1918-1923: Διδάγματα από την ταξική πάλη στη Γερμανία (Μέρος Β΄)


του Κωστή Μπορμπότη*

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ – Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ, Ο ΜΑΡΤΗΣ ΤΟΥ 1921 ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΔ

Η άγρια καταστολή της εξέγερσης του Γενάρη του 1919 στο Βερολίνο δεν έκλεισε ασφαλώς τον κύκλο των σκληρών ταξικών αναμετρήσεων. Ίσα-ίσα, εγκαινίασε μια θυελλώδη περίοδο οξυμένων αγώνων και αναβρασμού, με μαχητική δράση της εργατικής τάξης που οργανωνόταν σε εργατικά συμβούλια (Räte), εργοστασιακές επιτροπές, κόκκινες φρουρές, με πυκνά επεισόδια ανεβασμένων μορφών απεργιακής και ένοπλης σύγκρουσης, τουλάχιστον μέχρι το 1923.

Η κατάσταση αυτή τροφοδοτούνταν αντικειμενικά από τις μεταπολεμικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στη Γερμανία οι οποίες συνδύαζαν την άνοδο πολύμορφων επαναστατικών διαθέσεων των εργαζόμενων μαζών που σφυρηλατήθηκαν μέσα στα τραγικά βιώματα του πολέμου και ασφαλώς κάτω από την κοσμοϊστορική επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, που ξεσήκωσε ένα επαναστατικό κύμα που όρμησε όχι μόνο προς τη Γερμανία αλλά και την Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Φινλανδία, την Ιταλία και ενέπνευσε τους εργάτες σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά παράλληλα και δυσκολίες ανασύνταξης της αστικής τάξης και των πολιτικών της δυνάμεων που σε όλη την ταραγμένη περίοδο της Βαϊμάρης προσπαθούσαν να βρουν το βηματισμό τους για τη σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας, στις πολύ πιεστικές συνθήκες μάλιστα που διαμόρφωνε για τη Γερμανία η στρατιωτική ήττα και οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Το 1919 λοιπόν, αν και ξεκίνησε με τη σφαγή των εργατών στο Βερολίνο, συνεχίστηκε με οξυμένες συγκρούσεις σε όλη τη Γερμανία.

Στη Βρέμη, το συμβούλιο εργατών και στρατιωτών αρνήθηκε να αναγνωρίσει την παράδοση της εξουσίας στην Εθνοσυνέλευση και στις 10 Γενάρη ανέλαβε το ίδιο την εξουσία. Η Βρέμη αυτοανακηρύχτηκε σε σοσιαλιστική δημοκρατία και κάλεσε την κυβέρνηση του Βερολίνου σε παραίτηση στέλνοντας παράλληλα χαιρετιστήριο μήνυμα στη Σοβιετική Ρωσία. Την επόμενη μέρα συμβουλιακή (σοβιετική) δημοκρατία ανακηρύχθηκε και στο Κουξχάφεν.

Από το Βερολίνο, οι αντεπαναστατικές δυνάμεις του Νόσκε και τα παραστρατιωτικά σώματα «εθελοντών» βάδισαν για την κατάπνιξη της εξέγερσης. Ένα ένοπλο εργατικό σώμα υπό τον Έ. Τέλμαν κινήθηκε από το Αμβούργο προς υποστήριξη των ξεσηκωμένων εργατών και στρατιωτών αλλά μπλοκαρίστηκε από τους σιδηροδρομικούς που βρίσκονταν υπό την επιρροή του SPD. Οι δυνάμεις του Νόσκε κατάφεραν έτσι να επικρατήσουν.

Αντίστοιχα, ισχυρές δυνάμεις στάλθηκαν για να καταπνίξουν τις εργατικές εξεγέρσεις στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κηρύξει την περιοχή σε κατάσταση πολιορκίας. Βραχύβιες συμβουλιακές δημοκρατίες ανακηρύχθηκαν στο Άουγκσμπουργκ και το Μπράουνσβαϊγκ το Φλεβάρη του 1919, αλλά γρήγορα νικήθηκαν.

Το Μάρτη, η κατάσταση οξύνθηκε εκ νέου στο Βερολίνο. Στις 3 Μάρτη τα συμβούλια αποφάσισαν γενική απεργία, που εξελίχθηκε σε ένοπλες συγκρούσεις. Υπολογίζεται ότι εκείνες τις μέρες τα κυβερνητικά στρατεύματα σκότωσαν πάνω από 1.200 εργάτες στη γερμανική πρωτεύουσα.

Σημαντικές επαναστατικές μάχες ξετυλίχτηκαν στην περιοχή της Βαυαρίας, όπου μετά την επανάσταση του Νοέμβρη επικεφαλής της κρατιδιακής κυβέρνησης είχε τεθεί ο «ανεξάρτητος» σοσιαλδημοκράτης Κουρτ Άισνερ. Στις 21 Φλεβάρη ένας μοναρχικός δολοφόνησε τον Άισνερ και στη συνέχεια ορίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τους σοσιαλδημοκράτες του SPD.

Όταν το SPD πρότεινε στα υπόλοιπα κόμματα τη συγκρότηση μιας ψευδεπίγραφης «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης, το ΚΚ υπό την καθοδήγηση του Ε. Λεβινέ αρνήθηκε να πάρει μέρος σε μια τέτοια κυβερνητική κοροϊδία των εργαζόμενων. Οι «ανεξάρτητοι» επίσης αποφάσισαν να μην αποδεχτούν τη διορισμένη κυβέρνηση και ανακήρυξαν ως πρωθυπουργό των Ε. Τόλερ, χωρίς όμως να κάνουν κάτι ουσιαστικό για να προετοιμάσουν τους εργάτες απέναντι στις ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις που συγκέντρωνε η κυβέρνηση στο Μόναχο.

Στις 13 Απρίλη, τα στρατεύματα του Ράιχ συνέλαβαν την κυβέρνηση Τόλερ, όμως ένοπλα εργατικά σώματα αντιστέκονται. Το ίδιο βράδυ, αντιπρόσωποι των εργοστασιακών επιτροπών του Μονάχου και των συμβουλίων των στρατιωτών αποφασίζουν να αναθέσουν την εξουσία σε Επιτροπή Δράσης που ηγετικό ρόλο έπαιζαν οι κομμουνιστές και ο Ε. Λεβινέ. Η Βαυαρία ανακηρύχθηκε σε Δημοκρατία των Συμβουλίων. Απέστειλε χαιρετιστήριο στη Σοβιετική Ρωσία, στο οποίο ο Λένιν απάντησε με εγκάρδιους χαιρετισμούς, στέλνοντας μάλιστα και συγκεκριμένες κατευθύνσεις σχετικά με τον εξοπλισμό του προλεταριάτου, την απαλλοτρίωση των εργοστασίων, την άμεση οργάνωση του επαναστατικού Τύπου κ.ά.1

Μετά από αιματηρές συγκρούσεις, στις αρχές Μάη το Μόναχο τελικά καταλήφθηκε από τα υπέρτερα αντεπαναστατικά στρατεύματα και στις 5 Ιούνη ο Λεβινέ, ο οποίος συνήθιζε να λέει πως ούτως ή άλλως «εμείς οι κομμουνιστές είμαστε νεκροί με αναστολή», εκτελέστηκε φωνάζοντας «Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση!».

Η κατάσταση αυτή, την οποία ακροθιγώς μόνο περιγράφουμε, αναδεικνύει το ρευστό μεταπολεμικό έδαφος, την άνοδο του επαναστατικού κινήματος αλλά και τη σημαντική διαπάλη που αναπτυσσόταν στις γραμμές του εργατικού κινήματος και διαμορφωνόταν ως προϊόν της πορείας διάσπασης του SPD και όξυνσης της ταξικής πάλης, που πυροδότησε όχι μόνο τη συγκρότηση του ΚΚ, αλλά και την απόσπαση διάφορων δυνάμεων από την παλιά σοσιαλδημοκρατία, που δεν είχαν όμως ομοιογένεια και ενιαίο προσανατολισμό.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το σύνθετο περιβάλλον, το ΚΚ που μετρούσε μόλις μερικές βδομάδες και μήνες ζωής προσπαθεί να διαμορφώσει την επαναστατική του πολιτική, έχοντας μάλιστα τραγικά βιώσει (με τη δολοφονία των Λούξεμπουργκ - Λίμπκνεχτ) την απώλεια δύο εκ των πιο ικανών και αναγνωρισμένων ηγετών του.

Η αστική τάξη πάντως από τη μεριά της, αν και συναντά σημαντικές δυσκολίες που την αναγκάζουν ενίοτε να διεξάγει ευρείας κλίμακας συγκρούσεις για να μπορέσει να επιβληθεί απέναντι στην ένοπλη προλεταριακή δράση, με την Εθνοσυνέλευση στη Βαϊμάρη και την ψήφιση του νέου Συντάγματος κάνει βήματα για τη συγκρότηση του κράτους της, τη σταθεροποίηση της εξουσίας της σε αντιστοίχιση ασφαλώς με τις νέες συνθήκες που διαμόρφωσε για τη Γερμανία η ήττα στον πόλεμο και το τέλος της μοναρχίας.

Η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέβαλε ιδιαίτερα σκληρούς όρους στη Γερμανία, εδαφικούς και οικονομικούς, γεγονός που προκάλεσε αντιπαραθέσεις και στο στρατόπεδο των νικητών. Για παράδειγμα οι ΗΠΑ διατηρούσαν επιφυλάξεις σχετικά με τις δυσθεώρητες γαλλικές απαιτήσεις, θέλοντας εξάλλου στο πλαίσιο του ενδοαστικού ανταγωνισμού να εμποδίσουν μια ασύμμετρη ισχυροποίηση της Γαλλίας και να κρατήσουν εξισορροπημένες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Η Γερμανία πάντως με τη Συνθήκη έχασε το 1/7 των εδαφών της (Αλσατία - Λωραίνη στη Γαλλία, Άνω Σιλεσία στην Πολωνία, το Ντάντσιχ κ.ά.), τις αποικίες της, το 1/10 του πληθυσμού της, το 1/3 των κοιτασμάτων άνθρακα και τα 3/4 των μεταλλευτικών κοιτασμάτων.2 Πολλές ήταν οι φωνές που τόνιζαν ότι οι όροι αυτοί δεν ήταν βιώσιμοι. Με χαρακτηριστική οξυδέρκεια ο Γάλλος στρατηγός Φερντινάν Φος (από την πλευρά των νικητών) είχε επισημάνει ότι με τους όρους αυτούς «δεν πρόκειται για ειρήνη, αλλά για μια ανακωχή 20 χρόνων».

Στο εσωτερικό της Γερμανίας η Συνθήκη των Βερσαλλιών ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, ενώ οι μεγάλες οικονομικές υποχρεώσεις για τις πολεμικές επανορθώσεις θα συμβάλουν στις δυσκολίες της γερμανικής οικονομίας και θα αποτελέσουν μέρος του εδάφους στο οποίο θα ξεδιπλωθεί η ταξική πάλη τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα όμως, οι συνθήκες αυτές τροφοδοτούσαν και σημαντικές ενδοαστικές αντιθέσεις, καθώς υπήρχαν τμήματα της αστικής τάξης και του στρατού που ήταν δυσαρεστημένα με την υπογραφή της «ατιμωτικής» όπως την θεωρούσαν ειρήνης, τμήματα που απαιτούσαν πιο αποφασιστική αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος ή και δεν εμπιστεύονταν πλήρως τους σοσιαλδημοκράτες, ενώ υπήρχαν και ισχυρές δυνάμεις που υποστήριζαν την επάνοδο στη μοναρχία. Εκεί, στην κινητοποίηση της αντεπανάστασης απέναντι στην άνοδο της επαναστατικής δράσης του προλεταριάτου και ουσιαστικά με τη στήριξη των σοσιαλδημοκρατών που συνέβαλαν στη συγκρότηση των διάφορων παραστρατιωτικών σωμάτων, αναπτύχθηκαν άλλωστε και τα φύτρα που σιγά-σιγά αρχίζουν να διαμορφώνουν τους πυρήνες των φασιστικών και ναζιστικών ομάδων που ξεκινούν τη δράση τους εκείνα τα χρόνια.

Απέναντι στην άνοδο της μαχητικότητας της εργατικής τάξης οι σοσιαλδημοκράτες από τη θέση της κυβέρνησης ξεδίπλωναν μια ευέλικτη πολιτική που συνδύαζε την ενσωμάτωση με την καταστολή, αλλά και τον προσεταιρισμό, την υποκριτική ή και μερική υιοθέτηση αιτημάτων με το χτύπημα των εργατικών αγώνων όταν αυτό ήταν απαραίτητο.

Εξάλλου, στη βάση της παλιάς ρεφορμιστικής λογικής με την οποία πότιζε για χρόνια την εργατική τάξη, το SPD καλλιεργούσε τώρα την αυταπάτη ότι από τη θέση της κυβέρνησης ήταν πλέον σε θέση να υλοποιήσει το μεταρρυθμιστικό του έργο «προς το σοσιαλισμό». Ένα από τα κορυφαία ίσως παραδείγματα τέτοιου είδους εξαπάτησης ήταν η περιβόητη «Επιτροπή Κοινωνικοποιήσεων» (Sozialisierungskommission).

Ανάμεσα στα αιτήματα της επανάστασης του Νοέμβρη, το αίτημα για «κοινωνικοποίηση» και «εργατικό έλεγχο» της παραγωγής ξεχώριζε και συγκινούσε πολλούς εργαζόμενους, όπως και τους εργαζόμενους βεβαίως που επηρεάζονταν από την παλιά σοσιαλδημοκρατία, η οποία άλλωστε διατηρούσε τέτοιες αναφορές στο πρόγραμμά της. Και αυτό σε συνθήκες μάλιστα που οι εργαζόμενοι συγκροτούσαν εργατικά συμβούλια και εργοστασιακές επιτροπές, παίρνοντας τον έλεγχο εργοστασίων.

Σε μια κίνηση που παράλληλα εξέφραζε και την προσπάθεια χειραγώγησης των συμβουλίων, οι σοσιαλδημοκράτες ανακοίνωσαν τη σύσταση μιας «Επιτροπής Κοινωνικοποιήσεων» που συγκροτήθηκε ως κυβερνητικό όργανο. Επικεφαλής της Επιτροπής τέθηκε ο Κ. Κάουτσκι, ενώ στη σύνθεσή της περιλήφθηκαν γνωστοί οικονομολόγοι της εποχής (ο Γ. Σουμπέτερ, ο Ρ. Χίλφερντινγκ κ.ά.), εκπρόσωποι των συνδικάτων αλλά και εκπρόσωποι των βιομηχάνων.3

Η «Επιτροπή» τελικά δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να καταρτίσει μερικές πολύ διστακτικές προτάσεις κρατικοποιήσεων με γνώμονα κυρίως την ανόρθωση συγκεκριμένων κλάδων της καπιταλιστικής οικονομίας που είχαν πληγεί από τον πόλεμο.

Όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ένας ιστορικός: «Η “κοινωνικοποίηση” που η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί στους εκπροσώπους των εργατών και η οποία πήρε σάρκα και οστά με διάφορους νόμους μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου 1919 δεν άλλαξε τίποτα στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Στην εξορυκτική βιομηχανία άνθρακα και ανθρακούχου καλίου συγκροτήθηκαν υποχρεωτικά, κατόπιν κρατικής παρέμβασης, κοινοπραξίες, με εποπτικά συμβούλια στα οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι της κυβέρνησης, των κρατιδίων, των ιδιοκτητών, των βιομηχάνων, των εμπόρων και των εργαζόμενων. Αυτό το είδος της “συνεργατικής οικονομίας” όμως δεν περιόριζε σε τίποτα την εξουσία των ιδιοκτητών.»4

 

2024-4-Borb-1

Παρέμεναν πάντως τμήματα του κεφαλαίου και του στρατού που έβλεπαν στην ανατροπή της Εθνοσυνέλευσης της Βαϊμάρης έναν προτιμότερο δρόμο για τα αστικά συμφέροντα, θεωρώντας ότι έτσι θα μπορούσαν να αναθεωρήσουν τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Ένα τμήμα της ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης, υπό τους στρατηγούς Λούντεντορφ και Λούτβιτς, άρχισε να προετοιμάζει σχεδιασμούς για κατάργηση του Συντάγματος, επαναφορά της μοναρχίας και ανάληψη της πρωθυπουργίας από το μεγαλογαιοκτήμονα Β. Καπ. Σε αυτό το έδαφος ξετυλίχθηκαν τα γεγονότα γύρω από το λεγόμενο «Πραξικόπημα του Καπ» (Kapp Putsch) την άνοιξη του 1920 που οδήγησε σε νέα όξυνση της ταξικής πάλης.

Στις 10 Μάρτη του 1920 και αφού συγκεντρώθηκαν διάφορες στρατιωτικές μονάδες και σώματα «εθελοντών» στο Βερολίνο, ο στρατηγός Λούτβιτς αξίωσε από την κυβέρνηση να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση. Δύο μέρες μετά εισέβαλε στο Βερολίνο η «ταξιαρχία Έρχαρντ» και στις 15 Μάρτη ο Καπ αυτοανακηρύχθηκε αρχικαγκελάριος.

Εν τω μεταξύ ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος Έμπερτ και η κυβέρνηση κατέφυγαν στη Στουτγάρδη, ενώ ο «επίσημος» στρατός, η Ράιχσβερ (Reichswehr), αρνήθηκε να υπακούσει στις εντολές του Έμπερτ για απόκρουση των πραξικοπηματιών, απαντώντας χαρακτηριστικά ότι «η Ράιχσβερ δεν πολεμάει τη Ράιχσβερ».

Οι κινήσεις των Καπ - Λούτβιτς ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων στην εργατική τάξη. Στις 13 Μάρτη, ξεκινώντας από το Βερολίνο, οι εργάτες απάντησαν με απεργία που άρχισε να απλώνεται σε όλη τη χώρα. Με πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών αλλά με δεδομένη ασφαλώς τη μεγάλη επιρροή που ασκούσαν ούτως ή άλλως οι σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές ηγέτες που κινητοποιήθηκαν επίσης ενάντια στο πραξικόπημα, η γερμανική εργατική τάξη με μαζική απεργιακή δράση και μαχητικές συγκρούσεις ανακόπτει τους πραξικοπηματίες. Σε πολλές πόλεις οι εργάτες εξοπλίζονται. Στο Κέμνιτς πάνω από 3.000 εργάτες παίρνουν τα όπλα, στη Λειψία και στη Χάλλε, στις περισσότερες πόλεις της Θουριγγίας, οι μάχες στα οδοφράγματα κρατάνε μέρες. Στη Ρηνανία και στη Βεστφαλία συγκροτούνται ένοπλα εργατικά σώματα «Κόκκινου Στρατού» με χιλιάδες εργάτες.

Η μαχητική απεργιακή δράση και ο ένοπλος ξεσηκωμός των εργατών οδήγησε το πραξικόπημα σε αποτυχία, με τον Καπ να διαφεύγει τελικά στη Σουηδία. Ο Λέγκιεν, ένας από τους γνωστούς σοσιαλδημοκράτες, ηγέτης των ρεφορμιστικών συνδικαλιστικών οργανώσεων που έπαιξε δραστήριο ρόλο στην κινητοποίηση των συνδικάτων, δήλωνε χαρακτηριστικά πως καμία κυβέρνηση στη Γερμανία δεν μπορεί να κρατηθεί «χωρίς την έγκριση των συνδικάτων».5

Στις 17 Μάρτη η κυβέρνηση επέστρεψε από τη Στουτγάρδη, κήρυξε τη λήξη της απεργίας και υποσχέθηκε ότι θα αφοπλίσει τους κινηματίες και θα εξοπλίσει τους εργάτες. Αντί όμως να κάνει αυτό, έπραξε ακριβώς το αντίθετο. Έστρεψε τις δυνάμεις της ενάντια στους κόκκινους στρατιώτες του Ρουρ που είχαν ξεσηκωθεί και οργανωθεί ενάντια στο πραξικόπημα, αλλά αποτελούσαν για την αστική κυβέρνηση μεγαλύτερο κίνδυνο.

Τα γεγονότα γύρω από το πραξικόπημα του Καπ έφεραν ξανά στο προσκήνιο τη μαζική απεργιακή και μαχητική δράση των Γερμανών εργατών, αλλά και την πάλη μέσα στις οργανώσεις της εργατικής τάξης για τον προσανατολισμό του αγώνα. Ο Λένιν χαιρέτισε τους αγώνες της γερμανικής εργατικής τάξης και στην εναρκτήρια ομιλία του προς το ΙΧ Συνέδριο των μπολσεβίκων στις 29 Μάρτη του 1920 παραλλήλισε τα γεγονότα γύρω από το πραξικόπημα του Καπ με το πραξικόπημα Κορνίλοφ στη Ρωσία τον Αύγουστο του 1917. Θυμίζει ότι τέτοια γεγονότα όξυνσης της πάλης μπορούν να γεμίσουν με διδάγματα τους εργάτες. Επισημαίνει ότι ο «γερμανικός κορνιλοφισμός», όπως τον αποκαλεί, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα βήμα που θα στρέψει πιο ενεργά τις μάζες προς την πάλη για την εργατική εξουσία, ευελπιστώντας πως «δεν είναι μακριά ο καιρός που θα βαδίσουμε χέρι-χέρι με μια γερμανική σοβιετική κυβέρνηση».6

 

* * *

Μετά την άγρια καταστολή της εξέγερσης του Γενάρη του 1919, το KPD προσπάθησε εντατικά, σε καθεστώς διώξεων, να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να δράσει μέσα στις οξυμένες συνθήκες που περιγράψαμε. Τα χτυπήματα όμως στην ηγεσία του κόμματος συνεχίστηκαν. Μετά τη Λούξεμπουργκ και τον Λίμπκνεχτ, ο Λ. Γιόγκιχες συνελήφθη και δολοφονήθηκε το Μάρτη του 1919. Η ηγεσία πέρασε στον Πάουλ Λεβί.

Τον Οκτώβρη του 1919 συγκλήθηκε στη Χαϊδελβέργη, σε συνθήκες παρανομίας, το συνέδριο του κόμματος.

Στο διάστημα αυτό, το ΚΚ είχε καταφέρει να αυξήσει τα μέλη του, με τη μαχητική του δράση ανέπτυσσε δεσμούς μέσα στην εργατική τάξη, ενώ αντικειμενικά οι οξυμένοι απεργιακοί αγώνες, οι ένοπλες συγκρούσεις, το ζήτημα της στάσης απέναντι στην κυβέρνηση Έμπερτ, όπως και η στάση απέναντι στην Οκτωβριανή Επανάσταση γεννούσαν ζωηρή διαπάλη μέσα στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα, όπως και στους εργάτες που επηρεάζονταν από τους σοσιαλδημοκράτες, τους «ανεξάρτητους» σοσιαλδημοκράτες και άλλες δυνάμεις, γεγονός που διαμόρφωνε το καθήκον ανάπτυξης πολιτικής που να συμβάλει στον απεγκλωβισμό αυτών των εργαζόμενων από τις σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες.

Ανάμεσα στα άλλα, το συνέδριο προσπάθησε να διορθώσει ορισμένες πλευρές των προηγούμενων αποφάσεων και να χαράξει νέες κατευθύνσεις. Για παράδειγμα, παρά τις έντονες αντιρρήσεις που παρέμεναν σε τμήμα στελεχών, το συνέδριο αποφάσισε με μεγαλύτερη ωριμότητα να διορθώσει τη λαθεμένη απόφαση για, από άποψη αρχών, μποϊκοτάζ στις εκλογές.

