ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ


του Τάσου Τραβασάρου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το τελευταίο χρονικό διάστημα παρακολουθούμε τη συζήτηση στα ηλεκτρονικά και έντυπα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της νεολαίας και τη συμπεριφορά της. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η συζήτηση επανέρχεται πάντα σε περιόδους αγωνιστικών διεργασιών ειδικά στη νεολαία, όπως έγινε και πρόσφατα τις ημέρες των μαθητικών κινητοποιήσεων και εξυπηρέτησε μια προσπάθεια να συκοφαντηθούν, να πνιγούν στη λάσπη -όπως άλλωστε συνέβη και με κάθε λαϊκή κινητοποίηση των τελευταίων χρόνων- όσοι σηκώνουν κεφάλι ή αντιστέκονται απέναντι στην πολιτική του κεφαλαίου.

Κατασκευάστηκε μια εικόνα βιασμών, βανδαλισμών, βίας, εξευτελισμών μέσω κινητών, τα σχολεία «μετατράπηκαν» σε άντρα ακολασίας, ξεπήδησαν τα «θηρία» της διπλανής πόρτας. Οι βαρύγδουπες αναλύσεις από περισπούδαστους καθηγητές, μεγαλοδημοσιογράφους περίσσεψαν: «Λείπουν οι θεσμοί», «απουσιάζει η πρόληψη από το δημόσιο σχολείο» κ.ά.

Χαρακτηριστικά είναι μια σειρά από δημοσιεύματα που εμφανίστηκαν στον αστικό τύπο: Στην εφημερίδα «Απογευματινή» σε άρθρο με τίτλο «Βίακαι παραβατικότητα των ανήλικων»[1] διαβάζουμε: «Μα τι θέλουν επιτέλους και φωνάζουν; Τι τα έπιασε και παρανομούν; Γιατί τόσοι πολλοί ανάμεσα τους γίνονται ανήλικοι εγκληματίες, τοξικομανείς, αλκοολικοί αυτόχειρες;».

Και συνεχίζει στο ίδιο άρθρο με «ανατριχιαστικά» στοιχεία από έρευνες που ήρθαν στο φως, έρευνες από έγκριτους καθηγητές Πανεπιστημίου, αλλά και από την Ασφάλεια Αττικής: «Το 12% των μαθητών μόνο στα λύκεια της Αθήνας ομολογεί ότι κάνει… εμπόριο ναρκωτικών. Το 7% σε λύκεια της χώρας βρέθηκε ότι ανήκει σε κάποια εγκληματική συμμορία που διαπράττει ένοπλες ληστείες. Περίπου 10% από τους δράστες βιασμών εις βάρος ανηλίκων είναι …ανήλικοι. Το 39% των μαθητών δηλώνει ότι έχει ενοχληθεί σεξουαλικά μέσα στο σχολείο και 37% των παιδιών του δημοτικού ότι έχει υποστεί σωματική βία».

Ο ανώτατος αξιωματικός της Αστυνομίας Στέφανος Σκότης δηλώνει στην ίδια εφημερίδα: «Εχουμε πλέον την ανάπτυξη της κουλτούρας του δρόμου, που αντιτίθεται στην κουλτούρα της πειθαρχίας των θεσμών»[2].

Ως αιτίες που εξηγούν αυτά τα φαινόμενα εντοπίζονται οι «προβληματικές διαπροσωπικές σχέσεις», η «ενδοοικογενειακή βία», οι «πολυάσχολοι και απόντες γονείς».

Ορισμένοι επικεντρώνουν το πρόβλημα στους γονείς που δε βάζουν και δε διδάσκουν όρια στα παιδιά. Σε άρθρο της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» σε μια προσπάθεια να εξηγηθεί και να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα διαβάζουμε: «Αυτό που λείπει είναι να κατανοήσουν οι γονείς ότι μέσα στην εφηβεία το παιδί διαμορφώνει την προσωπικότητά του, αλλά κυρίως έχει να μάθει τα όρια που του βάζουν οι γονείς, οι δάσκαλοι, το σχολείο και ασφαλώς η πολιτεία», ενώ συνεχίζει: «Να ασχοληθούμε με τα παιδιά μας, να τους δείξουμε τον ρόλο μας, αλλά και τον δικό τους, να τους θυμίσουμε ότι είναι μαθητές που μαθαίνουν την ζωή από εμάς, το σχολείο, την κοινωνία. Να οριοθετήσουμε αυτό που ίσως εμείς οι παλιότεροι είχαμε, με υπερβολικό τρόπο, δεχτεί από την παλιά Ελλάδα: την πειθαρχία».[3]

Μάλιστα σε έρευνα του Πάντειου Πανεπιστημίου που παρουσιάστηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα», το προφίλ του Ελληνα μαθητή φαίνεται να είναι: «ξενόφοβος, κοινωνικά τρομαγμένος και αμήχανος απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της εποχής».[4]

Διαμορφώνεται ή κατασκευάζεται λοιπόν μια εικόνα εφήβων που δεν θέλουν όρια, παραβαίνουν το νόμο, εμφανίζονται να απειλούν την κοινωνική συνοχή. Η προσπάθεια αυτή έχει προφανώς μεγαλύτερο βάθος και επιδιώξεις από τη συκοφάντηση των κινητοποιήσεων. Στοχεύει στην ερμηνεία με όρους εγκληματολογίας και ψυχοπαθολογίας της κοινωνικής συμπεριφοράς της νεολαίας και ιδιαίτερα των τάσεων αγωνιστικότητας, ριζοσπαστισμού και συλλογικότητας που διαμορφώνονται στα παιδιά της εργατικής τάξης ως αποτέλεσμα των αδιεξόδων που αντιμετωπίζουν στο σχολείο, στην εργασιακή προοπτική κλπ. Στοχεύει στην άσκηση πίεσης σε γονείς, καθηγητές να συναινέσουν σε μέτρα καταστολής.

Το άρθρο φιλοδοξεί να συμβάλει στο να δοθεί απάντηση από τη σκοπιά της μαρξιστικής θεωρίας σε αυτή την κατασκευασμένη φιλολογία, να αποκαλυφθούν οι πολιτικές επιδιώξεις.

Α. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ «ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»

Ολη η φιλολογία για τους «παραβατικούς έφηβους» είναι καθαρό ότι επιχειρεί να μεγεθύνει, να διογκώσει τέτοια φαινόμενα συμπεριφοράς νέων ανθρώπων πέρα από τις πραγματικές τους διαστάσεις, προκειμένου να δημιουργήσει το άλλοθι της καταστολής. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάτω από τους πηχυαίους τίτλους περί «νεανικής εγκληματικότητας» και «παραβατικότητας» συσκοτίζεται πολλές φορές η αλήθεια, δημιουργώντας κλίμα εντυπωσιασμού. Ετσι είναι χαρακτηριστικό ότι στις αντίστοιχες έρευνες το 66,6% των καταδικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου ανηλίκων Αθηνών το διάστημα 2004-2005 αφορά παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ενώ το 10% την παράβαση του νόμου περί μετανάστευσης, δηλαδή αφορά νέους μετανάστες που ήρθαν «λαθραία» στη χώρα μας[5] κλπ.

Ταυτόχρονα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η άρχουσα τάξη σπρώχνει, κατευθύνει και προσπαθεί να ομαδοποιήσει, να οργανώσει τη λεγόμενη «παραβατική συμπεριφορά» της νεολαίας και μετά έρχεται δήθεν να την αντιμετωπίσει.

Αυτή η προσπάθεια που στοχεύει στην περιθωριοποίηση τμημάτων της νεολαίας αποτελεί στοιχείο της διαπάλης που αναπτύσσεται για το αν αντικειμενικές τάσεις ομαδοποίησης, συλλογικής δράσης που υπάρχουν στη νεολαία, ιδιαίτερα όσον αφορά νέους που προέρχονται από τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα της κοινωνίας, θα προσανατολιστούν στην κατεύθυνση της χειραφέτησης ή της ενσωμάτωσης. Επιδίωξη είναι να ενσωματώνεται η οργή και η αγανάκτηση που αναπτύσσονται στη βάση των δύσκολων συνθηκών ζωής σε μια εκτονωτική δραστηριότητα, σε μια δραστηριότητα που βάζει σαν στόχο «ψεύτικους εχθρούς» -άλλους εκτός από τους πραγματικούς- που είναι το αστικό κράτος και οι καπιταλιστές. Ετσι διαμορφώνονται τεχνητοί διαχωρισμοί και αντιπαραθέσεις, φταίνε οι μεγαλύτεροι, οι οπαδοί της άλλης ποδοσφαιρικής ομάδας, οι νέοι που ντύνονται με διαφορετικό τρόπο, που ακούν άλλο μουσικό ρεύμα, οι νέοι από τη διπλανή πόλη ή γειτονιά κλπ. Μέσα από τέτοιου είδους ομαδοποιήσεις διαμορφώνονται οι προσωπικοί στρατοί «χούλιγκανς» των καπιταλιστών ιδιοκτητών ποδοσφαιρικών ομάδων, τροφοδοτούνται ρατσιστικές οργανώσεις, προβοκατόρικοι μηχανισμοί κλπ.

Η χρήση του όρου «παραβατικότητα» δεν είναι τυχαία γιατί παραπέμπει απευθείας στο ζήτημα του σεβασμού της αστικής νομιμότητας. Με τον όρο «παραβατικότητα» επιχειρείται να συνδεθούν φαινόμενα όπως: οι βιασμοί, η διαπόμπευση μέσω κινητών, η χρήση ναρκωτικών κλπ. με τις κινητοποιήσεις, να δηλωθούν οι μεν και οι δε ως συμπεριφορές που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Παράβαση του νόμου ο βιασμός - παράβαση του νόμου η κατάληψη, η απεργία, το κλείσιμο δρόμου κλπ.

Προφανώς το νομικό εποικοδόμημα σε κάθε κοινωνία ρυθμίζει μια σειρά κανόνες κοινωνικής συμβίωσης απαραίτητους για την ύπαρξη και λειτουργία της κοινωνίας. Το κύριο όμως στοιχείο και καθήκον κάθε νομικού εποικοδομήματος, το κριτήριο με το οποίο λειτουργεί είναι η υπεράσπιση των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής και στην προκειμένη περίπτωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής: την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Η «παραβατικότητα» που φοβίζει την αστική τάξη δεν είναι αυτή που συνδέεται με μια συμπεριφορά που παραβιάζει κανόνες κοινωνικής συμβίωσης ή τείνει προς την εγκληματικότητα - χωρίς να σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρεται και γι’ αυτή. Είναι αυτή της αμφισβήτησης στην πράξη της αστικής νομιμότητας μέσα από το οργανωμένο εργατικό και λαϊκό κίνημα.

Η βία παρουσιάζεται ως κοινό στοιχείο όλων των θεωρούμενων και κατατασσόμενων ως «παραβατικών» συμπεριφορών. Ολη η αστική ιδεολογία αντιμετωπίζει τη βία γενικά με αφοριστικό τρόπο, χωρίς να γίνεται διάκριση ανάμεσα στη βία -που με τον έναν ή άλλο τρόπο- αποτελεί ακραία έκφραση τάσεων ανταγωνισμού, ατομισμού, θεμελιωδών αξιών του καπιταλισμού, την επίσημη κρατική βία του κράτους των εκμεταλλευτών που αποσκοπεί στην διαιώνιση της εκμετάλλευσης και τη βία των εκμεταλλευόμενων που δεν αποτελεί στοιχείο της σήψης και της παρακμής της αστικής κοινωνίας, αλλά έχει προοδευτικό χαρακτήρα στην κοινωνική ιστορική εξέλιξη. Ο αφορισμός της βίας συνοδεύεται από την επιχειρηματολογία υπέρ της ανάγκης συνεννόησης, διαλόγου, συναίνεσης, ως απαραίτητα στοιχεία για τη λειτουργία της κοινωνίας. Η αναγωγή είναι προφανής: έτσι όπως λογικά χρειάζεται να υπάρχει σεβασμός στην προσωπικότητα της ακεραιότητας του συνανθρώπου για να υπάρχει κοινωνική συμβίωση (η οποία κατά κανόνα αφορά τη συναναστροφή ανθρώπων της ίδιας τάξης), έτσι χρειάζεται και οι σχέσεις των κοινωνικών τάξεων να καθορίζονται από αλληλοσεβασμό, συνεννόηση που εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή.

