του Δημήτρη Κοιλάκου
μέλους του Τμήματος Παιδείας & Έρευνας της ΚΕ του ΚΚΕ
Νομίζω ότι είναι δημιουργικό το «σοκ» που προκαλεί η συνειδητοποίηση αυτού που διαπνέει τις Θέσεις: το καταστάλαγμα της βασανιστικής πορείας αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα και διαμόρφωσης της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής του Κόμματος –επιτεύγματα για τα οποία μόνο υπερήφανοι μπορούμε να είμαστε– δεν είναι παρά οι προϋποθέσεις για να ανταπεξέλθουμε στις πολύ σύνθετες απαιτήσεις της νέας φάσης στην οποία πλέον βρισκόμαστε. Προϋποθέσεις που θα μείνουν τέτοιες, αν δεν αναμετρηθούμε αποφασιστικά με τα ζητήματα που θέτει η ΚΕ. Να το πω διαφορετικά, νομίζω ότι οι Θέσεις «χτυπούν καμπανάκι» ότι είναι εύκολο να «χυθεί η καρδάρα με το γάλα» που με κόπο έχουμε γεμίσει τα τελευταία 30 χρόνια.
Το ζήτημα δεν θα μπορούσε να τεθεί κατ’ αυτό τον τρόπο νωρίτερα, παρότι πάντα μας απασχολεί το περιεχόμενο και η καθοδήγηση της δουλειάς μας, καθώς η διαμόρφωση της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής αποτελεί προαπαιτούμενο για να μπορέσει το Κόμμα να δει υπό το πρίσμα της πλευρές που αφορούν την καθοδηγητική δουλειά που την υπηρετεί. Κι αυτό γιατί η σύγχρονη επαναστατική στρατηγική δεν αποτελεί γνωσιοθεωρητική κατασκευή, ετσιθελικά κι αυθαίρετα διαμορφωμένη, αλλά επιστημονικό ορόσημο, αντανάκλαση του διαλεκτικά αναπτυσσόμενου κοινωνικο-ιστορικού γίγνεσθαι και των νομοτελειών του στη συλλογική συνείδηση της καθοδηγήτριας δύναμης της κοινωνικής πρωτοπορίας, δηλαδή του ΚΚ.
Ο υποκειμενικός παράγοντας δρα στο έδαφος των αντικειμενικών συνθηκών και εξελίξεων. Όμως, δεν υφίσταται παθητικά την επενέργειά τους, αλλά με τη δράση του παρεμβαίνει ενεργητικά στη διαμόρφωση και συγκεκριμένη εκδήλωση τάσεων που εμπερικλείονται σε αυτές. Από την άποψη αυτή, το Κόμμα, που υποχρεούται συνεχώς να επιβεβαιώνει στην πράξη το ρόλο του ως φύσει και θέσει καθοδηγητή του επαναστατικού υποκειμένου, να ηγείται ιδεολογικο-πολιτικά και οργανωτικά της ανάπτυξης της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης και της κοινωνικής της συμμαχίας στις διάφορες στιγμές και εκφάνσεις της, οφείλει να λύνει τα ζητήματα του προσανατολισμού και του περιεχομένου της καθοδηγητικής δουλειάς συγκεκριμένα κι όχι αφηρημένα. Αυτό προϋποθέτει διάγνωση και εντοπισμό των στοιχείων στην ανάπτυξη των αντικειμενικών συνθηκών που απαιτούν αντίστοιχες προσαρμογές, ώστε στην καθοδηγητική δουλειά να αντανακλάται σωστά η διαλεκτική σχέση υποκειμενικού - αντικειμενικού. Αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα δίνει η σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, καθιστώντας ζητούμενο πλέον την πραγμάτωσή της.
Υπό την έννοια αυτή, η αφομοίωση και εμπέδωση στην πράξη της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής του Κόμματος προκύπτει ως ζητούμενο στο έδαφος της εξέλιξης των αντικειμενικών συνθηκών, που προσδιορίζουν συγκεκριμένα τις απαιτήσεις για την παρέμβασή του, όπως εύστοχα τις διαπιστώνει η ΚΕ. Εξ ου και στο επίκεντρο τίθεται η ιδεολογικο-πολιτική δουλειά, πρώτα και κύρια ως προς την εσωκομματική ζωή και λειτουργία, ως οργανωτικός παράγοντας για το ξεδίπλωμα της δράσης του Κόμματος, τη σχεδιασμένη δουλειά των μελών του Κόμματος και των πρωτοπόρων, δραστήριων επιρροών μας στο κίνημα.
