Το πρόβλημα ωστόσο δεν είναι να διαπιστώσουμε ότι ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα βιολογικό και κοινωνικό ον. Αυτή είναι μια αδιαφιλονίκητη αλήθεια, η οποία όμως δε μας πληροφορεί για την ουσία της προσωπικότητας, για τη γέννησή της.
Αφετηριακό σημείο για τη μαρξιστική -δηλαδή τη διαλεκτική υλιστική- προσέγγιση είναι η μελέτη της ανάπτυξης της προσωπικότητας ως διαδικασίας των ζωντανών σχέσεων του ατόμου, ως συνέχειας των μεταμορφώσεων της δραστηριότητάς του. Μια τέτοια προσέγγιση οδηγεί στην ιδέα της ιστορικοκοινωνικής ουσίας της προσωπικότητας. Η προσωπικότητα γεννιέται και φανερώνεται για πρώτη φορά μέσα στην κοινωνία, ο άνθρωπος δεν μπαίνει στην ιστορία παρά σαν άτομο προικισμένο με ορισμένες φυσικές ιδιότητες και ικανότητες και δε γίνεται προσωπικότητα παρά σαν υποκείμενο των κοινωνικών σχέσεων.
Ετσι η νεανική προσωπικότητα των εφήβων δεν είναι ένα ενσωματωμένο όλο που καθορίζεται γενετικά: Η προσωπικότητα δεν υπάρχει από τη γέννηση, αλλά γίνεται, παράγεται και η ίδια, διαμορφώνεται μέσα στις κοινωνικές σχέσεις με τις οποίες αναπτύσσεται και δραστηριοποιείται το άτομο σε όλη του τη ζωή. Δηλαδή είναι ένα σχετικά αργό προϊόν της ιστορικο-κοινωνικής ανάπτυξης του ανθρώπου. Αν και τα χαρακτηριστικά της ατομικότητας εκδηλώνονται ζωηρά από τις πολύ μικρές ηλικίες, δεν μπορούμε να μιλάμε για την προσωπικότητα ενός νεογέννητου.
Με δύο λόγια πρέπει να ξεχωρίσουμε τρία στοιχεία για να κατανοήσουμε την ανάπτυξη της προσωπικότητας: α) Τα ατομικά-βιολογικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου ως προϋποθέσεις της ανάπτυξης της προσωπικότητας. β)Τις κοινωνικές σχέσεις ως την πηγή της ανάπτυξης της προσωπικότητας.γ) Τη δραστηριότητα ως βάση πραγμάτωσης της ζωής της προσωπικότητας στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων.
Ο Μαρξ στη «Γερμανική ιδεολογία» γράφει: «Οι προϋποθέσεις που από αυτές ξεκινάμε δεν είναι αυθαίρετες, δεν είναι δόγματα, είναι πραγματικές προϋποθέσεις που δεν μπορούμε να κάνουμε αφαίρεσή τους παρά στην φαντασία. Αυτές είναι τα πραγματικά άτομα, οι πράξεις τους και οι υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους»[13].
Οι άνθρωποι είναι μέρος της φύσης. Αρα για να ζήσουν χρειάζεται να δράσουν, να παράγουν τα μέσα ύπαρξής τους. Ταυτόχρονα, ενώ μεταμορφώνουν τον εξωτερικό κόσμο, δρώντας απάνω του μεταμορφώνονται και οι ίδιοι. Γι’ αυτό το ΕΙΝΑΙ τους προσδιορίζεται από τη δραστηριότητά τους, που και αυτή η ίδια προσδιορίζεται από το επίπεδο ανάπτυξης των μέσων και των μορφών οργάνωσής της. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από το σύστημα των σχέσεών του με τη φύση και την κοινωνία. Οπως λέει ο Λεόντιεφ, «το να μελετάς τον ατομικό ψυχισμό είναι σαν να αναλύεις τις κοινωνικές συνθήκες και τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που τυχαίνουν σε καθεμιά από αυτές»[14].
Ο άνθρωπος δεν υπάρχει έξω από το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, η έρευνα για τον άνθρωπο πρέπει να στραφεί στις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις. Βάση των κοινωνικών σχέσεων είναι οι σχέσεις παραγωγής.
Η έννοια «σχέσεις παραγωγής» με την πλατιά σημασία της λέξης περιλαμβάνει όλες τις μορφές των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Από το σύμπλεγμα των σχέσεων παραγωγής, η βασική -εκείνη που καθορίζει όλες τις άλλες- είναι η σχέση των ανθρώπων προς τα μέσα παραγωγής, οι μορφές συνένωσης των παραγωγών με τα μέσα παραγωγής, με άλλα λόγια οι μορφές ιδιοκτησίας. Η ουσία οποιουδήποτε τύπου σχέσεων παραγωγής χαρακτηρίζεται προπάντων από τη μορφή ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, δηλαδή από το ποιος είναι ο κάτοχος των μέσων παραγωγής.
1. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Ο καπιταλισμός ως εκμεταλλευτικό σύστημα στηρίζεται στη σχέση ανάμεσα στην εκμεταλλεύτρια αστική τάξη -ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής- και την εκμεταλλευόμενη εργατική τάξη που είναι ο άμεσος παραγωγός και -ως μη κάτοχος μέσων παραγωγής- αναγκάζεται να πουλάει την ικανότητά της για εργασία με στόχο την επιβίωση.
Η σχέση του κεφαλαίου προϋποθέτει να αντικριστούν και να έρθουν σε επαφή δύο λογιών κάτοχοι εμπορευμάτων. Από τη μία κάτοχοι χρήματος, μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης που σκοπός τους είναι να αξιοποιήσουν το ποσό της αξίας που κατέχουν αγοράζοντας ξένη εργατική δύναμη και από την άλλη οι «ελεύθεροι» εργάτες, πουλητές της δικής τους εργατικής δύναμης. Ελεύθεροι με τη διπλή έννοια: α) Με την έννοια ότι ούτε αυτοί οι ίδιοι δεν ανήκουν άμεσα στα μέσα παραγωγής ούτε έχουν καμία νομική δέσμευση από αυτά. β) Με την έννοια ότι ενώ είναι άμεσοι παραγωγοί, δεν τους ανήκουν τα μέσα παραγωγής, τα στερούνται, τους είναι ξένα.
Αυτός είναι ο βασικός όρος της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Η σχέση του κεφαλαίου προϋποθέτει το χωρισμό των εργατών από την ιδιοκτησία των όρων πραγματοποίησης της εργασίας, δηλαδή προϋποθέτει την αποξένωσητου εργάτη από τα αντικείμενα και τα μέσα της εργασίας του, δηλαδή από τα μέσα παραγωγής.
Οπως λέει ο Μαρξ, «η πραγματικά δοσμένη βάση, η αφετηρία του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής ήταν ο χωρισμός … ανάμεσα στους αντικειμενικούς όρους της εργασίας και στον υποκειμενικό παράγοντα - την εργατική δύναμη»[15]. Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δε διατηρεί απλά αυτό το χωρισμό, μα τον αναπαράγει σε ολοένα και αυξανόμενη κλίμακα.
Η εργασία είναι πρώτα απ’ όλα ένα προτσές ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, μέσω του οποίου ο άνθρωπος ρυθμίζει την ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον ίδιο και τη φύση.
Στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής η ιδιοποίηση της φυσικής ύλης, η παραγωγή προϊόντων, δεν είναι απλά παραγωγή προϊόντων, αξιών χρήσης, ούτε απλά εμπορευμάτων για την ανταλλαγή μεταξύ ισότιμων εμπορευματοπαραγωγών. Το προϊόν το ιδιοποιείται ο κεφαλαιοκράτης. Πιο σωστά,ο παραγωγός αποξενώνεται από το προϊόν της εργασίας του.
Το προϊόν του εργάτη μετατρέπεται διαρκώς όχι μόνο σε εμπόρευμα αλλά και σε κεφάλαιο, σε αξία που απομυζεί την αξιοδημιουργό δύναμη: «Ετσι ο ίδιος ο εργάτης παράγει ακατάπαυστα τον αντικειμενικό πλούτο σαν κεφάλαιο, σαν μια δύναμη ξένη προς αυτόν που τον εξουσιάζει και τον εκμεταλλεύεται και ο κεφαλαιοκράτης παράγει εξ ίσου ακατάπαυτα την εργατική δύναμη σαν υποκειμενική πηγή πλούτου, χωρισμένη από τα δικά της μέσα αντικειμενοποίησης και πραγματοποίησης, σαν αφηρημένη πηγή που υπάρχει μόνο στο σώμα του εργάτη, με δύο λόγια παράγει τον εργάτη σαν μισθωτό εργάτη»[16].
Ετσι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής το προϊόν της εργασίας του εργάτη αντιστρατεύεται τον εργάτη σαν κάτι αλλότριο, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό.
Αλλά η αποξένωση φανερώνεται και στην ίδια την πράξη της παραγωγής, μέσα στη δραστηριότητα της παραγωγής. Ο εργάτης αποξενώνεται μέσα στην πράξη της παραγωγής από τον εαυτό του, η εργασία γίνεται έτσι η ενεργός αλλοτρίωση και η αλλοτρίωση της δραστηριότητας.
Για τον εργάτη η εργασία του είναι κάτι που του επιβάλλεται. Ο εργάτης «βρίσκει τον εαυτό του» μόνο έξω από την εργασία του και την ώρα της εργασίας του αισθάνεται έξω από τον εαυτό του. Νιώθει άνετα όταν δεν είναι στη δουλειά. Η εργασία του, δηλαδή η βασική δραστηριότητα του ανθρώπου δεν είναι εθελοντική αλλά καταναγκαστική, δεν είναι ικανοποίηση μιας ανάγκης, αλλά ένα μέσο γιανα ικανοποιήσει ανάγκες έξω από αυτή.
Ο εργάτης νιώθει ότι με την εργασία του ανήκει σε έναν άλλο.
Οι εργασίες του «χεριού» και του «πνεύματος» (για κάθε εργάτη ξεχωριστά αλλά όχι για το συνολικό εργάτη) στο ιστορικό προτσές της κοινωνικής εξέλιξης διαχωρίζονται σε «χειρονακτική» και «διανοητική» εργασία.
Οι πνευματικές δυνάμεις της παραγωγής αναπτύσσονται προς μία πλευρά γιατί εξαφανίζονται από πολλές άλλες. Αυτό που χάνουν οι εργάτες συγκεντρώνεται αντίκρυ στο κεφάλαιο. Ετσι οι πνευματικές δυνάμεις του υλικού προτσές παραγωγής αντιπαρατίθενται σε αυτούς σαν μια αλλότρια δύναμη και σαν ξένη ιδιοκτησία που τους εξουσιάζει. Η μετατροπή της επιστήμης σε αυτοτελή παραγωγική δύναμη και η υπαγωγή της στο κεφάλαιο οξύνει τα παραπάνω.
Ο κεφαλαιοκράτης αντιπροσωπεύει την ενότητα και τη θέληση του προτσές παραγωγής απέναντι στους ξεχωριστούς εργάτες και η παραγωγική δύναμη της συνδυασμένης κοινωνικής εργασίας παρουσιάζεται σαν παραγωγική δύναμη του κεφαλαίου, δηλαδή σαν μια ξένη παραγωγική δύναμη. Στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή όλες οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας φαίνεται να ανήκουν στο κεφάλαιο και όχι στην εργασία, παρουσιάζονται σαν δυνάμεις που αναφύονται από τους κόλπους του κεφαλαίου, σαν δυνάμεις ξένες ή ανεξάρτητες από την εργασία.
Στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής λοιπόν ο άμεσος παραγωγός αποξενώνεται από τα μέσα παραγωγής, το προϊόν, τη δραστηριότητα της εργασίας, από τους άλλους ανθρώπους. Οπως λέει ο Μαρξ: «Οταν ο άνθρωπος συγκρούεται με τον εαυτό του, συγκρούεται επίσης με τους άλλους ανθρώπους»[17]. Η αποξένωση δεν μπορεί παρά να πραγματώνεται και να εκφράζεται στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. Είναι απόλυτα λογικό να έρχεται σε ρήξη το ατομικό με το κοινωνικό, η κοινωνία να παρουσιάζεται σαν κάτι ξένο και εχθρικό. Ολος ο κοινωνικός κόσμος ορθώνεται απέναντι στον άνθρωπο ξένος και απειλητικός. Η επίδραση της βασικής κοινωνικής σχέσης, της σχέσης «κεφάλαιο» δεν μπορεί παρά να εκδηλώνεται στη σχέση που οικοδομεί ο ίδιος με τους άλλους ανθρώπους, με την κοινωνία. Αν τέτοιες πελώριες συγκρούσεις αναπτύσσονται στους κόλπους της κοινωνικής ζωής, είναι λαθεμένο όσο και ύποπτο να χρεώνεται η αποκλειστική ευθύνη για αρνητικά στοιχεία στη συμπεριφορά ανθρώπων - εφήβων, στην κακή διαπαιδαγώγηση από την οικογένεια, στην έλλειψη προτύπων στο σχολείο κλπ., όχι γιατί δεν αποτελούν παράγοντες που επιδρούν, αλλά γιατί το περιεχόμενό τους καθορίζεται από τις κυρίαρχες σχέσεις.
Αλλωστε η αποξένωση αποτελεί τη βάση για την αποδόμηση, για τον κατακερματισμό συνολικά της προσωπικότητας. Η κοινωνικότητα του ανθρώπου υπονομεύεται. Η κοινωνική συνείδηση διαστρεβλώνεται. Ολα αυτά δεν μπορούν να μη διχάζουν και να μη διαιρούν το υποκείμενο όταν όλη η δημιουργική δύναμή του ενσαρκώνεται σε κάτι αλλότριο, όταν όλες οι δημιουργικές του δυνάμεις μετατρέπονται σε πελώριες, ανεξάρτητες, τυφλές δυνάμεις που του εναντιώνονται.
Η αποξένωση δεν μπορεί παρά να παίζει καθοριστικό ρόλο στις σχέσεις στην οικογένεια, στο φιλικό κύκλο και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο επιδρά άμεσα σε όλες τις σχέσεις που αναπτύσσονται στα πλαίσια της εργατικής οικογένειας, ανάμεσα στουςεργάτες. Ολες οι σχέσεις τείνουν να γίνονται ανταγωνιστικές και βίαιες.
