21ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Προσυνεδριακός διάλογος


Συμβολή στη συζήτηση για το 1ο Κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ

του Δημήτρη Κοιλάκου
μέλους του Τμήματος Παιδείας & Έρευνας της ΚΕ του ΚΚΕ

 

 Νομίζω ότι είναι δημιουργικό το «σοκ» που προκαλεί η συνειδητοποίηση αυτού που διαπνέει τις Θέσεις: το καταστάλαγμα της βασανιστικής πορείας αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα και διαμόρφωσης της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής του Κόμματος –επιτεύγματα για τα οποία μόνο υπερήφανοι μπορούμε να είμαστε– δεν είναι παρά οι προϋποθέσεις για να ανταπεξέλθουμε στις πολύ σύνθετες απαιτήσεις της νέας φάσης στην οποία πλέον βρισκόμαστε. Προϋποθέσεις που θα μείνουν τέτοιες, αν δεν αναμετρηθούμε αποφασιστικά με τα ζητήματα που θέτει η ΚΕ. Να το πω διαφορετικά, νομίζω ότι οι Θέσεις «χτυπούν καμπανάκι» ότι είναι εύκολο να «χυθεί η καρδάρα με το γάλα» που με κόπο έχουμε γεμίσει τα τελευταία 30 χρόνια.

Το ζήτημα δεν θα μπορούσε να τεθεί κατ’ αυτό τον τρόπο νωρίτερα, παρότι πάντα μας απασχολεί το περιεχόμενο και η καθοδήγηση της δουλειάς μας, καθώς η διαμόρφωση της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής αποτελεί προαπαιτούμενο για να μπορέσει το Κόμμα να δει υπό το πρίσμα της πλευρές που αφορούν την καθοδηγητική δουλειά που την υπηρετεί. Κι αυτό γιατί η σύγχρονη επαναστατική στρατηγική δεν αποτελεί γνωσιοθεωρητική κατασκευή, ετσιθελικά κι αυθαίρετα διαμορφωμένη, αλλά επιστημονικό ορόσημο, αντανάκλαση του διαλεκτικά αναπτυσσόμενου κοινωνικο-ιστορικού γίγνεσθαι και των νομοτελειών του στη συλλογική συνείδηση της καθοδηγήτριας δύναμης της κοινωνικής πρωτοπορίας, δηλαδή του ΚΚ.

Ο υποκειμενικός παράγοντας δρα στο έδαφος των αντικειμενικών συνθηκών και εξελίξεων. Όμως, δεν υφίσταται παθητικά την επενέργειά τους, αλλά με τη δράση του παρεμβαίνει ενεργητικά στη διαμόρφωση και συγκεκριμένη εκδήλωση τάσεων που εμπερικλείονται σε αυτές. Από την άποψη αυτή, το Κόμμα, που υποχρεούται συνεχώς να επιβεβαιώνει στην πράξη το ρόλο του ως φύσει και θέσει καθοδηγητή του επαναστατικού υποκειμένου, να ηγείται ιδεολογικο-πολιτικά και οργανωτικά της ανάπτυξης της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης και της κοινωνικής της συμμαχίας στις διάφορες στιγμές και εκφάνσεις της, οφείλει να λύνει τα ζητήματα του προσανατολισμού και του περιεχομένου της καθοδηγητικής δουλειάς συγκεκριμένα κι όχι αφηρημένα. Αυτό προϋποθέτει διάγνωση και εντοπισμό των στοιχείων στην ανάπτυξη των αντικειμενικών συνθηκών που απαιτούν αντίστοιχες προσαρμογές, ώστε στην καθοδηγητική δουλειά να αντανακλάται σωστά η διαλεκτική σχέση υποκειμενικού - αντικειμενικού. Αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα δίνει η σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, καθιστώντας ζητούμενο πλέον την πραγμάτωσή της.

Υπό την έννοια αυτή, η αφομοίωση και εμπέδωση στην πράξη της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής του Κόμματος προκύπτει ως ζητούμενο στο έδαφος της εξέλιξης των αντικειμενικών συνθηκών, που προσδιορίζουν συγκεκριμένα τις απαιτήσεις για την παρέμβασή του, όπως εύστοχα τις διαπιστώνει η ΚΕ. Εξ ου και στο επίκεντρο τίθεται η ιδεολογικο-πολιτική δουλειά, πρώτα και κύρια ως προς την εσωκομματική ζωή και λειτουργία, ως οργανωτικός παράγοντας για το ξεδίπλωμα της δράσης του Κόμματος, τη σχεδιασμένη δουλειά των μελών του Κόμματος και των πρωτοπόρων, δραστήριων επιρροών μας στο κίνημα.

Πολλά από τα ζητήματα που θέτει η ΚΕ απηχούν τη δυσκολία ένταξης των επιμέρους εξελίξεων και επεισοδίων στη διαπάλη με τον αντίπαλο και την ιδεολογία του στη «μεγάλη εικόνα», που φωτίζεται από τις αναλύσεις και τη στρατηγική μας. Συχνά, φαίνεται σα να κατανοείται ότι δουλειά με τη στρατηγική είναι η διακηρυκτική προβολή της σοσιαλιστικής προοπτικής (κι αυτή ενίοτε ξεκομμένη από τις ανάγκες και τις δυνατότητες που διαμορφώνονται σήμερα) κι όχι η επεξεργασία αιτημάτων και στόχων πάλης για την παρέμβαση στο κίνημα και τη συσπείρωση δυνάμεων υπό το πρίσμα της στρατηγικής του Κόμματος, με τις κατάλληλες προσαρμογές στις διάφορες καμπές και φάσεις της πάλης και της διαπάλης. Πρόκειται για στρεβλή, αντιδιαλεκτική κατανόηση, ωσάν η στρατηγική να έχει να κάνει με επεξεργασίες και θέσεις που αφορούν το μέλλον κι όχι το σήμερα και το άνοιγμα του δρόμου για το μέλλον.

Τέτοιες δυσκολίες αναδεικνύονται και από την πείρα που βγαίνει από τη δουλειά μας στα πανεπιστήμια, παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει.

Οι εξελίξεις γύρω από την «ψηφιακή οικονομία», τον «ψηφιακό μετασχηματισμό» του κράτους, την «ενεργειακή μετάβαση», το «πράσινο New Deal», τη «βιώσιμη ανάπτυξη», τις κινήσεις της αστικής τάξης της χώρας για τη γεωστρατηγική-γεωπολιτική της αναβάθμιση στα πλαίσια των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, άλλες στρατηγικές της επιλογές και επιμέρους εξελίξεις, αντανακλώνται και στις εξελίξεις στα πανεπιστήμια, στο περιεχόμενο και τον προσανατολισμό των σπουδών, τις επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων. Όμως, συχνά δυσκολευόμαστε να δούμε πώς τα ζητήματα αυτά εκφράζονται συγκεκριμένα στις εξελίξεις στις σχολές, να τα συζητάμε συστηματικά στις ΚΟΒ (και, αντίστοιχα, με την ευθύνη και τη βοήθεια του Κόμματος, στα ΤΣ και τις ΟΒ της ΚΝΕ), να εντοπίζουμε πώς τοποθετούνται επ’ αυτών οι άλλες δυνάμεις, πώς απαντάμε κλπ., παρότι αποτελούν βασικά πεδία της διαπάλης σήμερα. Αντ’ αυτού, συχνά αρκούμαστε σε μια καμπανιακού τύπου δουλειά και σε ό,τι μείνει από μια εκδήλωση ή το ατομικό διάβασμα ενός σχετικού άρθρου στον κομματικό Τύπο.

Έτσι, όμως, μπαίνουμε με περιορισμένη δύναμη πυρός στην αναμέτρηση με τη στρατηγική του κεφαλαίου για τα πανεπιστήμια και την έρευνα, αφού η αστική τάξη και τα επιτελεία της δεν την προωθούν εν κενώ κι αφηρημένα, αλλά την εξειδικεύουν και την προσαρμόζουν συγκεκριμένα, ώστε να υπηρετήσει τις ανάγκες παραγωγής και αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου και της αστικής εξουσίας.

Το γενικό σχήμα αστική στρατηγική  συγκεκριμένες εκδηλώσεις της  άμεσες συνέπειες  πάλη για την αντιμετώπισή τους  προβολή της πρότασης του Κόμματος για το πανεπιστήμιο, ακόμα και με εμπεριστατωμένη επεξεργασία στη βάση της σχέσης οικονομία-πολιτική, μπορεί να αποτελεί μπούσουλα για μια καλά δομημένη ανακοίνωση, όμως δεν αρκεί για να ξεδιπλωθεί η στρατηγική του Κόμματος με όρους ιδεολογικοπολιτικής αντεπίθεσης. Άλλωστε, κανένα σχήμα δεν μπορεί να αποτελέσει ρετσέτα για την οργάνωση της κομματικής παρέμβασης, αφού η ταξική πάλη είναι πολύ πιο ζωντανή, σύνθετη και απαιτητική απ’ ό,τι μπορεί να συλλάβει οποιαδήποτε σχηματοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, ζητούμενο είναι να φωτίζεται το πώς αναδύονται αντικειμενικά, π.χ., οι σύγχρονες ανάγκες της νεολαίας σε μόρφωση, δουλειά, ζωή, και οι όροι ικανοποίησής τους, ώστε αντίστοιχα να οργανώνεται η πάλη και η διεκδίκηση.

Η δουλειά για το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό των σπουδών και τις προοπτικές των αποφοίτων δεν αποτελεί απλώς το απαραίτητο συμπλήρωμα στη δραστηριότητά μας στο κίνημα, στα πλαίσια της –σχηματικά κατανοημένης– αυτοτελούς ιδεολογικής παρέμβασης του Κόμματος. Αντίθετα, αποτελεί προϋπόθεση για την επί της ουσίας σύγκρουση με τη στρατηγική του κεφαλαίου, την παρέμβαση των αστικών δυνάμεων και του οπορτουνισμού. Είναι όρος για την ανασύνταξη στον προσανατολισμό, το περιεχόμενο και τις μορφές οργάνωσης του φοιτητικού κινήματος, τη συμβολή του στην ανάπτυξη της κοινωνικής συμμαχίας.

 

Μόνο επιστημονικά κάνουμε ελκτική δύναμη τον κομμουνισμό και αντιπαλεύουμε τον αντικομμουνισμό

του Δημήτρη Πατέλη
αν. καθηγητή Φιλοσοφίας, δρ. Πανεπιστημίου Λομονόσοφ,
μέλους ΓΣ Συλλόγου «Εμείς που σπουδάσαμε στο σοσιαλισμό»

 

Σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης, που επιτείνεται από την πανδημία, όλο και πιο έκδηλη γίνεται η αδυναμία διαχείρισης των ανειρήνευτων αντιφάσεων, των αδιεξόδων που εκδηλώνονται τραγικά στην καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης, του εργαζόμενου λαού. Το κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν μπορεί να προβάλλει ως ελκτική προοπτική για την κοινωνία.

Η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει τρεις όλο και πιο ορατούς μείζονος κλίμακας κινδύνους αυτοκαταστροφής: 1) γενικευμένο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο με ευρεία χρήση όπλων μαζικής καταστροφής (μόνο στη χρονίζουσα σύρραξη της Συρίας εμπλέκονται πάνω από 90 χώρες)· 2) μεγάλης κλίμακας οικολογική καταστροφή λόγω της ληστρικής σχέσης του κεφαλαίου προς τη φύση (π.χ. πρόκληση πανδημιών ως αποτέλεσμα της καταστροφής ενδιαιτημάτων της άγριας φύσης και της εντατικής βιομηχανίας τροφίμων) και 3) αποδόμηση της ανθρώπινης προσωπικότητας και κάθε συλλογικότητας, της ίδιας της δυνατότητας συγκρότησης υποκειμένου, μέσω έλλειψης όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης, τάσεων εκφυλισμού, αποδόμησης και υπονόμευσης ακόμα και του ιδίου του βιολογικού πυρήνα του ατόμου και της οικογένειας (καταναλωτισμός συνοδευόμενος από ιδεολογήματα-δόγματα «κατασκευής πολλαπλών ταυτοτήτων», δικαιωματισμό κ.ο.κ.). Οι κίνδυνοι αυτοί δείχνουν ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν είναι αιώνιο, παντοδύναμο και άτρωτο –όπως το προβάλλουν οι απολογητές του– αλλά έχοντας προ πολλού επιτελέσει τον ιστορικό του ρόλο, είναι πλέον δύναμη σήψης, αντίδρασης, οπισθοδρόμησης και καταστροφής.

Η νομοτελής αναγκαιότητα της επανάστασης, του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, προβάλλει και θα προβάλλει όλο και πιο ανάγλυφα ως η μόνη προοπτική διεξόδου για τη σωτηρία, για την επιβίωση της ανθρωπότητας. Η αποτροπή της επαναστατικής προοπτικής αποκτά υπαρξιακή στρατηγική σημασία για το καθεστώς, το οποίο στην κρίση, στη σήψη και στον πόλεμο είναι καταδικασμένο να καταφεύγει σε προληπτικό ταξικό πόλεμο, στον εκφασισμό και στον ακραίο αντικομμουνισμό.

Η ιδεολογική χειραγώγηση της νεολαίας μέσω συστηματικής προπαγάνδας στα ΜΜΕ, στην εκπαίδευση, στο πανεπιστήμιο, επικεντρώνεται σε αυτή την αποτροπή, ώστε να εδραιωθούν απόψεις όπως ότι «ο καπιταλισμός είναι ο καλύτερος δυνατός...», «δεν μπορούμε να υπερβούμε την ανισότητα...» κ.ά. ώστε «να τεθούν εμπόδια στη συνάντηση του προβληματισμού και των αδιεξόδων των νέων με την προοπτική της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Γι’ αυτό ...ο αντικομμουνισμός ...είναι κεντρική κρατική πολιτική που μεθοδεύεται και χρηματοδοτείται σε ευρωενωσιακό επίπεδο. Αιχμές είναι η διαστρέβλωση και αναθεώρηση της Ιστορίας, ειδικά γύρω από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ρόλο της ΕΣΣΔ, η εξίσωση του φασισμού με τον κομμουνισμό, η καταδίκη της επαναστατικής βίας και η ταύτισή της με την τρομοκρατία και τον εξτρεμισμό, η θεωρία των δύο άκρων κ.ά.» (θέση 41 ΚΕ ΚΚΕ για το 21ο Συνέδριο).

Ιδιαίτερα στο πανεπιστήμιο, ο αντικομμουνισμός επιβάλλεται ως δήθεν «αντικειμενική» και «ουδέτερη» επιστημονική ιδέα! Επομένως, «βασικό καθήκον του Κόμματος στους χώρους της Εκπαίδευσης είναι η ενίσχυση της ιδεολογικής - μορφωτικής προσπάθειας με επίκεντρο ...την αποκάλυψη του αστικού επιχειρήματος περί της “ουδετερότητας” της επιστήμης, την ανάδειξη των σύγχρονων δυνατοτήτων των παραγωγικών δυνάμεων, πρώτα απ’ όλα του ανθρώπου» (θέση 42).

