάδες αιματοβαμμένες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, από το Βιετνάμ μέχρι το Ιράκ, τη Συρία και το Αφγανιστάν.

Από το Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870 μέχρι σήμερα εντείνεται η ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ των διάφορων καπιταλιστικών κρατών, η οποία οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους για τον έλεγχο και το μοίρασμα των αγορών και των εδαφών με μεγάλη οικονομική σημασία.

Όλο αυτό το διάστημα και ιδιαίτερα μετά την ανατροπή της πρώτης προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ό αιώνα, οι εργαζόμενοι βλέπουν να αυξάνει η ψαλίδα ανάμεσα στο πώς ζουν και στο πώς θα μπορούσαν να ζουν με βάση τις δυνατότητες που γεννά η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας. Όλο αυτό το διάστημα αυτοί που παράγουν τον πλούτο υποχρεώνονται σε απανωτές θυσίες για να αυξηθούν τα κέρδη του κεφαλαίου, πληρώνουν τις κρίσεις ενός συστήματος που σαπίζει.

Ενός συστήματος που γίνεται όλο και πιο αντιδραστικό όσο γιγαντώνονται οι μονοπωλιακοί όμιλοι.

Ενός συστήματος που μετατρέπει σε όνειρο θερινής νυκτός τη δυνατότητα που υπάρχει σήμερα να έχουν όλοι οι νέοι μόνιμη δουλειά, σύγχρονο και ασφαλές σπίτι, περισσότερο δημιουργικό ελεύθερο χρόνο, δωρεάν υψηλού επιπέδου μόρφωση.

Η ιστορική πείρα επιβεβαιώνει πλήρως τη μαρξιστική θεωρητική ανάλυση ότι η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, η αύξηση της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης της εργατικής τάξης αποτελεί μονόδρομο για το κεφάλαιο. Αποδεικνύει ότι κάθε αστική τάξη μπορεί να διαπράξει τα πιο μεγάλα εγκλήματα για να συγκρατήσει την πτώση του καπιταλιστικού κέρδους, για να διασφαλίσει πρόσθετα κέρδη και νέα μερίδια στις αγορές.

Όποια χώρα και όποια πλευρά της κοινωνικής ζωής κι αν εξετάσουμε, θα διαπιστώσουμε εύκολα ότι οξύνεται η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας που συνεχώς βαθαίνει και στην καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της εργασίας. Μια ολόκληρη στρατιά εργαζόμενων διαφορετικών ειδικοτήτων εργάζονται συντονισμένα, με καταμερισμό για την παραγωγή κάθε εμπορεύματος και τα κέρδη καρπώνονται τελικά ελάχιστοι μέτοχοι.

Η αστική τάξη γίνεται όλο και πιο αντιδραστική, εμποδίζει την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με γνώμονα την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας.

Ασφαλώς δεν εννοούμε ότι με την κυριαρχία των μονοπωλιακών ομίλων σταματά η τεχνολογική πρόοδος. Αναφερόμαστε στη στασιμότητα σε σχέση με τις δυνατότητες και τη δυναμική που δημιουργεί το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, σε σχέση με το τι θα μπορούσε να παραχθεί ποσοτικά ή ποιοτικά αν η κοινωνία ξεφορτωνόταν το καπιταλιστικό κέρδος ως κίνητρο της παραγωγής. Αναφερόμαστε στην απόσταση που διαρκώς μεγαλώνει ανάμεσα στις δυνατότητες και στο βαθμό ικανοποίησης των αναγκών της κοινωνίας, οι οποίες συνεχώς αυξάνουν και διευρύνονται. Αναφερόμαστε στην ακύρωση των δυνατοτήτων να επεκταθεί το δημιουργικό περιεχόμενο της εργασίας και να αναπτυχθεί η προσωπικότητα και το μορφωτικό επίπεδο της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων, που αποτελούν την κύρια παραγωγική δύναμη της κοινωνίας.

 

ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Όλο αυτό το διάστημα αποδείχτηκε επίσης ότι απέναντί μας δεν υπάρχει ένα κράτος που υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, αλλά, αντίθετα, υπάρχει ένα εχθρικό αστικό κράτος που είχε, έχει και θα έχει ως σταθερή αποστολή του να επιβάλλει και να διατηρεί ακλόνητη τη δικτατορία του κεφαλαίου.

Όποια μορφή διακυβέρνησης και αν εξετάσουμε, από το ναζιστικό κράτος της Γερμανίας του Χίτλερ, τη δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία ως τις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες στην ΕΕ και στις ΗΠΑ, θα καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Θα διαπιστώσουμε ότι το σύνολο των λειτουργιών του αστικού κράτους, η κατασταλτική, η οικονομική, η πολιτική και η ιδεολογική λειτουργία του, υπηρετούν και οργανώνουν την εξουσία της αστικής τάξης σε βάρος της εργατικής τάξης και της λαϊκής πλειοψηφίας.

Ας σκεφτούμε για παράδειγμα πόσο ικανό και αποτελεσματικό αναδεικνύεται σήμερα το κράτος όταν θέλει να απαγορεύσει απεργίες και να καταστείλει διαδηλώσεις και πόσο ανίκανο όταν πρέπει να σώσει τα δάση και τις κατοικίες από τις φωτιές του καλοκαιριού. Πόσο ικανό είναι το σύγχρονο αστικό κράτος για να στηρίζει με εκατοντάδες δισ. ευρώ τους μονοπωλιακούς ομίλους και πόσο αναποτελεσματικό εμφανίζεται για να αντιμετωπίσει τη φτώχεια και την ανεργία.

