Η άγρια καταστολή της εξέγερσης του Γενάρη του 1919 στο Βερολίνο δεν έκλεισε ασφαλώς τον κύκλο των σκληρών ταξικών αναμετρήσεων. Ίσα-ίσα, εγκαινίασε μια θυελλώδη περίοδο οξυμένων αγώνων και αναβρασμού, με μαχητική δράση της εργατικής τάξης που οργανωνόταν σε εργατικά συμβούλια (Räte), εργοστασιακές επιτροπές, κόκκινες φρουρές, με πυκνά επεισόδια ανεβασμένων μορφών απεργιακής και ένοπλης σύγκρουσης, τουλάχιστον μέχρι το 1923.
Η κατάσταση αυτή τροφοδοτούνταν αντικειμενικά από τις μεταπολεμικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στη Γερμανία οι οποίες συνδύαζαν την άνοδο πολύμορφων επαναστατικών διαθέσεων των εργαζόμενων μαζών που σφυρηλατήθηκαν μέσα στα τραγικά βιώματα του πολέμου και ασφαλώς κάτω από την κοσμοϊστορική επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, που ξεσήκωσε ένα επαναστατικό κύμα που όρμησε όχι μόνο προς τη Γερμανία αλλά και την Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Φινλανδία, την Ιταλία και ενέπνευσε τους εργάτες σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά παράλληλα και δυσκολίες ανασύνταξης της αστικής τάξης και των πολιτικών της δυνάμεων που σε όλη την ταραγμένη περίοδο της Βαϊμάρης προσπαθούσαν να βρουν το βηματισμό τους για τη σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας, στις πολύ πιεστικές συνθήκες μάλιστα που διαμόρφωνε για τη Γερμανία η στρατιωτική ήττα και οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Το 1919 λοιπόν, αν και ξεκίνησε με τη σφαγή των εργατών στο Βερολίνο, συνεχίστηκε με οξυμένες συγκρούσεις σε όλη τη Γερμανία.
Στη Βρέμη, το συμβούλιο εργατών και στρατιωτών αρνήθηκε να αναγνωρίσει την παράδοση της εξουσίας στην Εθνοσυνέλευση και στις 10 Γενάρη ανέλαβε το ίδιο την εξουσία. Η Βρέμη αυτοανακηρύχτηκε σε σοσιαλιστική δημοκρατία και κάλεσε την κυβέρνηση του Βερολίνου σε παραίτηση στέλνοντας παράλληλα χαιρετιστήριο μήνυμα στη Σοβιετική Ρωσία. Την επόμενη μέρα συμβουλιακή (σοβιετική) δημοκρατία ανακηρύχθηκε και στο Κουξχάφεν.
Από το Βερολίνο, οι αντεπαναστατικές δυνάμεις του Νόσκε και τα παραστρατιωτικά σώματα «εθελοντών» βάδισαν για την κατάπνιξη της εξέγερσης. Ένα ένοπλο εργατικό σώμα υπό τον Έ. Τέλμαν κινήθηκε από το Αμβούργο προς υποστήριξη των ξεσηκωμένων εργατών και στρατιωτών αλλά μπλοκαρίστηκε από τους σιδηροδρομικούς που βρίσκονταν υπό την επιρροή του SPD. Οι δυνάμεις του Νόσκε κατάφεραν έτσι να επικρατήσουν.
Αντίστοιχα, ισχυρές δυνάμεις στάλθηκαν για να καταπνίξουν τις εργατικές εξεγέρσεις στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κηρύξει την περιοχή σε κατάσταση πολιορκίας. Βραχύβιες συμβουλιακές δημοκρατίες ανακηρύχθηκαν στο Άουγκσμπουργκ και το Μπράουνσβαϊγκ το Φλεβάρη του 1919, αλλά γρήγορα νικήθηκαν.
