Ο ΣΥΝ προβάλλει απροκάλυπτα ως δύναμη στήριξης του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού των αναδιαρθρώσεων με «ανθρώπινο πρόσωπο». Συγκεκριμένα αναφέρει τα εξής:
«Οι αναχρονισμοί, οι καθυστερήσεις και οι στρεβλώσεις του ελληνικού καπιταλισμού πρέπει να ξεπεραστούν... Στην Ελλάδα σήμερα πρέπει να μπουν οι βάσεις για μια ανάπτυξη που δε θα στηρίζεται στην απορύθμιση της αγοράς εργασίας, που δε θα στηρίζεται στη φτηνή εργασία, που δε θα στηρίζεται στην κατασπατάληση των φυσικών πόρων, που δε θα αναζητά την ανταγωνιστικότητα αποκλειστικά στο χαμηλό κόστος, που δε θα στηρίζεται στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και στην άδικη φορολογία, που δε θα είναι συμφιλιωμένη με υψηλά ποσοστά ανεργίας. Η πορεία για την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ δε θα έπρεπε να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Σε κάθε περίπτωση σήμερα, η συμμετοχή στην ΟΝΕ, πρέπει να αξιοποιηθεί για να προωθηθεί μια τέτοιου είδους συνολική πολιτική για την ανάπτυξη της χώρας. Κατ' αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα σταθεροποιήσει τη θέση της στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της ΟΝΕ και θα έχει μια δημιουργική συμβολή στη συνολική πορεία της ενοποίησης... για να υλοποιηθεί αυτή η προοπτική απαιτείται ένα σύνολο διαρθρωτικών αλλαγών στο κράτος, την οικονομία, το πολιτικό σύστημα».
Πώς μπορεί να γίνει αυτό κατά το ΣΥΝ; «Απαιτείται ένα ευρύτατο μεταρρυθμιστικό σχέδιο που θα ανατρέπει δομές, θα αναδιανέμει τον πλούτο και θα κατανέμει τα βάρη και τα ωφελήματα δίκαια, θα αναδιατάσσει εξουσίες, θα αλλάζει τον τρόπο λήψης των αποφάσεων και τα κριτήρια των επιλογών, θα εξασφαλίζει ορθολογική αξιοποίηση των πόρων και των θυσιών».
Βεβαίως, «ο ΣΥΝ είναι ξένος προς τις αντιλήψεις του κρατισμού... είναι αντίθετος προς τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις ιδιωτικοποίησης του δημόσιου τομέα και της θεοποίησης της αγοράς...». Θεωρεί ότι χρειάζεται «αποτελεσματικός δημόσιος τομέας ... όπου η παρουσία του θα δημιουργεί προϋποθέσεις ανάπτυξης και του ιδιωτικού τομέα σε νέα πλαίσια». Ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι «η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αναμφισβητήτως πρέπει να είναι κεντρική επιδίωξη όλων των εφαρμοζόμενων πολιτικών... ο ανταγωνισμός ή θα είναι υγιής ...ή αγοραίος...»
Εδώ ο ΣΥΝ, αποδεχόμενος τα πλαίσια του καπιταλισμού και της καπιταλιστικής ενοποίησης, αποδέχεται και τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Ο διαχωρισμός του σε υγιή και αγοραίο, λες και υπάρχει ανταγωνισμός έξω από την αγορά, γίνεται σκόπιμα για να συγκαλύψει την ουσία της πολιτικής του. Αλλά η διεκδίκηση καλύτερης ανταγωνιστικής θέσης στην καπιταλιστική οικονομία σημαίνει ένταση της εκμετάλλευσης, προώθηση αλλαγών για αύξηση των κερδών, της αποσπώμενης υπεραξίας, δηλαδή ακριβώς αυτό που γίνεται σήμερα με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Ο ανταγωνισμός είναι ουσιώδες στοιχείο κίνησης του καπιταλισμού και του ΚΜΚ γιατί το μονοπώλιο δεν καταργεί τον ανταγωνισμό αλλά υπάρχει πάνω και δίπλα από αυτόν (Λένιν). Είναι το οξυγόνο για να αναπνέει, μέσω του ανταγωνισμού επιβάλλονται οι εσωτερικοί νόμοι της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, μέσω του ανταγωνισμού τους κατανοεί ο κεφαλαιοκράτης ως ατομικά κίνητρα[1]. Ο ανταγωνισμός περιλαμβάνει και τον ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας, ανάμεσα στους εργάτες, που δυναμώνει με την αύξηση της ανεργίας, με όλα τα σκληρά επακόλουθα. Είναι αδύνατο να συμβεί αυτό που και το ΠΑΣΟΚ υιοθετεί ως σύνθημα: «οικονομία της αγοράς, αλλά όχι κοινωνία της αγοράς».
