Το σύγχρονο ψηφιακό, επιτελικό αστικό κράτος έχει στόχο να οργανώσει πιο αποτελεσματικά τη δικτατορία του κεφαλαίου, να παίξει καλύτερα τον αντιδραστικό του ρόλο σε όλες τις πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.
Για να πετύχει το στόχο του προσαρμόζει και αναβαθμίζει τις λειτουργίες του με βάση τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου. Η ραγδαία σε σχέση με το παρελθόν ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που σηματοδοτεί η εποχή της ψηφιακής οικονομίας και της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, διευρύνει τα προβλήματα και τους πονοκεφάλους των αστικών επιτελείων.
Όπως γνωρίζουμε από τη μαρξιστική πολιτική οικονομία, όσο αυξάνεται το επίπεδο τεχνικής ανάπτυξης της παραγωγής, όσο αυξάνει η αναλογία των μέσων παραγωγής, των μηχανών σε σχέση με την εργατική δύναμη στη διαδικασία παραγωγής, τόσο ενισχύεται η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, ο μόνιμος εφιάλτης της αστικής τάξης. Μόνο η ζωντανή εργατική δύναμη και όχι τα ρομπότ δημιουργούν υπεραξία.
Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση και η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης αντικειμενικά συρρικνώνει δραματικά τη χειρωνακτική, ανειδίκευτη εργασία και την τυποποιημένη απλή πνευματική εργασία. Βαθαίνει επίσης την αντίθεση ανάμεσα στη διευθυντική και στην εκτελεστική εργασία, στο πλαίσιο της πνευματικής εργασίας.
Η αστική πολιτική δεν παρακολουθεί παθητικά την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Παρεμβαίνει πολύμορφα με το κράτος της για να αυξήσει το βαθμό εκμετάλλευσης σε κάθε κλάδο και στο σύνολο της οικονομίας και να διαχειριστεί τις συνέπειες από την τάση αύξησης της ανεργίας.
Παράλληλα, η αστική τάξη γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους τη συνεχή αναβάθμιση της σημασίας της γενικής επιστημονικής εργασίας, ως άμεσης παραγωγικής δύναμης, την οποία ανέδειξε θεωρητικά ο Μαρξ.
Γι’ αυτό και τα αστικά κράτη και οι μονοπωλιακοί όμιλοι παρεμβαίνουν αποφασιστικά σε σχέση με τον προσανατολισμό, τις μεθόδους, τα κριτήρια της επιστημονικής έρευνας, τους όρους χρηματοδότησης, τους όρους εργασίας των επιστημόνων. Προσπαθούν να ελέγξουν τη ροή, τους τρόπους και τις μεθόδους αξιοποίησης της νέας επιστημονικής γνώσης. Θέτουν συνεχώς εμπόδια στην αναγκαία, όλο και βαθύτερη κοινωνικοποίηση της επιστημονικής εργασίας. Την ώρα που απαιτείται η πιο πλατιά και ανεμπόδιστη διεπιστημονική συνεργασία, εμφανίζονται ανταγωνιστικές ερευνητικές ομάδες και πατέντες.
Καθώς οξύνονται οι αντιθέσεις, αυξάνονται αντικειμενικά και οι δυσκολίες του αστικού κράτους να ενσωματώνει αποτελεσματικά τη λαϊκή δυσαρέσκεια, που μπορεί να αποτελέσει το ευνοϊκό έδαφος για την αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήματος. Τα αντικειμενικά περιθώρια ενσωμάτωσης μέσα από ουσιαστικά εκτεταμένα μέτρα κοινωνικής πολιτικής έχουν περιοριστεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σημερινή κατάσταση του δημόσιου συστήματος υγείας στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Οι υποσχέσεις για θαυματουργές προτάσεις αστικής διαχείρισης που θα εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμα τη «δίκαιη ανάπτυξη για όλους» συντρίβονται στο σκληρό έδαφος της πραγματικότητας.
Αποδεικνύεται ότι καμιά πρόταση αστικής διαχείρισης, κεϊνσιανή ή νεοφιλελεύθερη, δεν μπορεί να ακυρώσει τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής και να ακυρώσει την περιοδική εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης. Αποδεικνύεται ότι οι κρίσεις γεννιούνται από τη φυσιολογική λειτουργία του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Για να αντιμετωπίσει επομένως τις αυξανόμενες δυσκολίες και να υπηρετήσει τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου, το αστικό κράτος προσαρμόζει και αναβαθμίζει τις λειτουργίες του σε αντιδραστική κατεύθυνση.
Το επιτελικό, ψηφιακό, αστικό κράτος συνιστά μια προσπάθεια αναβάθμισης της αποτελεσματικότητας των κρατικών λειτουργιών τόσο στην άσκηση οικονομικής βίας και καταστολής όσο και στην ενσωμάτωση και χειραγώγηση του λαού από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Συνιστά παράλληλα μια προσπάθεια επέκτασης και εμβάθυνσης της κρατικής παρέμβασης σε όλες τις σφαίρες και τις πλευρές της κοινωνικής ζωής.
