Το βασικό ζήτημα που μας απασχόλησε κατά τη διοργάνωση της θεατρικής παράστασης ήταν το εξής: Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος (περιεχόμενο και μορφές) αξιοποίησης της τέχνης, έτσι ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικό το «πέρασμα» του βασικού πολιτικού μηνύματος της εκδήλωσης, δηλαδή της αλύγιστης στάσης των γυναικών εξόριστων την περίοδο που λειτούργησε το Τρίκερι ως στρατόπεδο συγκέντρωσης γυναικών.
Σε αυτό το ερώτημα απαντήσαμε επιλέγοντας τη μορφή του θεατρικού κειμένου, δεμένου με τραγούδι. Αυτή η επιλογή εκτιμήθηκε ως η πλέον κατάλληλη για να αποδώσει τον τρόπο ζωής και οργάνωσης των εξόριστων σ’ αυτόν τον «ιστορικό κρίκο» που λέγεται Τρίκερι. Η ανάδειξη του πολιτικού «μηνύματος» της εκδήλωσης προϋπέθετε βέβαια και κάποιες στοιχειώδεις αναφορές και στους υπόλοιπους ιστορικούς τόπους που χρησιμοποιήθηκαν από το αστικό κράτος για τη στέρηση της ελευθερίας γυναικών με εκτοπισμό και εξορία. Πιο συγκεκριμένα, στο έργο αναφερθήκαμε στις Φυλακές Αβέρωφ, σε Τήνο-Ικαρία-Χίο, στη Μακρόνησο, τον Άη Στράτη, έχοντας όμως πάντα στο επίκεντρό μας το Τρίκερι.
Άλλες επιλογές που είχαμε ήταν η οργάνωση συναυλίας με τραγούδια σε συνδυασμό με την ανάγνωση σχετικών ποιημάτων ή οι απαγγελίες από γράμματα και τετράδια εξόριστων γυναικών με τη μορφή σκετς ή θεατρικού αναλογίου. Παρά το γεγονός ότι αυτές οι επιλογές μπορεί να ήταν αισθητικά εξίσου ωραίες, εκτιμήσαμε ότι αυτές οι μορφές θα ήταν πιο περιοριστικές ως προς το περιεχόμενο που θέλαμε να αναδείξουμε. Έτσι, καταλήξαμε στην πιο δύσκολη –όσον αφορά τη δουλειά προετοιμασίας– επιλογή της δημιουργίας σεναρίου και της θεατροποίησης αυτού του σεναρίου.
Ιδιαίτερο κριτήριο της «χρέωσης» μελών και φίλων του Κόμματος αποτέλεσε από την αρχή η επιλογή της συμμετοχής γυναικών σε αυτήν τη δουλειά. Αυτή η επιλογή έχει πολιτικό χαρακτήρα και δεν έγινε επειδή η στάση των αλύγιστων γυναικών είναι στενά «γυναικεία υπόθεση», αλλά επειδή θέλαμε να υπογραμμίσουμε και με αυτόν τον τρόπο το ζήτημα της διπλής καταπίεσης των γυναικών των λαϊκών στρωμάτων στον καπιταλισμό, να διευκολύνουμε τις ίδιες τις γυναίκες να πάρουν θέση απέναντι σε αυτό το ζήτημα. Έτσι, τόσο το σενάριο όσο και η θεατροποίηση και το σκηνικό στήσιμό του έγιναν από ομάδα συντροφισσών της Κομματικής Οργάνωσης.
