Οι βασικές αρμοδιότητες προνοιακού χαρακτήρα που έχουν περάσει στους ΟΤΑ είναι οι εξής:
- Λειτουργία Παιδικών και Βρεφονηπιακών σταθμών, Κέντρων Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών (ΚΔΑΠ), απογευματινή λειτουργία παιδικών σταθμών για εργαζόμενες μητέρες με βάρδιες.
- Λειτουργία εξοχών και κατασκηνώσεων για παιδιά, ηλικιωμένους και ΑΜΕΑ.
- Πρόγραμμα βοήθειας στο σπίτι. Ξεκίνησε από το Υπουργείο Υγείας - Πρόνοιας με το ΚΑΠΗ Περιστερίου το 1996 και στη συνέχεια το 1999 επεκτάθηκε πιλοτικά σε 102 Δήμους της χώρας και σταδιακά επεκτείνεται και σε άλλους. Ξεκίνησε ως πρόγραμμα βοήθειας σε ηλικιωμένους και τώρα επεκτείνεται και σε άλλες κατηγορίες πληθυσμού (ΑΜΕΑ, χρονίως πάσχοντες).
- Πρόγραμμα οικιστικής παρέμβασης σε χώρους που κατοικούν τσιγγάνοι.
- Υλοποίηση σειράς κοινοτικών προγραμμάτων με προνοιακή δράση για «τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην αγορά εργασίας και την επαγγελματική αποκατάσταση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων» (ΑΜΕΑ, νέοι, γυναίκες, μακροχρόνιοι άνεργοι).
Ορισμένοι δήμοι (κυρίως ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) θέλοντας να στηρίξουν την πολιτική της κυβέρνησης, στα πλαίσια άσκησης προνοιακής πολιτικής για τους δημότες τους που είναι πολύτεκνοι ή βρίσκονται σε τέλεια εξαθλίωση, τους κάνουν έκπτωση ή τους απαλλάσσουν από την πληρωμή των δημοτικών τελών ή κάνουν δώρο 1 εκατ. δραχμές εφάπαξ σε κάθε οικογένεια που φέρνει στον κόσμο το τρίτο ή σε άλλους δήμους το τέταρτο παιδί της. Βέβαια αυτή η γενναιοδωρία και η φιλανθρωπία που επιδεικνύουν οι δήμοι αυτοί, προέρχεται από την αύξηση των δημοτικών τελών που επιβάλλουν στους υπόλοιπους δημότες τους. Με την άσκηση τέτιας προνοιακής πολιτικής από τους δήμους, τα λαϊκά στρώματα και ιδιαίτερα αυτά που βιώνουν πιο έντονα τα προβλήματα που απορρέουν από την κυβερνητική πολιτική, προσανατολίζονται να μη διεκδικούν από το κράτος κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες, αλλά από το δήμο. Υπάρχουν περιπτώσεις Ενώσεων Πολυτέκνων που διεκδικούν από τους δήμους τους, μιμούμενοι άλλους γειτονικούς, να δοθούν ιδιαίτερα κίνητρα (κατάργηση δημοτικών τελών, χρηματικά βοηθήματα κλπ.) για τη δήθεν λύση του δημογραφικού ζητήματος. Η δράση σε μια τέτια κατεύθυνση αποπροσανατολίζει και οδηγεί στην αποδοχή και στο συμβιβασμό με αποσπασματικές, χαμηλής ποσότητας και ποιότητας προνοιακές παροχές. Αποδυναμώνει τη δράση του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος και του ριζοσπαστικού, αγωνιστικού, λαϊκού μαζικού κινήματος, που διεκδικεί από το κράτος ενιαία, καθολική, δημόσια δωρεάν προνοιακή πολιτική που να καλύπτει πλήρως τις λαϊκές ανάγκες.