Ο ΣΥΝ προβάλλει τη δυνατότητα αντιμετώπισης προβλημάτων, όπως της ανεργίας που είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό, στα πλαίσια της «δίκαιης» φορολογίας, της «δίκαιης» κατανομής βαρών κλπ. Αυτό βέβαια είναι αδύνατο. Ακόμη και στην περίπτωση που κάτω από ορισμένες συνθήκες αποσπώνται κατακτήσεις, αυτό γίνεται όταν η κατεύθυνση της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της δεν περιορίζεται στη μερική βελτίωση της θέσης τους στον καπιταλισμό, αλλά στην ανατροπή της πολιτικής και της εξουσίας των μονοπωλίων. Και σε αυτή την προοπτική, φράζει το δρόμο η πολιτική του ΣΥΝ όπως τη γνωρίσαμε μέχρι τώρα και όπως παρουσιάζεται με την απόφαση του συνεδρίου του.
Είναι επίσης χαρακτηριστική η τοποθέτηση για τη σχέση ιδιωτικού - δημόσιου τομέα. Θέλει το δημόσιο τομέα να υπηρετεί τον ιδιωτικό κάτι που, εξάλλου, είναι στη φύση του κρατικού τομέα στις συνθήκες του καπιταλισμού. Βέβαια η πάλη της εργατικής τάξης μπορούσε να επιδρά πιο αποτελεσματικά σε αυτόν, για απόσπαση κατακτήσεων όπως π.χ. στους τομείς της υγείας, παιδείας, πρόνοιας, στη μισθολογική τιμολογιακή πολιτική των ΔΕΚΟ κλπ. Προβάλλοντας την άποψη για μη πλήρη ιδιωτικοποίηση, σε συνδυασμό με την αντίθεση στον «κρατισμό», ακυρώνει ακόμη και αυτή τη φραστική τοποθέτηση για δημόσιο τομέα ικανό να ασκεί κοινωνική πολιτική, ενώ ουσιαστικά η συγκεκριμένη θέση υποσκάπτει τα θεμέλια της πάλης ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις. Η πάλη, βεβαίως, του εργατικού κινήματος ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις δε σημαίνει αποδοχή και στήριξη του σημερινού δημόσιου τομέα. Η πάλη αυτή πρέπει να γίνεται γιατί παλεύοντας οι εργαζόμενοι ενάντια στην αντιδραστική επίθεση μπορεί σε κάποια σημεία να την αναχαιτίσουν, να την παρεμποδίσουν, να την αμβλύνουν και ταυτόχρονα αναπτύσσεται η ταξική συνείδηση, συνειδητοποιούνται οι αιτίες των προβλημάτων, η προοπτική της λύσης τους με τη λαϊκή οικονομία και εξουσία.
