Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η πολιτική ζωή στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης υπερκαθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από δύο παραμέτρους που παρέμεναν σε ισχύ όλο αυτό το διάστημα: α) την ύπαρξη της κοινότητας των σοσιαλιστικών κρατών και την αντιπαράθεση καπιταλισμού-σοσιαλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο με τον «ψυχρό πόλεμο» και β) την παρατεταμένη περίοδο ανάπτυξης και μεγέθυνσης της καπιταλιστικής οικονομίας για σχεδόν τριάντα χρόνια συνέχεια.
Η έντονη οικονομική ανάπτυξη αποτελούσε την υλική βάση για τη συνέχιση της πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας των αστικών τάξεων στην Ευρώπη, σε συνδυασμό φυσικά με τα διεθνή (ΝΑΤΟ, συνεργασίες υπηρεσιών υπό την ηγεσία των αμερικανικών μηχανισμών) και εθνικά στρατιωτικο-πολιτικά μέτρα για την απόκρουση της «κομμουνιστικής απειλής» και τον έλεγχο της πολιτικής δράσης των εκμεταλλευομένων σε κάθε χώρα (και με επιπλέον στόχο, εκτός των άλλων, και την παρεμπόδιση και ανάσχεση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης του διεθνούς ταξικού αντιπάλου). Η αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού υπέρ του σοσιαλισμού μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το αυξημένο κύρος και επιρροή των κομμουνιστικών κομμάτων ανέδειξε έναν προνομιακό ρόλο για τη σοσιαλδημοκρατία μέσα στο αστικό πολιτικό σύστημα και στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Σε αυτές τις συνθήκες η σοσιαλδημοκρατία πρωτοστάτησε ως δύναμη υποταγής του εργατικού κινήματος, αλλά και ως δύναμη επίδρασης στην πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων και των σοσιαλιστικών χωρών, δεδομένης της στρατηγικής αδυναμίας του κομμουνιστικού κινήματος.
Η συνολική αστική πολιτική στρατηγική είχε ενιαία κατεύθυνση. Το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» δεν ήταν έργο μόνο των σοσιαλδημοκρατών, αλλά και των «δεξιών» κομμάτων (Χριστιανοδημοκρατών, Συντηρητικών, Γκωλικών κλπ.), κυρίως μάλιστα των δεύτερων. Ωστόσο η σοσιαλδημοκρατία, λόγω της ιστορίας της και της προέλευσής της, είχε στην αρμοδιότητά της ακριβώς την εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα. Σε αυτό το πλαίσιο σχηματίζεται μια ογκώδης, εκτεταμένη συνδικαλιστική εργατική γραφειοκρατία, στενά συνδεδεμένη με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και μέσω αυτών με το αστικό πολιτικό σύστημα και κράτος, πραγματοποιώντας αυτό που ονομάστηκε «κοινωνικός κορπορατισμός», ένα τεράστιο σύστημα κοινωνικού εταιρισμού για την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων1. Η σοσιαλδημοκρατία εξασφάλιζε, λοιπόν, τη σχέση υποταγής των εργαζομένων στην αστική τάξη δια μέσου του πολιτικού και ιδεολογικού ελέγχου του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και, μέσω αυτού, του μεγαλύτερου τμήματος της εργατικής τάξης, με τη στήριξη φυσικά του ίδιου του καπιταλιστικού κράτους και των μηχανισμών του. Αυτή η διαμεσολάβηση ήταν εφικτή, παρά τις διαταραχές που παρουσιάζονταν κατά καιρούς, εφόσον η απρόσκοπτη καπιταλιστική ανάπτυξη είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της κοινωνικής κατάστασης των εργαζομένων για μια ολόκληρη γενιά2.
Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970 (συμβατικά τίθεται συνήθως το όριο του 1973, οπότε ξέσπασε η διεθνής καπιταλιστική κρίση ή η «διεθνής πετρελαϊκή κρίση», όπως λένε οι αστοί ιδεολόγοι) η λεγόμενη «διαρκής οικονομική ανάπτυξη»3, η μία από τις δύο παραμέτρους σταθερότητας του μεταπολεμικού αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, ανακόπτεται. Ο τύπος αυτός οικονομικής ανάπτυξης αποδείχθηκε ότι είχε ιστορικά εξαντληθεί. Ο μεγάλος κύκλος αναζωογόνησης και άνθισης της καπιταλιστικής οικονομίας που είχε βασιστεί στην τεράστια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη νέα βάση εκκίνησης που είχε δημιουργηθεί, έκλεινε.
Το «μεταπολεμικό θαύμα» της καπιταλιστικής ανάπτυξης είχε ολοκληρώσει, λοιπόν, τον κύκλο του. Για να αποφευχθούν τα χειρότερα (ακόμη μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις) έπρεπε να γίνουν δραστικές αλλαγές στη μορφή της καπιταλιστικής ρύθμισης της οικονομίας. Ξεκίνησαν επανιδιωτικοποιήσεις παραγωγικών μονάδων που είχαν κρατικοποιηθεί στην προηγούμενη φάση, δρομολογήθηκαν μεγάλες αλλαγές στην οικονομική πολιτική συνολικά και, αναπόφευκτα, στην κοινωνική πολιτική των καπιταλιστικών κρατών. Το «κράτος πρόνοιας», τα δημόσια (κρατικά) συστήματα εκπαίδευσης κλπ. ήταν πια πολύ «ακριβά» από τη μία, ενώ από την άλλη συνιστούσαν «διαφυγόντα κέρδη» για τους μεγάλους ομίλους επιχειρήσεων. Ετσι ξεκινά η πολιτική που ονομάστηκε «θατσερισμός», «ρηγκανισμός» ή γενικότερα «νεοφιλελευθερισμός», η οποία είναι γνωστό ότι πρωτοεφαρμόστηκε στη Βρετανία της Θάτσερ και ακολούθως στις ΗΠΑ επί Ρήγκαν (αν και είχε προηγηθεί το πρόγραμμα εφαρμογής παρόμοιων μέτρων στη Χιλή του Πινοτσέτ, υπό την καθοδήγηση του Μ. Φρίντμαν, επικεφαλής της «Σχολής του Σικάγου». Φαίνεται όμως ότι στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία πρωτοεφάρμοσαν τα «νεοφιλελεύθερα» μέτρα τα εκεί Εργατικά Κόμματα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ακολουθώντας την πολιτική «θατσερισμός με ανθρώπινο πρόσωπο», με βάση την οποία κινήθηκαν και οι «Νέοι Εργατικοί» του Τ. Μπλερ στη Βρετανία, στη δεκαετία του 1990)4.
Ειπώθηκε παραπάνω ότι η σοσιαλδημοκρατία των περισσότερων αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών είχε φτάσει από καιρό πια στο τρίτο -δηλαδή στο αστικορεφορμιστικό- της στάδιο και έτεινε πια να απαρνηθεί ακόμη και το όποιο «ρεφορμιστικό» περιεχόμενο στην πολιτική της. Λόγω της συγκεκριμένης λειτουργίας της στο αστικό πολιτικό σύστημα, ήταν υποχρεωμένη να συνεχίζει τις αναφορές στις ανάγκες της εργατικής τάξης και του λαού, να υπερασπίζεται φραστικά τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων, να συμμετέχει στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, ώστε να μπορεί να το ελέγχει πολιτικά και ιδεολογικά. Από την άλλη μεριά, οι αλλαγές που γίνονταν, οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην οικονομία και την κοινωνική πολιτική έθιγαν στην πορεία όλο και πιο υψηλά και καλοπληρωμένα εργατικά στρώματα, μέχρι και ομάδες της εργατικής αριστοκρατίας μερικές φορές, δυνάμεις που αποτελούσαν και αποτελούν την κοινωνική βάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Η σοσιαλδημοκρατία, παρότι δεν είχε να προτείνει ουσιαστική εναλλακτική λύση στην εφαρμοζόμενη πολιτική, ήταν παρόλα αυτά υποχρεωμένη να υποκρίνεται ότι υπερασπίζεται τις κατακτήσεις του παρελθόντος, για να μη χάσει την επαφή με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα, στη μακρόχρονη επιρροή επί των οποίων βασιζόταν η δύναμη, ο ρόλος και η λειτουργία της στο καπιταλιστικό πολιτικό σύστημα. Επίσης, αντιμετώπιζε τριβές και πίεση από τα ίδια τα μέλη και στελέχη της, από τη λαϊκή της βάση και τα συνδικάτα.