Ας σκεφτούμε τις τεράστιες δαπάνες για πολεμικούς εξοπλισμούς και ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επεμβάσεις από τη μια και τις εικόνες κατάρρευσης των δημόσιων συστημάτων υγείας μπροστά στην πανδημία του κορονοϊού, από τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο έως το Μιλάνο και το Παρίσι.

Όταν υπογραμμίζουμε αυτό το συμπέρασμα για το αστικό κράτος, συναντάμε συχνά δύο εύλογες επιφυλάξεις. Μας ρωτούν καλοπροαίρετα: Γιατί μιλάτε για δικτατορία του κεφαλαίου στην αστική δημοκρατία, όπου υπάρχει το γενικό εκλογικό δικαίωμα, όλοι οι πολίτες έχουν μια ψήφο και όλοι είναι τυπικά ίσοι απέναντι στο νόμο;

Ορισμένοι ρωτούν επίσης δικαιολογημένα: Αυτή η θεωρητική θέση που διατύπωσαν οι Μαρξ και Ένγκελς, και ανέπτυξε στη συνέχεια ο Λένιν, μπορεί να ίσχυε για τους Βερσαλλιέρους το 1871 ή για το ρωσικό αστικό κράτος του 1917. Διατηρεί όμως τη σημασία της σήμερα, που υπάρχει το σύγχρονο, επιτελικό, ψηφιακό κράτος; Δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα;

Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο ερώτημα που φαίνεται εύλογο. Αυτός που μας ρωτά σκέφτεται ότι την κυβέρνηση την εκλέγουν με την ψήφο τους οι εργάτες, οι μισθωτοί, οι αυτοαπασχολούμενοι. Πράγματι, όλοι έχουμε από μία ψήφο. Δεν έχουμε όμως όλοι την ίδια δύναμη να επιδρούμε στη ζωή και στη συνείδηση των υπόλοιπων εργαζομένων. Δεν έχουμε όλοι στα χέρια μας επιχειρήσεις για να προσλάβουμε ή να απολύσουμε, δεν έχουμε τράπεζες, δεν έχουμε όλοι 
τηλεοπτικούς σταθμούς, ποδοσφαιρικές ομάδες. Δεν έχουμε όλοι στο πλευρό μας το νομοθετικό πλαίσιο, την αστυνομία και τη Δικαιοσύνη.

Πίσω από την τυπική φαινομενική ισότητα όλων των πολιτών απέναντι στο νόμο, κρύβεται η ουσιαστική ανισότητα μεταξύ των ελάχιστων που κατέχουν τα μέσα παραγωγής, τα κλειδιά της οικονομίας και της μεγάλης πλειοψηφίας, που αν δεν πουλήσει την εργατική της δύναμη δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να επιβιώσει. Πολίτης είναι και ο τραπεζίτης, ο μεγαλομέτοχος, το αφεντικό, πολίτης είναι και ο εργαζόμενος που διαθέτει την «ελευθερία» να διαλέξει το αφεντικό του.

Αυτή η κουρτίνα της τυπικής ισότητας κρύβει το ζυγό της μισθωτής σκλαβιάς, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Κρύβει τη ζούγκλα του ανταγωνισμού μέσα στην οποία κινείται καθημερινά ο εργάτης και ο βιοπαλαιστής αυτοαπασχολούμενος για να επιβιώσει. Κρύβει τη μόνιμη αθέατη βία που ασκεί το κεφάλαιο στους εργαζόμενους.

Πάνω σε αυτό το έδαφος υψώνεται απέναντι στην εργατική τάξη, στο λαό, τόσο η οργανωμένη βία του αστικού κράτους όσο και η συστηματική προσπάθεια ενσωμάτωσης στο σύστημα της λαϊκής δυσαρέσκειας και εγκλωβισμού της συνείδησης των εργαζομένων, και ιδιαίτερα των νέων, στην κυρίαρχη ιδεολογία. Ασφαλώς οι λειτουργίες του κράτους εκσυγχρονίζονται, αξιοποιούν τη σύγχρονη τεχνολογία και προσανατολίζουν την επιστημονική έρευνα. Όμως αυτό δεν αλλάζει τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους.

Η τάση αντιδραστικοποίησης της αστικής τάξης εκφράζεται καθαρά και σταθερά στο κράτος της, στο αστικό κράτος.

 

ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Το σύγχρονο ψηφιακό, επιτελικό αστικό κράτος έχει στόχο να οργανώσει πιο αποτελεσματικά τη δικτατορία του κεφαλαίου, να παίξει καλύτερα τον αντιδραστικό του ρόλο σε όλες τις πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.

Για να πετύχει το στόχο του προσαρμόζει και αναβαθμίζει τις λειτουργίες του με βάση τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου. Η ραγδαία σε σχέση με το παρελθόν ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που σηματοδοτεί η εποχή της ψηφιακής οικονομίας και της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, διευρύνει τα προβλήματα και τους πονοκεφάλους των αστικών επιτελείων.

Όπως γνωρίζουμε από τη μαρξιστική πολιτική οικονομία, όσο αυξάνεται το επίπεδο τεχνικής ανάπτυξης της παραγωγής, όσο αυξάνει η αναλογία των μέσων παραγωγής, των μηχανών σε σχέση με την εργατική δύναμη στη διαδικασία παραγωγής, τόσο ενισχύεται η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, ο μόνιμος εφιάλτης της αστικής τάξης. Μόνο η ζωντανή εργατική δύναμη και όχι τα ρομπότ δημιουργούν υπεραξία.

Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση και η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης αντικειμενικά συρρικνώνει δραματικά τη χειρωνακτική, ανειδίκευτη εργασία και την τυποποιημένη απλή πνευματική εργασία. Βαθαίνει επίσης την αντίθεση ανάμεσα στη διευθυντική και στην εκτελεστική εργασία, στο πλαίσιο της πνευματικής εργασίας.

Η αστική πολιτική δεν παρακολουθεί παθητικά την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Παρεμβαίνει πολύμορφα με το κράτος της για να αυξήσει το βαθμό εκμετάλλευσης σε κάθε κλάδο και στο σύνολο της οικονομίας και να διαχειριστεί τις συνέπειες από την τάση αύξησης της ανεργίας.

Παράλληλα, η αστική τάξη γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους τη συνεχή αναβάθμιση της σημασίας της γενικής επιστημονικής εργασίας, ως άμεσης παραγωγικής δύναμης, την οποία ανέδειξε θεωρητικά ο Μαρξ.

Γι’ αυτό και τα αστικά κράτη και οι μονοπωλιακοί όμιλοι παρεμβαίνουν αποφασιστικά σε σχέση με τον προσανατολισμό, τις μεθόδους, τα κριτήρια της επιστημονικής έρευνας, τους όρους χρηματοδότησης, τους όρους εργασίας των επιστημόνων. Προσπαθούν να ελέγξουν τη ροή, τους τρόπους και τις μεθόδους αξιοποίησης της νέας επιστημονικής γνώσης. Θέτουν συνεχώς εμπόδια στην αναγκαία, όλο και βαθύτερη κοινωνικοποίηση της επιστημονικής εργασίας. Την ώρα που απαιτείται η πιο πλατιά και ανεμπόδιστη διεπιστημονική συνεργασία, εμφανίζονται ανταγωνιστικές ερευνητικές ομάδες και πατέντες.

Καθώς οξύνονται οι αντιθέσεις, αυξάνονται αντικειμενικά και οι δυσκολίες του αστικού κράτους να ενσωματώνει αποτελεσματικά τη λαϊκή δυσαρέσκεια, που μπορεί να αποτελέσει το ευνοϊκό έδαφος για την αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήματος. Τα αντικειμενικά περιθώρια ενσωμάτωσης μέσα από ουσιαστικά εκτεταμένα μέτρα κοινωνικής πολιτικής έχουν περιοριστεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σημερινή κατάσταση του δημόσιου συστήματος υγείας στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Οι υποσχέσεις για θαυματουργές προτάσεις αστικής διαχείρισης που θα εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμα τη «δίκαιη ανάπτυξη για όλους» συντρίβονται στο σκληρό έδαφος της πραγματικότητας.

Αποδεικνύεται ότι καμιά πρόταση αστικής διαχείρισης, κεϊνσιανή ή νεοφιλελεύθερη, δεν μπορεί να ακυρώσει τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής και να ακυρώσει την περιοδική εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης. Αποδεικνύεται ότι οι κρίσεις γεννιούνται από τη φυσιολογική λειτουργία του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Για να αντιμετωπίσει επομένως τις αυξανόμενες δυσκολίες και να υπηρετήσει τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου, το αστικό κράτος προσαρμόζει και αναβαθμίζει τις λειτουργίες του σε αντιδραστική κατεύθυνση.

Το επιτελικό, ψηφιακό, αστικό κράτος συνιστά μια προσπάθεια αναβάθμισης της αποτελεσματικότητας των κρατικών λειτουργιών τόσο στην άσκηση οικονομικής βίας και καταστολής όσο και στην ενσωμάτωση και χειραγώγηση του λαού από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Συνιστά παράλληλα μια προσπάθεια επέκτασης και εμβάθυνσης της κρατικής παρέμβασης σε όλες τις σφαίρες και τις πλευρές της κοινωνικής ζωής.

Για το σκοπό αυτό, το κράτος προσαρμόζει τη διάρθρωσή του. Έτσι, ενισχύεται η αστική κυβέρνηση ως επιτελικό κέντρο λήψης των πολιτικών αποφάσεων και υποβαθμίζεται η σημασία των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, συχνά σε μια γρήγορη τυπική επικύρωση των αποφάσεων. Αντίστοιχα, ενισχύεται η λήψη των αποφάσεων για τις κατευθύνσεις στρατηγικής σημασίας στα επιτελεία των ιμπεριαλιστικών κέντρων και οργανισμών (π.χ. Κομισιόν, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ).

Παράλληλα, μεταφέρονται ορισμένες κεντρικές κρατικές αρμοδιότητες στην ευθύνη τοπικών κρατικών οργάνων. Τα Περιφερειακά και Δημοτικά Όργανα, ως κρατικοί θεσμοί που βρίσκονται «πιο κοντά» στις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, χρησιμοποιούνται για να εκτονώνουν και να ενσωματώνουν πιο εύκολα τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Η μεταφορά αρμοδιοτήτων αξιοποιείται για την εμπορευματοποίηση βασικών κοινωνικών δομών και υπηρεσιών (π.χ. τη διαχείριση των απορριμμάτων) και για τον περιορισμό της χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Για τον ίδιο σκοπό, το κράτος αξιοποιεί επίσης τις σύγχρονες επιστημονικές και τεχνολογικές δυνατότητες. Ασφαλώς σήμερα διαθέτει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες επιτελικού σχεδιασμού, επιτήρησης, παρέμβασης, χειραγώγησης και καταστολής από την εποχή της Κομμούνας και της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Στην οικονομία, τα σχέδια κρατικής παρέμβασης αναβαθμίζονται, δε συγκρίνονται με την εποχή του 1871 και του 1917. Αλλάζει όμως η κατεύθυνση της άσκησης οικονομικής βίας από το κράτος;

Η πυξίδα δείχνει σταθερά προς την επιβολή φθηνής εργατικής δύναμης. Να αυξηθεί το ξεζούμισμα, να δουλεύουμε περισσότερο και να αμειβόμαστε λιγότερο, να αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης.