Ο Λένιν, ενθαρρύνοντας αυτήν την προσπάθεια, τονίζει: «Το λάθος αυτό ήταν απόρροια επαναστατικής απειρίας ειλικρινέστατων, ηρωικών επαναστατών της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό και ο Κ. Λίμπκνεχτ και η Ρ. Λούξεμπουργκ είχαν χίλιες φορές δίκιο όταν το Γενάρη του 1919 είδαν αυτό το λάθος, το υπόδειξαν, αλλά προτίμησαν να βαδίσουν μαζί με τους προλετάριους επαναστάτες που έκαναν λάθος (...) παρά με τους προδότες του σοσιαλισμού, τους σαϊντεμανικούς και καουτσκιστές, που δεν έκαναν λάθος στο ζήτημα της συμμετοχής στο αστικό κοινοβούλιο, αλλά έπαψαν να είναι σοσιαλιστές, έγιναν μικροαστοί δημοκράτες, τσιράκια της αστικής τάξης.»7

Η διαπάλη πάντως παρέμενε ισχυρή, καθώς ένα τμήμα του κόμματος συνέχιζε να θεωρεί ότι η αποχή από τις εκλογές και τα συνδικάτα όπου πλειοψηφούσαν οι ρεφορμιστές ήταν θέμα αρχής. Είναι λάθη που ο Λένιν κατακρίνει αργότερα στο έργο του για τον Αριστερισμό, αφιερώνοντας ξεχωριστά κεφάλαια στους «Γερμανούς αριστερούς».

Ένα τμήμα τέτοιων δυνάμεων αποχώρησε τελικά από το KPD και την άνοιξη του 1920 συγκρότησε το λεγόμενο Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (KAPD), το οποίο μάλιστα αυτοανακηρύχθηκε σε μέλος της ΚΔ.

Ο Λένιν έκανε προσπάθεια να βοηθήσει το γερμανικό εργατικό κίνημα, εκτιμώντας ότι σε εκείνη τη φάση παρέμεναν στους κόλπους του KAPD εργάτες με ειλικρινή επαναστατική διάθεση, ενώ επίσης γνώριζε ότι τέτοιου είδους απόψεις συνέχιζαν να υπάρχουν και μέσα στο KPD. Στέλνοντας επιστολή στην ηγεσία του KPD επισήμανε: «Αν η διάσπαση έγινε αναπόφευκτη, πρέπει να φροντίσετε να μην την υποδαυλίζετε, να ζητήσετε τη μεσολάβηση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ, να αναγκάσετε τους “αριστερούς” να διατυπώσουν σε θέσεις και σε μπροσούρα τις διαφωνίες τους.»8 Ενώ επιπλέον έστειλε επιστολή προς τους αποχωρήσαντες, που αφού είχε επισημάνει τα λάθη τους, καλούσε σε παραμονή στο κόμμα.9

Παράλληλα, σιγόβραζε μια άλλη μεγάλη διαπάλη μέσα στους κόλπους των «ανεξάρτητων» σοσιαλδημοκρατών του USPD, που αφορούσε το χαρακτήρα και τον προσανατολισμό του κόμματος. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η νεοϊδρυθείσα Κομμουνιστική Διεθνής ασκούσαν μια τεράστια ελκτική επίδραση σε χιλιάδες και χιλιάδες εργάτες σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν εξάλλου περίοδος που πολλά κομμουνιστικά κόμματα μόλις διαμορφώνονταν, βγαίνοντας μέσα από τη μήτρα της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, με διασπάσεις και ισχυρή διαπάλη. Υπήρχαν μεγάλα κόμματα που δεν είχαν ξεκαθαρίσει ακόμη τη φυσιογνωμία τους, όπως το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα αλλά και το USPD, και που επιδίωκαν σχέσεις με την ΚΔ, ακόμη και οργανώσεις όπως οι IWW (Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου) από τις ΗΠΑ αλλά και δυνάμεις της ισπανικής CNT, που είχαν αναρχοσυνδικαλιστικά χαρακτηριστικά.

Για να φωτιστεί περισσότερο το σύνθετο έδαφος που είχε διαμορφωθεί σε εκείνη τη φάση στο γερμανικό εργατικό κίνημα, επισημαίνουμε χαρακτηριστικά ότι στο 2ο Συνέδριο της ΚΔ (1920) παίρνουν μέρος από τη Γερμανία 3 διαφορετικές αντιπροσωπίες: Σύνεδροι από το KPD, αλλά και παρατηρητές από το USPD και το KAPD. Και στο 3ο Συνέδριο (1921) το KAPD παίρνει μέρος με αντιπροσωπία.

 

2024-4-Borb-2

«Η Κομμουνιστική Διεθνής είναι κάπως της μόδας», λέει για εκείνη την περίοδο ο Λένιν. Γι’ αυτό άλλωστε το 2ο Συνέδριο της ΚΔ επεξεργάζεται τους 21 όρους που πρέπει να κάνουν δεκτούς τα κόμματα που επιθυμούν να ενταχθούν στην οργάνωση. «Ολοένα και συχνότερα, κόμματα και όμιλοι, που τελευταία ακόμη ανήκαν στη Β΄ Διεθνή (…) τα διάμεσα κόμματα και οι ομάδες του κέντρου, βλέποντας την απελπιστική θέση τους, προσπαθούν να στηριχτούν πάνω στην Κομμουνιστική Διεθνή, ελπίζουν όμως να διατηρήσουν κάποια αυτονομία που να τους επιτρέπει να ακολουθούν την παλιά τους οπορτουνιστική ή κεντριστική πολιτική.»10

Αποτέλεσε επομένως γεγονός-σταθμό τόσο για το κομμουνιστικό κίνημα στη Γερμανία όσο και για την ίδια την ΚΔ η απόφαση του Συνεδρίου του USPD στη Χάλλε τον Οκτώβρη του 1920 όπου με 236 ψήφους έναντι 156 υπερψηφίστηκε η προσχώρηση στην Κομμουνιστική Διεθνή. Στην ουσία, το Συνέδριο επισημοποίησε τη διάσπαση, η διαδικασία της οποίας είχε κριθεί σε τεταμένες και συχνά οριακές ψηφοφορίες για την εκλογή αντιπροσώπων στις οργανώσεις το προηγούμενο διάστημα. Ενδεικτικά, στο Βερολίνο υπέρ των 21 όρων και της ένταξης στην ΚΔ είχαν ψηφίσει 15.531 μέλη (που εξέλεξαν 12 αντιπροσώπους) έναντι 13.856 που ψήφισαν κατά (και εξέλεξαν 11 αντιπροσώπους). Όταν άρχισε το Συνέδριο, ο Γκ. Ζινόβιεφ, πρόεδρος της ΕΕ της ΚΔ που είχε μεταβεί για να παραβρεθεί προσωπικά στη Χάλλε, σημείωνε πως «ήδη υπήρχαν μέσα στην αίθουσα 2 κόμματα». Ο Ζινόβιεφ ανέβηκε στο βήμα και μίλησε στα γερμανικά για πάνω από 4 ώρες, ασκώντας όλο το κύρος του θεσμού που εκπροσωπούσε για να κερδίσει το ακροατήριο.11

Λίγο αργότερα, το Δεκέμβρη του 1920, πραγματοποιήθηκε το ενωτικό συνέδριο του KPD με την επαναστατική πτέρυγα των «ανεξάρτητων». Στην ουσία, τότε ήταν που το ΚΚ έγινε πραγματικά μαζικό κόμμα, καθώς το USPD ήταν ένα κατά μεγάλο βαθμό μεγαλύτερο κόμμα. Για να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα μεγέθη, στις εκλογές που είχαν γίνει τον περασμένο Ιούνη, το USPD είχε αναδειχθεί δεύτερο σε δύναμη κόμμα στο γερμανικό κοινοβούλιο με σχεδόν 5 εκατομμύρια ψήφους (έναντι 6 εκ του SPD που ήταν πρώτο), ενώ το KPD είχε λάβει 590.000 ψήφους. Έτσι, στα λιγότερα από 100 χιλιάδες μέλη που είχε το KPD προστέθηκε υπερδιπλάσιος αριθμός, πάνω από 200-250 χιλιάδες νέα μέλη που προσχώρησαν μετά τη διάσπαση του USPD. Ένας από αυτούς, στέλεχος του USPD που έδωσε μάχη για τον επαναστατικό του προσανατολισμό, ήταν και ο Έ. Τέλμαν, μετέπειτα ηγέτης του KPD.

 

2024-4-Borb-3

 

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ 1921

Οι σκληροί ταξικοί αγώνες της περιόδου 1918-1920 γέμιζαν με εμπειρίες την εργατική τάξη, διαμόρφωναν όμως απαιτητικά καθήκοντα για το ΚΚ. Σε συνθήκες όπου παρέμενε υψηλή η επίδραση της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και η διαπάλη μέσα στο εργατικό κίνημα, αναπτυσσόταν αντικειμενικά προβληματισμός για τους τρόπους με τους οποίους το ΚΚ θα ισχυροποιήσει τους δεσμούς του με την εργατική τάξη, με εργαζόμενους που ακολουθούσαν ακόμη τους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες, απεγκλωβίζοντας δυνάμεις.

Το ζήτημα αυτό δεν απασχολεί ασφαλώς μόνο το KPD, αλλά ολόκληρο το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, όπως και το μπολσεβίκικο κόμμα στο πλαίσιο των επεξεργασιών της ΚΔ, σε μια περίοδο μάλιστα που συνεχίζονται μεγάλοι αγώνες στην Ιταλία, την Αυστρία, τη Βουλγαρία και αλλού.

Άλλωστε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι προσπάθειες του KPD σε εκείνη τη φάση συμπλέκονται στενά με τις προσπάθειες διαμόρφωσης στρατηγικής της ΚΔ, ενώ συχνά οι εμπειρίες της ταξικής πάλης από τη Γερμανία τροφοδοτούν και τη γενικότερη συζήτηση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

Από αυτήν τη σκοπιά είναι ιδιαίτερο χρήσιμο να εξετάσουμε τα γεγονότα που ξετυλίχτηκαν το Γενάρη - Μάρτη του 1921, καθώς μέσα σε λίγους μήνες το KPD προχώρησε σε δυο σημαντικές πρωτοβουλίες που στη συνέχεια θα ξεσηκώσουν μεγάλη συζήτηση τόσο στο ίδιο το κόμμα, όσο και ευρύτερα στο κομμουνιστικό κίνημα, ενώ θα απασχολήσουν ιδιαίτερα τη διαπάλη στο 3ο Συνέδριο της ΚΔ που θα γίνει μετά από μερικούς μήνες.

Το Γενάρη του 1921 η ΚΕ του KPD δημοσίευσε το λεγόμενο «Ανοιχτό Γράμμα» (Offener Brief). Επρόκειτο για ένα κάλεσμα που απευθυνόταν προς τα SPD, USPD, KAPD και προς όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, με το οποίο το ΚΚ καλούσε σε κοινή πάλη στη βάση συγκεκριμένων σημείων, όπως η αύξηση των συντάξεων στους ανάπηρους του πολέμου, η μείωση της ανεργίας, ο έλεγχος στις τιμές των τροφίμων από εργοστασιακές επιτροπές, ο αφοπλισμός των αντεπαναστατικών σωμάτων, η αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ρωσία κ.ά.12

Η κίνηση αυτή διαμορφώθηκε υπό την ηγεσία του Π. Λεβί και με τη σύμφωνη γνώμη του Ράντεκ εκ μέρους της ΚΔ, έχοντας σκοπό να αποτελέσει πρωτοβουλία με την οποία το ΚΚ θα απευθυνθεί πλατύτερα σε εργατικές μάζες, και ιδίως σε εργαζόμενους που βρίσκονταν υπό την επιρροή των άλλων «σοσιαλιστικών» κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Είχε προηγηθεί ένα τοπικό εγχείρημα στη Στουτγάρδη, όπου με πρωτοβουλία του KPD το τοπικό συνδικάτο των μεταλλεργατών κατάφερε να ωθήσει τις ηγεσίες της DMV (ομοσπονδία των μεταλλεργατών) και της ρεφορμιστικής ADGB (γενικής συνομοσπονδίας) σε δράση γύρω από 5 σημεία διεκδικήσεων (μείωση των τιμών στα τρόφιμα, μείωση των φόρων, μεγαλύτερο επίδομα ανεργίας κ.ά.). Η ΚΕ του KPD, εκτιμώντας ότι αυτή η πρωτοβουλία είχε θετική απήχηση στους εργαζόμενους που δε βρίσκονταν στην επιρροή του ΚΚ, αποφάσισε να την μεταφέρει σε πολιτικό επίπεδο.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το «Ανοιχτό Γράμμα» δεν έτυχε θετικής αποδοχής από τα υπόλοιπα κόμματα και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, που απάντησαν αρνητικά. Η ηγεσία του ΚΚ πάντως θεώρησε ότι με αυτόν τον τρόπο θα «αποκαλυφθούν» οι δυνάμεις αυτές στα μάτια των εργαζόμενων και ότι ταυτόχρονα έτσι θα απαντούσε στα από μέρους τους καλέσματα για «ενότητα», ανοίγοντας περισσότερες προϋποθέσεις για τη δουλειά μέσα στην εργατική τάξη.

Βέβαια, ο ίδιος ο χαρακτήρας του «Ανοιχτού Γράμματος» είχε αντιφατικά χαρακτηριστικά, καθώς από τη μία το ΚΚ κατήγγειλε το κυβερνητικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το οποίο μάλιστα είχε ανοιχτά επιδοθεί σε αιματοκύλισμα των εργατικών αγώνων, ενώ παράλληλα το καλούσε σε κοινή δράση.

Η πρωτοβουλία αυτή μοιραία άνοιξε ξανά την εσωκομματική διαπάλη στο KPD, καθώς μια σειρά στελέχη, όπως και μία ομάδα που συχνά μοιράζοταν παρόμοιες απόψεις με το KAPD (π.χ. Α. Μασλόφ, Ρ. Φίσερ13), τάχθηκαν ενάντια στην ηγεσία Λεβί. Το KAPD κατήγγειλε το «Ανοιχτό Γράμμα» ως «δημαγωγική-ευκαιριακή» πρωτοβουλία που «διαμορφώνει αυταπάτες». Στην ΚΔ υπήρξαν επίσης διάφορες προσεγγίσεις για το θέμα, ενώ με παρέμβαση του Λένιν αποφασίστηκε τελικά να τεθεί προς συζήτηση στο επερχόμενο 3ο Συνέδριο της ΚΔ ώστε να αποφευχθούν βιαστικές εκτιμήσεις.

Ωστόσο, η διαπάλη γύρω από το «Ανοιχτό Γράμμα» περιπλέχτηκε γρήγορα και με συνολικότερα ζητήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Διαφωνώντας με τους χειρισμούς της ΚΔ γύρω από το ζήτημα της διάσπασης του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος και τη συγκρότηση του νέου κομμουνιστικού κόμματος14, ο Λεβί, ο οποίος ήδη δεχόταν κριτική και οι απόψεις του καταψηφίστηκαν στην ΚΕ, παραιτήθηκε λίγο αργότερα από την ηγεσία του κόμματος, μαζί με άλλα τέσσερα στελέχη (ανάμεσά σε αυτά και η Κλάρα Τσέτκιν). Η ΚΕ συμπληρώθηκε με νέα στελέχη και τη συμπροεδρία ανέλαβαν ο Χ. Μπράντλερ και ο Β. Στέκερ.

Λίγες βδομάδες μετά την παραίτηση του Λεβί και με τη νέα ηγεσία του Κόμματος να έχει μόλις αναλάβει, έρχεται το δεύτερο επεισόδιο που θα σημαδέψει αυτούς τους πρώτους μήνες του 1921: Οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες του Μάρτη, που έχουν μείνει γνωστοί ως «Δράση του Μάρτη» (März Aktion).

Πρέπει να σημειώσουμε ότι μετά την παραίτηση Λεβί, ο Ράντεκ επιτέθηκε στη μέχρι πρότινος ηγεσία του κόμματος, χαρακτηρίζοντάς την ως διστακτική και θεωρώντας ότι το Κόμμα έπρεπε από το 1920 ήδη να έχει περάσει σε «εντατική επιθετική στάση», λόγω της «ριζοσπαστικοποίησης των εργατών γύρω από το USPD», όπως θεωρούσε.

Οι προσδοκίες μάλιστα αυξάνονταν και από το γεγονός ότι μετά το ενωτικό συνέδριο της Χάλλε το KPD είχε συγκροτήσει «μια δύναμη σχεδόν 500.000 μελών», όπως με ικανοποίηση έλεγαν τα στελέχη του κόμματος αλλά και της ΚΔ. Σε αυτήν τη βάση, για παράδειγμα, ο Π. Φρέλιχ, μέλος της ΚΕ μετά την αποχώρηση Λεβί, καλούσε σε μια πιο «επιθετική πολιτική»: «Μέχρι τώρα περιμέναμε, τώρα αναλαμβάνουμε την πρωτοβουλία να εκβιάσουμε την ανάπτυξη της επανάστασης (…) καιρός να περάσουμε στην επίθεση.»15

Σε κάθε περίπτωση εξάλλου το KPD από το 1919 ήδη βρισκόταν διαρκώς σε συνθήκες μαχητικής δράσης, παρανομίας και ημιπαρανομίας, δρούσε οργανώνοντας εργατικά συμβούλια, συγκροτώντας ένοπλες εργατικές πολιτοφυλακές και με τη –δικαιολογημένη λόγω των ρευστών συνθηκών– προσμονή μιας γρήγορης επαναστατικής ανόδου. Άλλωστε, το 2ο Συνέδριο της ΚΔ είχε δώσει την κατεύθυνση ανάπτυξης ισχυρού παράνομου μηχανισμού σε κάθε ΚΚ. Σε αυτήν τη βάση το KPD είχε συγκροτήσει δύο ειδικούς παράνομους μηχανισμούς, το N-Apparat (Nachrichtenapparat) που ήταν επιφορτισμένο με τη συγκέντρωση πληροφοριών, και το M-Apparat (Militärapparat) για τις στρατιωτικές υποθέσεις, εκπαίδευση και εξοπλισμό, συχνά και με τεχνική βοήθεια από την ΚΔ.16 Με άλλα λόγια, τέτοιου είδους μορφές πάλης δεν ήταν καθόλου άγνωστες εκείνη την περίοδο για το KPD και τα μέλη του.

Σε γενικές γραμμές πάντως φαίνεται ότι σε στελέχη του KPD αλλά και της ΚΔ επικράτησαν σε εκείνη τη φάση και αντιλήψεις που δεν αποτύπωναν αντικειμενικά την πραγματικότητα, καλλιεργώντας παράλληλα ένα πνεύμα υπέρμετρης αισιοδοξίας και ανυπομονησίας. Για παράδειγμα, υπήρχε η εκτίμηση ότι πιθανότατα επίκειται τους επόμενους μήνες άμεση πολεμική αναζωπύρωση μεταξύ των χωρών την Αντάντ, γεγονός που θα διαμόρφωνε οξυμένες συνθήκες. Ο Μπράντλερ επισημαίνει ενδεικτικά σε εισήγησή του: «Σύντομα θα έχουμε έναν αγγλοαμερικανικό πόλεμο. Στις 20 Μάρτη οι κυρώσεις θα επιδεινωθούν, Επιπλέον, την ίδια μέρα θα διεξαχθεί το δημοψήφισμα στη Σιλεσία, που θα προκαλέσει συγκρούσεις ανάμεσα στην πολωνική και γερμανική μπουρζουαζία. Υπάρχει 90% πιθανότητα να καταλήξουμε σε ένοπλες συγκρούσεις.» Ο Φρέλιχ συμπλήρωνε στο ίδιο μήκος κύματος: «Πρέπει με τη δική μας δραστηριότητα να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να προκαλέσουμε μια ρήξη μεταξύ Αντάντ και Γερμανίας, αν είναι απαραίτητο ακόμη και με προβοκάτσια.»17

Η επισήμανση των ενδοαστικών ανταγωνισμών που συνέχιζαν να μαίνονται και μετά τον πόλεμο ασφαλώς δεν ήταν άστοχη, εξάλλου η ίδια η Γερμανία αποτέλεσε πεδίο τέτοιων συγκρούσεων με νέα κατάληψη εδαφών το 1923, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Εκτιμήσεις, όμως, για μια άμεση πολεμική σύγκρουση μεταξύ των χωρών της Αντάντ, όπως απέδειξε άλλωστε η πορεία των γεγονότων, δεν επιβεβαιώθηκαν.

Τέλος, την ίδια περίοδο φτάνει στη Γερμανία και ο Ούγγρος κομμουνιστής Μπέλα Κουν, μαζί με κλιμάκιο της ΚΔ.18

Οι πλευρές αυτές ρίχνουν περισσότερο φως στο έδαφος πάνω στο οποίο ξεδιπλώθηκαν οι αγώνες του Μάρτη του 1921, όπου το γερμανικό προλεταριάτο έδωσε έναν κρίσιμο ένοπλο αγώνα για τον οποίο όμως δεν είχε προετοιμαστεί με επάρκεια.

Η κυβέρνηση εξάλλου επιδίωκε διακαώς να προκαλέσει μια τέτοια σύγκρουση, για την οποία ήταν κατά πολύ καλύτερα προετοιμασμένη, και γι’ αυτό ανέλαβε την πρωτοβουλία. Υπό το σοσιαλδημοκράτη Χέρσινγκ στάλθηκαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις σε πολλές βιομηχανικές πόλεις της κεντρικής Γερμανίας με πρόσχημα τη σύλληψη των «ταραχοποιών». Στην πραγματικότητα ο στόχος της κυβέρνησης ήταν ο αφοπλισμός των εργατών, δίνοντας ένα ισχυρό χτύπημα σε μια περιοχή που αποτελούσε «οχυρό» των κομμουνιστών.19 Η κίνηση αυτή αποτέλεσε ασφαλώς ανοιχτή πρόκληση.

Στις 17 και 18 Μάρτη η εφημερίδα του κόμματος κάλεσε σε άμεσο εξοπλισμό το προλεταριάτο και σε μαζική δράση για τον αφοπλισμό των αντεπαναστατικών στρατευμάτων. «Δεν αρκεί να εκδηλώνουμε πια τον αγώνα μας μόνο με διαδηλώσεις», ανακοίνωνε η Rote Fahne, τονίζοντας ότι οι εργατικές διεκδικήσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο αν περάσουν «πάνω από τα πτώματα της μπουρζουαζίας». Κλιμακώνοντας το κάλεσμα για ένοπλη δράση έγραφε: «Τώρα ο νόμος δε σημαίνει τίποτα για μας, ούτε οι Βερσαλλίες. Τα όπλα θα αποφασίσουν και οι αντεπαναστάτες αρνούνται να παραδώσουν τα δικά τους. Κάθε εργάτης απλά πρέπει να παρακούσει το νόμο και να πάρει ένα όπλο με όποιο μέσο μπορεί.»20

Ξεκίνησαν απεργίες και συγκρούσεις με επίκεντρο τις περιοχές της Σαξονίας, τη Χάλλε, το Μερσεβούργο, το Μάνσφελντ και αλλού. Το KPD προσπάθησε να μετατρέψει το κίνημα σε πανεθνικό, αλλά, παρά τις προσδοκίες που είχε, συνάντησε μικρή αποδοχή από τους εργαζόμενους.

Ορισμένες δράσεις αλληλεγγύης προς τους εργάτες της κεντρικής Γερμανίας έγιναν στην περιοχή του Ρουρ, στη Θουριγγία, στο Αμβούργο και αλλού, αλλά χωρίς την απήχηση που περίμενε το ΚΚ.

Από τις 21-22 του Μάρτη οι ένοπλες συγκρούσεις εντάθηκαν. Στη Χάλλε έφτασε ο εκπρόσωπος της ΚΕ Χ. Έμπερλαϊν, προσπαθώντας να οργανώσει καλύτερα τον ένοπλο αγώνα. Στο Μάνσφελντ σημαντική ήταν επίσης η δράση του Μαξ Χολτς21, ο οποίος κατάφερε να οργανώσει πυρήνες εργατικών πολιτοφυλακών αφοπλίζοντας αστυνομικές δυνάμεις, οργάνωσε επιθέσεις σε τράπεζες και επιχειρήσεις, κλείσιμο εργοστασίων κ.ά.

Την Πέμπτη 24 Μάρτη έγινε προσπάθεια να οργανωθεί γενική απεργία σε ολόκληρη τη Γερμανία, αλλά ούτε αυτή η δράση είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Η κυβέρνηση πέρασε στην αντεπίθεση, ανασύνταξε το στρατό οξύνοντας πιο μεθοδικά τη βία. Στις 28 Μάρτη βομβαρδίστηκαν τα εργοστάσια στην περιοχή Λόινα της Σαξονίας που είχαν καταλάβει και οχυρωθεί ένοπλοι εργάτες. Ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις σάρωσαν το Μάνσφελντ. Το επαναστατικό κίνημα δέχθηκε μεγάλο πλήγμα. Δεκάδες εργάτες δολοφονήθηκαν, δεκάδες έπεσαν στις μάχες, εκατοντάδες φυλακίστηκαν. Δεκάδες χιλιάδες απολύθηκαν. Ο ίδιος ο Μπράντλερ, πρόεδρος του ΚΚ, καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση για «εσχάτη προδοσία».