Ως κομμουνιστές, οφείλουμε να καταδεικνύουμε ότι το κεφάλαιο δεν μπορεί να προβάλλει ως δύναμη προόδου, δήθεν ταυτόσημη με την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η υπαγωγή των τελευταίων στο κεφάλαιο οδηγεί σε μονομέρειες, στρεβλώσεις και τελικά σε καταστροφή της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η επιστήμη ως καθολική δημιουργική δύναμη του πολιτισμού που επαναστατικοποιεί τις παραγωγικές και όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου μπορεί να αναπτύσσεται απρόσκοπτα μόνο στη βάση της κοινωνικοποίησης, της επιστημονικής σχεδιοποίησης της παραγωγής και της κοινωνίας.

Είναι επιτακτική η ανάγκη για «συνδυασμό της θεωρητικής και πρακτικής δράσης» (θέση 27). Η πρωτοπόρος έρευνα είναι αναγκαίος όρος για την επιστημονική περιγραφή και εξήγηση της πραγματικότητας, για την επιστημονική πρόβλεψη/πρόγνωση των προοπτικών της ανθρωπότητας, για τη θεμελίωση της πρακτικής μας, της διαλεκτικής επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής σε συνθήκες ραγδαίων αλλαγών, αύξουσας απροσδιοριστίας «στις νέες συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες στον 21ο αιώνα» (θέση 1). Επιπλέον, η ανώτερη κριτική στον αντίπαλο είναι η διερεύνηση-επίλυση των επίδικων προβλημάτων, που εξοπλίζει θετικά-επιθετικά τον αγώνα. Δεδομένης λοιπόν της «ανάγκης ανάπτυξης των θεωρητικών ιδεολογικών επεξεργασιών του κόμματος και σύνδεσής τους με την πάλη»(θέση 28), απαιτείται «κομματική διαλεκτική-υλιστική έρευνα, ...θεωρητική και επιστημονική δουλειά» (θέση 14), που δεν ανάγεται στην προπαγάνδα, στο «τι απαντάμε στον αντίπαλο», αλλά επικεντρώνεται σε στρατηγικής σημασίας αλληλένδετες κατευθύνσεις:

1) Στη δομή-χωροδικτύωμα πλανητικής κλίμακας αντιφατικά ενοποιημένης παραγωγής-εκμετάλλευσης βάσει της ανισομέρειας (ανισομετρίας) ανάπτυξης του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος της εποχής, στις περιφερειακές ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις, στην κλιμακούμενη και τεχνική υπαγωγή της παγκόσμιας εργατικής δύναμης στο πολυεθνικό-πολυκλαδικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, στις πολλαπλά διαμεσολαβημένες μορφές και επίπεδα διάρθρωσης των σχέσεων παραγωγής-απόσπασης υπεραξίας σε παγκόσμια και περιφερειακή κλίμακα (μονοπωλιακό υπερκέρδος), στην πόλωση των ανταγωνισμών σε παγκόσμια κλίμακα σε συνάρτηση με τις αλλαγές συσχετισμών που επιφέρουν σοσιαλιστικές επαναστάσεις και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα, στο χαρακτήρα της κρίσης και του πολέμου απ’ τη σκοπιά της επανάστασης.

2) Στις νομοτέλειες της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, στη διαλεκτική επανάστασης-αντεπανάστασης, στη διακρίβωση των συγκεκριμένων ιστορικών, αναγκαίων και ικανών, αντικειμενικών-υποκειμενικών όρων εκδήλωσης και κλιμάκωσης επαναστάσεων και σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στη σχέση μεταξύ πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, στη διακρίβωση πρωτίστως των αντικειμενικών όρων νίκης των πρώιμων επαναστάσεων και της ήττας τους (κυρίως στην Ευρώπη, ήττας που δεν ανάγεται αποκλειστικά σε λάθος γραμμή, στον υποκειμενικό παράγοντα), στη βασική αντίφαση του σοσιαλισμού –μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής/πραγματικής κοινωνικοποίησης– (η μη έγκαιρη επίλυση της οποίας οδηγεί σε αντεπανάσταση), στην εκάστοτε βέλτιστη διευθέτηση της συσχέτισης σχεδιοτέλειας και σχεδιοποίησης – βάσει της οποίας και μόνο διευθετείται επιστημονικά και η συσχέτιση εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων (οι οποίες δεν ταυτίζονται με τον καπιταλισμό) και σχεδίου, στη σχέση εκτατικής-εντατικής ανάπτυξης, στη θέση και στο ρόλο της επιστήμης στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, στη διακρίβωση του χαρακτήρα εργασίας & υποκειμένου των πρώιμων και των ύστερων επαναστάσεων κ.λπ.

3) Στις δυνατότητες και στην αναγκαιότητα ανώτερου θετικού προσδιορισμού της ενοποιημένης ανθρωπότητας, του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, που δεν ανάγεται σε απλή άρνηση του καπιταλισμού, σε αφηρημένο αντικαπιταλισμό, αλλά συνιστά διαλεκτική ανάπτυξη-άρση ιστορίας, προϊστορίας και φυσικών προϋποθέσεων.

4) Στην κριτική μελέτη-αφομοίωση του γίγνεσθαι και του κεκτημένου της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας του μαρξισμού-λενινισμού και στην αναγκαιότητα περαιτέρω δημιουργικής ανάπτυξής του, λαμβάνοντας υπόψιν και τη συμβολή της Λογικής της Ιστορίας του Β. Βαζιούλιν και άλλων σοβιετικών ερευνητών.

Ο αγώνας οφείλει να διεξάγεται «και προς τις τρεις κατευθύνσεις του –τη θεωρητική, την πολιτική και την πρακτική-οικονομική …ο σοσιαλισμός, από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί να τον χειρίζονται σαν επιστήμη, δηλαδή να τον μελετούν» (Φ. Ένγκελς: Κ. Μαρξ, Φ.Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τ.1, σ. 786-787).

 

Ο ιμπεριαλισμός σήμερα

του Δημήτρη Παναγιώτου
Αθήνα

 

H εξελισσόμενη οικονομική κρίση υπερπαραγωγής σε συνθήκες χρόνιας στασιμότητας αντανακλά τις εγγενείς παθογένειες του καπιταλιστικού συστήματος στο ανώτατο στάδιο ανάπτυξης, τον ιμπεριαλισμό, όπως διαμορφώνεται στην τρέχουσα φάση.

Στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό διατηρούνται τα βασικά ιστορικά χαρακτηριστικά τα οποία αφορούν στη μονοπωλιακή οργάνωση της παραγωγής με συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, στην κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και στη διεθνοποίησή του. Στην πολιτικο-στρατιωτική σφαίρα αντανακλώνται στην ιμπεριαλιστική πολιτική ανταγωνισμού, επεκτατισμού και πολέμου.

Το 2020 οι 2.000 μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες στον κόσμο σύμφωνα με το Forbes συγκέντρωναν στοιχεία ενεργητικού 201 τρισ. δολάρια και έσοδα 42 τρισ. δολάρια. Τη δεκαετία 2011-2020 πραγματοποιήθηκαν 440.593 πράξεις εξαγορών και συγχωνεύσεων συνολικής αξίας 33,7 τρισ. δολάρια (ΙΜΑ).Τα διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα ανήλθαν το 2019 σε 299,34 τρισ. δολάρια (SIFMA). Το απόθεμα του επενδυμένου διασυνοριακά παραγωγικού κεφαλαίου (ΞΑΕ) στο τέλος 2019 έφθασε τα 37 τρισ. δολάρια (UNCTAD) και το αντίστοιχο του χρηματικού (Επενδύσεις Χαρτοφυλακίου ) στα 66,6 τρισ. δολάρια (IMF).

Η εξέλιξη των παραπάνω παραγόντων που ορίζουν την οικονομική βάση του ιμπεριαλισμού δημιουργεί δυο βασικά προβλήματα στη λειτουργία του κεφαλαίου και στη διαμόρφωση των όρων αναπαραγωγής. Το ένα προκύπτει από το πλεόνασμα κεφαλαίου και τις κρίσεις υπερπαραγωγής. Το άλλο από την τάση επέκτασης με διεθνή την ακτίνα δράσης του κεφαλαίου αλλά με πλαίσιο συσσώρευσης το εθνικό κράτος.

Στην προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων αυτών ενισχύεται η αντικειμενική τάση παρέμβασης του κράτους στη διαδικασία συσσώρευσης τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο με συνέπεια τη μετεξέλιξη του ιμπεριαλισμού σε κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό όχι σαν παραπέρα στάδιο αλλά σαν ιδιαίτερη φάση. Η τάση αυτή που είναι η τρέχουσα συστηματοποιήθηκε μετά την καπιταλιστική κρίση του 1973 με γενίκευση της εφαρμογής κρατικο-μονοπωλιακών ρυθμίσεων ανεξάρτητα από το εκάστοτε μοντέλο αστικής διαχείρισης. Τις τελευταίες δεκαετίες στα συμβατικά μέτρα διευκόλυνσης της μεγέθυνσης και της κερδοφορίας των μονοπωλίων προστίθενται ειδικές ρυθμίσεις προστασίας από την καταστροφή λόγω κρίσεων. Στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 τα προγράμματα διάσωσης πολυεθνικών τραπεζικών ομίλων είχαν δημοσιονομικό κόστος 3 τρισ. δολάρια και στην πανδημική 2020 τα πακέτα στήριξης του κεφαλαίου 5,1 τ τρισ. δολάρια.

Παράλληλα με την αυξανόμενη εμπλοκή του αστικού κράτους στην εσωτερική λειτουργία του κεφαλαίου ενισχύεται ο ρόλος του στη διαδικασία γεωπολιτικής συσσώρευσης. Η ενιαία ιμπεριαλιστική αλυσίδα συνένωσης στη βάση ανισοτιμίας διαφορετικών εθνοκρατικών σχηματισμών δεν αποτελεί συμπαγή κοινωνικοοικονομική δομή. Επιχειρεί να ενοποιήσει τις αγορές με υπαρκτή τη διαίρεση του κόσμου σε εθνικά κράτη. Η αντίφαση αυτή βρίσκεται στη βάση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού ο οποίος λειτουργεί στα πλαίσια της διαδικασίας ασύμμετρης ανάπτυξης.

Τη διαμορφωμένη σχέση ανισοτιμίας επιχειρούν να ανατρέψουν αναπτυσσόμενες χώρες (Ομάδα BRICS: Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική) οι οποίες επιταχύνουν τους ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης και περνούν σαν νέοι κρίκοι στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Αμφισβητούν την ιμπεριαλιστική στρατηγική των ανεπτυγμένων κρατών και διεκδικούν υψηλές θέσεις στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία. Δημιουργείται έτσι νέα πολυ-πολική μορφή του ιμπεριαλισμού με το γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών να αποκτάει νέα δυναμική.

Μια από τις νέες ιμπεριαλιστικές χώρες η Κίνα διεκδικεί επιθετικά την ηγεμονία του ιμπεριαλιστικού κόσμου και αντιπαρατίθεται σε όλα τα μέτωπα στις ΗΠΑ. Ωστόσο η διαμάχη κρίνεται αμφίρροπη καθόσον το συνολικό ισοζύγιο ισχύος εξισορροπείται.

Η Κίνα διαθέτει οικονομική δύναμη με πρώτη θέση στο ΑΕΠ σε σταθερές τιμές (24,16 τρισ. δολάρια έναντι 20,87 τρισ. δολαρίων των ΗΠΑ το 2020), στη βιομηχανική παραγωγή (3,7 τρισ. δολάρια έναντι 2,3 τρισ. δολαρίων το 2019), στις εξαγωγές (2,49 τρισ. δολάρια έναντι 1,65 τρισ. δολαρίων το 2019) και εμπορικό πλεόνασμα 421,93 δισ. δολάρια έναντι ελλείμματος 616,21 δισ. δολαρίων το 2019. Οι ΗΠΑ αντιπαραθέτουν δυο ισχυρά όπλα: το Δολάριο ως διεθνές νόμισμα με 60% των συναλλαγματικών αποθεμάτων, 40% του παγκόσμιου χρέους, 88% των πράξεων συναλλάγματος σε δολάρια και τις τεχνολογίες αμυντικής βιομηχανίας με 61% της παγκόσμιας παραγωγής όπλων έναντι 16% της Κίνας (SIPRI).

Η αβεβαιότητα στην έκβαση της διαμάχης για την ιμπεριαλιστική ηγεμονία δημιουργεί χώρο άσκησης αυτόνομου ρόλου στη νέα γεωπολιτική τάξη για τις υπόλοιπες παλιές και νέες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (ΕΕ, Βρετανία, Ρωσία, Ινδία). Αποτελούν τους ιμπεριαλιστές δεύτερης τάξης από τους οποίους οι παλιοί επιδιώκουν τη διατήρηση και βελτίωση της θέσης τους στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία και οι νέοι την ανατροπή προς όφελός τους. Στοιχίζονται σε μεταβαλλόμενες συμμαχίες με τους ιμπεριαλιστές πρώτης τάξης, προκαλώντας συνεχή μετατόπιση των γεωπολιτικών αξόνων.

Την ιμπεριαλιστική κινητικότητα αξιοποιούν ιμπεριαλιστικά κράτη μέσης βαθμίδας για διεκδίκηση ιδιαίτερου ρόλου σε περιφερειακό επίπεδο. Κράτη όπως Τουρκία, Ιράν, Σαουδική Αραβία, με γεωπολιτική βαρύτητα εμπλέκονται σε τοπικές ή περιφερειακές συγκρούσεις είτε για ίδια συμφέροντα (Τουρκία) είτε σαν αντιπρόσωποι μεγαλύτερων δυνάμεων (Ιράν για Κίνα, Ρωσία - Σαουδική Αραβία για ΗΠΑ) όπως σε Συρία και Υεμένη. Αποτελούν τους ιμπεριαλιστές τρίτης τάξης.

Στην πολυ-πολική μορφή του σύγχρονου ιμπεριαλισμού που άλλωστε έχει μεταβατικό χαρακτήρα οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις είναι κάθετες και οριζόντιες με προοπτικές όξυνσης στην εξέλιξη της οικονομικής κρίσης. Στο μοιρασμένο καπιταλιστικό κόσμο η διανομή έχει πραγματοποιηθεί σε αναλογία των εθνικών κεφαλαίων και της αντίστοιχης γεωπολιτικής δύναμης, ενώ στην αναδιανομή η κρατική ένοπλη βία αποτελεί μέρος της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής της συσσώρευσης. Οι διάφορες οπορτουνιστικές απόψεις για «συλλογικό ιμπεριαλισμό», «αρμονικό πολυ-πολικό ιμπεριαλισμό», «νέο ιμπεριαλισμό», παραλλαγές της θεωρίας του υπερ-ιμπεριαλισμού καλλιεργούν αυταπάτες για ιμπεριαλιστική ειρήνη, ενώ δυναμώνει ο κίνδυνος νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου αναδιανομής.

