Η προπαγάνδα που χρησιμοποιήθηκε για να προωθηθούν οι αναδιαρθρώσεις έχει να κάνει με τον αγώνα δρόμου για να καλυφθούν τα κριτήρια «σύγκλισης» της οικονομίας της χώρας μας με των άλλων κρατών-μελών. Μόνο που και μετά την «επιτυχία» της ένταξής μας στην ΟΝΕ τα προγράμματα λιτότητας εξακολουθούν να εφαρμόζονται, τώρα όμως με στόχο της «διατηρησιμότητα»! Η εργατική τάξη και όλοι οι εργαζόμενοι είναι καθαρό ότι δεν ωφελήθηκαν στο ελάχιστο από την επίτευξη των στόχων του κεφαλαίου. Η κοινωνική «ευημερία» δεν αποτυπώνεται ούτε στα στοιχεία που κατά καιρούς δημοσιεύουν. Πολύ περισσότερο αυτό δε συμβαίνει στην καθημερινή ζωή.
Στην περίοδο από το 1980 μέχρι το 1999 ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 182,8%. Τα κονδύλια που διατέθηκαν για την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση αυξήθηκαν κατά 162,8%. Δηλαδή 20 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από την επίσημη αύξηση του πληθωρισμού.
Η αύξηση του ΑΕΠ προπαγανδίζεται ως δείκτης της λαϊκής «ευημερίας», δεν καταφέρνει να κρύψει τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Η σχετική ή και απόλυτη εξαθλίωση εντείνονται με την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων. Οσο η εργατική δύναμη γίνεται φθηνότερη, τόσο επιταχύνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου. Εδώ άλλωστε βρίσκεται η καρδιά του ζητήματος, της περίφημης «ανταγωνιστικότητας» της καπιταλιστικής οικονομίας.
Σύμφωνα με μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ κατά την περίοδο 1984-92, τα κατώτερα μεροκάματα και οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν κατά 17,03%, ενώ την περίοδο 1995-97 αυξήθηκαν μόλις κατά 1,68%. Ετσι βρίσκονται σε πραγματικές τιμές στα επίπεδα του ‘85.
Ενας στους πέντε Ελληνες ζούσε το 1995 κάτω από το «όριο της φτώχειας», σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο αριθμός των ατόμων των οποίων το εισόδημα ήταν κατώτερο του 60% του κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος, σύμφωνα με το διεθνή ορισμό του ορίου φτώχειας, κάθε άλλο παρά μειώνεται μετά τη μεταβίβαση των πάσης φύσεως κοινωνικών παροχών στις πλέον ευαίσθητες αυτές κοινωνικές ομάδες[4]. Την ίδια στιγμή τα κέρδη των βιομηχάνων, των εφοπλιστών και των τραπεζιτών αυξάνονται κατακόρυφα. Ενδεικτικά να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τους ισολογισμούς που δημοσιεύονται στις εφημερίδες και με την επεξεργασία των στοιχείων τους, το πρώτο τρίμηνο του 2000 μια σειρά εταιρίες και όμιλοι επιχειρήσεων έχουν αυξήσεις κερδών και πάνω από 3.770%[5].
Οι επιπτώσεις στην εργατική τάξη από την «απελευθέρωση της αγοράς εργασίας» είναι οδυνηρές. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας μόνον το 47,5% των Ελλήνων μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα εργάζεται πλέον με την αυστηρή τήρηση των όρων των συλλογικών συμβάσεων. Η ετήσια ποσοστιαία αύξηση της μέσης πραγματικής αμοιβής σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου του ΥΠΕΘΟ πέφτει από 8,4% το 1989 σε 1,5% το 1998 και 1,4% το 1999 αντίστοιχα. Ενώ σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς το ποσοστό ετήσιας μεταβολής του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος πέφτει από το 11,6% το 1995 σε 2,9% το 1998[6].