Οι αγώνες του Μάρτη αποτέλεσαν σημαντικό ορόσημο στην πάλη του γερμανικού προλεταριάτου, αλλά και ανέδειξαν κρίσιμες αδυναμίες και αντιφατικά χαρακτηριστικά που είχε η προσπάθεια του KPD.

Το νεαρό γερμανικό ΚΚ έδωσε ηρωικά τη μάχη, αλλά δεν μπόρεσε να καθοδηγήσει αποτελεσματικά αυτόν τον αγώνα.

Η δράση του Μάρτη πυροδότησε επίσης μια ακόμη σοβαρή κρίση στο Κόμμα. Μαζί με το πλήγμα που υπέστη από τις διώξεις και τις φυλακίσεις αναζωπυρώθηκε και η εσωκομματική πάλη.

Ο Π. Λεβί χαρακτήρισε ως τυχοδιωκτική την πολιτική του KPD, λέγοντας ότι ρέπει προς τον «πραξικοπηματισμό». Δημοσίευσε μάλιστα ανοιχτά σε μπροσούρα κείμενο δριμείας κριτικής, γεγονός που δικαιολογημένα οδήγησε τον πρώην επικεφαλής εκτός κόμματος, ο οποίος άλλωστε στη συνέχεια επέλεξε δρόμο ενάντια στο κομμουνιστικό κόμμα.

Στην ουσία, η περίοδος αυτή, με τις εναλλαγές και τις μεταπτώσεις της, με τα αντιφατικά στοιχεία που περιλαμβάνουν τόσο το «Ανοιχτό Γράμμα», όσο και η «Δράση του Μάρτη», φωτίζει το εξαιρετικά σύνθετο έδαφος στο οποίο έπρεπε να δράσει το KPD.

Ένα έδαφος στο οποίο εξελίσσονται μεγάλοι αγώνες, στους οποίους οι κομμουνιστές μαχητικά πρωτοστατούν και συχνά δίνουν τη μάχη με το όπλο στο χέρι ενάντια στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και τη Ράιχσβερ, αλλά την ίδια ώρα και σε συνθήκες μεγάλης διαπάλης μέσα στο εργατικό κίνημα προσπαθούν να ξεδιπλώσουν πρωτοβουλίες ώστε να αποσπώνται εργαζόμενοι που συχνά δρουν στα συνδικάτα και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και συνεχίζουν να βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας.

 

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΔ

Για τον Λένιν και τους μπολσεβίκους, από την πρώτη στιγμή που κατόρθωσαν να πάρουν την εξουσία, ήταν ξεκάθαρο ότι η πορεία και οι προοπτικές της επανάστασης στη Ρωσία ήταν άμεσα συνδεδεμένες με την πορεία των επαναστατικών εξελίξεων στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Οι μπολσεβίκοι ήταν ασφαλώς αποφασισμένοι να παλέψουν για να κρατήσουν και να στερεώσουν την εργατική εξουσία, και τα κατάφεραν άλλωστε. Είχαν όμως βαθιά επίγνωση των πρόσθετων δυσκολιών που θα συναντούσαν στο βαθμό που μετά τη Ρωσία δε θα ακολουθούσαν και αλλού νικηφόρες επαναστάσεις και σε άλλες χώρες.

Πολύ χαρακτηριστικά, την περίοδο της υπογραφής της Συνθήκης του Μπρεστ, η οποία ήταν ιδιαίτερα σκληρή για τη Ρωσία, με πολλές υποχωρήσεις προς τη Γερμανία για να μπορέσει να τερματιστεί ο πόλεμος και να ορθοποδήσει η νεαρή σοβιετική εξουσία, ο Λένιν απευθύνεται στο VII (έκτακτο) Συνέδριο του μπολσεβίκικου κόμματος λέγοντας: «Ναι, η γερμανική επανάσταση αναπτύσσεται, όχι όμως έτσι όπως θα θέλαμε, όχι με την ταχύτητα, όχι με τους ρυθμούς που παρουσίασε η ιστορία μας τον Οκτώβρη –όταν πηγαίναμε σε μια οποιαδήποτε πόλη, ανακηρύσσαμε τη σοβιετική εξουσία και ύστερα από μερικές μέρες έρχονταν μαζί μας τα εννιά δέκατα των εργατών (…). Η γερμανική επανάσταση έχει την ατυχία να μην προχωράει τόσο γρήγορα.»

Και συμπληρώνει με έμφαση: «Χωρίς τη γερμανική επανάσταση είμαστε χαμένοι», δηλώνοντας παράλληλα ότι οι μπολσεβίκοι θα κάνουν 
ό,τι χρειαστεί για να κρατήσουν ζωντανή τη σοβιετική εξουσία «ίσως όχι στην Πετρούπολη, όχι στη Μόσχα, αλλά στο Βλαδιβοστόκ και σε ακόμη πιο μακρινά μέρη όπου θα χρειαστεί ίσως να μεταφερθούμε».22

Η επανάσταση βέβαια δε χάθηκε, οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να στερεώσουν τη σοβιετική εξουσία, να αναπτύξουν τη σοσιαλιστική της οικονομία, όμως αυτά τα κατόρθωσαν ξεπερνώντας τεράστιες αντιξοότητες. Γνώριζαν ότι η επιτυχία των επαναστάσεων που είχαν εκδηλωθεί σε άλλες χώρες της Ευρώπης θα είχε πιθανότατα διαμορφώσει ένα αρκετά διαφορετικό έδαφος από εκείνο που χρειάστηκε να υπερνικήσει η Ρωσία, με τη συντονισμένη ιμπεριαλιστική επέμβαση και τις συνθήκες διεθνούς απομόνωσης που της επιβλήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και τις παρεπόμενες επιπλέον δυσκολίες, σε πολύ δυσμενείς συνθήκες, για την ανάπτυξη των σοσιαλιστικών σχέσεων.23

Η ΚΔ από τη στιγμή της ίδρυσής της έδωσε βάρος στη βοήθεια των επαναστατικών δυνάμεων στις ευρωπαϊκές χώρες, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο. Αφιέρωσε ξεχωριστές προσπάθειες, καταμέρισε στελέχη για να στηρίξει τα κομμουνιστικά κόμματα στη Γερμανία, την Ιταλία, στις βαλκανικές χώρες και αλλού, όπου στα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο εξελίσσονταν μεγάλοι αγώνες.

Σε ό,τι αφορά για παράδειγμα τη Γερμανία, η ΕΕ της ΚΔ είχε τοποθετήσει τον Κ. Ράντεκ, στέλεχος του μπολσεβίκικου κόμματος και της ΚΔ, σε ρόλο ενός σχεδόν μόνιμου αντιπροσώπου της στη Γερμανία. Συνεργάζεται στενά με την ηγεσία του KPD, όχι πάντα ανέφελα, από τα χέρια του περνάνε σημαντικές υποθέσεις, ενώ και οι δικές του αντιφατικές εκτιμήσεις και κατευθύνσεις συχνά παίζουν ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων, ενώ η ΚΔ στηρίζει παράλληλα πολύπλευρα το γερμανικό κόμμα έμπρακτα, με αποστολή ειδικών και τεχνική βοήθεια.

Το πρώτο, ιδρυτικό, Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς πραγματοποιήθηκε το Μάρτη του 1919, σε μια περίοδο που ο πόλεμος και η επανάσταση στη Ρωσία είχαν σαρωτική επίδραση στο εργατικό κίνημα όλων των χωρών. Επαναστατικά γεγονότα συγκλόνισαν πολλές χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, κομμουνιστικά κόμματα και ομάδες συγκροτούνταν σε ολόκληρο τον πλανήτη. Υπήρχε μια διάχυτη, και σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη, προσδοκία άμεσης επιτάχυνσης των επαναστατικών εξελίξεων σε μια σειρά χώρες.

Το 2ο Συνέδριο της ΚΔ που έγινε τον επόμενο χρόνο, τον Ιούλη του 1920, πραγματοποιείται σε αυτήν την εποχή της επαναστατικής προσμονής. Στη Γερμανία, όπως είδαμε, η εργατική τάξη είχε δώσει τις μεγάλες μάχες ενάντια στο πραξικόπημα του Καπ, η ένοπλη προλεταριακή δράση είχε σαρώσει τις περιοχές του Ρουρ, του Κέμνιτς, του Έσεν, ενώ παράλληλα το μεγάλο βήμα της αποχώρησης της επαναστατικής πτέρυγας του USPD προς το KPD βρισκόταν στην τελική ευθεία. Και όχι μόνο αυτό. Εκείνο το καλοκαίρι, ο σοβιετικός Κόκκινος Στρατός διεξήγαγε τη μεγάλη του αντεπίθεση απέναντι στην πολωνική αντίδραση, φτάνοντας λίγο έξω από τη Βαρσοβία. Οι σχετικές ιστορικές μαρτυρίες καταγράφουν ένα μεγάλο ενθουσιασμό ανάμεσα στους συνέδρους μπροστά στην προοπτική προέλασης του Κόκκινου Στρατού σχεδόν στα γερμανικά σύνορα.

Ο Ζινόβιεφ, για παράδειγμα, αφηγείται ότι στο χώρο του συνεδρίου υπήρχε ένας μεγάλος χάρτης όπου καθημερινά σημειωνόταν η πρόοδος των σοβιετικών στρατευμάτων. «Κάθε πρωί οι αντιπρόσωποι στέκονταν με κομμένη την ανάσα μπροστά από το χάρτη, με παλλόμενη καρδιά παρακολουθούσαν την προέλαση των στρατευμάτων μας και συνειδητοποιούσαν ότι αν οι στρατιωτικοί μας στόχοι στέφονταν με επιτυχία, αυτό θα σημαίνει μια άμεση επιτάχυνση της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης.»24 Ο Ντόιμιχ, από την αντιπροσωπία του USPD, έλεγε: «Κάθε χιλιόμετρο που κερδίζει ο Κόκκινος Στρατός (…) είναι ένα βήμα πιο κοντά προς την επανάσταση στη Γερμανία.»25

Εκτιμώντας λοιπόν τη διεθνή κατάσταση και τις προοπτικές της επανάστασης στις υπόλοιπες χώρες, μέσα σε αυτό το κλίμα αισιοδοξίας το 2ο Συνέδριο διακηρύσσει: «Το παγκόσμιο προλεταριάτο βρίσκεται στην παραμονή ενός αποφασιστικού αγώνα. Η εποχή στην οποία ζούμε είναι εποχή άμεσης δράσης εναντίον της αστικής τάξης. Η οριστική ώρα πλησιάζει...»26

Για να βοηθήσει τις κομμουνιστικές δυνάμεις που συγκροτούνταν σε κάθε χώρα, το 2ο Συνέδριο έθεσε τις βάσεις πάνω στις οποίες πρέπει τα δουλέψουν τα ΚΚ. Γι’ αυτό και φώτισε κρίσιμα ζητήματα, όπως η στάση απέναντι στον κοινοβουλευτισμό και η πάλη για τη δικτατορία του προλεταριάτου, το ζήτημα των Σοβιέτ ως μορφών οργάνωσης της εργατικής εξουσίας, η συγκρότηση του Κόμματος και οι αρχές λειτουργίας του, οι προϋποθέσεις για να είναι ένα κόμμα επαναστατικό, όπως περιγράφονται στους 21 όρους για την εισδοχή στην ΚΔ. Επιπλέον, στα ντοκουμέντα του Συνεδρίου συγκαταλέγεται και το έργο του Λένιν Αριστερισμός, η παιδική αρρώστια του Κομμουνισμού, που όπως ήδη αναφέραμε απαντάει σε λαθεμένες, ανώριμες αντιλήψεις που υπήρχαν σε δυνάμεις μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα.

Και στο έργο αυτό πάντως, ενώ ο Λένιν γενικεύει συμπεράσματα από την πολύχρονη δράση του μπολσεβίκικου κόμματος και υπογραμμίζει τη διεθνή σημασία τους, καθώς το ρωσικό προλεταριάτο βρίσκεται εκείνη τη στιγμή στην πρωτοπορία, δεν παραλείπει να επισημάνει πως, «ύστερα από τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης έστω και σε μία από τις προηγμένες χώρες, θα επέλθει κατά πάσα πιθανότητα μια απότομη στροφή και συγκριμένα: η Ρωσία, λίγο καιρό ύστερα απ’ αυτήν τη νίκη, θα ’ναι όχι πια υποδειγματική, αλλά πάλι καθυστερημένη (από “σοβιετική” και από σοσιαλιστική άποψη) χώρα».27

Μπορεί λοιπόν το 1920 να έμοιαζε εκείνη τη στιγμή ως ένα έτος γεμάτο επαναστατικές προσδοκίες, τα γεγονότα όμως δεν εξελίχθηκαν τελικά με την ταχύτητα που ήλπιζε το κομμουνιστικό κίνημα.

Οι επαναστατικές εξεγέρσεις που είχαν προηγηθεί στη Φινλανδία, στην Ουγγαρία, στην Αυστρία, στη Γερμανία, η όξυνση της ταξικής πάλης στην Ιταλία, δεν οδήγησαν σε ανατροπή της αστικής εξουσίας. Ασφαλώς, η κατάσταση συνέχιζε να παραμένει ρευστή για κάποιο διάστημα, όμως ήδη διαφαίνεται ότι ο βηματισμός της εξάπλωσης της επανάστασης στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες δε θα είναι τόσο γρήγορος.

Η αστική τάξη δείχνει να διαθέτει εφεδρείες τόσο στην καταστολή όσο και στην ενσωμάτωση απέναντι στο εργατικό κίνημα. Άλλωστε, μετά τη χρεοκοπία που βίωσε η Β΄ Διεθνής την περίοδο του πολέμου, οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις αρχίζουν τώρα να ανασυντάσσονται. Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αναλαμβάνουν κυβερνητικά καθήκοντα σε μια σειρά χώρες, καθώς αξιοποιούνται για την ενσωμάτωση του εργατικού-λαϊκού κινήματος και της δυσαρέσκειας που γέννησε ο πόλεμος. Η Β΄ Διεθνής προσπαθεί να ανασυνταχθεί, ενώ επίσης συγκροτείται και η «Διεθνής της Βιέννης», η λεγόμενη και «Δυόμιση Διεθνής», όπου συσπειρώνονται σε εκείνη τη φάση κόμματα της θεωρούμενης τότε «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας».

Όταν λοιπόν συνέρχεται το 3ο Συνέδριο της ΚΔ, το καλοκαίρι του 1921, διατυπώνει μια σημαντικά διαφοροποιημένη εκτίμηση για τη διεθνή κατάσταση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά: «Ο πόλεμος δεν οδήγησε στην άμεση προλεταριακή επανάσταση (...). Είναι εντελώς αναμφισβήτητο ότι η επαναστατική πάλη του προλεταριάτου για την κατάληψη της εξουσίας παρουσιάζει σήμερα μια κάποια κάμψη και κάποια επιβράδυνση.»

Το 3ο Συνέδριο διήρκησε από τις 22 Ιούνη ως τις 12 Ιούλη. Διεξήγαγε μια αναλυτική συζήτηση για τα θέματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και της στρατηγικής του, ενώ στάθηκε διεξοδικά στην πείρα των αγώνων της Γερμανίας, της Τσεχοσλοβακίας, αλλά και στην κατάσταση στο ιταλικό κόμμα, τις εξελίξεις στη Γαλλία και πολλά άλλα ζητήματα.28

Το Συνέδριο έκανε προσπάθεια να προσεγγίσει το ζήτημα των δυσκολιών της ανάπτυξης της επανάστασης σε μια σειρά χώρες κυρίως της Ευρώπης, ενώ παράλληλα προσπάθησε να διαμορφώσει καθήκοντα για τα κομμουνιστικά κόμματα στις διάφορες χώρες, λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά νεαρά ΚΚ έχουν να αντιμετωπίσουν τη σχετικά πιο παγιωμένη επίδραση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τη διευρυμένη επιρροή τους στην εργατική τάξη, τις οργανώσεις της, το συνδικαλιστικό κίνημα, τις κοινοβουλευτικές συνήθειες που έχουν ριζώσει σε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης.

Στην εισηγητική του ομιλία προς το Συνέδριο ο Λένιν, προσπαθώντας να εστιάσει την προσοχή των αντιπροσώπων σε αυτά τα προβλήματα, επισημαίνει: «Ακόμη πριν την επανάσταση [στη Ρωσία], καθώς και ύστερα απ’ αυτή, νομίζαμε: Είτε τώρα αμέσως είτε τουλάχιστον πολύ σύντομα, θα αρχίσει η επανάσταση στις υπόλοιπες χώρες που είναι από καπιταλιστική άποψη πιο ανεπτυγμένες, είτε, σε αντίθετη περίπτωση, θα χαθούμε.

Παρόλο που το καταλαβαίναμε, κάναμε το παν για να διατηρήσουμε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και με οποιεσδήποτε θυσίες το σοβιετικό σύστημα, γιατί ξέραμε πως δουλεύαμε όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά και για τη διεθνή επανάσταση. (…) Στην πραγματικότητα όμως η πορεία του κινήματος δεν ήταν τόσο ευθύγραμμη όπως την περιμέναμε.»

Τονίζει τις πρόσθετες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κομμουνιστικές δυνάμεις στις καπιταλιστικές χώρες και την ανάγκη να ρίξουν βάρος στη δουλειά προετοιμασίας, φωτίζοντας παράλληλα ως κρίσιμο ζήτημα τη διαπάλη με τη σοσιαλδημοκρατία. Επισημαίνει: «Τώρα είναι απαραίτητη μια σοβαρή προετοιμασία της επανάστασης και μια βαθιά μελέτη της συγκεκριμένης ανάπτυξής της στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. (…) Όσο πιο οργανωμένο είναι το προλεταριάτο σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστικά χώρα, τόσο μεγαλύτερη σοβαρότητα απαιτεί από μας η Ιστορία στο έργο της προετοιμασίας της επανάστασης. Το κύριο στήριγμα του καπιταλισμού στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες είναι ακριβώς το κομμάτι της εργατικής τάξης που είναι οργανωμένο στη 2η και 2μιση Διεθνή.»29

Για τον Λένιν αυτό δεν είναι ένα ολότελα καινούργιο ζήτημα, ούτε μια παρατήρηση που κάνει πρώτη φορά. Καθώς δεν υποτιμά καθόλου τις διαφορετικές συνθήκες στις οποίες αντικειμενικά αναπτύσσεται η ταξική πάλη στις διάφορες χώρες, είχε και στο παρελθόν επισημάνει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση «στις προηγμένες χώρες δεν μπορεί να ξεκινήσει τόσο εύκολα όπως άρχισε η επανάσταση στη Ρωσία –στη χώρα του Νικολάου και του Ρασπούτιν (…) σε μια τέτοια χώρα ήταν εύκολο να αρχίσεις την επανάσταση, σαν να σηκώνεις ένα πούπουλο. Να αρχίσει όμως κανείς χωρίς προετοιμασία την επανάσταση σε μια χώρα που έχει αναπτυχθεί ο καπιταλισμός κι έχει δώσει το δημοκρατικό πολιτισμό και τη δημοκρατική οργάνωση στον τελευταίο άνθρωπο, θα ήταν λαθεμένο και ανόητο».30

Στο πλαίσιο της εξαγωγής πείρας και συμπερασμάτων από τη Γερμανία, χωρίς βέβαια να εγκρίνει χειρισμούς που σε πολλά σημεία έχει εξάλλου ασκήσει κριτική, και έχοντας πιθανότατα κατά νου την επίδραση των κρίσεων της ΚΔ πάνω στο ίδιο το γερμανικό κόμμα και το κίνημα, ο Λένιν προσπαθεί να εμβαθύνει στην πείρα τόσο του «Ανοιχτού Γράμματος» όσο και της «Δράσης του Μάρτη», στη βάση ότι αποτελούν στοιχεία και βήματα στην αναζήτηση της δύσκολης πορείας ανάπτυξης δεσμών του ΚΚ στην εργατική τάξη και την απόσπαση μαζών που επηρεάζονται από τη σοσιαλδημοκρατία.

Εξάλλου, η αναζήτηση και οι συζητήσεις γύρω από τη στρατηγική της ΚΔ και του ΔΚΚ τροφοδοτήθηκαν σε εκείνη τη φάση άμεσα και σε καθοριστικό βαθμό από την πείρα της Γερμανίας.31

Γι’ αυτά τα ζητήματα άλλωστε υπήρξε εκτενής διαπάλη στο συνέδριο, έγιναν πολλές παρεμβάσεις, τόσο από την αντιπροσωπία του KPD η οποία άλλωστε ήταν διχασμένη, όσο και από τους αντιπροσώπους του KAPD, αλλά και συνολικότερα από τα στελέχη της Διεθνούς.

Ο Λένιν επισημαίνει ότι οι αγώνες που έδωσε η εργατική τάξη το Μάρτη συνιστούν αντικειμενικά ένα βήμα, καθώς αποτελούν έκφραση της ανόδου του κύρους του Κόμματος, των δεσμών του με ευρύτερες μάζες, αλλά αποτελούν και αντανάκλαση διεργασιών μέσα στη γερμανική εργατική τάξη. Θεωρεί όμως παράλληλα ότι έγιναν σημαντικά λάθη, υπήρχε ελλιπής προετοιμασία και ασφαλώς δεν υιοθετεί τις απόψεις περί «εκβιασμού» της επανάστασης. «Η εκδήλωση του Μάρτη ήταν ένα βήμα προς τα εμπρός, παρά τα λάθη των καθοδηγητών της»,32 λέει ο Λένιν. Και προσθέτει: «Οι εργατικές μάζες θα μας καταλάβουν αν θα τους πούμε από ποια έννοια μπορεί να θεωρήσουμε επιτυχία την εκδήλωση του Μάρτη και γιατί κάνουμε κριτική των λαθών της και λέμε ότι πρέπει να στο εξής να προετοιμαζόμαστε καλύτερα.»33

Επίσης, απέναντι στις αιτιάσεις των αντιπροσώπων του KAPD, επισημαίνει τη λογική στην οποία στηρίχτηκε το «Ανοιχτό Γράμμα» «σαν πρώτη πράξη της πρακτικής μεθόδου για την προσέλκυση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης», τονίζοντας πως χρειάζεται επίμονη δουλειά των ΚΚ για την κατάκτηση της εργατικής τάξης στις ευρωπαϊκές χώρες και πως όποιος δεν κατανοεί το καθήκον αυτό και τη συνθετότητά του «είναι χαμένος για το κομμουνιστικό κίνημα».

Επιπλέον, στο περιθώριο του Συνεδρίου ο Λένιν αφιέρωσε πολύ χρόνο σε κατ’ ιδίαν και ομαδικές συζητήσεις με στελέχη του γερμανικού κόμματος, είχε μακροσκελείς συζητήσεις με την Κ. Τσέτκιν, αλλεπάλληλες συσκέψεις με τη γερμανική αντιπροσωπία αλλά και με αντιπροσώπους από διάφορες τάσεις μέσα στο ΚΚΓ, για να μπορέσει να αποκτήσει ακριβέστερη εικόνα της κατάστασης και να συμβάλει. Τον απασχολούσε ιδιαίτερα το ζήτημα της συγκρότησης του Κόμματος της Γερμανίας και της στρατηγικής του, η εξαγωγή των σωστών συμπερασμάτων ακόμη και από τα λάθη του.