Η σημερινή ιμπεριαλιστική πραγματικότητα προσεγγίζει εκείνη της περιόδου πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τις μεταβολές των συσχετισμών μεταξύ των μελών της Πενταρχίας η Βρετανική Κοσμοκρατορία απειλούνταν από την Αυτοκρατορική Γερμανία. Μαίνονταν οι ανταγωνισμοί για σφαίρες επιρροής και αναδιανομής των αγορών. Σήμερα, παράλληλα με την κλιμάκωση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών στα κεντρικά επίπεδα συντηρούνται περιφερειακά μακροχρόνιες ή δημιουργούνται νέες εντάσεις, πολλές από τις οποίες εξελίσσονται σε πολεμικές συγκρούσεις με υπαρκτό τον κίνδυνο γενικότερης σύρραξης.

Το 2020, εν μέσω πανδημίας και σοβαρής οικονομικής κρίσης, με 150 εκ. περισσότερους ανθρώπους στα όρια ακραίας φτώχειας, σημειώθηκαν 15 σοβαρές εμφύλιες, τοπικές ή περιφερειακές πολεμικές συγκρούσεις σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη με 77 χιλιάδες νεκρούς. Σε 200 εκ. ανέρχονταν οι άνθρωποι που διαβιούν σε καθεστώς ένοπλων συγκρούσεων ενώ 500 εκ. σε περιοχές ευάλωτες στην ένοπλή βία. Σε 74 εκ. οι πρόσφυγες πολέμου από το 2012 (Παγκόσμια Τράπεζα). Ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όλων των τάξεων παρεμβαίνουν στις συγκρούσεις είτε άμεσα με στρατιωτικές αποστολές είτε έμμεσα με εξαγωγές όπλων.

Το 2021 καταγράφονται ενεργές 35 γεωπολιτικές διενέξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνη Ελλάδας - Τουρκίας. Τα δύο ιμπεριαλιστικά κράτη αντιπαλεύουν για την εκμετάλλευση ενεργειακών πόρων της Μεσογείου με αντικρουόμενες αναγνώσεις του «Διεθνούς Δικαίου» προσαρμοσμένες στα «κυριαρχικά δικαιώματα» των ανταγωνιζόμενων αστικών τάξεων.

Ωστόσο η ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν αποτελεί σταθερό άθροισμα ανταγωνιζόμενων ιμπεριαλιστικών κρατών ταξικά ουδέτερο. Ο κάθε κρίκος της στην ανάπτυξη του γεωπολιτικού ανταγωνισμού συμβάλλει ταυτόχρονα στη διευρυμένη αναπαραγωγή του συστήματος της καπιταλιστικής κυριαρχίας, η οποία τελικά εξαρτάται από την ταξική πάλη σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό.

Καθήκον λοιπόν των Κομμάτων της Εργατικής Τάξης είναι το σπάσιμο της αλυσίδας σε κάποιον ιμπεριαλιστικό κρίκο, παλιό, νέο, μικρό ή μεγάλο, η αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για την επαναστατική υπέρβαση του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος. «Δεν είναι υπόθεση των σοσιαλιστών να βοηθούν τους νέους ληστές για να ρημάξουν τους παλιούς χορτασμένους. Οι σοσιαλιστές πρέπει να εκμεταλλευτούν την πάλη μεταξύ αυτών για να τους καταργήσουν όλους» 
(Β. Λένιν, Σοσιαλισμός και Πόλεμος, 1915).

 

Για την καθοδήγηση των Οργανώσεων στη Σκανδιναβία

του Πάνου Απέργη
ΚΟ Εξωτερικού

 

Συμφωνώ με τα τρία κείμενα των θέσεων καθώς και ότι τα καθήκοντα που θέτουν για να φέρουμε σε αντιστοιχία τις ιδεολογικοπολιτικές επεξεργασίες του Κόμματος με την ικανότητά μας να προωθούμε πιο αποτελεσματικά τη στρατηγική αφορούν στο ακέραιο και τις Κομματικές Οργανώσεις του Εξωτερικού, των οποίων η αναγκαιότητα ύπαρξης και λειτουργίας προκύπτει από τις εκτιμήσεις στο 2ο κείμενο για την κατάσταση στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα καθώς και τη συνεχιζόμενη αυξητική ροή μετανάστευσης από την Ελλάδα.

 

Η πείρα από τη δράση μας στη Σκανδιναβία

Η καθοδήγηση των Κομματικών Οργανώσεών μας με βάση τη στρατηγική του Κόμματος αποτελεί σύνθετο καθήκον με ιδιαίτερες απαιτήσεις και γνώσεις, αφού δρούμε σε χώρες με άλλη ημερήσια διάταξη, όπου κυριαρχούν το κλίμα συναίνεσης, της εργασιακής ειρήνης, του κοσμοπολιτισμού και του εκλεπτυσμένου ακραίου αντικομμουνισμού, σαν αποτέλεσμα της εφαρμογής του σκανδιναβικού μοντέλου, το οποίο με μπόλικη δόση κεϋνσιανισμού επιλέχτηκε σαν πρότυπο στην αντιπαράθεση με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Η σωρεία των αντιλαϊκών και κατασταλτικών μέτρων περνάνε χωρίς αντιδράσεις και με τις ευλογίες του εργοδοτικού συνδικαλισμού. Η επιλογή του μικρότερου κακού έχει παγιωθεί στις συνειδήσεις.

Αλλάζει ακόμα η κοινωνική σύνθεση του μεταναστευτικού ρεύματος, που χαρακτηρίζεται σήμερα από προσωρινότητα και μεγάλη κινητικότητα, αφού οι νέες εργασιακές σχέσεις δεν εγγυούνται καμιά μονιμότητα και οι θέσεις εργασίας που προσφέρονται είναι περιορισμένου χρόνου. Αυτό ισχύει τόσο για ανειδίκευτους εργάτες όσο και επιστήμονες.

Δεν έχει στο μυαλό του ο άλλος ότι ήρθε εδώ να μείνει μόνιμα και προσπαθεί να δουλέψει όσο περισσότερο και να αποταμιεύσει, γεγονός που δημιουργεί ένα μόνιμο άγχος για το αύριο, συμβάλλει στο κατέβασμα των απαιτήσεων, την αποχή από το συνδικαλισμό και καταλήγει ανασταλτικός παράγοντας στην οργάνωση της πάλης. Οι περισσότεροι νέοι μετανάστες, εργάτες, φοιτητές και επιστήμονες, δε γνωρίζουν τη γλώσσα, δεν παρακολουθούν τις εδώ εξελίξεις, πληροφορούνται μόνο από τα ΜΚΔ, δεν έχουν επαφές με Σκανδιναβούς. Αποτελούν έτσι μια μορφή γκέτο που κρατώντας μόνο τα θετικά που βλέπουν, όπως το ύψος των μισθών, κάποιες κοινωνικές παροχές που δεν είχαν στην Ελλάδα και κάποιες καλύτερες υποδομές που χτίστηκαν όμως σε άλλες εποχές και σήμερα παραδίδονται στο ιδιωτικό κεφάλαιο, δυσκολεύονται να αντιληφθούν τη συνολική τάση της αντιλαϊκής επίθεσης και τους κινδύνους από τους ανταγωνισμούς στην περιοχή.

 

Υπάρχουν δυνατότητες

Η προσυνεδριακή δουλειά μάς δίνει τη δυνατότητα να προβληματιστούμε και να προβληματίσουμε με μαχητικό και αισιόδοξο πνεύμα γύρω από το πώς θα κάνουμε τη δράση μας πιο αποτελεσματική τόσο στους Έλληνες μετανάστες όσο και στο ντόπιο κίνημα, ώστε να φέρουμε σε αντιστοιχία τη στρατηγική του Κόμματος με τις απαιτήσεις της εποχής σε όρους Σκανδιναβίας και όχι Ελλάδας. Σε αυτή τη βάση θα πρέπει να χτίζουμε την ιδεολογική δουλειά, ως συστατικό στοιχείο της καθημερινής μας παρέμβασης και όχι ότι ξαφνικά οι συνεδριάσεις των ΚΟΒ θα πάρουν μορφή φροντιστηρίων σε βάρος της δράσης.

Δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Οι παρεμβάσεις που έχουν κάνει οι οργανώσεις μας, είτε σε χώρους δουλειάς ή με μορφή ανακοινώσεων ή προειδοποιήσεων, έχουν καταγραφεί σε μεγάλο αριθμό μεταναστών και ντόπιων εργαζόμενων. Άλλωστε δεν είναι και τυχαίο ότι σε μας απευθύνονται κάθε φορά που αντιμετωπίζουν προβλήματα απολύσεων, διεκδίκησης δεδουλευμένων, επιδόματα ανεργίας ή σύνταξης. Ή ακόμα μετανάστες που είχαν φύγει και επιστρέφουν, επικοινωνούν μαζί μας για να συμβουλευτούν πρακτικά ζητήματα. Ούτε στην περίοδο του εγκλεισμού δεν το βάλαμε κάτω, όπως σύστηναν οι Σκανδιναβοί εργατοπατέρες, αλλά τηρώντας τα μέτρα προστασίας σταθήκαμε όρθιοι, διατηρήσαμε τις επαφές, συλλέξαμε στοιχεία για να αποκαλύψουμε στον περίγυρό μας ότι κι εδώ ο βασιλιάς είναι γυμνός και μεταφέραμε πείρα στην Ελλάδα.

Σε συνεργασία με τους σ/φους από τα Σκανδιναβικά ΚΚ, οργανώσαμε από κοινού εκδηλώσεις για την Πρωτομαγιά, τη μέρα της Αντιφασιστικής Νίκης, κάναμε παρεμβάσεις σε χώρους δουλειάς, καταγγείλαμε τα κατασταλτικά μέτρα δείχνοντας ότι κι εδώ κάτω απ’ τις μάσκες υπάρχουν φωνές.

Θέλει επιμονή και βελτίωση με βάση τη θεωρία μας, η επιχειρηματολογία ότι με κανένα διαχειριστικό πρόγραμμα οποιασδήποτε κυβερνητικής απόχρωσης και σε καμιά καπιταλιστική χώρα δεν υπάρχουν περιθώρια ουσιαστικών αλλαγών υπέρ της εργατικής τάξης και μόνο η λαϊκή πάλη μπορεί να ανατρέψει αυτή την κατάσταση.

Άλλωστε από τα ίδια τα επίσημα στοιχεία απορρίπτεται κάθε σκέψη περί ανθρώπινου καπιταλισμού, αφού δείχνουν ότι ενώ τα κέρδη των σκανδιναβικών μονοπωλιακών ομίλων σπάνε κάθε χρόνο νέα ρεκόρ, το εργατικό εισόδημα μειώνεται βαθμιαία με τη συνολική μείωση των μισθών, των επιδομάτων, τη φοροληστεία, την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης πάνω από τα 70 και την ακρίβεια των κοινωνικών παροχών που ιδιωτικοποιούνται. Ο καπιταλιστικός δρόμος είναι παντού ξεπερασμένος και βάρβαρος.

Ακόμα και σε κάποιους κλάδους που έχουν ανάπτυξη και στους οποίους απασχολούνται αρκετοί νέοι μετανάστες με σχετικά καλύτερους μισθούς, κυριαρχούν οι ελαστικές σχέσεις εργασίας και οι ατομικές συμβάσεις που δε δίνουν καμιά εγγύηση για το χρόνο απασχόλησης, βάζουν όρους για απλήρωτες υπερωρίες, δουλειά τα σαββατοκύριακα, την τηλεργασία, την απαγόρευση του συνδικαλισμού, την ηλεκτρονική παρακολούθηση, την επιλογή δουλειά ή οικογένεια κ.ά. Ακόμα και εκεί έχουμε περιπτώσεις απολύσεων, μη ανανέωσης των συμβάσεων και επιστροφών στην Ελλάδα.

Η εκδήλωση που κάναμε για τον κλάδο του φαρμάκου στη Δανία έδωσε πολλές απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα, όπως τον ανταγωνισμό, τις πατέντες, το ύψος της υπεραξίας, το κυνήγι του κέρδους, τις εργασιακές σχέσεις και προβλημάτισε αρκετό κόσμο που ασχολείται στον κλάδο και ήρθε για πρώτη φορά σ’ επαφή μαζί μας. Μας ζήτησαν κι άλλα στοιχεία και κάποιοι συνέβαλαν και στην οικονομική εξόρμηση. Ακόμα για τη συγκεκριμένη εκδήλωση δημοσιεύτηκε άρθρο στην εφημερίδα του ΚΚ στη Δανία, που βοήθησε και την επιχειρηματολογία των Δανών συντρόφων μας σχετικά με το πλαίσιο αιτημάτων μπροστά στις διαπραγματεύσεις για τις συλλογικές συμβάσεις στο χώρο της Υγείας.

Παρόμοια αποτελέσματα είχαμε και από την εκδήλωση για το ασφαλιστικό, στην οποία έκανε παρέμβαση και η πρόεδρος του ΚΚ στη Δανία και όπου αποκαλύφτηκε η κοινή στρατηγική ελληνικής και δανέζικης κυβέρνησης στην απαίτηση του κεφαλαίου να περιοριστεί το «εργατικό κόστος», καθώς και ο υπονομευτικός ρόλος του εργοδοτικού συνδικαλισμού.

Αυτές οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να ενισχυθούν καθοδηγητικά, γιατί συμβάλλουν στο να εμπλουτίζουμε την πείρα μας, να γνωρίζουμε καλύτερα από τα μέσα τους προβληματισμούς στο ντόπιο κίνημα, τα εμπόδια που ορθώνονται από την παρέμβαση των αντιπάλων και μας βοηθούν να αναπτύξουμε παραπέρα τις καλές σχέσεις που έχουμε με τα Σκανδιναβικά ΚΚ, που είναι και μέλη στην Πρωτοβουλία, σεβόμενοι πάντα ότι αυτοί είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον της επανάστασης στη χώρα τους.

Όλα αυτά επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα της λειτουργίας και δράσης των Κομματικών και Κνίτικων Οργανώσεων στο Εξωτερικό και αντικρούουν αστικά και οπορτουνιστικά διλήμματα ότι η επαναστατική στρατηγική του ΚΚΕ αφορά μόνο στην Ελλάδα.

Η ήδη πλατιά αποδοχή των θέσεων μας δίνει ελπίδα ότι θα τα καταφέρουμε.

 

Σκέψεις για το βάθεμα της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας

του Φώτη Μπρέγιαννη
ΚΟ Εξωτερικού, Βρυξέλλες

 

Είναι αλήθεια, όπως σημειώνεται στις σχετικές Θέσεις της ΚΕ, ότι η κατάσταση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (ΔΚΚ) παραμένει κάτω από τις σύγχρονες απαιτήσεις και ανάγκες της ταξικής πάλης, αφού αυτό είναι οργανωτικά αδύναμο και προγραμματικά ανολοκλήρωτο. Είναι επίσης και ως ένα βαθμό διασπασμένο, αφού υπάρχουν κεντρικές διαφωνίες σε στρατηγικά ζητήματα όπως η συμμετοχή ή στήριξη αστικής κυβέρνησης, σταδιοποίηση της μετάβασης στο σοσιαλισμό, η τακτική στο εργατικό κίνημα, η τακτική έναντι της σοσιαλδημοκρατίας, ο χαρακτήρας της επανάστασης, η έννοια του ιμπεριαλισμού και άλλα.