Να αξιοποιηθεί όσο γίνεται από το κεφάλαιο το γεγονός ότι στην πνευματική εργασία μπορεί αντικειμενικά να αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό ο ημερήσιος εργάσιμος χρόνος, ανεξάρτητα από την παραμονή του εργαζόμενου στο χώρο εργασίας και το καθορισμένο ωράριο εργασίας. Να σκέφτεται ατελείωτες ώρες ο εργαζόμενος την επίλυση των προβλημάτων της εργασίας του, για να προλάβει τις ασφυκτικές χρονικές προθεσμίες.

Να αυξάνονται οι άδικοι έμμεσοι φόροι που κατανέμουν ίδια βάρη σε άνισα εισοδήματα. Να διασφαλίζεται ένα ελάχιστο εισόδημα για την ακραία φτώχεια, που λαμβάνεται από τους υπόλοιπους μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, την ίδια ώρα που ενισχύονται συνεχώς πλουσιοπάροχα οι επιχειρηματικοί όμιλοι.

Σήμερα βλέπουμε την αστική οικονομική πολιτική να χρησιμοποιεί τις ίδιες τις αρνητικές συνέπειες και τα αδιέξοδα του συστήματος για να προχωρήσει σε νέα επίθεση σε βάρος των εργαζόμενων. Η εκτίναξη της ανεργίας χρησιμοποιείται για να γενικευτούν οι ελαστικές σχέσεις και η μερική απασχόληση. Τα εγκλήματα υποβάθμισης και καταστροφής του περιβάλλοντος αξιοποιούνται για να μονιμοποιηθεί στη λαϊκή συνείδηση η τεράστια χρηματοδότηση των «πράσινων» επενδύσεων. Εμφανίζεται ως προοδευτική εξέλιξη η μεγάλη κρατική παρέμβαση που έχει στόχο να διαμορφώσει κερδοφόρα διέξοδο επένδυσης στο υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο, με την πολιτική του «Πράσινου New Deal».

Η κατασταλτική λειτουργία επίσης αναβαθμίζεται συνεχώς για να θωρακίσει την εξουσία του κεφαλαίου. Τη θέση των παλιών χάρτινων φακέλων για όσους «δε συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις» έχει πάρει τώρα το ψηφιακό φακέλωμα, που συγκεντρώνει και επεξεργάζεται το σύνολο των ιατρικών, οικονομικών και προσωπικών στοιχείων του καθενός και της καθεμιάς.

Μια αλυσίδα νομοθετικών ρυθμίσεων περιορίζει τα δικαιώματα στη συνδικαλιστική δράση, στην απεργία, στις διαδηλώσεις, ενώ παράλληλα αξιοποιούνται όλα τα σύγχρονα μέσα, από τις κάμερες και τα drones ως τα ειδικά σώματα καταστολής, απέναντι στο εργατικό-λαϊκό κίνημα.

Ταυτόχρονα, με τις συνταγματικές αναθεωρήσεις ενισχύεται η δυνατότητα περιορισμού ακόμα και των σημερινών κατοχυρωμένων αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων, στο όνομα της υπεράσπισης της δημόσιας ασφάλειας, του δημόσιου συμφέροντος που μπορεί να απειλήσει ο εσωτερικός εχθρός, ο «εχθρός λαός».

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη σημερινή ΕΕ είναι απαγορευμένη σε πολλά κράτη η λειτουργία και τα σύμβολα των Κομμουνιστικών Κομμάτων και ότι έχει ποινικοποιηθεί ο ριζοσπαστισμός και η λεγόμενη «ιδεολογία της βίας».

Παράλληλα με τη φανερή καταστολή, αξιοποιείται το κρατικό και το ευρωενωσιακό πλαίσιο χρηματοδότησης και λειτουργίας των κομμάτων. Αφενός ως μηχανισμός πίεσης και ελέγχου, π.χ. με την απαγόρευση της «ανώνυμης χρηματοδότησης» και τις απαιτήσεις ευθυγράμμισης, υποταγής στις αξίες και στις συνταγματικές αρχές της δικτατορίας του κεφαλαίου. Αφετέρου με την επέκταση θεσμών κάλπικης συμμετοχής και διαβούλευσης, όπου η σύγκρουση αντικειμενικά αντίθετων ταξικών συμφερόντων εμφανίζεται ως διατύπωση διαφορετικών απόψεων που μπορούν και πρέπει να συντεθούν προς όφελος του εθνικού συμφέροντος. Έναν αιώνα πριν, ο Λένιν προειδοποιούσε για τις «βολικές, ήσυχες, τιμητικές θεσούλες» που δημιουργεί η αστική τάξη για να ενισχύσει το μηχανισμό ενσωμάτωσης στη στρατηγική της.