Διαμορφώθηκε διευρυμένη ομάδα δουλειάς με συντρόφους από τη νεολαία, την Κομματική Οργάνωση και φίλους του Κόμματος, άντρες και γυναίκες, στο σύνολο 24 ηθοποιοί (ερασιτέχνες όλοι), καθώς και ομάδα 4 μουσικών. Βοήθησαν επίσης και άλλες συντρόφισσες στη σκηνοθεσία, στις ασκήσεις λόγου, στην κίνηση και φωνητική, στο θεατρικό παιχνίδι ως εργαλείο γνωριμίας και εξοικείωσης μεταξύ των μελών της ομάδας. Αξιοποιήθηκαν οι δύο θεατρικές ομάδες που υπήρχαν σε Λάρισα και Βόλο με συντρόφους υπεύθυνους από την Οργάνωση της ΚΝΕ και του Κόμματος. Για τη θεατρική παράσταση αξιοποιήθηκε και σύντροφος (επαγγελματίας) μουσικός, ο οποίος δημιούργησε δύο τραγούδια που υπηρέτησαν το περιεχόμενο της εκδήλωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό δεν έγινε «κατά παραγγελία», αλλά με πρωτοβουλία του ίδιου, ορμώμενου από αυτό που θέλαμε «να πούμε».
Όπως είναι αυτονόητο, μετά από όλη αυτήν τη δουλειά αυξάνει η ευθύνη της Κομματικής Οργάνωσης απέναντι σε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Αυξάνει η ευθύνη μας για την απόκτηση σταθερού περιεχομένου και σχεδίου στη συγκεκριμένη δουλειά, για άνοδο της συνοχής και της σταθερότητας της ομάδας, για τη διεύρυνσή της.
ΤΙ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΜΕ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΟΥΜΕ ΜΕ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ο πιο συγκεκριμένος στόχος ήταν να λειτουργήσει ο συνειρμός για την πολιτική-κοινωνική στάση σήμερα, μέσα από το βασικό άξονα της ανθεκτικότητας των κομμουνιστριών σε συνθήκες οι οποίες μπορεί να είναι διαφορετικές, αλλά έχουν αναλογίες με τις σημερινές.
Με βάση αυτόν το στόχο, κωδικοποιούμε στη συνέχεια της Έκθεσης κάποια βασικά ζητήματα περιεχομένου που απασχόλησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας (στη θεατροποίηση και στις πρόβες). Αυτά τα ζητήματα συζητήθηκαν πολύ στην ομάδα δουλειάς της παράστασης και την απασχόλησαν τόσο στην προσπάθειά της να «στήσει» ιστορικά-συμβολικά τους χαρακτήρες όσο και στην προσπάθεια δημιουργίας των απαραίτητων σκηνικών συνειρμών με τη βοήθεια απλών αντικειμένων. Και όλα αυτά, με στόχο την πιο εύστοχη-εκλαϊκευτική μορφική απόδοση.
α) Η αντοχή μέσα από τη διαλεκτική σχέση ζωής-θανάτου,αλλά και της σχέσης του χτες με το σήμερα και το αύριο
Προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι οι τιμημένοι νεκροί και νεκρές της ταξικής πάλης δεν είναι «μνημόσυνο», δεν είναι ένα «εικόνισμα» που προσκυνάμε σε εκδηλώσεις και μετά… ο καθένας συνεχίζει τη ζωή του κανονικά. Νοηματοδοτούν διδάγματα της ταξικής πάλης «στο σήμερα», μας καθιστούν ικανούς να βγάζουμε συμπεράσματα, να αντέχουμε όρθιοι στις σημερινές συνθήκες που έχουν τις δικές τους δυσκολίες και είναι περισσότερο «ύπουλες», αφού η κίνηση φαίνεται αργή, σχεδόν βασανιστική, ενώ κυριαρχεί η απογοήτευση, το «δε γίνεται τίποτα», το «εγώ θα αλλάξω τον κόσμο; Εγώ θα τα καταφέρω ατομικά, και βλέπουμε».
Προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι σ’ αυτούς τους καιρούς, το δικό μας πλεονέκτημα είναι η σύγχρονη πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, η επαναστατική του στρατηγική ως αποτέλεσμα μιας επίπονης ιστορικής πορείας συλλογικής δράσης και σκέψης, ως προϊόν της άντλησης συμπερασμάτων από αυτήν την πορεία.