Ωστόσο, την τελευταία πενταετία, και μέσα από την κοπιώδη προσπάθεια ανασυγκρότησης κομμουνιστικών οργανώσεων σε όλη την Ευρώπη και τη συντροφική συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στα ΚΚ, μπορούμε να πούμε ότι γίνονται ελπιδοφόρα βήματα.

Η Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία έχει αναδειχθεί ως η πιο συγκροτημένη προσπάθεια διεθνούς πόλου συσπείρωσης του κομμουνιστικού κινήματος μετά τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες, όπως φαίνεται και από τα στοιχεία που δίνει η Θέση 20 του δεύτερου κειμένου. Έχει ξεπεράσει τη Διεθνή Συνάντηση των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων σε βάθος, αφού έχει πετύχει ένα σημαντικό βαθμό συναντίληψης σε κάποια κρίσιμα ζητήματα (όχι σε όλα), και αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε ως βήμα. Παρόλα αυτά, υπάρχει ανάγκη βαθέματος της Πρωτοβουλίας σε κάτι περισσότερο από κόμβο συζήτησης και έκδοσης ανακοινώσεων και διακηρύξεων και ανάγκη ξεπεράσματος αδυναμιών της, με ορίζοντα κάτι που τώρα δεν υπάρχει: μια κοινή επαναστατική προγραμματική στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος στην Ευρώπη και μια κοινή του παρέμβαση στα εργατικά κινήματά της. Προς αυτή την κατεύθυνση θα ήθελα να εκφράσω μερικές σκέψεις/προτάσεις.

1) Στο πεδίο της θεωρίας, θα πρέπει να συνεχιστούν οι κοινές μελέτες και τα σεμινάρια για τα θέματα γραμμής και παρέμβασης του ΔΚΚ. Η σκέψη μου είναι ότι οι συζητήσεις αυτές πρέπει να φτάνουν πιο βαθιά από ό,τι σήμερα, να πιάσουν και ζητήματα κοινής μελέτης της ιστορίας, ενδεχομένως με ανταλλαγή ή κοινή μελέτη αρχείων ή και με μορφή εκδόσεων της ίδιας της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας, ώστε να βγαίνουν σύγχρονα συμπεράσματα για την ταξική πάλη. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στη μεταπολεμική περίοδο 1945-1960, οπότε και ρίζωσαν οι επεξεργασίες που κυριαρχούν σήμερα σε πολλά ΚΚ, ιδιαίτερα της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει στο πρόβλημα έλλειψης μελέτης της ιστορίας που θέτει η Θέση 19 του δεύτερου κειμένου. Προς αυτή την κατεύθυνση δεν πρέπει να φοβόμαστε τυχόν διαφωνίες που μπορεί να προκύψουν στην ανάλυση κάποιων ΚΚ, αφού αυτές καλό είναι να αντιμετωπίζονται και να συζητιούνται σε συντροφικό κλίμα, όπως μας έχει δείξει και η εμπειρία της Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης. Για παράδειγμα θα μπορούσαμε να κάνουμε μια κοινή μελέτη για την τακτική των ΚΚ απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, ένα ζήτημα που δεν είναι καθαρό σε πολλά ΚΚ και σε κάποια της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας.

2) Στο πεδίο της προγραμματικής συγκρότησης, αρκετά ΚΚ της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας (και κάποια εκτός της), βρίσκονται σε φάση προγραμματικής ωρίμανσης συζητώντας ή επιθεωρώντας το πρόγραμμά τους. Πρέπει να παρακολουθούμε στενά τις επεξεργασίες τους και να εκφέρουμε συντροφική γνώμη με βάση τις κατακτημένες θέσεις μας. Πάντα με συντροφική διάθεση και με αναγνώριση των τυχόν διαφορετικών συνθηκών σε κάθε χώρα, να αναδεικνύουμε τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης και τις σοσιαλιστικής οικοδόμησης, για την οποία είναι πλέον ώριμη ολόκληρη η Ευρώπη, ανεξάρτητα από τον υποκειμενικό παράγοντα σε κάθε χώρα. Επίσης, οι Ευρωπαίοι σύντροφοι έχουν συχνά ερωτήσεις για τη δράση μας στο συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα και για τη θέση μας για την Κοινωνική Συμμαχία. Πρέπει να γίνουμε πιο ικανοί, ξεπερνώντας και γλωσσικά/ορολογικά προβλήματα, να εξηγούμε τις θέσεις μας για αυτά τα ζητήματα λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές ανά χώρα. Όλες αυτές οι συζητήσεις μπορούν να βρουν γόνιμο έδαφος μέσα στην Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία. Σε κάθε περίπτωση, να σημειώνουμε χωρίς περιστροφές ότι καμία υποχώρηση από την επαναστατική προγραμματική θέση για το στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού και συγκέντρωσης δυνάμεων για την επανάσταση δεν συγχωρείται στις σύγχρονες συνθήκες. Είναι αρκετά κρίσιμο αυτό σε χώρες όπου για δεκαετίες κυριάρχησαν και κυριαρχούν θέσεις περί σταδίων και περί πολιτικών συμμαχιών από τα πάνω. Σε αυτήν την κατεύθυνση ιδιαίτερα χρήσιμη στις συζητήσεις μας έχει αποδειχθεί η εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην Ελλάδα, καθώς και όλη η διαπάλη μας με τον ΣΥΡΙΖΑ.

3) Στο πεδίο της δράσης, η Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία θα μπορούσε να οργανώσει κοινές δράσεις. Όλα αυτά βέβαια με σεβασμό στην αυτοτέλεια του κάθε ΚΚ. Μόνο έτσι η Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία θα αποκτήσει μεγαλύτερο βαθμό οργανωτικής διασύνδεσης και θα μας βοηθήσει να έχουμε κοινές εμπειρίες και συζητήσεις με τους Ευρωπαίους συντρόφους, κάτι που έως τώρα είναι αδύναμο. Μόνο έτσι, επίσης, θα πάρουν την απόφαση να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία κάποια ΚΚ που ακόμα ταλαντεύονται. Στο πεδίο της δράσης, θα βοηθούσε σίγουρα μια καλύτερη επαφή και διασύνδεση των οργανώσεών μας στο εξωτερικό με τα ΚΚ των χωρών όπου ζούμε, αλλά και με τις οργανώσεις εξωτερικού άλλων ΚΚ.

 

Με επαναστατική αισιοδοξία και πίστη στο δίκιο της τάξης μας, θα ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των καιρών

του Ζώη Μπρέστα
μέλους του Γραφείου της ΤΕ Βιομηχανίας Κ. Μακεδονίας

 

Το πρώτο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ αποτελεί ένα πραγματικό όπλο στα χέρια των Κομματικών και Κνίτικων Οργανώσεων. Το περιεχόμενό του εκφράζει βήματα στην ωρίμανση του Κόμματος, αποτελεί δυνατή βάση ώστε το σύνολο του κομματικού δυναμικού και ο περίγυρος των ΚΟΒ να συμβάλλουμε ουσιαστικά στην προσυνεδριακή διαδικασία.

Οι θέσεις του πρώτου κειμένου στο σύνολό τους με βρίσκουν σύμφωνο. Είναι καθαρό ότι η ΚΕ θέτει στο επίκεντρο το ζήτημα της ιδεολογικής - πολιτικής - μορφωτικής αναβάθμισης της δουλειάς μας, γεγονός που απαιτεί και γοργά βήματα στην καθοδηγητική μας δουλειά.

Ορισμένα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη δράση μας.

Βασικό ζήτημα αποτελεί το κατά πόσο καθοδηγητικά μας απασχολεί σταθερά και σε βάθος το επίπεδο της αφομοίωσης από το κομματικό δυναμικό των στρατηγικών μας επεξεργασιών. Σε αρκετές ΚΟΒ παρατηρείται γοργή ανανέωση των δυνάμεων, με αρκετά νέα μέλη που δεν έχουν περάσει από το σχολείο της ΚΝΕ. Το γεγονός αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με την ανάγκη να κεντράρουμε την ιδεολογική-πολιτική δουλειά, παράλληλα με την καθημερινή μαζική δράση και διαφώτιση.

Τι παρατηρείται. Ότι καθοδηγητικά δεν εκτιμάμε πολλές φορές σωστά το πού ένα μέλος μας δυσκολεύεται στην κατανόηση και αφομοίωση πλευρών της στρατηγικής μας, ποια κενά είναι αυτά που χρειάζεται να βοηθήσουμε να καλυφθούν, άσχετα αν η επικαιρότητα το φέρνει στο προσκήνιο ή υποβόσκουν.

Κάτω από την πιεστική καθημερινότητα μετατρέπεται σε κυρίαρχο κριτήριο η συμμετοχή σε δράσεις. Μας «κάθεται» χειρότερα στο μυαλό το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι σε μια εξόρμηση, συνολικά σε μια δράση, από το να αντικρίζουμε βαθιά ιδεολογικά κενά.

Τη θέληση για συμμετοχή σε εξορμήσεις, αφισοκολλήσεις και λοιπές δράσεις μπορούν να την γεννήσουν αρκετές πρόσκαιρες συνθήκες. Αλλά την αντοχή στο χρόνο, τη συνεπή και σταθερή δράση συνολικά στην κομματική ζωή ενός συντρόφου, μπορεί να την γεννήσει μόνο η βαθιά και συνεχής μελέτη και αφομοίωση της στρατηγικής μας. Η κατανόηση των αιτιών της αδικίας που βιώνουμε, η γνώση του τι υποδομή χτίζει σήμερα η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, σε αυτήν την άχαρη και ρουτινιάρικη πολλές φορές περίοδο, που την χαρακτηρίζουμε και είναι αντεπαναστατική. Η πίστη στο ότι τα πράγματα αλλάζουν, κινούνται και ότι αντικειμενικά θα πάνε προς τα μπροστά αν ο υποκειμενικός παράγοντας θα είναι έτοιμος την κρίσιμη στιγμή να τα πάει.

Σε αυτή τη βάση χρειάζεται να χτυπήσει καμπανάκι και σε χώρους που υπάρχει ένας ορισμένος συμβιβασμός στα ζητήματα της μελέτης, όπως «παραδοσιακά» στους οικοδόμους. Μπορεί τα ταξικά αντανακλαστικά τους να είναι ανεβασμένα σε σχέση, π.χ., με ένα μεγάλο τμήμα μηχανικών, να έχουν λιγότερες αυταπάτες για την ταξική τους θέση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι σε απότομες στροφές της ταξικής πάλης, σε συνθήκες έντονης πίεσης από τον αντίπαλο, δε θα έχεις διαρροές, ανέτοιμους συντρόφους να ανταποκριθούν στις πιο σύνθετες συνθήκες.

Ίσα-ίσα που εκεί θα πρέπει να βελτιωθούν άλλες καθοδηγητικές πτυχές, όπως οι συχνές συνεργασίες, οι σταθερές συνεδριάσεις με τέτοιο περιεχόμενο και άλλα. Άλλωστε τα μαθήματα στις ΚΟΒ ανέδειξαν ενδιαφέρον, δίψα για συζήτηση.

Άλλο ζήτημα αφορά τον προβληματισμό που υπάρχει πολλές φορές σε καθοδηγητικά όργανα για το ζήτημα της μαχητικοποίησης του δυναμικού μας, με διάφορες αφορμές και σε διάφορες μάχες. Απαιτούμε –και καλά κάνουμε– να έχουμε το δυναμικό μας πάντα σε θέση μάχης, είτε αυτό αφορά ζήτημα συνδικαλιστικής δράσης είτε αυτό αφορά πολιτικές μάχες. Απαιτούμε όμως χωρίς να έχουμε εξετάσει ολοκληρωμένα αν καθοδηγητικά έχουμε προετοιμάσει τα μέλη μας για αυτή τη μάχη, με συζήτηση για το πώς αυτή συμβάλλει στην ενίσχυση του Κόμματος και της επιρροής του, για το ποιο ρόλο έχει ο ίδιος ο σύντροφος σε αυτή τη μάχη και τι απαιτούμε από αυτόν τη δεδομένη στιγμή.

Από την άλλη, καταγράφουμε και θετική πείρα από έναν τρόπο δουλειάς που αποδεδειγμένα βοηθάει στην προώθηση των απαιτητικών στόχων που βάζουμε.

Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια για μελέτη των χώρων και των κλαδικών εξελίξεων, που αποδεικνύεται σημαντική προϋπόθεση για την ουσιαστική βελτίωση της πολιτικής παρέμβασής μας.

Η ολόπλευρη επεξεργασία και δημοσίευση (ΚΟΜΕΠ τ.3/2018) του άρθρου «Για την εξόρυξη χρυσού στη Β/Α Χαλκιδική» ήταν η βάση πάνω στην οποία καταφέραμε να διαχωριστούμε από το στεγνό «ναι» ή «όχι» που κυριάρχησε στην αστική διαπάλη και να προβάλουμε στο επίκεντρο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στην περιοχή. Έτσι από καλύτερες θέσεις εξετάσαμε ζητήματα και για συγκεκριμένα τμήματα εργαζομένων, επεξεργαστήκαμε αιτήματα, αξιοποιώντας φυσικά και μια καλύτερη εικόνα που αποκτούσαμε σε μια πορεία. Όλα τα παραπάνω μέσα από μια μαχητική προσπάθεια, εκφράστηκαν και σε επίπεδο κινήματος.

Αντίστοιχα, η μελέτη των νέων εξελίξεων στον κλάδο των κατασκευών, στο φόντο της νέας κρίσης και της κρατικής επιλογής για επεκτατική πολιτική, αποδείχθηκε αναγκαία για να μην «τσιμπήσουμε» στα καλέσματα υποταγής εν αναμονή του «επενδυτικού αναπτυξιακού σοκ» που θα δώσει δουλειά στον κλάδο. Η απάντηση σε ερωτήματα όπως «έργα υποδομής για ποιον και με τι όρους για τους εργαζόμενους;» βοήθησε το δυναμικό μας να βγει επιθετικά, να αναδείξουμε το πραγματικό δίλημμα που χρειάζεται να απαντήσουν οι συνάδελφοι σήμερα και είναι: «Ταμείο Ανάκαμψης και καπιταλιστικές επενδύσεις ή σοσιαλισμός»;

Αποδείχθηκε επίσης ότι ακόμα και σε δύσκολους χώρους, χωρίς προηγούμενη πείρα, ακόμα και με λίγες δυνάμεις στην αρχή, μπορεί να γίνει η διαφορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να ενισχύονται μέσα από την καθοδηγητική δουλειά.

Για παράδειγμα η στάση στη δουλειά, η συναδελφικότητα, η σεμνότητα, η ντομπροσύνη και η αταλάντευτη στάση απέναντι στη διοίκηση, βοηθούν τους εργαζόμενους που πρώτοι κάνουν το αγωνιστικό βήμα να διαμορφώνουν κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των συναδέλφων.