Πρόκειται για διαστρέβλωση της πραγματικότητας με προφανή στόχο να ασκηθεί πίεση στο εργατικό, λαϊκό κίνημα να περιορίσει την πάλη του στα όρια που καθορίζει η αστική νομιμότητα, να διαμορφωθεί η ιδεολογική βάση της σκληρής καταστολής. Τα παρακμιακά φαινόμενα «ακραίου ατομισμού» και της επιθετικότητας που τον συνοδεύει όμως αναπαράγονται μέσα σε συνθήκες «εύρυθμης» και αδιασάλευτης λειτουργίας του καπιταλισμού, σε συνθήκες που εγγυούνται τα σκληρά μέτρα κατασταλτικής βίας των εκμεταλλευτών ενάντια στη δράση του λαϊκού κινήματος, καθώς και στις συνθήκες του «κοινωνικού διαλόγου» και της «εργασιακής ειρήνης».

Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι είναι καταστροφικό για το κίνημα όταν καθορίζει τους στόχους του και τις μορφές πάλης του με βάση τον εκάστοτε πήχη της αστικής νομιμότητας.

Ετσι λοιπόν είναι λογικό με κριτήριο τον αστικό νόμο και την παραβίασή του, με κριτήριο την εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού να πρέπει να θεωρηθούν -από όλους αυτούς που θεωρούν «τον κόσμο μας, ως τον καλύτερο δυνατό κόσμο»- ως «παραβατικοί» που χρίζουν ψυχιατρικής θεραπείας και καταστολής όλοι όσοι σε τελική ανάλυση σηκώνουν κεφάλι απέναντι στην πολιτική του κεφαλαίου (π.χ. οι ναυτεργάτες που κουρέλιασαν την επιστράτευση, οι χιλιάδες διαδηλωτές που διαδήλωσαν στον ερχομό του Κλίντον στο κέντρο της Αθήνας, το αγροτικό κίνημα με τα τρακτέρ στους δρόμους, το λαϊκό κίνημα που ξεσηκώθηκε ενάντια στη Χούντα κλπ.), να χαρακτηριστούν ως έκλυτοι, αποκλίνοντες, απολωλότες, επικίνδυνοι για την κοινωνία.

Β. ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

Η όλη παρουσίαση φαινομένων που ορισμένες φορές αγγίζουν και την εγκληματική συμπεριφορά έχει μια σκόπιμη ισχυρή «δόση» υπερβολής και διόγκωσης, όπως είπαμε, με στόχο να ισχυροποιηθούν οι πιο αντιδραστικές αντιλήψεις που προβάλλουν νέα μέτρα καταστολής, στοχεύουν στο να καλλιεργήσουν ένα αίσθημα ανασφάλειας.

Βεβαίως τέτοιου είδους φαινόμενα είναι υπαρκτά. Το γεγονός ότι είναι σήμερα περιορισμένα οφείλεται σε μια σειρά παράγοντες (κοινωνικούς, πολιτιστικούς κλπ.), η πιθανότητα στο μέλλον να διογκωθούν θα πρέπει να συνυπολογίζει πάντα και την άμεση συμβολή μηχανισμών της άρχουσας τάξης σε αυτή την κατεύθυνση. Είναι αναγκαίο λοιπόν για να αναζητήσουμε ποιες είναι οι βαθύτερες κοινωνικές αιτίες τέτοιων φαινομένων, να μελετήσουμε το πώς η αστική απολογητική προσπαθεί να συσκοτίσει αυτές τις αιτίες.

Μήπως υπάρχουν εγκληματίες από μόδα; Μήπως κάποιος ανήλικος οδηγείται στο βιασμό συνομήλικής του από ανία; Πόσο σκοτεινή τέλος πάντων είναι η ανθρώπινη φύση; Τι μυστήρια κρύβει; Τα ερωτήματα αυτά αναγκαστικά θέτουν το ζήτημα του πώς διαμορφώνεται η ανθρώπινη προσωπικότητα.

Οι περισσότερες αστικές θεωρίες κινούνται ανάμεσα σε ένα δυαδικό σχήμα ανάλυσης για τη διαμόρφωση προσωπικότητας. Από την μία υπάρχουν οι θεωρίες που δίνουν υπέρμετρη έμφαση στους βιολογικούς παράγοντες. Από την άλλη υπάρχουν αυτές που θεωρούν ότι το περιβάλλον καθορίζει την προσωπικότητα του ανθρώπου σαν κάτι εξωτερικό προς αυτόν, αντιμετωπίζοντάς τον απλά σαν παθητικό δέκτη. Οι ιδιότητες των ανθρώπων εξηγούνται έτσι από την πρώτη ομάδα θεωριών ως αποτέλεσμα της αποκλειστικής επίδρασης της κληρονομικότητας (ένστικτα, κλίσεις, κατηγορίες απριόρι αποθηκευμένες στο γονότυπο) και από τη δεύτερη ως μονόδρομη επίδραση του φυσικού και κοινωνικού περίγυρου.

Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης είναι λογικό να ερμηνεύουν και να αποδίδουν φαινόμενα του εγκλήματος του ακραίου επιθετικού ατομικισμού στη ζωώδη φύση του ανθρώπου, στα ένστικτα κλπ. Πολλοί θεωρητικοί προσπάθησαν να τεκμηριώσουν μια τέτοια εξωϊστορική σε τελευταία ανάλυση υπόθεση για τη φύση του ανθρώπου. Ιστορικά η πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Φρόυντ[6], ο οποίος είχε ανακαλύψει κάποιο υποτιθέμενο ένστικτο της καταστροφής και του θανάτου που είναι καλά ριζωμένο στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής και ευθύνεται για τις σαδιστικές, μαζοχιστικές, βίαιες τάσεις των ανθρώπων. Μάλιστα ο ίδιος το θεωρούσε και αιτία για τον πόλεμο.

Σε γράμμα του στον Αϊνστάιν το 1932 «ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΕΜΟΣ», έγραφε: «αυτός (σ.σ. ο πόλεμος) φαίνεται πως είναι ένα εντελώς φυσιολογικό πράγμα και έχει αναμφισβήτητα βιολογικές ρίζες και πρακτικά μάλλον είναι αδύνατο να αποφευχθεί...».[7]

Γίνεται κατανοητό ότι αν το ένστικτο του θανάτου οδηγεί σε πολέμους, πόσο μάλλον μπορεί εύκολα να οδηγήσει εφήβους να απολαμβάνουν σκηνές βίας στα κινητά τους. Βεβαίως αυτές οι απλοϊκές και επικίνδυνες θεωρίες (που επανέρχονται διαρκώς και σήμερα με άλλο περιτύλιγμα και που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο σαν κτήνος και την κοινωνία σαν ζούγκλα) βιολογικοποιούν κοινωνικά χαρακτηριστικά και παρακάμπτουν το γεγονός ότι η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και η εξέλιξη των ζώων γίνεται με διαφορετικό τρόπο.

Στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας οι επόμενες γενεές «κληρονομούν» από τις προηγούμενες τα υλικά και πνευματικά αντικείμενα που έχουν δημιουργηθεί από την εργασία τους. Ετσι πάντα κάθε γενιά ξεκινάει την υλική και πνευματική της δραστηριότητα σε διαφορετική βάση απ’ ό,τι οι προηγούμενες.

Η διαδικασία της μάθησης δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα της κατάκτησης και αφομοίωσης των επιτευγμάτων του πολιτισμού των παλιότερων γενεών.

Αντίθετα από τον άνθρωπο η συμπεριφορά των ζώων είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονομικά προγραμματισμένη και αυτό γιατί η διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα συνίσταται στο ότι ο άνθρωπος είναι προϊόν της ίδιας του της δραστηριότητας, της συνειδητής δράσης πάνω στη φύση, δηλαδή της εργασίας.

Αντιδραστική συνέπεια των θεωρήσεων περί κληρονομικότητας είναι ότι, αφού ο άνθρωπος είναι γεμάτος ζωώδη, επιθετικά ένστικτα, είναι απόλυτα απαραίτητος ο αυταρχισμός, ο δεσποτισμός, το χαλινάρι, τα όρια -πιο κομψά- που πρέπει να βάλουν στους έφηβους η οικογένεια, το σχολείο, το κράτος.

Από την άλλη μεριά το γενικό θεωρητικό υπόβαθρο των αστικών θεωριών που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο ως παθητικό δέκτη έρμαιο της επίδρασης του περιβάλλοντος απαρνιούνται ολοκληρωτικά τον ενεργητικό ρόλο του ανθρώπου και τον μετατρέπουν σε ένα «παθητικό αποτύπωμα» του πολιτισμού που απλά αφομοιώνει μηχανισμούς συμπεριφοράς που είναι αυστηρά προδιαγεγραμμένοι από το περιβάλλον.

Χαρακτηριστική στην ψυχολογία είναι η τάση του «συμπεριφορισμού» (μπιχεβιορισμός) με τις διάφορες παραλλαγές του (ριζοσπαστικός, γνωστικός κλπ.), όπου όλη η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται από το περιβάλλον χωρίς παράλληλα να επιδρά ο άνθρωπος σε αυτό. Ετσι μπορούμε να διαμορφώσουμε τη συμπεριφορά επιλέγοντας τα κατάλληλα ερεθίσματα στα οποία θα αντιδράσει σωστά το «ζωντανό αυτόματο». Η «συμπεριφοριστική» θεωρία διαμορφώθηκε ως αντίδραση στην ψυχανάλυση, η οποία στηριζόταν σε πολλές «μυστηριώδεις» διαδικασίες που δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτούν εμπειρικά. Οι «συμπεριφοριστές» τονίζουν ότι η ψυχολογία θα πρέπει να βασίζεται στα έκδηλα παρατηρήσιμα γεγονότα και γι’ αυτό υποστηρίζουν ότι μπορούμε να διαμορφώσουμε τη συμπεριφορά του ανθρώπου μέσα από απλές διαδικασίες μάθησης. Οι «μπιχεβιοριστές», όπως ο Skinner[8], αξιοποίησαν τα πολύ μεγάλα επιστημονικά επιτεύγματα του Ρώσου φυσιολόγου Pavlov[9] και του έδωσαν λαθεμένη μεταφυσική - αντιδιαλεκτική κατεύθυνση.

Σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία του μπιχεβιορισμού ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτή η διαμόρφωση είναι η συντελεστική εξάρτηση, δηλαδή η εκδήλωση συγκεκριμένων μορφών συμπεριφοράς μέσω της ενίσχυσης-αμοιβής και η απόσβεση άλλων μορφών συμπεριφοράς μέσω της τιμωρίας. Ετσι, όπως όλοι έχουμε παρατηρήσει, ο γονέας κάποιες φορές επαινεί το μικρό παιδί για την υπακοή του και κάποιες φορές θυμώνει εάν το παιδί αρνείται να κάνει αυτό που του λένε. Με τις διαφορετικές αυτές πράξεις των γονέων -έπαινος, θυμός- η υπακοή εντυπώνεται στο παιδί. Η διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και η κοινωνικοποίηση συντελείται λοιπόν με τη χρησιμοποίηση αμοιβών και τιμωριών ανάλογα με το τι είναι επιθυμητό ή όχι. Τα παιδιά μαθαίνουν από νωρίς τις συνδέσεις ανάμεσα στη συμπεριφορά τους και τις συνέπειες που την ακολουθούν και έτσι μαθαίνουν το σωστό είδος συμπεριφοράς. Ο άνθρωπος δηλαδή μπορεί να εκπαιδευτεί με τρόπους που χρησιμοποιεί ένας εκπαιδευτής σκύλων για τα σκυλιά ή όπως εκπαιδεύεται μια αρκούδα στο τσίρκο.

