Κεντρικό στοιχείο των θέσεων της Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής (ΚΣΕ) για τη 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, του διαλόγου που αναπτύχθηκε, καθώς και της πολιτικής απόφασης που καταλήχτηκε από τις εργασίες της συνδιάσκεψης αποτελεί το λεγόμενο «αναγκαίο αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα πάλης». Μέσα από αυτό, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σκόπιμα μπερδεύει στόχους και αιτήματα συσπείρωσης στο επίπεδο του κινήματος με το πρόγραμμά της ως πολιτικού φορέα.
Εχει σημασία να δούμε το περιεχόμενο του προγράμματος αυτού, καθώς ο προσδιορισμός του ως «αντικαπιταλιστικού» ανταποκρίνεται μόνο στη χρησιμοποίηση μιας ριζοσπαστικής φρασεολογίας χωρίς να είναι η ουσία του τέτοια. Αναφέρεται στην πολιτική απόφαση:
«Κεντρικός πολιτικός στόχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για την ιστορική περίοδο που βρισκόμαστε, είναι η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου, των κυβερνήσεών του, της ΕΕ και του ΔΝΤ, με το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα. […] Οι βασικοί άξονες πάλης αυτού του προγράμματος είναι:
- Η μονομερής καταγγελία των μνημονίων για την άμεση βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, με κρίκο την κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων που αφορούν εισόδημα, συντάξεις, συλλογικές συμβάσεις εργασίας και με προοπτική την παραπέρα βελτίωση.
- Η ανατροπή της συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ και κάθε κυβέρνησης που εφαρμόζει τα μνημόνια και διαχειρίζεται την επίθεση του κεφαλαίου.
- Η εκδίωξη της τρόικας ΕΚΤ-ΕΕ-ΔΝΤ και όλων των παραμηχανισμών της ΕΕ, η κατάκτηση και διεύρυνση της εργατικής λαϊκής κυριαρχίας και του δικαιώματος του λαού να αποφασίζει για τις τύχες του.
- Η διαγραφή του χρέους με άμεση στάση πληρωμών στους πιστωτές.
- Η εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που κλείνουν και απολύουν, με εργατικό - λαϊκό έλεγχο και χωρίς αποζημίωση.
- Η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ, την οποία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προωθεί ως αίτημα αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα για μια νέα διεθνιστική πορεία.
- Η ανατροπή της αντιδημοκρατικής πολιτικής της βίας, της καταστολής και του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης με δημοκρατικές κατακτήσεις υπέρ των εργαζομένων και του λαού.
- Η πάλη κατά της φασιστικής απειλής και του ρατσισμού για την υπεράσπιση, νομιμοποίηση, απόδοση της ιθαγένειας στα παιδιά τους και κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μεταναστών ως αναπόσπαστο κομμάτι της εργατικής τάξης.
- Η έξοδος από το ΝΑΤΟ, το κλείσιμο των βάσεων, η καταδίκη και άρνηση συμμετοχής στις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες σε όλο τον κόσμο και, άμεσα, στη Συρία. Η αποτροπή της απειλής ιμπεριαλιστικού πολέμου στην περιοχή μας, η διάλυση του άξονα Ελλάδας - Ισραήλ.
- Η υπεράσπιση των συλλογικών παραγωγικών δυνατοτήτων γα να μείνουν ανοιχτές επιχειρήσεις και εργοστάσια με εργατικό έλεγχο, για να καλλιεργηθεί η γη από την μικρή και φτωχή αγροτιά και για να ζήσουν τα αυτοαπασχολούμενα λαϊκά στρώματα με τους συνεταιρισμούς τους.
- Η υπεράσπιση και διεύρυνση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών και όλων των ανθρώπων που υφίστανται διακρίσεις λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού τους.
- Η υπεράσπιση της φύσης και του περιβάλλοντος από τη ληστρική επιδρομή του κεφαλαίου»1.