Γι’ αυτό και μετά την ολοκλήρωση του Συνεδρίου και αφού έχουν ολοκληρωθεί οι εκτιμήσεις αλλά και οι διαβουλεύσεις με την (πολιτικά κατακερματισμένη) γερμανική αντιπροσωπία, ο Λένιν συντάσσει το «Γράμμα προς τους Γερμανούς Κομμουνιστές». Με αυτή του την παρέμβαση προσπαθεί να ξεκαθαρίσει τις αποφάσεις του Συνεδρίου, αλλά και να φωτίσει πιο συγκεκριμένα ζητήματα διαπάλης με το KAPD, αλλά και την ομάδα Λεβί. Για το μεν KAPD υποστηρίζει ότι, καθώς αρνείται να βγάλει συμπεράσματα και ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία, «ας αφήσουμε αυτό το ρευματάκι να ξεκληριστεί από φυσικό θάνατο». Επίσης, υποστηρίζει τη διαγραφή του Π. Λεβί και εξηγεί τη διαπάλη που πρέπει να γίνει με την ομάδα του, επισημαίνει όμως ταυτόχρονα ότι υπήρχαν και κάποιοι που «απλώς φώναζαν για “μενσεβικισμό” [του Λεβί], μη θέλοντας να δουν τα λάθη της εκδήλωσης του Μάρτη και την ανάγκη να εξηγηθούν και να διορθωθούν τα λάθη αυτά».34

Τέλος, ο Λένιν συγκάλεσε χωριστή σύσκεψη με τις αντιπροσωπίες των μελών της γερμανικής, της ιταλικής, της πολωνικής, της ουγγρικής και της τσεχοσλοβάκικης αντιπροσωπίας. Θεωρεί ασφαλώς κρίσιμη τη βαθιά κατανόηση από τα κόμματα αυτά των κατευθύνσεων του Συνεδρίου, τη βελτίωση της δουλειάς τους για τη συγκέντρωση δυνάμεων και προσπαθεί να αναδείξει ότι η ουσία του 3ου Συνεδρίου είναι η «σοβαρή προετοιμασία» των κομμάτων, όπως χαρακτηριστικά τους τονίζει.35

Σε αυτό το έδαφος, το 3ο Συνέδριο κατέληξε στο σύνθημα «Προς τις μάζες» και επεξεργάστηκε τη γραμμή του «Ενιαίου Εργατικού Μετώπου» με σκοπό να βοηθήσει, σε μη επαναστατικές συνθήκες, την πολιτική δουλειά των κομμουνιστών σε ανώριμες πολιτικά μάζες, να διαμορφώσει προϋποθέσεις για τη δράση μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και να συμβάλλει στη δουλειά για την απαγκίστρωση μαζών από τη σοσιαλδημοκρατία.

Είναι ασφαλώς κατανοητό ότι δεν είναι ούτε κατ’ ελάχιστο δυνατό να παρουσιάσουμε διεξοδικά την κρίσιμη και εξαιρετικά σύνθετη συζήτηση των συνεδρίων της ΚΔ στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Εξάλλου, στην πλουσιότατη συζήτηση του 3ου Συνεδρίου ανοίγονται θέματα, με αποκλίνουσες μάλιστα προσεγγίσεις, που θα απασχολήσουν και στο μέλλον το κομμουνιστικό κίνημα, όπως το ποια καθήκοντα προβάλλουν για τα ΚΚ σε συνθήκες «κρίσης» ή σε συνθήκες «σταθεροποίησης» του καπιταλισμού, παρατηρήσεις σχετικά με τους όρους εγκλωβισμού που έχουν διαμορφωθεί στις καπιταλιστικές χώρες και ότι το πρόβλημα δε συνίσταται μόνο «στην ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας», αλλά σε βαθύτερους παράγοντες ενσωμάτωσης, όπως και επισημάνσεις σχετικά με τις αντιφατικές επιπτώσεις που έχουν για την ΚΔ και τα ξεχωριστά ΚΚ σε ορισμένες χώρες οι αναγκαστικοί ελιγμοί της εξωτερικής πολιτικής της σοβιετικής Ρωσίας, πλευρά που ήδη έχει επισημανθεί από τη Συνθήκη του Μπρεστ το 1918, την προσπάθεια σύναψης εμπορικών και διπλωματικών σχέσεων με τη Μ. Βρετανία, τη Γερμανία και άλλες καπιταλιστικές χώρες στη συνέχεια.36

Μετά από το 3ο Συνέδριο η πολιτική του «Ενιαίου Εργατικού Μετώπου» και οι σχέσεις με τη σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσαν πεδίο ιδεολογικής διαπάλης στα όργανα της ΚΔ και στα ΚΚ. Από ορισμένα ΚΚ το «Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο» ερμηνευόταν σωστά ως πάλη για την ανάπτυξη της κομμουνιστικής επιρροής στις εργατικές μάζες και απόσπασής τους από τη σοσιαλδημοκρατία. Σε άλλες περιπτώσεις προσδιοριζόταν ως μέσο πίεσης «από τα κάτω» για την αλλαγή της γραμμής της ηγεσίας των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας και την επίτευξη πολιτικής συνεργασίας «από τα πάνω». Αυτή η ερμηνεία δε δικαιώθηκε. Η αντίληψη αυτή άφηνε ανοιχτά τα περιθώρια συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία και δεν απέκλειε τη συμμετοχή ή στήριξη των κομμουνιστών σε αστικές κυβερνήσεις, όπως αποτυπώθηκε στην Απόφαση του 4ου Συνεδρίου της ΚΔ (1922).

Το 4ο Συνέδριο δέχτηκε την πιθανότητα συμμετοχής των κομμουνιστών σε μια εργατοαγροτική ή εργατική κυβέρνηση, που δε θα ήταν ακόμα δικτατορία του προλεταριάτου, παρά το γεγονός ότι δεν τις θεωρούσε ιστορικά αναπόφευκτη αφετηρία για τη δικτατορία του προλεταριάτου.37

Στο 4ο Συνέδριο υπήρξε έντονη ιδεολογικοπολιτική διαπάλη γύρω από αυτά τα ζητήματα. Μια σειρά σύνεδροι υποστήριξαν ότι η «εργατική κυβέρνηση» είναι όρος ισοδύναμος με τη δικτατορία του προλεταριάτου, άποψη που είχε υποστηρίξει και ο Ζινόβιεφ από το 1922. Στο Συνέδριο τελικά προσδιορίστηκαν 5 τύποι «πιθανών εργατικών κυβερνήσεων». Σύμφωνα με τις επεξεργασίες του Συνεδρίου η εργατική κυβέρνηση μπορούσε να προκύψει και με βάση το κοινοβούλιο, σε στενή σχέση με τον επαναστατικό αγώνα κατά της αστικής τάξης. Παρά το γεγονός ότι η ΚΔ δε θεωρούσε τις κυβερνήσεις αυτές ως αναγκαστικό βήμα για τη δικτατορία του προλεταριάτου, οι αναλύσεις αυτές άνοιξαν το δρόμο για συμμετοχή των ΚΚ σε κυβερνήσεις σε συνεργασία με σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, με τη λογική ότι έτσι θα «άνοιγε ο δρόμος» στην πάλη για την εξουσία.38

Ενδεικτικά, και για να φωτίσουμε πάλι τα ζητήματα της ταξικής πάλης στη Γερμανία, στην ομιλία του προς το 4ο Συνέδριο ο Ράντεκ, απορρίπτοντας το επιχείρημα ότι το σύνθημα της «εργατικής κυβέρνησης» δεν είναι τίποτα περισσότερο από το κάλεσμα για δικτατορία του προλεταριάτου, θεωρεί απαραίτητο να διευκρινίσει ότι: «Η εργατική κυβέρνηση δεν είναι η δικτατορία του προλεταριάτου –αυτό είναι καθαρό. Είναι ένα από τα πιθανά σημεία μετάβασης στη δικτατορία του προλεταριάτου.»

Επίσης, συμπληρώνει με σκωπτικό ύφος, καθιστώντας όμως ακόμη πιο σαφή τη γνώμη του αλλά και το πλαίσιο που θα κινηθούν οι κατευθύνσεις της δουλειάς της ΚΔ και του γερμανικού κόμματος τον επόμενο, κρίσιμο, χρόνο του 1923: «Η εργατική κυβέρνηση είναι το σημείο εκκίνησης για τη δικτατορία του προλεταριάτου (...) δεν είναι βέβαια ιστορική αναγκαιότητα, αλλά πιθανότητα. Θα ήταν ολότελα λάθος να υποστηρίξουμε ότι η εξέλιξη της ανθρωπότητας από τον πίθηκο στο λαϊκό κομισάριο περνάει αναγκαστικά μέσα από τη φάση του υπουργού σε μια εργατική κυβέρνηση. Είναι όμως μια πιθανότητα.»39

 

Η ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΤΟ 1923. 10 ΜΗΝΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΟΥΝ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ;

Η περίοδος από το Γενάρη μέχρι τον Οκτώβρη του 1923 ήταν μια περίοδος οξυμένων ταξικών αγώνων και γενικευμένης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας.

Η εισβολή και κατοχή της περιοχής του Ρουρ από τα γαλλικά στρατεύματα στις αρχές του 1923 που θα περιγράψουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, ως αντίποινα για τη μη εκπλήρωση των απαιτήσεων της Γαλλίας έναντι της Γερμανίας με βάση τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, διαμόρφωσε μια εκρηκτική κατάσταση. Επιδείνωσε την ήδη επιβαρυμένη γερμανική οικονομία, εκτόξευσε σε αστρονομικά ύψη τον πληθωρισμό και διαμόρφωσε ασφυκτικές συνθήκες διαβίωσης για την εργατική τάξη αλλά και ευρύτατα μεσαία και μικροαστικά στρώματα που είχαν κάποιες οικονομικές αντοχές, αλλά είδαν ξαφνικά τα εισοδήματα και τις αποταμιεύσεις τους να μετατρέπονται σε άχρηστα χαρτιά.

Το ΚΚ έδωσε σοβαρές μάχες, για μια ακόμη φορά σε εξαιρετικά σύνθετες συνθήκες, που συνέχιζαν να συνδυάζουν έντονη μαχητική δράση των εργαζόμενων με δυσκολίες της αστικής διαχείρισης, αλλά και αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Από τις αρχές του καλοκαιριού του 1923, το ΚΚ και η ΚΔ άρχισαν να διερευνούν πιο συγκεκριμένα τις δυνατότητες περάσματος σε ανεβασμένες μορφές πάλης και να ετοιμάζονται πιο εντατικά για ένοπλες μορφές αγώνα και διεκδίκησης της εξουσίας. Η κατεύθυνση αυτή, που σχεδιαζόταν σε μεγάλο βαθμό με το βλέμμα στο φθινόπωρο του 1923, δεν ευοδώθηκε τελικά, με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατός ένας «γερμανικός Οκτώβρης», όπως είχαν ελπίσει τα στελέχη του ΚΚ και της ΚΔ για κάποιο διάστημα.

Η περιγραφή των γεγονότων εκείνης της περιόδου συμβάλλει όχι μόνο στην άντληση ιστορικής πείρας, αλλά αγγίζει και σημαντικά ζητήματα της στρατηγικής, καθώς εμπλέκεται με το ζήτημα της συγκρότησης των κρατιδιακών κυβερνήσεων στη Σαξονία και τη Θουριγγία, που ενταγμένη στη λογική του κομμουνιστικού κινήματος θεωρήθηκε –εσφαλμένα όπως αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων– ως εφαλτήριο για την επαναστατική εξέγερση.

 

Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΟ ΡΟΥΡ

Και στα 1921 και 1922 η οικονομική κατάσταση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και οι κοινωνικές αντιθέσεις μεγάλωναν. Υπολογίζεται ότι το βιοτικό επίπεδο του λαού είχε πέσει περίπου κατά 4-5 φορές κάτω από το προπολεμικό. Ήδη τον Απρίλη του 1922 το ένα χρυσό μάρκο αντιστοιχούσε με 1.500 χάρτινα μάρκα, ενώ στις αρχές του 1923 η αντιστοιχία έφτανε τα 11.000 μάρκα. Και αυτό δεν ήταν ακόμη τίποτα μπροστά σε αυτό που θα ακολουθούσε.

Από την άλλη, οι Γερμανοί μεγιστάνες του πλούτου συνέχιζαν να συσσωρεύουν μυθικά κέρδη. Την περίοδο 1919-1923 μετέφεραν στο εξωτερικό κεφάλαια αξίας 12 δισ. χρυσών μάρκων. Ενδεικτικά, το επιβλητικό τραστ που είχε ιδρύσει ο κεφαλαιοκράτης Χ. Στίνες περιλάμβανε πάνω από 1.200 βιομηχανικές, τραπεζικές και εμπορικές επιχειρήσεις, εργοστάσια, ναυπηγεία και ναυτιλιακές εταιρίες, ξενοδοχεία και εφημερίδες. Τα οικονομικά συμφέροντα του Στίνες απλώνονταν από τη Σουηδία, τη Δανία, την Ιταλία και την Ισπανία μέχρι τη Βραζιλία και την Ινδονησία. Στην «αυτοκρατορία» δούλευαν πάνω από 600 χιλιάδες εργαζόμενοι.40

Παράλληλα, είναι περίοδος που αρχίζουν να δυναμώνουν οι φασιστικές ομάδες. Ο Α. Χίτλερ είχε αναλάβει την ηγεσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος από τον Ιούλη του 1921, ενώ λίγο αργότερα θα πρωταγωνιστήσει στο αποτυχημένο «πραξικόπημα της Μπιραρίας» στο Μόναχο, το Νοέμβρη του 1923. Στο πλαίσιο του ενδοαστικού ανταγωνισμού και των αντιθέσεων σχετικά με τον προσανατολισμό της γερμανικής αστικής τάξης, τέτοιες δυνάμεις στράφηκαν συχνά και ενάντια σε αστούς πολιτικούς. Τον Αύγουστο του 1921 δολοφονήθηκε ο M. Ερτσμπέργκερ, που είχε υπογράψει από την πλευρά της Γερμανίας την ανακωχή της Κομπιένης, και τον Ιούνιο του 1922 ο B. Ράτεναου, που είχε υπογράψει τη Συνθήκη του Ράπαλο.

Η δολοφονία Ρατενάου ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Μεγάλες διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν απέναντι στις φασιστικές επιθέσεις. Η Κ. Τσέτκιν, στο πλαίσιο της συζήτησης που άρχισε να ανοίγει για το χαρακτήρα του φασισμού, έλεγε: «Είναι η τιμωρία που έπληξε το προλεταριάτο, επειδή δε συνέχισε την επανάσταση που ξεκίνησε στη Ρωσία.»41

Το Νοέμβρη του 1922 η κυβέρνηση Βιρτ έδωσε τη θέση στην κυβέρνηση του Β. Κούνο, εκλεκτού του συγκροτήματος Στίνες. Πλέον δεν υπήρχαν σοσιαλδημοκράτες υπουργοί. Ο σοσιαλδημοκράτης Φ. Έμπερτ παρέμενε ασφαλώς πρόεδρος.

Από τη μεριά του, το KPD, στο πλαίσιο των κατευθύνσεων της ΚΔ και του 4ου Συνεδρίου, προσπαθούσε να δουλέψει με τις κατευθύνσεις του «ενιαίου μετώπου», σε μια πρακτική που περιλάμβανε αντιπαράθεση αλλά και συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες, προβάλλοντας ως αιχμή του δόρατος το κάλεσμα για την από κοινού συγκρότηση μιας «εργατικής κυβέρνησης».

Για παράδειγμα, στις απεργίες που ξέσπασαν το 1922 σε διάφορους κλάδους (σιδηροδρομικοί, μεταλλουργοί κ.ά.), μετά την απόρριψη των αιτημάτων από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, απευθύνθηκε στις ηγεσίες των δύο σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων με το ερώτημα αν ήταν πρόθυμες να σχηματίσουν μια «εργατική κυβέρνηση» που θα απαντήσει στα συμφέροντα των εργαζομένων.

Το ζήτημα της συνεργασίας ή όχι με σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, ο διαχωρισμός τους σε «δεξιές» και «αριστερές», οι μορφές συνεργασίας και το αν αυτή θα είναι «από τα κάτω» ή και «από τα πάνω», όπως και ο χαρακτήρας αυτών των «εργατικών κυβερνήσεων», είναι από τα θέματα που συνέχιζαν να προκαλούν συγχύσεις, αντιφάσεις και διαπάλη στους κόλπους του κομμουνιστικού κινήματος.

Στο Συνέδριο του KPD στη Λειψία (28 Γενάρη - 1 Φλεβάρη 1923), υπήρχε σχετική διαπάλη. Η προσέγγιση της ηγεσίας Μπράντλερ-Ταλχάιμερ γύρω από αυτά τα ζητήματα έτεινε περισσότερο προς μια κυβέρνηση που θα μπορούσε πριν την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου να εφαρμόσει φιλεργατικά μέτρα, ενώ αντιθέσεις εξέφρασαν στελέχη όπως η Τσέτκιν, ο Τέλμαν, ο Πικ.42

Ενδεικτικά, στη συζήτηση για το σχέδιο προγράμματος που είχε προηγηθεί, ο Μπράντλερ υποστήριζε ότι «όταν ακόμη η εργατική τάξη δεν είναι έτοιμη στην πλειοψηφία της να εγκαταλείψει το πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης αποτελεί το κατάλληλο μέσο για την επίτευξη ενός νέου σταδίου διαχωρισμού των πλατιών προλεταριακών μαζών από την αστική τάξη».43

 

* * *

Στις αρχές του 1923 πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι μια νέα διεθνής διάσκεψη για τη διευθέτηση του ακανθώδους θέματος των πολεμικών επανορθώσεων. Με βάση τη συνδιάσκεψη του Λονδίνου το 1921 οι νικητές είχαν ορίσει αποζημιώσεις στο ποσό των 132 δισ. χρυσών μάρκων. Η γαλλική πλευρά επέμενε σε αυτό, θεωρώντας ότι η εξασθένιση της Γερμανίας ήταν εγγύηση για την ασφάλεια της Γαλλίας. Η Αγγλία πρότεινε να μειωθεί το συνολικό ποσό στα 50 δισ. και να δοθεί χρόνος για την αποπληρωμή.

Η Γαλλία, που δε συμφωνούσε με μια τέτοια συμβιβαστική πρόταση, και σε συνεννόηση με το Βέλγιο, αποφάσισε να καταλάβει στρατιωτικά την περιοχή του Ρουρ. Η κατοχή αυτής της οικονομικά κρίσιμης περιοχής θεωρήθηκε ότι θα εξασφάλιζε την πληρωμή των αποζημιώσεων ή και την πιθανή απόσπαση γερμανικών εδαφών.

Στις 11 Γενάρη του 1923, εκατό χιλιάδες άνδρες των γαλλο-βελγικών στρατευμάτων εισέβαλαν στο Ρουρ, καταλαμβάνοντας μια περιοχή εδαφών που ζούσαν το 10% του γερμανικού πληθυσμού και παραγόταν το 85% του γερμανικού άνθρακα, όπως και άλλες σημαντικές ποσότητες μεταλλευμάτων.

Η γερμανική αστική τάξη, που δεν μπορούσε ασφαλώς να απαντήσει στρατιωτικά, απάντησε με την πολιτική της λεγόμενης «παθητικής αντίστασης». Οι βιομήχανοι σε σύμπλευση με την κυβέρνηση Κούνο σταμάτησαν την παραγωγή στα εργοστάσια, ενώ στους πολίτες απαγορεύτηκε να πληρώνουν φόρους και να εκτελούν τις διαταγές των αρχών κατοχής. Βέβαια, η πολιτική της «παθητικής αντίστασης» πληρώθηκε και πάλι από το λαό. Οι βιομήχανοι έπαιρναν αποζημιώσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων χρυσών μάρκων από την κυβέρνηση, αλλά αποζημίωναν τους εργαζόμενους με χάρτινο χρήμα που έχανε –κυριολεκτικά– καθημερινά την αξία του. Η εισβολή στο Ρουρ όξυνε το οικονομικό χάος και γέννησε έναν πρωτόγνωρο δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Το καλοκαίρι του 1923 η ισοτιμία του χρυσού μάρκου προς το χάρτινο ήταν 1/362 χιλιάδες και το Νοέμβρη είχε φτάσει στο 1/100 δισ. Ένα φύλλο της Rote Fahne κόστιζε τότε 100.000 μάρκα.

 

2024-4-Borb-4

 

Ο άγριος πληθωρισμός έριξε σε πρωτοφανή επίπεδα φτώχειας την εργατική τάξη, αλλά εξαθλίωσε και μεσαία στρώματα των οποίων τα εισοδήματα εξανεμίστηκαν εν μία νυκτί. Πλήθος κόσμου καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ η αβεβαιότητα είχε πλημμυρίσει το λαό. Οι εργάτες πληρώνονταν καθημερινά ή και δύο φορές τη μέρα, με βάση τα νέα επίπεδα πληθωρισμού, συνήθως σε βαλίτσες και σακιά για να κουβαλήσουν τα εκατομμύρια χάρτινα μάρκα που έπαιρναν, και οι νοικοκυρές έτρεχαν να προμηθευτούν τα λιγοστά τρόφιμα πριν την καθημερινή ανατίμηση. «Καλές» οικογένειες δημόσιων υπαλλήλων, συνταξιούχων στρατιωτικών που ζούσαν από καταθέσεις, συντάξεις και εισοδήματα πουλούσαν τώρα την περιουσία τους στους μαυραγορίτες για να εξασφαλίσουν δολάρια ή άλλο συνάλλαγμα που είχε κάποια αξία. Έχουν μείνει στην Ιστορία φωτογραφίες με ανθρώπους να πηγαίνουν στις τράπεζες με πανέρια και καρότσια για να πάρουν χρήματα, παιδιά να παίζουν με άχρηστα «τούβλα» χαρτονομισμάτων, ανθρώπους που ζεσταίνονται καίγοντας χαρτονομίσματα, καθώς ήταν προτιμότερο να τα κάψεις παρά να αγοράσεις με αυτά ξύλα.

 

2024-4-Borb-5

 

Η Αγγλία και οι ΗΠΑ, για να τιθασεύσουν τις γαλλικές βλέψεις ισχυροποίησης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, υποστήριξαν τη γερμανική εξωτερική πολιτική.

Από τη δική της μεριά, η Σοβιετική Ρωσία, όχι μόνο διαμαρτυρήθηκε για την κατάληψη του Ρουρ, αλλά εξέφρασε και την άμεση αλληλεγγύη της στους Γερμανούς εργάτες. Σοβιετικές συνδικαλιστικές οργανώσεις έστειλαν το Γενάρη 100 χιλιάδες χρυσά ρούβλια και 160 βαγόνια σιτηρά. Εργάτες ορυχείων από τα Ουράλια έστειλαν ένα μεροκάματό τους στους εργάτες του Ρουρ. Εργάτες σε εργοστάσια του Χαρκόβου διέθεσαν το 2% του μηνιάτικού τους. Από πολλές περιοχές της Ρωσίας στάλθηκε βοήθεια σε χρήμα, σε σιτηρά, έφυγαν πλοία με τρόφιμα.

«Τα χρήματα και το στάρι που μας στείλατε θα είναι το όπλο μας στο δύσκολο διμέτωπο αγώνα εναντίον του ωμού γαλλικού ιμπεριαλισμού και της γερμανικής αστικής τάξης», απάντησε στην αλληλεγγύη που δέχτηκε το συνέδριο των εργοστασιακών εργατών της περιοχής του Ρουρ.44

Πρωτοβουλίες αλληλεγγύης πάρθηκαν και από τις εργατικές οργανώσεις στις καπιταλιστικές χώρες, ενώ στις 6-7 Γενάρη του 1923, σε μια προσπάθεια διεθνούς συντονισμού, εκπρόσωποι των ΚΚ από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και την Τσεχοσλοβακία πραγματοποίησαν στο Έσεν διεθνή συνδιάσκεψη.

Το KPD προσπαθούσε να διαμορφώσει επαναστατική πολιτική ενάντια στη γαλλική εισβολή σε συνθήκες όπου, με ένα μέρος της χώρας να βρίσκεται υπό κατοχή, ισχυρά τμήματα της αστικής τάξης αλλά και φασιστικές δυνάμεις κινούνταν ενάντια στα γαλλικά στρατεύματα. Την ίδια ώρα, δεν έλειπαν από ορισμένους αστικούς κύκλους και σεπαρατιστικές (αποσχιστικές) τάσεις, που δεν έβλεπαν με αρνητικό μάτι τη συγκρότηση μιας «αυτόνομης Δημοκρατίας του Ρήνου».