Ετσι η αντίληψη των μπιχεβιοριστών είναι ότι για τον άνθρωπο η κοινωνία δεν είναι παρά ο εξωτερικός περίγυρος που σε αυτόν είναι αναγκασμένος να προσαρμοστεί, να διευθετηθεί, για να μη γίνει «απροσάρμοστος» και να επιβιώσει ακριβώς όπως το ζώο είναι αναγκασμένο να προσαρμοστεί στο εξωτερικό περιβάλλον. Αυτή η προσέγγιση αφενός παραγνωρίζει ότι ο άνθρωπος δε βρίσκει μονάχα μέσα στην κοινωνία τις εξωτερικές συνθήκες που πρέπει να προσαρμόσει σε αυτές τη δραστηριότητά του, αλλά τις τροποποιεί με τη δράση του, αφετέρου δεν αναγνωρίζει πως οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι απλά «εξωτερικό περιβάλλον» για τον άνθρωπο, αλλά πως αυτές οι κοινωνικές συνθήκες κουβαλάνε μέσα τους τα κίνητρα και τους σκοπούς της δραστηριότητας, τα μέσα και τους τρόπους της, με μια λέξη πως η κοινωνία παράγει τη δραστηριότητα των ατόμων που τη συνθέτουν.

Ο Μαρξ έχει τοποθετηθεί κριτικά απέναντι σε παρόμοιες μεταφυσικές και μηχανιστικές αντιλήψεις με την περίφημη θέση 3 για τον Φόυερμπαχ: «Η υλιστική θεωρία ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα των περιστάσεων και της παιδείας και ότι επομένως οι αλλαγμένοι άνθρωποι είναι προϊόντα άλλων περιστάσεων και διαφορετικής παιδείας, ξεχνάει ότι οι άνθρωποι είναι ακριβώς εκείνοι που αλλάζουν τις περιστάσεις και ότι ο παιδαγωγός έχει και αυτός ανάγκη να παιδαγωγηθεί. Γι’ αυτό τείνει αναπόφευκτα να διαιρέσει την κοινωνία σε δύο μέρη που το ένα τους βρίσκεται πάνω από την κοινωνία (λ.χ. στον Ρόμπερτ Οουεν).

Η σύμπτωση της αλλαγής των περιστάσεων και της ανθρώπινης δραστηριότητας ή αυτοαλλαγής μπορεί να εξεταστεί και να κατανοηθεί ορθολογικά μονάχα σαν επαναστατική πρακτική»[10].

Στον μπιχεβιορισμό η ανθρώπινη προσωπικότητα αντιμετωπίζεται σύμφωνα με την έκφραση του Βιγκότσκι σαν ένα «σακί εξαρτημένων αντανακλαστικών»[11]. Αυτές οι απόψεις αναζητούν τις αντικοινωνικές συμπεριφορές σε παράγοντες επιβράβευσης, μίμησης κλπ.

Οι πιο εκσυγχρονισμένες εκδοχές του μπιχεβιορισμού αναζητούν τα αποκλειστικά αίτια τέτοιων φαινομένων σε παράγοντες όπως τα ΜΜΕ, τα βιντεοπαιχνίδια, τα κινούμενα σχέδια. Ο αστός ψυχολόγος Μπαντούρα, εκπρόσωπος του «κοινωνικό-γνωστικού συμπεριφορισμού» ή της λεγόμενης «θεωρίας της κοινωνικής μάθησης», προσπάθησε μάλιστα να μελετήσει και πειραματικά την αρνητική επίδραση της τηλεόρασης στην ανάπτυξη βίαιης-επιθετικής συμπεριφοράς. Εδειξε σε πειραματικό περιβάλλον σε παιδιά προσχολικής ηλικίας ταινία, όπου ένας ενήλικος συμπεριφερόταν βάναυσα σε ένα λαστιχένιο ομοίωμα. Τα παιδιά άρχισαν να συμπεριφέρονται μιμούμενα την επιθετική συμπεριφορά. Με βάση μετρήσεις που έγιναν τη δεκαετία του 1960 ήδη τότε τα παιδιά είχαν δει στην τηλεόραση 10.000 δολοφονίες ως τα 14 τους χρόνια, ενώ το 75% των προγραμμάτων περιείχαν σκηνές «βίας»[12].

Οι μπιχεβιοριστικές θεωρίες της μίμησης προφανώς στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα, τα οποία αποδίδονται και με τα παραπάνω πειράματα, όμως δεν μπορούν να εξηγήσουν πώς τέτοιες συμπεριφορές από απλή μίμηση μετατρέπονται σε στοιχεία που καθορίζουν την κοινωνική δραστηριότητα και την προσωπικότητα του ανθρώπου.Επί της ουσίας αδυνατούν να εξηγήσουν τη βαθύτερη κοινωνική αιτία τέτοιων φαινομένων.

Τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ ασφαλώς και συμβάλλουν στη στρεβλή αντίληψη και στην ανάπτυξη αντικοινωνικών συμπεριφορών, αφενός γιατί στηρίζονται στην ιδεολογία της αστικής τάξης, αφετέρου επειδή αναπαράγουν τα φαινόμενα της σήψης του καπιταλιστικού συστήματος. Η επίδρασή τους δεν είναι κάτι ξεκομμένο από τους στόχους της καπιταλιστικής κυριαρχίας που υπηρετούνται από όλα τα μέσα που διαθέτει το σύστημα, μεταξύ αυτών τα μέσα παιδείας, ενημέρωσης, ψυχαγώγησης κλπ. Αυτή η επίδραση καταγράφεται αυτονομημένη ως «αρνητική επίδραση», ήδη από τη δεκαετία του 1960, ενώ αποσιωπάται ότι αναπαράγεται ο ανταγωνισμός, ο ατομισμός, η κατασταλτική βία, η βία των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, η βία που καλλιεργεί το φόβο και η ανασφάλεια. Ετσι καλλιεργείται με όλους τους τρόπους η αντίληψη ότι η ζωή είναι ζούγκλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η «άρρωστη» ιδέα της βιντεοσκόπησης προσωπικών στιγμών διαμορφώθηκε μέσα από τη λειτουργία των ΜΜΕ, με τις ευθύνες της αστικής διακυβέρνησης για την ύπαρξη και το περιεχόμενο της ιδιωτικής τηλεόρασης.

Επίσης τα ΜΜΕ έχουν έναν ειδικό ρόλο στην προσπάθεια αυτά τα φαινόμενα να διογκώνονται, να γίνονται χαρακτηριστικό δραστηριότητας διαφόρων ομάδων νεολαίας, όπως αναφερθήκαμε και σε προηγούμενο σημείο.

Η πληρέστερη κατανόηση του ρόλου και του μηχανισμού -μέσω του οποίου λειτουργούν τα ΜΜΕ- στη διαμόρφωση αξιών, τρόπου ζωής και συνείδησης χρειάζεται να λαμβάνει υπ’ όψιν ότι τα ΜΜΕ βασικά αναπαράγουν στοιχεία που γεννιούνται στο έδαφος τωνκοινωνικών σχέσεων. Ετσι λοιπόν η «θεωρία της κοινωνικής μάθησης» και η έρευνά της παραμένει αναγκαστικά αφηρημένη, αποσπασμένη από τις συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις.

Συνοψίζοντας, η κυρίαρχη αστική ιδεολογία και απολογητική προσπαθεί να πλάσει πλήθος επιχειρημάτων για να εξηγήσει τέτοια φαινόμενα. Κάποια ρεύματα προσπαθούν να φορτώσουν την αποκλειστική ευθύνη σε μια σειρά υπαρκτούς κοινωνικούς παράγοντες, όπως η οικογένεια, ο κοινωνικός περίγυρος, οι παρέες, θεωρώντας τους όμως έξω από τις σχέσεις παραγωγής και ανάγοντάς τους ως πρωταρχικές αιτίες. Κάποιοι άλλοι προσπαθούν να δείξουν ότι η εγκληματικότητα, η επιθετική συμπεριφορά είναι σύμφυτη με τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και ότι είναι ενσωματωμένη στο DNA. Βιολογικοποιούν δηλαδή κοινωνικά χαρακτηριστικά και αθωώνουν το σύστημα.

Σε κάθε περίπτωση η επιδίωξη είναι να ξεκοπούν παράμετροι του προβλήματος, να αυτονομηθούν, να μην εξεταστούν σε βάθος οι κοινωνικές σχέσεις. Να παρουσιαστούν οι παράγοντες που συντελούν στην όξυνση του προβλήματος ως αιτίες που το γενούν. Κοινό σημείο και στόχος είναι να μην μπει στο στόχαστρο η κρίση αξιών του καπιταλιστικού συστήματος.

Γ. Η ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

Το πρόβλημα ωστόσο δεν είναι να διαπιστώσουμε ότι ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα βιολογικό και κοινωνικό ον. Αυτή είναι μια αδιαφιλονίκητη αλήθεια, η οποία όμως δε μας πληροφορεί για την ουσία της προσωπικότητας, για τη γέννησή της.

Αφετηριακό σημείο για τη μαρξιστική -δηλαδή τη διαλεκτική υλιστική- προσέγγιση είναι η μελέτη της ανάπτυξης της προσωπικότητας ως διαδικασίας των ζωντανών σχέσεων του ατόμου, ως συνέχειας των μεταμορφώσεων της δραστηριότητάς του. Μια τέτοια προσέγγιση οδηγεί στην ιδέα της ιστορικοκοινωνικής ουσίας της προσωπικότητας. Η προσωπικότητα γεννιέται και φανερώνεται για πρώτη φορά μέσα στην κοινωνία, ο άνθρωπος δεν μπαίνει στην ιστορία παρά σαν άτομο προικισμένο με ορισμένες φυσικές ιδιότητες και ικανότητες και δε γίνεται προσωπικότητα παρά σαν υποκείμενο των κοινωνικών σχέσεων.

Ετσι η νεανική προσωπικότητα των εφήβων δεν είναι ένα ενσωματωμένο όλο που καθορίζεται γενετικά: Η προσωπικότητα δεν υπάρχει από τη γέννηση, αλλά γίνεται, παράγεται και η ίδια, διαμορφώνεται μέσα στις κοινωνικές σχέσεις με τις οποίες αναπτύσσεται και δραστηριοποιείται το άτομο σε όλη του τη ζωή. Δηλαδή είναι ένα σχετικά αργό προϊόν της ιστορικο-κοινωνικής ανάπτυξης του ανθρώπου. Αν και τα χαρακτηριστικά της ατομικότητας εκδηλώνονται ζωηρά από τις πολύ μικρές ηλικίες, δεν μπορούμε να μιλάμε για την προσωπικότητα ενός νεογέννητου.

Με δύο λόγια πρέπει να ξεχωρίσουμε τρία στοιχεία για να κατανοήσουμε την ανάπτυξη της προσωπικότητας: α) Τα ατομικά-βιολογικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου ως προϋποθέσεις της ανάπτυξης της προσωπικότητας. β)Τις κοινωνικές σχέσεις ως την πηγή της ανάπτυξης της προσωπικότητας.γ) Τη δραστηριότητα ως βάση πραγμάτωσης της ζωής της προσωπικότητας στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων.

Ο Μαρξ στη «Γερμανική ιδεολογία» γράφει: «Οι προϋποθέσεις που από αυτές ξεκινάμε δεν είναι αυθαίρετες, δεν είναι δόγματα, είναι πραγματικές προϋποθέσεις που δεν μπορούμε να κάνουμε αφαίρεσή τους παρά στην φαντασία. Αυτές είναι τα πραγματικά άτομα, οι πράξεις τους και οι υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους»[13].

Οι άνθρωποι είναι μέρος της φύσης. Αρα για να ζήσουν χρειάζεται να δράσουν, να παράγουν τα μέσα ύπαρξής τους. Ταυτόχρονα, ενώ μεταμορφώνουν τον εξωτερικό κόσμο, δρώντας απάνω του μεταμορφώνονται και οι ίδιοι. Γι’ αυτό το ΕΙΝΑΙ τους προσδιορίζεται από τη δραστηριότητά τους, που και αυτή η ίδια προσδιορίζεται από το επίπεδο ανάπτυξης των μέσων και των μορφών οργάνωσής της. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από το σύστημα των σχέσεών του με τη φύση και την κοινωνία. Οπως λέει ο Λεόντιεφ, «το να μελετάς τον ατομικό ψυχισμό είναι σαν να αναλύεις τις κοινωνικές συνθήκες και τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που τυχαίνουν σε καθεμιά από αυτές»[14].

Ο άνθρωπος δεν υπάρχει έξω από το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, η έρευνα για τον άνθρωπο πρέπει να στραφεί στις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις. Βάση των κοινωνικών σχέσεων είναι οι σχέσεις παραγωγής.