Σε μια εκμεταλλευτική κοινωνία, όπως ο καπιταλισμός, το τιμόνι των εξελίξεων βρίσκεται στα χέρια αυτών που είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, έχουν τα μέσα, τους μηχανισμούς για να σπέρνουν κάθε είδους πλάνη, σκοταδισμό και προκατάληψη στις πλατιές μάζες των εκμεταλλευομένων. Η συντριπτική μειοψηφία της κοινωνίας φαίνεται να καθορίζει την τύχη όλης της κοινωνίας κρατώντας τη μεγάλη πλειοψηφία στο περιθώριο. Ετσι η μεγάληπλειοψηφία των ανθρώπων κατανοεί την κοινωνική εξέλιξη σαν ένα παιχνίδι ανεξάρτητων τυφλών ακατανόητων δυνάμεων. Απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις δεν μπορεί παρά να αισθάνεται ανήμπορος, αποκαμωμένος. Δε μπορεί παρά να αισθάνεται ότι απειλείται. Η απειλή γεννά το φόβο. Ο Λένιν τοποθετεί τη δημιουργία του φόβου ως εξής: «Ο φόβος μπροστά στην τυφλή δύναμη του κεφαλαίου, που είναι τυφλή γιατί δεν μπορεί να προβλεφθεί από τις μάζες του λαού, που στο κάθε βήμα της ζωής του προλεταριάτου και του μικρονοικοκύρη η δύναμη αυτή απειλεί να του φέρνει την «ξαφνική», «την αναπάντεχη», την «τυχαία» καταστροφή, τον όλεθρο, τη μετατροπή του σε ζητιάνο, σε πάουπερ, σε πόρνη, το θάνατο από την πείνα»[18].
Η αντικειμενική ύπαρξη του ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργάτες, δηλαδή ανάμεσα σε διαφορετικά «εμπορεύματα» (ανάμεσα στις διαφορετικές ικανότητες για εργασία) που όπως είναι λογικό οξύνεται όσο οξύνονται τα κοινωνικά προβλήματα, όσο συμπιέζεται η τιμή της εργατικής δύναμης, όσο αυξάνεται η ανεργία κλπ., παίζει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του διπλανού ως «εχθρού», ως αντίπαλου, ως την αιτία για την ανεργία, τη φτώχια κλπ.
Η αντίθεση του «ατομικού» με το «κοινωνικό» δεν είναι «φυσική» - αφού ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον . Οπως λέει ο Λισιέν Σεβ, οι διάφορες αστικές θεωρίες οδηγούν τελικά στην εξής προτροπή ως λύση στο πρόβλημα: «Το να ζει κανείς τη ζωή του σημαίνει ότι έχει βρει τον απαιτούμενο συμβιβασμό ανάμεσα στην έμφυτη τάση του εγωιστικού αρπακτικού και την αποκτηθείσα σωφροσύνη της άρνησης των απαγορευμένων απολαύσεων» [19].
Ομως η πραγματικότητα είναι ότι η αντιπαράθεση του «ατομικού» στο «κοινωνικό» είναι έκφραση μιας εφήμερης φάσης μέσα στην ιστορία ανάπτυξης της κοινωνίας που χαρακτηρίζει όλους τους εκμεταλλευτικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς. Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής δεν είναι παρά ένας ιστορικός τρόπος παραγωγής που ήδη έχει γίνει ανασταλτικός, γι’ αυτό και παράγει αντιδραστική ιδεολογία και παρασιτικά φαινόμενα. Η υπόσταση του ατόμου δεν είναι ίδια μέσα σε μια αρχέγονη κοινότητα, μια ταξική κοινωνία ή έναν αταξικό πολιτισμό. Η συνεχής αντιπαράθεση ατόμου-κοινωνίας ήταν αποστερούμενη από κάθε νόημα, για παράδειγμα στην κοινωνία των γενών.
Στην εποχή μας, στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, οξύνεται στο έπακρο η αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και την οργάνωσή της με κριτήριο το κέρδος της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής η οποία αποτελεί και τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού. Σε αυτές τις συνθήκες, τόσο η αποξένωση όσο και ο ανταγωνισμός εμφανίζονται με πιο οξυμένη μορφή σε σχέση με όλη την ιστορική πορεία του καπιταλιστικού συστήματος. Η συσσώρευση σημαντικών δυνατοτήτων και προϋποθέσεων για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων για τη σημαντική βελτίωση της ζωής του ανθρώπου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ολοένα και περισσότερο συγκέντρωση της παραγωγής και του πλούτου που παράγεται σε λιγότερα χέρια, βάζοντας αντικειμενικά εμπόδια στη μετατροπή αυτής της δυνατότητας σε πραγματικότητα. Αυτή η αντίθεση διαπερνά αντικειμενικά όλες τις κοινωνικές σχέσεις και τον τρόπο με τον οποίο αυτές επιδρούν στη διαμόρφωση της συνείδησης και της προσωπικότητας. Σε αυτά τα πλαίσια αναπτύσσεται ακόμα περισσότερο η ανταγωνιστική αντίληψη, ο ατομισμός, η θεώρηση της ζωής ως ζούγκλας. Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία αστικών ερευνών που αναδεικνύουν την επίδραση της όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων στην προσωπικότητα του νέου ανθρώπου. Ετσι, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων που δημοσίευσε η εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», οι νέοι θεωρούν οξυμένα προβλήματα: το άγχος κατά 82,3%, την ανεργία κατά 77,2%, την έλλειψη φίλων κατά 70,2%, τα λίγα χρήματα 55,8%[20].
Στις ΗΠΑ, οι οποίες κατέχουν μια από τις πρώτες θέσεις στην εγκληματικότητα και ιδιαίτερα στη νεανική εγκληματικότητα[21] στον κόσμο, προφανώς το γεγονός αυτό συνδέεται και με την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων στη μεγαλύτερη ιμπεριαλιστική δύναμη στον κόσμο, όπου το 21,9% των παιδιών βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχιας[22] και το κοινωνικό περιθώριο.
Να ποια είναι η κοινωνική βάση για να ξεπηδάνε «τα θηρία της διπλανής πόρτας». Αστικά σκεπτόμενοι παιδαγωγοί και άλλοι, έστω καλοπροαίρετα, θεωρούν ότι θα ξορκίσουν αυτό το κακό με κηρύγματα ηθικής διαπαιδαγώγησης στο σχολείο, με προβολή υγιών πρότυπων στα ΜΜΕ. Παραβλέπουν ότι η «κανιβαλική ηθική» ξεπηδάει μέσα από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Εκεί βρίσκεται η βαθύτερη ρίζα της.