Γενικά όλες οι θέσεις της απόφασης συγκροτούν ενιαία πολιτική στήριξης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Και όσα αναφέρονται περί δίκαιης αναδιανομής του πλούτου, δηλαδή καπιταλισμός με «ανθρώπινο πρόσωπο» είναι ουτοπία. Ο ΣΥΝ προσβλέπει στη νομή της εξουσίας, με το σπάσιμο της αυτοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ, ονομάζοντας τη φιλοδοξία αυτή «εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης». Από τα παραπάνω επιβεβαιώνεται ότι υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις σε προγραμματικό επίπεδο, ώστε να αξιοποιηθεί εφόσον προκύψουν ανάλογες εξελίξεις, σε κυβερνητικά κεντροαριστερά σχήματα, τη «μεταφιλελεύθερη διακυβέρνηση» όπως την ονομάζει. Οι διαφορές του με το ΠΑΣΟΚ, στον κεντρικό άξονα της πολιτικής, είναι αδιόρατες.
Αποκαλυπτικοί, ως προς αυτό, είναι οι στόχοι που προτείνει για κοινή δράση, για «μέγιστη δυνατή συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων έναντι της κυβερνητικής πολιτικής», που καταγράφει στην επιστολή απάντησης σε σχετική πρωτοβουλία του ΔΗΚΚΙ. Ετσι προτείνει κοινή δράση σε στόχους που δεν έχουν αντιμονοπωλιακή αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, ούτε εναντίωση στην ταξική ουσία της εφαρμοζόμενης υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου κυβερνητικής πολιτικής. Σε πολλά από αυτά τα ζητήματα έχει ήδη πάρει θέσεις αποπροσανατολιστικές και αντίθετες με τα συμφέροντα των εργαζομένων, έχει δώσει σαφή δείγματα γραφής με τη στάση του στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, τη συμμετοχή στους «κοινωνικούς διάλογους», την πολεμική κατά του ΠΑΜΕ. Αναφερόμενα σημεία είναι:
Το ασφαλιστικό και η υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων, όπου οι θέσεις του, ως προς το ασφαλιστικό είναι ταυτόσημες με αυτές που προβάλλει η πλειοψηφία της ηγεσίας της ΓΣΕΕ. Με δεδομένη την αποδοχή της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, άρα και των μεγαλοεπιχειρηματιών, η υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων καταντά κενή φράση, ενώ δείγματα «αγωνιστικής» γραφής έχει δώσει ο ΣΥΝ, στηρίζοντας τον κοινωνικό διάλογο καρατόμησης των εργασιακών δικαιωμάτων.
Η απασχόληση και η καθιέρωση του 35ωρου, όπου κυριαρχούν οι αυταπάτες για αντιμετώπιση της ανεργίας στο καπιταλισμό με την καθιέρωση του 35ώρου, και μάλιστα ψευδεπίγραφου, αφού όπως είναι γνωστό η παράταξή του στη ΓΣΕΕ είχε συμφωνήσει με τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης που είναι πολιορκητικός κριός ενάντια στις εργασιακές και μισθολογικές κατακτήσεις των εργαζομένων.
Η ανάπτυξη του μαζικού κινήματος και η οργανωτική ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος. Με τις εμπειρίες από την ως τώρα δράση του, αυτός ο στόχος μπορεί να ερμηνευτεί ως εξής: Με την πλειοψηφία ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, ενάντια στον ταξικό προσανατολισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, την ταξική ενότητα δράσης της εργατικής τάξης, ενάντια στο μοχλό αυτής της προοπτικής, το ΠΑΜΕ. Δηλαδή με τις δυνάμεις του κεφαλαίου μέσα στο εργατικό κίνημα για την ακόμη πιο ολοκληρωτική ενσωμάτωση της εργατικής τάξης, για την εγκατάλειψη της ταξικής πάλης και την κυριαρχία της ταξικής συνεργασίας και του «κοινωνικού εταιρισμού.
