Η διερεύνηση και ο κριτικός σχολιασμός της Λευκής Βίβλου για την υγεία και του Κοινοτικού Προγράμματος Δράσης θα επιχειρηθεί αντιμετωπίζοντάς τα ως έκφραση της παραπάνω αντίθεσης μεταξύ των δυνάμεων του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης. Θα γίνει μία προσπάθεια να αποκωδικοποιηθεί η στρατηγική της ΕΕ για την υγεία και το περιεχόμενο των επιμέρους στόχων του προγράμματος, ώστε να διαμορφωθεί μία πιο συνολική εικόνα για τους πραγματικούς σκοπούς για τους οποίους η κοινοτική πολιτική επιλέγει να παρεμβαίνει σε αυτή τη θεματολογία.
Ειδικότερα η ΕΕ, στο κείμενο της Λευκής Βίβλου για την υγεία, προκειμένου να αποκρύψει τον πραγματικό αντιλαϊκό χαρακτήρα του οργανισμού και της συγκεκριμένης στρατηγικής για την Υγεία, χρησιμοποιεί διάφορες διατυπώσεις που αφορούν δήθεν την πρόθεσή της να «προστατευτεί» η ΔΥ. Για παράδειγμα διατυπώνονται στόχοι όπως: «η προαγωγή της καλής υγείας», «η ενίσχυση των δικαιωμάτων των ασθενών», «η προστασία των πολιτών από τους κινδύνους» κλπ. Η ερμηνεία όμως και η κριτική αυτών των διατυπώσεων και θέσεων της Λευκής Βίβλου δεν πρέπει να γίνουν έξω από το πλαίσιο της γενικής πολιτικής της ΕΕ, τις αντεργατικές πολιτικές που αφορούν το σύνολο των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να αναδειχθεί ο πραγματικός προσανατολισμός για τη ΔΥ.
Συγκεκριμένα η στρατηγική, ο σχεδιασμός και οι επιχειρούμενες παρεμβάσεις στη ΔΥ έχουν ως κριτήριο το πώς θα συμβάλει και ο τομέας αυτός στην ενίσχυση της κερδοφορίας των μονοπωλίων και στην ενδυνάμωση του ιμπεριαλιστικού οργανισμού της ΕΕ στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Σε αυτή την κατεύθυνση επιχειρείται ταυτόχρονα να περιοριστούν οι επιπτώσεις στη ΔΥ που ολοφάνερα προκαλούνται από την αντιλαϊκή πολιτική.
Ο προσανατολισμός αυτός αποκαλύπτεται καταρχήν μέσα από τις ίδιες τις γενικές διατυπώσεις της Λευκής Βίβλου και του Κοινοτικού Προγράμματος Δράσης. Ειδικότερα στο Κοινοτικό Πρόγραμμα αναφέρεται ότι οι πολιτικές ΔΥ θεωρούνται σημαντικές γιατί «συμβάλλουν σημαντικά στην υλοποίηση της Ατζέντας της Λισσαβόνας, στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, στον περιορισμό της πρόωρης συνταξιοδότησης, στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων στα συστήματα υγείας των χωρών εκτός ΕΕ». Επίσης καλούνται τα κράτη-μέλη να συμβάλουν, ώστε «μέσω των πολιτικών υγείας να αυξήσει την επιρροή της και την προβολή της η ΕΕ, αντίστοιχα με το οικονομικό και πολιτικό της κύρος». Ακολούθως και οι επιμέρους στόχοι που επιλέγονται να αποτελέσουν το πεδίο παρέμβασης στη ΔΥ έχουν τον ίδιο προσανατολισμό.
Πιο αναλυτικά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πρόσφατα διεθνή γεγονότα, τα οποία αναδεικνύουν τους όρους διαμόρφωσης της ΔΥ στον καπιταλισμό και μία πλειάδα ειδικών ευρωπαϊκών οδηγιών, αναδεικνύεται ότι η Λευκή Βίβλος και το Κοινοτικό Πρόγραμμα Δράσης για τη ΔΥ, έχουν στόχο να εξασφαλιστεί:
Ι. Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΚΡΑΙΑΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ
Οπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η ανάγκη για την παροχή υπηρεσιών υγείας και ΔΥ σε έναν κατώτερο-στοιχειώδη βαθμό γίνεται αναγκαίο κακό για το κεφάλαιο. Αφενός για να έχει πάντα εφεδρείες εργαζομένων, ικανές, δηλαδή τόσο υγιείς, ώστε να μπορούν να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη, αφετέρου γιατί η υγεία αποτελεί ευαίσθητο τομέα για τη διαμόρφωση της λαϊκής διαμαρτυρίας. Στη Λευκή Βίβλο αναφέρεται ότι: «η βελτίωση της υγείας των παιδιών, των ενηλίκων παραγωγικής ηλικίας και των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας θα συμβάλει στη δημιουργία υγιούς παραγωγικού πληθυσμού». Ακόμη στο πλαίσιο των διακηρύξεων ότι «η υγεία αποτελεί θεμελιακή αξία» και «το μεγαλύτερο αγαθό», αυτό που παροτρύνονται τα κράτη-μέλη να κάνουν για να υιοθετήσουν αυτή την αξία είναι «να μειώσουν το μεγάλο αριθμό ατόμων που δεν εργάζεται εξαιτίας της κακής τους υγείας»!
Επιπλέον αναγνωρίζεται ότι οι πολιτικές τους σε όλους τους τομείς (εργασιακά, εμπορευματοποίηση υπηρεσιών υγείας, περιβάλλον κλπ.) έχουν δημιουργήσει και θα δημιουργήσουν ακόμη πιο σοβαρούς κινδύνους και απειλές για τη ΔΥ και γενικά τη ζωή των λαών. Το γεγονός αυτό τους πιέζει να λάβουν κάποια διαχειριστικά μέτρα κατευνασμού. Γι’ αυτό το λόγο διατυπώνεται ότι πρέπει να γίνει «συμπερίληψη της υγείας σε όλες τις πολιτικές» και ότι «πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και να μελετηθεί ο αντίκτυπος που έχουν οι άλλες κοινοτικές πολιτικές (εργασιακά, περιβάλλον, αναπτυξιακή, εσωτερική πολιτική κλπ.) στην υγεία των πολιτών».
ΙΙ. Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ - ΕΜΠΟΔΙΖΟΥΝ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ
1. Διαχείριση των διασυνοριακών απειλών
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η ΕΕ υποχρεώθηκε να λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της νόσου της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών («τρελών αγελάδων») και της «γρίπης των πτηνών». Ο εμπορικός αποκλεισμός των συγκεκριμένων προϊόντων, που ακολούθησε την έκρηξη των νόσων σε κάποια κράτη-μέλη, είχε αρνητικές συνέπειες στη δράση του κεφαλαίου σε αυτές τις σφαίρες παραγωγής.
Γενικότερα παρατηρείται πιο έντονη και γρήγορη «διεθνοποίηση» κάποιων ασθενειών (π.χ. SARS, γρίπη πουλερικών, φυματίωση κλπ.), ως αποτέλεσμα της πολιτικής που προωθεί η ΕΕ και οι άλλοι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί (μαζική, ελεύθερη και ανεξέλεγκτη διακίνηση εμπορευμάτων ανάμεσα στα σύνορα των χωρών, διεύρυνση της ΕΕ), αλλά και οι αυξανόμενες μετακινήσεις ανθρώπων. Οι επιπτώσεις που προέκυψαν πρόσφατα από τέτοιες ασθένειες, αφορούν ζημιές σε διάφορους κλάδους της οικονομίας διαφόρων χωρών (πτηνοτροφεία, τουρισμός, μεταφορές κλπ.). Ενδεικτικά υπολογίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (2003) ότι π.χ. ο Καναδάς από την επιδημία του SARS παρουσίασε μείωση της οικονομικής ανάπτυξης κατά 2,2%. Λόγω του περιορισμού των μετακινήσεων από και προς τη χώρα, χάθηκαν 950 εκατομμύρια δολάρια στον τομέα του τουρισμού και των αεροπορικών εταιρειών της χώρας, καθώς και χιλιάδες θέσεις εργασίας στον τομέα του τουρισμού. Αυτές οι οικονομικές απώλειες οδήγησαν το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις πολλών κρατών να σκέφτονται σοβαρά την ανάγκη για τον έλεγχο-διαχείριση τέτοιων καταστάσεων στη λογική πάντα του κόστους-οφέλους και την ανάγκη συντονισμού ανάμεσα στα κράτη.