Το πρότυπο άλλωστε κάθε κοινωνίας δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό της κοινωνικής τάξης που κυριαρχεί. Ο ατομισμός σήμερα εκφράζει την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τα προϊόντα της σε συνθήκες που διευρύνεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας. Το αστικό πρότυπο της ατομικής επιτυχίας που στηρίζεται στην ικανότητα, στο σκληρό ανταγωνισμό, είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος με τις αντικοινωνικές συμπεριφορές που αντιμετωπίζουν την κοινωνία ως ζούγκλα. Στον καπιταλιστικό κόσμο η κοινωνικοποίηση της νεολαίας γίνεται με άξονα τη διαμόρφωση μιας ατομικιστικής συνείδησης, την ικανότητα ανταπόκρισης στην εμπορευματική οικονομία και γι’ αυτό αποκτά κατεύθυνση σύγκρουσης του ατόμου με την κοινωνία. Στις συνθήκες αποθέωσης της προσωπικής επιτυχίας και των υλικών της συμβόλων, η αντιπαλότητα του «εγώ» με την κοινωνία αποκτά το χαρακτήρα ενός ιδιόμορφου ηθικού στερεότυπου.
Ταυτόχρονα είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός που αναπτύσσει και που δένει με ισχυρότατους υλικούς δεσμούς όλους τους ανθρώπους.Κοινωνικοποιεί την παραγωγή με γιγάντια, γοργά βήματα, αναπτύσσει τη συνεργασία των παραγωγών συνενώνοντάς τους σε μεγάλες επιχειρήσεις, βαθαίνει τον καταμερισμό της εργασίας, τόσο στην κάθε ξεχωριστή επιχείρηση, όσο και στη κοινωνία, με την εισαγωγή των μηχανών μετατρέπει τα σκόρπια ατομικά μέσα παραγωγής σε μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από κοινού, μετατρέπει την παραγωγή σε τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης.
Η κοινωνική φύση του ανθρώπου αναπτύσσεται μέσα στην Ιστορία. Ο καπιταλισμός δημιουργεί το πυκνό υλικό δίχτυ της βαθιάς αλληλεξάρτησης των ανθρώπων. Οπως γίνεται κατανοητό, εδώ βρίσκεται όλη η ουσία γιατί εδώ βρίσκεται και η βασική αντίφαση. Η κοινωνικοποίηση της εργασίας έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που δε συμβιβάζεται με το στενό κεφαλαιοκρατικό αστικό περίβλημα. Αναδεικνύεται ο ιστορικός εφήμερος χαρακτήρας του καπιταλισμού.
Οι ίδιες λοιπόν οι συνθήκες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής γεννούν και την τάση για τη συνένωση, τη συνεργασία, την αμοιβαιότητα, τον κοινό αγώνα, τη συλλογική πάλη. Γεννά τη δυνατότητα της κοινωνικής ιδιοκτησίας, ανεξάρτητα από το βαθμό συνειδητοποίησής της. Οι αντιφάσεις στη συμπεριφορά, στη συνείδηση των ανθρώπων ξεπηδούν από τις αντιφάσεις της υλικής ζωής. Ο Μαρξ τοποθετείται ως εξής: «Για πρώτη φορά κατά το 18ο αιώνα, στην αστική κοινωνία αντιτάσσονται στο άτομο οι διάφορες μορφές της κοινωνικής συνάρτησης σαν εξωτερική αναγκαιότητα, σαν απλό μέσο για τους ιδιωτικούς του σκοπούς. Η εποχή όμως που γεννά αυτή την αντίληψη του ξεμοναχιασμένου ατόμου, είναι ακριβώς η εποχή των πιο αναπτυγμένων κοινωνικών συνθηκών»[23]. Αν αυτό ίσχυε για το 18ο αιώνα, ισχύει πολλαπλάσια σήμερα.
Ο Λένιν, αναφερόμενος στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης της εργασίας, γράφει: «…οι κοινωνικοί δεσμοί ανάμεσα στους παραγωγούς όλο και δυναμώνουν, οι παραγωγοί ενώνονται σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Οι σκόρπιοι μικροπαραγωγοί εκτελούσαν ο καθένας τους ταυτόχρονα κάμποσες εργασίες και γι’ αυτό ήταν σχετικά ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο: αν λ.χ. ο χειροτέχνης μόνος του έσπερνε το λινάρι, μόνος του το έκλωθε και το ύφαινε - ήταν σχεδόν ανεξάρτητος από τους άλλους. Ακριβώς σ’ ένα τέτοιο καθεστώς με μικρούς, σκόρπιους εμπορευματοπαραγωγούς (και μονάχα σ’ αυτό) δικαιολογούνταν η παροιμία: «ο καθένας για τον εαυτό του κι ο θεός για όλους», δηλ. αναρχία των διακυμάνσεων της αγοράς. Τελείως διαφορετικά παρουσιάζονται τα πράγματα, όταν χάρη στον καπιταλισμό πραγματοποιείται η κοινωνικοποίηση της εργασίας. Ο εργοστασιάρχης που παράγει υφάσματα εξαρτάται από τον εργοστασιάρχη του βαμβακοκλωστηρίου. Ο τελευταίος αυτός εξαρτάται από τον κεφαλαιοκράτη ιδιοκτήτη της φυτείας που έχει σπείρει το βαμβάκι, από τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου κατασκευής μηχανών, του ανθρακωρυχείου, κλπ. κλπ. Το αποτέλεσμα είναι πως κανένας κεφαλαιοκράτης δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα χωρίς τους άλλους. Είναι ολοφάνερο ότι η παροιμία «ο καθένας για τον εαυτό του» δεν μπορεί πια καθόλου να εφαρμοστεί σε ένα τέτοιο καθεστώς: εδώ πια ο καθένας δουλεύει για όλους κι όλοι για τον καθένα ( και δε μένει θέση για το θεό, ούτε σαν επουράνια φαντασία, ούτε σαν επίγειο «χρυσό μόσχο»)»[24] και συνεχίζει «…έτσι όλη η παραγωγή στο σύνολό της συγχωνεύεται σε ένα ενιαίο κοινωνικό παραγωγικό προτσές, ενώ ταυτόχρονα η κάθε επιχείρηση διευθύνεται από το χωριστό κεφαλαιοκράτη, εξαρτάται από την αυθαιρεσία του και του παραδίνει τα κοινωνικά προϊόντα σαν ατομική του ιδιοκτησία» και παρακάτω «…(Περιέγραψα μόνο ένα υλικό προτσές, μόνο μια αλλαγή των σχέσεων παραγωγής, χωρίς να θίξω την κοινωνική πλευρά του προτσές, τη συνένωση, τη συσπείρωση και την οργάνωση των εργατών γιατί αυτό είναι ένα φαινόμενο παράγωγο, δευτεροβάθμιο)»[25].
Συμπερασματικά λοιπόν η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις (μόνο όμως τις προϋποθέσεις) μέσω της κοινωνικοποίησης της εργασίας για να μην ισχύει το «ο καθένας για τον εαυτό του ο Θεός για όλους».
Ετσι η κοινωνικοποίηση της εργασίας δυναμώνει την αντίθετη τάση, αυτή της συνένωσης και οργάνωσης της εργατικής τάξης, σε τελική ανάλυση σφυρηλατεί την ενότητα της εργατικής τάξης, στην αντίθεσή της με την αστική τάξη. Μάλιστα στο βαθμό που τα συμφέροντα της εργατικής τάξης αντικειμενικά αντιπαρατίθενται στα συμφέροντα της αστικής τάξης αυτή η συνένωση, ενότητα της τάξης δεν μπορεί παρά να βαθαίνει.