Το συμπέρασμα πως το μεταβατικό πρόγραμμα είναι μόνο κατ’ όνομα αντικαπιταλιστικό συνάγεται και από την παντελή απουσία αναφοράς στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Ετσι προτείνουν ένα πρόγραμμα «αντικαπιταλιστικό» στο πλαίσιο του καπιταλισμού, καθώς -όπως υποστηρίζουν- είναι μεταβατικό προς την επανάσταση (άρα για πριν την επανάσταση).
Η παραπομπή του ζητήματος της εξουσίας και της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε δεύτερο χρόνο δεν προετοιμάζει την εργατική τάξη για την κατάκτησή της. Η εργατική τάξη πρέπει να ξέρει προς τα πού πρέπει να πάει, την κατεύθυνση της πάλης της σε μη επαναστατικές συνθήκες, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στο ρόλο της σε επαναστατικές συνθήκες.
Από μόνα τους σήμερα, ένα ή περισσότερα αιτήματα, δεν είναι ριζοσπαστικά όταν δε συνδέονται με το κύριο, την κατεύθυνση της πάλης, το ζήτημα της εξουσίας. Ο ριζοσπαστισμός, η αντικαπιταλιστική κατεύθυνση αποκτούν τέτοιο χαρακτήρα και δυναμική μόνο όταν συνδέονται με το ζήτημα της εξουσίας, το μόνο φιλολαϊκό δρόμο ανάπτυξης, το σοσιαλιστικό. Η εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης φέρνει στο προσκήνιο με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση τον ιστορικά ξεπερασμένο χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, την επικαιρότητα και αναγκαιότητα του σοσιαλισμού ως μόνης ρεαλιστικής προοπτικής για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Η γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία με παραλλαγές σε διάφορες εκδοχές εκφράζεται από ένα πολύ μεγάλο φάσμα πολιτικών δυνάμεων, δε συμβάλλει, αντίθετα συσκοτίζει το γεγονός ότι δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην αστική και την εργατική.
Σε αυτή τη βάση θα πρέπει να κρίνουμε τους στόχους του μεταβατικού προγράμματος:
• Ως υπ’ αριθμόν ένα στόχος τίθεται η καταγγελία των μνημονίων. Σήμερα όμως τη χρησιμότητα των μνημονίων την αμφισβητούν και σημαντικά τμήματα της αστικής τάξης. Εξάλλου τα αντιλαϊκά μέτρα δεν έχουν την αιτία τους στα μνημόνια, αλλά υπηρετούν γενικότερα την ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου. Γι’ αυτό το λόγο σε μια σειρά χώρες υλοποιούνται αντεργατικά μέτρα χωρίς μνημόνια.
• Ο στόχος για διαγραφή του χρέους με άμεση στάση πληρωμών στους πιστωτές χωρίς ανατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας αποτελεί τη «ριζοσπαστική» εκδοχή ενός νέου «κουρέματος» του χρέους, από το οποίο ωφελημένοι βγαίνουν οι καπιταλιστές, καθώς συνοδεύεται και με αντίστοιχα μέτρα. Η πείρα (π.χ. της Αργεντινής, της Ρωσίας) έχει δείξει ότι δεν οδηγεί σε βελτίωση της κατάστασης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, αντίθετα μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση με ταχύτερο ρυθμό, λόγω της μεγάλης εσωτερικής υποτίμησης του νομίσματος.
• Ο στόχος για έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, όσο και αν αναφέρεται ως «αίτημα αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα», στην ουσία ενσωματώνεται στο πλαίσιο που προβάλλουν αστικές δυνάμεις του λεγόμενου ευρωσκεπτικισμού που αμφισβητούν τη σημερινή πορεία της ΕΕ και την πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας. Το ενδεχόμενο εξόδου από την ΕΕ μπορεί να προκύψει αντικειμενικά ως εξέλιξη αποχώρησης μιας ή περισσότερων χωρών ή διάλυσης της Ευρωζώνης. Ο στόχος λοιπόν για έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, ακόμα και η υιοθέτηση του στόχου της αποδέσμευσης, αποσπασμένος από το κύριο ζήτημα, δηλαδή αυτό της ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και της πολιτικής εξουσίας, δεν έχει αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο.