Ετσι αρχίζουν, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, να τίθενται οι βάσεις για το φαινόμενο που σήμερα ονομάζεται «κρίση της σοσιαλδημοκρατίας» και το οποίο συνίσταται πολύ απλά στην αυξανόμενη δυσκολία να εμφανίζεται ως κόμμα της εργατικής τάξης και του λαού, όντας καθαρόαιμη αστική πολιτική δύναμη. Αυτό έχει ως συνέπεια να απομαζικοποιείται και κυρίως -σε αυτό συνίσταται το πρόβλημα για το αστικό πολιτικό σύστημα- να δυσκολεύεται στο να εγκλωβίζει στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής, με την ίδια επιτυχία όπως στο παρελθόν, μεγάλα τμήματα λαϊκών μαζών. Τα προβλήματα εκδηλώνονται με μείωση της εκλογικής δύναμης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κυρίως με μεγάλη διαρροή μελών από τις οργανώσεις τους5.
Στο εσωτερικό της διαμορφώνονται διάφορες αντιτιθέμενες «γραμμές» και «πλατφόρμες» που ταυτόχρονα λειτουργούν και συμπληρωματικά μεταξύ τους. Απλοποιώντας λίγο τα πράγματα, για λόγους χώρου, μπορούμε να πούμε ότι διαμορφώνονται δύο γενικές τάσεις: Από τη μία οι ομάδες εκείνων κυρίως των στελεχών που είναι επιφορτισμένα με τη συνδικαλιστική και την πολιτική δουλειά στους εργαζομένους, που -απηχώντας συνάμα τη δυσαρέσκεια τμημάτων, ιδιαίτερα της εργατικής αριστοκρατίας, που θίγονται από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις- καλούν σε «στροφή προς τα αριστερά», με στόχο να διατηρηθεί η σοσιαλδημοκρατική ηγεμονία στο εργατικό και λαϊκό κίνημα με τους παλιούς τρόπους και μορφές (πράγματι, μετά τις εκλογικές αποτυχίες, λ.χ. στη Βρετανία και τη Γερμανία, δόθηκε τα πρώτα χρόνια ένα πιο «αριστερό προφίλ» στη δράση των κομμάτων αυτών, αλλά δεν είχε καμιά επιτυχία, βλ. την πολιτική Νιλ Κίνοκ στο Εργατικό Κόμμα και την αντίστοιχη Οσκαρ Λαφοντέν στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία - ωστόσο ήταν πια αργά για «αριστερά πετάγματα»).