Η ανεργία, παράγοντας απόλυτης επιδείνωσης της κατάστασης της εργατικής τάξης αυξήθηκε κατακόρυφα. Οι υποσχέσεις για δημιουργία θέσεων εργασίας είναι το μόνιμό μοτίβο κάθε κυβέρνησης είτε του ΠΑΣΟΚ, είτε της ΝΔ. Η ανεργία βέβαια αυξάνεται σταθερά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η ΝΔ υπόσχεται εκατό χιλιάδες θέσεις εργασίας. Ας υπολογίσουμε και θα δούμε: Το 1990 οι απασχολούμενοι ήταν 3.719.000, το 1991: 3.632.000, το 1992: 3.684.000 και το 1993: 3.720.000. Δηλαδή η αυξητική διαφορά στην απασχόληση 1990-1993 είναι μόλις 1.000 (!) θέσεις εργασίας. Αυτή ήταν όλη και όλη η δραστική μείωση της ανεργίας[7].
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία η ανεργία το 1980 ήταν 2,5%, το 1981 ανέβηκε στο 4%, το 1990 στο 7% και έφθασε το 1999 στο 9,7%. Στα τέλη δε του 1999 ανέβηκε στο 12,4%, γεγονός που έφερε την Ελλάδα στη δεύτερη ευρωπαϊκή θέση μετά την Ισπανία, όπου το ποσοστό της ανεργίας είναι στο 14%.
Αντί λοιπόν για υλοποίηση των υποσχέσεών της, η κυβέρνηση της ΝΔ φέρνει στη Βουλή και ψηφίζεται ο νόμος 1892/90 «για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη». Με αυτόν το νόμο προωθείται η μερική απασχόληση και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, ενώ το μεγάλο κεφάλαιο ωφελείται από μια σειρά προνόμια με το πρόσχημα της συμβολής στην «αντιμετώπιση της ανεργίας». Ετσι οι βάσεις για τη συνολική επίθεση στις κατακτήσεις της εργατικής τάξης στη χώρα μας μπήκαν σε μια περίοδο ιδιαίτερα αρνητική για το εργατικό κίνημα, αλλά και για το παγκόσμιο.
Το μονοπωλιακό κεφάλαιο κερδίζει πόντους μετά την προσωρινή οπισθοχώρηση του διεθνούς επαναστατικού κινήματος με την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται η μαρξιστική αλήθεια ότι στον καπιταλισμό οι κατακτήσεις των εργαζομένων είναι προσωρινές και πάντα κατώτερες των πραγματικών αναγκών τους.
Με τους νόμους 2639/98 και 2874/00 που προώθησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, έχουμε την αντιδραστική αναδιάρθρωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, δηλαδή τη «συνολική διευθέτηση», που στοχεύει στην αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, στην παραγωγή μεγαλύτερης απλήρωτης εργασίας, στην εντατικοποίηση της δουλιάς, στην απαλλαγή από το κόστος των υπερωριών, τελικά στην παραπέρα μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης και συνεπώς στην αύξηση των καπιταλιστικών κερδών. Το 8ωρο ουσιαστικά έχει καταργηθεί. Μετατρέπεται σε 9ωρο, 10ωρο ή και παραπάνω, χωρίς πληρωμή υπερωριών. Ο εργαζόμενος μετατρέπεται σε απασχολήσιμο, δηλαδή σκλάβο στη διάθεση του εργοδότη. Θα δουλεύει όποτε και όσο θέλει αυτός, σύμφωνα με το συμφέρον της επιχείρησής του.
Οι γυναίκες αποτελούν το 64,5% των απασχολούμενων στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης καθώς και στη «μαύρη» εργασία. Εδώ και πολλά χρόνια έχει καταργηθεί η απαγόρευση της νυκτερινής εργασίας των γυναικών στο όνομα της «ισότητας» των δυο φύλων, έτσι όπως την κατανοεί το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Αλλωστε η υγεία και η ασφάλεια των εργαζομένων στον καπιταλισμό θυσιάζονται στο βωμό της εργοδοτικής ασυδοσίας και του μέγιστου κέρδους.
Οσον αφορά τη μείωση του εργάσιμου χρόνου με την εφαρμογή του 35ωρου, εμείς το θεωρούμε αναγκαίο και ρεαλιστικό μέτρο. Οταν όμως προωθείται μέσα από τη «διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου», όπως συμβαίνει στη χώρα μας, αλλά και σε άλλες χώρες της ΕΕ, τότε είναι σε βάρος του εργαζόμενου γιατί καταργείται ο σταθερός ημερήσιος χρόνος εργασίας.