• Η θέση για εθνικοποίηση τραπεζών και στρατηγικών τομέων (μεγάλων επιχειρήσεων) της οικονομίας αποτελεί συνταγή που γενικευμένα εφαρμόστηκε σε μια άλλη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού μετά από τις μεγάλες καταστροφές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη. Αν και τα σημερινά μεγέθη των καπιταλιστικών ομίλων και ο βαθμός διεθνοποίησης της καπιταλιστικής αγοράς κάνουν κυρίαρχη την τάση απελευθέρωσης των αγορών, η αξιοποίηση τέτοιων «νεοκεϊνσιανών» μέτρων δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί τουλάχιστον με τη μορφή του «κρατικού» ή «δημόσιου ελέγχου» αν αυτό συμφέρει το κεφάλαιο, όπως προτείνει άλλωστε και ο ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. ο «δημόσιος έλεγχος» του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Αγγλία κλπ.). Αυτή η θέση τους συγκαλύπτει τον ταξικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους, ο ρόλος του οποίου -είτε με εθνικοποιήσεις είτε με ιδιωτικοποιήσεις- βρίσκεται στην εξυπηρέτηση των μονοπωλιακών ομίλων και όχι των δικαιωμάτων των εργατικών λαϊκών στρωμάτων.
• Η θέση για υπεράσπιση των «συλλογικών παραγωγικών δυνατοτήτων για να μείνουν ανοιχτές επιχειρήσεις και εργοστάσια με εργατικό έλεγχο» σκόπιμα καλλιεργεί αυταπάτες για τις δυνατότητες της «αυτοδιαχείρισης» επιχειρήσεων από τους εργαζομένους μέσα στο περιβάλλον του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Σκόπιμα κρύβει ότι αυτές οι επιχειρήσεις «εγκαταλείπονται», «κλείνουν» από τους ιδιοκτήτες τους, όταν πλέον δεν αντέχουν στην καπιταλιστική αγορά (γιατί έχουν δημιουργήσει πολλά χρέη ή γιατί έχουν απαξιωθεί τα μέσα παραγωγής ή γιατί έχουν χάσει μερίδια της αγοράς κλπ.). Και το καπιταλιστικό κράτος, όταν τις κρατικοποιεί, αναλαμβάνει την εξυγίανσή τους σε βάρος της φορολογίας του λαού. Ετσι έγινε και με τις «προβληματικές επιχειρήσεις» που κρατικοποίησε το ΠΑΣΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι φράσεις περί εργατικού-λαϊκού ελέγχου είναι κενές περιεχομένου όταν κυριαρχεί η καπιταλιστική ιδιοκτησία.
• Ο στόχος για ανατροπή της «αντιδημοκρατικής πολιτικής της βίας» και για «δημοκρατικές εργατικές-λαϊκές κατακτήσεις» ουσιαστικά αντιμετωπίζει το ζήτημα της δημοκρατίας έξω από το ταξικό της περιεχόμενο, συσκοτίζει τον ταξικό χαρακτήρα της βίας που ασκείται και της έντασης της καταστολής, ότι δηλαδή δεν είναι χαρακτηριστικό μιας κυβέρνησης, αλλά της ίδιας της αστικής εξουσίας. Ετσι συντάσσεται με τη συζήτηση περί υπεράσπισης της δημοκρατίας που σηκώνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα καλλιεργεί αυταπάτες ότι είναι δυνατό να υπάρξουν «δημοκρατικές κατακτήσεις» για τα εργατικά-λαϊκά στρώματα σε συνθήκες που είναι στρατηγική επιλογή των μονοπωλίων, του κεφαλαίου, να κάνουν πιο φτηνή την εργατική δύναμη, να επιταχύνουν τη συγκέντρωση του κεφαλαίου. Αυτή η στρατηγική προκαλεί τη λαϊκή αντίδραση, αλλά και την ένταση της βίας απέναντι στις λαϊκές αντιδράσεις.