Στην προσπάθεια ενσωμάτωσης και χειραγώγησης της λαϊκής συνείδησης, η ιδεολογική λειτουργία του αστικού κράτους και γενικότερα η αστική παρέμβαση έχει επίσης απογειωθεί.

Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες μόνο γι’ αυτό το θέμα. Σκεφτείτε μόνο πόσα πακέτα χρηματοδότησης δίνονται σε ινστιτούτα, ακαδημαϊκά φόρουμ, πολιτικούς φορείς και μέσα ενημέρωσης για να προβάλλεται έμμεσα ή άμεσα η ανιστόρητη θεωρία των δύο άκρων, η επίσημη πολιτική του αντικομμουνισμού και του αντισοβιετισμού της ΕΕ, η παρουσίαση της αστικής δημοκρατίας ως το καλύτερο σύστημα διακυβέρνησης.

Σκεφτείτε επίσης με πόσο συστηματικό τρόπο προωθούνται στην πανεπιστημιακή έρευνα και στη διδασκαλία οι ιδεαλιστικές προσεγγίσεις του μεταμοντερνισμού και του ατομικού αυτοπροσδιορισμού, που αρνούνται στην ουσία τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε επιστημονικά την αντικειμενική αλήθεια και την ιστορική κίνηση της κοινωνίας. Σκεφτείτε πώς προβάλλεται σήμερα η αντιδραστική άποψη ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές υποκειμενικές αλήθειες και ότι είναι προοδευτικό να υποκλιθούμε στον υποκειμενισμό, στον ανορθολογισμό, στον αγνωστικισμό.

Να αποδεχτούμε ότι οι τάξεις, το έθνος, το φύλο, ακόμα και ο ίδιος ο χώρος δεν έχουν αντικειμενικό υλικό υπόβαθρο, αλλά αποτελούν υποκειμενικές νοητικές κατασκευές και ταυτότητες.

Να υποκλιθούμε στην αντιδραστική λογική του ατομισμού, του γενικόλογου «σεβασμού στη διαφορετικότητα», που απαιτεί το σεβασμό στην ανταγωνιστική «ελευθερία» του κάθε ατόμου απέναντι στα άλλα, επομένως και το σεβασμό στην «ελευθερία» του εκμεταλλευτή σε σχέση με τα θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Να αποδεχτούμε ως ελευθερία την απομόνωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και όχι τον κοινωνικό άνθρωπο, την ελεύθερη σύνδεση του ανθρώπου με τον άνθρωπο, που διασφαλίζεται μόνο με την κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς.

 

«ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»

Φίλες και φίλοι.

Όλα όσα προαναφέραμε βοηθούν να κατανοήσουμε γιατί η εργατική τάξη δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μηχανή του αστικού κράτους για να διανύσει το δύσβατο δρόμο που οδηγεί στην κοινωνική απελευθέρωση, στον κομμουνισμό.

Να κατανοήσουμε γιατί η εργατική τάξη δεν μπορεί να «παραλάβει» (με το σχηματισμό μιας προοδευτικής κυβέρνησης) τον αστικό κρατικό μηχανισμό και να τον χρησιμοποιήσει προς όφελός της. Να κατανοήσουμε ότι, αντίθετα, πρέπει να τον τσακίσει και να τον αντικαταστήσει με το δικό της κράτος, το κράτος της εργατικής εξουσίας.

Σε αυτό το συμπέρασμα, που είχε θεμελιώδη ιστορική σημασία για την ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας, κατέληξαν οι Μαρξ και Ένγκελς μελετώντας προσεκτικά τη θετική και την αρνητική πείρα των ταξικών αγώνων στη Γαλλία την περίοδο 1848-1871, με αποκορύφωμα την πρώτη «έφοδο της εργατικής τάξης στον ουρανό».

Με βάση τη μελέτη αυτής της πείρας, ο Μαρξ έκανε τη μοναδική διόρθωση του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος, στον πρόλογο της τελευταίας έκδοσης που συνυπέγραψε με τον Ένγκελς το 1872.

Ο Λένιν ανέπτυξε δημιουργικά στη συνέχεια, στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού, αυτήν τη θεωρητική θέση για την ανάγκη τσακίσματος του αστικού κράτους, την ανάγκη επαναστατικής ανατροπής της δικτατορίας του κεφαλαίου, με το κορυφαίο έργο του Κράτος και Επανάσταση, το οποίο ασφαλώς και επιβάλλεται να διαβάζουμε όλοι ξανά και ξανά.

Μελέτησε τα λάθη της ηρωικής εξέγερσης των Κομμουνάρων που έδωσαν πολύτιμο χρόνο στην αστική κυβέρνηση των Βερσαλλιών να συγκεντρώσει στρατιωτικές δυνάμεις και να πνίξει στο αίμα την Κομμούνα, σε συνεργασία με τους Πρώσους κατακτητές. Ανέδειξε ως λάθη, που βοήθησαν τους Βερσαλλιέρους να ανασυνταχτούν και να προετοιμάσουν τη σφαγή της «Ματωμένης Βδομάδας» του Μάη, τόσο το γεγονός ότι δεν καταλήφθηκε από τους Κομμουνάρους η Τράπεζα της Γαλλίας όσο και το ότι αυτοί δεν ολοκλήρωσαν έγκαιρα και αποφασιστικά το έργο της ταξικής σύγκρουσης. Φυσικά, δεν έκριναν μόνο αυτά τα λάθη την έκβαση του αγώνα. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην εποχή που η εργατική τάξη έκανε τα πρώτα βήματα για την αυτοτελή οργάνωση της πάλης της και ότι ο συσχετισμός δύναμης ήταν αρνητικός.

