Πολύ συζήτηση γίνεται στις μέρες μας για τη σχέση οικονομίας-πολιτικής. Με όπλο διάφορα ιδεολογήματα που αναπτύσσονται γύρω από το θέμα από τους ιδεολογικούς και πολιτικούς εκφραστές της αστικής τάξης επιχειρείται ο εγκλωβισμός της εργατικής συνείδησης, η χειραγώγηση και η καθυπόταξη στην αστική ιδεολογία και πολιτική. Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες έχουν τα δικά τους ισχυρότατα επιστημονικά όπλα στην ιδεολογικοπολιτική πάλη που είναι ιδιαίτερα σκληρή.
Η διαλεκτική αντίληψη για την αλληλεξάρτηση και τον αλληλοκαθορισμό της πολιτικής και της οικονομίας, ανήκει ανάμεσα στις σπουδαιότερες αρχές του μαρξισμού-λενινισμού. Η θέση αυτή πηγάζει από τις ίδιες τις βάσεις της κοσμοθεωρίας μας, η οποία αναγνωρίζει τον καθοριστικό ρόλο του οικονομικού συστήματος στην εξέλιξη της κοινωνίας και ταυτόχρονα, την ενεργό επίδραση της πολιτικής στην οικονομία.
Από την εμφάνιση του μαρξισμού ως σήμερα το πρόβλημα της αμοιβαίας σχέσης πολιτικής και οικονομίας ήταν και θα είναι αντικείμενο έντονης πάλης του μαρξισμού-λενινισμού ενάντια στην αστική ιδεολογία, στο ρεφορμισμό και τον αναρχισμό, ενάντια στο δεξιό και τον «αριστερό» αναθεωρητισμό. Η απολυτοποίηση της μιας είτε της άλλης πλευράς και ακόμα περισσότερο η αντιπαράθεσή τους έρχεται σε αντίθεση και ρήξη με το πνεύμα και το γράμμα της κοσμοθεωρίας μας.
Το πιο συνθετικό χαρακτηρισμό της οικονομίας και του καθοριστικού της ρόλου στην ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας, τον έδωσε ο Μαρξ στον Πρόλογο του έργου «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας». Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι μια ολοκληρωμένη διατύπωση των βασικών θέσεων του διαλεκτικού υλισμού, που τις επεκτείνει ως στην ανθρώπινη κοινωνία και στην ιστορία της.
«Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους -γράφει ο Μαρξ- οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις - σε σχέσεις παραγωγής που αντιστοιχούν σε μια καθορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων.
Το σύνολο αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης»[1].
Το περιεχόμενο της έννοιας της πολιτικής περιλαμβάνει το σύνολο των σχέσεων μεταξύ των τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων σε σχέση με την κρατική εξουσία, το σύνολο των σχέσεων ανάμεσα στα έθνη και στα κράτη. Η πολιτική πραγματοποιείται δια μέσου της δραστηριότητας των πολιτικών κομμάτων και κρατικών θεσμών, τα οποία δημιουργούνται ως όργανα για την επίτευξη των καθορισμένων πολιτικών ιδεών και αντιλήψεων που εκφράζουν τα βασικά συμφέροντα των αντίστοιχων τάξεων και κοινωνικών ομάδων. Ο Λένιν αναφέρει ότι «η πολιτική είναι σχέση ανάμεσα στις τάξεις»[2]. Οπως επίσης είναι και «η συμμετοχή στις υποθέσεις του κράτους, η κατεύθυνση του κράτους, ο καθορισμός των μορφών, των καθηκόντων, του περιεχομένου της δραστηριότητας του κράτους»[3].
Ο Β. Ι. Λένιν παρατηρεί ότι ο Κ. Μαρξ με τη θεμελιακή του ιδέα για το φυσικό-ιστορικό προτσές εξέλιξης των κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών ξεχώρισε τις σχέσεις παραγωγής, σαν βασικές, πρωταρχικές, καθοριστικές για όλες τις υπόλοιπες σχέσεις[4] και αναφέρεται στη σχέση πολιτικής και οικονομίας ως εξής:
«Η πολιτική είναι συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας»[5]. Αυτό σημαίνει ότι στη βάση της πολιτικής βρίσκονται τα οικονομικά συμφέροντα της αντίστοιχης τάξης είτε κοινωνικής ομάδας. Και επειδή τα οικονομικά συμφέροντα είναι έκφραση των σχέσεων παραγωγής, αυτές καθορίζουν το χαρακτήρα και όλων των άλλων κοινωνικών σχέσεων και ιδιαίτερα των πολιτικών σχέσεων.
H θεμελίωση της πολιτικής από την οικονομία αποκτά τη δύναμη αντικειμενικού νόμου της κοινωνικής εξέλιξης. Ασφαλώς και η πολιτική δεν είναι καθόλου παθητική έκφραση των αντικειμενικών οικονομικών συνθηκών, των οικονομικών συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης. Η πολιτική επενεργεί σε πολλές πλευρές της κοινωνικής ανάπτυξης και πρώτα απ’ όλα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Ο χαρακτήρας αυτής της επενέργειας, η κοινωνική κατεύθυνση και οι διαστάσεις της πολιτικής καθορίζονται εξ ολοκλήρου από το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, από τις αντικειμενικές νομοτέλειες της ανάπτυξής του. Στην πολιτική επιδρούν επίσης, οι συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες της ανάπτυξης της δοσμένης κοινωνίας, ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων, ο βαθμός όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και της ταξικής πάλης στο εσωτερικό και στο διεθνή στίβο. Από τη στιγμή, που η πολιτική γεννιέται από οικονομικά αίτια, αντεπιδρά και αυτή πάνω στο περιβάλλον της και πάνω στα ίδια της τα αίτια.
Ο Φ. Ενγκελς, αναλύοντας αυτό το ρόλο της πολιτικής γράφει:
«Η επίδραση της κρατικής εξουσίας πάνω στην οικονομική ανάπτυξη μπορεί να είναι τριών ειδών: μπορεί να ενεργεί στην ίδια κατεύθυνση, τότε τα πράγματα πάνε πιο γρήγορα, μπορεί να πηγαίνει ενάντια, τότε στην εποχή μας σε κάθε μεγάλο λαό η αντεπίδραση αυτή χρεοκοπεί ύστερα από ορισμένο χρονικό διάστημα ή, ακόμα, μπορεί να αποκόψει ορισμένες κατευθύνσεις της οικονομικής ανάπτυξης και να τις υπαγορεύει άλλες - αυτή η περίπτωση ανάγεται τελικά σε μια από τις δύο προηγούμενες.
Είναι όμως φανερό ότι στις περιπτώσεις ΙΙ και ΙΙΙ η πολιτική εξουσία μπορεί να κάνει μεγάλη ζημιά στην οικονομική ανάπτυξη και να προκαλέσει μαζική σπατάλη δύναμης και υλικού»[6].