Στο συγκεκριμένο Κοινοτικό Πρόγραμμα Δράσης για τη ΔΥ και τη Λευκή Βίβλο δίνεται προτεραιότητα κύρια σε απειλές που χαρακτηρίζονται ως «διασυνοριακές ή με διεθνή αντίκτυπο», όπως οι πανδημίες, η βιοτρομοκρατία, σημαντικά φυσικά και βιολογικά συμβάντα, η αλλαγή του κλίματος, οι φυσικοί-χημικοί κίνδυνοι και ασθένειες όπως η φυματίωση και το AIDS. Η διαχείριση των απειλών εντάσσεται σε ένα πιο γενικό πλαίσιο παρεμβάσεων που χαρακτηρίζεται ως «αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης με συντονισμένο τρόπο». Στο Πρόγραμμα δεν συγκεκριμενοποιούνται με σαφήνεια σε ποιες καταστάσεις αναφέρεται ο όρος «έκτακτη ανάγκη». Μια ιδέα όμως μπορεί να δώσει ο κατάλογος των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης του Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων (CDC) των ΗΠΑ, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται καταστάσεις όπως η βία στα σχολεία, πλημμύρες, πυρκαγιές, έκθεση στο Πολώνιο-210, επιδημίες από σαλμονέλα και η γρίπη των πτηνών.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων προτάσσεται η ανάπτυξη τεχνικών και επιχειρησιακών ικανοτήτων σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Στην κατεύθυνση αυτή προτείνεται να αναπτυχθεί δίκτυο επιδημιολογικής παρακολούθησης για τη συλλογή δεδομένων και πληροφοριών υγείας, να αναπτυχθούν ενέργειες όπως αναγγελία κινδύνου, ανάπτυξη διαδικασιών ταχείας κινητοποίησης, διενέργεια ασκήσεων, δημιουργία κοινοτικών εργαστηρίων αναφοράς κ.ά. Ολα τα παραπάνω τονίζεται ότι «σχετίζονται με το συνολικό στρατηγικό στόχο της ασφάλειας, τον οποίο έχει θέσει η ΕΕ».
Καταρχήν πρέπει να ειπωθεί ότι είναι υπαρκτός ο προβληματισμός γύρω από το αν κάποιες από τις συγκεκριμένες ασθένειες μπορεί να είναι δημιουργήματα του εργαστηρίου, που μπορεί να χρησιμοποιηθούν σαν όπλα σε βιολογικό πόλεμο, αλλά -όπως αναφέρθηκε παραπάνω- και σε «οικονομικό» πόλεμο. Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις εντάσσονται στις προθέσεις της ΕΕ για έλεγχο των προσωπικών ιατρικών δεδομένων των εργαζομένων της κοινότητας και της ανάπτυξης δυνάμεων ταχείας επέμβασης στις χώρες της ΕΕ, αλλά και σε τρίτες. Οι υπαρκτές υγειονομικές κρίσεις φαίνεται να αποτελούν «νόμιμη και καλή δικαιολογία» για αυτές τις ταχείες επεμβάσεις.
2. Διαχείριση των ανισοτήτων υγείας ανάμεσα στα κράτη μέλη
Διαπιστώνεται ότι υπάρχουν ανισότητες στην υγεία ανάμεσα στα κράτη-μέλη, που αφορούν το προσδόκιμο επιβίωσης των πολιτών, την κατάσταση της υγείας, την επάρκεια του επιστημονικού προσωπικού, τις υποδομές και υπηρεσίες υγείας. Διευκρινίζουν ότι το ενδιαφέρον τους για τη μείωση των ανισοτήτων προκύπτει από το γεγονός ότι αυτές δημιουργούν ανισότητες στην παραγωγικότητα, στη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, στην ηλικία αποχώρησης από την εργασία, στην οικονομική ανάπτυξη και στη συνεκτικότητα της ΕΕ.
Ουσιαστικά προκύπτει η ανάγκη να αμβλύνουν και να διαχειριστούν κάποια πολύ οξυμένα προβλήματα υγείας, κύρια στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου τα δημόσια συστήματα υγείας έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή καταρρεύσει, μετά την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Επιδιώκεται να εμποδιστεί η διάχυση των κινδύνων και ασθενειών στις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Κύρια όμως στοχεύουν στο να ελεγχθεί ο αθέμιτος οικονομικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ. Αυτός μπορεί να προκληθεί και από τη διαφορά στην τιμή της εργατικής δύναμης, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι υπηρεσίες υγείας. Τέλος στοχεύουν στην παραπέρα επέκταση της εμπορευματικότητας και της επιχειρηματικότητας του τομέα υγείας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, στο όνομα της κάλυψης των υπαρκτών ελλείψεων σε δημόσιες υπηρεσίες υγείας.
Το ότι οι χώρες αυτές, που υπήρξαν πρότυπο στις υπηρεσίες υγείας και στο επίπεδο υγείας των λαών τους ανά την υφήλιο, αντιμετωπίζονται σήμερα ως πηγή κινδύνου για την υγεία άλλων λαών, αποτελεί τραγική απόδειξη της υπεροχής του σοσιαλιστικού συστήματος. Επιπλέον οι ανισότητες στην υγεία, που η κοινοτική στρατηγική δηλώνει ότι θέλει να μειώσει, είναι αποτέλεσμα της ίδιας της πολιτικής της και του χαρακτήρα του καπιταλισμού. Είναι αποτέλεσμα της βαθιάς ταξικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων που οδηγεί σε οικονομική και κατ’ επέκταση κοινωνική ανισότητα, της εμπορευματοποίησης της υγείας, της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης μεταξύ χωρών και περιφερειών στο εσωτερικό των χωρών. Με άλλα λόγια η ουσιαστική μείωση των ανισοτήτων στην υγεία απαιτεί μέτρα για να διασφαλιστούν δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες υγείας, να αυξηθούν οι μισθοί των εργαζομένων, να ικανοποιηθούν το σύνολο των αναγκών των λαϊκών οικογενειών. Δηλαδή απαιτεί πάλη ενάντια στην ίδια την πολιτική της ΕΕ, ενάντια στα μονοπώλια και το κεφάλαιο.
ΙΙΙ. Η ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ
1. Αποποίηση της κρατικής ευθύνης για την προστασία της ΔΥ και μεταφορά του κόστους στους εργαζόμενους
Τα κράτη της ΕΕ, ανεξάρτητα από το αν η στρατηγική του κεφαλαίου προωθείται από σοσιαλδημοκρατικά ή νεοφιλελεύθερα κόμματα, προσπαθούν σταδιακά να αποποιηθούν την ευθύνη και υποχρέωση που έχουν για την προστασία και προαγωγή της ΔΥ, δηλαδή την ευθύνη για:
- Την παροχή υπηρεσιών υγείας γενικά και ΔΥ ειδικότερα.
- Τον έλεγχο κάθε παραγωγικής και εμπορικής δραστηριότητας που επιδρά στη διαμόρφωση στη ΔΥ (π.χ. έλεγχος καταλληλότητας τροφίμων, νερού, περιβαλλοντικής ρύπανσης, διαχείριση απορριμμάτων κλπ.).
Στόχος αυτής της πολιτικής είναι ο περιορισμός των κρατικών δαπανών για κοινωνικές υπηρεσίες, ώστε να αυξηθεί η οικονομική ενίσχυση των μονοπωλιακών ομίλων. Το κόστος της πρόληψης, θεραπείας και αποκατάστασης της υγείας μεταφέρεται όλο και περισσότερο στους εργαζόμενους. Ενδεικτικά αναφέρεται στη Λευκή Βίβλο ότι «οι δαπάνες για την υγεία μπορούν να θεωρηθούν οικονομική επιβάρυνση» για τις οικονομίες των κρατών. Επιπλέον η απουσία κρατικού ελέγχου διευκολύνει τη δράση και κερδοφορία των μονοπωλίων σε όλους τους παραγωγικούς κλάδους.