Υπάρχουν παραδείγματα δήμων, που έχοντας αναλάβει τις προαναφερόμενες προνοιακές αρμοδιότητες από το αντίστοιχο υπουργείο, αυξάνουν τα δημοτικά τέλη δηλαδή, βάζουν επιπλέον εισφορές για υπηρεσίες που μέχρι πρότινος παρέχονταν δωρεάν π.χ. παιδικοί σταθμοί, παιδικές κατασκηνώσεις, ΚΔΑΠ κλπ. Οι δήμοι λειτουργούν τις υπηρεσίες αυτές, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, είτε με ελλιπές είτε χωρίς επιστημονική ειδίκευση προσωπικό, κυρίως με τελειόφοιτους λυκείου ή ιδιωτικών ΚΕΚ ή με εθελοντές και εθελόντριες, όπως τα προγράμματα βοήθειας στο σπίτι ηλικιωμένων, ΑΜΕΑ, χρονίως πασχόντων κλπ. Το προσωπικό αυτό όσες καλές προθέσεις και διαθέσεις και αν έχει, είναι αδύνατο να παρέχει τόσες και τέτιες υπηρεσίες που προσφέρουν οι επιστήμονες και οι ειδικοί του τομέα αυτού, όπως είναι κοινωνικοί λειτουργοί, παιδαγωγοί, ψυχολόγοι, νοσηλευτές, φυσιοθεραπευτές και άλλες ανάλογες ειδικότητες. Επίσης οι σχέσεις εργασίας του προσωπικού, δηλαδή η μερική απασχόληση, οι συμβάσεις έργου ή λίγων μηνών, η περικοπή αδειών ή η ολιγόωρη απασχόληση των εθελοντών, η διάσπαση του ενιαίου σχεδιασμού, προγραμματισμού και λειτουργίας με την ανάλογη χρηματοδότηση μέσω του κρατικού προϋπολογισμού στο δημόσιο φορέα για την άσκηση πολιτικής «κοινωνικής φροντίδας», λειτουργούν αποτρεπτικά στην αναβάθμιση της παροχής υπηρεσιών. Για παράδειγμα, στον τομέα αγωγής και φροντίδας βρεφών και νηπίων ο κάθε δημοτικός φορέας θα ασκεί διαφορετικής ποιότητας προσχολική αγωγή ανάλογα με τα κονδύλια που διαθέτει. Διότι δεν θα υπάρχει ένας δημόσιος φορέας που να παρέχει μια ενιαία δημόσια και δωρεάν προσχολική αγωγή για όλα τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας, όχι μόνο των εργαζόμενων μητέρων, που να στηρίζεται στην παιδαγωγική επιστήμη, να καλλιεργεί σφαιρικά τις βασικές ικανότητες και πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού.
Με την εφαρμογή από το υπουργείο Υγείας-Πρόνοιας σε συνεργασία με την ΚΕΔΚΕ του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι» προωθήθηκε η μετατροπή των ΚΑΠΗ σε δημοτικές επιχειρήσεις, με σκοπό να προσλαμβάνουν για ένα χρονικό διάστημα 5 ετών, άτομα που θα πληρώσει το υπουργείο για να αναλάβουν τους μοναχικούς γέροντες και γερόντισσες που δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι τους και να αυτοεξυπηρετηθούν. Σημειωτέον ότι με το νόμο 2218/94, η πενιχρή επιχορήγηση που έδινε το υπουργείο Υγείας-Πρόνοιας μέχρι τότε στους δήμους για τα ΚΑΠΗ, ουσιαστικά καταργήθηκε. Μετά το χρονικό διάστημα των 5 ετών οι δήμοι συνεχίζουν μόνοι τους το πρόγραμμα, που σημαίνει είτε το καταργούν είτε μεταφέρουν το κόστος στη δημοτική φορολογία. Παρόμοιο πρόγραμμα προβλέπουν και τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης, με τη διαφορά ότι εδώ ο φορέας της χορήγησης είναι ο ΟΑΕΔ και το Υπουργείο Εργασίας και η χρονική διάρκεια του προγράμματος είναι 3 χρόνια, με σταδιακή κλιμάκωση της οικονομικής συμμετοχής των «χρηστών» το δεύτερο έτος εφαρμογής.
Οι ΟΤΑ γίνονται ολοένα και περισσότερο φορείς υλοποίησης διαφόρων προγραμμάτων, τα οποία απευθύνονται στα ΑΜΕΑ, όπως π.χ. προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης. Τα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης υλοποιούνται συνήθως από δημοτικές επιχειρήσεις με την επωνυμία ΚΕΚ (Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης), τα οποία με τη σειρά τους μπορούν να συνεργάζονται με ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν αποκτήσει στον τομέα της εκπαίδευσης-κατάρτισης εμπειρία. Για παράδειγμα, αναφέρουμε τον Ομιλο επιχειρήσεων ΞΥΝΗ, ο οποίος έφτιαξε ΚΕΚ ΞΥΝΗ και το οποίο με τη σειρά του συνεργάζεται με διάφορα δημοτικά ΚΕΚ. Τα προγράμματα είναι χαμηλού επιπέδου, δεν παρέχουν κάποιο αναγνωρισμένο τίτλο σπουδών στους καταρτιζόμενους, αντικαθιστούν την επαγγελματική εκπαίδευση και γενικά παρουσιάζουν όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά που έχουν όλα τα προγράμματα κατάρτισης[1]. Φυσικά, πολλοί άνεργοι τα κυνηγούν, γιατί μέσα από αυτά παίρνουν ένα χαρτζιλίκι για την περίοδο της ανεργίας και έχουν μια ελπίδα ότι είναι δυνατό να βρουν κάποια, έστω και προσωρινή, διέξοδο. Τα προγράμματα αυτά, όπως είναι φυσικό, αξιοποιούνται από τις δημοτικές αρχές για να φτιάχνουν έναν πελατειακό κύκλο. Επειδή η πλειοψηφία τους εκτελείται από δημοτικές επιχειρήσεις, τα δημοτικά συμβούλια δεν παίζουν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στις διαδικασίες με τις οποίες γίνεται η επιλογή των καταρτιζομένων. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι διαδικασίες αυτές είναι αποφάσεις του δημάρχου και του διευθύνοντα συμβούλου της επιχείρησης.