Όμως η μελέτη των λαθών είχε ιδιαίτερη σημασία για να αποτυπωθούν οι βασικές θεωρητικές αρχές για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης, μετά από σχεδόν πέντε δεκαετίες στη Ρωσία το 1917.

Η πορεία προς τη νίκη του 1917 δεν ήταν ένα μονόπρακτο έργο, αλλά προϊόν επίπονης θεωρητικής και πολιτικής επεξεργασίας ιδιαίτερα από τον Λένιν. Σκεφτείτε μόνο την ιστορική σημασία που είχε η αποφασιστική άρνηση του Λένιν να υποστηρίξει την Προσωρινή αστική Κυβέρνηση, μετά την ανατροπή του τσάρου, όταν σχεδόν όλοι οι άλλοι θεωρούσαν την εδραίωση της αστικής δημοκρατίας ως αναγκαία, για να ανοίξει σταδιακά ο δρόμος για προοδευτικές εξελίξεις. Σκεφτείτε ποια θα ήταν η πορεία του 20ού αιώνα αν δεν είχε επιμείνει ο Λένιν σε αυτήν τη θέση.

Παράλληλα, η μελέτη του πολιτικού πρωτοποριακού έργου των 72 ηρωικών ημερών της πρώτης προσπάθειας εργατικής διακυβέρνησης ανέδειξε πολύτιμα συμπεράσματα για τη μελλοντική συγκρότηση και τη λειτουργία του κράτους της εργατικής εξουσίας. Η κατάργηση του μόνιμου στρατού και της αστυνομίας, η αντικατάστασή τους με την Εθνοφρουρά και τη Λαϊκή Πολιτοφυλακή, η κατάργηση των προνομίων των δημόσιων υπαλλήλων, η θεσμοθέτηση ότι θα εκλέγονται και θα είναι ανακλητοί, όλα αυτά τα ριζοσπαστικά μέτρα φώτισαν τη δυνατότητα να υπάρξει ένα ριζικά διαφορετικό κράτος, μια ανώτερου τύπου οργάνωση της κοινωνίας, όπου οι εργαζόμενοι θα περάσουν από το παρασκήνιο στο προσκήνιο της Ιστορίας και θα συμμετέχουν ενεργά στη λήψη και στον έλεγχο των αποφάσεων.

Αυτή η πείρα θα εμπλουτιστεί στη συνέχεια με τη γέννηση μιας νέας μορφής οργάνωσης της εργατικής τάξης, των Σοβιέτ, στη ρωσική επανάσταση του 1905. Τα Σοβιέτ, που λειτουργούσαν με εκλεγμένους και ανακλητούς αντιπροσώπους, αποτέλεσαν τα φύτρα για τη συγκρότηση του σοβιετικού κράτους.

Η καθοριστική σημασία της ενεργού συμμετοχής των εργαζόμενων στη λήψη των αποφάσεων για να προχωρήσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση αποδείχτηκε και με αρνητικό τρόπο στη Σοβιετική Ένωση, όταν αποδυναμώθηκε σταδιακά η λειτουργία τους, παράλληλα με την υποχώρηση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και την ισχυροποίηση της αγοράς και της ομαδικής ιδιοκτησίας.

 

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Δυστυχώς, αυτά τα πολύτιμα θεωρητικά συμπεράσματα που οδήγησαν στη νίκη το 1917 και άνοιξαν το δρόμο για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν αποτέλεσαν στη συνέχεια σταθερή πυξίδα για τη δράση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Ήδη πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, ακόμα πιο πολύ μετά, με την ισχυροποίηση του «ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος, κυριάρχησε η γραμμή του λεγόμενου ειρηνικού κοινοβουλευτικού δρόμου κι εγκαταλείφθηκε στην πράξη η πολιτική δράση που υπηρετεί τη στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τη νίκη του αντεπαναστατικού ρεύματος στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η δραματική επιδείνωση του ήδη αρνητικού συσχετισμού επιτάχυνε τη διάβρωση και την οπορτουνιστική υποχώρηση πολλών κομμουνιστικών κομμάτων.

Επικράτησε η επιλογή της πολιτικής συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία, της προβολής και στήριξης κυβερνητικών λύσεων στο έδαφος του καπιταλισμού.

Φυσικά, όλες οι περιπτώσεις δεν είναι ίδιες. Αλλού προβλήθηκε η λαθεμένη θέση ότι μπορεί να αλλάξει σταδιακά ο συσχετισμός σε βάρος της άρχουσας τάξης μέσα σε ορισμένους μηχανισμούς του κράτους, όπως η εκπαίδευση.

Η ζωή απέδειξε ότι οι λειτουργίες του αστικού κράτους –ιδεολογικές, κατασταλτικές, οικονομικές– δεν αυτονομούνται, διαπλέκονται και υπηρετούν ενιαία τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Το σχολείο δεν είναι αποκλειστικά ιδεολογικός μηχανισμός, υπάρχει η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, η απειλή της απόλυσης, η αποβολή του μαθητή.

Αντίστροφα, στα αστυνομικά σώματα γίνεται συστηματική προπαγάνδα της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Σε άλλες περιπτώσεις η γραμμή προοδευτικής κυβέρνησης προβλήθηκε ως σκαλοπάτι για τη διασφάλιση μιας πιο φιλολαϊκής διαχείρισης, σε άλλες ως τρόπος συγκέντρωσης δυνάμεων όταν κυριαρχούν οι δύσκολες αντεπαναστατικές συνθήκες.