Οι κομμουνιστές έκαναν προσπάθεια να αναπτύξουν μέτωπο τόσο ενάντια στη γαλλική αστική τάξη και την Αντάντ, όσο και ενάντια στη γερμανική αστική τάξη. Πρόβαλαν το σύνθημα «ενάντια στον Κούνο και τον Πουανκαρέ» (το Γάλλο πρωθυπουργό), επιδιώκοντας να μην παρασυρθεί η εργατική τάξη στο εθνικιστικό ρεύμα, ενώ παράλληλα πρωτοστάτησαν στους μεγάλους αγώνες ενάντια στη δραματική φτώχεια που μάστιζε το λαό.

Η προσπάθεια διαμόρφωσης και προώθησης μιας τέτοιας γραμμής είχε ασφαλώς σημαντικές δυσκολίες, ενώ δεν έλειπαν και προβληματικές εκτιμήσεις, όπως για παράδειγμα ότι με την κατάληψη του Ρουρ η Γερμανία θα μετατραπεί σε «βιομηχανική αποικία» της Αντάντ. Για παράδειγμα, σε άρθρο του Ταλχάιμερ που προκάλεσε διαμαρτυρίες μέσα στο Κόμμα, υποστηρίχθηκε ότι, «ανεξάρτητα από την ταξική τους ουσία, οι ρόλοι της γαλλικής και της γερμανικής αστικής τάξης δεν είναι ίδιοι (...), η γερμανική μπουρζουαζία παίζει έναν αντικειμενικά επαναστατικό ρόλο, παρά τη θέλησή της», προβάλλοντας ότι από την άποψη των κομμουνιστικών συμφερόντων προέχει η ήττα του γαλλικού ιμπεριαλισμού στο Ρουρ.45

Τέλος, μια σημαντική πλευρά που ρίχνει επιπλέον φως στις σύνθετες αυτές συνθήκες είναι οι ελιγμοί και η αντιφατική στάση της ίδιας της γερμανικής αστικής τάξης απέναντι στη Σοβιετική Ρωσία.

Στο πλαίσιο της μεγάλης πίεσης που είχε βρεθεί η Γερμανία μετά τον πόλεμο, ένα τμήμα της αστικής τάξης άρχισε να διερευνά, με σκοπό ασφαλώς την ισχυροποίηση του γερμανικού αστικού κράτους και του κεφαλαίου που μειονεκτούσε σημαντικά σε εκείνη τη φάση στον ανταγωνισμό με τις χώρες της Αντάντ, στενότερη συνεργασία με τη Ρωσία.

Στη Διεθνή Συνδιάσκεψη που συγκλήθηκε στη Γένοβα τον Απρίλη του 1922 με πρωτοβουλία των νικητριών χωρών της Αντάντ –και στην οποία είχε κληθεί και η Σοβιετική Ρωσία– επιχειρήθηκε να διευθετηθούν εκκρεμή οικονομικά και εδαφικά ζητήματα. Η γερμανική αστική τάξη ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να απαλλαγεί από τις απαγορεύσεις που είχε επιβάλει η Συνθήκη των Βερσαλλιών στο στρατιωτικό τομέα (π.χ. για την ανάπτυξη αεροπορίας, τη χημική βιομηχανία κ.ά.), αλλά και την παρεμπόδιση περαιτέρω εδαφικών απωλειών, ιδιαίτερα προς την Πολωνία.

Κρατικοί παράγοντες, στρατιωτικοί και πολιτικοί, άρχιζαν να βλέπουν ως διέξοδο μια πολιτική προσέγγισης με τη Ρωσία ως αντίβαρο. Ο στρατηγός φον Σέεκτ, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, υποστήριζε ότι για τη διατήρηση των γερμανικών εδαφών ήταν σκόπιμη μια «στενή συμμαχία με τη Μεγάλη Ρωσία». Τέτοιες απόψεις, ιδιαίτερα την περίοδο του σοβιετο-πολωνικού πολέμου, εξέφρασε και ο καγκελάριος Βιρτ, που θεωρούσε την Πολωνία ως όργανο της Αντάντ. Ο φον Μάλτσαν, διευθυντής του τμήματος ανατολικής πολιτικής του υπουργείου Εξωτερικών, δεν ήταν απλώς συνήγορος του λεγόμενου τότε «ανατολικού προσανατολισμού», αλλά ανέλαβε διερευνητικές διαπραγματεύσεις με τον Ράντεκ, καθώς και το νεαρό σοβιετικό κράτος εκείνη την εποχή είχε επείγουσα ανάγκη από τη σύναψη οικονομικών και εμπορικών σχέσεων όχι μόνο με τη Γερμανία, αλλά και με άλλα κράτη, στην προσπάθεια της οικονομικής του ανόρθωσης.46

Στο περιθώριο των διαπραγματεύσεων της Συνδιάσκεψης της Γένοβα και των εκατέρωθεν διπλωματικών και πολιτικών κινήσεων και πιέσεων,

η Γερμανία με τη Ρωσία άρχισαν τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις και –παρά το γεγονός ότι ο υπουργός Εξωτερικών Ράτεναου τασσόταν ξεκάθαρα υπέρ του «δυτικού» προσανατολισμού της Γερμανίας– υπογράφηκε η Συνθήκη του Ράπαλο, για την ανάπτυξη των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ρωσίας.47

Από την πλευρά της Σοβιετικής Ρωσίας, πρέπει κανείς να συνυπολογίσει τις πιεστικές ανάγκες της οικονομικής ανασυγκρότησης μετά τον εμφύλιο, την ανάγκη τεχνογνωσίας από τις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες αλλά και ανάπτυξης των εξωτερικών εμπορικών σχέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τότε, το 1922, μόλις 12 χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο είχαν αναγνωρίσει επίσημα τη Σοβιετική Ρωσία ως κράτος (Γερμανία, Αυστρία, Πολωνία, Εσθονία, Φινλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Βουλγαρία, Τουρκία, Περσία, Αφγανιστάν, Μογγολία). Για τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, η Σοβιετική Ρωσία δεν αναγνωριζόταν ως κρατική οντότητα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αναπτυχθούν οποιεσδήποτε επίσημες σχέσεις, οικονομικές, διπλωματικές, πολιτικές.48

Από αυτήν την άποψη κυοφορούνταν αντικειμενικά αρκετές αντιφάσεις. Για παράδειγμα, την περίοδο της εισβολής στο Ρουρ το KPD προσπαθούσε να διαμορφώσει γραμμή ενάντια στη γαλλική κατοχή αλλά και ενάντια στη γερμανική αστική τάξη, γραμμή η οποία ούτως ή άλλως ενείχε πολλές δυσκολίες και απαιτήσεις. Στην κατεύθυνση αυτής της γραμμής συνέβαλαν τόσο η ΚΔ, όσο και οι προσπάθειες αλληλεγγύης που αναφέραμε ότι έδειξε η Σοβιετική Ρωσία. Την ίδια ώρα όμως η σοβιετική κυβέρνηση είχε συνάψει συνθήκη συνεργασίας με τη Γερμανία, ενώ και από την άποψη της εξωτερικής πολιτικής ήταν φανερό ότι μια πιθανή γαλλική επικράτηση στο Ρουρ και περαιτέρω εξασθένιση της Γερμανίας θα ισχυροποιούσε παράλληλα τις προσπάθειες των καπιταλιστικών κρατών της Αντάντ να πιέσουν ακόμη περισσότερο τη Σοβιετική Ρωσία. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δούμε και αντιφατικές προσεγγίσεις, όπως το προαναφερθέν άρθρο του Ταλχάιμερ.

Παράλληλα, η πιο εύγλωττη ίσως αντίφαση είναι ότι στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων της Συνθήκης του Ράπαλο, η Σοβιετική Ρωσία καλούνταν να αναπτύξει σχέσεις με τη γερμανική διπλωματία και το στρατό, την ώρα που παράλληλα εξόπλιζε με τεχνικό και στρατιωτικό προσωπικό το KPD στο πλαίσιο της προετοιμασίας της ένοπλης εξέγερσης του 1923.

Αυτή η αντιφατική πολιτική πατούσε ουσιαστικά στον αντιφατικό χαρακτήρα της δύσκολης πραγματικότητας που αντιμετώπιζε εκείνη την περίοδο η Σοβιετική Ρωσία, που από τη μία ήταν αναγκασμένη να επιδιώκει την ανάπτυξη επιμέρους διπλωματικών - οικονομικών συμφωνιών στο πλαίσιο της επιβίωσης και στερέωσης της εργατικής εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα επιδίωκε την άμεση προετοιμασία, την υλική και έμπρακτη υποστήριξη στην επαναστατική προοπτική και τη δράση των ΚΚ στις ευρωπαϊκές χώρες, σε μια περίοδο ρευστή μάλιστα, που μια πιθανή επαναστατική επιτυχία στην Ευρώπη θα συνέβαλε αφάνταστα και στη στερέωση της Σοβιετικής Ρωσίας.

Όπως αναφέρει ο Ε. Καρ, μελετητής της περιόδου, πιθανότατα το σοβιετικό κόμμα και η ΚΔ είχαν τέτοια εμπιστοσύνη στην άμεση προοπτική της νίκης της επανάστασης στη Γερμανία, πιστεύοντας ότι είναι υπόθεση κάποιων μηνών, γεγονός που κάπως «εξάλειφε» το βαθύτερο χαρακτήρα της αντίφασης. «Το να εξοπλίζεις το KPD και την ίδια ώρα να βοηθάς τη Ράιχσβερ βγάζει νόημα μόνο αν πιστεύεις ότι η Ράισχβερ δε θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει τα όπλα της (…), ότι η επανάσταση θα γίνει πολύ πριν η όποια βοήθεια στη Ράιχβερ φέρει κάποιο απτό αποτέλεσμα [για την ισχυροποίησή της]», σημειώνει.49

Σε κάθε περίπτωση, η γαλλική εισβολή στο Ρουρ είχε διαμορφώσει συνθήκες εκρηκτικές. Ολόκληρη η Γερμανία βρισκόταν σε αναβρασμό, με μεγάλες διαδηλώσεις και απεργίες, ενώ η κυβέρνηση Κούνο είχε συγκεντρώσει όπως ήταν φυσικό μεγάλη δυσαρέσκεια.

Το Μάρτη κηρύχθηκε μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων του Ντόρτμουντ, ενώ τον Απρίλη και στις πρωτομαγιάτικες διαδηλώσεις εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές φώναζαν υπέρ της «Συμμαχίας με τη Σοβιετική Ρωσία». Η κυβέρνηση χτυπούσε της απεργίες, όπως για παράδειγμα στο Μίλχαϊμ, όπου τον Απρίλη δολοφονήθηκαν 18 άτομα σε μια διαδήλωση ανέργων. Η επιρροή του ΚΚ δυνάμωνε, ενώ επίσης εξαπλωνόταν με πρωτοβουλία των κομμουνιστών η συγκρότηση εργοστασιακών επιτροπών ως οργάνων της προλεταριακής πάλης. 50

Βαδίζοντας προς το καλοκαίρι του 1923 η κατάσταση οξυνόταν όλο και περισσότερο. Το Μάη 400 χιλιάδες απέργησαν στα ορυχεία και τις μεταλλουργίες του Ρουρ, τον Ιούνη πάνω από 100 χιλιάδες στη Σιλεσία. Στις 29 Ιούλη διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚ μέρα δράσης ενάντια στις φασιστικές τρομοκρατικές ομάδες, στην οποία συμμετείχαν εκατομμύρια άτομα.

Παράλληλα, για να αντιμετωπίσουν τη φασιστική δράση αλλά και τις αστυνομικές-στρατιωτικές δυνάμεις που χτυπούσαν τους εργάτες, από τις αρχές ήδη του 1923 είχε εξαπλωθεί η συγκρότηση προλεταριακών μαχητικών ομάδων (συχνά αναφέρονταν ως «προλεταριακές εκατονταρχίες»), που πολλές φορές συγκροτούνταν με πρωτοβουλία των εργοστασιακών επιτροπών στους χώρους εργασίας. Στην πρωτομαγιάτικη εκδήλωση στο Βερολίνο διαδήλωσαν συγκροτημένα πάνω από 25.000 ένοπλα μέλη των ομάδων αυτών, παρά τις απαγορεύσεις της κυβέρνησης και του σοσιαλδημοκράτη υπουργού Εσωτερικών του πρωσικού κρατιδίου.

Τον Ιούλη του 1923, ένας Γερμανός αξιωματούχος γράφει στο Γάλλο στρατηγό που διοικεί την περιοχή που βρίσκεται υπό κατοχή καλώντας τον σε κοινή δράση ενάντια στον κίνδυνο της προλεταριακής εξέγερσης:

«Ο στρατός κατοχής δεν αποτελείται από άψυχο υλικό, τουφέκια, αυτόματα και τανκς. Τα όπλα τα κρατούν άνθρωποι που έχουν μάτια και αφτιά. Υπάρχει ο κίνδυνος να μεταφέρουν από το Ρουρ έναν σπόρο που θα ριζώσει σε γαλλικό έδαφος. Μπροστά σε τέτοιους κινδύνους, παίρνω το θάρρος να υπογραμμίσω τις βαριές ευθύνες που θα επωμιζόταν η γαλλική διοίκηση αν έδειχνε ανοχή απέναντι στην αναρχία. Αν δεν ενεργήσει η ίδια, τότε η ελάχιστη υποχρέωσή της είναι να αφήσει ελεύθερα τα χέρια των γερμανικών αρχών για να κάνουν το καθήκον τους (…) Επιτρέψτε μου να θυμίσω εδώ ότι την περίοδο της Παρισινής Κομμούνας η γερμανική διοίκηση έκανε το καλύτερο δυνατό για να καλύψει τις ανάγκες των γαλλικών αρχών στον τομέα της καταστολής. Είμαι υποχρεωμένος να σας ζητήσω να τηρήσετε ανάλογη στάση αν καταστούν αναπόφευκτες οι επικίνδυνες συγκρούσεις.»51

 

ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΣΑΞΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΘΟΥΡΙΓΓΙΑ – Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΟ ΑΜΒΟΥΡΓΟ

Μετά τις μεγάλες απεργίες του Ιούλη, ο Αύγουστος μπήκε γεμάτος αναταραχή.

«Χωρίς αμφιβολία είμαστε στις παραμονές μιας άλλης επανάστασης –ποιος θα μπορούσε να σφάλλει ως προς αυτό αντικρίζοντας όσα εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας», έγραφε μια αστική εφημερίδα.

«Η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση του Ράιχ είναι βαθιά κλονισμένη. Η οργή είναι γενική. Είναι το πνεύμα της 9ης του Νοέμβρη…», έγραφε μια άλλη και ολόκληρος ο Τύπος μιλούσε για το Novemberstimmung, το «πνεύμα του Νοέμβρη», που πλανιόταν πάνω από τη Γερμανία.

Το απεργιακό κίνημα τον Αύγουστο που έμεινε γνωστό ως «απεργίες ενάντια στον Κούνο» σάρωσε την κυβέρνηση. Στις 9 Αυγούστου ξεκίνησαν απεργία οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο Μπόρσιχ του Βερολίνου. Στο Κέμνιτς μια συγκέντρωση 150.000 ανθρώπων απαιτούσε την παραίτηση του Κούνο.

Στις 10 Αυγούστου συνήλθε το Ράιχσταγκ για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Οι σοσιαλδημοκράτες απείχαν και οι κομμουνιστές καταψήφισαν. Ο Κένεν, ομιλητής του KPD έκανε έκκληση προς «το μαζικό κίνημα των εργαζόμενων να προχωρήσει, παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο, στο σχηματισμό μιας επαναστατικής κυβέρνησης των εργατών».

Το επόμενο πρωί ξεκίνησε απεργία στα μέσα μεταφοράς του Βερολίνου. Φυσικό αέριο και ηλεκτρισμός άρχισαν να παρέχονται εκ περιτροπής για κάποιες ώρες στις περιοχές της πρωτεύουσας, καθώς στην απεργία μπήκαν και οι εργάτες αυτών των κλάδων. Ακολούθησαν και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η Ζίμενς, ενώ πάνω από 10 εργοστάσια στο Βερολίνο υιοθέτησαν το κάλεσμα των κομμουνιστών για τη συγκρότηση εργατικής κυβέρνησης.

Σε μια κίνηση που πραγματικά χτυπούσε ένα νευραλγικό σημείο, οι εργάτες του εθνικού τυπογραφείου κατέβηκαν σε απεργία. Το σταμάτημα εκτύπωσης νέου χρήματος στις συνθήκες του φρενήρη πληθωρισμού έκανε άμεσα αισθητή την έλλειψη χαρτονομισμάτων, παραλύοντας τα μέσα πληρωμής του κρατικού μηχανισμού.

Το κίνημα εξαπλώθηκε σε όλη τη Γερμανία. Στο Αμβούργο ξεκίνησε απεργία στα ναυπηγεία. Στο Ανόβερο, το Γκεσελκίρχεν, στο Άαχεν, στο Κρέφελντ έγιναν συγκρούσεις με δεκάδες νεκρούς. Στη Χάλλε και στη Λειψία οι προλεταριακές εκατονταρχίες επίταξαν ζώα από τις κτηνοτροφικές μονάδες και μοίρασαν κρέας στους εργαζόμενους.

Ήδη από τις πρώτες ώρες της απεργίας η ΚΕ αποφάσισε να περάσει στην παρανομία, για να είναι έτοιμη για όλα τα ενδεχόμενα. Και πραγματικά, κατά τα δύο πρώτα εικοσιτετράωρα της απεργίας όλα έδειχναν ρευστά και πιθανά.

Η αστική τάξη θορυβήθηκε και υποχρεώθηκε σε ένα σημαντικό ελιγμό για να μπορέσει να αποκλιμακώσει τη λαϊκή πάλη. Η κυβέρνηση Κούνο παραδέχθηκε την ήττα της και παραιτήθηκε. Οι σοσιαλδημοκράτες όμως για μια ακόμη φορά βρέθηκαν πρόθυμοι να διασώσουν το κλυδωνιζόμενο αστικό πολιτικό σύστημα. Συμφώνησαν να συνεργαστούν στη συγκρότηση μιας νέας κυβέρνησης υπό τον Γκ. Στρέζεμαν.

Tο KPD, που ήλπιζε ότι η πτώση της κυβέρνησης Κούνο θα ήταν το πρελούδιο μιας επαναστατικής κρίσης, θεώρησε τώρα ότι η αστική τάξη κέρδισε μεν χρόνο, αλλά ότι η μάχη για την ανατροπή της μόνο προσωρινά είχε αναβληθεί, για λίγο.

Την κατάσταση αυτή παρακολουθούσε ασφαλώς στενά η ΚΔ και το μπολσεβίκικο κόμμα, που είχε όμως πληγεί από τη βαριά ασθένεια του Λένιν, που δεν του επέτρεπε να παίρνει μέρος στην καθημερινή δουλειά.

Στην ηγεσία του μπολσεβίκικου κόμματος έγιναν εκτενείς συζητήσεις καθώς, με διαφοροποιήσεις βέβαια ανάμεσα στα στελέχη, άρχισε να διαμορφώνεται η εκτίμηση για μια πιθανά άμεσα επικείμενη επανάσταση στη Γερμανία.

Στις 15 Αυγούστου του 1923 ο Ζινόβιεφ γράφει: «Η κρίση πλησιάζει. Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει στην ιστορία του γερμανικού κομμουνιστικού κινήματος, και συνεπώς ολόκληρης της ΚΔ.» Επισημαίνοντας τη σημασία που θα έχει μια τέτοια εξέλιξη και για την ίδια τη Ρωσία συμπλήρωνε: «Η δεύτερη, πραγματικά προλεταριακή επανάσταση στη Γερμανία, θα δώσει στη Σοβιετική Ρωσία επιτέλους τη δυνατότητα να πετύχει τη νίκη στο πεδίο της σοσιαλιστικής οικονομικής οικοδόμησης.»52 Ασφαλώς, οι πιεστικές ανάγκες στις οποίες κινούνταν η Σοβιετική Ρωσία όλα τα προηγούμενα χρόνια γεννούσαν προσδοκίες, πιθανότατα όμως επιδρούσαν και πάνω στις εκτιμήσεις και την κρίση στελεχών της ΚΔ.

Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι η διαδικασία διαμόρφωσης των εκτιμήσεων και των θέσεων του μπολσεβίκικου κόμματος και της Κομμουνιστικής Διεθνούς λάμβανε χώρα σε συνθήκες μιας ρευστής και ταχύτατα μεταβαλλόμενης εξέλιξης της ταξικής πάλης και των επαναστατικών γεγονότων στη Γερμανία. επρόκειτο για συνθήκες που επηρεάζονταν από μια σειρά κρίσιμους παράγοντες, όπως οι διαφορετικές εκτιμήσεις των κορυφαίων στελεχών του κομμουνιστικού κινήματος σχετικά με το συσχετισμό των δυνάμεων, ο προβληματισμός γύρω από τον τρόπο που μπορούσαν να υπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντα εδραίωσης της σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία, η διαφοροποιούμενη πληροφόρηση από την ηγεσία του KPD για την πορεία και τις προοπτικές της πάλης, οι παρεμβάσεις του ιμπεριαλισμού που θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις τύχες της γερμανικής επανάστασης και άλλοι.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Στάλιν σε επιστολή του προς τον Ζινόβιεφ στις 7 Αυγούστου 1923 εκτιμούσε ότι, «εάν η εξουσία στη Γερμανία ανατραπεί τη στιγμή αυτή και οι κομμουνιστές την αναλάβουν, θα αποτύχουν παταγωδώς»· δυο βδομάδες αργότερα, στις 20 Αυγούστου, ασκώντας κριτική σε σχέδιο Θέσεων της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ που είχε ετοιμάσει ο Ζινόβιεφ, κάνει μια πιο επεξεργασμένη και προσεκτική τοποθέτηση επισημαίνοντας σημαντικές πλευρές, όπως ότι οι κομμουνιστές έπρεπε να μιλούν ξεκάθαρα για κατάληψη της εξουσίας «χωρίς τους σοσιαλδημοκράτες», ότι η επαναστατική κυβέρνηση «δε θα είναι όργανο του Ράιχσταγκ, αλλά όργανο των Σοβιέτ, εγκεκριμένο από αυτά και υπόλογο απέναντί τους», ότι το βασικό ζήτημα δεν ήταν αυτό της κατάκτησης της εξουσίας, αλλά της διατήρησής της, ζήτημα στο οποίο έπρεπε να συνυπολογιστεί η ιμπεριαλιστική επέμβαση ενάντια σε μια νικηφόρα επανάσταση και ένας ενδεχόμενος πόλεμος Σοβιετικής Ρωσίας - Πολωνίας.53

Στις 23 Αυγούστου συγκλήθηκε έκτακτη σύνοδος του Πολιτικού Γραφείου, στην οποία αρκετά στελέχη (ο Μπουχάριν, ο Τρότσκι, ο Ζινόβιεφ) έσπευσαν διακόπτοντας τις μέρες θερινής άδειας που είχαν πάρει.