Για το σκοπό αυτό, το κράτος προσαρμόζει τη διάρθρωσή του. Έτσι, ενισχύεται η αστική κυβέρνηση ως επιτελικό κέντρο λήψης των πολιτικών αποφάσεων και υποβαθμίζεται η σημασία των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, συχνά σε μια γρήγορη τυπική επικύρωση των αποφάσεων. Αντίστοιχα, ενισχύεται η λήψη των αποφάσεων για τις κατευθύνσεις στρατηγικής σημασίας στα επιτελεία των ιμπεριαλιστικών κέντρων και οργανισμών (π.χ. Κομισιόν, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ).
Παράλληλα, μεταφέρονται ορισμένες κεντρικές κρατικές αρμοδιότητες στην ευθύνη τοπικών κρατικών οργάνων. Τα Περιφερειακά και Δημοτικά Όργανα, ως κρατικοί θεσμοί που βρίσκονται «πιο κοντά» στις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, χρησιμοποιούνται για να εκτονώνουν και να ενσωματώνουν πιο εύκολα τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Η μεταφορά αρμοδιοτήτων αξιοποιείται για την εμπορευματοποίηση βασικών κοινωνικών δομών και υπηρεσιών (π.χ. τη διαχείριση των απορριμμάτων) και για τον περιορισμό της χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Για τον ίδιο σκοπό, το κράτος αξιοποιεί επίσης τις σύγχρονες επιστημονικές και τεχνολογικές δυνατότητες. Ασφαλώς σήμερα διαθέτει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες επιτελικού σχεδιασμού, επιτήρησης, παρέμβασης, χειραγώγησης και καταστολής από την εποχή της Κομμούνας και της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Στην οικονομία, τα σχέδια κρατικής παρέμβασης αναβαθμίζονται, δε συγκρίνονται με την εποχή του 1871 και του 1917. Αλλάζει όμως η κατεύθυνση της άσκησης οικονομικής βίας από το κράτος;
Η πυξίδα δείχνει σταθερά προς την επιβολή φθηνής εργατικής δύναμης. Να αυξηθεί το ξεζούμισμα, να δουλεύουμε περισσότερο και να αμειβόμαστε λιγότερο, να αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης.
Να αξιοποιηθεί όσο γίνεται από το κεφάλαιο το γεγονός ότι στην πνευματική εργασία μπορεί αντικειμενικά να αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό ο ημερήσιος εργάσιμος χρόνος, ανεξάρτητα από την παραμονή του εργαζόμενου στο χώρο εργασίας και το καθορισμένο ωράριο εργασίας. Να σκέφτεται ατελείωτες ώρες ο εργαζόμενος την επίλυση των προβλημάτων της εργασίας του, για να προλάβει τις ασφυκτικές χρονικές προθεσμίες.
Να αυξάνονται οι άδικοι έμμεσοι φόροι που κατανέμουν ίδια βάρη σε άνισα εισοδήματα. Να διασφαλίζεται ένα ελάχιστο εισόδημα για την ακραία φτώχεια, που λαμβάνεται από τους υπόλοιπους μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, την ίδια ώρα που ενισχύονται συνεχώς πλουσιοπάροχα οι επιχειρηματικοί όμιλοι.
Σήμερα βλέπουμε την αστική οικονομική πολιτική να χρησιμοποιεί τις ίδιες τις αρνητικές συνέπειες και τα αδιέξοδα του συστήματος για να προχωρήσει σε νέα επίθεση σε βάρος των εργαζόμενων. Η εκτίναξη της ανεργίας χρησιμοποιείται για να γενικευτούν οι ελαστικές σχέσεις και η μερική απασχόληση. Τα εγκλήματα υποβάθμισης και καταστροφής του περιβάλλοντος αξιοποιούνται για να μονιμοποιηθεί στη λαϊκή συνείδηση η τεράστια χρηματοδότηση των «πράσινων» επενδύσεων. Εμφανίζεται ως προοδευτική εξέλιξη η μεγάλη κρατική παρέμβαση που έχει στόχο να διαμορφώσει κερδοφόρα διέξοδο επένδυσης στο υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο, με την πολιτική του «Πράσινου New Deal».
Η κατασταλτική λειτουργία επίσης αναβαθμίζεται συνεχώς για να θωρακίσει την εξουσία του κεφαλαίου. Τη θέση των παλιών χάρτινων φακέλων για όσους «δε συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις» έχει πάρει τώρα το ψηφιακό φακέλωμα, που συγκεντρώνει και επεξεργάζεται το σύνολο των ιατρικών, οικονομικών και προσωπικών στοιχείων του καθενός και της καθεμιάς.