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πραγματικότητα υποτιμά τη δυνατότητα διεξόδου από την κρίση, τη δυνατότητα έστω και αναιμικής ανάκαμψης (αν και υπάρχει μια μονολεκτική αναφορά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην Απόφαση της 2ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης), απολυτοποιώντας τη σημερινή κρίση ως αδιέξοδη για τον καπιταλισμό. Υποτιμά την πλευρά της ανασύνταξης του καπιταλισμού που επιχειρείται και με αλλαγές στις προτεραιότητες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ζήτημα γύρω από το οποίο διεξάγεται διαπάλη στους κόλπους της αστικής τάξης. Κατηγορεί μάλιστα το ΚΚΕ ότι δε βλέπει το «συστημικό χαρακτήρα» της σημερινής κρίσης. Βεβαίως, σημειώνουμε ότι το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή αναφέρθηκε στο βάθος, το διεθνή συγχρονισμό και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Αυτό που δεν έκανε το ΚΚΕ είναι να δει σε αυτή την κρίση το «τέλος του καπιταλισμού» ή τη νομοτελειακή εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης. Πολύ περισσότερο να αναγορεύσει σε στοιχεία «αστάθειας» και «ρωγμών» στην αστική εξουσία τις διεργασίες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Αντίθετα, το ΚΚΕ ανέδειξε ότι σε συνθήκες κρίσης μπορεί να υπάρχουν θετικά βήματα ριζοσπαστικοποίησης, μπορεί όμως να εκδηλωθεί και υποχώρηση.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ «δε βλέπει» ότι δεν υπάρχει μόνο μία πολιτική διαχείρισης της κρίσης και διεξόδου από αυτή, ότι αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί με διαφορετικά μίγματα, παρόλο που οι μεταξύ τους διαφορές είναι μικρές. Ετσι εστιάζει την αντίθεσή της στα μνημόνια, την ίδια μάλιστα στιγμή που αυτά έχουν αμφισβητηθεί ανοιχτά από την ίδια την αστική τάξη. Δεν τοποθετείται για την αστική διαπάλη για αναπροσανατολισμό συμμαχιών σε σχέση με τη Γερμανία, για τους αστικούς προβληματισμούς σχετικά με το μέλλον της Ευρωζώνης και της ΕΕ και την πιθανότητα εξόδου από αυτή, την ίδια μάλιστα στιγμή -και αυτό είναι το βασικότερο- που τέτοιοι προβληματισμοί αναπτύσσονται μέσα στους κόλπους ηγετικών κρατών της ΕΕ.
Με βάση αυτά τα ερμηνευτικά σχήματα που υιοθετεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οι στόχοι που εντάσσονται σε ένα άλλο μίγμα διαχείρισης της κρίσης (π.χ. εθνικοποιήσεις), μέχρι και η ίδια η καπιταλιστική ανάκαμψη (βλέπε: στόχος «παραγωγικής ανασυγκρότησης») μπορούν να θεωρηθούν ως «αντικαπιταλιστικοί κρίκοι».