Οι αλλαγές αυτές δημιουργούν σοβαρότατα προβλήματα στην προσωπική, οικογενειακή ζωή του εργαζόμενου, εμποδίζουν τη συνδικαλιστική και πολιτική του δράση, προβάλλουν νέα εμπόδια στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Στοχεύουν στο χτύπημα της συλλογικής διαπραγμάτευσης, στην αποδυνάμωση της οργανωμένης συλλογικής διεκδίκησης και καλλιεργούν τον ατομικισμό. Αποσκοπούν στη χειραγώγηση συνειδήσεων και υπονομεύουν το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα.
Τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ αναφέρουν ότι η μερική απασχόληση στη χώρα μας είναι στο 13,8% του συνόλου της μισθωτής απασχόλησης. Το 25% των νέων θέσεων εργασίας και το 60% στον τομέα του εμπορίου αντιστοιχεί σε θέσεις μερικής απασχόλησης.
Βέβαια, η επίθεση του κεφαλαίου μέσω των αναδιαρθρώσεων του καπιταλιστικού συστήματος δεν περιορίζεται μόνο στα εργασιακά δικαιώματα. Η εμπορευματοποίηση τομέων όπως της Υγείας, της Πρόνοιας, της Παιδείας, της Ασφάλισης επεκτείνεται, ενώ ήταν μέχρι τώρα κάτω από μια ορισμένη κρατική οργάνωση. Από χρόνο σε χρόνο μικραίνουν τα κονδύλια από τον κρατικό προϋπολογισμό για κοινωνική πολιτική και υπολείπονται σημαντικά της αύξησης του πληθωρισμού. Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2001 περικόπτει τις συνολικές δαπάνες στο 31,9% του ΑΕΠ από 32,7% το 2000. Και αυτό για να «εξαλειφθούν τα ελλείμματα» όπως προβλέπεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, στην «εντός ΟΝΕ εποχή».
Η «κοινωνική» διάσταση του κρατικού προϋπολογισμού 2001 σημαίνει δαπάνη 450 δισ. δρχ. Πρόκειται για κάποια ψίχουλα που θα επιστραφούν σε κοινωνικές κατηγορίες χαμηλόμισθων, π.χ. 75 δισ. δρχ. για το επίδομα πετρελαίου, όταν τα έσοδα του κράτους από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου και την αύξηση του ΦΠΑ που εισπράχτηκε, έφτασαν σε 100 δισ. δραχμές.Αντίθετα η επιχορήγηση στο ΙΚΑ παραμένει καθηλωμένη στο ποσό που δόθηκε και πέρυσι, που σημαίνει μείωση αφού ο πληθωρισμός αυξήθηκε. Οι επιδοτήσεις όμως στους εφοπλιστές για δρομολόγηση πλοίων στις άγονες γραμμές θα αυξηθούν κατά 32,6% δηλαδή θα ξεπεράσουν τα 3 δισ. δραχμές[8].
Οσο αφορά την εισοδηματική πολιτική, οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών είναι 2,5% τη στιγμή που ο πληθωρισμός τρέχει με 3,5% και η προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ είναι 5%. Καμιά σχέση βέβαια δεν έχει η πραγματικότητα με τη δήλωση του Υπουργού Οικονομικών ότι «η εισοδηματική πολιτική του 2001 καλύπτει τον πληθωρισμό και εξασφαλίζει για τους εργαζόμενους ουσιαστική συμμετοχή στην αύξηση του ΑΕΠ».
Οσο για τις σοβαρές αλλαγές που σχεδιάζονται στην Κοινωνική Ασφάλιση, αυτές δεν γίνονται τυχαία. Ούτε γιατί υπάρχουν ελλείμματα στα ασφαλιστικά ταμεία, γεγονός για το οποίο ευθύνονται αποκλειστικά το κράτος και η εργοδοσία και καθόλου οι εργαζόμενοι. Αν ήταν έτσι, το πρόβλημα θα λυνόταν με την καταβολή των κλεμμένων. Και αυτές οι αλλαγές εντάσσονται μέσα στις συνολικές αναδιαρθρώσεις του καπιταλισμού και στοχεύουν να κάνουν την εργατική δύναμη πιο φθηνή. Μεταφέρουν το πρόβλημα της Κοινωνικής Ασφάλισης στην ευθύνη του κάθε εργαζόμενου ξεχωριστά, στην ατομική λύση, υποδεικνύοντας την ιδιωτική ασφάλιση, αφού προηγούμενα έχουν υποβαθμίσει όλες τις κρατικές κοινωνικές παροχές που ήταν στο κράτος.