Στη θεατρική ομάδα άνοιξε συζήτηση για τον «καθοδηγητικό» ρόλο του Κόμματος, τη δουλειά στη συνείδηση των καταπιεσμένων, την υπομονετική οργανωτική δουλειά, τον εξαιρετικά σύνθετο χαρακτήρα αυτής της δουλειάς, που συνίσταται στο ότι, ενώ συχνά (και ιδιαίτερα στις μέρες μας) δε φέρνει άμεσα αποτελέσματα, είναι απαραίτητη για την υπόθεση, για να ανθίσουν στην πορεία οι επαναστατικοί «καρποί».
Για την απόδοση των συμπερασμάτων που αφορούν τη σχέση του χτες με το σήμερα και το αύριο του κινήματος επιλέξαμε να εισάγουμε τη μορφή-χαρακτήρα του «χορού», που παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα χαρακτήρα (αυτόν της νεκρής γυναίκας της ταξικής πάλης), αυτός προσωποποιείται στα πρόσωπα 8 γυναικών που συμβολίζουν με ενιαίο τρόπο τις νεκρές αγωνίστριες σε διάφορες στιγμές και μέρη (Χίος, Τρίκερι κλπ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η επιλογή χρειάστηκε κουβέντα μέσα στην ομάδα, κύρια γιατί υπήρχε η άποψη ότι «θα το βαραίναμε πολύ», «ότι δε χρειάζεται να τους μαυρίσουμε την ψυχή».
Ενδυματολογικά επιλέξαμε ως χρώμα του κοστουμιού του χορού το μαύρο-κόκκινο (το μαύρο συμβόλιζε το θάνατο και το κόκκινο την επανάσταση). Με το κόκκινο χρώμα θέλαμε να αναδείξουμε και ότι οι γυναίκες της ταξικής πάλης είναι πάντα νέες και όμορφες, όπως ακριβώς περιγράφει το πρωτότυπο δημιουργικό έργο-τραγούδι του συντρόφου. Η αξιοποίηση των ενδυματολογικών τεχνικών ως βασικού μέσου συμβολισμού αξιοποιήθηκε ακριβώς επειδή –λόγω των συγκεκριμένων προδιαγραφών του νησιού– δεν είχαμε την πολυτέλεια να έχουμε ιδιαίτερο σκηνικό για την παράσταση. Ως βοηθητικό συμβολικό μέσο της απόδοσης του προαναφερόμενου νοήματος επιλέξαμε οι αλύγιστες να ξαναφοράνε την κόκκινη κορδέλα στην τελευταία σκηνή.
Μία άλλη επιλογή που κάναμε είναι το ομαδικό τραγούδι και ο χορός των 8 γυναικών έναντι του ξεχωρίσματος των πιο ικανών από αυτές στο τραγούδι και το χορό. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι προέκυψαν κάποιες ενστάσεις για το κατά πόσο το αποτέλεσμα του ομαδικού τραγουδιού (από τόσες ερασιτεχνικές φωνές) θα ήταν εύηχο ή ο χορός (από τόσους ερασιτέχνες χορευτές) θα ήταν αυτός που έπρεπε. Ωστόσο συνειδητά επιμείναμε στην αρχική επιλογή ιεραρχώντας το πολιτικό μήνυμα του ομαδικού χαρακτήρα του τραγουδιού και χορού, έναντι του ηχητικού και οπτικού αποτελέσματος.
Κατά τη ροή της παράστασης χρησιμοποιήσαμε τρεις γυναικείους μονολόγους (σαν 3 διακριτές ιστορίες μέσα στην ενιαία ιστορία) ως μεταβάσεις που δείχνουν πώς κλιμακώνεται η καταστολή από έτος σε έτος όσο πλησιάζει η ήττα του ΔΣΕ, αλλά και μετά από αυτήν. Αυτοί οι μονόλογοι αξιοποιούνται ως ιστορικές «φωτογραφίες» και «εικόνες» που μας βοηθάνε να μην «πούμε» αυτό που θέλουμε στεγνά, αλλά να φτάσουν εκεί μόνοι τους οι θεατές. Μας προβλημάτισε αν είναι σκηνικά ωραίο να «διακόπτεται» η ροή του κειμένου, όμως, ανεξάρτητα απ’ το μορφικό αποτέλεσμα που βγήκε από αυτή μας την επιλογή, ιεραρχήσαμε το περιεχόμενο. Αυτές οι τρεις «διακοπές» της ενιαίας ροής έγιναν από τις γυναίκες με «ονοματεπώνυμο» και συγκεκριμένα τη Γιασεμή, την Τρούμαινα και φυσικά τη Ρόζα (στο βασικό μονόλογο-εξομολόγηση).