Το Μάρτη, η κατάσταση οξύνθηκε εκ νέου στο Βερολίνο. Στις 3 Μάρτη τα συμβούλια αποφάσισαν γενική απεργία, που εξελίχθηκε σε ένοπλες συγκρούσεις. Υπολογίζεται ότι εκείνες τις μέρες τα κυβερνητικά στρατεύματα σκότωσαν πάνω από 1.200 εργάτες στη γερμανική πρωτεύουσα.
Σημαντικές επαναστατικές μάχες ξετυλίχτηκαν στην περιοχή της Βαυαρίας, όπου μετά την επανάσταση του Νοέμβρη επικεφαλής της κρατιδιακής κυβέρνησης είχε τεθεί ο «ανεξάρτητος» σοσιαλδημοκράτης Κουρτ Άισνερ. Στις 21 Φλεβάρη ένας μοναρχικός δολοφόνησε τον Άισνερ και στη συνέχεια ορίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τους σοσιαλδημοκράτες του SPD.
Όταν το SPD πρότεινε στα υπόλοιπα κόμματα τη συγκρότηση μιας ψευδεπίγραφης «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης, το ΚΚ υπό την καθοδήγηση του Ε. Λεβινέ αρνήθηκε να πάρει μέρος σε μια τέτοια κυβερνητική κοροϊδία των εργαζόμενων. Οι «ανεξάρτητοι» επίσης αποφάσισαν να μην αποδεχτούν τη διορισμένη κυβέρνηση και ανακήρυξαν ως πρωθυπουργό των Ε. Τόλερ, χωρίς όμως να κάνουν κάτι ουσιαστικό για να προετοιμάσουν τους εργάτες απέναντι στις ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις που συγκέντρωνε η κυβέρνηση στο Μόναχο.
Στις 13 Απρίλη, τα στρατεύματα του Ράιχ συνέλαβαν την κυβέρνηση Τόλερ, όμως ένοπλα εργατικά σώματα αντιστέκονται. Το ίδιο βράδυ, αντιπρόσωποι των εργοστασιακών επιτροπών του Μονάχου και των συμβουλίων των στρατιωτών αποφασίζουν να αναθέσουν την εξουσία σε Επιτροπή Δράσης που ηγετικό ρόλο έπαιζαν οι κομμουνιστές και ο Ε. Λεβινέ. Η Βαυαρία ανακηρύχθηκε σε Δημοκρατία των Συμβουλίων. Απέστειλε χαιρετιστήριο στη Σοβιετική Ρωσία, στο οποίο ο Λένιν απάντησε με εγκάρδιους χαιρετισμούς, στέλνοντας μάλιστα και συγκεκριμένες κατευθύνσεις σχετικά με τον εξοπλισμό του προλεταριάτου, την απαλλοτρίωση των εργοστασίων, την άμεση οργάνωση του επαναστατικού Τύπου κ.ά.1
Μετά από αιματηρές συγκρούσεις, στις αρχές Μάη το Μόναχο τελικά καταλήφθηκε από τα υπέρτερα αντεπαναστατικά στρατεύματα και στις 5 Ιούνη ο Λεβινέ, ο οποίος συνήθιζε να λέει πως ούτως ή άλλως «εμείς οι κομμουνιστές είμαστε νεκροί με αναστολή», εκτελέστηκε φωνάζοντας «Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση!».
Η κατάσταση αυτή, την οποία ακροθιγώς μόνο περιγράφουμε, αναδεικνύει το ρευστό μεταπολεμικό έδαφος, την άνοδο του επαναστατικού κινήματος αλλά και τη σημαντική διαπάλη που αναπτυσσόταν στις γραμμές του εργατικού κινήματος και διαμορφωνόταν ως προϊόν της πορείας διάσπασης του SPD και όξυνσης της ταξικής πάλης, που πυροδότησε όχι μόνο τη συγκρότηση του ΚΚ, αλλά και την απόσπαση διάφορων δυνάμεων από την παλιά σοσιαλδημοκρατία, που δεν είχαν όμως ομοιογένεια και ενιαίο προσανατολισμό.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το σύνθετο περιβάλλον, το ΚΚ που μετρούσε μόλις μερικές βδομάδες και μήνες ζωής προσπαθεί να διαμορφώσει την επαναστατική του πολιτική, έχοντας μάλιστα τραγικά βιώσει (με τη δολοφονία των Λούξεμπουργκ - Λίμπκνεχτ) την απώλεια δύο εκ των πιο ικανών και αναγνωρισμένων ηγετών του.