Η έννοια «σχέσεις παραγωγής» με την πλατιά σημασία της λέξης περιλαμβάνει όλες τις μορφές των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Από το σύμπλεγμα των σχέσεων παραγωγής, η βασική -εκείνη που καθορίζει όλες τις άλλες- είναι η σχέση των ανθρώπων προς τα μέσα παραγωγής, οι μορφές συνένωσης των παραγωγών με τα μέσα παραγωγής, με άλλα λόγια οι μορφές ιδιοκτησίας. Η ουσία οποιουδήποτε τύπου σχέσεων παραγωγής χαρακτηρίζεται προπάντων από τη μορφή ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, δηλαδή από το ποιος είναι ο κάτοχος των μέσων παραγωγής.

1. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Ο καπιταλισμός ως εκμεταλλευτικό σύστημα στηρίζεται στη σχέση ανάμεσα στην εκμεταλλεύτρια αστική τάξη -ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής- και την εκμεταλλευόμενη εργατική τάξη που είναι ο άμεσος παραγωγός και -ως μη κάτοχος μέσων παραγωγής- αναγκάζεται να πουλάει την ικανότητά της για εργασία με στόχο την επιβίωση.

Η σχέση του κεφαλαίου προϋποθέτει να αντικριστούν και να έρθουν σε επαφή δύο λογιών κάτοχοι εμπορευμάτων. Από τη μία κάτοχοι χρήματος, μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης που σκοπός τους είναι να αξιοποιήσουν το ποσό της αξίας που κατέχουν αγοράζοντας ξένη εργατική δύναμη και από την άλλη οι «ελεύθεροι» εργάτες, πουλητές της δικής τους εργατικής δύναμης. Ελεύθεροι με τη διπλή έννοια: α) Με την έννοια ότι ούτε αυτοί οι ίδιοι δεν ανήκουν άμεσα στα μέσα παραγωγής ούτε έχουν καμία νομική δέσμευση από αυτά. β) Με την έννοια ότι ενώ είναι άμεσοι παραγωγοί, δεν τους ανήκουν τα μέσα παραγωγής, τα στερούνται, τους είναι ξένα.

Αυτός είναι ο βασικός όρος της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Η σχέση του κεφαλαίου προϋποθέτει το χωρισμό των εργατών από την ιδιοκτησία των όρων πραγματοποίησης της εργασίας, δηλαδή προϋποθέτει την αποξένωσητου εργάτη από τα αντικείμενα και τα μέσα της εργασίας του, δηλαδή από τα μέσα παραγωγής.

Οπως λέει ο Μαρξ, «η πραγματικά δοσμένη βάση, η αφετηρία του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής ήταν ο χωρισμός … ανάμεσα στους αντικειμενικούς όρους της εργασίας και στον υποκειμενικό παράγοντα - την εργατική δύναμη»[15]. Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δε διατηρεί απλά αυτό το χωρισμό, μα τον αναπαράγει σε ολοένα και αυξανόμενη κλίμακα.

Η εργασία είναι πρώτα απ’ όλα ένα προτσές ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, μέσω του οποίου ο άνθρωπος ρυθμίζει την ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον ίδιο και τη φύση.

Στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής η ιδιοποίηση της φυσικής ύλης, η παραγωγή προϊόντων, δεν είναι απλά παραγωγή προϊόντων, αξιών χρήσης, ούτε απλά εμπορευμάτων για την ανταλλαγή μεταξύ ισότιμων εμπορευματοπαραγωγών. Το προϊόν το ιδιοποιείται ο κεφαλαιοκράτης. Πιο σωστά,ο παραγωγός αποξενώνεται από το προϊόν της εργασίας του.

Το προϊόν του εργάτη μετατρέπεται διαρκώς όχι μόνο σε εμπόρευμα αλλά και σε κεφάλαιο, σε αξία που απομυζεί την αξιοδημιουργό δύναμη: «Ετσι ο ίδιος ο εργάτης παράγει ακατάπαυστα τον αντικειμενικό πλούτο σαν κεφάλαιο, σαν μια δύναμη ξένη προς αυτόν που τον εξουσιάζει και τον εκμεταλλεύεται και ο κεφαλαιοκράτης παράγει εξ ίσου ακατάπαυτα την εργατική δύναμη σαν υποκειμενική πηγή πλούτου, χωρισμένη από τα δικά της μέσα αντικειμενοποίησης και πραγματοποίησης, σαν αφηρημένη πηγή που υπάρχει μόνο στο σώμα του εργάτη, με δύο λόγια παράγει τον εργάτη σαν μισθωτό εργάτη»[16].

Ετσι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής το προϊόν της εργασίας του εργάτη αντιστρατεύεται τον εργάτη σαν κάτι αλλότριο, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό.

Αλλά η αποξένωση φανερώνεται και στην ίδια την πράξη της παραγωγής, μέσα στη δραστηριότητα της παραγωγής. Ο εργάτης αποξενώνεται μέσα στην πράξη της παραγωγής από τον εαυτό του, η εργασία γίνεται έτσι η ενεργός αλλοτρίωση και η αλλοτρίωση της δραστηριότητας.

Για τον εργάτη η εργασία του είναι κάτι που του επιβάλλεται. Ο εργάτης «βρίσκει τον εαυτό του» μόνο έξω από την εργασία του και την ώρα της εργασίας του αισθάνεται έξω από τον εαυτό του. Νιώθει άνετα όταν δεν είναι στη δουλειά. Η εργασία του, δηλαδή η βασική δραστηριότητα του ανθρώπου δεν είναι εθελοντική αλλά καταναγκαστική, δεν είναι ικανοποίηση μιας ανάγκης, αλλά ένα μέσο γιανα ικανοποιήσει ανάγκες έξω από αυτή.

Ο εργάτης νιώθει ότι με την εργασία του ανήκει σε έναν άλλο.

Οι εργασίες του «χεριού» και του «πνεύματος» (για κάθε εργάτη ξεχωριστά αλλά όχι για το συνολικό εργάτη) στο ιστορικό προτσές της κοινωνικής εξέλιξης διαχωρίζονται σε «χειρονακτική» και «διανοητική» εργασία.

Οι πνευματικές δυνάμεις της παραγωγής αναπτύσσονται προς μία πλευρά γιατί εξαφανίζονται από πολλές άλλες. Αυτό που χάνουν οι εργάτες συγκεντρώνεται αντίκρυ στο κεφάλαιο. Ετσι οι πνευματικές δυνάμεις του υλικού προτσές παραγωγής αντιπαρατίθενται σε αυτούς σαν μια αλλότρια δύναμη και σαν ξένη ιδιοκτησία που τους εξουσιάζει. Η μετατροπή της επιστήμης σε αυτοτελή παραγωγική δύναμη και η υπαγωγή της στο κεφάλαιο οξύνει τα παραπάνω.

Ο κεφαλαιοκράτης αντιπροσωπεύει την ενότητα και τη θέληση του προτσές παραγωγής απέναντι στους ξεχωριστούς εργάτες και η παραγωγική δύναμη της συνδυασμένης κοινωνικής εργασίας παρουσιάζεται σαν παραγωγική δύναμη του κεφαλαίου, δηλαδή σαν μια ξένη παραγωγική δύναμη. Στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή όλες οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας φαίνεται να ανήκουν στο κεφάλαιο και όχι στην εργασία, παρουσιάζονται σαν δυνάμεις που αναφύονται από τους κόλπους του κεφαλαίου, σαν δυνάμεις ξένες ή ανεξάρτητες από την εργασία.

Στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής λοιπόν ο άμεσος παραγωγός αποξενώνεται από τα μέσα παραγωγής, το προϊόν, τη δραστηριότητα της εργασίας, από τους άλλους ανθρώπους. Οπως λέει ο Μαρξ: «Οταν ο άνθρωπος συγκρούεται με τον εαυτό του, συγκρούεται επίσης με τους άλλους ανθρώπους»[17]. Η αποξένωση δεν μπορεί παρά να πραγματώνεται και να εκφράζεται στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. Είναι απόλυτα λογικό να έρχεται σε ρήξη το ατομικό με το κοινωνικό, η κοινωνία να παρουσιάζεται σαν κάτι ξένο και εχθρικό. Ολος ο κοινωνικός κόσμος ορθώνεται απέναντι στον άνθρωπο ξένος και απειλητικός. Η επίδραση της βασικής κοινωνικής σχέσης, της σχέσης «κεφάλαιο» δεν μπορεί παρά να εκδηλώνεται στη σχέση που οικοδομεί ο ίδιος με τους άλλους ανθρώπους, με την κοινωνία. Αν τέτοιες πελώριες συγκρούσεις αναπτύσσονται στους κόλπους της κοινωνικής ζωής, είναι λαθεμένο όσο και ύποπτο να χρεώνεται η αποκλειστική ευθύνη για αρνητικά στοιχεία στη συμπεριφορά ανθρώπων - εφήβων, στην κακή διαπαιδαγώγηση από την οικογένεια, στην έλλειψη προτύπων στο σχολείο κλπ., όχι γιατί δεν αποτελούν παράγοντες που επιδρούν, αλλά γιατί το περιεχόμενό τους καθορίζεται από τις κυρίαρχες σχέσεις.

Αλλωστε η αποξένωση αποτελεί τη βάση για την αποδόμηση, για τον κατακερματισμό συνολικά της προσωπικότητας. Η κοινωνικότητα του ανθρώπου υπονομεύεται. Η κοινωνική συνείδηση διαστρεβλώνεται. Ολα αυτά δεν μπορούν να μη διχάζουν και να μη διαιρούν το υποκείμενο όταν όλη η δημιουργική δύναμή του ενσαρκώνεται σε κάτι αλλότριο, όταν όλες οι δημιουργικές του δυνάμεις μετατρέπονται σε πελώριες, ανεξάρτητες, τυφλές δυνάμεις που του εναντιώνονται.

Η αποξένωση δεν μπορεί παρά να παίζει καθοριστικό ρόλο στις σχέσεις στην οικογένεια, στο φιλικό κύκλο και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο επιδρά άμεσα σε όλες τις σχέσεις που αναπτύσσονται στα πλαίσια της εργατικής οικογένειας, ανάμεσα στουςεργάτες. Ολες οι σχέσεις τείνουν να γίνονται ανταγωνιστικές και βίαιες.

Σε μια εκμεταλλευτική κοινωνία, όπως ο καπιταλισμός, το τιμόνι των εξελίξεων βρίσκεται στα χέρια αυτών που είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, έχουν τα μέσα, τους μηχανισμούς για να σπέρνουν κάθε είδους πλάνη, σκοταδισμό και προκατάληψη στις πλατιές μάζες των εκμεταλλευομένων. Η συντριπτική μειοψηφία της κοινωνίας φαίνεται να καθορίζει την τύχη όλης της κοινωνίας κρατώντας τη μεγάλη πλειοψηφία στο περιθώριο. Ετσι η μεγάληπλειοψηφία των ανθρώπων κατανοεί την κοινωνική εξέλιξη σαν ένα παιχνίδι ανεξάρτητων τυφλών ακατανόητων δυνάμεων. Απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις δεν μπορεί παρά να αισθάνεται ανήμπορος, αποκαμωμένος. Δε μπορεί παρά να αισθάνεται ότι απειλείται. Η απειλή γεννά το φόβο. Ο Λένιν τοποθετεί τη δημιουργία του φόβου ως εξής: «Ο φόβος μπροστά στην τυφλή δύναμη του κεφαλαίου, που είναι τυφλή γιατί δεν μπορεί να προβλεφθεί από τις μάζες του λαού, που στο κάθε βήμα της ζωής του προλεταριάτου και του μικρονοικοκύρη η δύναμη αυτή απειλεί να του φέρνει την «ξαφνική», «την αναπάντεχη», την «τυχαία» καταστροφή, τον όλεθρο, τη μετατροπή του σε ζητιάνο, σε πάουπερ, σε πόρνη, το θάνατο από την πείνα»[18].

Η αντικειμενική ύπαρξη του ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργάτες, δηλαδή ανάμεσα σε διαφορετικά «εμπορεύματα» (ανάμεσα στις διαφορετικές ικανότητες για εργασία) που όπως είναι λογικό οξύνεται όσο οξύνονται τα κοινωνικά προβλήματα, όσο συμπιέζεται η τιμή της εργατικής δύναμης, όσο αυξάνεται η ανεργία κλπ., παίζει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του διπλανού ως «εχθρού», ως αντίπαλου, ως την αιτία για την ανεργία, τη φτώχια κλπ.