Σε αυτές τις μονολογίες απαντήθηκε το ερώτημα της αντοχής ως μια νέα ανώτερη ποιότητα στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος. Αυτό προσπαθήσαμε να αποδώσουμε με αφαιρετικές μορφές, όπως η ξυπόλητη Ρόζα (που συμβόλιζε την ταλαιπωρία της από τις διάφορες μεταβάσεις μεταξύ αστυνομικών τμημάτων και στρατοπέδων, όπως περιγράφεται στο τετράδιο σημειώσεών της από το Τρίκερι), η απλότητα της παγωμένης σκηνής της Γιασεμής (από την οποία είχαν πάρει το παιδί της γιατί δεν υπέγραφε «δήλωση») και τέλος οι γυναίκες που κρύβονται πίσω από την Τρούμαινα (η οποία κατά την άφιξή της μαζί με άλλες εξόριστες από το Τρίκερι στη Μακρόνησο το Γενάρη του 1950 ξυλοκοπήθηκε άγρια, προσπαθώντας να προστατεύσει άλλες εξόριστες).
Ιδιαίτερη δυσκολία συναντήσαμε κατά την προσπάθειά μας να ξεχωρίσουμε για το σχετικό μονόλογο ενδεικτικά σημεία (έκτασης περίπου μιάμισης σελίδας) από τις, περισσότερες των 200, σελίδες του τετραδίου της Ρ. Ιμβριώτη. Η δυσκολία συνίστατο στο ότι έπρεπε να επιλέξουμε αυτά τα σημεία έτσι ώστε από τη μία να δίνουν την ουσία και από την άλλη να μην αλλοιώνουν το κείμενό της. Προσπαθήσαμε να φωτίσουμε την πλευρά που αφορούσε και αφορά κάθε κομμουνιστή, κάθε αγωνιστή σε συνθήκες αναμέτρησης με τον ίδιο του τον εαυτό, σε συνθήκες καταστολής, εγκλεισμού, σε συνθήκες όπου αυτός δεν έχει κανένα όπλο και ο αντίπαλος έχει τα πάντα. Προσπαθήσαμε να «υπονοήσουμε» το βασικό ζήτημα, ότι το «ψυχικό απόθεμα αντοχής που σωματοποιείται» δημιουργείται με την προϋπόθεση της βαθιάς πίστης στην υπόθεση για την οποία παλεύει το ΚΚΕ. Στο πνεύμα στησίματος του κειμένου-μονολόγου της Ρόζας και της αφαιρετικής της μορφής κατά την απόδοση του κειμένου μάς βοήθησε άρθρο στελέχους του Κόμματος, δημοσιευμένο στην ΚΟΜΕΠ, για τη στάση του στην 7χρονη δικτατορία.
β) Ο ρόλος της γυναίκας της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων σε συνθήκες έντασης της καταστολής
Για να αναδείξουμε την κομμουνιστική αντίληψη για τη γυναίκα –την οποία μετουσίωσαν σε πράξη οι αλύγιστες με τον τρόπο που έζησαν τη ζωή και τα νιάτα τους– χρησιμοποιήθηκαν δύο θεματικοί άξονες:
Ο πρώτος άξονας κινείται γύρω από την αλλαγή και τη διαμόρφωση του ρόλου της γυναίκας της οποίας μέσα στο έργο τής παίρνουν το παιδί μέσα από τα χέρια της γιατί δεν κάνει πίσω (Γιασεμή Πασχαλιά). Εκεί άνοιξε το θέμα της «καλής μάνας» που είναι πάντα δίπλα στο παιδί της, που το παιδί της είναι «το Α και το Ω» της δραστηριότητάς της. Τέθηκε ρητά το ερώτημα: Ποια είναι η «καλή μάνα»; Αυτή που «παρατάει» το παιδί της; Αυτό το θέμα απασχόλησε πιο πολύ απ’ όλα και επανερχόταν με διάφορες αφορμές.