Η αστική τάξη πάντως από τη μεριά της, αν και συναντά σημαντικές δυσκολίες που την αναγκάζουν ενίοτε να διεξάγει ευρείας κλίμακας συγκρούσεις για να μπορέσει να επιβληθεί απέναντι στην ένοπλη προλεταριακή δράση, με την Εθνοσυνέλευση στη Βαϊμάρη και την ψήφιση του νέου Συντάγματος κάνει βήματα για τη συγκρότηση του κράτους της, τη σταθεροποίηση της εξουσίας της σε αντιστοίχιση ασφαλώς με τις νέες συνθήκες που διαμόρφωσε για τη Γερμανία η ήττα στον πόλεμο και το τέλος της μοναρχίας.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέβαλε ιδιαίτερα σκληρούς όρους στη Γερμανία, εδαφικούς και οικονομικούς, γεγονός που προκάλεσε αντιπαραθέσεις και στο στρατόπεδο των νικητών. Για παράδειγμα οι ΗΠΑ διατηρούσαν επιφυλάξεις σχετικά με τις δυσθεώρητες γαλλικές απαιτήσεις, θέλοντας εξάλλου στο πλαίσιο του ενδοαστικού ανταγωνισμού να εμποδίσουν μια ασύμμετρη ισχυροποίηση της Γαλλίας και να κρατήσουν εξισορροπημένες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Η Γερμανία πάντως με τη Συνθήκη έχασε το 1/7 των εδαφών της (Αλσατία - Λωραίνη στη Γαλλία, Άνω Σιλεσία στην Πολωνία, το Ντάντσιχ κ.ά.), τις αποικίες της, το 1/10 του πληθυσμού της, το 1/3 των κοιτασμάτων άνθρακα και τα 3/4 των μεταλλευτικών κοιτασμάτων.2 Πολλές ήταν οι φωνές που τόνιζαν ότι οι όροι αυτοί δεν ήταν βιώσιμοι. Με χαρακτηριστική οξυδέρκεια ο Γάλλος στρατηγός Φερντινάν Φος (από την πλευρά των νικητών) είχε επισημάνει ότι με τους όρους αυτούς «δεν πρόκειται για ειρήνη, αλλά για μια ανακωχή 20 χρόνων».
Στο εσωτερικό της Γερμανίας η Συνθήκη των Βερσαλλιών ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, ενώ οι μεγάλες οικονομικές υποχρεώσεις για τις πολεμικές επανορθώσεις θα συμβάλουν στις δυσκολίες της γερμανικής οικονομίας και θα αποτελέσουν μέρος του εδάφους στο οποίο θα ξεδιπλωθεί η ταξική πάλη τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα όμως, οι συνθήκες αυτές τροφοδοτούσαν και σημαντικές ενδοαστικές αντιθέσεις, καθώς υπήρχαν τμήματα της αστικής τάξης και του στρατού που ήταν δυσαρεστημένα με την υπογραφή της «ατιμωτικής» όπως την θεωρούσαν ειρήνης, τμήματα που απαιτούσαν πιο αποφασιστική αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος ή και δεν εμπιστεύονταν πλήρως τους σοσιαλδημοκράτες, ενώ υπήρχαν και ισχυρές δυνάμεις που υποστήριζαν την επάνοδο στη μοναρχία. Εκεί, στην κινητοποίηση της αντεπανάστασης απέναντι στην άνοδο της επαναστατικής δράσης του προλεταριάτου και ουσιαστικά με τη στήριξη των σοσιαλδημοκρατών που συνέβαλαν στη συγκρότηση των διάφορων παραστρατιωτικών σωμάτων, αναπτύχθηκαν άλλωστε και τα φύτρα που σιγά-σιγά αρχίζουν να διαμορφώνουν τους πυρήνες των φασιστικών και ναζιστικών ομάδων που ξεκινούν τη δράση τους εκείνα τα χρόνια.