Η διαδικασία της αποξένωσης και η κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγικής διαδικασίας δρουν αντιφατικά στο ψυχισμό, την συνείδηση σε όλες τις νοητικές διαδικασίες που συντελούνται στο μυαλό των εργατών. Οπωσδήποτε δεν επιδρούν σε ευθύγραμμη σχέση αλλά μέσα από διάφορους ψυχικούς και νοητικούς μηχανισμούς.
2. ΟΙ ΨΥΧΙΚΟΙ «ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ» ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ
Πρέπει να σημειώσουμε πως το γεγονός ότι η κοινωνική βάση τέτοιων φαινομένων βρίσκεται στις καπιταλιστικές σχέσεις, δε σημαίνει ότι όλοι στον καπιταλισμό θα γίνουν εγκληματίες ή θα οδηγηθούν σε «αντικοινωνικές» συμπεριφορές. Σε κάθε περίπτωση μέχρι τώρα στο άρθρο αναφερθήκαμε στην κοινωνική βάση διαμόρφωσης «κοσμοθεωρητικών προτύπων», όπως αυτών του ατομισμού και του ανταγωνισμού, τα οποία διαμορφώνονται αντικειμενικά στην καπιταλιστική κοινωνία σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος απ’ ό,τι η εκδήλωση τους με ακραίο τρόπο με τη μορφή της λεγόμενης «αντικοινωνικής» συμπεριφοράς.
Η ίδια η διαμόρφωση της προσωπικότητας είναι μια σύνθετη, πολύπλοκη και αντιφατική διαδικασία. Η κοινωνία πράγματι διαμορφώνει την προσωπικότητα, αλλά η εξελικτική αυτή διαδικασία δεν είναι ευθύγραμμη, διαμεσολαβείται από εσωτερικούς ψυχικούς καθορισμούς, από τηνδραστηριότητα του ίδιου του ανθρώπου. O Λεόντιεφ τονίζει ότι το γεγονός ότι οι κοινωνικές σχέσεις είναι η πηγή της προσωπικότητας αυτό «δεν πάει να πει φυσικά, πως η δραστηριότητά τους δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να προσωποποιεί τις σχέσεις της κοινωνίας και του πολιτισμού της. Μετασχηματισμοί και πολύπλοκα περάσματα τις συνδέουν έτσι που είναι αδύνατο να αναγάγεις άμεσα την μία στην άλλη»[26], «η ψυχολογία έχει να κάνει πάντα με την δραστηριότητα του συγκεκριμένου ατόμου, που ξεδιπλώνεται είτε μέσα στις περιστάσεις της ομαδικής ζωής, ανάμεσα στους ανθρώπους, είτε πρόσωπο με πρόσωπο με το συγκεκριμένο κόσμο που τον περιτριγυρίζει»[27]. Οσο μοναδική και αν είναι όμως η δραστηριότητα ενός ανθρώπου, οι περιστάσεις της ζωής του ξετυλίγονται πάντα μέσα στο δοσμένο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων.
Ο άνθρωπος, εξαιτίας της παραγωγικής εργασίας του, που άλλωστε τον διαχωρίζει από τα ζώα, μεταδίδει ό,τι καινούργιο κατακτά η μια γενιά στην άλλη μέσω των υλικών και πνευματικών αντικειμένων που δημιουργεί, όπως είναι για παράδειγμα η γλώσσα, ο πολιτισμός, τα διάφορα επιτεύγματα, η τεχνολογία κλπ. Στη συνέχεια, χάρη βέβαια στη διαδικασία της μάθησης, έχουμε την κατάκτησή τους από το παιδί, όπου διεξάγεται η διαδικασία της έμμεσης αφομοίωσης από το άτομο των αξιών του πολιτισμού. Μιας αφομοίωσης (εσωτερίκευσης) που γίνεται μέσω της επικοινωνίας από τις άμεσες κοινωνικές επαφές του παιδιού με τους ενήλικους και στη συνέχεια «αφομοιώνονται» στη συνείδησή του χάρη στις ατομικές ηθικές ανάγκες, συμφέροντα, ιδανικά, πεποιθήσεις, μοτίβα, που διαμορφώνει κάθε προσωπικότητα.
Μια σημαντική παράμετρος, που πρέπει εξαρχής να διευκρινιστεί εδώ και σχετίζεται με το θέμα μας, είναι πως τα όποια κίνητρα, μοτίβα συμπεριφοράς, ηθικές αξίες και πεποιθήσεις που καλείται το άτομο να διαμορφώσει, έχουν κοινωνικό-ιστορικό χαρακτήρα. Κάτι δηλαδή που σήμερα θεωρείται «αντικοινωνική συμπεριφορά», σε κάποια άλλη ιστορική εποχή ίσως να θεωρούνταν «φυσιολογική» συμπεριφορά. Επειτα, σε μια ταξική κι ανταγωνιστική κοινωνία, όπως είναι η ελληνική σήμερα, είναι ολοφάνερο πως μια σειρά ηθικές αξίες έχουν άλλο περιεχόμενο σε μια κοινωνική τάξη και στρώμα απ’ ό,τι σε κάποια άλλη.
Αυτό δε σημαίνει ότι μια προσωπικότητα θα «ρουφά» αδιακρίτως όλα τα «πρότυπα» που κυριαρχούν στο περιβάλλον του. Ο Βιγκότσκι έγραφε σχετικά: «Οπως με τον αλκοολισμό του παππού συχνά με ευθύ τρόπο ερμηνεύουν την συμπεριφορά του εγγονού, έτσι κι εκείνα ή τα άλλα οικογενειακά σημεία διαβίωσης (στενότητα χώρου, κακές σχέσεις ανάμεσα στους γονείς, ύπαρξη κακών παραδειγμάτων κλπ.) τα συνδέουν σε άμεση εξάρτηση με την συμπεριφορά του παιδιού...»[28]. Ομως αυτή η σχέση δεν είναι τόσο ευθεία, υπογράμμιζε ο Βιγκότσκι, καλώντας να μεταφερθεί η προσοχή μας, το κέντρο των ερευνών μας, προς την πλευρά της μελέτης της ίδιας της δραστηριότητας, της ενεργητικότητας του παιδιού, των βιωμάτων του που συνδέονται με την αλλαγή του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Και προσθέτει: «η επιστημονική προσέγγιση διαφέρει από την εμπειρική, στο ότι προϋποθέτει την αποκάλυψη των βαθύτερων εσωτερικών εξαρτήσεων και μηχανισμών εμφάνισης της μιας ή της άλλης επίδρασης του περιβάλλοντος»[29].
Η κοινωνικο-ιστορική ψυχολογία σημειώνει τη σημασία που έχει για την «εσωτερίκευση» από το παιδί εκείνων ή των άλλων προτύπων, κοινωνικών αξιών η κυρίαρχη δραστηριότητα και η «κοινωνική κατάσταση ανάπτυξης».
Σε κάθε ηλικιακό στάδιο ανάπτυξης του ανθρώπου είναι διαφορετική η κυρίαρχη δραστηριότητα. Η ζωή ή η δραστηριότητα συνολικά δε διαμορφώνεται μηχανικά από ξεχωριστά είδη δραστηριότητας. Κάποια είδη δραστηριότητας είναι σ’ ένα συγκεκριμένο στάδιο κυρίαρχα και έχουν μεγάλη σημασία για την παραπέρα ανάπτυξη της προσωπικότητας, ενώ άλλα έχουν λιγότερη. Ετσι για παράδειγμα, το παιδί της προσχολικής ηλικίας αφομοιώνει κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού τις κοινωνικές λειτουργίες και τους αντίστοιχους κανόνες συμπεριφοράς των ανθρώπων και αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική στιγμή για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Π.χ. οι σοβαρές δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος στην κυρίαρχη δραστηριότητά του (π.χ. το παιδί της προσχολικής ηλικίας στο παιχνίδι, ο μαθητής στα μαθήματά του, ο εργαζόμενος στην εργασία του), μπορεί μεταξύ των άλλων να τον οδηγήσουν και σε επιθετική συμπεριφορά.Ομως -αξίζει εδώ να το σημειώσουμε- η επιθετική συμπεριφορά δεν έχει πάντα την ίδια σημασία, το ίδιο «προσωπικό νόημα» για εκείνον που την εκδηλώνει. Εχει ιδιαίτερη σημασία η «θέση» που καταλαμβάνει η επιθετική συμπεριφορά στη δομή της δραστηριότητας. Πρόκειται για μια υπερβολική αμυντική αντίδραση, ένα αποτέλεσμα μια έντονης συναισθηματικής φόρτισης ή αποτελεί έναν αυτοτελή σκοπό και αποκτά ένα αυτοτελές νόημα για την προσωπικότητα; Πρέπει να θέτουμε την παραπάνω ερώτηση, γιατί είναι σημαντικό κάθε φορά να διαχωρίζουμε με τι είδους επιθετική συμπεριφορά έχουμε να κάνουμε. Κατά τη διαδικασία ανάπτυξης της προσωπικότητας μέσω της δραστηριότητας και μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία διαμορφώνονται τόσο οι ανάγκες, όσο και τα κίνητρα, οι στόχοι της προσωπικότητας που κινητοποιούν τον άνθρωπο προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση και δημιουργούν τον «προσανατολισμό της προσωπικότητας». Τι γίνεται όμως όταν κάτω από ορισμένες συνθήκες η όλη «σφαίρα των κινήτρων της προσωπικότητας» διαμορφώνεται έτσι ώστε να αποκτά έναν καθαρά εγωιστικό προσανατολισμό; Τότε είναι πολύ πιθανή η περίπτωση της εκδήλωσης μιας επιθετικής συμπεριφοράς από τον άνθρωπο με στόχο την ικανοποίηση των «αναγκών» του, όπως αυτός τις συνειδητοποιεί.[30]
Ο σοβιετικός ψυχολόγος Βιγκότσκι εισήγαγε ένα νέο όρο που μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε πιο ολοκληρωμένα αυτή την κατάσταση. Μίλησε συγκεκριμένα για «κοινωνική κατάσταση ανάπτυξης του παιδιού». Με τον όρο αυτό εννοούνται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του παιδιού, ο τρόπος με τον οποίο βιώνει την επίδραση αυτής της κοινωνικής κατάστασης.
Επίσης έγραφε: «Η λογική της ανάπτυξης του χαρακτήρα είναι η ίδια, όπως και η λογική οποιασδήποτε ανάπτυξης. Ο,τι αναπτύσσεται, αναπτύσσεται από αναγκαιότητα... Σε ποια όμως αναγκαιότητα είναι τοποθετημένες οι κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης του χαρακτήρα; Σε αυτήν την ερώτηση, μπορεί να υπάρξει μόνο μια απάντηση: σ’ εκείνη που είναι βασική και καθοριστική αναγκαιότητα για όλη την ανθρώπινη ζωή, στην αναγκαιότητα να ζει στο ιστορικό, κοινωνικό περιβάλλον και να αναπροσαρμόζει όλες τις οργανικές λειτουργίες με βάση τις απαιτήσεις που του αξιώνει αυτό το περιβάλλον».
Ετσι αρκετοί Σοβιετικοί ερευνητές σημείωναν την ανάγκη του παιδιού για αναγνώριση και συνέδεαν την ανάπτυξη της επιθετικής συμπεριφοράς με τη αποστέρηση της ανάγκης των παιδιών για αναγνώριση. Η αδυναμία υλοποίησης αυτής της ανάγκης οδηγεί τα παιδιά και στην επιθετικότητα. Ενώ η ματαίωση της ανάγκης για επικοινωνία με τους ενήλικες οδηγεί στην εμφάνιση της επιθετικότητας και του ψέματος ως προστατευτικών μηχανισμών.[31]
Σε άλλες μελέτες εκτιμάται ότι η επιθετική συμπεριφορά του παιδιού μπορεί να σχετίζεται με απομόνωση του παιδιού από τους συνομήλικούς του. Υποστηρίζεται ότι εδώ ιδιαίτερο ρόλο παίζει ο παιδαγωγός, ιδιαίτερα για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας. Μια αρνητική αντιμετώπιση του παιδιού από το νηπιαγωγό δημιουργεί και επιτείνει την απομόνωση του παιδιού από τους συνομηλίκους του.[32]
Επίσης άλλοι ερευνητές εκτιμούν ότι το πλέγμα των αρνητικών χαρακτηριστικών του παιδιού, μεταξύ άλλων και η επιθετικότητα, οφείλεται στην αντίθεση ανάμεσα στην υψηλή αυτοεκτίμηση του παιδιού και ταυτόχρονα την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον εαυτό του. [33]
Ο μεγάλος παιδαγωγός Α. Μακαρένκο είχε διατυπώσει τη θέση ότι η προσωπικότητα αναπτύσσεται στην κολεκτίβα και μέσω της κολεκτίβας. Σε αυτή την κατεύθυνση ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν έρευνες[34] που καταλήγουν στο συμπέρασμα πως αιτία διάφορων «δυσκολιών» στη συμπεριφορά του παιδιού (και της επιθετικής συμπεριφοράς) μπορεί να βρίσκεται στα προσωπικά χαρακτηριστικά του παιδιού(μεταξύ των άλλων στη χαμηλή αυτοεκτίμηση, στη δυσφορία του για τη χαμηλή θέση στο σύστημα σχέσεων της ομάδας) ή στο χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των δεξιοτήτων του, μεταξύ αυτών και των ικανοτήτων του στο παιχνίδι. Ενα τέτοιο χαμηλό επίπεδο δε δίνει σε αυτά τα παιδιά τη δυνατότητα δημιουργίας ικανοποιητικών σχέσεων με τους συνομηλίκους τους. Η δραστηριότητα διαχωρίζεται στην «επιχειρησιακή» πλευρά της (τα μέσα και τους τρόπους υλοποίησής της) και στην «αιτιολογική» πλευρά της (τους λόγους, τα κίνητρα που καθοδηγούν το παιδί στη συγκεκριμένη δραστηριότητα). Η σύγκρουση με τους συνομηλίκους και η εκδήλωση της επιθετικότητας μπορεί να σχετίζεται και με τις δύο πλευρές της δραστηριότητας. Αυτό συμβαίνει γιατί το παιδί, εξαιτίας της αδυναμίας του να παίξει με τους συνομηλίκους του, συγκρούεται και έχει περιέλθει σε μια δυσμενή κατάσταση. Ετσι εμφανίζεται μια ιδιόμορφη συναισθηματική αντίδραση του παιδιού, καταρχήν σε παρορμητική, ασυνείδητη βάση. Οπως σημειώνεται, η επιτυχία του παιδιού στην κυρίαρχη δραστηριότητά του, το παιχνίδι, είναι τόσο σημαντική για τη συγκεκριμένη ηλικία, που η αποτυχία του να παίξει το οδηγεί στη στρεβλή ανάπτυξη βασικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς του, στη στρεβλή εκδήλωση της ανάγκης για αναγνώριση και της απόκτησης της αυτοεκτίμησής του.
Οπως φαίνεται από τα παραπάνω, θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής μας η μελέτη του φαινομένου της επιθετικότητας μέσα από τη δραστηριότητα που αναπτύσσει το παιδί. Μέσα από το πλέγμα της επικοινωνίας του παιδιού, τόσο με τους ενήλικες όσο και με τους συνομήλικούς του. Αυτό οπωσδήποτε ισχύει για όλες τις ηλικιακές κατηγορίες, δηλαδή και για την περίοδο της εφηβείας και της νεότητας, με τις οποίες ταυτίζεται η έννοια της «νεολαίας» που χρησιμοποιούμε.
Καταρχήν είναι φανερό πως όταν ένα παιδί έχει μάθει ν' αντιδρά από πολύ μικρή ηλικία επιθετικά, είτε στα πλαίσια της παρορμητικής συμπεριφοράς του είτε για να επιτύχει κάποιο στόχο είτε γιατί αυτή η επιθετική συμπεριφορά έχει γίνει αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, έχει δηλαδή πάρει «αυτοτελές νόημα», τότε αυτό δεν είναι κάτι που εύκολα μπορεί να αλλάξει στην εφηβική περίοδο ή στην ηλικία της νεότητας.
Εδώ όμως πρέπει να πάρουμε υπόψη μας πως σε αυτή την περίοδο παίζουν σημαντικό ρόλο εκείνες οι δραστηριότητες που σε μεγάλο βαθμό «διαχώρισαν» αυτή την περίοδο από την παιδική και ενήλικη περίοδο (κατά την περίοδο επικράτησης του καπιταλισμού 16ος-18ος αιώνας), όπως είναι η διεύρυνση της γενικής μόρφωσης και η ανάγκη απόκτησης επαγγελματικής ειδίκευσης, αλλά και η προετοιμασία δημιουργίας οικογένειας. Ταυτόχρονα σε αυτή την περίοδο έχουμε τη βιολογική ωριμότητα και τη σεξουαλική ανάπτυξη, αλλά και τη διαμόρφωση των βασικών κοσμοθεωρητικών θέσεων, στις οποίες θα στηριχτεί στη συνέχεια στη ζωή της η κάθε προσωπικότητα.
Αυτή «η ανάπτυξη προς την ενηλικίωση πραγματοποιείται με διαφορετικούς τρόπους και επιπλέον διαμορφώνει αξίες ζωής με διαφορετικό περιεχόμενο»[35].
Σύμφωνα με τις έρευνες που έχουν γίνει γι' αυτή την ηλικιακή περίοδο, μεγάλη σημασία έχει η συναναστροφή με τους συνομηλίκους του, ιδιαίτερα με τους φίλους του, όπως και ηαυτο-αξιολόγηση, τα κριτήρια της αυτοεκτίμησηςπου κυριαρχούν στον περίγυρο, που οδηγούν στην αυτογνωσία του νέου ανθρώπου.
Η επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά μπορεί να είναι αποτέλεσμα τόσο αυτών των κριτηρίων που κυριαρχούν στον περίγυρο και στην κοινωνία όσο και των δυσκολιών που μπορεί να υπάρχουν στο επίπεδο της συναναστροφής του με τους ενηλίκους και τους συνομηλίκους.
Ας πάρουμε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συμμετοχή μικρού τμήματος της νεολαίας στις φανατικές ομάδες οπαδών διάφορων αθλητικών επιχειρήσεων. Συχνά αυτές οι ομάδες δρουν βίαια και αντικοινωνικά. Τυπικά, επιφανειακά, ενώνονται στη βάση ενός κοινού ενδιαφέροντος, αυτού της «αγάπης» προς την ομάδα τους. Πίσω και μέσα από αυτή βρίσκονται τα πρότυπα συμπεριφοράς και τα κριτήρια της αυτο-αξιολόγησης του μέλους της ομάδας, που μπορεί να ποικίλλουν, από τη γνώση της ιστορίας και των αναλυτικών βιογραφικών των αθλητών έως και την αμείλικτη αντιμετώπιση των οπαδών της «άλλης» ομάδας σε μια πιθανή κατάσταση σύγκρουσης.
Σε μια τέτοια «ομάδα» μπορεί να βρεθούν οπαδοί που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, όμως εκεί μπορεί να τους έχουν οδηγήσει διαφορετικές αιτίες, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια της ατομικής «κοινωνικής κατάστασης ανάπτυξης» στην οποία βρίσκονται. Δηλαδή το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων στο οποίο βρίσκεται ο νέος.
Σήμερα που τα αδιέξοδα που προβάλλουν μπροστά στη νεολαία των λαϊκών στρωμάτων αυξάνονται εξαιτίας της εμπορευματοποίησης της Παιδείας και της αύξησης των ταξικών φραγμών, σήμερα που η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων «σαρώνει» ιδιαίτερα τις νέες ηλικίες, είναι φανερό πως η νεολαία βρίσκεται σε πιο δυσχερή θέση από το παρελθόν.
Το σύστημα με πολυπλόκαμους μηχανισμούς καραδοκεί στο να ελέγξει και να οδηγήσει σε αδιέξοδους δρόμους την όποια αντίδραση, κυρίως της νεολαίας, που δεν έχει ακόμη συσσωρεύσει μεγάλη κοινωνική εμπειρία.
Ρόλος του ΚΚΕ και της ΚΝΕ είναι να συνειδητοποιήσουν διευρυμένα τμήματα της εργατικής καταγωγής νεολαίας τα αυξανόμενα αδιέξοδα που αυξάνει ο καπιταλισμός, την ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Κάτω από ορισμένες συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης θα μπορούσε να εκδηλωθεί από την προσωπικότητα με μια έντονη διαμαρτυρία, με μια αντίδραση στην κοινωνική αδικία[36], που μπορεί να πάρει και βίαια, επιθετική μορφή, που όταν δεν αντιστρατεύεται αλλά συνδυάζεται και εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της δράσης των λαϊκών μαζών για την ανατροπή της κοινωνικής αδικίας όχι μόνο δεν είναι προβληματική, αλλά αποβαίνει σωτήρια και δημιουργική, τόσο για τη μεμονωμένη προσωπικότητα όσο και για την κοινωνία.
Αρα είναι σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, να σημειώσουμε ότι η ανθρώπινη επιθετικότητα δεν είναι πάντα κάτι το αρνητικό! Πολλές φορές μπορεί να αποβεί αναγκαία και σωτήρια για τον άνθρωπο!