Επιδίωξή μας ήταν μέσα από την εσωτερική σύγκρουση του χαρακτήρα της Γιασεμής Πασχαλιά, να αναδείξουμε το περιεχόμενο της «καλής μάνας». Από τη μία η ηρωίδα λέει: «Άνθρωπος είμαι και γω», ενώ από την άλλη θέτει στον εαυτό της με διάθεση αρνητικής απάντησης το ερώτημα: «Ένα παλιόχαρτο είναι η δήλωση;». Έμπρακτα, αυτό το ερώτημα το απαντά αρνητικά όταν αρνείται να υπογράψει αυτό το –υποτιθέμενα απλό– «παλιόχαρτο». Με αυτή της την πράξη δείχνει ότι, αν υπέγραφε αυτό το «παλιόχαρτο», θα έχανε όχι μόνο την ίδια την προσωπικότητά της, αλλά τη δυνατότητα νοηματοδότησης –μέσω της αλύγιστης στάσης της– της ίδιας της σχέσης της με το παιδί της. Η σωστή απόφαση στην παραπάνω εσωτερική σύγκρουση θα επηρεάσει το δεσμό με το παιδί της όχι μόνο «στο τώρα», αλλά και για αύριο, αφού ο γιος της θα είναι ταξικά περήφανος όταν μεγαλώσει και θα της πει: «Δε μ’ εγκατέλειψες εσύ, αυτοί (αστική τάξη και μηχανισμοί) σέρνονται σαν τα φίδια», «είμαι περήφανος για σένα, μάνα», «αδούλωτη μάνα».
Ανοίξαμε τη συζήτηση αν είναι αντικειμενικό να μην αξιοποιούνται νέες μάνες στα σωματεία και στις διοικήσεις τους, από πού προέρχεται η λογική που λέει ότι «μια γυναίκα, όταν κάνει παιδί, αντικειμενικά θα αφήσει άλλα» (υπονοώντας πολλές φορές ότι ανάμεσα στα «άλλα» στις πρώτες θέσεις φιγουράρει συνήθως η οργανωμένη ζωή). Ξεκαθαρίσαμε καταρχάς τον αντικειμενικό χαρακτήρα της πίεσης ο οποίος απορρέει από τις ίδιες τις υλικές συνθήκες ζωής στον καπιταλισμό (ατομική οικογένεια, οικονομικές δυσκολίες, έλλειψη χρόνου κλπ.) και εκφράζεται στην κυριαρχία μιας σειράς αντιλήψεων («ατομικές προτεραιότητες», ατομικό συμφέρον σε αντιδιαστολή με το κοινωνικό-κομματικό κλπ.). Ωστόσο, μπροστά σε αυτήν την πίεση (όπως και μπροστά σε όλα τα αντικειμενικά εμπόδια που θέτει στην πάλη η ταξική κοινωνία), η κομμουνιστική πρωτοπορία δε στέκεται παθητικά, αλλά οφείλει να προτάξει ένα συνολικό σχέδιο αντιπαλέματός της (σε επίπεδο συλλογικής-κομματικής λειτουργίας, αξιών ζωής κλπ.) ως απαραίτητο στοιχείο της ανάπτυξης κομμουνιστικής στάσης ζωής.
Φάνηκε ότι η πείρα μας είναι πολύ μικρή γύρω από τέτοια θέματα, όχι τόσο σε γενικό-θεωρητικό επίπεδο (δηλαδή πώς θα έπρεπε να είναι), αλλά πώς τα λύνουμε στην πράξη μέσα στο Κόμμα, στην ΚΝΕ, πώς στηρίζουμε τις συντρόφισσες και παραδειγματίζουμε και τις γυναίκες στον περίγυρό μας. Πρόκειται για σύνθετο ζήτημα και όχι μονοσήμαντο και όσο πιο συλλογικά απασχολεί κάθε οργανωτικό κρίκο τόσο πιο μεγάλη πείρα θα συγκεντρώνουμε, αρνητική και θετική.