Για την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος, κυριαρχούσα και συμφωνημένη άποψη μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσε αυτή των Θέσεων της ΚΣΕ που αποτυπώθηκε και στην πολιτική απόφαση. Συμπυκνώνεται στη θέση πως το μεταβατικό πρόγραμμα θα το υλοποιήσει «ο συσχετισμός δύναμης», δηλαδή θα εφαρμοστεί σε συνθήκες αδυναμίας των πάνω και με την προϋπόθεση δημιουργίας και δράσης «λαϊκών αντιθεσμών» σε συνθήκες «δυαδικής εξουσίας». Η άποψη αυτή στηρίζεται βασικά από το ΝΑΡ. Διαβάζουμε στις Θέσεις της ΚΣΕ: «Το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα αφορά πάνω από όλα το σήμερα. Είναι ένα σύνολο αιτημάτων και πολιτικών στόχων που παλεύουμε να επιβληθεί από σήμερα, παρά το γεγονός ότι σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας μόνο εν μέρει και όχι σταθερά μπορεί να υπάρξουν κατακτήσεις, και δεν είναι ένα πρόγραμμα που θα υλοποιήσει είτε μια “κυβέρνηση της αριστεράς” εντός της αστικής νομιμότητας ή η εξίσου μακρινή και απροσδιόριστη “λαϊκή εξουσία”…». Διευκρινίζεται ότι το μεταβατικό πρόγραμμα απευθύνεται στο «μαζικό κίνημα»: «Η πάλη για την εφαρμογή αυτού του προγράμματος θα δείξει ότι η οριστική απαλλαγή από την εκμετάλλευση και την καταπίεση δεν μπορεί να έρθει παρά μόνο μέσα από την επαναστατική διαδικασία και την εξουσία των ίδιων των εργαζομένων. Αυτό ορίζει με σαφήνεια ότι είναι πρόγραμμα “μεταβατικό” προς την επανάσταση, το σοσιαλισμό και τελικά τον κομμουνισμό. Πρόγραμμα συγκέντρωσης δυνάμεων, γεφύρωσης του σήμερα με το αύριο του κινήματος…» και υπογραμμίζει: «Το πρόγραμμα αυτό θα υλοποιηθεί από ένα αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής με καρδιά το ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα και ένα μαζικό μέτωπο της αντικαπιταλιστικής ανατρεπτικής Αριστεράς».2
Η πολιτική απόφαση αναφέρει: «Η διεκδίκηση της εξουσίας των εργαζομένων απαιτεί: Πρώτο, ένα μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα […] Δεύτερον, πραγματική σύγκρουση με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και την εξουσία του κεφαλαίου, με συνδυασμό εξωκοινοβουλευτικών και κοινοβουλευτικών μορφών πάλης. Τρίτον, απαιτεί ρωμαλέο λαϊκό κίνημα, με αντιθεσμούς λαϊκής εξουσίας, με μορφές λαϊκής αλληλεγγύης, αυτοοργάνωσης και άμυνας […] Για αυτό και επιμένουμε ότι, σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα επαναστατικής ανατροπής και πραγματικής εργατικής διεξόδου περνάει από τη συγκρότηση αυτοτελών μορφών πάλης για την εργατική εξουσία, ανταγωνιστικών και εξωτερικών προς το αστικό κράτος…»3.
Ομως τέτοιοι θεσμοί μπορούν να δημιουργηθούν μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, δηλαδή σε σύγκρουση-ρήξη με τους καπιταλιστικούς θεσμούς και τα όργανα εξουσίας, μεταξύ αυτών και της κυβέρνησης. Σε συνθήκες δηλαδή που οι αντιθέσεις του συστήματος φτάνουν σε τέτοιο σημείο που κλονίζεται η αστική εξουσία, σημαίνει ότι οποιαδήποτε αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να διαχειριστεί την όξυνση της ταξικής πάλης που έχει ως υπόβαθρό της την απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών. Αυτές οι συνθήκες οδηγούν τις μάζες σε πρωτοφανέρωτη δράση και στη δημιουργία νέων λαογέννητων θεσμών που η επικράτησή τους κρίνεται από την ικανότητα του ΚΚ και του επαναστατικού κινήματος να οδηγήσει την πάλη μέχρι την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Σε αυτές τις συνθήκες δεν κρίνεται η υλοποίηση ενός τέτοιου ή άλλου προγράμματος στόχων πάλης, αλλά η κατάκτηση της εξουσίας. Σε αυτές τις συνθήκες δεν έρχεται η «αριστερή κυβέρνηση» ως πυροσβεστήρας της επαναστατικής ανόδου.