Όπως και η σταθερή και εύστοχη διαπάλη, η οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους προβληματισμούς και την αγωνιστική πείρα (ή την απουσία της) των εργαζόμενων σε ένα χώρο. Να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του χώρου, του τρόπους έντασης της εκμετάλλευσης, ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας και να φωτίζει αυτή τη διαπάλη με την προοπτική, με τη θέση του Κόμματος.

Αλλά και η γρήγορη και εύστοχη προσαρμογή των αιτημάτων που θα εξυπηρετήσουν κάθε φορά το στόχο της αγωνιστικής διεκδίκησης παίζουν σημαντικό ρόλο.

Κλείνοντας, θεωρώ ότι μπορούμε πλέον να προωθήσουμε από καλύτερες θέσεις το καθήκον της ανανέωσης και διεύρυνσης των κομματικών δυνάμεων με κοινωνικοταξικά κριτήρια, του κομμουνιστικού ατσαλώματος του κομματικού δυναμικού. Να μετρήσουμε βήματα στην ενίσχυση του ιδεολογικού στοιχείου στην εσωκομματική λειτουργία, στους ιδεολογικοπολιτικούς δεσμούς των ΚΟΒ µε τον περίγυρό τους, που αποτελούν βασικές προϋποθέσεις υλοποίησης του παραπάνω καθήκοντος.

 

Για τη βελτίωση της ικανότητας υλοποίησης των καθηκόντων μας

του Κώστα Ιωσηφίδη
ΤΓ Βιομηχανίας Κ. Μακεδονίας

 

Συμφωνώ με τις θέσεις της ΚΕ. Δε νοείται λειτουργία και συγκρότηση του Κόμματος, κριτική και αυτοκριτική, έξω από το στρατηγικό καθήκον που έχουμε σε όλη την πολύπλοκη πορεία της ταξικής πάλης. Την ικανότητα καθοδήγησης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, ως επαναστατικής πρωτοπορίας στην καθημερινή μαχητική παρέμβαση, τον αντικειμενικό χαρακτήρα του Κόμματος ως φορέα σύγχρονων ιδεών για την επαναστατική προοπτική. Από τις αργόσυρτες περιόδους σε αντεπαναστατική περίοδο, την προετοιμασία και νικηφόρα έκβαση της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη, μέχρι τη σύγχρονη απόπειρα οικοδόμησης της νέας κοινωνίας του Σοσιαλισμού-Κομουνισμού.

Η εκτίμησή μας θα είναι προωθητική όσο αφομοιώνει την πείρα που συγκεντρώνεται. Όχι μόνο ατομικά - περιορισμένα ενός μέλους του Κόμματος ή ακόμα και μιας ΚΟΒ ή ΤΟ. Ούτε όμως μόνο της σημερινής ειδικά όταν το Κόμμα έχει μελετήσει και αφομοιώσει συμπεράσματα από την ταξική πάλη –από θέση πρωτοπορίας, οργάνωσης και διεξαγωγής της– πολλών δεκαετιών τόσο δικιάς μας όσο και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Είναι κρίσιμη η ικανότητα προώθησης των καθηκόντων που απορρέουν από τις θέσεις 9-15. Ιδιαίτερα στο κεντρικό ζήτημα, πώς κάθε μας κίνηση, από το πιο απλό καθημερινό πρόβλημα μέχρι το πιο σύνθετο, δε θα λύνεται τυποποιημένα και μηχανιστικά αλλά θα φωτίζεται από τη στρατηγική μας.

Υπάρχουν πολλά περιθώρια στην οργάνωση της κομματικής ζωής ώστε να ενισχύεται αυτή η προϋπόθεση στην πράξη. Να ξεπεράσουμε τη λογική ότι η προώθηση της στρατηγικής μας στην εργατική τάξη, η εξειδίκευσή της, οι μεγάλοι στόχοι, αφορούν ανώτερα καθοδηγητικά όργανα και όσο πάμε παρακάτω υλοποιούμε κατευθύνσεις «στο μέτρο των δυνάμεών μας και όσο μας το επιτρέπουν οι συνθήκες». Αυτό πολλές φορές εκφράζεται σε φαινόμενα ανεπεξέργαστης και αδούλευτης διαμόρφωσης σχεδιασμού από τους ενδιάμεσους καθοδηγητικούς κρίκους και τις ίδιες τις ΚΟΒ και τις Κομματικές ομάδες σε κάθε χώρο (θ.29-34).

Η αντιμετώπιση τέτοιων αδυναμιών είναι απαραίτητη για να ανταποκρίνεται το Κόμμα στο ρόλο του οργανωτή της πάλης των εργατών όχι γενικά αλλά της πάλης για το Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό. Είναι εγγύηση για την αποτελεσματικότητά μας ιδιαίτερα σε συνθήκες που δύσκολα μπορούμε να την μετρήσουμε σε σημαντική άνοδο της ταξικής πάλης και κατακτήσεων για την εργατική τάξη. Βέβαια οι εργαζόμενοι αντικειμενικά στο πεδίο της εύρεσης άμεσων λύσεων μετράνε πολλά. Εμείς όμως δεν μπορούμε να έχουμε τα ίδια κριτήρια. Πρέπει καλύτερα να εκπαιδευτούμε να αξιολογούμε τη δουλειά μας σε άλλα στοιχεία που η εργατική τάξη δεν μπορεί σήμερα να εκτιμήσει, επιδρώντας παράλληλα στη διαμόρφωση σωστών, αντικειμενικών κριτηρίων στους εργάτες, κύρια στους πρωτοπόρους, τους τίμιους εργάτες που μπορεί να ξεκινάνε από πολύ μακρινή αφετηρία. Δείκτες όπως η κομματική οικοδόμηση, συγκρότηση κομματικών πυρήνων, σύσφιξη δεσμών με τον περίγυρο, ανανέωση του Κόμματος με νέους και γυναίκες, ικανότητα εξειδίκευσης και εκλαΐκευσης της πολιτικής μας κατά κλάδο και μέτωπο, μελέτη του σχεδιασμού του αντίπαλου και των μηχανισμών του, άνοδο του ιδεολογικοπολιτικού επιπέδου με εργαλεία το Ριζοσπάστη, τα μαθήματα, την ΚΟΜΕΠ, το βιβλίο.

Σίγουρα δεν αποτελούν νέα στοιχεία στη δουλειά μας. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι κάθε καθυστέρηση σε αυτά αδυνατίζει το κεντρικό ζήτημα που αναφέρεται στη θέση 9. Είναι λοιπόν σημαντική η αφομοίωση των συμπερασμάτων της ΚΕ και για έναν παραπάνω λόγο. Για να μπορέσουμε καλύτερα να ερμηνεύσουμε και να εντοπίσουμε τη ρίζα των αδυναμιών μας και όχι την έκφρασή τους, να μετράμε καλύτερα χωρίς να υποτιμάμε τα θετικά βήματα, να αναγνωρίζουμε με ωριμότητα δυνατότητες που ανοίγονται απ’ τη δουλειά μας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δουλειά στο κίνημα, η οποία έχει ιδιαίτερα κριτήρια-δείκτες που εκφράζεται η αποτελεσματικότητά μας και που σε κάθε χώρο παίρνουν συγκεκριμένη έκφραση και στόχους, δεν είναι αφηρημένα κριτήρια. Εδώ είναι ο καθρέφτης όπου κάθε αδυναμία στη δουλειά με τη στρατηγική μας φανερώνεται όλο πιο καθαρά. Κάθε προχειρότητα μεταφράζεται σε δυσκολία συσπείρωσης δυνάμεων, κάθε διστακτικότητα φανερώνει κενά και αφήνει δυνατότητες αναξιοποίητες. Αντίθετα, όσο προχωράει αυτό το καθήκον ανοίγουν νέες προοπτικές και για το δυνάμωμα του Κόμματος. Ένα παράδειγμα είναι η δουλειά για την οργάνωση μιας απεργίας. Απέχουμε ακόμα στο να δίνουν οι Κομματικές ομάδες των σωματείων τέτοιες μάχες όχι εφήμερα και αποκομμένα αλλά με βάση τη στρατηγική μας. Να μην αντιμετωπίζεται π.χ. ως αρχή ή τέλος της δράσης μας. Άλλωστε μια απεργία είναι στοιχείο της επικαιρότητας, εκφράζει την κατάλληλη απάντηση-μορφή σε συγκεκριμένες συνθήκες και εξελίξεις που την επιβάλλουν. Δεν μπορεί λοιπόν μια μάχη που προκύπτει από την επικαιρότητα, όσο οξυμένη και να είναι, να την αντιμετωπίζουμε σαν παρένθεση ή σαν κορύφωση χωρίς να είναι στοιχείο-σταθμός ελέγχου ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού για την ανασύνταξη στον κλάδο. Όταν το μεγάλο σχέδιο για την ανασύνταξη στο χώρο λείπει ή είναι αδύναμο, το αποτέλεσμα είναι η απεργία και η επικαιρότητα να καθορίζονται με «πιο άμεσους και εφικτούς» στόχους και κριτήρια.

Εκφράζεται ακόμη σε μεγάλα διαστήματα που ενώ έχουμε περιεχόμενο και στόχους δράσης, παρατηρούμε το φαινόμενο να περιμένουμε να προκύψει κάτι για να παρέμβουμε. Μας πιάνει αμηχανία σε χώρους που δε χτυπιούνται από την κρίση, ή που τηρούνται κάποια στοιχειώδη, ή π.χ. εκεί όπου η εντατικοποίηση δεν εκφράζεται σε εργατικά ατυχήματα. Πολλές φορές δεν τολμάμε εύκολα με επιθετικά αιτήματα τα οποία εκτός από σωστή εκτίμηση των διαθέσεων απαιτούν και ανεβασμένη ιδεολογικοπολιτική αντεπίθεση με την ουσία της αστικής στρατηγικής.

Αντίστοιχα, ο προβληματισμός για το πώς η πολεμική και η κριτική μας γίνεται αποδεικτική (θ.29) εκφράζεται και στη δουλειά μας στο κίνημα. Λέμε σε ορισμένους χώρους για διάφορους συνδικαλιστές ότι είναι εργοδοτικοί, ότι καλλιεργούν τον κοινωνικό διάλογο και συντεχνιασμό. Βεβαίως είναι σωστή η κριτική μας. Αλλά δεν είναι ευρέως κατακριτέα αυτά τα φαινόμενα στην πλειοψηφία των εργαζόμενων, άρα ούτε εμείς αποδεικτικοί για την ανάγκη αλλαγής συσχετισμών στο χώρο. Δεν είναι μόνο θέμα πώς εκφραζόμαστε αλλά ουσίας να χτυπάμε στην πράξη το συντεχνιασμό και τον κοινωνικό διάλογο. Άλλωστε, ακόμα και με αρνητικό συσχετισμό σε ορισμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις θα ήταν καλύτερες οι προϋποθέσεις αλλαγής του ακόμα και απόσπασης κατακτήσεων αν δουλεύεται ολοκληρωμένα η δικιά μας γραμμή πάλης στην πλειοψηφία των εργαζόμενων. Η πανελλαδική πείρα δείχνει ότι απαιτείται πλαίσιο αιτημάτων που να ενοποιεί την πάλη, διαπάλη εύστοχη και κοινή δράση των φορέων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Προϋπόθεση είναι σε όλη την κλίμακα, με ευθύνη ατομική και συλλογική να μετρήσουμε βήματα στο βαθμό αφομοίωσης της στρατηγικής μας.

 

Για την παρέμβασή μας στον Πολιτισμό

του Γιώργου Καραθάνου
μέλους ΣΠ Κεντρικής Μακεδονίας ΚΝΕ

 

Η ιστορία του Κόμματός μας είναι άρρηκτα δεμένη και με αυτό που ονομάζουμε «λαϊκή τέχνη», υπό το πρίσμα του από τι δημιουργούς παράγεται και σε ποιο «κοινό» ακουμπά και όχι ως δείκτη της ευκολίας του μηνύματος που περνά.

Οφείλουμε να γίνουμε πολύ πιο απαιτητικοί με τους εαυτούς μας στην παρέμβασή μας στον πολιτισμό και την καλλιτεχνική δημιουργία. Πρώτα και κύρια να ατσαλωθούμε ιδεολογικά σε αυτό το μέτωπο. Να αφομοιώσουμε όλη την παρακαταθήκη που οι κλασσικοί έχουν δημιουργήσει. Να αποκτήσουμε μαρξιστικά εργαλεία στη σκέψη μας για την καλλιτεχνική δημιουργία και αισθητική. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κατευθύνουμε και τη δράση μας με σκοπό την πρωτοπόρα, προοδευτική καλλιτεχνική δημιουργία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην μεγάλη πλειοψηφία των Οργανώσεων της ΚΝΕ, η παρέμβασή μας περιορίζεται σε αυτά τα κομμάτια της καλλιτεχνικής δημιουργίας που είναι πιο εύκολα προσβάσιμα και πιο μαζικά υιοθετημένα, πράγμα αναγκαίο και θεμιτό αλλά που πολλές φορές αφήνει πίσω του χώρους και πτυχές της τέχνης τελείως άθικτες, με αποτέλεσμα ο αντίπαλος να βγάζει μέσα από αυτές τα καλύτερα παιδιά του μιας και εμείς δεν παρεμβαίνουμε. Χρειάζεται να είμαστε σε θέση να απαντήσουμε σε όλα και όχι σε κάποια και για να γίνει αυτό χρειάζεται να αποκτήσουμε θεωρητικό υπόβαθρο και κριτήριο στη σκέψη μας. Οι ήδη υπάρχουσες εκδόσεις βοηθούν σε μεγάλο βαθμό αλλά πρέπει να πυκνώσουν, χρειάζεται σε αυτή τη δουλειά να αξιοποιηθούν σύντροφοι που φοιτούν ή και ασχολούνται επαγγελματικά με την τέχνη.

Αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός πως η χρέωση με τον πολιτισμό συνεχίζει ιδιαίτερα σε επίπεδο Οργανώσεων της περιφέρειας να θεωρείται πολυτέλεια, όταν η καθημερινή πολιτική δραστηριότητα είναι βαριά και τα καθήκοντα πολλά. Η δουλειά μας απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Να μη σκοντάφτουμε στην απαίτηση των άμεσων αποτελεσμάτων που μας περιορίζει αλλά να συστηματοποιήσουμε τη δράση μας στον πολιτισμό. Αυτό απαιτεί από εμάς να βάζουμε στο επίκεντρο τη λειτουργία των επιτροπών που πολλές φορές μένουν ανενεργές για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η δράση των επιτροπών χρειάζεται να είναι τέτοια που να απαντά σε ζητήματα που θέτει ο αντίπαλος με σκοπό να αποπροσανατολίσει τη συνείδηση, να την προσεταιρίσει στις δικές του απαιτήσεις. Να είναι ολόπλευρη και να συμβάλλει στη δραστηριότητα των Οργανώσεων, στη διεύρυνση δηλαδή της δράσης κάθε Οργάνωσης, στο άπλωμα της δουλειάς με νέα στοιχεία και εφόδια.