Ο δεύτερος θεματικός άξονας κινείται γύρω από την ωρίμανση των γυναικών οι οποίες τελικά καταλήγουν το Γενάρη του 1950 από το Τρίκερι στη Μακρόνησο, όπου τα πράγματα είναι πιο «ξεκάθαρα» απ’ ό,τι στη Χίο και στο Τρίκερι. Πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία ο ΔΣΕ έχει ηττηθεί, η ελπίδα στην Ελλάδα έχει εκλείψει (παρόλο που η υπόθεση του αγώνα φαίνεται να θριαμβεύει παγκοσμίως), για την περίοδο κατά την οποία στέκεσαι όρθιος «για τη σημαία», για τη «σπορά», για την προοπτική που είναι πια ένα με το «είναι» σου.
Για να αναδείξουμε σκηνικά αυτόν το θεματικό άξονα, επιλέξαμε την προβολή της παθητικής και ακίνητης στάσης των νεοαφιχθεισών στη Μακρόνησο (από το Τρίκερι) αγωνιστριών έναντι των «ανανήψαντων» αντρών τους (έτσι χαρακτηρίζονταν όσοι υπέγραφαν «δήλωση μετανοίας», με δεδομένο ότι η Μακρόνησος προβαλλόταν από την άρχουσα τάξη ως «κέντρο εθνικής ανάνηψης»). Τα έμπρακτα κελεύσματα των αντρών προς τις γυναίκες τους για υποταγή και υπογραφή «δήλωσης» («αφού πια ο αγώνας τώρα χάθηκε») συναντούν την παγερή στάση των γυναικών τους, οι οποίες έχουν διαλέξει άλλο δρόμο, το δρόμο της αξιοπρέπειας και της αγωνιστικής «σποράς».
Η γυναίκα της Μακρονήσου είναι σκληρή, μέσα στο κλάμα της, αλλά δεν έχει το ψυχικό βάσανο της Γιασεμής, έχει ήδη πάρει απόφαση. Το ίδιο και η ηλικιωμένη –για την εποχή– Σοφία από τη Μυτιλήνη (το Σοφέλι, όπως αποκαλούνταν στην τοπολαλιά του νησιού), η οποία, λέγοντας στον άντρα της «είναι καλά και πολεμάνε τα παιδιά μας, Παντελή μ’» και ξέροντας ότι αυτό δεν ισχύει, δείχνει την ανθεκτικότητα της γυναικείας φύσης όταν έχει πειστεί γι’ αυτό που κάνει.
Σε αυτόν το δεύτερο θεματικό άξονα ανήκει και η γυναίκα που περιγράφει το ξύλο το Γενάρη του 1950 στη Μακρόνησο, η γυναίκα που «δεν της πήρανε τη θέλησή της», όπως λέει, 9 χρόνια πολεμάει (πρόκειται για τις δυο ταξικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του 1940). Σε αυτήν την ενότητα εντάξαμε και την Κούλα Κανούτα, την επονομαζόμενη Τρούμαινα, η οποία –παρά το γεγονός ότι φοβάται ότι έχει χάσει και τα δύο «δικά της» παιδιά (όπως και πράγματι είχε συμβεί, αν και δεν το ήξερε ακόμα)– μετατρέπεται σε προστάτιδα-«μάνα» των υπόλοιπων γυναικών και σε πρότυπο στάσης ζωής γι’ αυτές. Η Τρούμαινα συμβολίζει τη μετάβαση, όχι τόσο τη χωρική (από Τρίκερι σε Μακρόνησο), όσο τη μετάβαση από τον έναν κατακτημένο τρόπο οργάνωσης της ζωής (στο Τρίκερι) σε έναν άλλο διαφορετικό και ακόμα πιο σκληρό (στη Μακρόνησο).