Ο περιορισμένος χρόνος δεν προσφέρεται για μια εκτενή θεωρητική ανάλυση γύρω απ’ όλες αυτές τις παραλλαγές.

Το συμπέρασμα στο οποίο αξίζει να σταθούμε και να φωτίσουμε είναι ότι ποτέ και πουθενά δεν άνοιξε το δρόμο για το σοσιαλισμό κάποια αστική κυβέρνηση που αυτοχαρακτηρίστηκε ως προοδευτική ή αριστερή.

Παντού, στη Χιλή, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα, στην Κύπρο, αποδείχτηκε ότι το τρένο της αστικής διακυβέρνησης κινείται σταθερά στις ράγες που χαράζει η εξουσία του κεφαλαίου, όσοι μηχανοδηγοί και αν αλλάξουν.

Παντού αποδείχτηκε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ενδιάμεσου τύπου εξουσία ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Παντού επιβεβαιώθηκε ότι η καπιταλιστική οικονομία έχει τις δικές της νομοτέλειες, τις οποίες δεν μπορεί να παρακάμψει καμία αστική κυβέρνηση.

Δεν μπορεί να υπάρξει διακυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού με πρόγραμμα που θα υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, την κερδοφορία του κεφαλαίου, που θα μειώνει μεσοπρόθεσμα το βαθμό εκμετάλλευσης.

Γι’ αυτό και όλα τα αστικά κόμματα δεσμεύονται ότι θα εφαρμόσουν τη στρατηγική της ΕΕ, την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Δεσμεύονται ότι θα συνεχίσουν την ενίσχυση των μεγάλων ομίλων και το ξεζούμισμα των εργαζόμενων με τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις.

Γι’ αυτό και κάθε νέα κυβέρνηση εφαρμόζει τα αντιλαϊκά μέτρα των προηγούμενων, παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις της, όπως έγινε στην Ελλάδα με τις κυβερνήσεις Παπανδρέου, Σαμαρά, Τσίπρα και Μητσοτάκη. Το πάθημα του 2015 πρέπει να γίνει μάθημα.

Αποδείχτηκε επίσης ότι δεν υπάρχει καμιά φιλολαϊκή πρόταση αστικής διαχείρισης. Το φάρμακο για το ένα πρόβλημα γίνεται δηλητήριο για το άλλο. Στην επεκτατική πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα στην ΕΕ, το λαϊκό εισόδημα ροκανίζεται από τον πληθωρισμό, την ακρίβεια και τους φόρους για να αποπληρωθούν τα νέα κρατικά χρέη.

Γι’ αυτό, σας καλούμε να γυρίσετε την πλάτη σε όσους λένε ότι «αυτά που διακηρύσσει το ΚΚΕ είναι σωστά, αλλά δεν μπορούν να γίνουν» και πως πρέπει να διαλέξουμε «το μικρότερο κακό» για επόμενη κυβέρνηση.

Σας καλούμε να σκεφτείτε πόσο ακριβά πλήρωσε κι εξακολουθεί να πληρώνει ο λαός, όταν εναποθέτει τις ελπίδες του στις προεκλογικές διακηρύξεις των αστικών κομμάτων και περιμένει παθητικά λύσεις «από τα πάνω».

Ορισμένοι μας ρωτούν καλοπροαίρετα γιατί δε συνεργαζόμαστε πολιτικά, τουλάχιστον στο κίνημα, με τις ηγεσίες άλλων «αριστερών δυνάμεων». Θεωρούν ότι οι όποιες στρατηγικές διαφορές μας δεν αφορούν την καθημερινή πάλη, αφού, όπως επισημαίνουν, δεν προβλέπεται στο άμεσο μέλλον η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Ασφαλώς, φίλες και φίλοι, η επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης δεν οδηγεί αυτόματα ούτε στην ωρίμανση της ταξικής της συνείδησης, ούτε στην επιλογή του δρόμου της πραγματικής αναμέτρησης με το κεφάλαιο και την εξουσία του.

Ασφαλώς δεν εξαρτάται από τη θέλησή μας, τη θέληση του ΚΚΕ, της επαναστατικής πρωτοπορίας, αλλά ούτε και από τη θέληση της ίδιας της εργατικής τάξης ο χρόνος εκδήλωσης της επαναστατικής κατάστασης στη χώρα μας και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα.

Αλλά αυτό δε σημαίνει πως εμείς οι κομμουνιστές πρέπει να περιμένουμε παθητικά να ξημερώσει κάποια μεγάλη μέρα της επαναστατικής κατάστασης, για να θέσουμε το ζήτημα της ιστορικής επικαιρότητας και της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού. Αν σκεφτόμασταν έτσι, θα παραπέμπαμε το στόχο της εργατικής εξουσίας στις αρχαίες καλένδες.

Η δική μας καθημερινή, ολοκληρωμένη παρέμβαση μέσα στο κίνημα και αυτοτελώς έχει αποφασιστική σημασία, γιατί εγγράφεται κι επιδρά στην αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών και του συσχετισμού δυνάμεων.

Η δική μας συνεχής καθημερινή προσπάθεια να φωτίσουμε στο έδαφος των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων, συγκεκριμένα και πειστικά, ότι μπορούμε να βγούμε από το βάλτο της εκμετάλλευσης και της ανασφάλειας έχει καθοριστική σημασία για να πιστέψει ο λαός στη δύναμή του και να αποφασίσει να βαδίσει στο δρόμο της ανατροπής.