Απέναντι στην άνοδο της μαχητικότητας της εργατικής τάξης οι σοσιαλδημοκράτες από τη θέση της κυβέρνησης ξεδίπλωναν μια ευέλικτη πολιτική που συνδύαζε την ενσωμάτωση με την καταστολή, αλλά και τον προσεταιρισμό, την υποκριτική ή και μερική υιοθέτηση αιτημάτων με το χτύπημα των εργατικών αγώνων όταν αυτό ήταν απαραίτητο.
Εξάλλου, στη βάση της παλιάς ρεφορμιστικής λογικής με την οποία πότιζε για χρόνια την εργατική τάξη, το SPD καλλιεργούσε τώρα την αυταπάτη ότι από τη θέση της κυβέρνησης ήταν πλέον σε θέση να υλοποιήσει το μεταρρυθμιστικό του έργο «προς το σοσιαλισμό». Ένα από τα κορυφαία ίσως παραδείγματα τέτοιου είδους εξαπάτησης ήταν η περιβόητη «Επιτροπή Κοινωνικοποιήσεων» (Sozialisierungskommission).
Ανάμεσα στα αιτήματα της επανάστασης του Νοέμβρη, το αίτημα για «κοινωνικοποίηση» και «εργατικό έλεγχο» της παραγωγής ξεχώριζε και συγκινούσε πολλούς εργαζόμενους, όπως και τους εργαζόμενους βεβαίως που επηρεάζονταν από την παλιά σοσιαλδημοκρατία, η οποία άλλωστε διατηρούσε τέτοιες αναφορές στο πρόγραμμά της. Και αυτό σε συνθήκες μάλιστα που οι εργαζόμενοι συγκροτούσαν εργατικά συμβούλια και εργοστασιακές επιτροπές, παίρνοντας τον έλεγχο εργοστασίων.
Σε μια κίνηση που παράλληλα εξέφραζε και την προσπάθεια χειραγώγησης των συμβουλίων, οι σοσιαλδημοκράτες ανακοίνωσαν τη σύσταση μιας «Επιτροπής Κοινωνικοποιήσεων» που συγκροτήθηκε ως κυβερνητικό όργανο. Επικεφαλής της Επιτροπής τέθηκε ο Κ. Κάουτσκι, ενώ στη σύνθεσή της περιλήφθηκαν γνωστοί οικονομολόγοι της εποχής (ο Γ. Σουμπέτερ, ο Ρ. Χίλφερντινγκ κ.ά.), εκπρόσωποι των συνδικάτων αλλά και εκπρόσωποι των βιομηχάνων.3
Η «Επιτροπή» τελικά δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να καταρτίσει μερικές πολύ διστακτικές προτάσεις κρατικοποιήσεων με γνώμονα κυρίως την ανόρθωση συγκεκριμένων κλάδων της καπιταλιστικής οικονομίας που είχαν πληγεί από τον πόλεμο.
Όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ένας ιστορικός: «Η “κοινωνικοποίηση” που η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί στους εκπροσώπους των εργατών και η οποία πήρε σάρκα και οστά με διάφορους νόμους μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου 1919 δεν άλλαξε τίποτα στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Στην εξορυκτική βιομηχανία άνθρακα και ανθρακούχου καλίου συγκροτήθηκαν υποχρεωτικά, κατόπιν κρατικής παρέμβασης, κοινοπραξίες, με εποπτικά συμβούλια στα οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι της κυβέρνησης, των κρατιδίων, των ιδιοκτητών, των βιομηχάνων, των εμπόρων και των εργαζόμενων. Αυτό το είδος της “συνεργατικής οικονομίας” όμως δεν περιόριζε σε τίποτα την εξουσία των ιδιοκτητών.»4