γ) Τι είναι αυτό που ενώνει τις γενιές της εργατικής τάξηςκαι μετατρέπει απλούς καθημερινούς ανθρώπους σε ήρωες;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα χωρίς να το «πούμε» στους θεατές, προσαρμόσαμε το έργο σε τρία επίπεδα.
Το πρώτο επίπεδο ήταν το αφηγηματικό (μέσα από τη γυναίκα Α που συμβολίζει την πρώην αντάρτισσα και νυν γιαγιά). Το δεύτερο επίπεδο ήταν αυτό της ανάμνησης μέσα από το ζωντάνεμα της ζωής των αλύγιστων (ο «χορός» των 8 γυναικών παρουσιάζεται να ασκεί τις καθημερινές «του» υποχρεώσεις σα να αποτελείται από γυναίκες που βρίσκονται στα σπίτια τους) και το τρίτο επίπεδο είναι αυτό της σημερινής εποχής, που συμβολίζεται από τη γυναίκα Β.
Και τα τρία επίπεδα, επιδιώξαμε να τα διαπερνά ως σκηνικό αντικείμενο το νήμα ως συστατικό του κεντήματος. Με αυτήν την προσαρμογή του κεντήματος (που συμβολίζει τον αγώνα και το σκοπό του ΔΣΕ) στα συστατικά του, δηλαδή στα νήματα (που συμβολίζουν τη δουλειά και τις προϋποθέσεις προετοιμασίας των μεγάλων «μαχών»), θέλαμε να δώσουμε το συμβολισμό της «στόφας» του αγώνα, του χαρακτήρα του ως αγώνα ταξικού, ως αγώνα που «κάνει κόμπους», ως αγώνα που έχει τα πίσω και τα μπρος του. Από τα παραπάνω αναδεικνύεται ως βασικό μήνυμα η αναγκαιότητα του επαναστατικού Κόμματος που δρα σε όλες τις συνθήκες («Κόμμα παντός καιρού») ως πρωτοπορία, με την προϋπόθεση πάντα ότι καταφέρνει να χαράσσει και να ασκεί επαναστατική πολιτική.
Ως προς τον προσανατολισμό του αγώνα, αναδείχτηκε ότι αυτός μπορεί να καταλήξει σε κέντημα, μπορεί όμως και όχι, το θέμα είναι να έχεις στόχο να κεντήσεις, να συνδυάσεις τα νήματα, δηλαδή να δουλέψεις με ανθρώπους, με την εργατική τάξη. Με λίγα λόγια, να αποκτά το Κόμμα στο πέρασμα του χρόνου σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την ικανότητα να συσπειρώνει το λαό σε επαναστατική πάλη στις κρίσιμες στιγμές και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις γι’ αυτό σε στιγμές που δεν είναι επαναστατικές. Όπως λέει η γυναίκα Α (παλιά γενιά αγωνιστών) στην τελευταία σκηνή όταν παραδίνει στη γυναίκα Β (νέα γενιά αγωνιστών) το κέντημα της δικής της γενιάς: «Αγόρασα κι άλλα νήματα».
Από το παραπάνω σκηνικό απορρέει το συμπέρασμα ότι η ιστορία της ταξικής πάλης δεν είναι ποτέ μονόπρακτο έργο. Γι’ αυτό, το θέμα είναι να έχει το Κόμμα την τόλμη να στέκεται απέναντι στον εαυτό του και να τον κρίνει, όπως έκανε το Κόμμα μας και τα προηγούμενα χρόνια, για να καταλήξει στο σύγχρονο Πρόγραμμά του.