Σήμερα πρέπει και μπορούμε να φωτίσουμε το αντιδραστικό πρόσωπο της δικτατορίας του κεφαλαίου, το οποίο δυσκολεύεται όλο και πιο πολύ να κρύψει ο μανδύας, η μορφή της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Οι αξεπέραστες διαφορές μας με τη σοσιαλδημοκρατία και το οπορτουνιστικό ρεύμα δεν αφορούν κάποιο αόριστο μέλλον, αλλά την οργάνωση και τον προσανατολισμό της καθημερινής πάλης.

Η πρότασή τους για πολιτική συνεργασία των «αριστερών δυνάμεων» στο κίνημα χωρίζει, διαιρεί τους εργαζόμενους ανάλογα με την τρέχουσα προτίμησή τους στις βουλευτικές εκλογές. Συσκοτίζει τον πραγματικό αντίπαλό τους και τον περιορίζει στη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ. Καλλιεργεί αυταπάτες για τη δυνατότητα φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού. Οδηγεί στην παγίδα της αναμονής και της αναζήτησης σωτήρων «από τα πάνω».

Εμείς προσπαθούμε να ενώσουμε αγωνιστικά τους ίδιους τους εργαζόμενους με βάση την απαίτηση να ικανοποιηθούν επιτέλους οι ανάγκες τους. Μπαίνουμε μπροστά για να οργανωθεί ο αγώνας σε κάθε χώρο δουλειάς και κάθε κλάδο και να σημαδέψει τον πραγματικό αντίπαλο, την αντιλαϊκή πολιτική και την εξουσία του κεφαλαίου, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ που την στηρίζουν.

Αυτή η αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική γραμμή πάλης μπορεί να φέρει και ορισμένες προσωρινές κατακτήσεις, όπως στην e-food. Όμως πάνω απ’ όλα διασφαλίζει τη συνέχεια, τη διάρκεια και τη νικηφόρα προοπτική του αγώνα. Γιατί μόνο αυτή η συνεχής προσπάθεια της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος και της προώθησης της κοινωνικής συμμαχίας με τους βιοπαλαιστές αυτοαπασχολούμενους μπορεί να συμβάλει στην ωρίμανση της ταξικής συνείδησης ευρύτερων πρωτοπόρων δυνάμεων μέσα στο λαό.

 

ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΗΤΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ

Κλείνοντας, θα ήθελα πολύ σύντομα να σταθώ σε μια τελευταία επισήμανση.

Η ίδια η ηρωική ιστορία της Κομμούνας, τα όσα προηγήθηκαν και τα όσα ακολούθησαν μας βοηθούν να καταλάβουμε πώς πρέπει να κρίνουμε, πώς πρέπει να μετράμε την αποτελεσματικότητα του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.

Από τις προσωρινές ήττες της Κομμούνας αλλά και της επανάστασης του 1905 διδάχτηκαν οι μπολσεβίκοι για να φτάσουν στη συνέχεια στη νίκη του 1917. Αλλά και χωρίς τη Γαλλική αστική Επανάσταση του 1789 και την εξέγερση του 1848 δε θα φτάναμε στην Κομμούνα.

Η Κομμούνα διδάσκει ότι καμία ήττα δεν είναι οριστική αν η επαναστατική πρωτοπορία διδαχτεί από τα λάθη της για να μην τα επαναλάβει.

Ακόμα και το γεγονός ότι οι Κομμουνάροι αρνήθηκαν να παραδοθούν και έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι, είχε τόσο μεγάλη σημασία, ώστε ο Μαρξ το προσδιόρισε ως κατάκτηση ενός νέου σημείου εκκίνησης στην παγκόσμια Ιστορία.

Η ιστορία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν προσωρινές ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν προσωρινές νίκες που αποδεικνύονται πιο μοιραίες από τις ήττες, για να θυμηθούμε τον Λίμπκνεχτ.

Ας σκεφτούμε τη συμβολή του ηρωικού αγώνα του ΔΣΕ στη διάσωση του επαναστατικού DNA στο δικό μας κόμμα, το ΚΚΕ, παρά τις όποιες αδυναμίες και τις αντιφάσεις της στρατηγικής που κυριάρχησαν τις επόμενες δεκαετίες.

Ας σκεφτούμε, αντίστροφα, πώς οδηγήθηκαν στην ουσία στη διάλυση το Ιταλικό και το Γαλλικό ΚΚ, μέσα από πρόσκαιρες μεγάλες εκλογικές επιτυχίες που συνδυάστηκαν με την απεμπόληση των επαναστατικών αρχών.

Το ΚΚΕ συνεχίζει να μελετάει επίμονα και αυτοκριτικά τη δική του πείρα, τη διαδρομή του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, τις σύγχρονες εξελίξεις.

Σας καλούμε όλους και όλες να αξιοποιήσουμε τη γνώση που αποκτήσαμε και να βρούμε τη δύναμη ώστε αυτήν τη φορά να ανοίξουμε χωρίς επιστροφή το δρόμο για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, για να φτάσουμε στην κοινωνία της πραγματικής ελευθερίας, στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Το κείμενο περιλαμβάνει σε ενιαία μορφή την εισηγητική ομιλία και ορισμένες παρεμβάσεις του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στην κεντρική συζήτηση του 47ου Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή στην Αθήνα.