Ο Τρότσκι εκτιμούσε με σιγουριά ότι πλέον η επανάσταση στη Γερμανία είναι ζήτημα μερικών βδομάδων, ενώ ο Ζινόβιεφ εκτιμούσε ότι περισσότερο είναι θέμα μηνών παρά βδομάδων. Ο Στάλιν από τη μεριά του ήταν περισσότερο επιφυλακτικός. Θεωρούσε ότι η επανάσταση στη Γερμανία δύσκολα θα μπορούσε να ξεσπάσει το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο, εκτιμώντας ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε ίσως να γίνει προς την άνοιξη, αλλά και πάλι διατηρούσε επιφυλάξεις.54

Σε κάθε περίπτωση πάντως το ΠΓ συμφώνησε να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προς άμεση υποστήριξη της γερμανικής επανάστασης και γι’ αυτόν το λόγο όρισε συγκεκριμένη επιτροπή με τους Ράντεκ, Πιατάκοφ, Ούνσλιχτ, Σμιντ και Κρετσίνσκι (το Σοβιετικό πρεσβευτή στο Βερολίνο) για να παρακολουθούν και να βοηθούν άμεσα.55

Από το τέλος Αυγούστου άρχισαν να πυκνώνουν και οι δημόσιες παρεμβάσεις. Ο Λοζόφσκι έγραφε σε άρθρο του: «Δεν μπορούμε να βάλουμε μια ημερομηνία στο πότε θα γίνει η γερμανική επανάσταση. Κρίνοντας όμως από τα γεγονότα, είναι ζήτημα μερικών μηνών (…) η διεθνής επανάσταση θα διαμορφώσει ένα εδαφικό μπλοκ από το Βλαδιβοστόκ μέχρι το Ρήνο.»56

Από τα μέσα Αυγούστου ο Μπράντλερ και άλλα στελέχη του γερμανικού κόμματος είχαν κληθεί στη Μόσχα για να πάρουν μέρος στις διερευνητικές εργασίες και τις σχετικές αποφάσεις. Στη ρωσική πρωτεύουσα κυριαρχούσε ένα ενθουσιώδες κλίμα προσμονής και προετοιμασιών. Σύμφωνα με αφηγήσεις, ο Μπράντλερ έμεινε άφωνος βλέποντας κατά την άφιξή του τη Μόσχα γεμάτη με αφίσες που προπαγάνδιζαν το γερμανικό σκοπό. Υπήρχαν καλέσματα προς τη ρωσική νεολαία να μάθει γερμανικά για να υπηρετήσει την επερχόμενη επανάσταση, ενώ ο Μπουχάριν μιλούσε σε μια φοιτητική συγκέντρωση προτρέποντας τους νέους να αφήσουν τα βιβλία και να πιάσουν τα όπλα για την επερχόμενη μάχη. Μονάδες του Κόκκινου Στρατού δήλωναν ετοιμότητα να προστρέξουν στο πλευρό της γερμανικής επανάστασης, ενώ σε πιο πρακτικό επίπεδο η σοβιετική κυβέρνηση σχεδίασε το άνοιγμα δύο ταμείων, ένα σε χρυσό και ένα σε απόθεμα σιτηρών (60 εκατ. πούτια που θα αποθηκεύονταν στα δυτικά σύνορα), για τη στήριξη της επανάστασης.57

Μπαίνοντας το φθινόπωρο, οι συζητήσεις ανάμεσα στο ρωσικό κόμμα, το γερμανικό και τα στελέχη της ΚΔ δεν ήταν πια τόσο για το αν οι συνθήκες ήταν έτοιμες για την οργάνωση της εξέγερσης, αλλά για το αν και πότε θα μπορούσε να μπει μια ημερομηνία. Ο Μπράντλερ από την πλευρά του θεωρούσε ότι δεν ήταν δυνατό να τεθεί μια ακριβής ημερομηνία και η απόφαση που πάρθηκε τελικά ήταν να τεθεί στην ευθύνη του KPD ο ορισμός του συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος δράσης, με βάση τις εξελίξεις.

Στο πλαίσιο των στρατηγικών επεξεργασιών της ΚΔ, η συγκρότηση μιας «εργατικής κυβέρνησης» θεωρήθηκε ως «κλειδί» για την οργάνωση και έναρξη της επαναστατικής εξέγερσης. Γι’ αυτό και επιλέχθηκε ως σημείο εκκίνησης η είσοδος των κομμουνιστών στην κυβέρνηση της Σαξονίας, μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες.

Η προοπτική μιας κυβέρνησης SPD-KPD στη Σαξονία είχε ήδη ανοίξει από το Νοέμβρη του 1922, όταν τα αποτελέσματα των εκλογών έδιναν στα δύο αυτά κόμματα την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο συγκεκριμένο κρατίδιο. Το KPD είχε απορρίψει τότε μια τέτοια προοπτική και το SPD διαμόρφωσε κυβερνητικό συνασπισμό με άλλα κόμματα. Ο συνασπισμός αυτός όμως γρήγορα διαλύθηκε και από τις αρχές του 1923 ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Σαξονίας Τσάιγκνερ βρισκόταν στην εξουσία με την ανοχή ουσιαστικά των κομμουνιστών βουλευτών.

Η Σαξονία ήταν ένα από τα προπύργια του KPD, μια από τις περιοχές της κεντρικής Γερμανίας με μεγάλη βάση βιομηχανικών εργατών. Υπολογίζεται ότι εκείνη την περίοδο υπήρχαν περίπου 800 συγκροτημένες ένοπλες μαχητικές προλεταριακές ομάδες, που έφταναν μια δύναμη σχεδόν 100 χιλιάδων αντρών.

Τώρα, στην τελική ευθεία των προετοιμασιών για τον επαναστατικό ξεσηκωμό, θεωρήθηκε ότι η συμμετοχή των κομμουνιστών στην κυβέρνηση της Σαξονίας και της Θουριγγίας, όπου υπήρχε μια αντίστοιχη κατάσταση, θα ήταν εφαλτήριο για την ένοπλη αναμέτρηση. Το βασικό σκεπτικό ήταν ότι από τις κυβερνητικές θέσεις και τις θέσεις στον κρατικό μηχανισμό οι κομμουνιστές θα διευκόλυναν τον εξοπλισμό του προλεταριάτου, τη συγκρότηση ένοπλων σωμάτων και την εξαπόλυση μιας επίθεσης που θα εξαπλωνόταν στις υπόλοιπες γερμανικές πόλεις.

«Το προλεταριάτο ξεκινάει την πορεία του από τη Σαξονία, αρχίζοντας από την υπεράσπιση της εργατικής κυβέρνησης στην οποία μπαίνουμε. Και θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει την κρατική εξουσία ώστε να εξοπλιστεί και να σχηματίσει σε αυτήν την προλεταριακή περιοχή της Κεντρικής Γερμανίας ένα τείχος απέναντι στις δυνάμεις της αντεπανάστασης στο βαυαρικό Νότο και του φασισμού στο Βορρά. Και την ίδια ώρα το Κόμμα σε ολόκληρη τη Γερμανία θα κινητοποιήσει τις μάζες.» Αυτό ήταν χοντρικά το σχέδιο, όπως συνοπτικά αλλά με ακρίβεια ως προς το σκεπτικό το παρουσιάζει ο Ράντεκ.58

Την οξυμένη κατάσταση έβλεπε με ανησυχία ασφαλώς και η αστική τάξη. Το φθινόπωρο ήταν ιδιαίτερα τεταμένο, οι άνεργοι στοιβάζονταν κατά εκατομμύρια στις ουρές της πείνας, ο πληθωρισμός συνέχιζε να τρέχει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και η κυβέρνηση Στρέζεμαν δεν είχε ακόμη κάποιο απτό αποτέλεσμα στην εξομάλυνση της κατάστασης. «Δε γίνεται να πυροβολούμε πεινασμένες γυναίκες που διαμαρτύρονται», έλεγε προβληματισμένος ένας κρατικός αξιωματούχος, ενώ ο ίδιος ο Στίνες, σε μια σύσκεψη πολιτικών στελεχών των αστικών κομμάτων δε δίστασε να προβλέψει ότι η χώρα πιθανότατα βαδίζει γρήγορα προς τον εμφύλιο πόλεμο.59

Την 1η Οκτώβρη, η ΕΕ της ΚΔ στέλνει τηλεγράφημα στην ΚΕ του KPD δίνοντας κατεύθυνση για άμεση δράση:

«Αφού εκτιμάμε ότι η κατάσταση εξελίσσεται ώστε η αποφασιστική στιγμή να πλησιάζει σε τέσσερις, πέντε ή έξι βδομάδες, πιστεύουμε ότι πρέπει αμέσως να πάρετε όποιες θέσεις μπορείτε και να τις χρησιμοποιήσετε χωρίς καθυστέρηση. Η κατάσταση μας επιβάλει να αντιμετωπίσουμε πρακτικά την είσοδό μας στην κυβέρνηση της Σαξονίας. (…) Οργανώστε άμεσα τον εξοπλισμό 50.000-60.000 ανδρών. Το ίδιο και στη Θουριγγία.»60

Στις αρχές Οκτώβρη τα στελέχη του KPD που είχαν μεταβεί στη Μόσχα επιστρέφουν στη Γερμανία για να βάλουν μπροστά τους σχεδιασμούς. Παράλληλα, μεταβαίνει κλιμάκιο της ΚΔ για επιτόπια δράση, με τον Ράντεκ να επιφορτίζεται με τα ζητήματα της κομματικής καθοδήγησης, τον Πιατακόφ να αναλαμβάνει την επίβλεψη της στρατιωτικής προετοιμασίας μαζί με τους Σκομπλέφσκι και Γκουράλσκι που είχαν ήδη μεταβεί στο πεδίο, καθώς και τον Σμιντ για να αναλάβει τις επαφές με τα συνδικάτα.61 Η ΚΕ του KPD επιφορτίζει τον Ε. Σνέλερ με τα άμεσα καθήκοντα προετοιμασίας των προλεταριακών εκατονταρχιών.62

Ο Μπράντλερ έφτασε στη Γερμανία στις 8 Οκτώβρη. Την ίδια μέρα, στο γερμανικό κοινοβούλιο ο Ρέμελε, εκ μέρους του KPD, έβγαλε μια πραγματικά πολεμική ομιλία: «Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η λευκή δικτατορία που κυβερνά τη Γερμανία σήμερα μπορεί να καταστραφεί μόνο από μια κόκκινη δικτατορία (…). Και εσείς έχετε κάνει τους εργαζόμενους να συνειδητοποιήσουν ότι οι χειροβομβίδες και τα πολυβόλα είναι καλύτερα όπλα απ’ όλες τις ομιλίες στο κοινοβούλιο και πιο αποτελεσματικά απ’ όλα τα ψηφοδέλτια. Εσείς οι ίδιοι δημιουργήσατε τους όρους της καταστροφής σας.»63

Στις 10 Οκτώβρη ανακοινώθηκε η είσοδος των κομμουνιστών στην κυβέρνηση της Σαξονίας, στη βάση ενός προγράμματος 20 σημείων (εξοπλισμός των εργαζόμενων, εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, μέτρα έκτακτης ανάγκης για το μοίρασμα τροφίμων κ.ά.). Τρεις κομμουνιστές υπουργοί ανέλαβαν καθήκοντα στην «κυβέρνηση της προλεταριακής άμυνας» της Σαξονίας, όπως ονομάστηκε. Ο Μπόετχερ ως υπουργός Οικονομικών, ο Χέκερτ ως υπουργός Οικονομίας και ο Μπράντλερ (που είχε αρχικά διεκδικήσει ανεπιτυχώς το υπουργείο Εσωτερικών) ανέλαβε επικεφαλής της κρατικής καγκελαρίας.

Στις 13 Οκτώβρη αντίστοιχα οι κομμουνιστές Νόιμπαουερ, Τένερ και Καρλ Κορς προσχώρησαν στην κυβέρνηση της Θουριγγίας με πρόεδρο το σοσιαλδημοκράτη Φρέλιχ. Παράλληλα άρχισαν να κινητοποιούνται δραστήρια οι κομμουνιστικές δυνάμεις σε όλες τις πόλεις.

Η γερμανική αστική τάξη και ο στρατός διαισθάνθηκαν ότι πρέπει να παρέμβουν αποφασιστικά. Ο στρατηγός Μίλερ έθεσε προς τη σαξονική κυβέρνηση τελεσίγραφο την 20ή Οκτώβρη ως περιθώριο για να διαλύσει οικειοθελώς τις προλεταριακές εκατονταρχίες. Με αυτόν τον τρόπο ο γερμανικός στρατός «έλυσε» και το αίνιγμα της ημερομηνίας, αφού ουσιαστικά ο ίδιος έθεσε μια ημερομηνία στο τραπέζι.

Αψηφώντας το στρατιωτικό τελεσίγραφο, στις 14 και 15 Οκτώβρη συνήλθαν στο Κέμνιτς εκπρόσωποι από 155 μονάδες των εκατονταρχιών. Σε γενικές γραμμές όμως η κυβέρνηση Τσάιγκνερ, εκτός από τις διακηρύξεις, δεν έπαιρνε σοβαρά μέτρα για τον εξοπλισμό της εργατικής τάξης, ούτε προετοιμαζόταν εντατικά για την απόκρουση των στρατευμάτων που συγκέντρωνε ο Μίλερ. Ο ίδιος ο Μπράντλερ εξάλλου σημείωνε σε έκθεσή του προς την ΚΕ ότι ναι μεν «η είσοδός μας στην κυβέρνηση μας επιτρέπει να προετοιμαστούμε για εμφύλιο πόλεμο», συμπληρώνοντας όμως με απογοήτευση ότι «η κατάσταση όσον αφορά τον οπλισμό είναι καταστροφική».64

Ο Μπόετχερ ως υπουργός Οικονομίας απαίτησε από τις τράπεζες της Δρέσδης να ανοίξουν έναν πιστωτικό λογαριασμό σε χρυσά μάρκα για να καλύψει τις ανάγκες σε τρόφιμα. Οι τραπεζίτες απάντησαν ότι το ποσό αυτό θα το έδιναν μόνο στο στρατηγό Μίλερ, που εξέφραζε την κυβέρνηση του Ράιχ, και όχι στη σαξονική κυβέρνηση. Παράλληλα, η αντιδραστική κυβέρνηση της Βαυαρίας απαγόρευσε την πώληση γαλακτοκομικών προϊόντων στη Σαξονία, ξεκινώντας ένα ιδιότυπο ενδοκρατιδιακό εμπάργκο.

Στις 19 Οκτώβρη και με το τελεσίγραφο Μίλερ να πλησιάζει στη λήξη του, τα στρατεύματα της Ράιχσβερ άρχισαν να κινούνται, καθησυχάζοντας όμως τον Τσάιγκνερ πως αυτό γίνεται για την προστασία δήθεν της Σαξονίας από πιθανές επιθέσεις των αντιδραστικών δυνάμεων της Βαυαρίας.

Στις 20 Οκτώβρη, σε μυστική συνάντηση που πραγματοποίησε η RevKom στη Δρέσδη, καθορίστηκε ότι η εξέγερση θα ξεκινήσει στις 23 του Οκτώβρη. Το εναρκτήριο λάκτισμα θα δινόταν με την κήρυξη γενικής απεργίας από τη διάσκεψη των εργοστασιακών συμβουλίων που ήταν προγραμματισμένη στο Κέμνιτς στις 21 Οκτώβρη.

Το σχέδιο συζητήθηκε σε κοινή σύσκεψη των γραμματέων των περιφερειακών κομματικών οργανώσεων όλης της χώρας με τους 3 κομμουνιστές της σαξονικής κυβέρνησης και προέβλεπε χοντρικά τα εξής: Ο Μπράντλερ θα κάνει εισήγηση στη διάσκεψη των αντιπροσώπων των εργοστασιακών συμβουλίων του Κέμνιτς, η οποία με τη σειρά της θα απευθύνει έκκληση για γενική απεργία σε ολόκληρη τη Γερμανία προς υπεράσπιση της προλεταριακής Σαξονίας. Την επόμενη μέρα, και με τη γενική απεργία να ξεδιπλώνεται σε όλες τις πόλεις, οι ομάδες κρούσης και οι προλεταριακές εκατονταρχίες θα επιτεθούν σε αστυνομικά τμήματα και στρατώνες, θα καταλάβουν σιδηροδρομικούς σταθμούς και κέντρα επικοινωνίας, ταχυδρομεία και διοικητικά κτήρια. Όλοι πίστευαν ότι η εξέγερση ήταν θέμα των επόμενων 2-3 ημερών.

Η διάσκεψη στο Κέμνιτς ξεκίνησε κάτω από την περιφρούρηση ένοπλων ομάδων των προλεταριακών εκατονταρχιών. Συμμετείχαν 498 αντιπρόσωποι. Οι εργασίες ξεκίνησαν με τις εισηγητικές ομιλίες τριών υπουργών της σαξονικής κυβέρνησης, του σοσιαλδημοκράτη υπ. Εργασίας Γκ. Γκράουπε και των κομμουνιστών Μπόετχερ και Χέκερτ. Όλοι ανέδειξαν τα πιεστικά προβλήματα των εργαζόμενων, ενώ στη συνέχεια σε πολλές ομιλίες αντιπροσώπων εκφράστηκε μαχητική διάθεση ενάντια στα στρατεύματα της Ράιχσβερ και δηλώθηκε η ανάγκη αποφασιστικής δράσης.

Μετά πήρε το λόγο ο Μπράντλερ. Πιθανότατα, λόγω της ως τότε εξέλιξης της συζήτησης πίστευε ότι η πρότασή του θα γινόταν δεκτή με ενθουσιασμό. Τόνισε ότι η σαξονική εργατική τάξη πρέπει να καλέσει σε υποστήριξη ολόκληρο το γερμανικό προλεταριάτο, ενώ στρεφόμενος προς τους σοσιαλδημοκράτες τούς κάλεσε να πάψουν να έχουν πλέον την παραμικρή αυταπάτη για περιθώρια συνεννόησης με την κυβέρνηση του Ράιχ και το στρατό της. Έκλεισε λέγοντας εμφατικά ότι για να τερματιστεί η απειλή απέναντι στη Σαξονία θα πρέπει να προωθηθεί σε όλη τη Γερμανία το σύνθημα της γενικής απεργίας, Τότε είναι που φάνηκε πόσο έξω είχαν πέσει οι υπολογισμοί της ηγεσίας του KPD. Ενώ οι κομμουνιστές ηγέτες περίμεναν μια ενθουσιώδη υποδοχή του καλέσματος για γενική απεργία από τις εργοστασιακές επιτροπές, μια παγωμάρα επικράτησε στην αίθουσα.

Οι σοσιαλδημοκράτες εξέφρασαν άμεσα και σθεναρά τις αντιρρήσεις τους. Έλεγαν ότι ο στρατηγός Μίλερ είχε δώσει εγγυήσεις ότι δε θα χτυπήσει τη Σαξονία. Ότι το να υιοθετήσουν την πρόταση Μπράντλερ θα είχε νόημα μόνο αν η Ράιχσβερ είχε ήδη ξεκινήσει επιθετικές κινήσεις, αλλιώς θα της δώσουν αφορμή. Σκαρφίστηκαν ακόμη το επιχείρημα ότι, αν περνούσε η πρόταση του Μπράντλερ, τότε η «εργατική κυβέρνηση» της Σαξονίας θα ήταν άμεσα υπόλογη στο συνέδριο των εργοστασιακών επιτροπών, πράγμα που ήταν «αντισυνταγματικό».

Ο Γκράουπε, έμπειρος σοσιαλδημοκράτης, απάντησε «επαναφέροντας στην τάξη» το συνάδελφό του, υπουργό Μπράντλερ, λέγοντας ότι το ζήτημα της υπεράσπισης της «εργατικής κυβέρνησης της Σαξονίας» εναπόκειται σε ολόκληρη την εργατική τάξη και όχι μόνο στη διάσκεψη των εργοστασιακών επιτροπών, όσο αντιπροσωπευτική και αν είναι. Άλλωστε, όπως τόνισε, η Σαξονία είχε την «κυβέρνηση της προλεταριακής άμυνας», που ήταν εκλεγμένη και υπεύθυνη στο σαξονικό κρατίδιο, στηριζόταν από 2 μεγάλα κόμματα και ο ίδιος ο Μπράντλερ ήταν μέλος της. Πρώτα και κύρια η υπεράσπιση της κυβέρνησης ήταν υπόθεση της ίδιας της κυβέρνησης, κατέληξε, και θα ήταν δυσφήμισή της να αποφασιστεί κάτι τέτοιο ερήμην της. Πρότεινε λοιπόν τον ορισμό μιας επιτροπής που θα μελετήσει το ζήτημα της γενικής απεργίας πιο ολοκληρωμένα. Αν οι κομμουνιστές επιμείνουν στην πρότασή τους, είπε, οι σοσιαλδημοκράτες θα εγκατέλειπαν πάραυτα τη διάσκεψη.

Ο Μπράντλερ και τα υπόλοιπα στελέχη του ΚΚ δεν έμειναν με πολλές επιλογές. Ο ορισμός της «επιτροπής» που δέχθηκε η διάσκεψη αποτέλεσε στην ουσία ματαίωση του σχεδίου για άμεση έκκληση σε γενική απεργία και το πέρασμα σε ανεβασμένες μορφές αγώνα. Ο ελιγμός αυτός, όπως με πικρία παρατήρησε ο Ταλχάιμερ, αποτέλεσε μια «πρώτης τάξεως κηδεία» των σχεδίων της εξέγερσης.

Μετά από αυτό, η ηγεσία του KPD αποφάσισε πως δεν υπάρχει το έδαφος για να προχωρήσουν οι σχεδιασμοί της και ανακάλεσε το σχέδιο της εξέγερσης. Άλλωστε, χωρίς τη σύμπραξη των σοσιαλδημοκρατών και την κινητοποίηση ευρύτερων μαζών στην οποία ήλπιζε, ούτε ο εξοπλισμός, ούτε οι δυνάμεις επαρκούσαν για μια τέτοια απόπειρα.

Στην ουσία, ολόκληρο το σχέδιο που είχε οικοδομηθεί γύρω από τη σαξονική κυβέρνηση είχε καταρρεύσει μέσα σε λίγες ώρες. «Η πολιτική μας στη Σαξονία τελείωσε με μια αμαχητί οπισθοχώρηση», έλεγε με πίκρα ο Τέλμαν.65

Και όταν την επόμενη μέρα τα στρατεύματα του στρατηγού Μίλερ άρχισαν να προελαύνουν εναντίον της Σαξονίας, το ΚΚ ακόμη προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί, χωρίς να μπορεί να προτείνει κάποια αποτελεσματική πρακτική δράση.

Στο Αμβούργο μόνο το σχέδιο που είχε καταρτιστεί για την εξέγερση δε ματαιώθηκε και οι εργάτες της πόλης έδωσαν μια ηρωική μάχη.66

Η τοπική κομματική επιτροπή του KPD είχε καθορίσει την έναρξη των ένοπλων επιχειρήσεων για τα ξημερώματα, στις 23 Οκτώβρη. Είχε προηγηθεί απόφαση των εργατών των ναυπηγείων να καλέσουν σε απεργία.

Τη νύχτα κυκλοφόρησε προκήρυξη που καλούσε σε απεργία και μαχητική δράση ενάντια στην κυβέρνηση και το στρατό που χτυπάνε τους εργάτες στη Σαξονία και τη Θουριγγία.

Στις 2 π.μ. ειδικές ομάδες μπλόκαραν τις επικοινωνίες στην πόλη. Στις 5 π.μ., όπως ήταν προγραμματισμένο, οι μαχητικές ομάδες κατέλαβαν 17 αστυνομικά τμήματα στην περιοχή του Αμβούργου, πήραν τον οπλισμό και άρχισαν να σηκώνουν οδοφράγματα. Με επικεφαλής τον Έ. Τέλμαν, η κομμουνιστική οργάνωση του Αμβούργου έφτανε μια δύναμη περίπου 18 χιλιάδων ανδρών.

Η τοπική διοίκηση της πόλης που ανήκε στους σοσιαλδημοκράτες, όπως και οι ηγέτες των ρεφορμιστικών συνδικάτων, ασφαλώς καταδίκασαν την εξέγερση. Καθώς το Αμβούργο βρέθηκε να πολεμάει μόνο του, παρά την αποφασιστικότητα των μαχητών, η κυβέρνηση μπόρεσε να συγκεντρώσει υπέρτερες δυνάμεις. Στρατιωτικές μονάδες από τις γύρω περιοχές συγκεντρώθηκαν και χτύπησαν σκληρά τους εξεγερμένους.

Στις 25 του Οκτώβρη και αφού πια ήταν φανερό ότι η εξέγερση δεν μπορούσε να εξαπλωθεί, οι δυνάμεις των επαναστατημένων εργατών άρχισαν, όσο πιο συντεταγμένα μπορούσαν, να υποχωρούν. Στο Αμβούργο άρχισε πια να επικρατεί κλίμα λευκής τρομοκρατίας, με αθρόες συλλήψεις και δολοφονίες. Η κομμουνιστική οργάνωση απαγορεύτηκε και κατασχέθηκαν όλα τα περιουσιακά της στοιχεία.

Η ήττα των εργατών στο Αμβούργο σηματοδότησε την κλιμάκωση της επίθεσης από την κυβέρνηση Στρέζεμαν. Μέχρι τις 30 Οκτώβρη οι μονάδες του στρατού είχαν καταλάβει τα κυβερνητικά κτήρια στη Δρέσδη και τις άλλες πόλεις και διέλυσε τη σαξονική κυβέρνηση. Στις 12 Νοέμβρη διαλύθηκε και η κυβέρνηση της Θουριγγίας. Στις 23 Νοέμβρη απαγορεύτηκε το KPD.