Η εφαρμοζόμενη πολιτική της αποποίησης της ευθύνης του κράτους για την υγεία οδηγεί στην παράδοση των υπηρεσιών και δράσεων ΔΥ στις Μη Κυβερνητικές και Μη Κερδοσκοπικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, την εταιρική κοινωνική ευθύνη, τους «εθελοντές» και «φιλάνθρωπους», την ονομαζόμενη «κοινωνία των πολιτών». Με όλους τους παραπάνω τρόπους ενισχύεται η επιχειρηματική δράση στην υγεία. Στο συγκεκριμένο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη ΔΥ, οι ΜΚΟ τίθενται επικεφαλής στην υλοποίηση του προγράμματος.
Η μεγάλη πλειοψηφία των κυβερνήσεων και ΜΜΕ εξυμνεί όλο και περισσότερο την «ανάθεση» στους διάφορους «φιλανθρωπικούς» οργανισμούς και τις δεκάδες ΜΚΟ της αντιμετώπισης θεμάτων ΔΥ, π.χ. από την πρόληψη του καρκίνου του μαστού, την αντιμετώπιση της νευρικής ανορεξίας, ως και τον προσδιορισμό της κοίτης των ποταμών και την αναδάσωση. Η δράση των ΜΚΟ αποτελεί άλλοθι στην υπονόμευση των δημόσιων υπηρεσιών Υγείας-Πρόνοιας και ο «εθελοντισμός» των μελών τους -που ουσιαστικά πρόκειται για απλήρωτη ή κακοπληρωμένη εργασία- υπονομεύει τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων στις αντίστοιχες υπηρεσίες. Γίνεται πιο έντονη η προβολή ΜΚΟ, όπως οι καταναλωτικές οργανώσεις, οι οργανώσεις ασθενών κλπ., με σκοπό να εμπεδωθεί η λογική της μετατόπισης της ευθύνης από το κράτος σε αυτές τις οργανώσεις.
Οι ΜΚΟ λειτουργούν ως φορείς ιδιωτικοποίησης της υγείας - πρόνοιας, ενσωμάτωσης και αποπροσανατολισμού των εργαζομένων, ενίσχυσης της γραμμής της ταξικής συνεργασίας. Δεν αναδεικνύουν τους υπεύθυνους για τα προβλήματα της ΔΥ και δεν αντιπαρατίθενται στις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων. Με αυτό τον τρόπο απλώς κουκουλώνουν τα προβλήματα, χωρίς να δίνουν πραγματικές λύσεις. Πολλές από αυτές συνδέονται άμεσα με το κεφάλαιο και αποτελούν μηχανισμούς προώθησης αντιδραστικών πολιτικών και αντιλήψεων και διαχείρισης κονδυλίων της ΕΕ.
Οι ΜΚΟ αποτελούν το βασικό πυλώνα προώθησης της στρατηγικής της ΕΕ για την υγεία και υλοποίησης του Κοινοτικού Προγράμματος ΔΥ. Σε ό,τι αφορά το ρόλο τους, γίνεται μια προσπάθεια να ριχτεί στάχτη στα μάτια όσων μπορεί να στέκονται καχύποπτα απέναντι σ’ αυτές τις οργανώσεις ή θεωρούν ότι δεν αποτελούν στην ουσία μαζικούς φορείς εκπροσώπησης του λαού, όπως τις παρουσιάζουν. Σε αυτή τη λογική υποκριτικά η ΕΕ ζητά στο Κοινοτικό Πρόγραμμα από τις ΜΚΟ που θα χρηματοδοτηθούν «να μην έχουν σχέση με εμπορικά, βιομηχανικά, επιχειρησιακά και άλλα συγκρουόμενα συμφέροντα και να είναι αντιπροσωπευτικές, δηλαδή να έχουν μέλη στο ήμισυ τουλάχιστον των κρατών μελών της ΕΕ». Αποκαλύπτονται όμως για τις πραγματικές προθέσεις τους, όταν ταυτόχρονα ενθαρρύνουν τις ΜΚΟ και τους άλλους φορείς υλοποίησης του προγράμματος να βρουν και άλλους χρηματοδότες για τις δράσεις τους. Με άλλα λόγια να συνεργαστούν οι ΜΚΟ με τους επιχειρηματίες για να λειτουργήσουν αποσπασματικές και υποτυπώδεις υπηρεσίες και για τη ΔΥ.
2. Καλλιέργεια της αντίληψης της ατομικής ευθύνης για την υγεία
Για να δικαιολογηθεί ο περιορισμός της κρατικής ευθύνης και της κρατικής δαπάνης για την προστασία της ΔΥ, επιστρατεύεται και το ανάλογο ιδεολογικό οπλοστάσιο. Ζυμώνεται η ατομική ευθύνη ως κύριος παράγοντας διασφάλισης της ΔΥ. Σε αυτή τη λογική στο Πρόγραμμα Κοινοτικής Δράσης τονίζεται ως βασικός στόχος «η ανάγκη προώθησης υγιέστερου τρόπου ζωής (διατροφή, σωματική δραστηριότητα, σεξουαλική υγεία) και αντιμετώπισης των διάφορων ειδών εθισμού (κάπνισμα, αλκοόλ, ναρκωτικά, συνταγογραφούμενα και παράνομα φάρμακα) με έμφαση στην νοοτροπία των ατόμων». Δηλαδή κοινωνικά κατά βάση ζητήματα παρουσιάζονται ως ατομικά. Ακούγονται και φωνές που ζητούν «ποινές» και τιμωρία σε όσους δε συμμορφώνονται, όπως π.χ. στην Αγγλία, όπου έχει προταθεί να μην εγκρίνεται η δαπάνη από τον ασφαλιστικό οργανισμό για επέμβαση μπαϊ-πας σε άτομα που δε δέχονται να κόψουν το κάπνισμα.
Γενικότερα επιχειρείται η συγκάλυψη των πραγματικών αιτιών και υπευθύνων για τα προβλήματα ΔΥ, που δεν είναι άλλες από τη δράση -άμεση ή έμμεση- των μονοπωλίων και τις κοινωνικές, οικονομικές και εργασιακές συνθήκες ζωής που διαμορφώνονται για τους λαούς στον καπιταλισμό. Για παράδειγμα, ο στόχος της αύξησης της σωματικής δραστηριότητας που αναφέρθηκε παραπάνω, ο οποίος βοηθά στην πρόληψη ασθενειών, όπως η παχυσαρκία, τα καρδιαγγειακά, οι μυοσκελετικές διαταραχές κ.ά., δε βρίσκει εμπόδιο απλά την νοοτροπία των ανθρώπων που «βαριούνται» να γυμναστούν και δεν αναγνωρίζουν τα ευεργετικά αποτελέσματα του υγιέστερου τρόπου ζωής. Εμπόδια αποτελούν η εμπορευματική λειτουργία των αθλητικών εγκαταστάσεων και γυμναστηρίων, η έλλειψη ελεύθερων χώρων, η έλλειψη ελευθέρου χρόνου, η τεράστια κόπωση που ακολουθεί την εντατικοποίηση της εργασίας και την υπερωριακή απασχόληση, ο διπλά και τριπλά περιορισμένος χρόνος των γυναικών, λόγω της έλλειψης κρατικής κοινωνικής πολιτικής, όπως για τα παιδιά, τους ηλικιωμένους κλπ.
Στην ίδια λογική της αντίληψης περί της ατομικής ευθύνης στα θέματα ΔΥ είναι και ο διατυπωμένος στόχος για «συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και απόκτησης των απαιτούμενων ικανοτήτων για την εξασφάλιση καλής κατάστασης υγείας, συμπεριλαμβανομένων και των γνώσεων» από τους ασθενείς και πολίτες. Το δικαίωμα στην υγεία ξαφνικά μετατρέπεται σε «ικανότητα». Καλλιεργείται η αντίληψη ότι οι κυβερνώντες των κρατών-μελών εξαντλούν την υποχρέωσή τους σε σχέση με τη προστασία της ΔΥ, προσφέροντας πληροφορίες υγείας στους πολίτες. Επιχειρείται να δεσμεύεται ο εργαζόμενος ότι είναι ενήμερος και συμμετέχει ενεργά στην «κατανάλωση υγειονομικής περίθαλψης» και άρα οι διεκδικήσεις του πρέπει να περιορίζονται ως εκεί.
3. Εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση τομέων της ΔΥ
Μεγάλο μέρος των υπηρεσιών ΔΥ στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ και στην Ελλάδα βρίσκονται ήδη στα χέρια ιδιωτών - ΝΠΙΔ (εργαστηριακός έλεγχος νερού και τροφίμων, Κέντρα Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων, έλεγχος περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αντικαρκινικές εκστρατείες κλπ.). Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες υπηρεσίες της Πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και της περίθαλψης (νοσοκομεία, ειδικά κέντρα αποθεραπείας κλπ.). Σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ ασκείται η ίδια πολιτική συρρίκνωσης και υποβάθμισης της κεντρικής κρατικής, της κυβερνητικής ευθύνης για την προστασία της υγείας και αντίστοιχης ενίσχυσης της επιχειρηματικής δράσης. Η παραπάνω πολιτική οδηγεί άμεσα ή έμμεσα στη συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης. Η λαϊκή οικογένεια επωμίζεται εξ ολοκλήρου την ευθύνη εξεύρεσης και πληρωμής όλων των μέσων που απαιτούνται για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, με αποτέλεσμα τον οικονομικό στραγγαλισμό και τελικά την επιδείνωση του επιπέδου της ατομικής και δημόσιας υγείας.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής είναι σχεδόν ανύπαρκτη η αναφορά (στη Λευκή Βίβλο) στη δημιουργία κρατικών υποδομών ΔΥ στα κράτη-μέλη, όπως και η χρηματοδότηση τέτοιων υπηρεσιών. Η συνεισφορά της ΕΕ περιορίζεται στο να «παρακινήσει τα κράτη μέλη να ορίσουν ότι οι βελτιώσεις στον τομέα της υγείας συνιστούν προτεραιότητα για τα εθνικά προγράμματά τους». Υπάρχει μία γενική αναφορά στην ανάγκη επενδύσεων σε έργα υγείας και όχι δημόσια έργα, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την υλοποίηση μίας βασικής απαίτησης του κεφαλαίου, δηλαδή τις Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα και στην υγεία.
Με βάση όλα τα παραπάνω, μόνο ως προσχηματική και υποκριτική μπορεί να εκληφθεί από τους λαούς της Ευρώπης η διακήρυξη ότι «η ΕΕ έχει ως βασική θεμελιώδη αρχή της την προώθηση κοινών αξιών, όπως η καθολικότητα, η πρόσβαση σε ποιοτική περίθαλψη, η ισοτιμία και η αλληλεγγύη στην υγεία», ότι θεωρεί την υγεία το «μεγαλύτερο αγαθό».
4. Μείωση των παροχών υγείας και αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης
Στη Λευκή Βίβλο προτάσσεται το ζήτημα της γήρανσης του πληθυσμού και προωθείται η «ενεργή γήρανση». Αναφέρεται ότι ως το 2050 ο αριθμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 χρόνων στην ΕΕ θα αυξηθεί κατά 70% και άνω των 80 χρόνων κατά 170%. Αποσαφηνίζεται ότι το ενδιαφέρον για το θέμα εστιάζεται στο γεγονός ότι οι χρόνιες ασθένειες που αναπτύσσουν οι ηλικιωμένοι θα αυξήσουν τη ζήτηση για φροντίδα υγείας (αύξηση της τάξεως του 25% ως ποσοστό του ΑΕΠ ως το 2050) και θα αποτελέσουν «απειλή για τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας της ΕΕ». Δηλαδή γίνεται προσπάθεια να συνδεθεί η γήρανση και γενικά η αύξηση του προσδόκιμου ζωής με τη λεγόμενη «κατάρρευση» των συστημάτων υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, με στόχο τη μείωση των παροχών και την αφαίρεση δικαιωμάτων.
Σε ό,τι αφορά τα παραπάνω επιχειρήματα, πρέπει να ειπωθεί καταρχήν ότι υπάρχουν ευρωπαϊκές και διεθνείς οικονομικές μελέτες υγείας που απορρίπτουν αυτό το επιχείρημα, αφού καταγράφεται σε αυτές ότι η γήρανση του πληθυσμού δεν είναι στατιστικά σημαντικός παράγοντας σε ότι αφορά τις δαπάνες υγείας1. Από την άλλη, στην Ελλάδα η πολιτική ενίσχυσης από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ των πολυεθνικών των φαρμάκων, της ιατρικής βιοτεχνολογίας, των ιδιωτικών κλινικών, των διαγνωστικών κέντρων κλπ. αποτελεί πηγή καταλήστευσης των ασφαλιστικών ταμείων, των οικογενειακών προϋπολογισμών και του κρατικού προϋπολογισμού. Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, οι εργαζόμενοι κάθε χώρας και ως παραγωγοί του πλούτου δικαιούνται πλήρη και δωρεάν κάλυψη των ιατροφαρμακευτικών αναγκών τους και των μελών της οικογένειάς τους σε κάθε ηλικία.
Επιπλέον η υγιής γήρανση συνδέεται με την ανάγκη, όπως αναφέρεται, της «μείωσης της πρόωρης συνταξιοδότησης», δηλαδή επιτίθενται στις αναπηρικές συντάξεις, στη συνταξιοδότηση με βάση το θεσμό των ΒΑΕ και στην πρόωρη συνταξιοδότηση των γυναικών. Παρότι στο πρόγραμμα αναγνωρίζεται ότι η πρόωρη συνταξιοδότηση οφείλεται συχνά στην κακή υγεία των εργαζομένων, αποκρύβουν ότι τις περισσότερες φορές η κακή υγεία είναι το αποτέλεσμα επαγγελματικών ασθενειών και εργατικών ατυχημάτων, συγκαλύπτοντας με αυτό τον τρόπο την εργοδοτική ευθύνη. Στη χώρα μας βέβαια οι συνταξιοδοτήσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως «κοινή νόσος».
5. Δημιουργία της ενιαίας αγοράς υγείας
Στο Πρόγραμμα Κοινοτικής Δράσης τονίζεται η δυνατότητα συνεργασίας των συστημάτων υγείας στη βάση της αρχής της ΕΕ περί επικουρικότητας - συμπληρωματικότητας. Στην ουσία αναφέρονται στην προσδοκία για τη δημιουργία ενοποιημένης αγοράς υγείας στην ΕΕ, κάτι όμως που δεν έχει προχωρήσει ακόμη ιδιαίτερα. Χρειάζεται να αναφερθεί ότι η συνεργασία των συστημάτων υγείας στο πλαίσιο της ΕΕ των μονοπωλίων και η λειτουργία ενιαίας αγοράς βοηθάει στην κατεύθυνση για καταμερισμό σε ορισμένα κράτη-μέλη των περισσότερο εξειδικευμένων υπηρεσιών υγείας στην ΕΕ. Σε αυτό εντάσσεται η πρόσφατη εξαγγελία του Υπουργείου Υγείας της Ελλάδας για δημιουργία «Διεθνούς Κέντρου Μεταμόσχευσης» για ασθενείς όχι μόνο Ελληνες, αλλά απ’ όλη τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Αυτός ο καταμερισμός θα λειτουργήσει εις βάρος μίας ολοκληρωμένης ποιοτικά και ποσοτικά ανάπτυξης των συστημάτων υγείας σε κάθε μία από στις χώρες ξεχωριστά. Τέτοια παραδείγματα έχουμε και στη χώρα μας, όπου η πλήρης απουσία εξειδικευμένων υπηρεσιών αποκατάστασης εξαναγκάζει τους Ελληνες ασθενείς να ταξιδεύουν στη Σουηδία, Βρετανία, Γερμανία που έχουν αναπτύξει τέτοιες δομές.
Σε ό,τι αφορά τη θέση της Ελλάδας στο σχεδιαζόμενο από την ΕΕ καταμερισμό, προτεραιότητα φαίνεται να δίνεται στην ανάπτυξη του ιατρικού - θεραπευτικού τουρισμού. Πιο συγκεκριμένα, στον αναπτυξιακό νόμο του 2007 προβλέπονται κίνητρα και επιδότηση από 25-60% για την ίδρυση, επέκταση και εκσυγχρονισμό κέντρων τουρισμού υγείας. Ο προσανατολισμός γι’ αυτά τα κέντρα περιλαμβάνει κέντρα αναζωογόνησης (spa), αδυνατίσματος και διαιτολογίας, πλαστικής χειρουργικής, υπηρεσιών ψυχικής υγείας κ.ά. σε διάφορες τουριστικές περιοχές της χώρας (π.χ. Κέρκυρα, Κρήτη, Χαλκιδική, Λακωνία κλπ.). Επιπλέον προωθείται και η παραπέρα διασύνδεση του ιδιωτικού κεφαλαίου του τομέα υγείας στα Βαλκάνια, μέσω των Διαβαλκανικών και Διασυνοριακών Κέντρων.