Η αντίθεση του «ατομικού» με το «κοινωνικό» δεν είναι «φυσική» - αφού ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον . Οπως λέει ο Λισιέν Σεβ, οι διάφορες αστικές θεωρίες οδηγούν τελικά στην εξής προτροπή ως λύση στο πρόβλημα: «Το να ζει κανείς τη ζωή του σημαίνει ότι έχει βρει τον απαιτούμενο συμβιβασμό ανάμεσα στην έμφυτη τάση του εγωιστικού αρπακτικού και την αποκτηθείσα σωφροσύνη της άρνησης των απαγορευμένων απολαύσεων» [19].

Ομως η πραγματικότητα είναι ότι η αντιπαράθεση του «ατομικού» στο «κοινωνικό» είναι έκφραση μιας εφήμερης φάσης μέσα στην ιστορία ανάπτυξης της κοινωνίας που χαρακτηρίζει όλους τους εκμεταλλευτικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς. Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής δεν είναι παρά ένας ιστορικός τρόπος παραγωγής που ήδη έχει γίνει ανασταλτικός, γι’ αυτό και παράγει αντιδραστική ιδεολογία και παρασιτικά φαινόμενα. Η υπόσταση του ατόμου δεν είναι ίδια μέσα σε μια αρχέγονη κοινότητα, μια ταξική κοινωνία ή έναν αταξικό πολιτισμό. Η συνεχής αντιπαράθεση ατόμου-κοινωνίας ήταν αποστερούμενη από κάθε νόημα, για παράδειγμα στην κοινωνία των γενών.

Στην εποχή μας, στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, οξύνεται στο έπακρο η αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και την οργάνωσή της με κριτήριο το κέρδος της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής η οποία αποτελεί και τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού. Σε αυτές τις συνθήκες, τόσο η αποξένωση όσο και ο ανταγωνισμός εμφανίζονται με πιο οξυμένη μορφή σε σχέση με όλη την ιστορική πορεία του καπιταλιστικού συστήματος. Η συσσώρευση σημαντικών δυνατοτήτων και προϋποθέσεων για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων για τη σημαντική βελτίωση της ζωής του ανθρώπου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ολοένα και περισσότερο συγκέντρωση της παραγωγής και του πλούτου που παράγεται σε λιγότερα χέρια, βάζοντας αντικειμενικά εμπόδια στη μετατροπή αυτής της δυνατότητας σε πραγματικότητα. Αυτή η αντίθεση διαπερνά αντικειμενικά όλες τις κοινωνικές σχέσεις και τον τρόπο με τον οποίο αυτές επιδρούν στη διαμόρφωση της συνείδησης και της προσωπικότητας. Σε αυτά τα πλαίσια αναπτύσσεται ακόμα περισσότερο η ανταγωνιστική αντίληψη, ο ατομισμός, η θεώρηση της ζωής ως ζούγκλας. Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία αστικών ερευνών που αναδεικνύουν την επίδραση της όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων στην προσωπικότητα του νέου ανθρώπου. Ετσι, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων που δημοσίευσε η εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», οι νέοι θεωρούν οξυμένα προβλήματα: το άγχος κατά 82,3%, την ανεργία κατά 77,2%, την έλλειψη φίλων κατά 70,2%, τα λίγα χρήματα 55,8%[20].

Στις ΗΠΑ, οι οποίες κατέχουν μια από τις πρώτες θέσεις στην εγκληματικότητα και ιδιαίτερα στη νεανική εγκληματικότητα[21] στον κόσμο, προφανώς το γεγονός αυτό συνδέεται και με την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων στη μεγαλύτερη ιμπεριαλιστική δύναμη στον κόσμο, όπου το 21,9% των παιδιών βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχιας[22] και το κοινωνικό περιθώριο.

Να ποια είναι η κοινωνική βάση για να ξεπηδάνε «τα θηρία της διπλανής πόρτας». Αστικά σκεπτόμενοι παιδαγωγοί και άλλοι, έστω καλοπροαίρετα, θεωρούν ότι θα ξορκίσουν αυτό το κακό με κηρύγματα ηθικής διαπαιδαγώγησης στο σχολείο, με προβολή υγιών πρότυπων στα ΜΜΕ. Παραβλέπουν ότι η «κανιβαλική ηθική» ξεπηδάει μέσα από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Εκεί βρίσκεται η βαθύτερη ρίζα της.

Το πρότυπο άλλωστε κάθε κοινωνίας δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό της κοινωνικής τάξης που κυριαρχεί. Ο ατομισμός σήμερα εκφράζει την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τα προϊόντα της σε συνθήκες που διευρύνεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας. Το αστικό πρότυπο της ατομικής επιτυχίας που στηρίζεται στην ικανότητα, στο σκληρό ανταγωνισμό, είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος με τις αντικοινωνικές συμπεριφορές που αντιμετωπίζουν την κοινωνία ως ζούγκλα. Στον καπιταλιστικό κόσμο η κοινωνικοποίηση της νεολαίας γίνεται με άξονα τη διαμόρφωση μιας ατομικιστικής συνείδησης, την ικανότητα ανταπόκρισης στην εμπορευματική οικονομία και γι’ αυτό αποκτά κατεύθυνση σύγκρουσης του ατόμου με την κοινωνία. Στις συνθήκες αποθέωσης της προσωπικής επιτυχίας και των υλικών της συμβόλων, η αντιπαλότητα του «εγώ» με την κοινωνία αποκτά το χαρακτήρα ενός ιδιόμορφου ηθικού στερεότυπου.

Ταυτόχρονα είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός που αναπτύσσει και που δένει με ισχυρότατους υλικούς δεσμούς όλους τους ανθρώπους.Κοινωνικοποιεί την παραγωγή με γιγάντια, γοργά βήματα, αναπτύσσει τη συνεργασία των παραγωγών συνενώνοντάς τους σε μεγάλες επιχειρήσεις, βαθαίνει τον καταμερισμό της εργασίας, τόσο στην κάθε ξεχωριστή επιχείρηση, όσο και στη κοινωνία, με την εισαγωγή των μηχανών μετατρέπει τα σκόρπια ατομικά μέσα παραγωγής σε μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από κοινού, μετατρέπει την παραγωγή σε τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης.

Η κοινωνική φύση του ανθρώπου αναπτύσσεται μέσα στην Ιστορία. Ο καπιταλισμός δημιουργεί το πυκνό υλικό δίχτυ της βαθιάς αλληλεξάρτησης των ανθρώπων. Οπως γίνεται κατανοητό, εδώ βρίσκεται όλη η ουσία γιατί εδώ βρίσκεται και η βασική αντίφαση. Η κοινωνικοποίηση της εργασίας έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που δε συμβιβάζεται με το στενό κεφαλαιοκρατικό αστικό περίβλημα. Αναδεικνύεται ο ιστορικός εφήμερος χαρακτήρας του καπιταλισμού.

Οι ίδιες λοιπόν οι συνθήκες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής γεννούν και την τάση για τη συνένωση, τη συνεργασία, την αμοιβαιότητα, τον κοινό αγώνα, τη συλλογική πάλη. Γεννά τη δυνατότητα της κοινωνικής ιδιοκτησίας, ανεξάρτητα από το βαθμό συνειδητοποίησής της. Οι αντιφάσεις στη συμπεριφορά, στη συνείδηση των ανθρώπων ξεπηδούν από τις αντιφάσεις της υλικής ζωής. Ο Μαρξ τοποθετείται ως εξής: «Για πρώτη φορά κατά το 18ο αιώνα, στην αστική κοινωνία αντιτάσσονται στο άτομο οι διάφορες μορφές της κοινωνικής συνάρτησης σαν εξωτερική αναγκαιότητα, σαν απλό μέσο για τους ιδιωτικούς του σκοπούς. Η εποχή όμως που γεννά αυτή την αντίληψη του ξεμοναχιασμένου ατόμου, είναι ακριβώς η εποχή των πιο αναπτυγμένων κοινωνικών συνθηκών»[23]. Αν αυτό ίσχυε για το 18ο αιώνα, ισχύει πολλαπλάσια σήμερα.

Ο Λένιν, αναφερόμενος στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης της εργασίας, γράφει: «…οι κοινωνικοί δεσμοί ανάμεσα στους παραγωγούς όλο και δυναμώνουν, οι παραγωγοί ενώνονται σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Οι σκόρπιοι μικροπαραγωγοί εκτελούσαν ο καθένας τους ταυτόχρονα κάμποσες εργασίες και γι’ αυτό ήταν σχετικά ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο: αν λ.χ. ο χειροτέχνης μόνος του έσπερνε το λινάρι, μόνος του το έκλωθε και το ύφαινε - ήταν σχεδόν ανεξάρτητος από τους άλλους. Ακριβώς σ’ ένα τέτοιο καθεστώς με μικρούς, σκόρπιους εμπορευματοπαραγωγούς (και μονάχα σ’ αυτό) δικαιολογούνταν η παροιμία: «ο καθένας για τον εαυτό του κι ο θεός για όλους», δηλ. αναρχία των διακυμάνσεων της αγοράς. Τελείως διαφορετικά παρουσιάζονται τα πράγματα, όταν χάρη στον καπιταλισμό πραγματοποιείται η κοινωνικοποίηση της εργασίας. Ο εργοστασιάρχης που παράγει υφάσματα εξαρτάται από τον εργοστασιάρχη του βαμβακοκλωστηρίου. Ο τελευταίος αυτός εξαρτάται από τον κεφαλαιοκράτη ιδιοκτήτη της φυτείας που έχει σπείρει το βαμβάκι, από τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου κατασκευής μηχανών, του ανθρακωρυχείου, κλπ. κλπ. Το αποτέλεσμα είναι πως κανένας κεφαλαιοκράτης δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα χωρίς τους άλλους. Είναι ολοφάνερο ότι η παροιμία «ο καθένας για τον εαυτό του» δεν μπορεί πια καθόλου να εφαρμοστεί σε ένα τέτοιο καθεστώς: εδώ πια ο καθένας δουλεύει για όλους κι όλοι για τον καθένα ( και δε μένει θέση για το θεό, ούτε σαν επουράνια φαντασία, ούτε σαν επίγειο «χρυσό μόσχο»)»[24] και συνεχίζει «…έτσι όλη η παραγωγή στο σύνολό της συγχωνεύεται σε ένα ενιαίο κοινωνικό παραγωγικό προτσές, ενώ ταυτόχρονα η κάθε επιχείρηση διευθύνεται από το χωριστό κεφαλαιοκράτη, εξαρτάται από την αυθαιρεσία του και του παραδίνει τα κοινωνικά προϊόντα σαν ατομική του ιδιοκτησία» και παρακάτω «…(Περιέγραψα μόνο ένα υλικό προτσές, μόνο μια αλλαγή των σχέσεων παραγωγής, χωρίς να θίξω την κοινωνική πλευρά του προτσές, τη συνένωση, τη συσπείρωση και την οργάνωση των εργατών γιατί αυτό είναι ένα φαινόμενο παράγωγο, δευτεροβάθμιο)»[25].

Συμπερασματικά λοιπόν η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις (μόνο όμως τις προϋποθέσεις) μέσω της κοινωνικοποίησης της εργασίας για να μην ισχύει το «ο καθένας για τον εαυτό του ο Θεός για όλους».

Ετσι η κοινωνικοποίηση της εργασίας δυναμώνει την αντίθετη τάση, αυτή της συνένωσης και οργάνωσης της εργατικής τάξης, σε τελική ανάλυση σφυρηλατεί την ενότητα της εργατικής τάξης, στην αντίθεσή της με την αστική τάξη. Μάλιστα στο βαθμό που τα συμφέροντα της εργατικής τάξης αντικειμενικά αντιπαρατίθενται στα συμφέροντα της αστικής τάξης αυτή η συνένωση, ενότητα της τάξης δεν μπορεί παρά να βαθαίνει.

Η διαδικασία της αποξένωσης και η κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγικής διαδικασίας δρουν αντιφατικά στο ψυχισμό, την συνείδηση σε όλες τις νοητικές διαδικασίες που συντελούνται στο μυαλό των εργατών. Οπωσδήποτε δεν επιδρούν σε ευθύγραμμη σχέση αλλά μέσα από διάφορους ψυχικούς και νοητικούς μηχανισμούς.