Εκτός από προγράμματα κατάρτισης ανέργων ειδικών κατηγοριών, όπως προαναφέρθηκε, οι ΟΤΑ εμπλέκονται και σε διάφορα άλλα, πολυποίκιλα προγράμματα της ΕΕ, με διάφορους στόχους.
Είναι προγράμματα με σύντομη ημερομηνία λήξης (από 1 χρόνο μέχρι το πολύ 5 χρόνια), που καλύπτουν όμως τα τεράστια κενά της κρατικής κοινωνικής πολιτικής, πατώντας πάνω σε υπαρκτές λαϊκές ανάγκες. Π.χ. προγράμματα για: βρεφονηπιακή φροντίδα, κέντρα δημιουργικής απασχόλησης παιδιών, ηλικιωμένων, ΑΜΕΑ, αποφυλακισθέντων εφήβων, τοξικοαπεξαρτημένων, ολοήμερο σχολείο, ξενώνες φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών, ανηλίκων παιδιών των φαναριών, υποστηρικτική σχολική βοήθεια σε παιδιά τσιγγάνων, παλιννοστούντων, μεταναστών, τηλεφωνικές γραμμές SOS για καταγγελίες, ψυχολογική και συμβουλευτική υποστήριξη τοξικο-εξαρτημένων ατόμων ή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, προστατευόμενα εργαστήρια για ΑΜΕΑ, κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης διαφόρων ειδικοτήτων, καλοκαιρινή απασχόληση παιδιών σχολικής ηλικίας. Μετά τη λήξη αυτών των προγραμμάτων, που περιλαμβάνουν μια ευρύτατη γκάμα κοινωνικών δράσεων, για τη συνέχιση της λειτουργίας τους, υποχρεούται να πληρώσει ο φορέας υλοποίησής τους. Συνήθως μεταφέρεται αυτή η υποχρέωση είτε στους Δήμους είτε στα άτομα που χρησιμοποιούν αυτές τις υπηρεσίες, με την επιβολή εισφοράς ή κάποιου χρηματικού τέλους. Με τον τρόπο αυτό εκβιάζει η κυβέρνηση τους δήμους να συνεχίσουν να τα λειτουργούν χωρίς κρατική χρηματοδότηση διαφορετικά οι δήμοι θα έχουν να αντιμετωπίσουν τη δυσαρέσκεια των δημοτών τους.
Σχετικά με το θέμα αυτό τοποθετήθηκε η Κοινοτική Επίτροπος κ. Α. Διαμαντοπούλου σε πρόσφατη ομιλία της για το Γ΄ ΚΠΣ, ως εξής: «Χρειάζονται νέα σχήματα που δεν απαιτούν πάντοτε και υποχρεωτικά τη χρηματοδότηση από το κράτος. Απαιτούνται συνέργειες, όπου θα μπορούσε να βάλει το κράτος την υποδομή, ο δήμος την πρώτη φάση της κατάρτισης, την πρώτη φάση της λειτουργίας, τα ευρωπαϊκά προγράμματα να χρηματοδοτήσουν μια πρώτη φάση λειτουργίας, μετά να συνεισφέρουν οι ίδιοι οι γονείς και σε είδος, δηλαδή με την προσωπική τους παρουσία, αλλά και σε χρήμα...».
Διακηρυγμένος στόχος όλων αυτών των προγραμμάτων είναι η «αντιμετώπιση» κάποιου κοινωνικού προβλήματος, το οποίο γεννιέται από την κρίση του καπιταλισμού και σκοπός τους είναι, η αγανάκτηση και αντίδραση των καταπιεζομένων να μην πάρει διαστάσεις τέτιες που να απειλήσει τη λεγόμενη κοινωνική συνοχή. Ετσι στο θεωρητικό μέρος των προγραμμάτων αυτών διαβάζει κανείς έννοιες, όπως «καταπολέμηση της περιθωριοποίησης ευπαθών κοινωνικών ομάδων», «η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού των ανέργων», «η καλλιέργεια της κοινωνικής αλληλεγγύης», «η ανάπτυξη του κοινωνικού εθελοντισμού». Ολα αυτά βεβαίως είναι οι συνηθισμένες υποκρισίες και δημαγωγική καπηλεία από την αστική τάξη, προς ίδιον όφελος, αξιών ριζωμένων στη λαϊκή συνείδηση. Η αποκάλυψή τους απαιτεί δραστήρια ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση και προπάντων την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Οι δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθούν σε αυτή την κατεύθυνση.