Η Κομισιόν είναι σαφής όταν επισημαίνει ότι: «Η Ελλάδα έχει ήδη προβεί σε ορισμένες διαρθρωτικές ρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, ενώ για το 2001 ανακοινώθηκε μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι μια τολμηρότερη προσέγγιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας θα αποβεί προς όφελος της ελληνικής οικονομίας». Αυτό ακριβώς το απόσπασμα από το «Σύμφωνο Σταθερότητας» για την περίοδο 2000-2004 τα λέει όλα. Στην τετραετία που βαδίζουμε είναι εξασφαλισμένη η «φιλολαϊκή» πολιτική της ΕΕ σε βάρος των εργαζομένων.
Οσο αφορά επίσης τα λεγόμενα πακέτα των διαφόρων προγραμμάτων της ΕΕ είναι γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν για πλουτισμό των λίγων και για εξαγορά συνειδήσεων. Για παράδειγμα στα πλαίσια του επιχειρησιακού προγράμματος «καταπολέμηση του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας» του Β΄ ΚΠΣ για τα έτη 1996-1999 εγκρίθηκαν 3.200 νέες θέσεις εργασίας, (οι άνεργοι ξεπερνούν σήμερα τις 550.000), που αφορούσαν τόσο στην επιχορήγηση των επιχειρήσεων που θα απασχολήσουν ανέργους, όσο και στην επιχορήγηση νέων ελεύθερων επαγγελματιών, ατόμων ηλικίας από 16 - 65 χρόνων. Η δαπάνη θα καλυπτόταν κατά 80% από το Ευρωπαϊκό κοινωνικό ταμείο και κατά 20% από τον ΟΑΕΔ. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού της ΕΕ όμως παρεμβαίνει ευθέως σε παντός είδους και τύπου ενισχύσεις για την «αντιμετώπιση» της ανεργίας, σύμφωνα με δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας[9], θέτοντας πλαφόν στις συνολικές επιχορηγήσεις ίσον με 10.000 ΕΥΡΩ (34 εκατ. δραχμές) την 3ετία ανά επιχείρηση. Το ποσό αυτό αφορά τα ευρωπαϊκά κονδύλια, τους εθνικούς πόρους, αλλά και τους κοινωνικούς πόρους.
Για να αναφέρουμε και ένα παράδειγμα από κράτος-μέλος που εμφανίζεται μάλιστα ως υπόδειγμα, την Ολλανδία, χώρα με το μικρότερο ποσοστό ανεργίας (3,3%) η μερική απασχόληση ξεπερνά το 40%. Είναι η χώρα με «μηδέν ποσοστό μη συμμόρφωσης» στην κατευθυντήρια γραμμή της ΕΕ, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην κοινή έκθεση για την Απασχόληση 2000 (6.9.2000).
Πιο κάτω αναφέρεται το εξής:
«Η πολιτική της απασχόλησης επιτυγχάνεται μέσω της συγκράτησης των ονομαστικών μισθών και εφ’ όσον είναι δυνατόν, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εργοδοτών. Οι κοινωνικοί εταίροι υποστηριζόμενοι από την κυβερνητική νομοθεσία συνήψαν πολλές συμφωνίες σχετικά με την κατάρτιση και την ευελιξία της αγοράς εργασίας, αρχής γενομένης με την προώθηση της μερικής απασχόλησης και την ευρέως διαδεδομένη χρήση των υπηρεσιών ανεύρεσης έκτακτης εργασίας».
Είναι τέτια η έκταση της ευέλικτης εργασίας ώστε η κυβέρνηση της Ολλανδίας πέρυσι αναγκάστηκε να δηλώσει ότι οι ελαστικοποιημένες μορφές εργασίας υποβάθμισαν την ποιότητα της προσφερόμενης απασχόλησης, δημιουργώντας παράλληλα σημαντικά κοινωνικά προβλήματα[10].