2. ΟΙ ΨΥΧΙΚΟΙ «ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ» ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

Πρέπει να σημειώσουμε πως το γεγονός ότι η κοινωνική βάση τέτοιων φαινομένων βρίσκεται στις καπιταλιστικές σχέσεις, δε σημαίνει ότι όλοι στον καπιταλισμό θα γίνουν εγκληματίες ή θα οδηγηθούν σε «αντικοινωνικές» συμπεριφορές. Σε κάθε περίπτωση μέχρι τώρα στο άρθρο αναφερθήκαμε στην κοινωνική βάση διαμόρφωσης «κοσμοθεωρητικών προτύπων», όπως αυτών του ατομισμού και του ανταγωνισμού, τα οποία διαμορφώνονται αντικειμενικά στην καπιταλιστική κοινωνία σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος απ’ ό,τι η εκδήλωση τους με ακραίο τρόπο με τη μορφή της λεγόμενης «αντικοινωνικής» συμπεριφοράς.

Η ίδια η διαμόρφωση της προσωπικότητας είναι μια σύνθετη, πολύπλοκη και αντιφατική διαδικασία. Η κοινωνία πράγματι διαμορφώνει την προσωπικότητα, αλλά η εξελικτική αυτή διαδικασία δεν είναι ευθύγραμμη, διαμεσολαβείται από εσωτερικούς ψυχικούς καθορισμούς, από τηνδραστηριότητα του ίδιου του ανθρώπου. O Λεόντιεφ τονίζει ότι το γεγονός ότι οι κοινωνικές σχέσεις είναι η πηγή της προσωπικότητας αυτό «δεν πάει να πει φυσικά, πως η δραστηριότητά τους δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να προσωποποιεί τις σχέσεις της κοινωνίας και του πολιτισμού της. Μετασχηματισμοί και πολύπλοκα περάσματα τις συνδέουν έτσι που είναι αδύνατο να αναγάγεις άμεσα την μία στην άλλη»[26], «η ψυχολογία έχει να κάνει πάντα με την δραστηριότητα του συγκεκριμένου ατόμου, που ξεδιπλώνεται είτε μέσα στις περιστάσεις της ομαδικής ζωής, ανάμεσα στους ανθρώπους, είτε πρόσωπο με πρόσωπο με το συγκεκριμένο κόσμο που τον περιτριγυρίζει»[27]. Οσο μοναδική και αν είναι όμως η δραστηριότητα ενός ανθρώπου, οι περιστάσεις της ζωής του ξετυλίγονται πάντα μέσα στο δοσμένο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων.

Ο άνθρωπος, εξαιτίας της παραγωγικής εργασίας του, που άλλωστε τον διαχωρίζει από τα ζώα, μεταδίδει ό,τι καινούργιο κατακτά η μια γενιά στην άλλη μέσω των υλικών και πνευματικών αντικειμένων που δημιουργεί, όπως είναι για παράδειγμα η γλώσσα, ο πολιτισμός, τα διάφορα επιτεύγματα, η τεχνολογία κλπ. Στη συνέχεια, χάρη βέβαια στη διαδικασία της μάθησης, έχουμε την κατάκτησή τους από το παιδί, όπου διεξάγεται η διαδικασία της έμμεσης αφομοίωσης από το άτομο των αξιών του πολιτισμού. Μιας αφομοίωσης (εσωτερίκευσης) που γίνεται μέσω της επικοινωνίας από τις άμεσες κοινωνικές επαφές του παιδιού με τους ενήλικους και στη συνέχεια «αφομοιώνονται» στη συνείδησή του χάρη στις ατομικές ηθικές ανάγκες, συμφέροντα, ιδανικά, πεποιθήσεις, μοτίβα, που διαμορφώνει κάθε προσωπικότητα.

Μια σημαντική παράμετρος, που πρέπει εξαρχής να διευκρινιστεί εδώ και σχετίζεται με το θέμα μας, είναι πως τα όποια κίνητρα, μοτίβα συμπεριφοράς, ηθικές αξίες και πεποιθήσεις που καλείται το άτομο να διαμορφώσει, έχουν κοινωνικό-ιστορικό χαρακτήρα. Κάτι δηλαδή που σήμερα θεωρείται «αντικοινωνική συμπεριφορά», σε κάποια άλλη ιστορική εποχή ίσως να θεωρούνταν «φυσιολογική» συμπεριφορά. Επειτα, σε μια ταξική κι ανταγωνιστική κοινωνία, όπως είναι η ελληνική σήμερα, είναι ολοφάνερο πως μια σειρά ηθικές αξίες έχουν άλλο περιεχόμενο σε μια κοινωνική τάξη και στρώμα απ’ ό,τι σε κάποια άλλη.

Αυτό δε σημαίνει ότι μια προσωπικότητα θα «ρουφά» αδιακρίτως όλα τα «πρότυπα» που κυριαρχούν στο περιβάλλον του. Ο Βιγκότσκι έγραφε σχετικά: «Οπως με τον αλκοολισμό του παππού συχνά με ευθύ τρόπο ερμηνεύουν την συμπεριφορά του εγγονού, έτσι κι εκείνα ή τα άλλα οικογενειακά σημεία διαβίωσης (στενότητα χώρου, κακές σχέσεις ανάμεσα στους γονείς, ύπαρξη κακών παραδειγμάτων κλπ.) τα συνδέουν σε άμεση εξάρτηση με την συμπεριφορά του παιδιού...»[28]. Ομως αυτή η σχέση δεν είναι τόσο ευθεία, υπογράμμιζε ο Βιγκότσκι, καλώντας να μεταφερθεί η προσοχή μας, το κέντρο των ερευνών μας, προς την πλευρά της μελέτης της ίδιας της δραστηριότητας, της ενεργητικότητας του παιδιού, των βιωμάτων του που συνδέονται με την αλλαγή του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Και προσθέτει: «η επιστημονική προσέγγιση διαφέρει από την εμπειρική, στο ότι προϋποθέτει την αποκάλυψη των βαθύτερων εσωτερικών εξαρτήσεων και μηχανισμών εμφάνισης της μιας ή της άλλης επίδρασης του περιβάλλοντος»[29].

Η κοινωνικο-ιστορική ψυχολογία σημειώνει τη σημασία που έχει για την «εσωτερίκευση» από το παιδί εκείνων ή των άλλων προτύπων, κοινωνικών αξιών η κυρίαρχη δραστηριότητα και η «κοινωνική κατάσταση ανάπτυξης».

Σε κάθε ηλικιακό στάδιο ανάπτυξης του ανθρώπου είναι διαφορετική η κυρίαρχη δραστηριότητα. Η ζωή ή η δραστηριότητα συνολικά δε διαμορφώνεται μηχανικά από ξεχωριστά είδη δραστηριότητας. Κάποια είδη δραστηριότητας είναι σ’ ένα συγκεκριμένο στάδιο κυρίαρχα και έχουν μεγάλη σημασία για την παραπέρα ανάπτυξη της προσωπικότητας, ενώ άλλα έχουν λιγότερη. Ετσι για παράδειγμα, το παιδί της προσχολικής ηλικίας αφομοιώνει κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού τις κοινωνικές λειτουργίες και τους αντίστοιχους κανόνες συμπεριφοράς των ανθρώπων και αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική στιγμή για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Π.χ. οι σοβαρές δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος στην κυρίαρχη δραστηριότητά του (π.χ. το παιδί της προσχολικής ηλικίας στο παιχνίδι, ο μαθητής στα μαθήματά του, ο εργαζόμενος στην εργασία του), μπορεί μεταξύ των άλλων να τον οδηγήσουν και σε επιθετική συμπεριφορά.Ομως -αξίζει εδώ να το σημειώσουμε- η επιθετική συμπεριφορά δεν έχει πάντα την ίδια σημασία, το ίδιο «προσωπικό νόημα» για εκείνον που την εκδηλώνει. Εχει ιδιαίτερη σημασία η «θέση» που καταλαμβάνει η επιθετική συμπεριφορά στη δομή της δραστηριότητας. Πρόκειται για μια υπερβολική αμυντική αντίδραση, ένα αποτέλεσμα μια έντονης συναισθηματικής φόρτισης ή αποτελεί έναν αυτοτελή σκοπό και αποκτά ένα αυτοτελές νόημα για την προσωπικότητα; Πρέπει να θέτουμε την παραπάνω ερώτηση, γιατί είναι σημαντικό κάθε φορά να διαχωρίζουμε με τι είδους επιθετική συμπεριφορά έχουμε να κάνουμε. Κατά τη διαδικασία ανάπτυξης της προσωπικότητας μέσω της δραστηριότητας και μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία διαμορφώνονται τόσο οι ανάγκες, όσο και τα κίνητρα, οι στόχοι της προσωπικότητας που κινητοποιούν τον άνθρωπο προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση και δημιουργούν τον «προσανατολισμό της προσωπικότητας». Τι γίνεται όμως όταν κάτω από ορισμένες συνθήκες η όλη «σφαίρα των κινήτρων της προσωπικότητας» διαμορφώνεται έτσι ώστε να αποκτά έναν καθαρά εγωιστικό προσανατολισμό; Τότε είναι πολύ πιθανή η περίπτωση της εκδήλωσης μιας επιθετικής συμπεριφοράς από τον άνθρωπο με στόχο την ικανοποίηση των «αναγκών» του, όπως αυτός τις συνειδητοποιεί.[30]

Ο σοβιετικός ψυχολόγος Βιγκότσκι εισήγαγε ένα νέο όρο που μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε πιο ολοκληρωμένα αυτή την κατάσταση. Μίλησε συγκεκριμένα για «κοινωνική κατάσταση ανάπτυξης του παιδιού». Με τον όρο αυτό εννοούνται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του παιδιού, ο τρόπος με τον οποίο βιώνει την επίδραση αυτής της κοινωνικής κατάστασης.

Επίσης έγραφε: «Η λογική της ανάπτυξης του χαρακτήρα είναι η ίδια, όπως και η λογική οποιασδήποτε ανάπτυξης. Ο,τι αναπτύσσεται, αναπτύσσεται από αναγκαιότητα... Σε ποια όμως αναγκαιότητα είναι τοποθετημένες οι κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης του χαρακτήρα; Σε αυτήν την ερώτηση, μπορεί να υπάρξει μόνο μια απάντηση: σ’ εκείνη που είναι βασική και καθοριστική αναγκαιότητα για όλη την ανθρώπινη ζωή, στην αναγκαιότητα να ζει στο ιστορικό, κοινωνικό περιβάλλον και να αναπροσαρμόζει όλες τις οργανικές λειτουργίες με βάση τις απαιτήσεις που του αξιώνει αυτό το περιβάλλον».