δ) Η σχέση των κομμουνιστών με τη γνώσησε συνθήκες εγκλεισμού
Μέσα από την εκδήλωση θέλαμε να περάσουμε ότι το διδακτικό έργο της Ρόζας Ιμβριώτη, της Κατίνας Μαμέλη, της Έλλης Νικολαϊδου είναι «παιδευτικό έργο», είναι το απάγκιο στις τεράστιες δυσκολίες της καθημερινής μιζέριας που η ζωή επιφυλάσσει στις εξόριστες. Δεν πρόκειται απλά για εκπαίδευση, ως συλλογή γνώσεων, αλλά για τη σχέση του ανθρώπου-παραγωγού με τον πλούτο της παραγωγής του στο επιστημονικό επίπεδο. Η στάση των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών στο Τρίκερι αναδεικνύει την ευθύνη των εκπαιδευτικών-διανοητών, ως κομματιού του λαού, να διδάξουν την αλήθεια, απαλλαγμένη από τη «σκουριά» της αστικής ιδεολογίας, αλλά και να εμπνεύσουν τη θετική στάση απέναντι στη γνώση. Όπως λέει η Ρόζα Ιμβριώτη στην έκκληση δύο αγράμματων πιτσιρίκων από τη Μυτιλήνη που της ζήτησαν να οργανωθούν μαθήματα για να μάθουν να διαβάζουν τα γράμματα των αγαπημένων τους: «Όσες θέλουν να μάθουν θα μάθουν, ευθύνη δική μας».
Ταυτόχρονα, στην τελευταία σκηνή της παράστασης παρουσιάζεται η επιστροφή των αλύγιστων από τη Μακρόνησο στο Τρίκερι, όπου βρίσκουν διαλυμένα όλα όσα είχαν φτιάξει και προσπαθούν να συγκροτήσουν από την αρχή μια νέα καθημερινότητα. Με αυτήν τη σκηνή επιδιώκαμε να φωτίσουμε αρετές που οι γυναίκες αγωνίστριες έχουν δείξει απλόχερα σε δύσκολες συνθήκες, όπως η οργανωτικότητα, η μεθοδικότητα, ο έλεγχος, ότι τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του. Αυτές οι αρετές αναδεικνύονται τόσο από τις πολύμορφες μορφωτικές προσπάθειες (λειτουργία παιδικού σταθμού στην εξορία, κατάρτιση ειδικού εκπαιδευτικού προγράμματος ανά ηλικιακή ομάδα εξόριστων και παιδιών, οργάνωση της καταγραφής μέσα από τα ημερολόγια-τετράδια) όσο και μέσα από την οργάνωση μιας απαιτητικής καθημερινότητας (τσαγκαράδικο, μαγειρείο, αποχετευτικό, η μάχη με το νερό και τα στοιχεία της φύσης, το αλάτι) ως προϋπόθεση για να επιβιώσουν.
ε) Καταστολή του αστικού κράτους
Επιλέξαμε να αναδείξουμε την κατασταλτική (στρατιωτική) λειτουργία του κράτους, που ήταν και η προεξάρχουσα εκείνη την περίοδο.
Οι 4 στρατιωτικοί (βαθμοφόροι ή μη) που εμφανίζονται στην παράσταση συνέχονται από την ίδια νοηματική, τη δύναμη της κρατικής αστικής βίας σε συνθήκες ήττας για το εργατικό κίνημα. Ως φορείς αυτής της κρατικής λειτουργίας γίνονται και φορείς των συμπεριφορών που αυτή απαιτεί: Φωνάζουν, βρίζουν, λένε τα ίδια και τα ίδια. Όμως ενώ μετά από το 1949 το αστικό κράτος είναι νικητής, η αντιμετώπιση των στρατιωτών ως φορέων αυτού του κράτους από τις γυναίκες δεν είναι αυτή του νικητή. Μέσα σε όρια, η αστική νίκη αμφισβητείται, ακόμη και ευθέως στο πρόσωπό τους.
Παράλληλα, θέλαμε να σχολιάσουμε με σαρκασμό την ψυχολογία υποταγής στον ανώτερο: «Κάνουμε ό,τι μπορούμε, στρατηγέ μου», «ακόμη παριστάνετε τις ηρωίδες; … Χάσατε». Την πιο ακραία έκφραση αυτής της υποταγής αποδώσαμε συμβολικά στο στρατιωτικό διοικητή της Μακρονήσου (το Ρακιντζή) και στη στάση του απέναντι στους ανωτέρους του (τόνος φωνής, ματιά πάντα προς το στρατηγό, χρήση καθαρεύουσας, ένρινη χροιά).