Την τετραετία που μεσολάβησε καταφέραμε να συνδυάσουμε καλύτερα την καθημερινή πολιτική δουλειά με την πολιτιστική παρέμβαση και την καλλιτεχνική δημιουργία. Σε ένα μεγαλύτερο βαθμό ξεφύγαμε από την αντιμετώπιση μιας καλλιτεχνικής παρέμβασης ως κάτι παράλληλο σε μια δράση με σκοπό αυτή να είναι πιο πλούσια ή να ομορφύνει περισσότερο, μια βραχύβια λογική που περιόριζε τη δυνατότητα για συστηματική παρέμβαση στην ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, των μηνυμάτων που περνά αλλά και της αξιοποίησής της συνολικά στην παρέμβασή μας. Οι στόχοι που τέθηκαν και σε επίπεδο ΟΠ της ΚΝΕ για άνοιγμα στεκιών πολιτισμού συνέβαλε σε αυτή την κατεύθυνση και χρειάζεται το επόμενο διάστημα να γίνει ακόμα πιο συστηματική δουλειά. Σε πολλές περιπτώσεις εκφράζεται μια διακύμανση στη δράση των στεκιών. Χρειάζεται παρ’ όλα αυτά να ξεχωρίσουμε τη δράση μας μέσα από τέτοιες δομές που στήνουμε και επιδιώκουμε να διευρύνουμε το επόμενο διάστημα. Να ξεχωρίσουμε στη δράση μας δύο βασικές πλευρές: αφενός την ανάδειξη της αναγκαιότητας ενός ανθρώπου να έρθει σε επαφή με την καλλιτεχνική δημιουργία ή να ασχοληθεί περισσότερο με αυτή σε μια περίοδο που αυτό καθίσταται αδύνατο με τους ταξικούς φραγμούς που θέτει η ίδια η άρχουσα τάξη και, από την άλλη, τη δυνατότητα μέσα σε αυτούς τους χώρους να ξεκινήσει μια δουλειά με σκοπό την πρωτοπόρα καλλιτεχνική δημιουργία σήμερα. Σίγουρα για να φτάσουμε σε αυτό το στόχο έχουμε πολλά πρακτικά και θεωρητικά βήματα να μετρήσουμε αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να τα πετύχουμε, αλλά ότι χρειάζεται άμεσα να τα θέσουμε ως στόχους πάλης.

Τέλος, χρειάζεται να γίνουμε ικανότεροι να ξεχωρίζουμε στην τέχνη τα δημιουργήματα και τους δημιουργούς της που αξιοποιούνται ως βασικά όπλα του αντιπάλου για να επικρατήσει η σάπια λογική του, τα ξεπεσμένα του ιδανικά και η όλο μπόχα ιδεολογική του βάση. Να μην είμαστε επιφανειακοί ως προς αυτό που βλέπουμε και κρίνουμε αλλά να ξεψαχνίζουμε την ουσία του. Δεν είναι λίγα τα έργα τα οποία μπορεί να κρίνουν ή και να καταδικάζουν τα «κακώς κείμενα» αυτού που ζούμε αλλά στην προοπτική που δίνουν να αναμασούν ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Έτσι, αντιδραστικές, οπισθοδρομικές, θεοκρατικές, ανορθολογικές απόψεις και σκέψεις μπαίνουν στην καθημερινή συζήτηση για να σταματήσουν τη ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου, να βάλουν φρένο στην προοπτική. Πολλές φορές μπορεί να καταλήγουν και σε «μανιφέστα» των καλλιτεχνών ή ακόμα-ακόμα και σε κινήματά τους που ουσιαστικά, απολαμβάνοντας την προβολή που έχουν, η διεκδίκηση παραμένει επιδερμική, δεν ακουμπούν ούτε στις μύτες τους το σύστημα. Παράλληλα, μια σειρά καλλιτέχνες υπηρετούν με συνέπεια τη γραμμή της αστικής τάξης που στην πιο προοδευτική τους μορφή εκφράζονται με το ρεφορμισμό και στην πιο αντιδραστική με τη λογική «καπιταλισμός ή χάος». Και ενώ στη δεύτερη μπορούμε πολύ πιο εύκολα να ξεχωρίσουμε τις ιδέες και να τις πολεμήσουμε στα ίσα, στην πρώτη πολλά σκεπάζονται από το πέπλο της καλλιτεχνικής ελευθερίας, της πολυσημίας ενός δημιουργήματος και της χαώδους λογικής πως υπάρχουν πολλά επίπεδα και στρώματα ερμηνείας, μιας και η αντικειμενική αλήθεια είναι κάτι αδύνατο να βρεθεί. Εδώ χρειάζεται και εμείς να γίνουμε ικανότεροι στο πώς δίνουμε ολοκληρωμένα την άποψή μας, πως δημιουργός και δημιούργημα δε γίνεται να βρίσκονται σε διαφορετικό επίπεδο, πως η αντιδραστική στάση ζωής θα δημιουργήσει και αντιδραστικό έργο. Παράλληλα, να μη γινόμαστε αφοριστικοί με έργα ή δημιουργούς που σε αυτή τη φάση μπορεί να μην έχουν κάποια αφετηριακή σχέση με τις ιδέες μας, αλλά είναι στο χέρι μας να την δημιουργήσουμε. Στο πλαίσιο αυτό χρειάζεται να γίνουμε πιο διεισδυτικοί στο πώς παρεμβαίνουμε σε τέτοιους ανθρώπους, τι προσλαμβάνουσες τους δίνουμε ώστε θεωρητικά και πρακτικά να ξεχωρίσουν στο μυαλό τους την ιδεολογική και καθημερινή πάλη μεταξύ της άρχουσας και της εργατικής τάξης. Και αυτό θα βελτιώνεται όσο και εμείς καλύτερα παρεμβαίνουμε σε όλα τα ζητήματα που άπτονται της ζωής ενός νέου καλλιτέχνη σήμερα. Σε στόχους και αιτήματα πάλης για τη ζωή του, τις ανάγκες του και την κάλυψή τους, παράλληλα βέβαια με την ανάγκη να δυναμώσει η πάλη για ουσιαστική κοινωνική αλλαγή.

 

Ορισμένες πλευρές για τον κλάδο της εφοδιαστικής αλυσίδας

της Κ.

 

Στο 2ο κείμενο των Θέσεων γίνεται μια σαφής προσπάθεια να δούμε τις οικονομικές και διεθνείς εξελίξεις μέσα από τη σκοπιά του Κόμματος. Το ζήτημα αυτό είναι που μας βασανίζει πολύ και είναι λογικό καθώς αποτελεί στοιχείο βελτίωσης του υποκειμενικού παράγοντα. Θα προσπαθήσω και εγώ με την σειρά μου να συμβάλω στη συλλογική αυτή προσπάθεια, φωτίζοντας κάποιες τέτοιες πλευρές μέσα από τον υποστηρικτικό κλάδο της παραγωγής, αυτόν της εφοδιαστικής αλυσίδας.

 

1) Σε σχέση με τις εξελίξεις στον κλάδο:

– Σαν υποστηρικτικός κλάδος της βιομηχανίας αξιοποιείται στον καπιταλισμό κάθε φορά ανάλογα με τον προσανατολισμό που υπάρχει στα πιο κερδοφόρα πεδία. Η επιλογή της Kuehne and Nagel, για παράδειγμα, για τη μεταφορά των εμβολίων της Moderna στην Ευρώπη δεν είναι τυχαία.

– Η χώρα μας και η ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης αποτελούν κόμβο μεταφοράς εμπορευμάτων και Ενέργειας. Πίσω από αυτήν την κατά τα άλλα εντυπωσιακή και πολλά υποσχόμενη βιτρίνα κρύβεται η διεθνής τάση των μονοπωλίων και των κρατών τους για οικονομικές λύσεις ως προς το σημείο διέλευσης εμπορευμάτων, που αποτελεί ένα πλεονέκτημα στην καθιέρωση κόμβων στην εφοδιαστική αλυσίδα. Άρα τελικά στη χώρα μας διασταυρώνονται αντιτιθέμενα συμφέροντα μεγάλων μονοπωλιακών δυνάμεων που ψάχνουν να διοχετεύσουν τα λιμνάζοντα κεφάλαιά τους σε πεδία που θα τους αποφέρουν ακόμη περισσότερα κέρδη.

– Είναι εμβληματικές οι επενδύσεις που γίνονται από μεγάλες πολυεθνικές και logistics centers που θα δημιουργηθούν το επόμενο διάστημα σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Τι έρχονται να εξυπηρετήσουν αυτά; Η πραγματικότητα αποδεικνύει και στην πράξη ότι οι επενδύσεις αυτές στηρίζονται στο πολύ φθηνό εργατικό δυναμικό με μισθούς σε επίπεδα λίγο πιο πάνω από τον βασικό και παράλληλη αξιοποίηση νέου ηλικιακά, εξειδικευμένου σε πολλές περιπτώσεις, εργατικού δυναμικού. Χρησιμοποιώντας και πιο σύγχρονους τρόπους αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης με μεγάλο αριθμό γυναικών εργαζόμενων σαν διοικητικό προσωπικό, χωριζόμενοι οι εργαζόμενοι σε ομάδες εργασίας , αξιοποιώντας την τηλεργασία, τελικά επενδύουν στην Ελλάδα για να εξοικονομήσουν παραπάνω κέρδη. Δεν είναι τυχαίο ότι, για παράδειγμα, ενώ σε γερμανική πολυεθνική του κλάδου την περίοδο της πανδημίας το προσωπικό της εταιρίας μειώθηκε έως και 50% σε ορισμένες γερμανικές πόλεις, στη Θεσσαλονίκη στο παράρτημα της εταιρίας οι εργαζόμενοι που δουλεύουν για τις αντίστοιχες πόλεις, δούλευαν υπερωρίες και έχουν γίνει τους τελευταίους 2 μήνες περίπου 50 προσλήψεις. Σε τέτοια παραδείγματα βασίζεται η καπιταλιστική ανάπτυξη και οι επενδύσεις.

– Στην τελευταία μελέτη του ΣΕΒ σε σχέση με την εφοδιαστική αλυσίδα διαπιστώθηκε ότι και την περίοδο της πανδημίας υπήρχαν δυσχέρειες όπως η επιμήκυνση των χρόνων παράδοσης, αλλά και αυξημένες απαιτήσεις παράδοσης λόγω στροφής στο ηλεκτρονικό εμπόριο, άρα χρειάζονται να παίξουν καθοριστικό ρόλο οι νέες τεχνολογίες, η αυτοματοποίηση και η ρομποτική στον κλάδο. Η τάση αυτή έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται με τη διαφοροποίηση που υπάρχει και στο εργατικό δυναμικό που δουλεύει σαν διοικητικό προσωπικό στις αποθήκες. Οι ηλικίες των 40 είναι συνήθως απόφοιτοι κάποιου ΙΕΚ, ενώ οι εργαζόμενοι ηλικιών 25-30 απόφοιτοι τουλάχιστον της σχολής logistics στην Κατερίνη που κατά βάση έχουν και ένα μεταπτυχιακό, άρα χειρίζονται πολύ πιο άνετα τα πληροφορικά συστήματα που χρησιμοποιούνται.

– Ξεχωρίζουμε ότι σε αυτή τη φάση στον κλάδο, αν και είναι υπό διαμόρφωση, παίζει καθοριστικό ρόλο σε επίπεδο Κεντρικής Μακεδονίας μεγάλη εταιρία στην οποία έγινε μεγάλη επένδυση από αμερικάνικο fund και είναι σε φάση που και λόγω αυτής της επένδυσης επεκτείνει τον αποθηκευτικό της χώρο και το στόλο της. Παράλληλα συγκεντρώνονται και αρκετές μικρές μεταφορικές εταιρίες που διαθέτουν και μικρές αποθήκες που φαίνεται ότι παίζουν ενισχυτικό ρόλο σε διάφορους στόλους φορτηγών και χρησιμοποιούνται από διάφορες βιομηχανίες που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό. Εκεί βρίσκεται και το πιο σκληρά εκμεταλλευόμενο τμήμα του εργατικού δυναμικού του κλάδου που τα 10ωρα, η βαριά και σε πολλές περιπτώσεις χειρωνακτική δουλειά και οι χαμηλοί μισθοί είναι κανόνας.

 

2) Με βάση τα παραπάνω διαμορφώνονται οι εξής αντιλήψεις:

– Ότι οι νέοι εργαζόμενοι σε αυτόν τον κλάδο επηρεάζονται πολύ από τα γενικότερα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, διαμορφώνοντας άποψη κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι το κομμάτι αυτό των εργαζομένων που γενικά θεωρεί ότι ο καπιταλισμός έχει πολλά σάπια πράγματα, αλλά υπάρχει καλύτερη διαχείριση μέσα από πιο βιώσιμες λύσεις. Η χρήση νέων τεχνολογιών είναι κατά βάση μια από αυτές, άρα πολύ πιο συγκροτημένα χρειάζεται να αναδεικνύουμε πιο προωθημένα ζητήματα σε σχέση με το σε ποια κοινωνία θα μπορούσαν πραγματικά να αξιοποιηθούν οι νέες τεχνολογίες για την εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών.

– Είναι το κομμάτι του εργατικού δυναμικού που βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση πιστοποιήσεων, νέων προσόντων κτλ., προσπαθώντας να χτίσει το σωστό βιογραφικό που θα το οδηγήσει σε μια καλύτερη δουλειά. Καλλιεργούνται έτσι ψεύτικες προσδοκίες ότι μπορείς αν προσπαθήσεις και αριστεύσεις να «πιάσεις κάποια στιγμή την καλή», άρα προσπάθησε περισσότερο και θα τα καταφέρεις.

– «Η δουλειά στον κλάδο εφόσον είναι αναπτυσσόμενος και γίνονται επενδύσεις θα μου παρέχει μια ασφάλεια» δηλαδή έστω και με χαμηλό μισθό θα έχω δουλειά. Η αλήθεια είναι ότι εργαζόμενοι, με το που έφυγαν από μια δουλειά στον κλάδο, κατευθείαν βρήκαν δουλειά σε άλλες εταιρίες του κλάδου. Άρα προς το παρόν φαίνεται ότι δουλειά θα έχουν, αλλά οι όροι εργασίας θα συνεχίσουν να είναι άθλιοι με όλα τα εργαλεία που αξιοποιεί η εργοδοσία και της δίνονται απλόχερα από τις αστικές κυβερνήσεις.

 

3) Τα καθήκοντα που απορρέουν για τους κομμουνιστές στον κλάδο αυτό:

– Θα πρέπει εδώ να συζητήσουμε τη σημασία του κλάδου στη σοσιαλιστική Ελλάδα. Οι συνδυασμένες μεταφορές μπορούν να αναπτυχθούν και να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά για τα λαϊκά συμφέροντα μόνο σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Η γρήγορη μεταφορά πρώτων υλών, προϊόντων τελικής χρήσης, τροφίμων κτλ. προφανώς και θα μας απασχολήσει στη σοσιαλιστική Ελλάδα, άρα έχει σημασία για την παρέμβαση του Κόμματος στο σήμερα με στόχο το αύριο.