Η κυβέρνηση Στρέζεμαν, που σχεδόν όλοι θεωρούσαν αδύναμη στις αρχές του φθινοπώρου, ήταν εκείνη που κατόρθωσε τελικά να οδηγήσει τη γερμανική αστική τάξη στην ανάκτηση μιας σταθερότητας. Κατάφερε να καταστείλει τις εργατικές εξεγέρσεις. Εγκατέλειψε την πολιτική της «παθητικής αντίστασης» προσπαθώντας να βρει πεδίο συνεννόησης με τα κράτη της Αντάντ. Και κυρίως, εισήγαγε οικονομικές μεταρρυθμίσεις για την ανάσχεση του πληθωρισμού, με την εισαγωγή του rentenmark (μάρκο σταθερής απόδοσης που ήταν συνδεδεμένο με εμπράγματες εξασφαλίσεις), κατορθώνοντας σταδιακά να αποκλιμακώσει το πληθωριστικό χρήμα και να επαναφέρει κανονικούς ρυθμούς στην οικονομική ζωή.

Στην ουσία, μετά την πτώση της κυβέρνησης Κούνο, το KPD και η ΚΔ θεώρησαν ότι η κυβέρνηση Στρέζεμαν αντιπροσώπευε ένα περαιτέρω βήμα αποδυνάμωσης της αστικής τάξης, ένα βήμα κοντύτερα στα πρόθυρα της επαναστατικής κρίσης. Η πραγματικότητα όμως έδειξε, αντίστροφα προς αυτό που είχε ελπίσει το κομμουνιστικό κίνημα, ότι η κυβέρνηση Στρέζεμαν ήταν ένα βήμα προς τη σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας.

Μετά την οπισθοχώρηση του Οκτώβρη, όπως είναι φυσικό, ξέσπασε μια μεγάλη συζήτηση και διαπάλη στους κόλπους του KPD, όπως και της ΚΔ, σχετικά με τις αιτίες και την εκτίμηση των παραγόντων που οδήγησαν στην υποχώρηση. Η διαπάλη αυτή άρχισε τώρα να περιπλέκεται με τη διαπάλη που άρχισε να αναπτύσσεται μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα, καθώς είναι η περίοδος που αρχίζει να συγκροτείται η τροτσκιστική αντιπολίτευση.

Πολλές πλευρές της συζήτησης σωστά εστίασαν στο ζήτημα της συμμετοχής στις κυβερνήσεις της Σαξονίας και της Θουριγγίας. Ο Τέλμαν έγραφε χαρακτηριστικά:

«Την κρίσιμη στιγμή η καθοδήγηση του Κόμματός μας απέτυχε. Η είσοδος κομμουνιστών ηγετών από κοινού με τους “αριστερούς” σοσιαλδημοκράτες στην κυβέρνηση της Σαξονίας θα ήταν σωστή μόνο αν εξυπηρετούσε ένα μοναδικό στόχο: Την οργάνωση της επανάστασης, το κίνημα των μαζών, την ανάληψη της πάλης σε ολόκληρη τη Γερμανία.

Ακριβώς αυτόν το στόχο έχασε από τα μάτια της η τότε ηγεσία του Κόμματος. Οι ηγέτες μας αξιοποίησαν τις θέσεις τους στη σαξονική κυβέρνηση όχι προς όφελος της εξαπόλυσης της επίθεσης, αλλά προς όφελος της αποτροπής της σύγκρουσης. Πολιτική συνασπισμού δεν ήταν η είσοδος στη σαξονική κυβέρνηση, αλλά ότι αφέθηκαν σε αυτήν την κυβέρνηση να ξεγελαστούν και να καθοδηγηθούν, αντί αυτοί να καθοδηγήσουν τις εργατικές μάζες ενάντια στην κυβέρνηση του Ράιχ.»67

Η ίδια η ΕΕ της ΚΔ εκτιμούσε αργότερα ότι οι ηγέτες του KPD απέτυχαν να ανταποκριθούν στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και αντί να αξιοποιήσουν τις κυβερνητικές τους θέσεις ως σημείο έναρξης του ένοπλου αγώνα «μετέτρεψαν τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση της Σαξονίας σε μια συνηθισμένη κοινοβουλευτική συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες».68

Οι επισημάνσεις αυτές φωτίζουν ασφαλώς από σωστή σκοπιά το κρίσιμο ζήτημα του εξοπλισμού του προλεταριάτου, επικρίνοντας και αυταπάτες που υπήρχαν. Όμως το τοποθετούν ουσιαστικά ως «μη σωστή αξιοποίηση» της συμμετοχής στην κυβέρνηση. Το βαθύτερο πρόβλημα, της ίδιας της συμμετοχής των κομμουνιστών στις «εργατικές κυβερνήσεις», όπως και ο χαρακτήρας αυτών των κυβερνήσεων, δε φαίνεται να προσεγγίζεται πιο ολοκληρωμένα. Όπως επίσης ορθώς καταγγέλλεται η προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά η ίδια η συνεργασία με τέτοιες δυνάμεις αποτέλεσε την κύρια βάση του προβλήματος. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το KPD είχε κληθεί να υλοποιήσει κατευθύνσεις που σε μεγάλο βαθμό, και με αμφισημίες ασφαλώς στην εφαρμογή τους, πρόεκυπταν από τις αποφάσεις των Συνεδρίων της ΚΔ, τις αποφάσεις της ΕΕ της ΚΔ και σε κάποιες φάσεις μέσα και από την άμεση εμπλοκή της. Δε λειτουργούσε χωρίς συνεννόηση με την ΚΔ.

Από αυτήν την άποψη, οι ηρωικοί αυτοί αγώνες εμπλουτίζουν ασφαλώς την εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά, όπως φαίνεται και από τη συνέχεια, τόσο τη δεκαετία του ’20, όσο και μετέπειτα τη δεκαετία του ’30, συνεχίζεται σημαντική διαπάλη, με αντιφάσεις, αμφιταλαντεύσεις και όχι ενιαία αντίληψη για μια σειρά κρίσιμα στρατηγικά ζητήματα, που σε μια πορεία και κάτω από τις συνθήκες ανόδου του φασισμού θα μορφοποιηθούν αργότερα στη γραμμή των Λαϊκών Μετώπων και συνεργασίας με σοσιαλδημοκρατικές και αστικές «αντιφασιστικές» δυνάμεις.

Πολλά από τα σπέρματα αυτών των συζητήσεων, τα βλέπουμε ήδη στους ταξικούς αγώνες του 1921-1923 στη Γερμανία.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

α) Οι Γερμανοί κομμουνιστές έδωσαν όλα αυτά τα χρόνια έναν αγώνα γεμάτο ηρωισμό, αυταπάρνηση και αυτοθυσία. Μιλάμε για μια θυελλώδη περίοδο οξυμένων ταξικών αναμετρήσεων, ένοπλου προλεταριακού αγώνα και μαχητικής επαναστατικής πάλης. Μια απαιτητική περίοδο για το κομμουνιστικό κίνημα, που δρούσε σε συνθήκες που η αστική εξουσία έζησε σημαντικούς κλυδωνισμούς και προσπάθησε να συνδυάζει και να επεξεργάζεται όλες τις δυνατές μορφές πάλης, το μαζικό απεργιακό αγώνα, τη νόμιμη και παράνομη δουλειά, τη μαζική πάλη, την ένοπλη εξέγερση.

Και οι αδυναμίες, οι ανεπάρκειες ή τα λάθη, που σήμερα μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι έγιναν σε συλλογικό επίπεδο, έγιναν μέσα στη φλόγα των επαναστατικών αγώνων, με το βλέμμα στραμμένο άμεσα στην επανάσταση. Έγιναν σε φάσεις που η πάλη για την εξουσία μπήκε στην ημερήσια διάταξη, αλλά και με εναλλαγές, υποχωρήσεις, προχωρήματα και σκαμπανεβάσματα στην ταξική πάλη, όπου το νεαρό γερμανικό ΚΚ αλλά και η ΚΔ, που είχε μόλις πρόσφατα συγκροτηθεί, πάλευαν να διαμορφώσουν επαναστατική πολιτική.

Οι επαναστατικές δυνάμεις στη Γερμανία κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μια εξαιρετικά σύνθετη και απαιτητική κατάσταση. Σε σύγκριση με τη Ρωσία και τη νικηφόρα πείρα που απέκτησε εκεί το κομμουνιστικό κίνημα, είχαν να αντιμετωπίσουν ένα πιο ισχυρό αστικό κράτος, με θεσμούς και λειτουργίες που είχαν βαθύτερα ερείσματα στη γερμανική κοινωνία με βάση την καπιταλιστική της ανάπτυξη, με μεγαλύτερες ικανότητες ενσωμάτωσης και χειραγώγησης της εργατικής τάξης.

Είχαν να αντιμετωπίσουν ένα πιο έμπειρο και ικανό αστικό πολιτικό σύστημα, με συγκροτημένα πολιτικά κόμματα και πολιτικές εκπροσωπήσεις που δρούσαν σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού, γενικών εκλογών και αστικών πολιτικών δικαιωμάτων όπως είχαν αναπτυχθεί για αρκετά χρόνια, παρά τους επιμέρους περιορισμούς στο έδαφος των συμβιβασμών της αστικής τάξης στο πλαίσιο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.

Είχαν να αντιμετωπίσουν και έναν πολύ δύσκολο αντίπαλο μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα, την έμπειρη σοσιαλδημοκρατία, που εδραζόταν άλλωστε στην ύπαρξη πιο διευρυμένων στρωμάτων εργατικής αριστοκρατίας και υλικών όρων ενσωμάτωσης τμημάτων της εργατικής τάξης.

 

β) Όπως και στο προηγούμενο μέρος του άρθρου, έτσι και στα γεγονότα που εξιστορούνται για την περίοδο 1920-1923, φωτίζεται ο καθοριστικός ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας για τη σωτηρία της αστικής εξουσίας.

Η ισχυρή επιρροή του SPD στην εργατική τάξη και τις οργανώσεις της αποδείχθηκε ένα πολύ δύσκολο εμπόδιο. Ήταν πολύμορφοι οι δεσμοί της, μέσα από την ιστορία του κινήματος, τη συνδικαλιστική του οργάνωση και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία που είχε αναπτυχθεί, μέσα και από τις βαθύτερες ρεφορμιστικές αντιλήψεις που υπήρχαν και προπολεμικά στο γερμανικό εργατικό κίνημα. Το SPD διέθετε ένα πλήθος πολυάριθμων οργανώσεων, συλλόγων, εκδόσεων και εφημερίδων, πλαισίωνε τη δράση του στους εργαζόμενους μέσα από μορφωτικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς συλλόγους και λέσχες, από αντίστοιχη πλούσια δραστηριότητα. Όλα αυτά, που θα έπρεπε να είναι επαναστατικοί δεσμοί με την εργατική τάξη, μετατράπηκαν τελικά σε ρεφορμιστικά δεσμά που την κρατούσαν καθηλωμένη στην παλιά σοσιαλδημοκρατία.

Όπως εύστοχα παρατηρεί ένας ιστορικός για να περιγράψει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι κομμουνιστές στην απόσπαση δυνάμεων από τους σοσιαλδημοκράτες, «το SPD διέθετε παράδοση, πείρα και οργάνωση, έχοντας μια συνολικά ισχυρότερη αποδοχή στο μέσο Γερμανό εργαζόμενο. Ο τυπικός οπαδός των σοσιαλδημοκρατών ήταν σε γενικές γραμμές πειθαρχημένος, κοιτούσε με περηφάνια τα προηγούμενα κατορθώματα του κόμματος, ένα κόμμα στο οποίο συχνά ο πατέρας του ή ακόμη και ο παππούς του ανήκαν. Και αυτός συνήθως είχε οργανωθεί από πολύ νέος (…). Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, περισσότερο από ένα πολιτικό κόμμα, ήταν ένας θεσμός.»69

Όπως είδαμε, αυτές οι δυσκολίες στη διαπάλη με τη σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσαν, ανάμεσα σε άλλα, και παράγοντα που ώθησε το κομμουνιστικό κίνημα σε μια αντιφατική στάση απέναντί της. Στην ουσία, μετά τον πόλεμο, διαμορφώθηκε για τα κομμουνιστικά κόμματα ένα σχετικά πρωτόγνωρο καθήκον: Μετά τους πρώτους, μεγάλους κλονισμούς που δέχθηκε η αστική εξουσία σε μια σειρά χώρες, κατάφερε λίγο-πολύ τελικά να σταθεροποιηθεί, και σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα να αναβαπτιστεί μετά την πτώση των αυτοκρατοριών και την ανάδυση ευρύτερα αστικοκοινοβουλευτικών μορφών άσκησης της εξουσίας. Οι σταθεροποιητικές αυτές τάσεις του καπιταλισμού συνέβαλαν και στην πορεία ανασύνταξης της σοσιαλδημοκρατίας μετά την εμβληματική της χρεοκοπία την περίοδο του πολέμου. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είχαν δεχθεί σφοδρό πλήγμα από την αποχώρηση των επαναστατικών δυνάμεων που συγκρότησαν τα ΚΚ, αλλά και γενικότερα από τον πολιτικό και ηθικό ξεπεσμό τους. Με άλλα λόγια, η σταθεροποίηση του καπιταλισμού μετά το πρώτο επαναστατικό κύμα αποτέλεσε και παράγοντα σταθεροποίησης της σοσιαλδημοκρατίας, που πέρασε μάλιστα πλέον σε θέσεις κυβερνητικής διαχείρισης.

Από αυτήν την άποψη, τα νεαρά ΚΚ έπρεπε να αντιμετωπίσουν κάτι που δεν είχαν αντιμετωπίσει στο παρελθόν: Στα 1918-1919 είχαν ελπίσει σε μια γρήγορη πορεία της επανάστασης, σπάσιμο των παλιών αυταπατών και ταχύτερο κέρδισμα των μαζών που ακολουθούσαν τη σοσιαλδημοκρατία. Καθώς όμως το επαναστατικό κύμα άρχισε να υποχωρεί, έπρεπε να βρουν τρόπους να επικοινωνούν, αλλά και να αποσπούν εργατικές δυνάμεις που δεν αποκολλήθηκαν από τη σοσιαλδημοκρατία και παρέμεναν υπό την επιρροή της. Να αναπτύσσουν δηλαδή και σκληρή πολεμική απέναντι στην παλιά σοσιαλδημοκρατία, από την οποία μόλις είχαν εξάλλου αποχωρήσει, αλλά να διαμορφώνουν και γραμμή προσέγγισης με τμήματα των εργαζόμενων που ακόμη την εμπιστεύονταν και την αναγνώριζαν ως «σοσιαλιστική», «εργατική» πολιτική δύναμη.

Σε αυτό το πλαίσιο ξεδιπλώνονται πολλές από τις δυσκολίες ανάπτυξης της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος και οι αντιφατικές επεξεργασίες που παρακολουθήσαμε τόσο στο KPD όσο και στην ΚΔ.

Για παράδειγμα, οι επεξεργασίες γύρω από το «ενιαίο μέτωπο» των εργατών προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν ακριβώς το ζήτημα της δράσης των κομμουνιστών και διεύρυνσης της επιρροής τους σε εργαζόμενους που επηρεάζονται από τη σοσιαλδημοκρατία. Σε γενικές γραμμές φαίνεται να στηρίζονταν στο συλλογισμό ότι οι μάζες που ακολουθούσαν τους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες θα απέσυραν την εμπιστοσύνη τους μετά από «προδοσίες» ή διαψεύσεις και θα ακολουθούσαν μετά μαζικά τους κομμουνιστές. Το σπάσιμο όμως των παλιών αυταπατών αποδείχθηκε τελικά πολύ πιο σύνθετη υπόθεση. Αποδείχτηκε ότι χρειαζόταν βαθύτερη εξέταση γύρω από τους όρους πρόσδεσης των μαζών στις ηγεσίες, στους πολύ βαθύτερους όρους ανάπτυξης του ρεφορμισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Και ενώ σε αναλύσεις της ΚΔ εκείνη την περίοδο η σοσιαλδημοκρατία συχνά αντιμετωπίζεται σαν να βρίσκεται διαρκώς στο χείλος του γκρεμού, να είναι συνεχώς προ του σημείου να χάσει την επιρροή της προς τους εργαζόμενους, αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ πιο ανθεκτική.

Ουσιαστικά, αποδείχθηκε ότι τόσο το ΚΚ στη Γερμανία όσο και η ΚΔ δεν είχαν τη θεωρητική και πολιτική ετοιμότητα να αντιμετωπίσουν τις νέες δυσκολίες που ανέδειξε η πορεία της ταξικής πάλης. Δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που έθεσε το γεγονός ότι η επαναστατική πάλη δεν προχώρησε όσο ευθύγραμμα είχαν ελπίσει αρχικά και έπρεπε να διαμορφώσουν πολιτικές επεξεργασίες σε ένα πιο σύνθετο περιβάλλον, που περιλάμβανε, παράλληλα με τις τάσεις κλονισμού της αστικής εξουσίας, και αντίρροπες τάσεις ισχυρών αντοχών και ερεισμάτων του κοινοβουλευτισμού, όπως και ισχυρές τάσεις ενσωμάτωσης τμημάτων της εργατικής τάξης.

 

γ) Σε αυτό το έδαφος αναπτύχθηκε και η διαπάλη στις γραμμές της ΚΔ για τη στάση απέναντι στις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, ενώ αναπτύχθηκε και ο προβληματισμός γύρω από το αν σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου η πολιτική συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία ή ένα κομμάτι της στο πλαίσιο ενός κυβερνητικού στόχου θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά για τον απεγκλωβισμό εργατικών μαζών.

Οι συζητήσεις στο 3ο, όπως και στο 4ο Συνέδριο της ΚΔ, οι αντιφατικές προσεγγίσεις γύρω από το «ενιαίο εργατικό μέτωπο» αλλά και η μορφοποίηση των αποφάσεων γύρω από τις «εργατικές κυβερνήσεις» ανέδειξαν τον εξαιρετικά σύνθετο χαρακτήρα αυτής της διαπάλης και αποτελούν πλευρές που απαιτούν εκτενέστερη μελέτη.

Η πείρα από τις κυβερνήσεις στη Σαξονία και τη Θουριγγία, σε συνθήκες μάλιστα επαναστατικού αναβρασμού, έδειξε ότι δεν επιβεβαιώθηκε η προσδοκία ότι οι κυβερνητικές θέσεις και σε κυβερνητική συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες θα μπορούσαν να δώσουν το έναυσμα της επαναστατικής εξέγερσης.

Οι κομμουνιστές εξάρτησαν το σχεδιασμό και τις ελπίδες τους από τη στάση των θεωρούμενων «αριστερών» σοσιαλδημοκρατών, που όπως είδαμε με σαφήνεια τάχθηκαν ενάντια. Στην ουσία βρέθηκαν εγκλωβισμένοι. Και μάλιστα, ενώ ακολουθούσαν μια πολιτική συμμετοχής στην κυβέρνηση όχι ασφαλώς από πρόθεση συμβιβασμού, αλλά στο πλαίσιο της αντίληψης και της στρατηγικής της ΚΔ ότι μια τέτοια γραμμή θα μπορούσε «να ανοίξει» γρηγορότερα το δρόμο για την επανάσταση. Με άλλα λόγια, ανεξαρτήτως προθέσεων, ο δρόμος αυτός οδηγεί σε απομάκρυνση και όχι σε «προσέγγιση» της επανάστασης.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που απέτυχε ξεκάθαρα ήταν η αντίληψη ότι οι κομμουνιστές θα μπορούσαν να «πιέσουν» και να «ρυμουλκήσουν» τις πολιτικές δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας μέσα από ένα κοινό πρόγραμμα πολιτικών στόχων και δράσης. Διαψεύστηκε ηχηρά η προσδοκία ότι η κυβερνητική συνεργασία με τέτοιες δυνάμεις θα ήταν ο καταλύτης που θα «επιτάχυνε» τα επαναστατικά γεγονότα.

 

δ) Δεν είναι μόνο η πείρα από τη Γερμανία αλλά η πείρα ολόκληρου του κομμουνιστικού κινήματος που δείχνει ότι ο δρόμος της ταξικής πάλης ούτε είναι ευθύγραμμος, ούτε βαδίζει απρόσκοπτα από νίκη σε νίκη. Ίσα-ίσα, ο δρόμος προς τη μεγάλη νίκη είναι σπαρμένος μέσα σε πισωγυρίσματα. Πολύ περισσότερο σήμερα, στις συνθήκες της βαθιάς υποχώρησης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που επιβάλλει την πολιτική του ανασύνταξη, που επιβάλλει την κριτική ματιά στην πλούσια ιστορία του, την εξαγωγή συμπερασμάτων.

Γι’ αυτό και η μελέτη του συναρπαστικού αγώνα των Γερμανών κομμουνιστών στα χρόνια 1918-1923 αποτελεί πηγή έμπνευσης αλλά και διδαγμάτων που ισχυροποιούν τη σημερινή πάλη.

Μετά την ήττα των Σπαρτακιστών το Γενάρη, ο Κ. Λίμπκνεχτ έγραφε στο τελευταίο του άρθρο πριν δολοφονηθεί:

«Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφτηκαν και οι Έμπερτ - Σάιντεμαν - Νόσκε νίκησαν. Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες.

Οι ηττημένοι της αιματηρής βδομάδας του Γενάρη πάλεψαν ηρωικά. Αγωνίστηκαν για τον πιο σπουδαίο, τον ευγενέστερο σκοπό της ρημαγμένης ανθρωπότητας. Έχυσαν το αίμα τους και το αίμα τους καθαγιάστηκε. Και από κάθε του σταγόνα, από αυτά τα δόντια του δράκου που έσπειραν οι σημερινοί νικητές, θα ξεπηδήσουν οι αυριανοί εκδικητές –από τα κουρελιασμένα απομεινάρια των ηττημένων σηκώνονται ήδη οι νέοι στρατιώτες που παλεύουν για το μεγάλο μας σκοπό, που είναι ανίκητος! Οι νικημένοι του σήμερα θα γίνουν οι νικητές του αύριο!»

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Κωστής Μπορμπότης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Β. Ι Λένιν, «Χαιρετιστήριο προς τη Σοβιετική Δημοκρατία της Βαυαρίας», Άπαντα, τόμ. 38, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 321-322.

2. H. Winkler, Βαϊμάρη. Η Ανάπηρη Δημοκρατία (1918-1933), εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2012, σελ. 17.

3. J. Backhaus, G. Chaloupek, H. A. Frambach (ed.), The First Socialization Debate (1918) and Early Efforts Towards Socialization, Springer, 2019, σελ. 6-7.

4. H. Winkler, Βαϊμάρη. Η Ανάπηρη Δημοκρατία (1918-1933), εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2012, σελ. 45.

5. Αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το ζήτημα της «εργατικής κυβέρνησης» που τέθηκε κατά τη διάρκεια της γενικής απεργίας. Σε συνθήκες που διεξαγόταν μαζική και ένοπλη πάλη των εργατών ενάντια στο πραξικόπημα του Καπ και με την εκλεγμένη κυβέρνηση να βρίσκεται εκτός Βερολίνου, ο Λέγκιεν πρότεινε στους ηγέτες των «ανεξάρτητων» τη συγκρότηση μιας «εργατικής κυβέρνησης» αποτελούμενης από αντιπροσώπους των εργατικών κομμάτων και των συνδικάτων. Είναι ουσιαστικά η πρώτη φορά που εμφανίζεται το σύνθημα της «εργατικής κυβέρνησης». Μέσα στους «ανεξάρτητους», που ούτως ή άλλως υπήρχε διαπάλη, μια μερίδα τάχθηκε υπέρ, ενώ μια άλλη τοποθετήθηκε αρνητικά επιχειρηματολογώντας ότι μια «εργατική κυβέρνηση» είναι μόνο η εξουσία των συμβουλίων. Η τοποθέτηση δεν ήταν εύκολη ούτε για το KPD, το οποίο απέρριψε μια τέτοια σύμπραξη, ενώ επανήλθε την επόμενη μέρα προσθέτοντας ότι, σε περίπτωση που τα άλλα κόμματα θα σχημάτιζαν μια τέτοια κυβέρνηση, εκείνο, διατηρώντας την πλήρη ελευθερία δράσης του, θα λειτουργούσε ως «νομιμόφρονα αντιπολίτευση», δηλαδή δε θα καλούσε σε άμεση ανατροπή της κυβέρνησης στο βαθμό που εκείνη δε θα επιτεθεί στους εργαζόμενους. Ο Λένιν αναφέρεται σε αυτό το θέμα στον Αριστερισμό, όπου συμμερίζεται μεν την εκτίμηση του KPD για το συσχετισμός των δυνάμεων και για το ότι με βάση την εμπιστοσύνη που δείχνουν σε εκείνη τη φάση οι εργάτες στους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες, οι εργάτες αυτοί πιθανότατα θα «λυτρωθούν από τις τελευταίες μικροαστικές-δημοκρατικές αυταπάτες τους με την πείρα που θα αποκομίσουν από τις κυβερνήσεις “τους”», αλλά ξεκαθαρίζει (ασκώντας κριτική στον τρόπο με τον οποίο και το ΚΚ αναφέρεται σε αυτήν την κυβέρνηση ως «σοσιαλιστική») ότι με κανέναν τρόπο «δεν μπορεί κανείς να ονομάζει “σοσιαλιστική” μια κυβέρνηση σοσιαλπροδοτών». Βλ. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 41, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 95-96.