Οι εγγενείς αντιφάσεις της θέσης που αποτυπώθηκε στην Πολιτική Απόφαση εκφράστηκαν στη διαπάλη που αναπτύχτηκε στο διάλογο που προηγήθηκε της πανελλαδικής συνδιάσκεψης. Ο αντίλογος στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αξιοποιεί αυτή τη θέση και ασκεί κριτική για ασάφεια και αντιφάσεις, λέει πως το μεταβατικό πρόγραμμα συγχωνεύεται με την κατάκτηση της εξουσίας, για να καταλήξουν ότι, αν δε μιλάς τώρα για κυβέρνηση, καταστρατηγείς το μεταβατικό. Σε αυτή την κατεύθυνση καταγράφηκαν οι παρακάτω βασικές τάσεις-απόψεις:
1. Η άποψη ότι θα το υλοποιήσει μια κυβέρνηση που θα ανοίξει το δρόμο για την επαναστατική διαδικασία. Είναι χαρακτηριστικές οι παρεμβάσεις του Ρούση σε δυο άρθρα, ένα από τα οποία το υπογράφει μαζί με τους Μαυρουδέα, Ραχιώτη, Θερμογιάννη.
Το άρθρο αυτό προκάλεσε την απάντηση του Γ. Ελαφρού, ο οποίος έγραψε στην εφημερίδα «Πριν», στις 26 Μάη 2013: «Ανεξάρτητα από διαφορετικές προσεγγίσεις, η προβολή σήμερα ενός κοινοβουλευτικού-κυβερνητικού στόχου οδηγεί την αντικαπιταλιστική Αριστερά, άσχετα από προθέσεις, σε ρόλο παραπληρωματικό του ΣΥΡΙΖΑ». Η δεύτερη παρέμβαση του Ρούση αποτέλεσε απάντηση στον Ελαφρό. Ανάλογη άποψη έχουν και άλλες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως η ΑΡΑΝ, η ΑΡΑΣ, η Κομμουνιστική Ανανέωση. Είναι χαρακτηριστική η εξής τοποθέτηση της ΑΡΑΣ: «Το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής θα θέσει ζήτημα ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας με βάση το πρόγραμμά του, με στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού και όχι διαχείρισης, γνωρίζοντας βέβαια ότι για να συμβεί κάτι τέτοιο αυτό το πρόγραμμα και αυτή η στρατηγική πρέπει να αποτελέσει σημαία των εργατικών και λαϊκών αγώνων και να στηριχτεί στη δύναμη του οργανωμένου αγωνιζόμενου λαού και των οργάνων της δικής του εξουσίας»4.
2. Η άποψη που υποστηρίζει την κριτική στήριξη ή ανοχή σε μια κυβέρνηση «αριστερών δυνάμεων» στο έδαφος της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Την άποψη αυτή εξέφρασαν σε άρθρο5 τους οι Σπ. Αλεξίου και Β. Γάτσιος (ανένταχτοι, μέλη της ΚΣΕ). Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος διαβάζουμε στο κείμενο συμβολής της «Αριστερής Συσπείρωσης» στη 2η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: «Επίσης, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για μία κυβέρνηση “από την αριστερά της αριστεράς έως την αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας”, είναι ένα ανταγωνιστικό σχέδιο με το πολιτικό σχέδιο του μεταβατικού προγράμματος της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. χωρίς να την εξομοιώνουμε με τις τελευταίες κυβερνήσεις των μνημονίων όπως κάνει το ΚΚΕ, είμαστε απέναντι της, συνεχίζοντας την πάλη για την εξουσία των εκμεταλλευόμενων πάνω στους εκμεταλλευτές…»6. Σε αυτό το πλαίσιο εκφράστηκε και μια πιο συγκεκριμένη άποψη από τον Γ. Χριστόπουλο (μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του Κεντρικού Συντονιστικού της Αριστερής Συσπείρωσης): «Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν υλοποιείται από μια κυβέρνηση μεταβατική, που κατά πως λέγεται θα στηρίζεται από το εργατικό και λαϊκό κίνημα […] αλλά από μια κυβέρνηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχει η εργατική τάξη […] Μα θα αναρωτηθεί κάποιος τι το θέλουμε το μεταβατικό πρόγραμμα και δε μιλάμε για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όπως τάχα κάνει το ΚΚΕ […] Το ερώτημα είναι πλαστό και αποκαλύπτεται πώς βλέπουν το μεταβατικό πρόγραμμα όσοι το θέτουν. Αποκαλύπτεται ότι βλέπουν το μεταβατικό πρόγραμμα, σαν αυτοτελή στρατηγικό στόχο και όχι σαν τακτικό επαναστατικό εργαλείο, βλέπουν ότι μέσα από την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος (αλήθεια ποιου;) θα βελτιωθεί η θέση των εργαζομένων και του λαού και σταδιακά θα επέλθει ο κοινωνικός μετασχηματισμός. Τέτοιες απόψεις είναι σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, είναι στην κατεύθυνση των κοινωνικών συμβιβασμών και της ταξικής συνεργασίας»7.