– Απορρέει η ανάγκη με τις δυνάμεις που έχουμε συγκεντρώσει σε αυτή τη φάση για καλή μελέτη και αξιοποίηση των εξελίξεων που υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν στον κλάδο, με πρώτο καθήκον τη διαμόρφωση επεξεργασίας για τον κλάδο.

– Προκύπτει ανάγκη καλύτερου συντονισμού κομματικών οργανώσεων στο χώρο, καθώς και ομάδας παρέμβασης.

– Ενίσχυση πλαισίων πάλης και αιτημάτων με τα ζητήματα που απασχολούν τους εργαζόμενους του χώρου.

 

Το δέντρο και το δάσος

του Μιχάλη Μαστοράκη
ΚΟΒ Ζωγράφου

 

Αν και κάθε επιμέρους θέση από τις συνολικά 52 θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής τοποθέτησης και πρέπει να αποτελέσει, τουλάχιστον σε επίπεδο προβληματισμού, ωστόσο ξεχωρίζω κάποια ζητήματα στην τοποθέτησή μου, ελπίζοντας να συμβάλω γόνιμα στον προσυνεδριακό διάλογο.

Νομίζω πως ένα ζήτημα που διαπερνά το σύνολο των Θέσεων και τον προβληματισμό της Κεντρικής Επιτροπής είναι η ικανότητά μας (πράγμα που ενέχει μέσα το στοιχείο της «εκπαίδευσης») να βλέπουμε κάθε ώρα και κάθε στιγμή, με εύκολες ή δύσκολες συνθήκες ορατότητας, τόσο το δέντρο όσο και το δάσος. Και ακόμη παραπέρα, να ξέρουμε ανά πάσα ώρα και στιγμή ποιο είναι το δέντρο και ποιο είναι το δάσος. Αυτό όχι μόνο σε θεωρητικό - ιδεολογικό επίπεδο αλλά και σε καθημερινό πρακτικό επίπεδο. Κι όσο κι αν η διάκριση αυτή είναι πασιφανής από την άποψη της φυσικής κίνησης της ύλης, δεν ισχύει το ίδιο όταν το δούμε από την άποψη της κοινωνικής κίνησης της ύλης, δηλαδή το δούμε υπό το πρίσμα της ταξικής πάλης με την πολυπλοκότητα και τη συνθετότητα που την χαρακτηρίζει. Και επομένως πρέπει να κινηθούμε στην ανίχνευση αυτών με πυξίδα και με χάρτη και όχι να αρκεστούμε απλώς και μόνο σε συγκριτικά ή ποσοτικά μεγέθη για να καταλήξουμε ποιο είναι το δέντρο και ποιο είναι το δάσος. Και σημειωτέον, ότι από ψηλά ξεχωρίζουν και τα δύο με ευκολία (μέγεθος, όρια κλπ.), όχι όμως όταν περπατάς μέσα σε αυτό.

Στη Θέση 27 του Κειμένου για τις ΚΟΒ αναφέρεται μεταξύ άλλων και ισχύει πως «στις περισσότερες ΚΟΒ και ΟΒ δεν συζητιούνται η πείρα, τα προβλήματα από μέτωπα πάλης στο χώρο ευθύνης τους». Συνεχίζει το κείμενο λέγοντας «συζητιούνται καθήκοντα, λίγο ή και καθόλου συνδυασμένα με την αναγκαία γενίκευση της θετικής ή αρνητικής πείρας, για το πώς εξειδικεύεται η στρατηγική, με αντίστοιχο προβληματισμό για το πώς πρέπει να δράσουμε». Επίσης, λίγο παραπάνω υπογραμμίζει πως «ένα μεγάλο μέρος των ΚΟΒ έχει πολύ λειψή εικόνα για το τι ζητήματα προωθεί, λύνει, σχεδιάζει και αντιμετωπίζει ο Τομέας που ανήκουν».

Αν και τα παραπάνω δεν συνιστούν κάποια καινούργια διαπίστωση, ή κάποιο καινούργιο πρόβλημα, ωστόσο πρέπει να εστιάσουμε, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν αποτελεί ένα ζήτημα που θα λυθεί μια κι έξω. Πολλά ζητήματα που τίθενται στις Θέσεις μπορεί να έχουν τέτοιο χαρακτήρα, όμως αυτό είναι ένα παραπάνω. Αυτό γιατί άθελά μας και παρά το γεγονός ότι έχουμε μετρήσει σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια, δεν έχουμε κατορθώσει η λειτουργία της ΚΟΒ, από την αρχή μέχρι το τέλος, από το πιο απλό (ιδίως στο πιο απλό) μέχρι το πιο σύνθετο ζήτημα να αντιστοιχίζεται, να δένεται με τη στρατηγική του Κόμματος, και συγκεκριμένα με το βασικό καθήκον, αυτό της προετοιμασίας του Υποκειμενικού Παράγοντα στις εκάστοτε ειδικές ή γενικές συνθήκες που δρούμε.

Τίθεται το ερώτημα: Είναι ή γίνεται σαφές πως καθετί που κάνουμε –από το κλείσιμο του Ριζοσπάστη μέχρι τη στρατολογία, την οικοδόμηση και τη μάχη της απεργίας– υποτάσσεται, εξυπηρετεί, απορρέει, είναι –και πρέπει να είναι– παράγωγο του βασικού καθήκοντος που καλούμαστε να εκτελέσουμε και να υλοποιήσουμε ως επαναστατικό κόμμα νέου τύπου;

Εδώ χρειάζεται να μετρήσουμε πολλά και κυρίως σοβαρά βήματα. Αυτό γιατί, όπως προκύπτει και από τις εκτιμήσεις των Θέσεων, οι ΚΟΒ στερούνται της ουσιαστικής συμμετοχής στον επαναστατικό σχεδιασμό της δράσης μας, με αποτέλεσμα πολλές φορές να παρατηρείται δυσκολία στη δημιουργική εφαρμογή και υλοποίηση των αποφάσεων, μακριά από σχηματοποιήσεις, αποσπασματικότητα και τυποποίηση. Αυτό αποτελεί κύρια καθοδηγητική ευθύνη, βαραίνει την Τομεακή Επιτροπή και βέβαια η ευθύνη και ανεβαίνει και κατεβαίνει.

Ωστόσο έχουμε κάτι να συγκρίνουμε. Όταν το «υλικό» επί του οποίου συζητάμε την παρέμβασή μας σε ένα χώρο δουλειάς για παράδειγμα μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε όλο το κάδρο και όχι απλώς το πιο πασιφανές, τότε η συζήτηση ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, διεξάγεται με καλύτερους όρους, καθιστώντας καθαρό πού βρισκόμαστε, τι κάνουμε και πού θέλουμε να φτάσουμε. Ένα τέτοιο «υλικό» αποτελεί κατά τη γνώμη μου ένα μεθοδολογικό δείγμα πώς ξεκινάς να ανοίξεις ή να συνεχίσεις μια δουλειά σε ένα χώρο παρέμβασης. Είναι αν θέλετε ένα δείγμα πώς βλέπεις ταυτόχρονα το δέντρο και το δάσος, πράγμα που εμείς πολλές φορές χάνουμε ή δυσκολευόμαστε να τηρήσουμε στην καθημερινή δράση με την πανσπερμία ζητημάτων που έχεις να λύσεις στο έδαφος σε συνδυασμό με μια σειρά ιδιαιτερότητες του χώρου. Για παράδειγμα δώσαμε τη μάχη με το Ριζοσπάστη των Θέσεων με ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα. Όμως το «πού θέλουμε να φτάσει» έναντι του «ποιοι θα πάρουν» τι μερίδιο είχε στο σχεδιασμό μας; Ή αλλιώς, για παράδειγμα, η παρέμβασή μας σε χώρους όπως τα σούπερ μάρκετ πώς εξυπηρετήθηκε μέσα από τη διακίνηση του Ριζοσπάστη;

Χωρίς να μηδενίζουμε, τίθεται το ζήτημα κατά πόσο αυτή η δράση φτάνει να υπηρετεί ολοκληρωμένα τη στρατηγική μας. Φωτίζεται, επίσης, ακόμη μια πλευρά.

Πώς στεκόμαστε απέναντι στις δυσκολίες, γιατί είναι άλλο πράγμα, σημείο εκκίνησης του σχεδιασμού σου να είναι οι δυσκολίες ως κάτι θέσφατο και αντικειμενικό, μακριά από τη δυναμική της ταξικής πάλης και αναγκαστικά εκεί σχεδιάζεις προς τα κάτω, και είναι άλλο πράγμα σημείο εκκίνησης να είναι το καθήκον της κομματικής οικοδόμησης σε χώρους όπου συγκεντρώνεται και ζει η εργατική τάξη ως ουσιαστική-καθοριστική πλευρά της προετοιμασίας του Υποκειμενικού Παράγοντα. Στη δεύτερη περίπτωση διαβάζεις τις εξελίξεις, τις δυσκολίες που απορρέουν, έχοντας σταθερά στο χέρι την πυξίδα και το χάρτη, έχοντας επίγνωση ότι «στέκεσαι μπροστά στο δέντρο» που δεν είναι το δάσος.

Εδώ ακριβώς έρχεται και φωτίζεται ο ρόλος του Γραμματέα, του οποίου η συμβολή πρέπει και οφείλει να είναι καθοριστική σε αυτή την κατεύθυνση. Ο ρόλος του δεν είναι να προσπαθεί να «αναχαιτίσει» τις εκδηλώσεις ρουτίνας και άκρατου εμπειρισμού που σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτηρίζουν τις δυνάμεις μας και μάλιστα συντρόφους νέους σε ηλικία αλλά να καθίσταται πιο πολύπλευρος και πιο αποτελεσματικός, αναδεικνύοντας σε κάθε ώρα και στιγμή σε τι κάνουν «ταμείο» οι κομμουνιστές, ώστε να μη χάνουμε από τα μάτια μας την ομορφιά του δάσους μπροστά σε ένα ενδεχομένως γέρικο η ξεραμένο δέντρο που όμως και αυτό αποτελεί οργανικό μέρος του δάσους. Υπό αυτό το πρίσμα νομίζω πως πρέπει να προσεγγίσουμε το εν μέρει αντικειμενικό πρόβλημα που υπογραμμίζουν οι θέσεις, ότι δηλαδή οι συνθήκες όπου δρούμε είναι τέτοιες που χαρακτηρίζονται από δουλειά αργή, βασανιστική, μακρόσυρτη, γιατί τα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε στη δράση μας αφορούν διαμόρφωση προϋποθέσεων για την επαναστατική άνοδο σε μελλοντικό χρόνο.

 

Για τις εξελίξεις στον κλάδο του Μετάλλου στην Κεντρική Μακεδονία

της Μ.

 

Ο κλάδος του Μετάλλου αποτελεί έναν ισχυρό κλάδο της μεταποίησης (το 2017 σημείωσε αύξηση της συμμετοχής του στην ΑΠΑ από 14% σε 20% της συνολικής ΑΠΑ της μεταποίησης). Ύστερα από την αναιμική ανάκαμψη του ’17-’19, την πανδημία και τη νέα κρίση, σήμερα φαίνεται ότι ο κλάδος συγκρατείται στα επίπεδα του 2019. Πρόκειται ωστόσο για έναν κλάδο που κατά βάση προμηθεύει με πρώτες ύλες, ενδιάμεσα προϊόντα ή και εξολοκλήρου μέσα παραγωγής (μηχανολογικός εξοπλισμός) άλλους βιομηχανικούς κλάδους π.χ. στην Ενέργεια, στις Κατασκευές (Δομικά υλικά, ανελκυστήρες), Τρόφιμα (κονσερβοποιία), «Αμυντική» Βιομηχανία, Μεταφορές (οχήματα, ναυπηγεία). Έτσι η εξέλιξη της κάθε επιχείρησης, ανάλογα σε ποιον υποκλάδο του μετάλλου ανήκει, εξαρτάται και από την πορεία του κλάδου του τελικού της «πελάτη». Αυτή την ανισομετρία την είδαμε και κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας του 2020, όπου για παράδειγμα:

– Μεγάλος όμιλος επεξεργασίας αλουμινίου, που το ~85% της παραγωγής του εξάγεται, είχε σημαντική μείωση της παραγωγής το διάστημα εκείνο, καθώς επηρεάστηκε από το κλείσιμο των συνόρων και τον περιορισμό των μετακινήσεων.

– Ο όμιλος ΒΙΟΧΑΛΚΟ είχε διαφοροποιήσεις ακόμη και στο εσωτερικό του ανάμεσα, π.χ., σε εργοστάσια που παράγουν λαμαρίνες για αυτοκινητοβιομηχανίες και εργοστάσια που παράγουν υλικά για τον κλάδο των κατασκευών, όπως ο χάλυβας οπλισμού.

Τα παραπάνω παραδείγματα σκιαγραφούν την κατάσταση του κλάδου στην περιοχή της Κ. Μακεδονίας, όπου συνοπτικά: οι μεγάλοι όμιλοι και οι επιχειρήσεις-δορυφόροι έχουν κύριο παραγωγικό αντικείμενο τον τομέα του εξοπλισμού κτηριακών υποδομών (κουφώματα αλουμινίου, ανελκυστήρες, είδη κουζίνας και μπάνιου) που είναι κατά 80-90% εξαγωγικός, έπειτα τον τομέα των δομικών έργων και τέλος τον τομέα της ενέργειας.

Σε σχέση με νέες επενδύσεις στον κλάδο του Μετάλλου στην Κ. Μακεδονία, η κύρια επένδυση που προχωράει το τελευταίο διάστημα είναι η πώληση της ΕΛΒΟ στην ισραηλινών συμφερόντων κοινοπραξία PLASAN - SK Group, η οποία σκοπεύει να «χτυπήσει» 3 προγράμματα του Ελληνικού Δημοσίου για λεωφορεία, στρατιωτικά οχήματα 4x4 και 6Χ6, επισκευή και αναβάθμιση θωρακισμένων οχημάτων. Η δεύτερη μεγάλη επένδυση που ακουγόταν τα τελευταία χρόνια στον κλάδο, της HELLENIC STEEL φαίνεται πως παραμένει στάσιμη, με μοναδική δραστηριότητα προς το παρόν τη συντήρηση/ανανέωση του εργοστασίου.