Πολλά από τα ζητήματα που θέτει η ΚΕ απηχούν τη δυσκολία ένταξης των επιμέρους εξελίξεων και επεισοδίων στη διαπάλη με τον αντίπαλο και την ιδεολογία του στη «μεγάλη εικόνα», που φωτίζεται από τις αναλύσεις και τη στρατηγική μας. Συχνά, φαίνεται σα να κατανοείται ότι δουλειά με τη στρατηγική είναι η διακηρυκτική προβολή της σοσιαλιστικής προοπτικής (κι αυτή ενίοτε ξεκομμένη από τις ανάγκες και τις δυνατότητες που διαμορφώνονται σήμερα) κι όχι η επεξεργασία αιτημάτων και στόχων πάλης για την παρέμβαση στο κίνημα και τη συσπείρωση δυνάμεων υπό το πρίσμα της στρατηγικής του Κόμματος, με τις κατάλληλες προσαρμογές στις διάφορες καμπές και φάσεις της πάλης και της διαπάλης. Πρόκειται για στρεβλή, αντιδιαλεκτική κατανόηση, ωσάν η στρατηγική να έχει να κάνει με επεξεργασίες και θέσεις που αφορούν το μέλλον κι όχι το σήμερα και το άνοιγμα του δρόμου για το μέλλον.
Τέτοιες δυσκολίες αναδεικνύονται και από την πείρα που βγαίνει από τη δουλειά μας στα πανεπιστήμια, παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει.
Οι εξελίξεις γύρω από την «ψηφιακή οικονομία», τον «ψηφιακό μετασχηματισμό» του κράτους, την «ενεργειακή μετάβαση», το «πράσινο New Deal», τη «βιώσιμη ανάπτυξη», τις κινήσεις της αστικής τάξης της χώρας για τη γεωστρατηγική-γεωπολιτική της αναβάθμιση στα πλαίσια των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, άλλες στρατηγικές της επιλογές και επιμέρους εξελίξεις, αντανακλώνται και στις εξελίξεις στα πανεπιστήμια, στο περιεχόμενο και τον προσανατολισμό των σπουδών, τις επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων. Όμως, συχνά δυσκολευόμαστε να δούμε πώς τα ζητήματα αυτά εκφράζονται συγκεκριμένα στις εξελίξεις στις σχολές, να τα συζητάμε συστηματικά στις ΚΟΒ (και, αντίστοιχα, με την ευθύνη και τη βοήθεια του Κόμματος, στα ΤΣ και τις ΟΒ της ΚΝΕ), να εντοπίζουμε πώς τοποθετούνται επ’ αυτών οι άλλες δυνάμεις, πώς απαντάμε κλπ., παρότι αποτελούν βασικά πεδία της διαπάλης σήμερα. Αντ’ αυτού, συχνά αρκούμαστε σε μια καμπανιακού τύπου δουλειά και σε ό,τι μείνει από μια εκδήλωση ή το ατομικό διάβασμα ενός σχετικού άρθρου στον κομματικό Τύπο.
Έτσι, όμως, μπαίνουμε με περιορισμένη δύναμη πυρός στην αναμέτρηση με τη στρατηγική του κεφαλαίου για τα πανεπιστήμια και την έρευνα, αφού η αστική τάξη και τα επιτελεία της δεν την προωθούν εν κενώ κι αφηρημένα, αλλά την εξειδικεύουν και την προσαρμόζουν συγκεκριμένα, ώστε να υπηρετήσει τις ανάγκες παραγωγής και αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου και της αστικής εξουσίας.
Το γενικό σχήμα αστική στρατηγική συγκεκριμένες εκδηλώσεις της άμεσες συνέπειες πάλη για την αντιμετώπισή τους προβολή της πρότασης του Κόμματος για το πανεπιστήμιο, ακόμα και με εμπεριστατωμένη επεξεργασία στη βάση της σχέσης οικονομία-πολιτική, μπορεί να αποτελεί μπούσουλα για μια καλά δομημένη ανακοίνωση, όμως δεν αρκεί για να ξεδιπλωθεί η στρατηγική του Κόμματος με όρους ιδεολογικοπολιτικής αντεπίθεσης. Άλλωστε, κανένα σχήμα δεν μπορεί να αποτελέσει ρετσέτα για την οργάνωση της κομματικής παρέμβασης, αφού η ταξική πάλη είναι πολύ πιο ζωντανή, σύνθετη και απαιτητική απ’ ό,τι μπορεί να συλλάβει οποιαδήποτε σχηματοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, ζητούμενο είναι να φωτίζεται το πώς αναδύονται αντικειμενικά, π.χ., οι σύγχρονες ανάγκες της νεολαίας σε μόρφωση, δουλειά, ζωή, και οι όροι ικανοποίησής τους, ώστε αντίστοιχα να οργανώνεται η πάλη και η διεκδίκηση.
Η δουλειά για το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό των σπουδών και τις προοπτικές των αποφοίτων δεν αποτελεί απλώς το απαραίτητο συμπλήρωμα στη δραστηριότητά μας στο κίνημα, στα πλαίσια της –σχηματικά κατανοημένης– αυτοτελούς ιδεολογικής παρέμβασης του Κόμματος. Αντίθετα, αποτελεί προϋπόθεση για την επί της ουσίας σύγκρουση με τη στρατηγική του κεφαλαίου, την παρέμβαση των αστικών δυνάμεων και του οπορτουνισμού. Είναι όρος για την ανασύνταξη στον προσανατολισμό, το περιεχόμενο και τις μορφές οργάνωσης του φοιτητικού κινήματος, τη συμβολή του στην ανάπτυξη της κοινωνικής συμμαχίας.