Πρόκειται για λεκτικούς ακροβατισμούς! Η μεταβατικότητα δεν μπορεί να αφορά τη σύγκρουση με το κεφάλαιο, από την οποία μπορεί να προκύψει μόνο επαναστατική εργατική κυβέρνηση, ως προϊόν της επαναστατικής ανατροπής στο συσχετισμό των δύο αντιπάλων τάξεων, της εργατικής και αστικής τάξης.
Παρά τις όποιες παραλλαγές, η λογική του μεταβατικού προγράμματος οδηγεί αντικειμενικά στο ερώτημα ποια κυβέρνηση θα το υλοποιήσει. Γι’ αυτό όλες οδηγούνται στη λογική ότι μπορεί μια κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού ν’ αποτελέσει κρίκο για την επανάσταση.
Τόσο οι απόψεις που πιο επιθετικά βάζουν ζήτημα ανάληψης κυβερνητικής ευθύνης στο έδαφος του καπιταλισμού όσο και αυτές που αναφέρονται σε στάση ανοχής ή κριτικής στήριξης μιας κυβέρνησης σπέρνουν αυταπάτες ότι τα μονοπώλια θα επιτρέψουν το σχηματισμό μιας κυβέρνησης βγαλμένης από το αστικό κοινοβούλιο που θα αμφισβητήσει την εξουσία τους. Διαστρεβλώνεται ο αντικειμενικός χαρακτήρας της επαναστατικής κατάστασης, η οποία εκδηλώνεται πάνω στο έδαφος της όξυνσης των αντιφάσεων του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος και που δεν την προκαλεί η θέληση κανενός κόμματος, τάξης ή κυβέρνησης. Πουθενά και ποτέ στην ιστορία δεν επιβεβαιώθηκε μια τέτοια εξέλιξη. Καμιά κυβέρνηση στον καπιταλισμό δεν οδήγησε στην επαναστατική ανατροπή του συστήματος. Κομμουνιστικά κόμματα που συμμετείχαν σε τέτοιου είδους κυβερνήσεις, ανεξάρτητα μάλιστα από προθέσεις, το μόνο που πέτυχαν ήταν να εγκλωβιστούν στον κοινοβουλευτισμό ή να ανατραπούν βίαια.
Εξαιτίας αυτών των αντιφάσεων και διχογνωμιών στην Απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης κατέληξαν να παραπέμψουν για μελέτη «το ζήτημα της σχέσης κράτους, επανάστασης, εξουσίας και κυβέρνησης στη νέα εποχή της ταξικής πάλης». Δηλαδή δεν τοποθετήθηκαν στο πιο σημαντικό ζήτημα για την πολιτική ενός κόμματος που θέλει να είναι επαναστατικό, το ζήτημα της στάσης απέναντι σε μια κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού και μάλιστα σε συνθήκες που διαμορφώνονται δυνατότητες για την λεγόμενη «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Αναμφίβολα η ρίζα του προβλήματος είναι βαθιά μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, όμως σήμερα πλέον υπάρχει πολύ συσσωρευμένη αρνητική εμπειρία που επιβάλλει την αναγκαία μελέτη και τη διεξαγωγή συμπερασμάτων προς όφελος της επαναστατικής εργατικής πάλης για το σοσιαλισμό.