Οι γενικές τάσεις στον κλάδο φαίνεται να επηρεάζονται από τα εξής:

  1. Τη στροφή προς την «πράσινη» ανάπτυξη που φέρνει τόσο άμεσες επενδύσεις ορισμένων επιχειρήσεων μετάλλου σε ΑΠΕ όσο και αύξηση παραγωγικής δραστηριότητας σχετιζόμενης με έργα ΑΠΕ (π.χ. βάσεις Φ/Β) αλλά και παραγωγική δραστηριότητα σχετιζόμενη με το πρόγραμμα «Εξοικονομώ» (π.χ. κουφώματα και ανελκυστήρες).
  2. Την ανάπτυξη του λιμανιού της Θεσσαλονίκης που ενδέχεται να έχει αποτέλεσμα και στην επανέναρξη των δραστηριοτήτων της ναυπηγικής βιομηχανίας ως υποστηρικτικής δραστηριότητας.
  3. Τις τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης στην αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή, που θα απαιτήσουν νέες επενδύσεις στην αυτοματοποίηση, στα συστήματα θερμοκηπίων, στην ευφυή γεωργία και θα επιδράσουν στον υποκλάδο των γεωργικών μηχανημάτων.
  4. Τη μεγέθυνση του κλάδου των ταχυμεταφορών λόγω του ηλεκτρονικού εμπορίου που θα επηρεάσει τον κλάδο των συνεργείων αφενός προς την κατεύθυνση της αύξησής του, αφετέρου προς την κατεύθυνση της συγκεντροποίησής του.

Ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελεί ο υποκλάδος του αλουμινίου, αφού η συμβολή της βιομηχανίας αλουμινίου στην ελληνική οικονομία είναι μεγάλη (2,3% του ΑΕΠ). Η ζήτηση αλουμινίου έχει αυξηθεί κατακόρυφα τις τελευταίες τέσσερεις δεκαετίες, με την παγκόσμια παραγωγή αλουμίνας και αλουμινίου να είναι 4 έως 5 φορές πάνω σε σχέση με το 1974. Με βάση τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αλουμινίου, η παγκόσμια ζήτηση αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2050.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν τις παραγωγικές δυνατότητες που ενδέχεται να αναπτυχθούν το επόμενο διάστημα σε διάφορους υποκλάδους του μετάλλου, χωρίς βέβαια αυτό να αναιρεί την πιθανότητα μια παρατεταμένη οικονομική κρίση να ανακόψει αυτήν την ανοδική πορεία.

Εξηγούν επίσης αυτές οι εξελίξεις την πορεία του κλάδου του μετάλλου μετά από το πρώτο κύμα της πανδημίας μέχρι και σήμερα. Στο διάστημα αυτό δεν ανέστειλε τη λειτουργία του, απεναντίας υπήρξαν επιχειρήσεις που βγήκαν ενισχυμένες και αύξησαν την παραγωγή τους. Αυτό βέβαια μεταφράστηκε σε εντατικοποίηση της εργασίας. Υπάρχουν μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου στην Κεντρική Μακεδονία όπου, λόγω του φόρτου εργασίας, τείνει να γίνει καθεστώς η παράνομη εργασία τα Σάββατα και τα 10ωρα εργασίας. Μάλιστα μεγάλη βιομηχανία μεταλλουργίας στη Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη στην περιοχή που εφάρμοσε στον κλάδο σαν «λαγός» το νόμο για αναπλήρωση των μισών χαμένων ωρών εργασίας λόγω καραντίνας με απλήρωτες υπερωρίες. Παρά την ενίσχυση κάποιων επιχειρήσεων, είχαμε ωστόσο και απολύσεις, όπως σε μεγάλα εργοστάσια του κλάδου στο Κιλκίς με διάφορες προφάσεις. Βγαίνει σαν συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω ότι η ενίσχυση του κλάδου πάει χέρι-χέρι με την ενίσχυση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και πατάει ακριβώς πάνω σε αυτήν.

Τι σημαίνουν αυτές οι εξελίξεις για εμάς και πού πρέπει να επικεντρώσουμε; Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για τον εφησυχασμό που μπορεί να δημιουργήσουν στους εργαζόμενους του κλάδου. Το γεγονός ότι σε περίοδο νέας οικονομικής κρίσης και περίοδο στασιμότητας που επικρατεί λόγω και της διαχείρισης της πανδημίας σε άλλους κλάδους, όπως τουρισμός - επισιτισμός - εμπόριο, ο κλάδος του μετάλλου όχι απλά συγκρατείται, αλλά πιθανά να ενισχυθεί, οδηγώντας έναν κόσμο στην αποδοχή του «πάλι καλά που έχουμε δουλειά».

Άλλωστε και πριν την πανδημία συναντούσαμε τέτοιες λογικές. Δεν είναι τυχαίο ότι εργαζόμενοι σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις λένε «πάλι καλά που πληρωνόμαστε στην ώρα μας, παίρνουμε 80% την υπερωρία». Ή ότι σε μεγάλη επιχείρηση επεξεργασίας αλουμινίου οι εργαζόμενοι ρίχνουν τις απαιτήσεις τους και μόνο στη σκέψη πως «αν κλείσει θα χάσουν τις δουλειές τους εκατοντάδες οικογένειες». Συνεπώς, χρέος μας είναι το πολιτικό μας άνοιγμα να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα: «ανάπτυξη για ποιον;», πώς μεταφράζεται η ανάπτυξη ή συγκράτηση των επιχειρήσεων στον κλάδο του μετάλλου στις συνθήκες εργασίας; Υπάρχει βελτίωση; Γιατί όχι, ενώ οι επιχειρήσεις πηγαίνουν καλά; Ποια η προϋπόθεση για να δουν όντως βελτίωση στις ζωές τους όλοι οι εργαζόμενοι στον κλάδο του μετάλλου;

Με την αισιοδοξία ότι το 21ο Συνέδριο του Κόμματός μας θα μας βγάλει πιο δυνατούς και ώριμους, συνεχίζουμε μαχητικά την προσπάθεια για να αποκαλύψουμε στους εργαζόμενους του κλάδου ότι τα εργοστάσια «χωρίς αφεντικά», με την εξουσία και την οικονομία στα χέρια της εργατικής τάξης, όχι μόνο δε θα απειλούνται με κλείσιμο ή περιορισμό της δραστηριότητας ανάλογα με τις «στροφές» της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά θα απογειώσουν την παραγωγή τους στο πλαίσιο του κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού, για την κάλυψη των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών.

 

Για την πάλη των ιδεών στον κλάδο του Εμπορίου

του Πέτρου Σημάδη
μέλους της ΤΕ Εμπορίου της ΟΠ Κ. Μακεδονίας

Στο πρώτο κείμενο των Θέσεων επαναφέρεται το ζήτημα πως η ταξική πάλη είναι βασικά πάλη ιδεών, είναι δηλαδή μάχη ιδεολογική για το κέρδισμα συνειδήσεων. Και βασική προϋπόθεση για να διεξάγει το Κόμμα μας με επιτυχία αυτή τη μάχη είναι να αποκτούν τα μέλη του ενιαία αντίληψη των γενικών εξελίξεων, ιδεολογικοπολιτική θωράκιση για τη μελέτη και εξειδίκευση, ώστε σωστά και στοχευμένα να σχεδιάζουμε την παρέμβασή μας, με βάση το Πρόγραμμά μας και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτό.

Με αυτή τη σκέψη, νομίζω πως αποτελεί πρώτη προτεραιότητα για τις ΚΟΒ, ιδιαίτερα σε αυτές τις συνθήκες, η ολοκλήρωση με τη μεγαλύτερη δυνατή φροντίδα του κύκλου διαλέξεων σχετικά με την οικονομική κρίση.

Η οικονομική καπιταλιστική κρίση, σε συνδυασμό με το ξέσπασμα της πανδημίας, έφεραν ταχύτατες εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα, προφανώς και σε κλάδους της οικονομίας όπως το Εμπόριο, οι Υπηρεσίες κλπ. Οι εξελίξεις αυτές αποκαλύπτουν από τη μια τις μεγάλες δυνατότητες που ξεδιπλώνονται για την ουσιαστική και ολόπλευρη καλυτέρευση της ζωής μας και από την άλλη τη σαπίλα ενός συστήματος που παράγει φτώχεια, ανεργία, πολέμους, αλλά και υπερεντατικοποίηση, αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης.

Για παράδειγμα, στο χώρο του Εμπορίου, η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα έπαιξαν ρόλο στο να επενδυθούν κεφάλαια στο χώρο του ηλεκτρονικού εμπορίου, να επανακαταρτιστεί η διάρθρωση επιχειρήσεων, να αλλάξει η κατάταξη στο ποιος έχει το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας. Αυτό θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς, καθώς π.χ. εδώ και δύο χρόνια τα μεγάλα σούπερ μάρκετ ξεκινούσαν το μπάσιμο στο χώρο της ηλεκτρονικής πώλησης. Επίσης, στο χώρο του λιανικού εμπορίου εδώ και σχεδόν μια δεκαετία, και πάλι με αφορμή την κρίση, μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι έριχναν κεφάλαια στο e-shopping συνδυαστικά με τα φυσικά καταστήματα.

Αυτή η τάση οδηγεί σε μείωση των εργαζόμενων που εργάζονται αμιγώς ως πωλητές, σε μαζικές απολύσεις εργαζόμενων μεγαλύτερης ηλικίας, παίρνοντας υπόψη πως θεωρούνται και πιο «ακριβοί». Οδήγησε, επίσης, και σε αύξηση των αναγκών στον τομέα των logistics, της αποθήκευσης και της διανομής εμπορευμάτων. Διαμορφώνεται ένας «στρατός» εμποροϋπαλλήλων που απασχολούνται σε αποθήκες ή μετατρέπονται σε αποθηκάριοι στα φυσικά καταστήματα για την υποστήριξη των υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου.

Αυτό σημαίνει πως για ακόμη μια φορά δεν φτάνει ο εμπειρικός σχεδιασμός για την παρέμβασή μας, αντίθετα, απαιτείται η συνεχής και γρήγορη μελέτη των εξελίξεων για να παίρνουμε μέτρα ώστε να στοχεύουμε εκεί που δυναμικά συγκεντρώνονται εργαζόμενοι, ιδιαίτερα νέοι ηλικιακά, αλλά και στους χώρους που παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον κλάδο συνολικά.

Σε αυτά τα πλαίσια, αποκτά μεγάλη αξία το πώς ο σχεδιασμός μας θα αποκρούει την προσπάθεια είτε επί μέρους στρατοπέδων, είτε συνολικά της αστικής τάξης, να προβάλλει τις επιδιώξεις της στην εργατική τάξη ως «εθνικό στοίχημα», ως «στόχο της επιχείρησης-οικογένειας» κλπ. Και από την άλλη πώς θα σπάνε τα αναχώματα που εμποδίζουν τη μετατροπή της αγανάκτησης, οργής που συσσωρεύεται σε ριζοσπαστικοποίηση.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά το πώς προβάλλεται το ζήτημα του εμβολιασμού. Σημαντικός αριθμός εργαζόμενων, ακόμα και αυτών που ακούνε το Κόμμα, είναι κοντά μας, θέτει έντονους προβληματισμούς στο αν το εμβόλιο είναι ασφαλές. Αυτό γεννιέται από την έλλειψη εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, στις πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες. Αλλά δεν είναι δύσκολο, ο λογικός αυτός προβληματισμός να οδηγηθεί στην υιοθέτηση ακραίων ή και πιο καμουφλαρισμένων συνομωσιολογικών αντιλήψεων, στην επίκληση στην ατομική ευθύνη. Ένα ζήτημα αφορά το να προβάλουμε με την παρέμβασή μας στο κίνημα τα αιτήματα για ολοκληρωμένη ενημέρωση των εργαζόμενων σχετικά με τα διαθέσιμα εμβόλια, για μαζικό εμβολιασμό, ιδιαίτερα των εργαζόμενων σε χώρους εργασίας μεγάλης επικινδυνότητας (υγειονομικοί, εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ). Ένα άλλο, όμως, είναι να προβληματίσουμε αυτό τον κόσμο στο ότι η λογική έλλειψη εμπιστοσύνης γεννιέται από το ότι οι καπιταλιστές μπροστά στο κέρδος είναι έτοιμοι για όλα. Πως σε μια σοσιαλιστική Ελλάδα, με εργατικό έλεγχο στα μέσα παραγωγής, με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό, με τις φαρμακοβιομηχανίες στα χέρα του λαού, το ζήτημα του εμβολιασμού θα είχε τεθεί σε τελείως άλλη βάση, θα υπήρχε πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και σιγουριά από το λαό, δε θα υπήρχε χώρος για μεταφυσικές και αντιεπιστημονικές αντιλήψεις. Είναι αυτό που συχνά αναφέρουμε στα κείμενά μας, πως η ίδια η πείρα των εργαζόμενων μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα, στη σωστή κατεύθυνση, μόνο με τη διαφώτιση του ΚΚΕ.

Από αυτή την άποψη, θεωρώ πως οι ΚΟΒ χρειάζεται να ενισχύσουν τη σταθερή συζήτηση στο κομμάτι των εξελίξεων στον κλάδο ή και σε συγκεκριμένους χώρους δουλειάς, να αναδεικνύονται και μέσα από τις συνεδριάσεις πλευρές που αφορούν την πορεία της κρίσης ή τα ζητήματα των διεθνών εξελίξεων. Όχι απλά για να μπορούμε να απαντάμε, χωρίς να υποτιμώ την ανάγκη να μπορούν τα κομματικά μέλη να βάζουν μπροστά με κάθε ευκαιρία την πρόταση του Κόμματος ή την άποψή μας για ζητήματα επικαιρότητας, αλλά για να βαθαίνει η κατανόηση των αιτιών πίσω από τις εξελίξεις, ώστε πιο στέρεα να πατάει και η πολιτική μας πρόταση. Ουσιαστικά να φωτίζουμε την ταξικότητα των εκάστοτε πολιτικών επιλογών, όπως π.χ. τη λογική του «ακορντεόν» στα μέτρα για την καραντίνα ή τη λογική της χειραγώγησης και της ενσωμάτωσης που κρύβεται πίσω από «προνόμια» και «bonus» που δίνονται σε κάποιους χώρους δουλειάς. Κυρίως το τι σημαίνει για τους εργαζόμενους στους κλάδους μας η αύξηση της εκμετάλλευσης, η κλοπή του παραγόμενου πλούτου, επομένως και το γιατί είναι ρεαλιστική η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ.

Ο σχεδιασμός των Κομματικών Οργανώσεων πρέπει να εμπλουτιστεί με συσκέψεις, θεματικές εκδηλώσεις που να φωτίζουν και να γενικεύουν πλευρές που αφορούν τα ζητήματα που αναλύει το Δεύτερο Κείμενο των Θέσεων, με πρωτοβουλία από τα κάτω, χωρίς να μένουμε μόνο στις κεντρικές εκδηλώσεις. Θετικά παραδείγματα, όπως η βιβλιοπαρουσίαση της έκδοσης για το Σοσιαλισμό, που οργάνωσαν δεκάδες ΚΟΒ, μπορεί να γενικευτεί με εκδηλώσεις και θεματικές συσκέψεις σχετικά με την κρίση, ακόμα και για το ΔΚΚ, για να πλαταίνει η συζήτηση, να ενισχυθούν πλευρές που αφορούν ότι ακούμε στην καθημερινή μας δράση, όπως αν το ΚΚΕ θέλει να κυβερνήσει, αν είναι ρεαλιστικό να είμαστε εκτός ΝΑΤΟ και ΕΕ.