6. Β. Ι. Λένιν, «Το ΙΧ Συνέδριο του ΚΚ (μπ), Εναρκτήριος λόγος», Άπαντα, τόμ. 40, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 235-236.

7. Β. Ι. Λένιν, «Χαιρετισμός στους Ιταλούς, Γάλλους και Γερμανούς κομμουνιστές», Άπαντα, τόμ. 39, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 221-222.

8. Β. Ι. Λένιν, «Γράμμα προς την ΚΕ του ΚΚ Γερμανίας απ’ αφορμή τη διάσπαση», ό.π. σελ. 253-254.

9. Το KAPD διατήρησε για τα επόμενα δύο περίπου χρόνια μια αντιφατική σχέση με την ΚΔ, ενώ πολλοί αγωνιστές που δρούσαν μέσα από τις γραμμές του πήραν ενεργό μέρος στις μεγάλες ταξικές μάχες του 1921-1923. Το 1921 διατηρούσε γύρω στα 40.000 μέλη, ενώ τα στελέχη του, με πιο γνωστό ίσως τον Ότο Ρίλε, είχαν δεσμούς με το ρεύμα των Ολλανδών κομμουνιστών Χ. Γκέρτερ και Α. Πάνεκουκ, στους οποίους επίσης ο Λένιν ασκεί κριτική στον Αριστερισμό. Αναφέρονται συχνά και ως δυνάμεις του ρεύματος του λεγόμενου «συμβουλιακού κομμουνισμού». Σταδιακά το KAPD ακολουθεί μια όλο και πιο τυχοδιωκτική πολιτική, εγκαταλείπει την ΚΔ και σύντομα εκφυλίζεται.

10. Β. Ι. Λένιν, «Όροι εισδοχής στην ΚΔ», Άπαντα, τόμ. 41, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 204.

11. Ενδεικτικό της μεγάλης σημασίας που είχε η έκβαση του συγκεκριμένου συνεδρίου για το διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα είναι ότι από την αντίθετη πλευρά είχε προσκληθεί και μίλησε εκ μέρους των μενσεβίκων ο ηγέτης τους Γ. Μαρτόφ, στον οποίο μάλιστα χορηγήθηκαν οι σχετικές άδειες για να ταξιδέψει από τη Ρωσία στη Γερμανία.

12. Το κείμενο του «Ανοιχτού Γράμματος» παρατίθεται στο Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung (Institut für Marxismus-Leninismus beim Zentralkomitee der SED), τόμ. 3 (1917-1923), Dietz Verlag, Berlin, 1966, σελ. 610.

13. Η πορεία και οι απόψεις της Ρ. Φίσερ εκφυλίζονται σταδιακά σε αντικομμουνισμό. Μετά από μια σύντομη θητεία στην ηγεσία του KPD, η Φίσερ πέρασε σταδιακά σε αντισοβιετικές θέσεις, αργότερα στις ΗΠΑ έκανε «καριέρα» στο λεγόμενο «αντισταλινισμό», ενώ μάλιστα υπήρξε μάρτυρας κατηγορίας ενάντια σε κομμουνιστές που κατηγορούνταν ως «πράκτορες».

14. Πρόκειται για το συνέδριο του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Λιβόρνο (Γενάρης 1921), όπου βασικό αντικείμενο ήταν η υιοθέτηση των 21 όρων. Ο Λεβί ήταν παρών στο συνέδριο εκ μέρους του KPD και διαφώνησε με τους εκπροσώπους της ΚΔ ως προς τον χρόνο και τρόπο της συγκρότησης νέου (κομμουνιστικού) κόμματος, όσο και με τους Ιταλούς κομμουνιστές Α. Γκράμσι και Α. Μπορντίγκα που υποστήριζαν την άμεση διάσπαση. Γίνεται κατανοητό ότι το «ιταλικό ζήτημα» δεν ήταν ασύνδετο με τα ζητήματα που απασχολούσαν το ίδιο το γερμανικό κίνημα.

15. W. Angress, Stillborn Revolution, The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Princeton University Press, New Jersey, 1963, σελ. 124.

16. W. Angress, Stillborn Revolution, The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Princeton University Press, New Jersey, 1963, σελ. 107.

17. P. Broué, The German Revolution, 1917-1923, Brill, Leiden, 2005, σελ. 495.

18. Στη βιβλιογραφία υπάρχουν διαφοροποιημένες εκδοχές σχετικά με το τι είδους εξουσιοδοτήσεις είχε ακριβώς ο Μπέλα Κουν, ο οποίος πάντως ανέπτυξε εξαιρετικά εχθρικές σχέσεις με ένα τμήμα των στελεχών του KPD (με πιο χαρακτηριστική ίσως την Κ. Τσέτκιν). Ο Λένιν δίνει δίκιο στην Τσέτκιν και τον Λεβί για τις ενστάσεις τους σχετικά με τις ενέργειες του Κουν· «εγώ πρόθυμα πιστεύω ότι ο αντιπρόσωπος της εκτελεστικής επιτροπής [της ΚΔ] υπεράσπισε μιαν ανόητη τακτική», αναφέρει σε σχετική επιστολή προς τους δυο τους, επισημαίνοντας όμως ότι τόσο η λογική της παραίτησης από την ΚΕ, όπως και η στάση του Λεβί γύρω από το ιταλικό ζήτημα είναι λαθεμένες (βλ. Άπαντα, τόμ. 52, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 149). Και στις σχετικές συζητήσεις που έγιναν στο 3ο Συνέδριο της ΚΔ μετά από μερικούς μήνες, ο Λένιν άσκησε αντίστοιχη κριτική στον Κουν για τους χειρισμούς του στη Γερμανία.

19. Ενδεικτικά, στις εκλογές που πρόσφατα είχαν γίνει στην περιφέρεια Χάλλε-Μερσεβούργου (Φλεβάρης 1921), το KPD κατέγραψε 197.113 ψήφους, έναντι 70.340 του SPD και 74.754 του USPD.

20. W. Angress, Stillborn Revolution, The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Princeton University Press, New Jersey, 1963, σελ. 140.

21. Ο Μ. Χολτς (Max Hölz) ανέπτυξε μαχητική επαναστατική δράση από το 1919. Διαγράφηκε από το KPD εξαιτίας των μισοαναρχικών αντιλήψεών του. Βρισκόταν διαρκώς σε καθεστώς διώξεων και παρανομίας, συγκροτώντας μικρές ένοπλες ομάδες που παρενοχλούσαν τις Αρχές, την αστυνομία, έκαναν επιθέσεις σε εργοστάσια, βιομήχανους και μεγαλογαιοκτήμονες που δεν πλήρωναν τους εργάτες τους κ.ά. Το 1921 έπαιξε σημαντικό ρόλο στη «Δράση του Μάρτη». Το 1922, όντας στη φυλακή, επανασυνδέθηκε με το κομμουνιστικό κόμμα, ενώ μετά την απελευθέρωσή του το 1928 κατέφυγε στη Σοβιετική Ρωσία. Πέθανε από πνιγμό το 1933.

22. Β. Ι. Λένιν, «Πολιτική Έκθεση της ΚΕ» (ομιλία στο VII Συνέδριο του ΚΚΡ μπ.), Άπαντα, τόμ. 36, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 15.

23. Η προοπτική μιας σοσιαλιστικής επανάστασης στη Γερμανία ασφαλώς θα άλλαζε πολλά δεδομένα, και δικαιολογημένα ο Λένιν το φθινόπωρο του 1918, όταν ξεσπούσαν το επαναστατικά γεγονότα, έγραφε με ενθουσιασμό: «Όλοι θα πεθάνουμε για να βοηθήσουμε τους Γερμανούς εργάτες στο έργο της προώθησης της επανάστασης που ήδη άρχισε», ενώ ταυτόχρονα έδινε πρακτικές εντολές στα σοβιετικά κρατικά όργανα για να συγκεντρώσουν σιτηρά για τους Γερμανούς εργάτες και να οργανώσουν ένοπλα εθελοντικά σώματα. «Την άνοιξη να έχουμε έναν στρατό 3 εκατομμυρίων για βοήθεια στην παγκόσμια εργατική επανάσταση», έγραφε. Bλ. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 50, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 185-186.

24. E. H. Carr, Α History of Soviet Russia, The Bolshevik Revolution 1917–1923, III, Macmillan, London, 1953, σελ. 188.

25. P. Broué, The German Revolution, 1917-1923, Brill, Leiden, 2005, σελ. 422.

26. Η Κομμουνιστική Διεθνής. Θέσεις και Καταστατικό όπως ψηφίστηκαν στο Β΄ Συνέδριο (6-25 Ιούλη 1920), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2007, σελ. 77.

27. Β. Ι. Λένιν, «Ο “Αριστερισμός”, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Άπαντα, τόμ. 41, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 3-4.

28. Ου. Φόστερ, Ιστορία των τριών Διεθνών, εκδ. Γνώσεις, Αθήνα, 1975, σελ. 396.

29. Β. Ι. Λένιν, «Έκθεση για την τακτική του ΚΚΡ – 5 Ιούλη (3ο Συνέδριο της ΚΔ), Άπαντα, τόμ. 44, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 36.

30. Β. Ι. Λένιν, «Πολιτική Έκθεση της ΚΕ» (Ομιλία στο VII Συνέδριο του ΚΚΡ-μπ.), Άπαντα, τόμ. 36, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 16.

31. Πολύ χαρακτηριστικά, ο Ράντεκ έλεγε για τις πρωτοβουλίες γύρω από το «Ανοιχτό Γράμμα», που αποτέλεσαν μεγάλο κομμάτι της συζήτησης, ότι «αν βρισκόμουν στη Μόσχα, αυτή η ιδέα δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να μου είχε περάσει από το μυαλό». Βλ. Broué, The German Revolution, 1917-1923, Brill, Leiden, 2005, σελ. 470.

32. Β. Ι. Λένιν, «Λόγος για την υπεράσπιση της τακτικής της ΚΔ – 1 Ιούλη (3ο Συνέδριο της ΚΔ)», Άπαντα, τόμ. 44, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 28-29, 25.

33. Β. Ι. Λένιν, «Λόγοι στη σύσκεψη των μελών της γερμανικής, πολωνικής, τσεχοσλοβάκικης, ουγγρικής και ιταλικής αντιπροσωπίας – 11 Ιούλη (3ο Συνέδριο της ΚΔ)», ό.π., σελ. 61.

34. Β. Ι. Λένιν, «Γράμμα προς τους Γερμανούς κομμουνιστές», Άπαντα, τόμ. 44, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 88. Παράλληλα, σε στελέχη όπως η Κ. Τσέτκιν που προσπάθησαν να ρίξουν «γέφυρες επικοινωνίας» με τον Λεβί τόνιζε ότι η μετέπειτα στάση του είναι αυτή που θα κρίνει τελικά αν ο ίδιος θα παραμείνει στο κομμουνιστικό κίνημα ή όχι. Η πορεία του Λεβί απέδειξε ότι και πάλι ο Λένιν είχε δίκιο, καθώς μετά την ίδρυση μιας βραχύβιας οργάνωσης (Kommunistische Arbeitsgemeinschaft – KAG), από το 1922 και ύστερα ο Λεβί στράφηκε προς το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

35. Το ζήτημα της βοήθειας στα νεαρά ΚΚ να αναπτύξουν την πολιτική τους δουλειά μέσα στην εργατική τάξη φαίνεται ότι αποτέλεσε βασική ιεράρχηση για τον Λένιν σε εκείνη τη φάση. Και ίσως από αυτήν τη σκοπιά μπορούμε να δούμε την «αυτοκριτική» εκτίμηση που κάνει 8 μήνες μετά το Συνέδριο σχετικά με την επιμέρους υπεράσπιση απόψεων του Λεβί: «Οφείλω να εξομολογηθώ για ένα λάθος που έκανα στο 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς επίσης από υπερβολική επιφυλακτικότητα. Στο Συνέδριο αυτό στεκόμουν στην άκρα δεξιά πτέρυγα. Ήμουν βέβαιος πως η θέση αυτή ήταν η μοναδικά σωστή, γιατί μια αρκετά πολυπληθής (και με κύρος) ομάδα αντιπροσώπων, με επικεφαλής πολλούς Γερμανούς, Ούγγρους και Ιταλούς συντρόφους, έπαιρνε μια θέση άκρως “αριστερή”, λαθεμένη αριστερή θέση, και πολύ συχνά, αντί να μελετήσει ήρεμα μια κατάσταση που δεν ήταν και τόσο ευνοϊκή για γρήγορη και άμεση επαναστατική δράση, ανέμιζε τις κόκκινες σημαιούλες. (...) Η εξέλιξη του γερμανικού και του ιταλικού κόμματος ύστερα από το 3ο Συνέδριο της ΚΔ αποδείχνει πως τα κόμματα αυτά πήραν υπόψη τους το λάθος των αριστερών και το διορθώνουν λίγο-λίγο, σιγά-σιγά, μα σταθερά.» Bλ. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 44, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 419.

36. Τέτοιοι προβληματισμοί διατυπώθηκαν σε μια σειρά τοποθετήσεις, βλ. ενδεικτικά στα πρακτικά του συνεδρίου, «To the Masses», Proceedings of the Third Congress of the Communist International, 1921 (ed. J. Riddell), Heymarket Books, Chicago, 2015, σελ. 187, 242 κ.ά. Οι πλευρές αυτές απαιτούν ασφαλώς εκτενέστερες αναφορές και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επόμενης αρθρογραφίας.

37. «Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς», Φλεβάρης 2019.

38. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (1918-1939), τόμ. Α2, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2018, σελ. 190.

39. Toward the United Front, Proceedings of the Fourth Congress of the Communist International, 1922 (ed. J. Riddell), Heymarket Books, Chicago, 2012, σελ.167-168.

40. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Η1-Η2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1961, σελ. 741.

41. P. Broué, The German Revolution, 1917-1923, Brill, Leiden, 2005, σελ. 726.

42. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Η1-Η2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1961, σελ. 741.

43. Για τη διαπάλη στο συνέδριο και σχετικές τοποθετήσεις βλ. Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung (Institut für Marxismus-Leninismus beim Zentralkomitee der SED), τόμ. 3 (1917-1923), Dietz Verlag, Berlin, 1966, σελ. 382-384. Πολύ χαρακτηριστικά, στη σχετική ψηφοφορία της εισήγησης για τη δουλειά του ενιαίου μετώπου το αποτέλεσμα ήταν 118 υπέρ, 59 κατά.

44. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Η1-Η2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1961, σελ. 754-746.

45. W. Angress, Stillborn Revolution, The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Princeton University Press, New Jersey, 1963, σελ. 304.

46. H. Winkler, Βαϊμάρη. Η Ανάπηρη Δημοκρατία (1918-1933), εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2012, σελ. 98-99. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των αντιφάσεων είναι η ίδια η αντιμετώπιση του Κ. Ράντεκ. Όταν κάποια στιγμή συνελήφθη στη Γερμανία στο πλαίσιο της αποστολής του εκ μέρους της ΚΔ, το κελί του μετατράπηκε τελικά σε άτυπο «διπλωματικό γραφείο», καθώς τον επισκέπτονταν συχνά διάφοροι κρατικοί παράγοντες για να βολιδοσκοπήσουν τις προθέσεις της Σοβιετικής Ρωσίας.

47. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Η1-Η2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1961, σελ. 709.

48. E. H. Carr, A History of Soviet Russia, The Interregnum 1923-1924, Macmillan, London, 1954, σελ. 153.

49. E. H. Carr, A History of Soviet Russia, The Interregnum 1923-1924, Macmillan, London, 1954, σελ. 214-5.

50. Την περίοδο εκείνη αυξήθηκε και η δύναμη του KPD. Τα επίσημα μέλη του με βάση τις ιστορικές καταγραφές από 224.389 που ήταν το Σεπτέμβρη του 1922 αυξήθηκαν σε 294.230 το φθινόπωρο του 1923. Βλ. W. Angress, Stillborn Revolution, The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Princeton University Press, New Jersey, 1963, σελ. 250.

51. Β. Σερζ, Μαρτυρίες από τη Γερμανική Επανάσταση, Redmarks, Αθήνα, 2018, σελ. 66-67.

52. F. I. Firsov, «Ein Oktober, der nicht stattfand. Die revolutionären Pläne der RKP(b) und der Komintern», στη συλλογή κειμένων και ντοκουμέντων Deutscher Oktober 1923. Ein Revolutionsplan und sein Scheitern (ed. B. Bayerlein, L. Babicenko, F. Firsov, A. Vatlin), Aufbau-Verlag, Berlin, 2003, σελ. 39.

53. Για τις συγκεκριμένες επιστολές βλ. Сталин И.В. Cочинения. - Т. 17. - Тверь: Научно-издательская компания “Северная корона”, 2004, σελ. 171-173 και 175-177, όπως και τη συλλογή ντοκουμέντων Deutscher Oktober 1923. Ein Revolutionsplan und sein Scheitern (ed. B. Bayerlein, L. Babicenko, F. Firsov, A. Vatlin), Aufbau-Verlag, Berlin, 2003, σελ. 99-10 και 110-112.

54. Ο Στάλιν, όπως αναφέρθηκε και στο κείμενο, φαίνεται να αντιμετώπισε την κατάσταση με μεγαλύτερη σύνεση και ρεαλισμό. Ασφαλώς, όπως το ΠΓ του μπολσεβίκικου κόμματος και η ΕΕ της ΚΔ, υποστήριξε τη γερμανική υπόθεση. Στις 10 Οκτώβρη η Rote Fahne δημοσιεύει επιστολή του Στάλιν προς τον Ταλχάιμερ με την οποία χαιρετίζει τους αγώνες του γερμανικού προλεταριάτου. Πλευρές των εκτιμήσεων και των χειρισμών του γερμανικού ζητήματος στην ΚΔ αποτέλεσαν και στοιχεία της μελλοντικής διαπάλης στο μπολσεβίκικο κόμμα. Βλ. ενδεικτικά την απάντηση του Στάλιν στον Ζινόβιεφ (5.8.1927, Ι. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμ. 10, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 83).

55. W. Angress, Stillborn Revolution, The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Princeton University Press, New Jersey, 1963, σελ. 395.

56. E. H. Carr, A History of Soviet Russia, The Interregnum 1923-1924, vol. III, Macmillan, London, 1953, σελ. 203.

57. Βλ. τις σχετικές αφηγήσεις που παρατίθενται: P. Broué, The German Revolution, 1917-1923, Brill, Leiden, 2005, σελ. 758, και Angress, Stillborn Revolution, The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Princeton University Press, New Jersey, 1963, σελ. 396-7.

58. E. H. Carr, A History of Soviet Russia, The Interregnum 1923-1924, vol. III, Macmillan, London, 1953, σελ. 207. Με τον ίδιο τρόπο θέτει το θέμα και ο Ζινόβιεφ στη σειρά άρθρων «Προβλήματα της γερμανικής επανάστασης» που δημοσίευσε στο Inprekorr (έντυπο της ΚΔ) την κρίσιμη περίοδο Οκτώβρη-Νοέμβρη του 1923. Στο κείμενο με ημερομηνία 8 Νοέμβρη (γράφτηκε πριν την τελική έκβαση των γεγονότων του Οκτώβρη αλλά δημοσιεύτηκε μετά) επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι η συγκρότηση της σαξονικής κυβέρνησης έχει έναν διπλό σκοπό: Από τη μία να δώσει μια «ισχυρή βάση στις επαναστατικές δυνάμεις, που θα αποτελέσει προπύργιο των επόμενων μαχών» και από την άλλη «να δώσει την ευκαιρία στις αριστερές δυνάμεις του SPD να αποδείξουν τον πραγματικό τους χαρακτήρα μέσα από τις πράξεις τους». Η συγκρότηση της σαξονικής κυβέρνησης, «αυτό το πείραμα που έκανε το ΚΚ Γερμανίας σε συμφωνία ασφαλώς με την ΚΔ», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, θα πετύχει πραγματικά «αν καταφέρει να μετατρέψει τη Σαξονία σε κέντρο συγκέντρωσης των επαναστατικών δυνάμεων όλης της Γερμανίας». Ουσιαστικά, ολόκληρο αυτό το σκεπτικό ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από τη στάση των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας.

59. W. Angress, Stillborn Revolution, The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Princeton University Press, New Jersey, 1963, σελ. 411.

60. «Instruktion an die Zentrale der KPD zum Eintritt in die sächsische Landesregierung», παρατίθεται στο Deutscher Oktober 1923. Ein Revolutionsplan und sein Scheitern (ed. B. Bayerlein, L. Babicenko, F. Firsov, A. Vatlin), Aufbau-Verlag, Berlin, 2003, σελ. 187.

61. Για την άμεση προετοιμασία της εξέγερσης συγκροτήθηκε ένα όργανο, η RevKom (επαναστατική επιτροπή), υπό τον Α. Γκουράλσκι (ψευδ. Kleine), μέλος της ΚΕ. Τις στρατιωτικές υποθέσεις ανέλαβε ο Σκομπλέφσκι με τη συγκρότηση ενός συμβουλίου (Militärrat) μαζί με τους Ε. Σνέλερ και Β. Ούλμπριχτ και με ορισμό 6 στρατιωτικο-πολιτικών τομέων και υπευθύνων (MP-Oberleiter) στη γερμανική επικράτεια. Δίπλα στo κάθε MP-Apparat, στήθηκαν ομάδες Τ (Terror) και Ζ (Zersetzung-υπονόμευση), για ειδικές ενέργειες. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. W. Angress, Stillborn Revolution, The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Princeton University Press, New Jersey, 1963, σελ. 418-9.

62. Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung (Institut für Marxismus-Leninismus beim Zentralkomitee der SED), τόμ. 3 (1917-1923), Dietz Verlag, Berlin, 1966, σελ. 416.

63. Broué, The German Revolution, 1917-1923, Brill, Leiden, 2005, σελ. 796.

64. Broué, The German Revolution, 1917-1923, Brill, Leiden, 2005, σελ. 798.

65. Έ. Τέλμαν, «Τα διδάγματα της εξέγερσης του Αμβούργου», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2013.

66. Η επιχείρηση στο Αμβούργο λειτούργησε με βάση τον προβλεπόμενο σχεδιασμό. Δεν είναι απολύτως σαφές εξαιτίας αντικρουόμενων ιστορικών μαρτυριών και εκτιμήσεων το αν η πραγματοποίησή της, παρά τη γενική απόφαση ματαίωσης της εξέγερσης, ήταν αποτέλεσμα σχεδιασμού, τοπικής πρωτοβουλίας ή και εσφαλμένης επικοινωνίας (καθώς ο Ρέμελε, το στέλεχος από το Αμβούργο αποχώρησε πρόωρα από τη διάσκεψη του Κέμνιτς). Σε κάθε περίπτωση ήταν ένας ηρωικός αγώνας.

67. Έ. Τέλμαν, «Τα διδάγματα της εξέγερσης του Αμβούργου», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2013.

68. E. H. Carr, Α History of Soviet Russia, The Bolshevik Revolution 1917–1923, III, Macmillan, London, 1953, σελ. 231.

69. W. Angress, Stillborn Revolution, The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Princeton University Press, New Jersey, 1963, σελ. 86.