Από την άλλη οι ομάδες που καλούν για ακόμη μια μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, για μια «νέα σοσιαλδημοκρατία» που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στην προώθηση των νέων σύγχρονων προτεραιοτήτων της οικονομικής ανάπτυξης του καπιταλισμού (βλ. τις σύγχρονες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και μέτρα που προβάλλονται με την ονομασία «νεοφιλελευθερισμός») σε βάρος των αναγκών των εργαζομένων (αλλά, φυσικά, «για το καλό τους»). Η «νέα σοσιαλδημοκρατία», κατά τις απόψεις αυτές, θα πρέπει να αποκτήσει και διαφορετικής μορφής οργανωτική συγκρότηση και επαφή με τους πολίτες, με τελική προοπτική τη δημιουργία ενός «κόμματος-δικτύου», πολύ πιο χαλαρά συγκροτημένου (λ.χ. στη βάση περισσότερο των «θεματικών ομάδων» και όχι των παραδοσιακών οργανώσεων με βάση τον τόπο δουλειάς και κατοικίας και τον κλάδο) και πολύ πιο «ευέλικτου» από το «κόμμα μαζών»6. Η δεύτερη ομάδα, βεβαίως, ήταν πολύ πιο συνεπής στη γραμμή της, αφού βασιζόταν στο σύνολο της σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και «έλεγε περισσότερο τα πράγματα με τ’ όνομά τους». Πράγματι, από τη δεκαετία του 1950 και ύστερα, η σοσιαλδημοκρατία έθετε ως πρώτη προτεραιότητα την οικονομική ανάπτυξη σε σχέση με τις ανάγκες των εργαζομένων. Εκείνο που είχε αλλάξει τώρα ήταν απλώς ότι οι εργατικές ανάγκες έπρεπε να συμπιεστούν περαιτέρω, ώστε να διασφαλιστεί η ανάπτυξη, που, πλέον, μπορούσε να προχωρήσει κυρίως μέσω των ιδιωτικών επενδύσεων. Επενδύσεις που έπρεπε πια να επιχορηγούνται άμεσα και όχι έμμεσα μέσω των κρατικών (αυτό που συνήθως οι αστοί οικονομολόγοι ονομάζουν «επιχορήγηση της προσφοράς» αντί της «ζήτησης» ή «άμεση δημόσια επιχορήγηση των επιχειρήσεων» αντί για «έμμεση»). Ως εκ τούτου, η «κοινωνία» έπρεπε να προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες της οικονομίας, της ανταγωνιστικότητας κλπ. Εκείνοι που υποστήριζαν τις θέσεις της δεύτερης ομάδας όλο και περισσότερο έκαναν λόγο για «πολίτες» και «κοινωνία των πολιτών» στη θέση των ταξικών αναφορών, χρησιμοποιούσαν πολύ περισσότερο όρους και επιχειρήματα που προέρχονταν από τις νέες αστικές οικονομικές θεωρήσεις, απομακρύνονταν από το δημαγωγικό σοσιαλδημοκρατικό «εργατισμό», που εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν κατά κόρον οι οπαδοί της πρώτης τάσης. Επαναλαμβάνεται ότι οι διαφωνίες αυτές, παρότι υπαρκτές, ήταν, εν πολλοίς λειτουργικές όσον αφορά την ευρύτερη εικόνα και δεν αφορούσαν την κατεύθυνση της σοσιαλδημοκρατίας συνολικά, ως πολιτικού ρεύματος. Η αστική κατεύθυνση και ο αστικός χαρακτήρας είχαν καθοριστεί προ πολλού και η σοσιαλδημοκρατία είχε κατασταλάξει ως αστική πολιτική δύναμη.
Επρόκειτο για πραγματική κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, που θα οδηγούσε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, στη σοβαρή αποδυνάμωσή της. Ωστόσο, λόγω κάποιων άλλων γεγονότων, προσωρινά, για κάποιο διάστημα, οι επιπτώσεις της κρίσης αναβλήθηκαν και τα προβλήματα της σοσιαλδημοκρατίας πήραν κάποια αναστολή.
Η αιτία αυτής της προσωρινής αναστολής ήταν τα εξαιρετικά διεθνή γεγονότα που ξεκίνησαν από την εξαγγελία της πολιτικής της «περεστρόικα» στην ΕΣΣΔ, το 1985, και τα οποία οδήγησαν στην αντεπανάσταση και τις ανατροπές του 1989-1991 στις σοσιαλιστικές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καταλήγοντας σε μια τεράστια αλλαγή του συσχετισμού δύναμης και της γενικής κατάστασης στον κόσμο.