Ετσι αρκετοί Σοβιετικοί ερευνητές σημείωναν την ανάγκη του παιδιού για αναγνώριση και συνέδεαν την ανάπτυξη της επιθετικής συμπεριφοράς με τη αποστέρηση της ανάγκης των παιδιών για αναγνώριση. Η αδυναμία υλοποίησης αυτής της ανάγκης οδηγεί τα παιδιά και στην επιθετικότητα. Ενώ η ματαίωση της ανάγκης για επικοινωνία με τους ενήλικες οδηγεί στην εμφάνιση της επιθετικότητας και του ψέματος ως προστατευτικών μηχανισμών.[31]

Σε άλλες μελέτες εκτιμάται ότι η επιθετική συμπεριφορά του παιδιού μπορεί να σχετίζεται με απομόνωση του παιδιού από τους συνομήλικούς του. Υποστηρίζεται ότι εδώ ιδιαίτερο ρόλο παίζει ο παιδαγωγός, ιδιαίτερα για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας. Μια αρνητική αντιμετώπιση του παιδιού από το νηπιαγωγό δημιουργεί και επιτείνει την απομόνωση του παιδιού από τους συνομηλίκους του.[32]

Επίσης άλλοι ερευνητές εκτιμούν ότι το πλέγμα των αρνητικών χαρακτηριστικών του παιδιού, μεταξύ άλλων και η επιθετικότητα, οφείλεται στην αντίθεση ανάμεσα στην υψηλή αυτοεκτίμηση του παιδιού και ταυτόχρονα την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον εαυτό του. [33]

Ο μεγάλος παιδαγωγός Α. Μακαρένκο είχε διατυπώσει τη θέση ότι η προσωπικότητα αναπτύσσεται στην κολεκτίβα και μέσω της κολεκτίβας. Σε αυτή την κατεύθυνση ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν έρευνες[34] που καταλήγουν στο συμπέρασμα πως αιτία διάφορων «δυσκολιών» στη συμπεριφορά του παιδιού (και της επιθετικής συμπεριφοράς) μπορεί να βρίσκεται στα προσωπικά χαρακτηριστικά του παιδιού(μεταξύ των άλλων στη χαμηλή αυτοεκτίμηση, στη δυσφορία του για τη χαμηλή θέση στο σύστημα σχέσεων της ομάδας) ή στο χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των δεξιοτήτων του, μεταξύ αυτών και των ικανοτήτων του στο παιχνίδι. Ενα τέτοιο χαμηλό επίπεδο δε δίνει σε αυτά τα παιδιά τη δυνατότητα δημιουργίας ικανοποιητικών σχέσεων με τους συνομηλίκους τους. Η δραστηριότητα διαχωρίζεται στην «επιχειρησιακή» πλευρά της (τα μέσα και τους τρόπους υλοποίησής της) και στην «αιτιολογική» πλευρά της (τους λόγους, τα κίνητρα που καθοδηγούν το παιδί στη συγκεκριμένη δραστηριότητα). Η σύγκρουση με τους συνομηλίκους και η εκδήλωση της επιθετικότητας μπορεί να σχετίζεται και με τις δύο πλευρές της δραστηριότητας. Αυτό συμβαίνει γιατί το παιδί, εξαιτίας της αδυναμίας του να παίξει με τους συνομηλίκους του, συγκρούεται και έχει περιέλθει σε μια δυσμενή κατάσταση. Ετσι εμφανίζεται μια ιδιόμορφη συναισθηματική αντίδραση του παιδιού, καταρχήν σε παρορμητική, ασυνείδητη βάση. Οπως σημειώνεται, η επιτυχία του παιδιού στην κυρίαρχη δραστηριότητά του, το παιχνίδι, είναι τόσο σημαντική για τη συγκεκριμένη ηλικία, που η αποτυχία του να παίξει το οδηγεί στη στρεβλή ανάπτυξη βασικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς του, στη στρεβλή εκδήλωση της ανάγκης για αναγνώριση και της απόκτησης της αυτοεκτίμησής του.

Οπως φαίνεται από τα παραπάνω, θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής μας η μελέτη του φαινομένου της επιθετικότητας μέσα από τη δραστηριότητα που αναπτύσσει το παιδί. Μέσα από το πλέγμα της επικοινωνίας του παιδιού, τόσο με τους ενήλικες όσο και με τους συνομήλικούς του. Αυτό οπωσδήποτε ισχύει για όλες τις ηλικιακές κατηγορίες, δηλαδή και για την περίοδο της εφηβείας και της νεότητας, με τις οποίες ταυτίζεται η έννοια της «νεολαίας» που χρησιμοποιούμε.

Καταρχήν είναι φανερό πως όταν ένα παιδί έχει μάθει ν' αντιδρά από πολύ μικρή ηλικία επιθετικά, είτε στα πλαίσια της παρορμητικής συμπεριφοράς του είτε για να επιτύχει κάποιο στόχο είτε γιατί αυτή η επιθετική συμπεριφορά έχει γίνει αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, έχει δηλαδή πάρει «αυτοτελές νόημα», τότε αυτό δεν είναι κάτι που εύκολα μπορεί να αλλάξει στην εφηβική περίοδο ή στην ηλικία της νεότητας.

Εδώ όμως πρέπει να πάρουμε υπόψη μας πως σε αυτή την περίοδο παίζουν σημαντικό ρόλο εκείνες οι δραστηριότητες που σε μεγάλο βαθμό «διαχώρισαν» αυτή την περίοδο από την παιδική και ενήλικη περίοδο (κατά την περίοδο επικράτησης του καπιταλισμού 16ος-18ος αιώνας), όπως είναι η διεύρυνση της γενικής μόρφωσης και η ανάγκη απόκτησης επαγγελματικής ειδίκευσης, αλλά και η προετοιμασία δημιουργίας οικογένειας. Ταυτόχρονα σε αυτή την περίοδο έχουμε τη βιολογική ωριμότητα και τη σεξουαλική ανάπτυξη, αλλά και τη διαμόρφωση των βασικών κοσμοθεωρητικών θέσεων, στις οποίες θα στηριχτεί στη συνέχεια στη ζωή της η κάθε προσωπικότητα.

Αυτή «η ανάπτυξη προς την ενηλικίωση πραγματοποιείται με διαφορετικούς τρόπους και επιπλέον διαμορφώνει αξίες ζωής με διαφορετικό περιεχόμενο»[35].

Σύμφωνα με τις έρευνες που έχουν γίνει γι' αυτή την ηλικιακή περίοδο, μεγάλη σημασία έχει η συναναστροφή με τους συνομηλίκους του, ιδιαίτερα με τους φίλους του, όπως και ηαυτο-αξιολόγηση, τα κριτήρια της αυτοεκτίμησηςπου κυριαρχούν στον περίγυρο, που οδηγούν στην αυτογνωσία του νέου ανθρώπου.

Η επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά μπορεί να είναι αποτέλεσμα τόσο αυτών των κριτηρίων που κυριαρχούν στον περίγυρο και στην κοινωνία όσο και των δυσκολιών που μπορεί να υπάρχουν στο επίπεδο της συναναστροφής του με τους ενηλίκους και τους συνομηλίκους.

Ας πάρουμε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συμμετοχή μικρού τμήματος της νεολαίας στις φανατικές ομάδες οπαδών διάφορων αθλητικών επιχειρήσεων. Συχνά αυτές οι ομάδες δρουν βίαια και αντικοινωνικά. Τυπικά, επιφανειακά, ενώνονται στη βάση ενός κοινού ενδιαφέροντος, αυτού της «αγάπης» προς την ομάδα τους. Πίσω και μέσα από αυτή βρίσκονται τα πρότυπα συμπεριφοράς και τα κριτήρια της αυτο-αξιολόγησης του μέλους της ομάδας, που μπορεί να ποικίλλουν, από τη γνώση της ιστορίας και των αναλυτικών βιογραφικών των αθλητών έως και την αμείλικτη αντιμετώπιση των οπαδών της «άλλης» ομάδας σε μια πιθανή κατάσταση σύγκρουσης.

Σε μια τέτοια «ομάδα» μπορεί να βρεθούν οπαδοί που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, όμως εκεί μπορεί να τους έχουν οδηγήσει διαφορετικές αιτίες, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια της ατομικής «κοινωνικής κατάστασης ανάπτυξης» στην οποία βρίσκονται. Δηλαδή το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων στο οποίο βρίσκεται ο νέος.

Σήμερα που τα αδιέξοδα που προβάλλουν μπροστά στη νεολαία των λαϊκών στρωμάτων αυξάνονται εξαιτίας της εμπορευματοποίησης της Παιδείας και της αύξησης των ταξικών φραγμών, σήμερα που η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων «σαρώνει» ιδιαίτερα τις νέες ηλικίες, είναι φανερό πως η νεολαία βρίσκεται σε πιο δυσχερή θέση από το παρελθόν.

Το σύστημα με πολυπλόκαμους μηχανισμούς καραδοκεί στο να ελέγξει και να οδηγήσει σε αδιέξοδους δρόμους την όποια αντίδραση, κυρίως της νεολαίας, που δεν έχει ακόμη συσσωρεύσει μεγάλη κοινωνική εμπειρία.

Ρόλος του ΚΚΕ και της ΚΝΕ είναι να συνειδητοποιήσουν διευρυμένα τμήματα της εργατικής καταγωγής νεολαίας τα αυξανόμενα αδιέξοδα που αυξάνει ο καπιταλισμός, την ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Κάτω από ορισμένες συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης θα μπορούσε να εκδηλωθεί από την προσωπικότητα με μια έντονη διαμαρτυρία, με μια αντίδραση στην κοινωνική αδικία[36], που μπορεί να πάρει και βίαια, επιθετική μορφή, που όταν δεν αντιστρατεύεται αλλά συνδυάζεται και εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της δράσης των λαϊκών μαζών για την ανατροπή της κοινωνικής αδικίας όχι μόνο δεν είναι προβληματική, αλλά αποβαίνει σωτήρια και δημιουργική, τόσο για τη μεμονωμένη προσωπικότητα όσο και για την κοινωνία.

Αρα είναι σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, να σημειώσουμε ότι η ανθρώπινη επιθετικότητα δεν είναι πάντα κάτι το αρνητικό! Πολλές φορές μπορεί να αποβεί αναγκαία και σωτήρια για τον άνθρωπο!

Ο Λένιν, σ’ ένα άρθρο αναφέρει ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα σχετικά με την κατάσταση της σκλαβιάς: «Ο σκλάβος, ο οποίος συνειδητοποιεί τη σκλαβιά του και σιωπηλά μαραζώνει, είναι απλώς σκλάβος. Ο σκλάβος που εθελούσια περιγράφει τις ομορφιές της σκλαβιάς και είναι ενθουσιασμένος από τον καλό κύριό του είναι ραγιάς. Αντίθετα ο σκλάβος, που συνειδητοποιεί τη θέση της σκλαβιάς του και αγωνίζεται ενάντιά της είναι επαναστάτης»[37].

3. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ

Η ανατροπή του καπιταλισμού θα πραγματοποιηθεί επαναστατικά, αποτέλεσμα της κορύφωσης της ταξικής πάλης του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη. Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος από τις πρώτες αυθόρμητες εκδηλώσεις του, τις πρώτες προσπάθειες πολιτικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης από την αστική πολιτική επιρροή με τη δημιουργία ξεχωριστών εργατικών κομμάτων, έφτασε σε μια ωρίμανση με τη δημιουργία του πρώτου κόμματος νέου τύπου (τη συνένωση δηλαδή του εργατικού κινήματος με τον επιστημονικό σοσιαλισμό) των Μπολσεβίκων. Η διαμόρφωση του επαναστατικού εργατικού κινήματος, του κομμουνιστικού κινήματος, αποτελεί μια ιστορική κατάκτηση της εργατικής τάξης. Μέσα στην ταξική πάλη ο προλετάριος γίνεται αδιάλλακτος εχθρός της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Ετσι ο συνειδητοποιημένος εργάτης δεν τα βλέπει όλα κάτω από το πρίσμα των στενά προσωπικών συμφερόντων. Στον αγώνα ενάντια στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δημιουργείται μια άλλη προλεταριακή ηθική, διαμορφώνονται προσωπικότητες που τις ενώνει το μίσος απέναντι στην αστική τάξη, η συντροφική αλληλεγγύη ανάμεσά τους, η συνειδητοποίηση της ανθρώπινής τους αξιοπρέπειας, διαμορφώνουν χαρακτηριστικά όπως η συνειδητή πειθαρχία, η αντοχή, η αυτοθυσία, η αποφασιστικότητα για τη νίκη.

Οι αγώνες διαπαιδαγωγούν λοιπόν τους εργάτες, διαμορφώνουν προσωπικότητες που βλέπουν το ατομικό συμφέρον μέσα στο συλλογικό συμφέρον της τάξης, επιβεβαιώνουν την κοινωνική φύση του ανθρώπου.

Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι περιθωριακές τάσεις κυριολεκτικά σαρώνονται σε περιόδους της ανόδου της ταξικής πάλης, όταν μεγάλα τμήματα του λαού εντάσσονται στην επαναστατική πάλη και ειδικά τμήματα της νεολαίας της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ΕΠΟΝ τη δεκαετία του 1940 και το πώς συνέβαλε μεταξύ άλλων στην αντιμετώπιση περιθωριακών φαινομένων όπως η χρήση ναρκωτικών, τα οποία μάλιστα ενισχύονταν με συγκεκριμένο τρόπο από το βρετανικό ιμπεριαλισμό την περίοδο της επέμβασής του στην Ελλάδα ενάντια στο λαϊκό κίνημα.

Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε και τη συλλογική αγωνιστική δράση της νεολαίας. Οι κινητοποιήσεις των μαθητών, της νεολαίας γενικότερα, συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας άλλης ατμόσφαιρας από άποψη αξιών, προτύπων, που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την αποπνικτική αστική ηθική του ατομισμού, με το αστικό ιδεώδες της επιβίωσης των «ισχυρότερων ειδών».