Η προσπάθεια δημιουργίας και λειτουργίας ενοποιημένης αγοράς υγείας απαιτεί ένα μίνιμουμ ομοιογένειας μεταξύ των συστημάτων υγείας, των ασφαλιστικών συστημάτων και του επιπέδου γνώσεων και δικαιωμάτων, εργασιακών και ασφαλιστικών των επαγγελματιών στον τομέα της υγείας, αλλά και να διευρυνθεί η ζήτηση υπηρεσιών υγείας προς όφελος κύρια του ιδιωτικού τομέα υγείας. Αυτή η ανάγκη προωθείται από τη Λευκή Βίβλο και αναφέρεται ως ενίσχυση της κινητικότητας των ασθενών και επαγγελματιών υγείας. Συνδέεται με την προσπάθεια υλοποίησης της οδηγίας Μπολκενστάιν και στις υπηρεσίες υγείας (συνεχώς κοινοποιούνται οδηγίες της ΕΕ που προσπαθούν να παρακάμψουν τον αρχικό αποκλεισμό των υπηρεσιών υγείας από την Μπολκενστάιν) και την υλοποίηση της συνθήκης της Μπολόνια στην εκπαίδευση (οδηγία για την κοινή αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων στην ΕΕ). Γίνονται προσπάθειες για ενοποίηση και των παροχών των ασφαλιστικών συστημάτων των κρατών-μελών, μέσω της ευρωπαϊκής κάρτας υγείας, που στην ουσία σημαίνει εξίσωση των παροχών προς τα κάτω. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι και η εξαγγελία από την κυβέρνηση για χορήγηση κάρτας υγείας και ασφάλισης στους ασφαλισμένους.
Γενικότερα ενθαρρύνονται οι ασθενείς να μετακινούνται μεταξύ των κρατών-μελών για εύρεση υπηρεσιών υγείας, οι οποίες δεν υπάρχουν στη χώρα τους ή για υπηρεσίες υγείας όπου οι λίστες αναμονής είναι πολύ μεγάλες. Η μετακίνηση επαγγελματιών υγείας ενθαρρύνεται επίσης και λόγω του ότι παρατηρείται μεγάλη έλλειψη υγειονομικών σε χώρες όπως η Αγγλία.
Ομως οι ελλείψεις, οι αναμονές και ουρές στις υπηρεσίες υγείας στα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν είναι «φυσικό φαινόμενο». Είναι το αποτέλεσμα της υποχρηματοδότησης, της ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης των περισσότερων δημόσιων συστημάτων υγείας και της πλήρους κατάρρευσης των συστημάτων υγείας στις χώρες της Κεντρικής - Ανατολικής Ευρώπης μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού. Η ΕΕ όμως και οι αντίστοιχες κυβερνήσεις των κρατών-μελών δεν επιλέγουν να αντιμετωπίσουν αυτά τα υπαρκτά προβλήματα με μέτρα βελτίωσης και εξασφάλισης επάρκειας και ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών. Αντιθέτως προβάλλουν ως λύση τη λειτουργία εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών υγείας στην ΕΕ, δηλαδή την παραπέρα εμπορευματοποίηση της υγείας και την ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, στα πλαίσια της ελεύθερης κίνησης του κεφαλαίου.
6. Αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών
Γίνεται εκτίμηση από την ΕΕ ότι τις διάφορες «πιέσεις» που δέχονται τα συστήματα υγείας μπορούν να αντιμετωπίσουν η εισαγωγή και χρήση νέων τεχνολογιών, όπως η ηλεκτρονική υγεία, η γονιδιωματική και οι βιοτεχνολογίες.
Η εισαγωγή των πληροφορικών συστημάτων στον τομέα υγείας εξυπηρετεί και το στόχο της συγκέντρωσης, ανάλυσης και διάδοσης πληροφοριών και γνώσεων σε ό,τι αφορά στα διασυνοριακά θέματα υγείας, τη συνεργασία των συστημάτων υγείας κ.ά. Τονίζεται η ανάγκη να δημιουργηθεί κοινή ευρωπαϊκή βάση πληροφοριών για την υγεία, συστήματα παρακολούθησης, νέα εργαλεία και σύστημα δεικτών νοσηρότητας. Αναγνωρίζοντας ότι αυτές οι δραστηριότητες συλλογής ιατρικών δεδομένων και πληροφοριών ενέχουν την πλευρά παραβίασης ατομικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, γίνεται επίκληση από την ΕΕ στο σεβασμό γενικά της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των κοινών αξιών του Ευρωπαϊκού Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Συχνές αναφορές γίνονται επίσης στο Κοινοτικό Πρόγραμμα σε ό,τι αφορά στη χρήση του διαδικτύου για την επικοινωνία των υγειονομικών και την ενημέρωση των πολιτών σε θέματα υγείας. Χρειάζεται να επισημανθεί ότι υπάρχει σήμερα εκτεταμένο εμπόριο φαρμακευτικών προϊόντων, συμπληρωμάτων διατροφής (πολλές φορές παράνομων) και πληθώρα αντιεπιστημονικών και επικίνδυνων πληροφοριών υγείας για το κοινό. Η διαμόρφωση κριτηρίων για την ποιότητα ιστοσελίδων δεν αρκεί ως μέτρο προστασίας. Χρειάζεται απαγόρευση της αγοραπωλησίας φαρμακευτικών προϊόντων στο διαδίκτυο γενικά, όπως και παροχής πληροφοριών ιστοσελίδων σε θέματα υγείας από ιδιώτες και εταιρίες. Πρέπει να αποτελεί κρατική ευθύνη η ενημέρωση του πληθυσμού σε συνεργασία με εθνικούς και διεθνείς επιστημονικούς φορείς (ιατρικές σχολές, πανεπιστήμια, επιστημονικούς συλλόγους κλπ.).
Τέλος, στο βαθμό που οι νέες τεχνολογίες και η επιστημονική έρευνα και στον τομέα υγείας αποτελούν πεδίο κερδοφόρων επενδύσεων για τους μονοπωλιακούς ομίλους (π.χ. όμιλοι πληροφορικών συστημάτων και λογισμικού, φαρμάκων κλπ.) και χρησιμοποιούνται με κριτήριο την εξυπηρέτηση της κερδοφορίας τους, θα υπάρχει πάντα η δυνατότητα στρεβλής ανεπαρκούς, ακόμη και επικίνδυνης αξιοποίησής τους. Ενδεικτικά η σύγχρονη μονόπλευρη κυριαρχία της γενετικής έρευνας, σε βάρος των άλλων επιδημιολογικών και κοινωνικών ερευνών στον τομέα της υγείας, αναδεικνύει ότι ο προσανατολισμός της έρευνας στον τομέα της υγείας απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις κοινωνικές και οικονομικές αιτίες των ασθενειών, που είναι οι κυρίαρχες αιτίες για πλήθος νοσημάτων και προβλημάτων υγείας.
7. Με πρόσχημα την υπεράσπιση της ΔΥ, ένταση των κατασταλτικών μηχανισμών
Οπως προαναφέρθηκε, για την αντιμετώπιση των διασυνοριακών απειλών προτείνεται η λειτουργία δικτύων συλλογής πληροφοριών υγείας των πολιτών και γενικά η ενίσχυση των μηχανισμών παρακολούθησής τους. Στο όνομα δηλαδή της προστασίας της ΔΥ ενισχύονται οι μηχανισμοί καταστολής των αγώνων της εργατικής τάξης. Παρέμβαση υπάρχει και στις περιπτώσεις όπου γίνεται τεχνητή σύνδεση των αγώνων με τη ΔΥ, δηλαδή όταν η εργατική πάλη ανάγεται σε απειλή-κίνδυνο για τη ΔΥ και αντιμετωπίζεται με κατασταλτικά μέσα (π.χ. απεργία των εργαζομένων στη συλλογή απορριμμάτων, του υγειονομικού προσωπικού νοσοκομείων κλπ.).
Την ίδια σκοπιμότητα εξυπηρετεί και ο στόχος για προστασία της ΔΥ από «απειλές που προκαλούνται από εσκεμμένες ενέργειες διάχυσης βιολογικών, χημικών και άλλων παραγόντων στο περιβάλλον», δηλαδή την ονομαζόμενη «βιοτρομοκρατία» και την παραγωγή και χρήση βιολογικών όπλων. Επιδιώκεται στο όνομα της προστασίας της ΔΥ, να ενισχυθούν τα μέτρα παρακολούθησης, αλλά και τα μέτρα περιορισμού των δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών (π.χ. η Εισήγηση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το 2005 σχετικά με το «σχεδιασμό ετοιμότητας για επείγουσες καταστάσεις ΔΥ σε επίπεδο ΕΕ» αναφέρεται στην αναγκαιότητα λήψης μέτρων δημόσιας τάξης, όπως περιορισμός μετακινήσεων, κλείσιμο χώρων κοινωνικών και μαζικών συγκεντρώσεων, συνοριακοί έλεγχοι, αποκλεισμός περιοχών κ.ά.). Επιχειρείται η τρομοκράτηση του λαού, η καλλιέργεια και διατήρηση μόνιμου φόβου, που βοηθά στη χειραγώγηση του.
8. Αξιοποίηση των ζητημάτων της ΔΥ στους ενδοϊμπεριαλιστικούς, μονοπωλιακούς ανταγωνισμούς
Η προσχηματική προστασία της ΔΥ χρησιμοποιείται στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, στις ανακατατάξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, στο μοίρασμα των αγορών γενικά και στον ανταγωνισμό των μονοπωλίων διαφορετικών κλάδων μεταξύ τους. Π.χ. η έκρηξη της επιδημίας της γρίπης των πτηνών στις χώρες της Ασίας το 2006 είχε ως συνέπεια αρκετά ανθρώπινα θύματα, αλλά και μεγάλες απώλειες στην πτηνοτροφική παραγωγή, στην οποία οι περιοχές αυτές κατέχουν το 40% (απώλειες 10 δισ. δολαρίων σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας - 2007). Το ίδιο διάστημα η πτηνοτροφική παραγωγή π.χ. των ΗΠΑ δεν κινδύνευσε καθόλου. Αντιθέτως μία από τις γνωστότερες πολυεθνικές τροφίμων, η TysonFoods, είχε αύξηση των κερδών της κατά 49%2. Ταυτόχρονα, επιστήμονες στο CambridgeUniversity υποδείκνυαν ως λύση στο πρόβλημα της γρίπης των πτηνών, την αντικατάσταση των σημερινών «φυσικών πουλερικών» με γενετικά τροποποιημένα πουλερικά που θα αντέχουν στον ιό της γρίπης των πτηνών. Τo συγκεκριμένο πρόβλημα ΔΥ δεν άφησαν ανεκμετάλλευτο και συγκεκριμένοι μονοπωλιακοί όμιλοι φαρμάκου, οι οποίοι φρόντισαν να προωθήσουν, με αποφάσεις πολλών κυβερνήσεων, τις πωλήσεις κύρια του αντιδίκου φαρμάκου Tamiflu, ενός αντιικού φαρμάκου που δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι είναι αποτελεσματικό απέναντι σε έναν ιό που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί!
Την προώθηση επενδύσεων από τις πολυεθνικές φαρμάκου, πάντα στο όνομα της προστασίας της ΔΥ, εξυπηρετεί και το κλίμα πανικού και φόβου που καλλιεργείται σχετικά με την πιθανότητα βιοτρομοκρατικής ενέργειας. Χαρακτηριστικά, το 2001, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγήθηκε την ανάγκη συνεργασίας με την ευρωπαϊκή φαρμακοβιομηχανία για τη διασφάλιση επάρκειας και διαθεσιμότητας εμβολίων, ορών και αντιβιοτικών για την αντιμετώπιση των επιθέσεων βιοτρομοκρατίας.
Στο όνομα επίσης της προστασίας του περιβάλλοντος και της ΔΥ αναπτύσσεται έντονος ανταγωνισμός μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων και μεταξύ κρατών, σχετικά με το είδος της ενέργειας που θα χρησιμοποιηθεί παγκοσμίως (ηλεκτρική, αιολική, πυρηνική, βιομάζα κλπ.), όπως επίσης και σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των κοινών υδάτινων πόρων και τη μέθοδο διαχείρισης των αποβλήτων.
Επιπλέον η συζήτηση για τις κλιματικές αλλαγές και τις επιπτώσεις τους στη ΔΥ αξιοποιείται στην ίδια κατεύθυνση. Ενδεικτικά, στο όνομα της μείωσης των ρυπογόνων αερίων που οδηγούν στις κλιματικές αλλαγές, η Κίνα και άλλες νέες αναδυόμενες δυνάμεις πιέζονται από την ΕΕ και τις ΗΠΑ (μέσω της συμφωνίας του Κιότο) να περιορίσουν τα νέα μερίδια που κατακτούν στη διεθνή αγορά.
Οι πιθανές αλλαγές του κλίματος λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη εκτιμάται από την ΕΕ ως σοβαρή παράμετρος που θα επιδράσει στην υγεία και την ασφάλεια των σημερινών και κύρια των επόμενων γενεών, επιδρώντας στη διατροφή (γεωργική - κτηνοτροφική παραγωγή), το νερό και τον αέρα. Τα μέτρα που προτείνονται και από την ΕΕ, ονομάζονται μέτρα για την «προσαρμογή στις κλιματικές αλλαγές και μετριασμός των συνεπειών τους» και περιγράφονται στην Πράσινο Βίβλο. Η γενικότερη προσέγγιση του θέματος από την ΕΕ όπως είναι φυσικό συσκοτίζει τις αιτίες του προβλήματος και εξασφαλίζει ότι οι μονοπωλιακοί όμιλοι θα κερδίζουν και πάλι από την εμπορευματοποίηση της προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος (π.χ. εμπόριο ρύπων, αύξηση ασφαλιστικών συμβολαίων για την κάλυψη από καταστροφές κ.ά.)
Το ζήτημα της προστασίας της ΔΥ αξιοποιείται και στον ανταγωνισμό μέσα στους κλάδους και ανάμεσα στις μικρές επιχειρήσεις και τα μονοπώλια. Για παράδειγμα στη χώρα μας τα μέτρα που πάρθηκαν με αφορμή την πρόσφατη επιδημία γρίπης των πτηνών είχαν καταστρεπτικές συνέπειες για τους μικρομεσαίους πτηνοτρόφους, σε αντίθεση με τις μεγάλες πτηνοτροφικές βιομηχανίες. Παρόλα αυτά οι μεγάλες πτηνοτροφικές βιομηχανίες έλαβαν και το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής αποζημίωσης για τις ζημιές!
Επιπλέον, στον αγώνα των ιμπεριαλιστικών οργανισμών για την εξασφάλιση των οικονομικών τους συμφερόντων και των ζωνών επιρροής σε όλη την υφήλιο, τα προβλήματα ΔΥ χρησιμοποιούνται ως μοχλός διασφάλισης της κερδοφορίας επιχειρήσεων, πολιτικής παρέμβασης και οικονομικής εξάρτησης διαφόρων χωρών. Για παράδειγμα η Παγκόσμια Τράπεζα, προκειμένου να δανείσει χρήματα για προγράμματα υγείας (κύρια κατά του AIDS) σε χώρες της Αφρικής, έχει επιβάλει ως όρο την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης και υγείας σε αυτές τις χώρες3. Επίσης διάφορες κυβερνήσεις ισχυρών κρατών, ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί και διεθνικά μονοπώλια αξιοποιούν διεθνείς οργανισμούς που σχετίζονται με τη ΔΥ (π.χ. ΟΗΕ, ΠΟΥ) και ακόμη περισσότερο τις ΜΚΟ, με πρόσχημα την προσφορά ανθρωπιστικής και ιατρικής βοήθειας, επιτυγχάνοντας εύκολη παρέμβαση σε ξένες χώρες. Οι οργανώσεις αυτές, με το μανδύα του διακρατικού - ανεξάρτητου επιστημονικού φορέα, έχουν σχετικά πιο ελεύθερη διείσδυση-πρόσβαση (σε σχέση με στρατιωτικούς ή πολιτικούς φορείς) σε πολλές χώρες.