Μια αλυσίδα νομοθετικών ρυθμίσεων περιορίζει τα δικαιώματα στη συνδικαλιστική δράση, στην απεργία, στις διαδηλώσεις, ενώ παράλληλα αξιοποιούνται όλα τα σύγχρονα μέσα, από τις κάμερες και τα drones ως τα ειδικά σώματα καταστολής, απέναντι στο εργατικό-λαϊκό κίνημα.
Ταυτόχρονα, με τις συνταγματικές αναθεωρήσεις ενισχύεται η δυνατότητα περιορισμού ακόμα και των σημερινών κατοχυρωμένων αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων, στο όνομα της υπεράσπισης της δημόσιας ασφάλειας, του δημόσιου συμφέροντος που μπορεί να απειλήσει ο εσωτερικός εχθρός, ο «εχθρός λαός».
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη σημερινή ΕΕ είναι απαγορευμένη σε πολλά κράτη η λειτουργία και τα σύμβολα των Κομμουνιστικών Κομμάτων και ότι έχει ποινικοποιηθεί ο ριζοσπαστισμός και η λεγόμενη «ιδεολογία της βίας».
Παράλληλα με τη φανερή καταστολή, αξιοποιείται το κρατικό και το ευρωενωσιακό πλαίσιο χρηματοδότησης και λειτουργίας των κομμάτων. Αφενός ως μηχανισμός πίεσης και ελέγχου, π.χ. με την απαγόρευση της «ανώνυμης χρηματοδότησης» και τις απαιτήσεις ευθυγράμμισης, υποταγής στις αξίες και στις συνταγματικές αρχές της δικτατορίας του κεφαλαίου. Αφετέρου με την επέκταση θεσμών κάλπικης συμμετοχής και διαβούλευσης, όπου η σύγκρουση αντικειμενικά αντίθετων ταξικών συμφερόντων εμφανίζεται ως διατύπωση διαφορετικών απόψεων που μπορούν και πρέπει να συντεθούν προς όφελος του εθνικού συμφέροντος. Έναν αιώνα πριν, ο Λένιν προειδοποιούσε για τις «βολικές, ήσυχες, τιμητικές θεσούλες» που δημιουργεί η αστική τάξη για να ενισχύσει το μηχανισμό ενσωμάτωσης στη στρατηγική της.
Στην προσπάθεια ενσωμάτωσης και χειραγώγησης της λαϊκής συνείδησης, η ιδεολογική λειτουργία του αστικού κράτους και γενικότερα η αστική παρέμβαση έχει επίσης απογειωθεί.
Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες μόνο γι’ αυτό το θέμα. Σκεφτείτε μόνο πόσα πακέτα χρηματοδότησης δίνονται σε ινστιτούτα, ακαδημαϊκά φόρουμ, πολιτικούς φορείς και μέσα ενημέρωσης για να προβάλλεται έμμεσα ή άμεσα η ανιστόρητη θεωρία των δύο άκρων, η επίσημη πολιτική του αντικομμουνισμού και του αντισοβιετισμού της ΕΕ, η παρουσίαση της αστικής δημοκρατίας ως το καλύτερο σύστημα διακυβέρνησης.
Σκεφτείτε επίσης με πόσο συστηματικό τρόπο προωθούνται στην πανεπιστημιακή έρευνα και στη διδασκαλία οι ιδεαλιστικές προσεγγίσεις του μεταμοντερνισμού και του ατομικού αυτοπροσδιορισμού, που αρνούνται στην ουσία τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε επιστημονικά την αντικειμενική αλήθεια και την ιστορική κίνηση της κοινωνίας. Σκεφτείτε πώς προβάλλεται σήμερα η αντιδραστική άποψη ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές υποκειμενικές αλήθειες και ότι είναι προοδευτικό να υποκλιθούμε στον υποκειμενισμό, στον ανορθολογισμό, στον αγνωστικισμό.
Να αποδεχτούμε ότι οι τάξεις, το έθνος, το φύλο, ακόμα και ο ίδιος ο χώρος δεν έχουν αντικειμενικό υλικό υπόβαθρο, αλλά αποτελούν υποκειμενικές νοητικές κατασκευές και ταυτότητες.
Να υποκλιθούμε στην αντιδραστική λογική του ατομισμού, του γενικόλογου «σεβασμού στη διαφορετικότητα», που απαιτεί το σεβασμό στην ανταγωνιστική «ελευθερία» του κάθε ατόμου απέναντι στα άλλα, επομένως και το σεβασμό στην «ελευθερία» του εκμεταλλευτή σε σχέση με τα θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Να αποδεχτούμε ως ελευθερία την απομόνωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και όχι τον κοινωνικό άνθρωπο, την ελεύθερη σύνδεση του ανθρώπου με τον άνθρωπο, που διασφαλίζεται μόνο με την κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς.