ΓΙΑ ΤΑ 90ΧΡΟΝΑ ΤΟΥ ΚΚΕ


της ΚΕ του ΚΚΕ

Στις 17 Νοέμβρη 2007 το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας συμπληρώνει τα 89 χρόνια του και εισέρχεται στον ενενηκοστό χρόνο της ζωής του. Η Κεντρική Επιτροπή αποφάσισε το διάστημα από τις 17 Νοέμβρη 2007 και όλο το 2008 να είναι χρόνος πολιτικών εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων γι' αυτήν τη βαρυσήμαντη ιστορική επέτειο.

Το ΚΚΕ υποδέχεται τα ενενήντα χρόνια του με ακλόνητη την πεποίθηση για την επικαιρότητα του σοσιαλισμού, με αυξημένο αίσθημα ευθύνης απέναντι στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα.

Το ΚΚΕ δεν υπέγραψε και δεν υπογράφει δήλωση μετανοίας στην εγχώρια και διεθνή αστική τάξη. Ο ηρωισμός και οι θυσίες των κομμουνιστών αγκαλιάζουν το χτες και το σήμερα, αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη για τις ερχόμενες γενιές. Η ΚΕ αποτίνει φόρο τιμής στις χιλιάδες των συντρόφων και συντροφισσών που έπεσαν στον αγώνα.

Η στρατηγική του ΚΚΕ για τη Λαϊκή Εξουσία ανταποκρίνεται στα μακροπρόθεσμα και στα άμεσα συμφέροντα της εργατικής τάξης, της μικρομεσαίας αγροτιάς και των αυτοαπασχολούμενων επαγγελματοβιοτεχνών. Αποτελεί τη διέξοδο που προτείνει το ΚΚΕ στο λαό, απάντηση στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα.

Η πολιτική του ΚΚΕ έχει επιβεβαιωθεί στη ζωή. Οι θέσεις του για τις διεθνείς συνθήκες μετά το 1989-1991, γενικότερα και στα Βαλκάνια, η ανάλυσή του για την ΟΝΕ και το ευρώ, συνολικά για την καπιταλιστική ευρωπαϊκή ενοποίηση, η απόλυτη αντίθεσή του στη στρατηγική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και η ανάδειξη των αιτίων που τις προκαλούν, καθώς και άλλες βασικές επισημάνσεις του διαπιστώνονται ως ορθές και από λαϊκές δυνάμεις πέρα από τα όρια της εκλογικής του απήχησης. Επιβεβαιωμένη είναι και η πολιτική συμμαχιών του ΚΚΕ, η ανάγκη της διαπάλης με τον οπορτουνισμό.

Το κόμμα μας εκφράζει την αποφασιστικότητα να συνεχίσει στην ίδια γραμμή πλεύσης. Δεσμεύεται στο λαό και στη νεολαία ότι θα δυναμώσει τις προσπάθειές του για να προχωρήσει η δημιουργία του Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού, Δημοκρατικού Μετώπου, που αγωνίζεται και διεκδικεί τη Λαϊκή Εξουσία. Θα συνεχίσει να δίνει όλες τις δυνάμεις του στο πλευρό του λαού. Θα πάρει τα απαραίτητα μέτρα για να αποκτήσει πιο μαχητικούς δεσμούς μαζί του, να κάνει την ιδεολογική και πολιτική του παρέμβαση πιο αποκαλυπτική, διεισδυτική, επιθετική. Παραμένει επίκαιρο το κεντρικό σύνθημα της ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ για τα 80χρονα του ΚΚΕ «ΠΡΩΤΟΠΟΡΑ ΘΕΩΡΙΑ, ΠΡΩΤΟΠΟΡΑ ΔΡΑΣΗ».

Είμαστε αισιόδοξοι ότι η πολιτική του ΚΚΕ θα συσπειρώσει πλατύτερες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, που ήδη διακρίνουν ότι ανταποκρίνεται στα ταξικά τους συμφέροντα. Δείχνουν εμπιστοσύνη στη σταθερότητα και φερεγγυότητα του κόμματός μας, στην εμπειρία και στην ωριμότητά του.

Η Κεντρική Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η ολόπλευρη ισχυροποίηση του ΚΚΕ αποτελεί τον όρο για την εκπλήρωση των στόχων του, που ταυτίζονται με το λαϊκό όραμα για μια καλύτερη ζωή. Ισχυρό ΚΚΕ, ισχυρή ΚΝΕ, σημαίνει πρώτα απ' όλα την οικοδόμηση γερών οργανώσεων στους τόπους δουλιάς και ανύψωση του ιδεολογικοπολιτικού επιπέδου των κομματικών μελών, συνολικά του Κόμματος.

Το ΚΚΕ είναι «τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής», γέννημα της εργατικής τάξης, της συνένωσης του εργατικού κινήματος με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού.

Η ανάπτυξη των πρώτων συνδικαλιστικών αγώνων της εργατικής τάξης, καθώς και η απήχηση των κομμουνιστικών ιδεών είχαν οδηγήσει στις αρχές του 20ού αιώνα στη δημιουργία μιας σειράς σοσιαλιστικών ομίλων και οργανώσεων, που αποτέλεσαν και την οργανική σύνθεση του 1ου, ιδρυτικού, Συνεδρίου (17-23 Νοέμβρη 1918) του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), όπως ονομαζόταν μέχρι το 1924 (3ο έκτακτο Συνέδριο) το ΚΚΕ. Την προοδευτική αυτή σκέψη, η δημιουργία του ΚΚΕ τη συνέθεσε και την ανέβασε σε ανώτερο, επιστημονικό επίπεδο.

Η δημιουργία του ΚΚΕ σήμαινε την αφετηρία χειραφέτησης της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο και τα αστικά κόμματα. Για πρώτη φορά, εμφανίστηκε στην ελληνική κοινωνία ένα κόμμα που ανέγραψε στη σημαία του την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Το πρόγραμμα του 1ου Συνεδρίου του ΣΕΚΕ υπογράμμιζε ανάμεσα σε άλλα:

«(...) αι παραγωγικαί δυνάμεις της σημερινής κοινωνίας ηυξήθησαν δυσαναλόγως δι' αυτήν την κοινωνίαν και ότι η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής κατήντησεν ασυμβίβαστος προς την πλήρη και σκόπιμον χρησιμοποίησιν και ανάπτυξιν αυτών των παραγωγικών μέσων. (...) Η μεταβολή της παραγωγής από πλουτοκρατικής εις σοσιαλιστικήν, διενεργουμένην διά της κοινωνίας και προς το καλόν ολοκλήρου της κοινωνίας δύναται να καταστήση τη μεγάλην παραγωγήν με την οσημέραι αυξάνουσαν παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας, από πηγήν αθλιότητος και δουλείας των λαϊκών τάξεων, εις πηγήν υψίστης ευημερίας και ατελείωτου και πολυειδούς τελειοποιήσεως. Η κοινωνική αύτη μεταβολή σημαίνει την απελευθέρωσιν όχι μόνον των προλεταρίων, αλλά και ολοκλήρου της ανθρωπότητος που υποφέρει σήμερον. Εν τούτοις δύναται να πραγματοποιηθή μόνον από την εργατικήν τάξιν (...) Αλλ' ο αγών των εργατών είναι αναγκαστικώς και πολιτικός αγών. Η εργατική τάξις δεν ημπορεί να διεκδικήση τα οικονομικά της συμφέροντα ούτε ν' αναπτύξη την οικονομικήν της οργάνωσιν χωρίς πολιτικά δικαιώματα· δε δύναται να πραγματοποιήση την ιστορικήν της αποστολήν χωρίς να γίνη κάτοχος της πολιτικής εξουσίας (...)».

Με αυτήν την τοποθέτηση, το κόμμα μας ανέδειξε το πέρασμα στο σοσιαλισμό ως αποτέλεσμα της μόνης πάλης που οδηγεί σε αυτόν, της επαναστατικής, σε αντίθεση με το ρεφορμισμό, που διακηρύσσει ότι στο σοσιαλισμό η εργατική τάξη θα φτάσει μέσω των μεταρρυθμίσεων.

Το κόμμα μας ήταν και είναι πιστό στον προλεταριακό διεθνισμό από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του. Συνδέθηκε το 1919 με τη Γ` Κομμουνιστική Διεθνή (1919 - 1943) και τον Απρίλη του 1920 αποφάσισε την οργανική ένταξή του σε αυτή. Χαιρέτισε με ενθουσιασμό τη νίκη της μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Στάθηκε ένθερμος υποστηρικτής του πρώτου εργατικού κράτους, της σοβιετικής εξουσίας. Πολέμησε τον αντισοβιετισμό, εκδήλωσε την ταξική του αλληλεγγύη στις χώρες της λαϊκής εξουσίας, στους κομμουνιστές και στους εργαζόμενους όλου του κόσμου. Στην ύπαρξη της Σοβιετικής Ενωσης είδε τον αρωγό της λαϊκής πάλης σε παγκόσμια κλίμακα. Δέχτηκε γι' αυτό τη λυσσαλέα επίθεση της αστικής τάξης και του οπορτουνισμού. Το ΚΚΕ είναι περήφανο για την αλληλεγγύη που έδωσε και πήρε, για τη συμβολή του στην ανάπτυξη της εργατικής διεθνιστικής αλληλεγγύης.

Δεν αποφύγαμε, όμως, την ωραιοποίηση και εξιδανίκευση της πορείας σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ορισμένα από τα προβλήματα που εμφάνιζαν οι σοσιαλιστικές χώρες τα συνειδητοποιούσαμε. Αποδίδαμε την εμφάνισή τους κυρίως σε αντικειμενικές δυσκολίες, τα εξηγούσαμε ως προβλήματα ανάπτυξης του σοσιαλισμού και όχι ως παρεκκλίσεις και παραμορφώσεις. Η κριτική που ασκείται, ότι το κόμμα μας δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα το χαρακτήρα της «περεστρόικα», είναι σωστή. Παρά την πλούσια πείρα του κόμματός μας στη διαπάλη με το ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό, δεν μπορέσαμε να δούμε τις γενικότερες διεθνείς επιδράσεις στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος και στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.

Το ΚΚΕ δε συμφιλιώθηκε με την αστική ιδεολογία του εθνικισμού, αντιπαρατέθηκε μαζί της. Συνέβαλε στην ανάπτυξη της συνείδησης που αφορά τα πραγματικά εθνικά συμφέροντα, τα συμφέροντα της πλειοψηφίας του λαού. Μιας συνείδησης αντίθετης από αυτήν της αστικής τάξης, που εμφανίζει τα ταξικά της συμφέροντα ως συμφέροντα όλων. Εξίσου αντίθετο είναι το ΚΚΕ με τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου, που αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου ιμπεριαλιστικού νομίσματος. Ο πατριωτισμός του ΚΚΕ είναι άρρηκτα δεμένος με τον προλεταριακό διεθνισμό, ταυτίζεται με την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού.

Το ΚΚΕ είναι επί 90 χρόνια ο ακούραστος οργανωτής της εργατικής - λαϊκής πάλης. Δεν υπάρχει δικαίωμα του λαού, που να μη βρήκε στο πρόσωπο και τη δράση του ΚΚΕ τον πιο αποφασιστικό υπερασπιστή. Το κόμμα μας αντιμετωπίζει ενιαία τα δικαιώματα των Ελλήνων εργαζομένων και τα δικαιώματα των οικονομικών μεταναστών, που είναι και αυτοί θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της εργατικής τάξης της Ελλάδας. Η ιστορία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, του κινήματος της νεολαίας, της προοδευτικής διανόησης, καθώς και του αγροτικού και των μεσαίων στρωμάτων της πόλης, έχει παντού και πάντα να επιδείξει την πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών.

Το Κόμμα μας συγκρούστηκε με τις πρόσθετες κοινωνικές και πολιτικές διακρίσεις σε βάρος της γυναίκας, με τις αναχρονιστικές αντιλήψεις για το ρόλο των δύο φύλων και τη βιολογική κατωτερότητα της γυναίκας. Ανέδειξε την ταξική αιτία της ανισοτιμίας της, συνέβαλε στη ριζοσπαστικοποίηση του γυναικείου κινήματος ενάντια στην αστική επιρροή. Εθεσε τις βάσεις για τη μαζική συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, για τη διεύρυνση του πλαισίου πάλης του ταξικά προσανατολισμένου εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος με διεκδικήσεις για τις ιδιαίτερες ανάγκες της εργάτριας, των γυναικών των λαϊκών στρωμάτων. Διέδωσε τις ιδέες για τη χειραφέτηση της γυναίκας, ανέδειξε την προϋπόθεση της ταξικής απελευθέρωσης για την απελευθέρωση της γυναίκας από τη διπλή καταπίεση.

Το ΚΚΕ έφερε και διέδωσε στην ελληνική κοινωνία νέα πολιτιστικά πρότυπα, υπεράσπισε ό,τι καλύτερο έχει δώσει ο λαϊκός πολιτισμός, σε σύγκρουση με την αστική ιδεολογία για τις τέχνες και τον πολιτισμό. Πλειάδα κομμουνιστών εργατών της Τέχνης, σε όλους τους τομείς, κοσμεί την ιστορία του ΚΚΕ (λογοτεχνία, ποίηση, μουσική, θέατρο, κινηματογράφος, εικαστικές τέχνες). Πάλεψε ενάντια στον αναλφαβητισμό. Ο αγώνας του για την παιδεία και τη μόρφωση επίσης σημαδεύει τη ζωή του ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ είναι ο σημαιοφόρος στην Ελλάδα της λαϊκής δράσης κατά του πολέμου και υπέρ της ειρήνης. Εχει διεθνή συμβολή στο παγκόσμιο κίνημα της ειρήνης. Αντιτάχθηκε σε κάθε ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Στη Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και στον πόλεμο κατά της Κορέας (1951), στον οποίο συμμετείχε και ελληνικό εκστρατευτικό σώμα. Στον πόλεμο κατά του Βιετνάμ και στις μέρες μας αγωνίζεται κατά των νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων. Παλεύει για να μην υπάρχει ελληνικός στρατός έξω από τα σύνορα, συμμέτοχος στα ιμπεριαλιστικά στρατεύματα κατοχής, στα Βαλκάνια, στο Αφγανιστάν, στη Μέση Ανατολή και αλλού.

Η εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία βρήκε στο πρόσωπο του ΚΚΕ ένα σταθερό υπερασπιστή. Ακόμα και τα στελέχη του, που υπέφεραν τα πάνδεινα κατά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου στα κολαστήρια του ελληνικού κράτους, προσφέρθηκαν εθελοντές στην πρώτη γραμμή του μετώπου, στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.

Στις 31 Οκτώβρη 1940 το (πρώτο) «ανοιχτό γράμμα προς τον ελληνικό λαό» του Νίκου Ζαχαριάδη, Γενικού Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, από τα μπουντρούμια της Κρατικής Ασφάλειας, χάραξε τη γραμμή της πάλης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Στη γραμμή του «ανοιχτού γράμματος» κινήθηκε στη συνέχεια η δράση του ΕΑΜ.

Το ΚΚΕ είχε βγει βαριά κτυπημένο από τη βασιλομεταξική δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Η Κρατική Ασφάλεια μπόρεσε να συγκροτήσει τη χαφιέδικη «Προσωρινή Διοίκηση» σε ρόλο καθοδηγητικού οργάνου του Κόμματος, που εξέδιδε τον κατευθυνόμενο «Ριζοσπάστη».

Στο ίδιο διάστημα, με πρωτοβουλία στελεχών του ΚΚΕ, είχε συγκροτηθεί η «Παλιά Κεντρική Επιτροπή», που λειτουργούσε ως καθοδηγητικό όργανο του Κόμματος.

Το ΚΚΕ είχε στερηθεί τις σημαντικές υπηρεσίες εκατοντάδων στελεχών του, που η κυβέρνηση Μεταξά παρέδωσε στους Γερμανούς, καθώς και του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, που επίσης τον παρέδωσε στην Γκεστάπο και αυτή τον έστειλε στο στρατόπεδο Νταχάου. Μπόρεσε ωστόσο να ξεπεράσει τις δυσκολίες και σε πολύ λίγο χρόνο μετατράπηκε σε ισχυρό και μαζικό Κόμμα.

Οταν τα στρατεύματα της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας εισέβαλαν στην Ελλάδα και οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα (27 Απρίλη 1941), οι κομμουνιστές που δραπέτευσαν από τους τόπους εξορίας, όπου τους κρατούσε η κυβέρνηση Μεταξά, καθώς και άλλοι, που δρούσαν στην παρανομία, έσπευσαν να ανασυγκροτήσουν το ΚΚΕ και να οργανώσουν την Αντίσταση κατά των κατακτητών.

Με πρωτοβουλία του ΚΚΕ δημιουργήθηκε το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ - 16 Ιούλη 1941) και στις 27 Σεπτέμβρη του 1941 το ΕΑΜ, κοινωνικοπολιτική συμμαχία της εργατικής τάξης, των φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς και μεσαίων στρωμάτων της πόλης. Στις 16 Φλεβάρη 1942 δημιουργήθηκε το ένοπλο τμήμα του, ο ΕΛΑΣ, με καπετάνιο τον Αρη Βελουχιώτη. Στις 23 Φλεβάρη 1943 η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), που συσπείρωσε στις γραμμές της την πλειοψηφία της νεολαίας. Τον ίδιο χρόνο συγκροτήθηκε το Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό (ΕΛΑΝ). Δίπλα σε αυτές τις οργανώσεις έδρασαν η Εθνική Αλληλεγγύη, η Επιμελητεία του Αντάρτη και η Οργάνωση για την Προστασία του Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ). Το Μάρτη του 1943 ιδρύθηκε στο Λονδίνο η Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ), με πρωτοβουλία της Κομματικής Οργάνωσης Ναυτεργατών του ΚΚΕ (ΚΟΝ).

Το ΚΚΕ υπήρξε η ψυχή, η καθοδηγητική δύναμη και ο κύριος αιμοδότης της ΕΑΜικής Αντίστασης. Η Καισαριανή, το Κούρνοβο, το Χαϊδάρι, ο Αϊ-Στράτης, είναι μερικοί μόνο από τους τόπους της θυσίας.

Το ΕΑΜ έσωσε το λαό από την πείνα. Δημιούργησε στις απελευθερωμένες περιοχές τους θεσμούς της Αυτοδιοίκησης, και της Λαϊκής Δικαιοσύνης. Τροφοδότησε τη λαϊκή πολιτιστική ανάταση.

Στις 10 Μάρτη 1944 ιδρύθηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), το κεντρικό πολιτικό όργανο διοίκησης των απελευθερωμένων περιοχών.

Μετά από εκλογές που διενεργήθηκαν στις συνθήκες της Κατοχής, εκλέχτηκε το «Εθνικό Συμβούλιο» με έδρα τις Κορυσχάδες (30 Απρίλη 1944). Στις εκλογές (23 Απρίλη 1944) ψήφισαν για πρώτη φορά οι γυναίκες και οι νέοι από 18 χρόνων.

Η δράση του ΕΑΜ περιλάμβανε όλες τις μορφές πάλης: Απεργίες, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, διαβήματα, ένοπλη οργάνωση. Πλατιά και πολλές φορές πρωτότυπη ήταν η μαζική προπαγανδιστική δουλιά του.

Διαφορετική ήταν η στάση του αστικού πολιτικού κόσμου. Ενα τμήμα του επέλεξε το δρόμο της ανοιχτής συνεργασίας με τους κατακτητές. Ηταν οι «δοσίλογοι», που σχημάτισαν τις κατοχικές κυβερνήσεις με πρωθυπουργούς τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο και Ι. Ράλλη.

Ενα άλλο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου, μαζί και το Παλάτι, διέφυγε στην Αίγυπτο, ενώ ένα τρίτο συγκαταλέγεται στους απόντες του αγώνα.

Μετά την απελευθέρωση το ΚΚΕ και άλλες ΕΑΜικές δυνάμεις πρωτοστάτησαν στην πάλη κατά της αντίδρασης και των συμμάχων της. Η αστική τάξη ήθελε κυριολεκτικά να τσακίσει κάθε πνεύμα αντίστασης, κάθε προσπάθεια δικαίωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Το επιχείρησε και το Δεκέμβρη του 1944, με τις ένοπλες δολοφονικές επιθέσεις κατά του λαού της Αθήνας, που αντιμετώπισε σε άνισο αγώνα την ενωμένη στρατιωτική δύναμη των εγγλέζικων στρατευμάτων και των εγχώριων στρατιωτικών αστικών δυνάμεων (Τάγματα Ασφαλείας - Ορεινή Ταξιαρχία, Χίτες, Αστυνομία κ.ά.). Ο Δεκέμβρης του '44 αποτελεί μια από τις μεγάλες ηρωικές στιγμές του λαϊκού μας κινήματος. Και τότε ο λαός, ανάμεσα στις αλυσίδες και στα όπλα, διάλεξε τα όπλα.

Παρά την απαράδεκτη «Συμφωνία της Βάρκιζας» (12 Φλεβάρη 1945) και τις ολέθριες για το ΕΑΜικό κίνημα συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, η αστική τάξη δεν είχε μπορέσει να ανακτήσει την πλήρη ιδεολογική και πολιτική της κυριαρχία στην πλειοψηφία του λαού, έστω και με την κοινοβουλευτική επιρροή.

Οι αστικές δυνάμεις για να αντιστρέψουν πλήρως και προς όφελός τους το συσχετισμό των δυνάμεων και για να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους, κατέφυγαν και μετά το Δεκέμβρη στη δολοφονική βία και στην πιο ωμή τρομοκρατία, επέλεξαν το αιματοκύλισμα, στηριγμένες στην αμερικανική οικονομική, στρατιωτική και πολιτική ενίσχυση, μετά την εκφρασμένη φανερή αδυναμία της Μεγάλης Βρετανίας να συνεχίσει αυτόν το ρόλο.

Παράλληλα, μετά τις εκλογές του 1946 και το νόθο δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά, που πραγματοποιήθηκε τον ίδιο χρόνο, η κρατική καταστολή θωρακίστηκε ακόμα περισσότερο (Γ' ψήφισμα τον Ιούνη του 1946, ψήφιση του Α.Ν. 509/1947).

Το λαϊκό κίνημα εκείνων των χρόνων βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα: Υποταγή ή οργάνωση της πάλης και αντεπίθεση; Αν και με καθυστέρηση, επέλεξε το δεύτερο δρόμο, όπως κάθε λαός που αρνείται να δεχτεί την ταπείνωση και τον εξανδραποδισμό. Στα βουνά γεννήθηκε το νέο αντάρτικο, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ). Ο νέος ένοπλος λαϊκός αγώνας στηρίχτηκε στην οργανωτική - πολεμική πείρα του ΕΛΑΣίτικου αγώνα 1942-1945 και σε δυνάμεις που συμμετείχαν στον ΕΛΑΣ.

Ο αγώνας του ΔΣΕ αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα, το μεγαλύτερο δημιούργημα του ΚΚΕ. Αποπνέει μόνο δίκιο και ηθική, επειδή δίκιο και ηθική αποπνέει ο ανυποχώρητος αγώνας της εργατικής τάξης, ο αγώνας του ΚΚΕ.

Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αντιιμπεριαλιστικός και διεθνιστικός. Ο αντιιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της πάλης του ΔΣΕ προσδιορίζεται από τις συνθήκες που επέβαλαν τη δημιουργία του και τα αντίπαλα στρατόπεδα που συγκρούστηκαν: Από τη μια πλευρά των λαϊκών δυνάμεων, που εκφράζονταν πολιτικά από το ΚΚΕ και τους συμμάχους του, όπως το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ) και από την άλλη όλων των συνασπισμένων εγχώριων αστικών δυνάμεων και των ξένων συμμάχων τους.

Αντιπαρατέθηκε η ένοπλη μαζική λαϊκή πάλη με την ένοπλη και θεσμική κρατική βία που ασκούσαν οι μηχανισμοί και οι κυβερνήσεις των Τσαλδάρη, Σοφούλη, Μαξίμου, των «δεξιών» και «φιλελεύθερων» κομμάτων, από κοινού με τον εγγλέζικο και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Το «δόγμα Τρούμαν» και το «σχέδιο Μάρσαλ» συντέλεσαν σε πολύ σημαντικό βαθμό στη νίκη της αστικής τάξης.

Το δρόμο της αντίστασης, σε άλλες συνθήκες, επέλεξε το ΚΚΕ και στα χρόνια που ακολούθησαν την ήττα του ΔΣΕ, μέχρι την κατάρρευση της δικτατορίας του 1967 - 1974. Στις φυλακές και στις εξορίες, στα εκτελεστικά αποσπάσματα, στην παρανομία και στην πολιτική προσφυγιά. Από τις πιο χρυσές σελίδες του έγραψε στη Μακρόνησο, στη Γυάρο, στον Αϊ-Στράτη, στην Αίγινα και στο Ιτζεδίν, στο Γουδί, στις φυλακές Αβέρωφ και στους άλλους τόπους μαρτυρίου.

Χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες κράτησαν ψηλά τη σημαία των ιδανικών του ΚΚΕ και με τεράστιο προσωπικό κόστος αρνήθηκαν να το αποκηρύξουν. Συνέχισαν το παράδειγμα άλλων συντρόφων τους της προπολεμικής περιόδου, που μαρτύρησαν στις φυλακές και τις εξορίες των αστικών κυβερνήσεων, κοινοβουλευτικών και δικτατορικών (Βενιζέλου, Πάγκαλου, Μεταξά κ.ά.), επειδή έκαναν το καθήκον τους στον αγώνα για το μεροκάματο, για τις συνθήκες δουλειάς, για ένα καλύτερο αύριο, αλλά και επειδή αρνήθηκαν να υπογράψουν δήλωση μετανοίας. Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί το ΚΚΕ μέχρι σήμερα. Η απόλυση από τη δουλειά, οι προσωπικές στερήσεις, κάθε σύγχρονη μορφή αυτοθυσίας, χαράζουν τη ζωή χιλιάδων και χιλιάδων.

Η ΚΕ του Κόμματος, όλα τα μέλη του και η ΚΝΕ τιμάμε τους αλύγιστους της ταξικής πάλης. Στεκόμαστε με σεβασμό και απέναντι σε εκείνους που έδωσαν όσα μπόρεσαν, αλλά που έμειναν δίπλα στο ΚΚΕ, δεν πέρασαν στο στρατόπεδο του ταξικού εχθρού. Τιμάμε τον καθένα και την κάθε μια που απέδειξαν ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα».

Στην πολύχρονη δράση του το Κόμμα μας είχε πάντα βασικό όπλο του τον «Ριζοσπάστη», όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του, που, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Λένιν για τον κομματικό Τύπο, έγινε μέσο για την ενιαία δράση του Κόμματος, διαφωτιστής και οργανωτής των εργατικών - λαϊκών μαζών. Ο «Ριζοσπάστης», στη νομιμότητα και στην παρανομία, υπήρξε ο μόνιμος καθημερινός σύντροφος και καθοδηγητής χιλιάδων κομμουνιστών. Το ΚΚΕ τιμά τους νεκρούς δημοσιογράφους της εφημερίδας μας που έπεσαν στο καθήκον ή αγωνίστηκαν όλα τα χρόνια στο μετερίζι του «Ριζοσπάστη».

Το ΚΚΕ μελετά την ιστορία του με υπερηφάνεια για την προσφορά της 90χρονης διαδρομής του, προσπαθώντας ταυτόχρονα να εξάγει χρήσιμα διδάγματα από την εμπειρία του. Η ιστορική μελέτη δεν αποτελεί απλώς μια καταγραφή ή αποτίμηση του παρελθόντος. Μπορεί και πρέπει να γίνεται ιδεολογικό όπλο, να ενισχύει τα μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης για το παρόν και το μέλλον του κινήματός μας. Σε αυτή τη βάση το ΚΚΕ αντιμετωπίζει και τη συγγραφή της ιστορίας του των χρόνων 1950-1968, που αποτελούν το περιεχόμενο του Β΄ ΤΟΜΟΥ (ΔΟΚΙΜΙΟΥ) της ιστορίας του ΚΚΕ.

Δεν είναι πρώτη φορά που το ΚΚΕ επιχειρεί να προσεγγίσει την ιστορική διαδρομή του. Αρκετές προσπάθειες έγιναν και στο παρελθόν, είτε για το σύνολο της ιστορίας, είτε για περιόδους της. Ωστόσο σήμερα το ΚΚΕ είναι εξ αντικειμένου πιο ώριμο να αποτιμήσει βαθύτερα τη διαδρομή του, αφού η συσσωρευμένη διεθνής και εγχώρια πείρα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη. Στέκεται πρωταρχικά στο θεμελιώδες πολιτικό πρόβλημα, στη στρατηγική του. Επιχειρεί να απαντήσει στο γιατί δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει σωστά το θέμα της πολιτικής εξουσίας.

Θεωρούμε ότι ως πηγή γνώσης και συμπερασμάτων τα χρόνια 1940- 1945 έχουν ιδιαίτερη σημασία. Ουσιαστικά παρόμοια συμπεράσματα με αυτής της πενταετίας βγαίνουν και με τη μελέτη των χρόνων 1946-1949, αν και οι συνθήκες ήταν διαφορετικές.

Για τα χρόνια της ΕΑΜικής Αντίστασης το ΚΚΕ έχει υπογραμμίσει και στο παρελθόν τα παρακάτω ανάμεσα σε άλλα:

Τις ημέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (12 Οκτώβρη 1944) στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση. Ταυτόχρονα το ΕΑΜ κυριαρχούσε, ενώ ο αστικός κρατικός μηχανισμός ήταν σμπαραλιασμένος. Η αστική κυβέρνηση που είχε δημιουργηθεί βρισκόταν στην Αίγυπτο και οι Εγγλέζοι δεν είχαν καταφθάσει ακόμα στην Ελλάδα.

Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το Κόμμα μας, παρά την τεράστια συνεισφορά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του, δεν μπόρεσε να διαμορφώσει τη στρατηγική που θα οδηγούσε προς την επαναστατική επίλυση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας και τότε ακόμη, ιδίως μετά το 1943, που οι συνθήκες επέβαλαν να θέσει το ζήτημα της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας. Ετσι, οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο εγγλέζικο στρατηγείο της Μ. Ανατολής (5 Ιούλη 1943) και αργότερα στις συμφωνίες του Λιβάνου (20 Μάη 1944) και της Καζέρτας (26 Σεπτέμβρη 1944), για να διατηρήσει και να διευρύνει την «εθνική ενότητα». Δε διαμόρφωσε τις υποκειμενικές προϋποθέσεις μιας πορείας που, ανάλογα και με άλλους παράγοντες, μπορούσε να οδηγήσει στη νίκη.

Πρώτα απ' όλα δεν εκτίμησε σωστά τη σύμπλεξη του κοινωνικοταξικού περιεχομένου της λαϊκής πάλης με το εθνικοαπελευθερωτικό. Αυτή η σύμπλεξη, πέρα από τις πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις με τις στρατιωτικές οργανώσεις του «δοσιλογισμού», επιβεβαιώνεται και από τις ένοπλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τις αντιχιτλερικές και τις αγγλόφιλες οργανώσεις, όπως ο ΕΔΕΣ. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν και οι συνεχείς προστριβές του ΕΛΑΣ με τους Εγγλέζους, η αμείωτη ιδεολογική και πολιτική πάλη των αστικών ελληνικών κυβερνήσεων της Μέσης Ανατολής κατά της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, η συχνή συνεργασία αστικών οργανώσεων με τους κατακτητές, για την αντιμετώπιση της «ερυθράς απειλής», καθώς και η αιματηρή καταστολή, από τους Εγγλέζους και την ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο, της ηρωικής «Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης» (ΑΣΟ) τον Απρίλη του 1944.

Οι δυνάμεις που συμμετείχαν στο ΕΑΜ εξέφραζαν διαφορετικά συμφέροντα. Εκτός από το ΚΚΕ συμμετείχαν και δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικές, φιλελεύθερες, γενικά αστικής πολιτικής κατεύθυνσης. Επρεπε να θεωρηθεί βέβαιο ότι, εξαιτίας των ταλαντεύσεων που προσιδιάζουν στη φύση τέτοιων κομμάτων και ατόμων και που δεν είναι διατεθειμένα να φτάσουν μέχρι το τέλος του δρόμου, δεν ήταν δυνατό η εργατική τάξη να βαδίσει μαζί τους σε όλες τις φάσεις της πάλης, πολύ περισσότερο όσο πλησίαζε το τέλος της Κατοχής και το ζήτημα της εξουσίας (ποιος - ποιον) ετίθετο επί τάπητος. Το ΚΚΕ δεν πήρε υπόψη του ότι η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη διεξάγεται και στο πλαίσιο της συμμαχίας και ότι για την επιτυχή έκβαση της ταξικής πάλης δεν επιτρέπονται επιζήμιοι συμβιβασμοί. Πολύ περισσότερο όταν οι συμβιβασμοί δεν αντιστοιχούν στο συσχετισμό των δυνάμεων που υπάρχει ανάμεσα στους συμμάχους.

Ηταν επίσης αναγκαίο να μελετηθεί η στρατηγική των Εγγλέζων και των εγχώριων αστικών δυνάμεων, οι ελιγμοί τους, και ανάλογα να προσαρμοστεί η στρατηγική του ΚΚΕ.

Η κριτική αποτίμηση, μακριά από τη λαθολογία και το μηδενισμό, εστιάζεται στην ικανότητα του ΚΚΕ να επιβεβαιώνει σε κάθε φάση του αγώνα τον αυτοτελή ιδεολογικοπολιτικό και οργανωτικό ρόλο του. Αυτός ο ρόλος εκφράζεται με την επιστημονική θεμελίωση της στρατηγικής του, στη βάση της εφαρμογής στις συγκεκριμένες συνθήκες, αλλά και της ανάπτυξης της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού. Εκφράζεται, κατά συνέπεια, με την αντικειμενική ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών αντιθέσεων, της διάταξης των ταξικών δυνάμεων, του πολιτικού συσχετισμού, της τακτικής του ταξικού αντιπάλου.

Η αυτοτελής δράση του ΚΚ διασφαλίζει πολιτική συμμαχιών που δεν υποθηκεύει τα στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, στο όνομα κάποιων πρόσκαιρων επιτυχιών. Οι συμμαχίες, αναπόσπαστο στοιχείο της στρατηγικής, προϋποθέτουν συμβιβασμούς, που όμως δε θα θίγουν την προώθηση της στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Η ιστορική εξέλιξη, επίσης, έχει αποδείξει με οδυνηρό πολλές φορές τρόπο ότι αν το αστικό κράτος δεν τσακιστεί από τις επαναστατικές δυνάμεις, η δυνατότητα εγκαθίδρυσης και στερέωσης της διάδοχης εξουσίας τίθεται υπό αίρεση. Στο ζήτημα αυτό η αστική τάξη διαθέτει μεγάλη εμπειρία και αμείλικτη αποφασιστικότητα.

Η διαδρομή του ΚΚΕ έχει σημαδευτεί με την πάλη του να διατηρήσει την ύπαρξή του, τόσο από την επίθεση του αστικού όσο και από την υπονόμευση του οπορτουνιστικού παράγοντα. Σε αυτές συγκαταλέγονται, ως πιο σημαντικές, οι απόπειρες που έγιναν στις δεκαετίες του 1950 και 1960, καθώς και στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έως τις αρχές του 1991.

Η επίδραση του οπορτουνιστικού ρεύματος διάλυσης του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1960 εκδηλώθηκε σε τελείως διαφορετικές συνθήκες από εκείνες του 1989-1991, αλλά με τον ίδιο στόχο. Την πρώτη φορά όχημα υπήρξε η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), που, ενώ είχε συγκροτηθεί (1951) ως συνασπισμός κομμάτων και οργανώσεων (κομμουνιστές, σοσιαλιστές κ.ά.), στην πορεία εξελίχθηκε σε ενιαίο κόμμα. Μέσα από την ΕΔΑ και αξιοποιώντας την εκτός νόμου θέση του ΚΚΕ έδρασε υπονομευτικά τμήμα της ηγεσίας του Κόμματος, παράλληλα με τη δράση που ανέπτυξε στο εξωτερικό, όπου βρισκόταν η έδρα της ΚΕ του Κόμματος και μεγάλο μέρος της ηγεσίας του, καθώς και το Αρχείο του ΚΚΕ, ο ραδιοφωνικός σταθμός «Η Φωνή της Αλήθειας» κ.ά.

Στη μετεξέλιξη της ΕΔΑ σε ενιαίο κόμμα συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ (1958), με την οποία διαλύθηκαν οι οργανώσεις του ΚΚΕ και όλοι οι κομμουνιστές εντάχθηκαν στην ΕΔΑ.

Η διαπάλη στο ΚΚΕ και κατ' επέκταση στην ΕΔΑ συνεχίστηκε μέχρι το Φλεβάρη του 1968 (12η Ολομέλεια της ΚΕ), οπότε κρίθηκε η συνέχεια στην ύπαρξη του Κόμματος. Η γνωστή ως «αναθεωρητική ομάδα» της ΚΕ αποχώρησε και στη συνέχεια προχώρησε στην ίδρυση του λεγόμενου «ΚΚΕ εσωτερικού». Η ΚΕ του Κόμματος ανασυγκρότησε τις κομματικές οργανώσεις, ενώ τον Αύγουστο του 1968 αποφάσισε την ίδρυση της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (ΚΝΕ). Ηταν η πρώτη φορά, μετά την αυτοδιάλυση (1943) της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ), που το ΚΚΕ συγκροτούσε τη δική του νεολαιίστικη οργάνωση. Πρόκειται για απόφαση βαρύνουσας σημασίας, σταθμό για την ανανέωση του ΚΚΕ και για τη μεγαλύτερη μαχητικοποίηση του νεολαιίστικου κινήματος.

Ολα αυτά τα χρόνια η ΚΝΕ δικαίωσε το ρόλο και την αποστολή της. Τροφοδότησε το ΚΚΕ με χιλιάδες μέλη και στελέχη. Παρά τους τρανταγμούς και τις διασπάσεις που μεσολάβησαν, η ΚΝΕ συνεχίζει το δρόμο της στο πλευρό του ΚΚΕ, αποτελεί ελπίδα του για το μέλλον.

Η διεθνής αντεπανάσταση του 1989-1991 βρήκε το ΚΚΕ πίσω από τις απαιτήσεις των καιρών, κατώτερο των αναγκών να αντιμετωπίσει μία τέτοια πρωτοφανούς έκτασης και βάθους επίθεση του ιμπεριαλισμού και του οπορτουνισμού κατά του σοσιαλισμού, των αξιών και αρχών του. Η κρίση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος εκφράστηκε και στο ΚΚΕ και πήρε μεγάλες διαστάσεις. Η διάσπαση του Κόμματός μας έγινε αναπόφευκτη, αφού συγκρούστηκαν δύο βασικές γραμμές που διαπέρασαν ολόκληρο το Κόμμα και την ΚΝΕ. Από τη μία, η γραμμή που υπερασπιζόταν την ύπαρξη του ΚΚΕ και από την άλλη εκείνη που επιδίωκε τη μετατροπή του σε ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και τελικά τη διάχυσή του στον τότε «Συνασπισμό της αριστεράς και της προόδου». Είχε προηγηθεί η αποχώρηση άλλων στελεχών του και η διάσπαση της ΚΝΕ. Η ομάδα αυτή συγκρότησε στη συνέχεια την οπορτουνιστική οργάνωση ΝΑΡ.

Η μετάλλαξη του ΚΚΕ οργανώθηκε από στελέχη του, μέλη του ΠΓ και της ΚΕ, με επικεφαλής τον τότε γενικό γραμματέα της ΚΕ, σε συνεργασία με τις άλλες εκτός του ΚΚΕ δυνάμεις που συμμετείχαν στο «Συνασπισμό». Στόχος ήταν η μετατροπή του τελευταίου σε ενιαίο κόμμα, από συνασπισμός κομμάτων, όπως είχε αρχικά συγκροτηθεί.

Η επιτυχία αυτής της προσπάθειας, στην οποία πήραν μέρος και αστικές δυνάμεις, θα κατέφερε συντριπτικό πλήγμα στην πάλη της εργατικής τάξης, θα οδηγούσε στον αποκεφαλισμό της, αφού ως αποτέλεσμα θα είχε την ενσωμάτωση του ΚΚΕ στο αστικό πολιτικό σύστημα, θα διαμόρφωνε ένα κόμμα της καπιταλιστικής διαχείρισης, ανάχωμα στη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών και χώρο εκτόνωσης της πρωτοποριακής κοινωνικής δύναμης, της εργατικής τάξης.

Το ΚΚΕ υπερασπίστηκε τις θεμελιακές αρχές και τα χαρακτηριστικά ενός κομμουνιστικού κόμματος, την ιδεολογία του επιστημονικού σοσιαλισμού - κομμουνισμού, το μαρξισμό - λενινισμό, τον προλεταριακό διεθνισμό, το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, τις νομοτέλειες για το σοσιαλισμό, αρχές που βρέθηκαν στο επίκεντρο της αντικομμουνιστικής και της οπορτουνιστικής επίθεσης. Το ΚΚΕ στάθηκε αντίθετο στο μηδενισμό της πορείας σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ό αιώνα, ανέδειξε την προσφορά του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, τη διαχρονική επικαιρότητα της ταξικής πάλης ως μοναδικής κινητήριας δύναμης - για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης με την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής - για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού -κομμουνισμού.

Η σκληρή αντιπαράθεση για την ύπαρξη του ΚΚΕ, ταυτόχρονα με την απογοήτευση και τη σύγχυση εξαιτίας των αντεπαναστατικών εξελίξεων, οδήγησε χιλιάδες μέλη του και μέλη της ΚΝΕ σε παραίτηση από την ενεργό δράση. Η κρίση καταγράφηκε με μεγάλη απώλεια οργανωμένων δυνάμεών του, της πολιτικής και εκλογικής επιρροής του, ακόμα και στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Ηταν δυνατό η «αφαίμαξη» να περιοριζόταν, αν αντιμετωπιζόταν έγκαιρα η οπορτουνιστική δράση, αν τα μέλη του Κόμματος, ανάμεσα και σε άλλα μέτρα που χρειάζονταν, γνώριζαν, με υπεύθυνη ενημέρωση από την ΚΕ, τα προβλήματα που υπήρχαν στο καθοδηγητικό όργανο.

Το ΚΚΕ, σε πείσμα των οπορτουνιστικών στοιχείων στα καθοδηγητικά του όργανα εκείνης της περιόδου κρίσης, σε πείσμα του ιμπεριαλιστικού παράγοντα, ενάντια στο διεθνές οπορτουνιστικό ρεύμα, μπόρεσε τελικά να σταθεί όρθιο, κατακτώντας σταθερά την επαναστατική του συγκρότηση. Αυτό το γεγονός έχει μεγάλη ιστορική σημασία, σημαδεύει ολόκληρη την 90χρονη πορεία του, αποτέλεσε την αφετηρία για το νέο ξεκίνημα του ΚΚΕ, για την επαναστατική του ανανέωση, την αύξηση της συμβολής του στο δύσκολο έργο της επαναστατικής ενότητας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

Η κατάσταση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, η γενικότερη πολιτική κατάσταση θα ήταν χειρότερη, αν στα χρόνια 1989-1991 είχαν υλοποιηθεί οι σχεδιασμοί για την εξαφάνιση ή μετάλλαξη του ΚΚΕ. Αντίθετα, η ύπαρξη και η πάλη του όλα αυτά τα χρόνια αναγνωρίζονται από πλατιές λαϊκές δυνάμεις, οδήγησαν στην αύξηση της πολιτικής επιρροής του, αποτελούν φως ελπίδας και δείχνουν το δρόμο που συμφέρει το λαό, ενάντια στα μονοπώλια και τα κόμματα που υπηρετούν τα συμφέροντα και την εξουσία τους.

Το ΚΚΕ μπόρεσε να σταθεί όρθιο, επειδή έμεινε πιστό στον μαρξισμό - λενινισμό, επειδή έχει βαθιές ρίζες στην εργατική τάξη, μεγάλη εμπειρία σκληρών ταξικών αγώνων κάθε μορφής, εμπειρία στη διαπάλη με οπορτουνιστικά ρεύματα που επιχείρησαν και στο παρελθόν να το διαλύσουν.

Οι συνθήκες που δρα το ΚΚΕ μετά το 1991 είναι πρωτοφανείς στην πολυκύμαντη 90χρονη ιστορία του. Αυτό καθορίζει και τις εξίσου πρωτόγνωρες δυσκολίες της πάλης του ΚΚΕ, που ξετυλίγεται κόντρα στο σεισμό από τις διεθνείς αντεπαναστατικές ανατροπές. Απαιτούν μια νέα, καθημερινή αυτοθυσία, διαφορετική άλλων εποχών, εξαιτίας της αντεπανάστασης και της βαθιάς κρίσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Είναι τελείως διαφορετικός ο αγώνας - ακόμα και με επιμέρους ήττες ή οπισθοχωρήσεις - που ξετυλίχτηκε όμως σε συνθήκες ανόδου και νικών του κομμουνιστικού κινήματος, από τον αγώνα που ξετυλίγεται σήμερα, σε συνθήκες που το κομμουνιστικό όραμα έχει δεχτεί σοβαρό πλήγμα.

Το μέγιστο δίδαγμα αυτών και των προηγούμενων χρόνων είναι η ανάγκη να υπάρχει ισχυρό ΚΚΕ παντού, πρώτα απ' όλα σε κάθε χώρο δουλειάς της εργατικής τάξης, μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Η αναγκαιότητα να υπάρχει το ΚΚΕ και να δρα με αυτοτέλεια δεν μπορεί να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να παραγνωρίζεται, στο όνομα της σημασίας άλλων παραγόντων. Για παράδειγμα, η διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων το 1958, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι νόμιμες δυνατότητες που είχε η ΕΔΑ, όταν το ΚΚΕ δρούσε στην παρανομία και διωκόταν, αποτέλεσε θεμελιακό λάθος δεξιού οπορτουνιστικού χαρακτήρα. Και αυτό, επειδή άφησε ακέφαλη την εργατική τάξη και παραχωρούσε την καθοδήγησή της σε ένα μη επαναστατικό κόμμα, όπως ήταν η ΕΔΑ.

Οι προσπάθειες του ταξικού εχθρού και του οπορτουνιστικού παράγοντα, να εξαφανίσουν ή να ευνουχίσουν ιδεολογικά το ΚΚΕ, δε θα σταματήσουν. Οι συνεχείς επιθέσεις τους κατά του Κόμματος, ότι είναι δογματικό, προσκολλημένο στο παρελθόν, σεχταριστικό και απομονωμένο, σε αυτό αποσκοπούν: Να μετατρέψουν το ΚΚΕ σε ένα κόμμα ακίνδυνο για το κεφάλαιο και την εξουσία του.

Η ανανέωση του ΚΚΕ, όπως και κάθε Κομμουνιστικού Κόμματος, δε γίνεται με την απόρριψη εκείνων των γνωρισμάτων που συγκροτούν ένα επαναστατικό κόμμα. Η αληθινή ανανέωση ταυτίζεται με την ικανότητα του Κόμματος να διορθώνει τα λάθη του, για να ανταποκρίνεται καλύτερα στα καθήκοντα της ταξικής πάλης.

Αυτά απέδειξε και η πείρα της πορείας πολλών Κομμουνιστικών Κομμάτων στην Ευρώπη και αλλού. Η επί δεκαετίες πολυδιαφημιζόμενη ανανέωσή τους, που εκφράστηκε με το πέταγμα στο «ανάθεμα» κάθε στοιχείου της φυσιογνωμίας που θύμιζε Κομμουνιστικό Κόμμα, οδήγησε και στο σακάτεμα του εργατικού κινήματος και στην αλλαγή της ταξικής βάσης τους.

Το ΚΚΕ επέμεινε και επιμένει ότι οι αντεπαναστατικές ανατροπές των χρόνων 1989 - 1991 δεν ακυρώνουν το χαρακτήρα της εποχής μας ως εποχής περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Η ιστορική εξέλιξη έχει απορρίψει τον ισχυρισμό ότι ήταν ουτοπικός ο χαρακτήρας του σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού εγχειρήματος. Κανένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεν εδραιώθηκε μια κι έξω στην ιστορία της ανθρωπότητας, ούτε ο καπιταλισμός στη διαπάλη με τη φεουδαρχία.

Η αναγκαιότητα και η επικαιρότητα του σοσιαλισμού αναδεικνύονται μέσα από τις αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Τις γεννά ο καπιταλισμός, που ενώ έχει κοινωνικοποιήσει την εργασία και την παραγωγή σε πρωτοφανή κλίμακα, τα προϊόντα της κοινωνικά οργανωμένης εργασίας αποτελούν ατομική, καπιταλιστική ιδιοκτησία.

Αυτή η αντίφαση μπορεί να επιλυθεί μόνο αν αντιστοιχηθούν οι σχέσεις παραγωγής με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αν κοινωνικοποιηθούν τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, αν υπάρξει σχεδιασμένη χρησιμοποίησή τους από τη σοσιαλιστική εξουσία σε όφελος των παραγωγών του κοινωνικού πλούτου.

Το ΚΚΕ επιχείρησε τη διερεύνηση των αιτιών της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, μαζί και τη μελέτη της πορείας οικοδόμησης του σοσιαλισμού κατά τον 20ό αιώνα, και συνεχίζει αυτή τη μελέτη. Αντλησε και αντλεί πείρα και πολύτιμα διδάγματα από τις αρνητικές εξελίξεις και τα λάθη, αλλά και από την προσφορά στους λαούς του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε. Η πρώτη διερεύνηση των αιτιών νίκης της αντεπανάστασης πραγματοποιήθηκε με εσωκομματική και δημόσια συζήτηση που ολοκληρώθηκε με το ντοκουμέντο της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης (1995) «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη - Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού». Η διερεύνηση συνεχίζεται και αποτυπώνεται σε κείμενο της ΚΕ. Παίρνεται υπόψη και ο προβληματισμός που αναπτύσσεται διεθνώς από μαρξιστές επιστήμονες και ερευνητές, ενώ ανταλλάσσονται απόψεις και με Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα άλλων χωρών.

Η ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος αποτελεί αντεπανάσταση, γιατί έφερε την κοινωνική οπισθοδρόμηση με την παλινόρθωση του καπιταλισμού σε αυτές τις χώρες. Σε διεθνές επίπεδο διευκολύνθηκε το πέρασμα της στρατηγικής του ιμπεριαλισμού, των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που είχαν αρχίσει από τη δεκαετία του 1970.

Αποτελεί θεμελιακό ζήτημα η αναγνώριση ότι σε αυτές τις χώρες βρισκόταν σε εξέλιξη η σοσιαλιστική οικοδόμηση, με τις αδυναμίες, τα λάθη και τις παρεκκλίσεις της.

Το ΚΚΕ απορρίπτει τον όρο «κατάρρευση» του σοσιαλιστικού συστήματος, επειδή με τον όρο αυτό αποκρύπτεται ότι η αντεπαναστατική διαδικασία έχει το έδαφός της στην όξυνση της ταξικής πάλης που διεξάγεται για την εδραίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας. Πάλη που διεξάγεται εναντίον των επιβιώσεων και αναβιώσεων του καπιταλιστικού παρελθόντος στο εσωτερικό και σε σχέση με το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Το κυριότερο: Ο όρος «κατάρρευση» αποκρύβει την οπορτουνιστική διολίσθηση και τη σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη της πλειοψηφίας των ηγεσιών των ΚΚ εξουσίας, πρωταρχικά του ΚΚΣΕ.

Το γεγονός ότι η ανατροπή καθοδηγήθηκε από μερίδα ή και ολόκληρες τις κομματικές και κρατικές ηγεσίες δείχνει αυτό που επιβεβαιώνει όλη η ιστορία του εργατικού κινήματος: Ο οπορτουνισμός στην εξέλιξή του, ιδιαίτερα σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης, ολοκληρώνεται σε αντεπαναστατική δύναμη.

Η περικύκλωση του σοσιαλιστικού συστήματος από τον ιμπεριαλισμό αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα ενίσχυσης των εσωτερικών προβλημάτων και αντιθέσεων. Οδήγησε σε αποφάσεις που δυσκόλεψαν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Στις αναλύσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος δεν εκτιμήθηκε ανάλογα η ευέλικτη τακτική του καπιταλισμού. Οι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών δεν αναλύθηκαν αντικειμενικά, ενώ επιλέχθηκε και η πολιτική συνεργασίας - και κυβερνητικής - σειράς Κομμουνιστικών Κομμάτων με τη σοσιαλδημοκρατία στη βάση της στρατηγικής των «αντιμονοπωλιακών κυβερνήσεων». Η ιστορική πείρα της στρατηγικής αυτής, έστω και αρνητικά, απέδειξε ότι ενδιάμεση εξουσία δεν μπορεί να υπάρξει, ότι ως προς τον χαρακτήρα της η εξουσία ή θα είναι αστική ή θα είναι εργατική.

Παράλληλα, βάθυνε η κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, που εκδηλώθηκε αρχικά με την πλήρη διακοπή των σχέσεων ανάμεσα στο ΚΚΣΕ και στα ΚΚ Κίνας και Αλβανίας. Στη συνέχεια, οι δυσκολίες μεγάλωσαν με τη μορφοποίηση του δεξιού οπορτουνισμού στο κομμουνιστικό κίνημα της Δυτικής Ευρώπης, στο ρεύμα του λεγόμενου ευρωκομμουνισμού, που ανοιχτά συνέκλινε με τη σοσιαλδημοκρατία και που άσκησε σοβαρή επίδραση και στα ΚΚ των πρώην σοσιαλιστικών χωρών.

Η αλληλεπίδραση τότε του οπορτουνισμού μεταξύ των Κομμουνιστικών Κομμάτων των καπιταλιστικών κρατών και των Κομμουνιστικών Κομμάτων εξουσίας ενισχύθηκε σε συνθήκες απειλών για ένα πυρηνικό πλήγμα εναντίον των σοσιαλιστικών κρατών.

Στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά το 1991, το ΚΚΕ προχώρησε στην ανασυγκρότησή του, κατέβαλε έντονες προσπάθειες για την κατάκτηση των επαναστατικών χαρακτηριστικών που πρέπει να συγκροτούν και να διακρίνουν ένα κομμουνιστικό κόμμα, για το ξεπέρασμα αρνητικών καταστάσεων που είχε διαμορφώσει η εσωκομματική διαπάλη.

Το 14ο Συνέδριο (1991) του ΚΚΕ επιχείρησε να συνοψίσει βασικά συμπεράσματα από την κρίση και να χαράξει τη γενική πολιτική γραμμή του, τη γραμμή της αντιιμπεριαλιστικής πάλης.

Στο διάστημα που ακολούθησε το ΚΚΕ επεξεργάστηκε τις θέσεις του για την ΕΕ, πραγματοποιώντας Πανελλαδική Συνδιάσκεψη (1993), που ψήφισε σχετικά ντοκουμέντα.

Οι αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης για την ΕΕ επιβεβαιώθηκαν πλήρως. Η ΕΕ είναι διακρατική ένωση του κεφαλαίου, ιμπεριαλιστικός πόλος, εχθρός της εργατικής τάξης των χωρών - μελών της, των λαών της Ευρώπης και γενικότερα. Η πάλη του ΚΚΕ κατά της ΕΕ, για την έξοδο της Ελλάδας από αυτή, είναι άμεσα συναρτημένη με την πάλη για τη λαϊκή εξουσία και το στόχο για Ευρώπη της ειρήνης και του σοσιαλισμού. Στη βάση αυτή το ΚΚΕ καταψήφισε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση, που υπερψήφισαν η τότε κυβέρνηση της ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο Συνασπισμός.

Η γενική πολιτική γραμμή που χάραξε το 14ο Συνέδριο επέβαλλε την αποχώρηση των εκπροσώπων του ΚΚΕ από την Οικονομική Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) της ΕΕ, καθώς και από την ΟΚΕ στην Ελλάδα. Ηταν γραμμή αντίθεσης με την «κοινωνική συναίνεση», καταγγελίας και πάλης εναντίον της.

Παράλληλα, το ΚΚΕ ανέλυσε την κατάσταση στα Βαλκάνια, επισήμανε τους υπεύθυνους της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, το ρόλο σε αυτήν των ΗΠΑ, της Γερμανίας και άλλων κρατών της ΕΕ.

Το ΚΚΕ ήταν το μόνο κόμμα που τάχθηκε κατά των εθνικιστικών συλλαλητηρίων για το όνομα της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (FYROM) και απείχε από αυτά, κόντρα στο ρεύμα, υπογραμμίζοντας ότι η φωτιά που άναψε στα Βαλκάνια είναι το αποτέλεσμα των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για τις σφαίρες επιρροής. Στάθηκε πολέμιο στη ΝΑΤΟική επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας με πρόσχημα την «εθνοκάθαρση», στην αλλαγή συνόρων και στη δημιουργία κρατών - προτεκτοράτων του αμερικανικού και ευρωενωσιακού ιμπεριαλισμού.

Το ΚΚΕ αντιτάχθηκε στην ιμπεριαλιστική επίθεση που γίνεται με πρόσχημα την τρομοκρατία, στο λεγόμενο σχέδιο «εκδημοκρατισμού της Μέσης Ανατολής», στο «νέο ρόλο του ΝΑΤΟ». Αντιτάχθηκε στους πολέμους κατά του Αφγανιστάν και του Ιράκ.

Το ΚΚΕ κατήγγειλε την οπορτουνιστική υπεκφυγή «είμαστε κατά του πολέμου και κατά της τρομοκρατίας», αποκάλυψε τον ιμπεριαλισμό ως τρομοκράτη των λαών. Πάλεψε να οργανωθεί ενιαία η αντιπολεμική λαϊκή δράση κατά της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων. Δεν επέλεξε την ΕΕ ως «αντίπαλο δέος» προς τις ΗΠΑ, αλλά υπογράμμισε την αιτία των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, δηλαδή τη διαπάλη για το μοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής, ιδιαίτερα για τις πηγές και τους δρόμους ενέργειας, για την κυριαρχία. Ταυτόχρονα, επισήμανε την κοινή ενιαία επίθεση των ιμπεριαλιστικών κρατών κατά των λαών, σε όλες τις σφαίρες της ζωής των εργαζομένων.

Η διαμόρφωση της στρατηγικής του ΚΚΕ, στις συνθήκες της δεκαετίας του 1990, πήρε υπόψη τις συσσωρευμένες εξελίξεις στην ελληνική κοινωνία και διεθνώς, όλη τη σχετική εμπειρία του Κόμματός μας, θετική και αρνητική, σε συνδυασμό με την εμπειρία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, που έτσι ή αλλιώς επιδρούσε στη χάραξη της πολιτικής γραμμής του ΚΚΕ.

Το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1996), με κεντρικό του σύνθημα «ΜΕΤΩΠΟ ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ, ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ», εκτίμησε ότι και στην Ελλάδα οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό είναι ώριμες, αποτελούν την απάντηση στο ερώτημα, τι συμφέρει την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία στρώματα της αγροτιάς, τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικροεπαγγελματίες. Προβάλλουν την ανάγκη του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, αφού «ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός (ΚΜΚ) αποτελεί νέο βήμα στην ωρίμανση των προϋποθέσεων, πρόθυρο ιστορικής κλίμακας χωρίς άλλο ενδιάμεσο σκαλοπάτι για το σοσιαλισμό». Οι παραπάνω τοποθετήσεις ξεκινούν και από τη θέση ότι ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ανισόμετρα, ότι είναι δυνατό να ωριμάσει πιο γρήγορα μια γενικευμένη οικονομική και πολιτική κρίση, επαναστατική κατάσταση σε μία χώρα και να τεθεί στην ημερήσια διάταξη η επαναστατική δράση για την πλήρη σύγκρουση και ανατροπή της αστικής τάξης.

Η στρατηγική που διαμόρφωσε το 15ο Συνέδριο απέρριψε τη θεωρία των σταδίων, ενώ καθόρισε ως σοσιαλιστικό τον χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα, αναδείχνοντας ως κριτήριο εκείνο που είναι αντικειμενικά αναγκαίο και όχι το συσχετισμό των δυνάμεων. Σε αυτή τη βάση το 15ο Συνέδριο ανέλυσε την όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας, γύρω από την οποία αναπτύσσεται και η αντίθεση ανάμεσα στα μονοπώλια και τα λαϊκά στρώματα.

Το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ εκτίμησε την Ελλάδα ως χώρα με ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση στο παγκόσμιο σύστημα του ιμπεριαλισμού. Αντιμετώπισε το πλέγμα των στρατιωτικών, οικονομικών και πολιτικών εξαρτήσεών της, διαφορετικής βαθμίδας στην ιστορική εξέλιξή της, ως ζήτημα που σχετίζεται με τη θέση της στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, με το συσχετισμό μέσα στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, την όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων αλλά και των ενδοϊμπεριαλιστικών. Επομένως, η κατάργηση των ιμπεριαλιστικών εξαρτήσεων συνδέεται με την πάλη για την εκ βάθρων ανατροπή του ίδιου του κοινωνικοοικονομικού συστήματος στην Ελλάδα.

Το 15ο Συνέδριο εκτίμησε την ύπαρξη δυο δρόμων για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας:

«€ Ο δρόμος, που υπηρετεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών, των καπιταλιστών, σε βάρος του λαού, ο δρόμος της προσαρμογής και υποταγής στις αντεργατικές αντιλαϊκές επιλογές της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ.

€ Ο δρόμος της συγκρότησης του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, που μπορεί να δώσει προοπτική για την εργατική τάξη, τα μικρομεσαία λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου και τη νεολαία.

Δεν υπάρχει υπερταξικός ή τρίτος δρόμος. `Η θα υπηρετεί τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, το καπιταλιστικό σύστημα, ή θα υπηρετεί το λαό και θα έχει προοπτική το σοσιαλισμό.

[...] Κινητήριες δυνάμεις της σοσιαλιστικής επανάστασης θα είναι η εργατική τάξη ως ηγετική δύναμη, οι μισοπρολετάριοι, η φτωχή αγροτιά και τα πιο καταπιεσμένα λαϊκά μικροαστικά στρώματα της πόλης [...] Αναδείχνεται πιο επιτακτικά η ανάγκη, το ΚΚΕ με την πολιτική του να συμβάλλει στη διαμόρφωση και ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα για τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή δημοκρατική γραμμή πάλης συμβάλλει στη συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, στην αντίσταση και υπεράσπιση των συμφερόντων του από την επιθετικότητα του μεγάλου κεφαλαίου. Είναι ο δρόμος που βοηθά να αλλάξει ο συσχετισμός των δυνάμεων, να γίνει η προσέγγιση και, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να πραγματοποιηθεί το πέρασμα στο σοσιαλισμό [...] Περικλείει από τη φύση του ρήξεις, οι οποίες υπονομεύουν τα θεμέλια της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Δημιουργεί προϋποθέσεις για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της».

Το 15ο Συνέδριο υπογράμμισε ότι η πάλη του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πρέπει να προετοιμάζει το λαό να αξιοποιεί όλες τις μορφές πάλης, ανάλογα με τις εξελίξεις, να τις εναλλάσσει έγκαιρα, για να αντιμετωπίσει την αντίδραση της ελληνικής αστικής τάξης και τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, για να εγκαθιδρύσει και να στερεώσει το επαναστατικό εργατικό κράτος.

Το 15ο Συνέδριο, όπως και το 14ο, καθόρισε ως κύριο στην πολιτική συμμαχιών του ΚΚΕ το στερέωμα και το ρίζωμά τους στο κοινωνικό επίπεδο. Δίχως αυτό, οι όποιες συμμαχίες πραγματοποιηθούν με άλλες πολιτικές δυνάμεις δε θα έχουν γερή βάση, θα είναι αδύναμες να αντιμετωπίσουν την επίθεση εναντίον τους.

Στο Πρόγραμμα που ψήφισε το 15ο Συνέδριο επιβεβαιώνεται η επιστημονικά θεμελιωμένη αρχή του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης στην κοινωνική πρόοδο, στην αντικειμενική θέση και αποστολή της για την απελευθέρωση του ανθρώπου από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, ως η δύναμη που μπορεί να συσπειρώσει υπό την ηγεσία της τα καταπιεζόμενα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.

Στη θέση για τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης συνοψίστηκε η ιδεολογική πάλη με τον σύγχρονο αναθεωρητισμό. Εδώ και πολλές δεκαετίες η αντίληψη του δεξιού οπορτουνισμού εκφράστηκε με τη θέση ότι η εργατική τάξη συρρικνώνεται εξαιτίας της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης. Αυτή η θέση δεν αποδεχόταν τη σχέση προς τα μέσα παραγωγής ως κριτήριο για την κατάταξη του εργαζόμενου στην εργατική τάξη, αλλά απέρριπτε την ταξική θέση του ως προλετάριου, με το διαχωρισμό σε ειδικευμένο και ανειδίκευτο εργάτη, σε επιστημονικά και τεχνολογικά ειδικευμένο μισθωτό, παρότι δε συμμετείχε στη διεύθυνση της παραγωγής. Ακόμα, με το διαχωρισμό των παλιών από τους νέους κλάδους παραγωγής, με τον τύπο (φανερές ή αφανείς) των εκμεταλλευτικών σχέσεων μισθωτής εργασίας.

Το 16ο Συνέδριο του ΚΚΕ (2001), στηριγμένο στο Πρόγραμμα που ψήφισε το 15ο Συνέδριο, προχώρησε σε πιο αναλυτική επεξεργασία της πολιτικής πρότασης του ΚΚΕ για το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο (ΑΑΔΜ). Το μήνυμα του 16ου Συνεδρίου είναι ότι δεν υπάρχουν αδιέξοδα στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Υπάρχει λύση. Είναι ο δρόμος του ΑΑΔΜ, δηλαδή της συγκέντρωσης δυνάμεων στην πάλη για τη Λαϊκή Εξουσία και τη Λαϊκή Οικονομία.

Το ΚΚΕ διακήρυξε ότι με τη γενική έννοια «λαϊκή εξουσία» δίνεται η δυνατότητα να στεγαστούν σε κοινό μέτωπο πάλης ενάντια στα μονοπώλια, στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, ενάντια σε διαφορετικά και εναλλακτικά αστικά κυβερνητικά σχήματα στην Ελλάδα, δυνάμεις που δεν ταυτίζονται ιδεολογικά και στρατηγικά με το ΚΚΕ. Αντικειμενική βάση της συμμαχίας ήταν και είναι οι λαϊκές ανάγκες, σε αντίθεση με τα συμφέροντα των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων, της εξουσίας σε εθνοκρατικό επίπεδο. Κανένα βήμα δεν μπορεί να γίνει προς όφελος των εργαζομένων όσο κυριαρχεί το μονοπωλιακό κεφάλαιο, όσο η Ελλάδα είναι εγκλωβισμένη στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις.

Η απόφαση του 16ου Συνεδρίου προσδιορίζει ότι: «Για τη συγκρότηση του ΑΑΔΜ δεν αρκεί η κοινή δράση που βασίζεται σε κοινές ή παραπλήσιες αντιλήψεις για μεγάλα και επίκαιρα προβλήματα, η γραμμή άμυνας στην επίθεση που δέχεται ολομέτωπα ο λαός μας. Απαιτείται να υπάρχει και ένα επίπεδο συμφωνίας στη γενική γραμμή κατεύθυνσης για τη λύση των προβλημάτων, που θα εκφράζεται στο προγραμματικό πλαίσιο για τη Λαϊκή Οικονομία και τη Λαϊκή Εξουσία».

Το ΚΚΕ, παλεύοντας για την οικοδόμηση του Μετώπου, διατηρεί την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική του αυτοτέλεια, κάτι που αναγνωρίζει και στους συμμάχους. Η στρατηγική αυτοτέλεια του ΚΚΕ εκφράζεται και στην άποψή του ότι η λαϊκή εξουσία είναι η σοσιαλιστική, στην άποψή του για τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες το ΑΑΔΜ μπορεί να πάρει χαρακτηριστικά επαναστατικού μετώπου. Το Συνέδριο επίσης προσδιόρισε τον κοινωνικό, κινηματικό χαρακτήρα της διαδικασίας συγκρότησης του Μετώπου.

Βασικό ζήτημα που απασχόλησε το 16ο Συνέδριο ήταν η ισχυροποίηση του ΚΚΕ, σε άμεσο συνδυασμό με την ανάγκη να κατανοηθεί και υλοποιηθεί στην καθημερινή δράση του Κόμματος η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην τακτική και τη στρατηγική του, στη βάση της προβολής και διεκδίκησης των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων.

Το 16ο Συνέδριο προσδιόρισε το συγκεκριμένο περιεχόμενο της καθοδηγητικής δουλειάς του ΚΚΕ, από την ΚΕ μέχρι τις ΚΟΒ, στην κατάκτηση ενιαίας αντίληψης στην πολιτική των κοινωνικών συμμαχιών, καθημερινή δράση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, ενάντια στις στρατηγικές επιλογές, τη συμβιβαστική τακτική των πλειοψηφιών των κεντρικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, του κυβερνητικού - εργοδοτικού συνδικαλισμού, καθώς και στο αγροτικό και στο κίνημα των αυτοαπασχολούμενων και επαγγελματοβιοτεχνών.

Δίνοντας έμφαση στην πολιτική των συμμαχιών, το 16ο Συνέδριο απέρριψε ως αντίθετες με την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ τις απόψεις που έκαναν λόγο για τη λαϊκή ενότητα «με βάση το πρόβλημα του κάθε χώρου». Χαρακτήρισε αυτή την αντίληψη προπέτασμα καπνού για να κρυφτούν οι απόψεις διαχείρισης του συστήματος, απόψεις συγγενείς ή ταυτισμένες με την πολιτική των κεντροαριστερών κυβερνήσεων. Ανοιξε μέτωπο με την οπορτουνιστική πολεμική στο Κόμμα ότι δήθεν, χάριν της σοσιαλιστικής επανάστασης, παραιτείται από τον αγώνα για τα καθημερινά προβλήματα του λαού.

Υπογράμμισε ότι σε μια περίοδο ολομέτωπης και ισχυρής καπιταλιστικής επιθετικότητας, «οι αγώνες δε θα δώσουν λύση, αν η λαϊκή πάλη δεν προσανατολίζεται σε μια ισχυρή κοινωνικοπολιτική συμμαχία, με κατεύθυνση ριζικών αλλαγών στο επίπεδο της εξουσίας», της λαϊκής εξουσίας, που στην αντίληψη του ΚΚΕ είναι η σοσιαλιστική. Αυτή θα κοινωνικοποιήσει τις πηγές του πλούτου, τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, που θα τα βάλει στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών μέσω του κεντρικού πανεθνικού σχεδιασμού διεύθυνσης της οικονομίας. Δίπλα στον κοινωνικοποιημένο τομέα της λαϊκής οικονομίας θα λειτουργούν ο αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμός και η μικρή εμπορευματική παραγωγή, εκφράζοντας τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τη φτωχή αγροτιά και τα μικροαστικά στρώματα.

Στη βάση αυτή προσδιόρισε τα βασικά μέτωπα πάλης κατά των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, τονίζοντας ιδιαίτερα την ανάγκη συσπείρωσης πολλών νέων δυνάμεων (σωματείων, ομοσπονδιών, εργατικών κέντρων, επιτροπών) στο Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο (ΠΑΜΕ).

Το ΠΑΜΕ αποτελεί τη μεγαλύτερη κατάκτηση του ταξικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος των τελευταίων δεκαετιών. Η δημιουργία του διαμόρφωσε μια νέα κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Εκανε διακριτή την παρουσία και δράση του αγωνιστικού πόλου που αντιπαλεύει την πολιτική του κεφαλαίου, των ηγεσιών της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, που ακολουθούν τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας. Το ΚΚΕ στηρίζει τη δράση του ΠΑΜΕ που έχει στόχο του την ανασυγκρότηση ολόκληρου του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στη γραμμή της ταξικής πάλης, μέσα από την ανατροπή υπέρ της εργατικής τάξης του αρνητικού σήμερα συσχετισμού των δυνάμεων και για την ανατροπή της αντεργατικής - αντιλαϊκής πολιτικής.

Ως βασικό προσδιόρισε και το μέτωπο κατά του νέου δόγματος του ΝΑΤΟ, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, των πυρηνικών όπλων, των δυνάμεων ταχείας επέμβασης.

Ακόμα, έδωσε έμφαση στη συσπείρωση δυνάμεων ενάντια στην κρατική και εργοδοτική βία και καταστολή, καθώς και στην κινητοποίηση των προοδευτικών δημιουργών της τέχνης και του πολιτισμού, σε αντιπαράθεση με τα φαινόμενα σήψης και διαφθοράς, τη μοιρολατρία και την ηττοπάθεια.

Το 17ο Συνέδριο (2005) είχε κύριο θέμα του την ισχυροποίηση του ΚΚΕ, ως θεμελιακό στοιχείο της ανάπτυξης του εργατικού - λαϊκού κινήματος, που βρίσκεται αντιμέτωπο με «ένα νέο τυφώνα αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων και αναδιαρθρώσεων». Κεντρικό σύνθημα του Συνεδρίου ήταν να ανέβει το κόμμα στο ύψος των καθηκόντων που ορίζει η ταξική πάλη.

«Η ισχυροποίηση του ΚΚΕ έχει πολλές πτυχές, δείκτες, ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί γενικά και αφηρημένα, αλλά παίρνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες και τις αντικειμενικές δυσκολίες που έχουν. Παίρνοντας υπόψη και τη συγκεκριμένη φάση που βρίσκεται το εργατικό κίνημα, το γενικότερο λαϊκό κίνημα, που βρίσκεται η πολιτική συμμαχιών. Η ισχυροποίηση του Κόμματος επηρεάζεται επίσης και από τις διεθνείς εξελίξεις και τους συσχετισμούς, από το επίπεδο και τη στάθμη του παγκόσμιου εργατικού και γενικότερα αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Οσο εξαρτάται από εμάς, πρέπει να βελτιώσουμε τις υποκειμενικές μας δυνατότητες, ικανότητες, να ανεβάσουμε την αποτελεσματικότητά μας. Εχουμε υποχρέωση να συμβάλουμε στην ανάπτυξη και όξυνση της ταξικής πάλης, στη διαμόρφωση ενός ισχυρού, λαϊκού πλειοψηφικού ρεύματος που αντιπαλεύει τα μονοπώλια, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Είμαστε υποχρεωμένοι να φέρουμε τη δράση μας σε αντιστοιχία με την εκτίμηση για το χαρακτήρα της εποχής, ως εποχής περάσματος στο σοσιαλισμό».

Η ΚΕ έβλεπε πρώτα απ' όλα τις δικές της ευθύνες και ανεπάρκειες σε σχέση με τα παραπάνω καθήκοντα και στη συνέχεια των παρακάτω καθοδηγητικών οργάνων. Επισήμαινε ως κεντρικό ζήτημα το ότι δεν είχε ακόμα κατακτηθεί στον απαιτούμενο βαθμό ενιαία αντίληψη για τη στρατηγική του ΚΚΕ, δεν είχε κατανοηθεί σε βάθος ο χαρακτήρας του Μετώπου, έτσι ώστε να διαποτίζεται με αυτά η καθημερινή δουλειά του Κόμματος, να κατανοείται πιο ουσιαστικά ότι ο αγώνας για το σοσιαλισμό επηρεάζει και καθορίζει την καθημερινή δράση του Κόμματος.

Το 17ο Συνέδριο στάθηκε έντονα στο πρόβλημα προώθησης της στρατηγικής του ΚΚΕ, υπογραμμίζοντας ότι δεν αρκεί η συμφωνία των κομματικών μελών με αυτήν. Χρειάζεται και η δράση να διαφοροποιεί συνειδήσεις στη γενική γραμμή της πάλης κατά των μονοπωλίων, των ιμπεριαλιστικών ενώσεων. «Η πολιτική μας πρόταση, ως πρόταση δράσης, μπορεί να βοηθήσει να μεταπλαστεί το ρεύμα διαμαρτυρίας και η αμφισβήτηση που υπάρχει σε ώριμη πολιτική συνείδηση. Η πολιτικοποίηση είναι αναπόσπαστα δεμένη με το πρόβλημα "ανάπτυξη από ποιον για ποιον". Αρα, συνδέεται άμεσα με τη διεκδίκηση αλλαγής στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας».

Επισήμανε την ανάγκη να αναπτυχθεί ισχυρό ιδεολογικό μέτωπο κατά των αστικών θεωριών, των σύγχρονων ιδεολογημάτων του ιμπεριαλισμού, των ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων που οδηγούν στην ενσωμάτωση, στην αμυντική αναδίπλωση, στην υποχώρηση του κινήματος. Επέμεινε στη δουλειά για την ανάπτυξη εργατικών στελεχών με μαρξιστική κατάρτιση.

Παράλληλα, υπογραμμίζοντας τη θέση του Προγράμματος του ΚΚΕ για το τελευταίο στάδιο, στο οποίο βρίσκεται ο καπιταλισμός στην Ελλάδα, προσδιόρισε πιο εξειδικευμένα: «Ενισχύθηκαν τα βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού, όπως: Η εξαγωγή κεφαλαίων στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά. Η συμμετοχή στο σχεδιασμό και προώθηση αντεργατικών και αντιλαϊκών κατευθύνσεων και μέτρων βασικών ιμπεριαλιστικών κέντρων και ενώσεων, όπως είναι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ (...) Το 2003 το 65% των επιχειρηματικών κερδών συγκεντρώθηκε σε μια εικοσάδα κολοσσών που καλύπτουν όλους τους τομείς. Περίπου δώδεκα εγχώριοι μονοπωλιακοί όμιλοι ισχυροποιήθηκαν στην αντίστοιχη κλαδική ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά από την άποψη της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίων, της κερδοφορίας και του αντίστοιχου μεριδίου πωλήσεων. Η Ελλάδα κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο, το 46%, στον τραπεζικό τομέα στα Βαλκάνια, στην Τουρκία και την Κύπρο».

Ιδιαίτερη αναφορά το 17ο Συνέδριο έκανε στους νέους τρομονόμους που ψήφισε η ΕΕ, καθώς και στο χώρο του Αιγαίου, όπου επιβεβαίωσε προηγούμενη εκτίμηση της ΚΕ ότι έχουν παραχωρηθεί κυριαρχικά δικαιώματα άμυνας στο ΝΑΤΟ και την Τουρκία, μέσα από την προώθηση της νέας δομής του ΝΑΤΟ και τις αλλαγές των στρατηγείων.

Το 17ο Συνέδριο εκτίμησε τον ερχομό της Νέας Δημοκρατίας στη διακυβέρνηση ως απλή κυβερνητική εναλλαγή, αφού η πολιτική της ΝΔ δεν είχε και δεν έχει προγραμματικές διαφορές από του ΠΑΣΟΚ. Στόχος και των δύο ήταν και είναι η προώθηση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου με όρους διαμόρφωσης της ενιαίας ευρωενωσιακής αγοράς και με στρατηγικό στόχο την ισχυροποίησή της στη διεθνή καπιταλιστική αγορά. Οξυνε το ιδεολογικοπολιτικό του μέτωπο απέναντι στις οπορτουνιστικές θέσεις του Συνασπισμού για δυνατότητα υπόστασης της ΕΕ με φιλολαϊκή κατεύθυνση και άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής μέσα σε αυτήν. Αποκάλυψε τον ιδιαίτερα επικίνδυνο για τις λαϊκές μάζες αποπροσανατολισμό με «ανανεωτικά αριστερά» επιχειρήματα στήριξης του ιμπεριαλιστικού «ευρωμονόδρομου» και με τη θέση για πολιτική ένωση.

Σημείωσε, επίσης, ότι οι παραβιάσεις και οι διεκδικήσεις στο Αιγαίο από την πλευρά της Τουρκίας, όπως και η αμφισβήτηση μέρους των συνόρων, στηρίζονται από τις ΗΠΑ και την ΕΕ και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ζητήματα ενταγμένα στο φόντο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στην περιοχή, που θα οξυνθούν. «Η πάλη για τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, για την ακεραιότητα της χώρας, είναι αναπόσπαστα δεμένη με την πάλη κατά των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών στην περιοχή. Είναι πάλη κατά του πολέμου και υπέρ της ειρήνης». Τοποθετήθηκε κατά της πολιτικής των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που αναθέτουν στις Ενοπλες Δυνάμεις ρόλο συμμετοχής στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και καθήκοντα αστυνόμευσης. Επανέλαβε τη θέση του ΚΚΕ κατά του «επαγγελματικού στρατού».

Επανέλαβε προηγούμενες τοποθετήσεις για τη σημασία και τη σχέση οικονομίας - πολιτικής. Σημείωσε τον ταξικό χαρακτήρα κάθε κόμματος ως εκφραστή συγκεκριμένων συμφερόντων που υπηρετούν οι επιλογές του και που δεν είναι τυχαίες, ούτε υποκειμενικές.

Σχετικά με το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο, το 17ο Συνέδριο επιβεβαίωσε ότι το Μέτωπο δεν αποτελεί «Δούρειο Ιππο» του ΚΚΕ, προκειμένου να παραπλανήσει τις συμμαχικές δυνάμεις, ότι το ΚΚΕ δε θέτει ως όρο για τη διαμόρφωση του κοινού πλαισίου δράσης τη συμφωνία για το σοσιαλισμό, την προγραμματική του θέση, ότι δεν υποχρεώνει τους συμμάχους να υιοθετήσουν τις μορφές κατάκτησης της σοσιαλιστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, διακήρυχνε το δικαίωμα στην αυτοτελή στρατηγική γραμμή, διευκρινίζοντας ότι δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην αστική και στη σοσιαλιστική.

Επιπλέον, επισήμανε ότι σήμερα δεν υπάρχει δυνατότητα πολιτικής συμμαχίας με άλλα κόμματα. Στην πορεία, κυρίως με την προϋπόθεση της επίδρασης της ταξικής πάλης, είναι πιθανό να διαμορφωθούν πολιτικά σχήματα ριζοσπαστικής κατεύθυνσης, με τα οποία το ΚΚΕ θα μπορούσε να συμμαχήσει, γεγονός που προϋποθέτει το μαζικό απεγκλωβισμό εργατικών και λαϊκών δυνάμεων που ακολουθούν τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.

Το 17ο Συνέδριο έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην Πολιτική του Απόφαση για την ανάγκη συντονισμού και της κοινής πάλης ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα, για την ανάγκη δημιουργίας του κομμουνιστικού πόλου στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

Το ΚΚΕ έχει δώσει σκληρές μάχες με τον οπορτουνισμό. Σήμερα, αυτός ο αγώνας πρέπει να ενταθεί, γιατί συγκαταλέγεται στα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα σε παγκόσμια κλίμακα, γιατί είναι ο «Δούρειος Ιππος» που οδήγησε στην ανάπτυξη και νίκη της αντεπανάστασης.

Το Κόμμα μας έχει συγκεντρώσει πλούσια εμπειρία από τη δράση και εξέλιξη του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού», από το ρεύμα της «ανανέωσης» του κομμουνιστικού κινήματος, που συνιστά αναπαλαίωση σοσιαλδημοκρατικών αρχών και πραχτικών, από τη γραμμή της «ενότητας της αριστεράς» για την κατάκτηση μιας «αριστερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας», που αποτελεί έκφραση μιας πολιτικής διαχείρισης του συστήματος.

Ο οπορτουνισμός έχει αντικειμενική βάση. Τον γεννούν και τον αναπαράγουν μικροαστικά στρώματα, που καταστρέφονται και μπαίνουν στις γραμμές της εργατικής τάξης, νέα μισθωτά τμήματα επιστημόνων, καθώς και οι μεγάλες διαστάσεις που έχει προσλάβει η «εργατική αριστοκρατία», χάρη σε μέρος από τα υπερκέρδη που το κεφάλαιο μοιράζει για να εξαγοράζει ένα στρώμα εργατικών λαϊκών δυνάμεων στο συνδικαλιστικό κίνημα και την Τοπική Διοίκηση. Τα διάφορα προγράμματα της ΕΕ συμβάλλουν σε αυτήν την επιδίωξη. Επιπλέον, στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού ωθεί και η αδυναμία αγωνιστικών δυνάμεων να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης.

Σήμερα, ο οπορτουνισμός βοηθιέται περισσότερο από τον αρνητικό διεθνή συσχετισμό των δυνάμεων, από τις νέες δυσκολίες που διαμορφώνει στη ζωή των εργαζομένων η ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου και των κομμάτων του.

Για την αντιμετώπιση του οπορτουνισμού χρειάζεται, παράλληλα με το ισχυρό ιδεολογικό μέτωπο, και η ουσιαστική πολιτικοποίηση των αγώνων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχει υπερταξικός ή τρίτος δρόμος ανάπτυξης. `Η θα υπηρετεί τον ιμπεριαλισμό, δηλαδή τη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος, ή θα υπηρετεί το λαό.

Η ταξική και λαϊκή πάλη είναι αναγκαιότητα που επιβάλλεται από την ίδια την καθημερινότητα, την όξυνση μεγάλων λαϊκών προβλημάτων: Δικαίωμα στην Παιδεία - επαγγελματική εξασφάλιση, προστασία της υγείας στον τόπο κατοικίας, εργασίας, εκπαίδευσης, αντιπυρική, αντιπλημμυρική, αντισεισμική προστασία, κοινωνική φροντίδα για την οικογένεια, τα παιδιά και τα άτομα της τρίτης ηλικίας, λαϊκή κατοικία και άλλα. Αποτελέσματα άμεσα και κυρίως προοπτικής μπορεί να δώσει μόνο η πολιτικοποιημένη πάλη, με αιτήματα που συγκρούονται με τη στρατηγική του κεφαλαίου, διεκδικούν τον παραγόμενο πλούτο σε όφελος των άμεσων παραγωγών του και ταυτόχρονα προετοιμάζουν τον υποκειμενικό παράγοντα για την κατάκτηση της εξουσίας. Τέτοιοι αγώνες μπορούν να διαμορφώνουν συσχετισμούς δυνάμεων υπέρ της εργατικής τάξης και των δυνάμει συμμάχων της, των λαϊκών στρωμάτων.

Από τα κορυφαία καθήκοντα του κομμουνιστικού ιδεολογικού μετώπου είναι να αποκατασταθεί στη συνείδηση των εργαζομένων η αλήθεια για το σοσιαλισμό του 20ού αιώνα, χωρίς εξιδανικεύσεις, αντικειμενικά και απαλλαγμένη από τις συκοφαντίες της αστικής τάξης. Η υπεράσπιση των νομοτελειών του σοσιαλισμού και ταυτόχρονα η υπεράσπιση της προσφοράς του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα απαντούν στις οπορτουνιστικές θεωρίες περί «μοντέλων» του σοσιαλισμού προσαρμοσμένων στις «εθνικές» ιδιομορφίες, αλλά και στην ηττοπαθή λαθολογία. Η υπεράσπιση αυτής της προσφοράς αποτελεί για το ΚΚΕ κριτήριο στις σχέσεις με άλλα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα, για τη συγκρότηση του κομμουνιστικού πόλου στο διεθνές κίνημα.

Η συκοφαντία και η αντικομμουνιστική σταυροφορία δεν μπορούν να κρύψουν για πολύ την αλήθεια. Ο αντικομμουνισμός, που στοιχείο του είναι και το ξαναγράψιμο της Ιστορίας, αποτελεί και ένδειξη φόβου της αστικής τάξης.

Καταρρίπτονται και αποκαλύπτονται στην πράξη όλοι οι παλαιοί και σύγχρονοι μύθοι: Ο μύθος της «ελεύθερης οικονομίας» και της «ανταγωνιστικότητας», του «εκσυγχρονισμού», της «συναίνεσης» και του «κοινωνικού διαλόγου», της «δημοκρατίας των θεσμών», των «μονόδρομων», της «παγκοσμιοποίησης» και των «αντιτρομοκρατικών προληπτικών επιχειρήσεων» σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων, της ασφάλειας και των συνόρων με πιο βαριές τις συνέπειες σε βάρος των λαών. Το θέμα είναι ποιος εξουσιάζει, ποιος κυριαρχεί, για ποιον και για ποιο σκοπό.

Οι αντιθέσεις ανάμεσα στα κράτη του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν. Μπορεί η στρατηγική του διεθνούς ιμπεριαλισμού κατά των λαών να είναι ενιαία, όμως ο ανταγωνισμός για τα μερίδια εντείνεται, επέρχονται ανακατατάξεις, προβάλλονται νέες διεκδικήσεις για την έκφρασή τους στις ιμπεριαλιστικές συμφωνίες, π.χ. στη G8, στην Παγκόσμια Τράπεζα, στο ΔΝΤ, στο ΝΑΤΟ και αλλού.

Παρά την κοινή συμπόρευση της ΕΕ με τις ΗΠΑ στη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, μέσω του νέου δόγματος του ΝΑΤΟ, παρά την κοινή δράση τους εναντίον εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων, εναντίον των λαών και χωρών με πρόσχημα την τρομοκρατία, εμφανίζονται και νέες αντιθέσεις μεταξύ τους: Στις συμμαχίες τους με τη Ρωσία για τις πηγές και τους δρόμους ενέργειας, στον έλεγχο του Ιράκ, στον έλεγχο άλλων περιφερειακών αγορών. Οξύνονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στις ηγετικές δυνάμεις της ΕΕ, αλλά και ανάμεσα σε περιφερειακές. Προωθείται και η αυτοτελής στρατιωτικοποίησή της με διάφορες δομές και το λεγόμενο «ευρωσύνταγμα». Οι απειλές των ΗΠΑ κατά της ΛΔ Κορέας και της Κούβας, σε βάρος της οποίας συνεχίζονται ο εμπορικός αποκλεισμός και οι συνωμοσίες ανατροπής, προοιωνίζονται επικίνδυνες για τους λαούς εξελίξεις.

Εκρηκτική μπορεί να αποβεί και η κατάσταση στα Βαλκάνια, με τη νέα αλλαγή συνόρων, μετά και την απόφαση του ιμπεριαλισμού να ανεξαρτητοποιηθεί το Κοσσυφοπέδιο.

Στην ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ «Για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, το ζήτημα της ΠΓΔΜ και το θέμα του Κοσσυφοπεδίου» υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων: «Η Ελλάδα εμπλέκεται όλο και περισσότερο σε αυτόν τον κόμβο των αντιθέσεων. Η ελληνική αστική τάξη - με τα συμφέροντα της οποίας προσαρμόζεται η πολιτική της ΝΔ - έχει συμφέρον και εναρμονίζεται με τη στρατηγική της ΕΕ για διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας κι έτσι, από τη μια αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες διέλευσης ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου από το έδαφος της χώρας, από την άλλη, αποτελεί σταθερό και δραστήριο μέλος του ΝΑΤΟ και σύμμαχο των ΗΠΑ (...). Ο ελληνικός λαός έχει πλέον συσσωρευμένη εμπειρία και γνώση. Γνωρίζει ότι, εκτός από το ΚΚΕ, όλα τα άλλα κόμματα - στον ένα ή στον άλλο βαθμό - συμφώνησαν στη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας που προωθούσαν η ΕΕ και οι ΗΠΑ. Πολιτική που έφερε: Τη στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη και τη Σερβία και δημιούργησε τα ΝΑΤΟικά προτεκτοράτα στη Βοσνία, στο Κοσσυφοπέδιο - Μετόχια. Την "ανεξαρτησία" του Μαυροβουνίου από τη Σερβία. Στην αποσταθεροποίηση της κατάστασης στην ΠΓΔΜ με τη στήριξη της ένοπλης δράσης του αλβανικού στοιχείου από τους ιμπεριαλιστές».

Περιπλέκονται οι σχέσεις μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου, ως σχέσεις συνεργασίας και αντιθέσεων ταυτόχρονα, με ακόμα ανοιχτά ζητήματα στο Αιγαίο, στην Κύπρο. Αλλες εστίες, όπως η μη δίκαιη επίλυση του Παλαιστινιακού, αποτελούν τις πρώτες ύλες για μεγαλύτερη όξυνση σε ολόκληρη την περιοχή.

Ο λυσσαλέος ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός υπογραμμίζει το γεγονός ότι η ανθρωπότητα κάθε άλλο παρά έχει απαλλαγεί από τον κίνδυνο αναζωπύρωσης και επέκτασης των εστιών πολέμου.

Αποκαλύφθηκε πλήρως ο μύθος για την πορεία αποκλιμάκωσης των πυρηνικών εξοπλισμών με την ανατροπή της ΕΣΣΔ και τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Πρώτιστο καθήκον της πολιτικής εργατικής πρωτοπορίας σε κάθε κράτος είναι να επαγρυπνεί, να προετοιμάζεται ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά, για μεγάλες συγκρούσεις και ανατροπές. Σε αυτήν τη γραμμή να σφυρηλατεί την ενότητα πάλης της εργατικής τάξης, τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες της, τη διεθνιστική της ενότητα. Οσες πολιτικές δυνάμεις (με κομμουνιστικούς ή άλλους τίτλους), για λογαριασμό της εργατικής τάξης, υποβαθμίζουν το εθνικό πεδίο πάλης, επειδή οι αλλαγές μπορούν δήθεν να γίνουν μόνο στο ευρωπαϊκό ή στο παγκόσμιο επίπεδο, στην πραγματικότητα ευνοούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, καλλιεργούν τον ταξικό συμβιβασμό και τη μοιρολατρία.

Ο συνεπής ταξικός αγώνας στην κάθε χώρα είναι η προϋπόθεση για να υπάρχει συνεπής και αποτελεσματική διεθνής δράση. Η αλληλεπίδραση εθνικού - διεθνικού δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι εσωτερικές αντιθέσεις και συνθήκες διαδραματίζουν τον κύριο ρόλο στην επαναστατική διαδικασία. Το επαναστατικό λαϊκό κίνημα της κάθε χώρας οφείλει να κατευθύνει την πάλη του προς το σοσιαλισμό, δίνοντας έτσι τη δική του συμβολή στη βελτίωση και την αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού.

Ταυτόχρονα, και η διεθνής δράση, η διεθνής ενότητα της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος, η σωστή στρατηγική του θα επιδράσουν στην επιτυχή έκβαση της πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της σε εθνικό, περιφερειακό επίπεδο, όπου δημιουργηθεί και εμφανιστεί, ως αποτέλεσμα υποκειμενικών και αντικειμενικών παραγόντων, ο αδύνατος κρίκος στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, για τη νίκη.

Η πρόσφατη εκλογική μάχη, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, έδειξε πόσο η αστική τάξη, οι πολιτικοί εκφραστές και οι ιδεολόγοι της, ανησυχούν για τη δυναμική που έχει η εμβέλεια της πολιτικής και των ιδεών του ΚΚΕ. Αντικειμενικά συγκλίνουν οι στόχοι τους με εκείνους του οπορτουνισμού για την εκτροπή του Κόμματος από τη στρατηγική του, από την ανοδική του πορεία.

Το εκλογικό αποτέλεσμα ενίσχυσης του ΚΚΕ, ως έκφραση της ελπιδοφόρας τάσης να σταθεροποιηθεί και να διευρυνθεί ο απεγκλωβισμός λαϊκών δυνάμεων από την αστική πολιτική επιρροή, ανησυχεί την άρχουσα τάξη. Είναι βέβαιο ότι θα εντείνει την επιθετικότητά της και ως προς την προοπτική της οργάνωσης και ιδεολογικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης. Ομως, η δύναμη της ταξικής πάλης είναι ανυπέρβλητη όταν αυτή συνειδητοποιείται πλατιά και μαζικά.

Αποδείχτηκε, πως όταν υπάρχει μια πρωτοπορία έτοιμη και αποφασισμένη, η λαϊκή ανταπόκριση στο κάλεσμα θα έρθει. Ο συσχετισμός των δυνάμεων δε μένει παγιωμένος. Ο 21ος θα είναι ο αιώνας της αναζωογόνησης του κομμουνιστικού κινήματος, ο αιώνας νέων κοινωνικών επαναστάσεων, που θα φέρουν με μεγαλύτερη ωριμότητα και σταθερότητα την εργατική τάξη και τις άλλες λαϊκές δυνάμεις στην πολιτική εξουσία. Οι κοινωνικές αντιθέσεις είναι ασυμφιλίωτες και οξύνονται, σε πείσμα των απολογητών του καπιταλισμού.

Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δε θα μείνουν καθηλωμένα στο χτες. Στην εργατική τάξη, ιδιαίτερα στις νέες γενιές της, όπως και στις νέες γενιές των λαϊκών στρωμάτων, αξίζει μόνο ένα μέλλον, αυτό που φοβάται ο ιμπεριαλισμός: Το σοσιαλιστικό - κομμουνιστικό.

20 Οκτώβρη 2007Η ΚΕ του ΚΚΕ