Υπάρχει διέξοδος για την ελληνική νεολαία: Η νεολαία και το κίνημά της να συνδεθούν με το εργατικό κίνημα, να ακολουθήσουν σε τελική ανάλυση το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ. Να συστρατευτούν οι νέοι με τη νεολαία του Κομμουνιστικού Κόμματος, να οργανωθούν στη ΚΝΕ, μέσα στην οποία διαμορφώνονται ανυπότακτες προσωπικότητες που βρίσκονται κόντρα στις λογικές του κτηνώδους ατομισμού που αποξενώνει και ενισχύει τον εγωισμό, που πάνε κόντρα στη λογική της ανταγωνιστικότητας που προωθεί η κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στην νεολαία.

Στις Θέσεις του ΚΣ για το 9ο Συνέδριο της ΚΝΕ επισημαίνεται: «…η δράση της ΚΝΕ, η λειτουργία της να διαμορφώνει μια διαφορετική αντίληψη για τη νεανική προσωπικότητα. Η γνωριμία με τα ιδανικά του σοσιαλισμού, η γνώση των κατακτήσεων του ανθρώπινου πολιτισμού πρέπει να οπλίζουν την ΚΝΕ με ακαταμάχητη δύναμη για την αντιμετώπιση της ιδεολογικής παρέμβασης της άρχουσας τάξης, για τη διαμόρφωση της ολόπλευρης προσωπικότητας του νέου επαναστάτη. Ο δρόμος της πάλης ενάντια στην εκμετάλλευση, για την απελευθέρωση του ανθρώπου, για το σοσιαλισμό, είναι ιδανικό που γεμίζει τη ζωή του ανθρώπου. Μέσα από τη δράση ενσαρκώνει το πραγματικό περιεχόμενο της ελευθερίας, που είναι ακριβώς η κατανόηση και η συνειδητή πάλη για την αλλαγή της κοινωνίας. Η εσωτερική ζωή της ΚΝΕ και η μαζική της δράση πρέπει να καλλιεργεί και να αναπτύσσει τα κομμουνιστικά επαναστατικά χαρακτηριστικά. Να ατσαλώνεται το δυναμικό σε μαχητικούς και σεμνούς αγωνιστές που να αντέχουν σε όλες τις δυσκολίες της σκληρής ταξικής πάλης. Να υπερασπίζονται αποφασιστικά τις ιδέες και τις αρχές μας. Να διαμορφώνει φλογερούς επαναστάτες, ώστε κάθε ΚΝίτης να είναι φωτεινή προσωπικότητα στο χώρο του.

Αυτές οι αρετές δεν αποκτώνται με γενικές συνταγές, ούτε κατακτούνται σε μια μέρα, αλλά μέσα στη καθημερινή πάλη, σε συνδυασμό με τη μελέτη και αφομοίωση της θεωρίας του μαρξισμού λενινισμού, της πλούσιας πείρας του ΚΚΕ και του επαναστατικού κινήματος.[…]Η στάση στη δουλειά, στη μόρφωση, οι σχέσεις με την οικογένεια, με το άλλο φύλλο, στον πολιτισμό, συνολικά ο τρόπος ζωής να απορρέει από την ιδιότητα ενός νέου κομμουνιστή. Ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς συνδέεται με τη διαμόρφωση του χαρακτήρα, αντιπροσωπεύει την ίδια την ΚΝΕ»[38].


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Τάσος Τραβασάρος είναι μέλος του ΚΣ της ΚΝΕ, ειδικός παιδαγωγός.

[1] Εφημερίδα «Απογευματινή», 12.11.2006 σελ. 5.

[2] Εφημερίδα «Απογευματινή», 12.11.2006 σελ. 7.

[3] Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 13.11.2006, σελ. 49.

[4] Εφημερίδα «Το Βήμα», 13.11.2006, σελ. A 59-61.

[5] Εφημερίδα «Εθνος» 4.12.2006, ρεπορτάζ Μαίρη Μπενέα με τίτλο: «Εκρηξη στη βία ανηλίκων». Επίσης τέτοιου είδους στοιχεία υπάρχουν και στα υλικά της Ημερίδας που έγινε το Φεβρουάριο του 2005 με θέμα: «Νομοθεσία και Ψυχική Υγεία» και οργανώθηκε από την Παιδοψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών(Δημοσιεύθηκαν στην «Ελευθεροτυπία», 9.4.2005).

[6] Σίγκμουντ Φρόυντ (1856-1939): Αυστριακός νευροπαθολόγος ψυχίατρος και ψυχολόγος, ιδρυτής της ψυχανάλυσης. Τελείωσε την ιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Βιέννης. Το 1876 -1882 δούλευε στη Βιέννη όπου γνωρίστηκε με τον Χέλμχολτς που τις ιδέες του για την ενέργεια αργότερα τις μετέφερε στην ψυχολογία. Υπό την επίδραση της γαλλικής σχολής της ψυχοθεραπείας (Σαρκό) από τις αρχές της δεκαετίας 1890-1900 ασχολούνταν με τα προβλήματα των νευρώσεων (ιδιαίτερα της υστερίας). Στη δεκαετία 1900-1910 πρότεινε τη γενική ψυχολογική θεωρία της δομής του ψυχικού μηχανισμού ως ενεργειακού συστήματος, στη βάση της δυναμικής του οποίου βρίσκεται η σύγκρουση μεταξύ των διάφορων επιπέδων του ψυχισμού, πριν από όλα της συνείδησης και των αυθόρμητων υποσυνείδητων ροπών. Γενικά ο Φρόυντ έβλεπε με αστικά γυαλιά τον άνθρωπο, αλλά είχε μια ορισμένη συμβολή στο να τεθεί η ανάγκη επιστημονικής μελέτης του ψυχισμού. Η επιρροή των ιδεών του Φρόυντ εκδηλώθηκε στις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις της αστικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας.

[7] Ελισαίου Βαγενά: «Για μια άλλη προσέγγιση της παιδικής επιθετικότητας», σελ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[8]B.F.Skinner (1904-1990): Αμερικάνος ψυχολόγος κύριος εκφραστής του μπιχεβιορισμού. Καθηγητής των Πανεπιστημίων της Μινεσότα, Ινδιάνας και Χάρβαρντ. Ξεκινώντας από την άποψη ότι οι μηχανισμοί της συμπεριφοράς των ζώων και των ανθρώπων είναι όμοιοι επεξέτεινε τη θεωρία του στην αφομοίωση του λόγου, την ψυχοθεραπεία, την εκπαίδευση στο σχολείο. Διατύπωσε ουτοπικά αντιδραστικά σχέδια αναδιοργάνωσης της κοινωνίας με βάση τις ιδέες του μπιχεβιορισμού για τη ρύθμιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

[9]IvanPetrovichPavlov (1849-1936): Σοβιετικός φυσιολόγος, δημιουργός της υλιστικής διδασκαλίας για την ανώτατη νευρική δραστηριότητα και των σύγχρονων αντιλήψεων για τη λειτουργία της πέψης. Τελειώνοντας το 1864 τη θεολογική σχολή του Ραζιάν, παρακολούθησε το θεολογικό σεμινάριο του Ραζιάν. Σε αυτά τα χρόνια ήρθε σε επαφή με τις ιδέες των Ρώσων επαναστατών δημοκρατών (Χέρτσεν, Τσερνισέφσκι, Ντομπρολιούμποφ) με τα βιβλία του Πισάρεφ και κυρίως με την εργασία του Σετσένοφ «Τα Αντανακλαστικά Του Εγκεφάλου» (1863). Από το 1925 ήταν διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσιολογίας της ΕΣΣΔ. Ο ίδιος με κανένα τρόπο δεν έβλεπε την ανθρώπινη συμπεριφορά σαν ουσιαστικά «εξαρτημένη», δηλαδή σαν παθητική αντίδραση σε εξωτερικά ερεθίσματα. Αντίθετα τα ερωτήματά του είχαν να κάνουν με τις διαφορές μεταξύ των αντανακλαστικών που εκδηλώνονται μη εξαρτώμενα και αυτών που εμφανίζονται υπό ορισμένους όρους (εξαρτώμενα).

[10] Κ. Μαρξ, «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ». Περιλαμβάνονται στο έργο των Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς «Η γερμανική Ιδεολογία», τόμος 1, σελ. 46, εκδ. «Gutenberg».

[11] Λ. Σ. Βιγκότσκι: Βλ. Ελισαίου Βαγενά, «Για μια άλλη προσέγγιση της παιδικής επιθετικότητας», σελ. 69, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[12] Ελισαίου Βαγενά: «Για μια άλλη προσέγγιση της παιδικής επιθετικότητας», σελ. 91, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[13] Κ. Μαρξ: «Η γερμανική Ιδεολογία», τόμος 1, σελ. 60, εκδ. «Gutenberg».

[14] Λεόντιεφ: «Δραστηριότητα, συνείδηση, προσωπικότητα», σελ. 13, εκδ. «Αναγνωστίδης».

[15] Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι, σελ. 590, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[16] Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι, σελ. 591, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[17] Κ. Μαρξ: «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα», σελ. 100, εκδ. «Γλάρος».

[18] Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τόμος 17, σελ 427 , εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»

[19] Λισιέν Σεβ: «Εγώ για την ατομικότητα» σελ. 302, εκ. «Σύγχρονη Εποχή».

[20] Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 26.11.2006.

[21] Σύμφωνα με ανακοίνωση του FBI η εγκληματικότητα το 2005 αυξήθηκε κατά 2%, τον ίδιο χρόνο 17.000 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους από εγκληματικές ενέργειες ενώ η εγκληματικότητα των ανηλίκων άγγιξε το 20%. Πηγή: «Φωνή της Αμερικής» (www.voanews.com).

[22]ΕκθεσηUNICEF: «ChildPovertyinRichCountries 2005», ReportCardNo6 - υπάρχειστηνιστοσελίδατηςUNICEFwww.unicef.gr/reports.

[23] Κ. Μαρξ: «Ο άνθρωπος στην εργασία και στη συνεργασία», (από τα Gryndrissen), σελ.18, εκδ. «Αναγνωστίδης».

[24] Β. Ι. Λένιν «Τι είναι οι φίλοι του λαού και πως πολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες». Απαντα τόμος Ι, σελ. 176-177, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[25] Β. Ι. Λένιν, ό.π.

[26] Λεόντιεφ: «Δραστηριότητα, Συνείδηση, Προσωπικότητα», σελ. 96, εκδ. «Αναγνωστίδης».

[27] Λεόντιεφ: «Δραστηριότητα, Συνείδηση, Προσωπικότητα», σελ. 94-95, εκδ. «Αναγνωστίδης».

[28] Λ. Σ. Βιγκότσκι: «Το ιστορικό νόημα της κρίσης της Ψυχολογίας». Απαντα, τ. 1, σελ. 308.

[29] Λ. Σ. Βιγκότσκι: Απαντα, τ. 5, Мόσχα 1983, σελ. 308.

[30] Λόμποφ Μπ. Φ.: «Μεθοδολογικά και θεωρητικά προβλήματα της ψυχολογίας», Мόσχα 1984, σελ. 318.

[31] Μούχινα Β. Σ.: «Προβλήματα γέννησης της προσωπικότητας».

[32] Ιβανόβα Β. Π.: «Για ορισμένες δυσκολίες των παιδιών προσχολικής ηλικίας».

[33] Μποζόβιτς Λ. Ο.: «Προσωπικότητα και η διαμόρφωσή της στην παιδική ηλικία» («Личностьиееформированиевдетскомвозрасте»), Μόσχα 1968.

[34] Ρογιάκ Α. Α.: «Η ψυχολογική σύγκρουση και οι ιδιαιτερότητες της ατομικής ανάπτυξης της προσωπικότητας του παιδιού».

[35] ΝτραγκουνόβαΤ. Β.: «Οι ψυχολογικές ιδιότητες των εφήβων». «Θέματα Παιδείας», τ. 17-18.

[36] Λόμποφ Μπ. Φ.: «Μεθοδολογικά και θεωρητικά προβλήματα της ψυχολογίας», М. 1984, σελ. 317.

[37] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 16, σελ. 40, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[38] Ντοκουμέντα 9ου Συνεδρίου της ΚΝΕ: «Οι Θέσεις του ΚΣ της ΚΝΕ για το 9ο Συνέδριο», σελ. 112.