Η ΕΕ φαίνεται να εκτιμά ότι δεν έχει αξιοποιήσει αρκετά αυτές τις διεθνείς οργανώσεις ή και την προσφορά ιατρικής και ανθρωπιστικής βοήθειας προς τρίτες χώρες, ώστε να δυναμώσει τη θέση και την επιρροή της στο διεθνή ανταγωνισμό. Η Λευκή Βίβλος για την υγεία τονίζει και θέτει ως βασική αρχή την ανάληψη ενεργειών, ώστε να «ενισχυθεί η θέση της κοινότητας στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών» για την υγεία και γενικά σε παγκόσμιο επίπεδο «να εξασφαλισθεί ικανοποιητική συμπερίληψη της παραμέτρου της υγείας στην εξωτερική βοήθεια της ΕΕ». Αναφέρει ακόμη ότι «γενικότερα αναμένεται η νέα μεταρρυθμιστική συνθήκη να περιλάβει νέο στόχο για την ΕΕ, πιο συγκεκριμένα την υπεράσπιση και προώθηση, στο πλαίσιο των σχέσεών της με τον ευρύτερο κόσμο, των αξιών και συμφερόντων της ένωσης και τη συμβολή στην προστασία των πολιτών της».
IV. ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ιδιαίτερη σημασία για την εργατική τάξη έχει το κομμάτι της ΔΥ που αφορά την προστασία της υγείας και της ασφάλειας στους χώρους εργασίας. Οι τραγικές συνέπειες της εντεινόμενης εκμετάλλευσης των εργαζομένων στην ΕΕ και της ταυτόχρονης απουσίας ουσιαστικών παρεμβάσεων από τους εργοδότες και το κράτος για την πρόληψη των κινδύνων για την υγεία και ασφάλεια, μπορεί να αποτυπωθεί με τους αριθμούς που ανακοινώνει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία (EASHW) για το 2007.
Συγκεκριμένα καταγράφεται ότι:
- Κάθε 3,5 λεπτά κάποιος εργαζόμενος στην ΕΕ πεθαίνει από αιτίες που σχετίζονται με την εργασία.
- Κάθε χρόνο 142.400 άνθρωποι στην ΕΕ πεθαίνουν από επαγγελματικές ασθένειες και 8.900 από εργατικά ατυχήματα.
- Το 1/3 από αυτούς τους 150.000 θανάτους αποδίδονται σε επικίνδυνες ουσίες που χρησιμοποιούνται στους χώρους εργασίας στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων και 21.000 θανάτων από αμίαντο.
Αντίστοιχα και στην Ελλάδα και παρά τα προβλήματα στην καταγραφή των εργατικών ατυχημάτων, είναι ενδεικτικό ότι μόνο στο διάστημα 2000-2005 από τα δελτία εργατικών ατυχημάτων του ΙΚΑ προκύπτει ότι συνέβησαν 78.894 εργατικά ατυχήματα από τα οποία 574 ήταν θανατηφόρα. Επιπλέον το 2007 καταγράφηκαν άλλα 115 θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα. Τα ελάχιστα κρούσματα επαγγελματικών ασθενειών που έχουν καταγραφεί επισήμως στην Ελλάδα δεν αντικατοπτρίζουν βέβαια την απουσία αυτών, αλλά το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία διαδικασία διάγνωσης, αναγνώρισης και καταγραφής τους και κατά συνέπεια χιλιάδες επαγγελματικές ασθένειες βαφτίζονται «κοινή νόσος».
Η ΕΕ έχει κατά καιρούς εκδώσει σειρά οδηγιών για τα ζητήματα που αφορούν την Υγεία και Ασφάλεια των εργαζομένων (ΥΑΕ). Στη Λευκή Βίβλο για την υγεία δε γίνεται κάποια ιδιαίτερη ανάλυση, αφού ο σχεδιασμός της ΕΕ στον τομέα αυτό αποτυπώνεται σε ξεχωριστό και ειδικό πρόγραμμα, συγκεκριμένα στο κείμενο: «Βελτίωση της ποιότητας και της παραγωγικότητας στην εργασία: κοινοτική στρατηγική 2007-2012 για την υγεία και την ασφάλεια». Στο χώρο αυτού του άρθρου δεν μπορεί να γίνει ολοκληρωμένη αποτύπωση της αντεργατικής πολιτικής της ΕΕ και στον τομέα της ΥΑΕ. Θα παρουσιαστούν μόνο μερικές από τις βασικές επιδιώξεις που προκύπτουν από το κείμενο στρατηγικής για τον τομέα ΥΑΕ.
Συγκεκριμένα, βασική στόχευση της στρατηγικής της ΕΕ στον τομέα της ΥΑΕ για το 2007- 2012 είναι:
1. Η διαχείριση των κινδύνων που δημιουργούνται για την Υγεία και Ασφάλεια των εργαζομένων από την αντεργατική πολιτική της ΕΕ
Πιο συγκεκριμένα η στρατηγική για την ΥΑΕ αναγνωρίζει ότι: Οι νέοι και ηλικιωμένοι εργαζόμενοι, οι γυναίκες, οι εργαζόμενοι με ευέλικτες μορφές απασχόλησης, με μεγάλη κινητικότητα, οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι σε υπεργολαβίες κ.ά. παρουσιάζουν αποδεδειγμένα υψηλότερο κίνδυνο εργατικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας από το μέσο κοινοτικό όρο. Το γεγονός αυτό όμως δεν είναι τυχαίο. Οι παραπάνω εργαζόμενοι βιώνουν τα αποτελέσματα της αντεργατικής πολιτικής της ΕΕ, που προωθεί την επέκταση των ευέλικτων σχέσεων εργασίας και όλων των άλλων μεθόδων που εξασφαλίζουν φθηνή και προσαρμόσιμη στις εργοδοτικές ανάγκες εργατική δύναμη. Η πολιτική αυτή χειροτερεύει τους όρους και τις συνθήκες εργασίας για όλους τους εργαζόμενους και με μεγαλύτερη ένταση στις παραπάνω ομάδες. Οι επιπτώσεις στην Υγεία και Ασφάλεια αυτών είναι εμφανής σε όλους και αναμένεται - εκτιμάται ότι θα αυξηθούν.
Η κατάσταση αυτή υποχρεώνει σε ένα βαθμό την ΕΕ να λάβει κάποια διαχειριστικά μέτρα. Στόχος της είναι να εξασφαλιστεί ότι η εργατική τάξη θα διατηρήσει ένα στοιχειώδες επίπεδο υγείας που θα της επιτρέπει να είναι ικανή προς εργασία. Ταυτόχρονα να μην προκληθεί μεγάλο κόστος για το κράτος και τους εργοδότες από τη χρήση των υπηρεσιών υγείας και από τη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Η προσήλωση της ΕΕ στην επέκταση όλων των ευέλικτων σχέσεων εργασίας είναι το κριτήριο με το οποίο αντιμετωπίζονται οι συνέπειες στην ΥΑΕ από αυτές. Ετσι δεν προτείνονται ο περιορισμός και η κατάργηση των ευέλικτων σχέσεων εργασίας, η βελτίωση των όρων εργασίας των γυναικών και των νέων, η απαγόρευση της ενοικίασης εργαζομένων, η απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας των γυναικών στη βιομηχανία κλπ. Αντιθέτως η στρατηγική της ΕΕ για την ΥΑΕ νομιμοποιεί και διευρύνει όλες αυτές τις μορφές εργασίας και ταυτόχρονα «υπόσχεται» υποκριτικά στους εργαζόμενους ότι θα τους προσφέρει προστασία από τις συνέπειές τους. Σε αυτόν τον άξονα διαμορφώθηκε η πολιτική της ευαλφάλειας (Flexicurity). Προτείνονται διαχειριστικά μέτρα, όπως διασφάλιση της εφαρμογής της νομοθεσίας, προσαρμογή του νομικού πλαισίου στις αλλαγές των χώρων εργασίας, ένταξη της ΥΑΕ στα προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης κ.ά.