Η καθιέρωση της απλής αναλογικής. Αυτή θεωρείται από το ΣΥΝ σαν βασικός κρίκος για να αλλάξει η ασκούμενη πολιτική με κυβερνήσεις συνεργασίας. Αυτή η αντίληψη δοκιμάστηκε στις «κεντροαριστερές» κυβερνήσεις της ΕΕ. Τα κόμματα δεν αλλάζουν πολιτική αν πάψουν να είναι αυτοδύναμα, αν είναι στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση. Απλά αλλάζουν τόνο για τις συγκεκριμένες ανάγκες της διακυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στην αντιπολίτευση αλλά καθόλου δεν άλλαξε την πολιτική του. Αλλαγή της ασκούμενης πολιτικής προϋποθέτει αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων, αλλαγή στο επίπεδο της εξουσίας που μόνο με αγώνα μπορεί να κατακτηθεί. Για το ΣΥΝ τα πάντα είναι θέμα «πολιτικής κουλτούρας», παλιότερα «ήθους και ύφους» της πολιτικής. Χαρακτηριστικά σε συνέντευξη του προέδρου του ΣΥΝ[2] αναφέρεται: «τελικά θα φανεί όσο περνάει ο καιρός ότι ο μόνος οργανωμένος πολιτικός και δημοκρατικός τρόπος για να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό είναι η αλλαγή του εκλογικού συστήματος, η απλή αναλογική, η οποία θα διαμορφώσει πολιτική κουλτούρα προγραμματικών συμφωνιών και κυβερνήσεων συνεργασίας, ανατρέποντας τον ιδεολογισμό των ισχυρών κυβερνήσεων και των μονοκομματικών ηγεμονισμών». Αυτό που μπορεί να δώσει η απλή αναλογική είναι η εναρμόνιση ποσοστού ψήφων και ποσοστού εδρών. Γι’ αυτό το θέμα εξάλλου υπήρξε κοινή πρόταση νόμου στη Βουλή.
Τα θέματα οικολογίας, περιβάλλοντος και δικαιωμάτων, οι σχέσεις Εκκλησίας κράτους και άλλα θέματα που αφορούν τη Συνταγματική Αναθεώρηση. Ουσιαστικά εδώ πρόκειται για αστικούς εκσυγχρονισμούς, που έχουν σχέση με το Σύνταγμα. Εννοεί την ανάγκη ρυθμίσεων καλύτερης λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας που δεν εστιάζονται στην ουσία της. Στα πλαίσια αυτά, το παράδειγμα του τρόπου ενασχόλησής του με τη λεγόμενη διαπλοκή πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων είναι χαρακτηριστικό μιας δύναμης που θεωρεί τη μορφή των θεσμών και τον τρόπο λειτουργίας ως το καθοριστικό και όχι τον ταξικό χαρακτήρα τους, την ταξική τους φύση. Ετσι περιορίζεται στη διεκδίκηση κάποιων αστικών εκσυγχρονισμών στα πλαίσια του συστήματος, η πάλη για τη διεκδίκηση των οποίων δεν απαντά στα άμεσα μεγάλα και κρίσιμα προβλήματα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Αυτή η τακτική ενσωματώνει και υποτάσσει την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στην κυριαρχία του κεφαλαίου. Αλλωστε στην απόφαση του συνεδρίου του αναφέρει ότι: «Με το πρόγραμμά του και με την εναλλακτική πρόταση εξουσίας σκοπεύει σε μια μεταφιλελεύθερη πολιτική και διακυβέρνηση. Θέλει να συμβάλλει στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για τον προοδευτικό εκσυγχρονισμό της χώρας, την αλλαγή του τρόπου οργάνωσης του κράτους και των περιφερειακών δομών, την αλλαγή του μοντέλου διακυβέρνησης».
Γι' αυτό και συνδέει την εφαρμογή του προγράμματός του με «τις προϋποθέσεις αλλαγής του δικομματισμού, την αλλαγή του εκλογικού νόμου και τη μη ύπαρξη αυτοδυναμίας», προκειμένου να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για συμμετοχή του σε κυβέρνηση διαχείρισης του συστήματος. Στη νομή της αστικής εξουσίας και την κυβερνητική συνδιαχείρισή της προσβλέπει, γι’ αυτό και προβάλλει ως στρατηγική το σπάσιμο του δικομματισμού. Η «Κεντροαριστερά» είναι ο απώτερος στόχος του και γι’ αυτόν είναι έτοιμος «να παραδώσει την ψυχή του στην κόλαση».