Ο Λένιν, σ’ ένα άρθρο αναφέρει ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα σχετικά με την κατάσταση της σκλαβιάς: «Ο σκλάβος, ο οποίος συνειδητοποιεί τη σκλαβιά του και σιωπηλά μαραζώνει, είναι απλώς σκλάβος. Ο σκλάβος που εθελούσια περιγράφει τις ομορφιές της σκλαβιάς και είναι ενθουσιασμένος από τον καλό κύριό του είναι ραγιάς. Αντίθετα ο σκλάβος, που συνειδητοποιεί τη θέση της σκλαβιάς του και αγωνίζεται ενάντιά της είναι επαναστάτης»[37].
3. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Η ανατροπή του καπιταλισμού θα πραγματοποιηθεί επαναστατικά, αποτέλεσμα της κορύφωσης της ταξικής πάλης του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη. Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος από τις πρώτες αυθόρμητες εκδηλώσεις του, τις πρώτες προσπάθειες πολιτικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης από την αστική πολιτική επιρροή με τη δημιουργία ξεχωριστών εργατικών κομμάτων, έφτασε σε μια ωρίμανση με τη δημιουργία του πρώτου κόμματος νέου τύπου (τη συνένωση δηλαδή του εργατικού κινήματος με τον επιστημονικό σοσιαλισμό) των Μπολσεβίκων. Η διαμόρφωση του επαναστατικού εργατικού κινήματος, του κομμουνιστικού κινήματος, αποτελεί μια ιστορική κατάκτηση της εργατικής τάξης. Μέσα στην ταξική πάλη ο προλετάριος γίνεται αδιάλλακτος εχθρός της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Ετσι ο συνειδητοποιημένος εργάτης δεν τα βλέπει όλα κάτω από το πρίσμα των στενά προσωπικών συμφερόντων. Στον αγώνα ενάντια στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δημιουργείται μια άλλη προλεταριακή ηθική, διαμορφώνονται προσωπικότητες που τις ενώνει το μίσος απέναντι στην αστική τάξη, η συντροφική αλληλεγγύη ανάμεσά τους, η συνειδητοποίηση της ανθρώπινής τους αξιοπρέπειας, διαμορφώνουν χαρακτηριστικά όπως η συνειδητή πειθαρχία, η αντοχή, η αυτοθυσία, η αποφασιστικότητα για τη νίκη.
Οι αγώνες διαπαιδαγωγούν λοιπόν τους εργάτες, διαμορφώνουν προσωπικότητες που βλέπουν το ατομικό συμφέρον μέσα στο συλλογικό συμφέρον της τάξης, επιβεβαιώνουν την κοινωνική φύση του ανθρώπου.
Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι περιθωριακές τάσεις κυριολεκτικά σαρώνονται σε περιόδους της ανόδου της ταξικής πάλης, όταν μεγάλα τμήματα του λαού εντάσσονται στην επαναστατική πάλη και ειδικά τμήματα της νεολαίας της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ΕΠΟΝ τη δεκαετία του 1940 και το πώς συνέβαλε μεταξύ άλλων στην αντιμετώπιση περιθωριακών φαινομένων όπως η χρήση ναρκωτικών, τα οποία μάλιστα ενισχύονταν με συγκεκριμένο τρόπο από το βρετανικό ιμπεριαλισμό την περίοδο της επέμβασής του στην Ελλάδα ενάντια στο λαϊκό κίνημα.
Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε και τη συλλογική αγωνιστική δράση της νεολαίας. Οι κινητοποιήσεις των μαθητών, της νεολαίας γενικότερα, συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας άλλης ατμόσφαιρας από άποψη αξιών, προτύπων, που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την αποπνικτική αστική ηθική του ατομισμού, με το αστικό ιδεώδες της επιβίωσης των «ισχυρότερων ειδών».
Υπάρχει διέξοδος για την ελληνική νεολαία: Η νεολαία και το κίνημά της να συνδεθούν με το εργατικό κίνημα, να ακολουθήσουν σε τελική ανάλυση το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ. Να συστρατευτούν οι νέοι με τη νεολαία του Κομμουνιστικού Κόμματος, να οργανωθούν στη ΚΝΕ, μέσα στην οποία διαμορφώνονται ανυπότακτες προσωπικότητες που βρίσκονται κόντρα στις λογικές του κτηνώδους ατομισμού που αποξενώνει και ενισχύει τον εγωισμό, που πάνε κόντρα στη λογική της ανταγωνιστικότητας που προωθεί η κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στην νεολαία.
Στις Θέσεις του ΚΣ για το 9ο Συνέδριο της ΚΝΕ επισημαίνεται: «…η δράση της ΚΝΕ, η λειτουργία της να διαμορφώνει μια διαφορετική αντίληψη για τη νεανική προσωπικότητα. Η γνωριμία με τα ιδανικά του σοσιαλισμού, η γνώση των κατακτήσεων του ανθρώπινου πολιτισμού πρέπει να οπλίζουν την ΚΝΕ με ακαταμάχητη δύναμη για την αντιμετώπιση της ιδεολογικής παρέμβασης της άρχουσας τάξης, για τη διαμόρφωση της ολόπλευρης προσωπικότητας του νέου επαναστάτη. Ο δρόμος της πάλης ενάντια στην εκμετάλλευση, για την απελευθέρωση του ανθρώπου, για το σοσιαλισμό, είναι ιδανικό που γεμίζει τη ζωή του ανθρώπου. Μέσα από τη δράση ενσαρκώνει το πραγματικό περιεχόμενο της ελευθερίας, που είναι ακριβώς η κατανόηση και η συνειδητή πάλη για την αλλαγή της κοινωνίας. Η εσωτερική ζωή της ΚΝΕ και η μαζική της δράση πρέπει να καλλιεργεί και να αναπτύσσει τα κομμουνιστικά επαναστατικά χαρακτηριστικά. Να ατσαλώνεται το δυναμικό σε μαχητικούς και σεμνούς αγωνιστές που να αντέχουν σε όλες τις δυσκολίες της σκληρής ταξικής πάλης. Να υπερασπίζονται αποφασιστικά τις ιδέες και τις αρχές μας. Να διαμορφώνει φλογερούς επαναστάτες, ώστε κάθε ΚΝίτης να είναι φωτεινή προσωπικότητα στο χώρο του.
Αυτές οι αρετές δεν αποκτώνται με γενικές συνταγές, ούτε κατακτούνται σε μια μέρα, αλλά μέσα στη καθημερινή πάλη, σε συνδυασμό με τη μελέτη και αφομοίωση της θεωρίας του μαρξισμού λενινισμού, της πλούσιας πείρας του ΚΚΕ και του επαναστατικού κινήματος.[…]Η στάση στη δουλειά, στη μόρφωση, οι σχέσεις με την οικογένεια, με το άλλο φύλλο, στον πολιτισμό, συνολικά ο τρόπος ζωής να απορρέει από την ιδιότητα ενός νέου κομμουνιστή. Ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς συνδέεται με τη διαμόρφωση του χαρακτήρα, αντιπροσωπεύει την ίδια την ΚΝΕ»[38].