2. Ο περιορισμός της εργοδοτικής ευθύνης σε ό,τι αφορά την προστασία της Υγείας και Ασφάλειας των εργαζομένων και η μεταφορά της στους εργαζόμενους
Αρχικά διακηρύσσεται ως στόχος η ενίσχυση του ελέγχου των συνθηκών εργασίας από τους επιθεωρητές εργασίας. Αυτό όμως αποτελεί κενό γράμμα στο βαθμό που οι έλεγχοι στην πράξη δεν προσανατολίζονται στην εργοδοτική ευθύνη, οι επιθεωρητές θεωρούνται ως ενδιάμεσοι-διαμεσολαβητές και προωθείται η γραμμή της κοινωνικής συναίνεσης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Επιπλέον η θέση μεταφοράς της εργοδοτικής ευθύνης και του κόστους για τη λήψη μέτρων ΥΑΕ από τους εργοδότες στους εργαζόμενους συνοδεύεται και από την πρόθεση παροχής οικονομικών κινήτρων στις επιχειρήσεις για τη λήψη μέτρων ΥΑΕ. Για παράδειγμα προτείνονται φορολογικές ελαφρύνσεις, μείωση κοινωνικών και ασφαλιστικών εισφορών. Τέλος σημαντική έμφαση δίνεται στην καλλιέργεια της ατομικής ευθύνης των εργαζομένων για την προστασία της ΥΑΕ με τους στόχους για ανάπτυξη ασφαλών συμπεριφορών και προτύπων συμπεριφοράς από τους εργαζόμενους, τη στιγμή που οι όροι και οι συνθήκες εργασίας επιδεινώνονται αντικειμενικά και με ευθύνη των εργοδοτών.
3. Η ενίσχυση της εμπορευματοποίησης των υπηρεσιών Υγείας και Ασφάλειας των εργαζομένων
Στη στρατηγική αποσαφηνίζεται ότι οι εθνικές στρατηγικές για την ΥΑΕ πρέπει να προβλέπουν την πρόσβαση σε εξωτερικές υπηρεσίες ΥΑΕ που στην ουσία είναι ιδιωτικές εταιρίες και διευκρινίζεται ότι χρειάζεται να διασφαλίζεται γενικά λογικό κόστος.
Επιπλέον τίθεται ως βασικός στόχος:
- Η μείωση των θανατηφόρων εργατικών ατυχημάτων κατά 25%. Για τις επαγγελματικές ασθένειες, που αποτελούν 4τετραπλάσια επιβάρυνση για τους εργαζόμενους, δεν τίθεται κανένας στόχος.
- Η στήριξη των μικρομεσαίων ΜΜΕ επιχειρήσεων για την εφαρμογή μέτρων ΥΑΕ. Ο στόχος αυτός αποτελεί κενό γράμμα στο βαθμό που συνεχίζουν να εμπορευματοποιούνται οι υπηρεσίες ΥΑΕ και οι ΜΜΕ συμπιέζονται οικονομικά από τον ανταγωνισμό των μονοπωλιακών ομίλων.
- Η αντιμετώπιση των νέων κινδύνων. Ολοι οι νέοι κίνδυνοι όμως για την ΥΑΕ που αναφέρονται (μυοσκελετικά προβλήματα, προβλήματα που συνδέονται με ψυχολογικές πιέσεις, μεγαλύτερος κατακερματισμός της επαγγελματικής ζωής κ.ά.) είναι αποτέλεσμα όχι της φύσης της εργασίας, αλλά της επιδείνωσης των όρων και συνθηκών εργασίας για την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου (εντατικοποίηση, δια βίου κατάρτιση, ευαλφάλεια κλπ.).
Επιπλέον στο Κοινοτικό Πρόγραμμα αναφέρονται διαχειριστικά μέτρα αντιμετώπισής τους, όπως η ανάγκη ευαισθητοποίησης, ανταλλαγής γνώσεων, εκπόνησης υλικού καθοδήγησης και καταγραφής των περιστατικών από φορείς όπως οι ΜΚΟ. Γι’ αυτό το θέμα υπάρχει αναλυτικότερη πρόταση της ΕΕ (Πρόταση σύστασης Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη των τραυματισμών και την προαγωγή της ασφάλειας το 2006). Είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο το γεγονός ότι σε αυτή την κοινοτική οδηγία «πρόληψης των τραυματισμών» αθροίζονται ανόμοιας αιτίας περιστατικά, υπό τον κοινό χαρακτηρισμό «τραυματισμοί». Με αυτή την έννοια το εργατικό ατύχημα, η βιαιοπραγία μεταξύ συζύγων ή συντρόφων, το οδικό ατύχημα ή το ατύχημα κατά την άθληση προτείνεται να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο (στην αναζήτηση της αιτίας και στο σχεδιασμό στρατηγικής πρόληψης). Η προσέγγιση αυτή εξυπηρετεί συγκεκριμένο στόχο: Τη μετάθεση της κρατικής ευθύνης για πρόληψη και αντιμετώπιση των ατυχημάτων στο ίδιο το άτομο. Με αυτό τον τρόπο συγκαλύπτεται η εργοδοτική ευθύνη για τα εργατικά ατυχήματα, το κοινωνικό ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας γίνεται ατομικό πρόβλημα, αποσιωπάται η σημαντική ευθύνη του κράτους να ασκεί ουσιαστικούς ελέγχους και να μην αποδέχεται εγκληματικές ελλείψεις και κακοτεχνίες σε έργα που υλοποιούνται και που τελικά αυξάνουν τον κίνδυνο ατυχημάτων (π.χ. οδικά δίκτυα, αθλητικές εγκαταστάσεις κλπ.). Τέλος στο Κοινοτικό Πρόγραμμα η κρατική υποχρέωση και ευθύνη συλλογής - καταγραφής των στοιχείων για τα ατυχήματα, ώστε να υπάρξει προσανατολισμός στη λήψη συλλογικών μέτρων πρόληψης, μεταφέρεται και πάλι στις ΜΚΟ.
V. ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑΚΑΙ ΤΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Οι βασικές παρεμβάσεις που αναφέρονται ότι θα γίνουν είναι η συλλογή δεδομένων για την κατάσταση της υγείας των πολιτών, η ανταλλαγή πληροφοριών, η σωστή ενημέρωση, πληροφόρηση και εκπαίδευση των πολιτών για τους κινδύνους, η επιτήρηση των απειλών, η δημιουργία κέντρου αναφοράς και διεθνών κανονισμών υγείας κλπ.
Από την παράθεση των μέσων υλοποίησης της στρατηγικής και του προγράμματος γίνεται φανερό ότι πρόκειται κύρια για μέσα θεωρητικής καταγραφής - απεικόνισης της κατάστασης της ΔΥ στις διάφορες χώρες και όχι μέσα παρέμβασης - αντιμετώπισης των προβλημάτων. Επιβεβαιώνεται και από αυτή την πλευρά ότι στόχος δεν είναι η ουσιαστική πρόληψη και αντιμετώπιση των κινδύνων και προβλημάτων ΔΥ.
Τα μέσα αυτά βέβαια θα μπορούσαν να αποτελέσουν χρήσιμα εργαλεία ώστε να εκτιμηθούν οι ανάγκες και να βελτιωθεί το επίπεδο γνώσης και πρακτικής στα θέματα ΔΥ. Στην Ελλάδα άλλωστε υπάρχει τεράστιο έλλειμμα σε στατιστικά και επιδημιολογικά δεδομένα για την υγεία, το οποίο συνειδητά έχει διαμορφωθεί από τις κυβερνήσεις. Στην πραγματικότητα όμως σήμερα γίνεται συχνά ακριβώς το αντίθετο. Υπάρχει τεράστια αναντιστοιχία ανάμεσα στον όγκο των επιστημονικών γνώσεων και στο μηδαμινό ή ανύπαρκτο όφελος που έχει από αυτές η πλειοψηφία των λαών. Ενα μέρος της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών επιτευγμάτων στον καπιταλισμό είτε απαξιώνονται εντελώς είτε δεν αξιοποιούνται προς όφελος του λαού, γιατί αυτό δε συμφέρει την κερδοφορία του κεφαλαίου. Οι πολυεθνικές φαρμάκου, για παράδειγμα, μονοπωλούν τις επιστημονικές γνώσεις με τη μορφή πατέντας φαρμάκου, ώστε να παράγουν μόνο αυτές το συγκεκριμένο φάρμακο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πεθαίνουν χιλιάδες άνθρωποι από διάφορες ασθένειες (π.χ. AIDS) σε φτωχές χώρες, όπως στην Αφρική, γιατί δεν μπορούν να αγοράσουν το αυθεντικό φάρμακο, αλλά ούτε να παράγουν στη χώρα τους φθηνότερα αντίγραφα.