Η ήττα για το παγκόσμιο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα ήταν πολύ μεγάλη, η μεγαλύτερη στην ιστορία του. Ολόκληρη η εργαζόμενη ανθρωπότητα βιώνει μέχρι και σήμερα τις επιπτώσεις της κοινωνικής οπισθοδρόμησης που δρομολογήθηκε τότε. Μερικές από τις συνέπειες της ήττας ήταν η γενική πολιτική και ιδεολογική στροφή «προς τα δεξιά», η διάλυση ή σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη δεκάδων κομμουνιστικών κομμάτων και η απότομη και μεγάλη μείωση της δύναμης όσων διατήρησαν τον επαναστατικό χαρακτήρα τους, η αλλαγή των συνθηκών της πολιτικής και ιδεολογικής πάλης σε όλες τις χώρες του κόσμου. Σε αυτές τις συνθήκες, η διεθνής σοσιαλδημοκρατία, που, ως αστική δύναμη, ανήκε στο στρατόπεδο των νικητών, μπόρεσε και αυτή επιτέλους να φτάσει στο σημείο να εκφράζει μερικές απ’ τις πραγματικές της θέσεις που πριν δεν τολμούσε να διατυπώσει ανοιχτά. Εμφανίζεται έτσι η «νέα σοσιαλδημοκρατία», με τον Τόνι Μπλερ αρχικά («Νέοι Εργατικοί», «τρίτος δρόμος»), που, με νέο πρόγραμμα, ανέρχεται επιτέλους και πάλι στην κυβερνητική εξουσία μετά 18 χρόνια στην αντιπολίτευση. Ακολούθησαν οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες (με τον Σρέντερ, μετά από 16 χρόνια στην αντιπολίτευση), οι Γάλλοι, οι Ιταλοί πρώην κομμουνιστές κ.ά.
Με δεδομένη την αλλαγή στο συσχετισμό δύναμης, η σοσιαλδημοκρατία εμφανίζεται πλέον ως μια δύναμη που υλοποιεί την πολιτική των αναδιαρθρώσεων προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου, συχνά με μεγαλύτερη συνέπεια και επιτυχία από τα «συντηρητικά» ή «φιλελεύθερα» αστικά κόμματα. Οι διαφορές μεταξύ των δύο μεγάλων αστικών πολιτικών χώρων τείνουν να εξαφανιστούν σε ό,τι αφορά τα ουσιαστικά πολιτικά ζητήματα.
Το γεγονός αυτό δεν αποτελούσε μείζον πρόβλημα στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990, όταν οι αλλαγές στο συσχετισμό δύναμης ακόμη συνεχίζονταν. Βεβαίως, η ταύτιση αυτή εντοπίστηκε αμέσως και, ενόψει των μελλοντικών συνεπειών της, άρχισαν οι αστικές «θεωρητικές» αναζητήσεις και συζητήσεις για το «νέο» περιεχόμενο της αντιπαράθεσης «αριστερά-δεξιά», «ιδιωτικό-δημόσιο», «συλλογικό-ατομικό», «προοδευτικό-συντηρητικό»7. Δίνεται νέο περιεχόμενο στην έννοια «σοσιαλισμός», αποκαθαρμένο από τις όποιες επαναστατικές επιδράσεις8. Οροι όπως «εργατική τάξη» και γενικά «κοινωνική τάξη», «ταξικές συγκρούσεις», «πάλη των τάξεων» κλπ. εξοβελίζονται από το λεξιλόγιο της σοσιαλδημοκρατίας και των διανοουμένων της και γενικεύονται εκφράσεις όπως «κοινωνία των πολιτών», «κοινωνική συνοχή», «κοινωνικός διάλογος» (που τείνει να υποκαταστήσει τις «συλλογικές διαπραγματεύσεις»), «κοινωνικοί εταίροι» κ.ά. Ακόμη και ο όρος «καπιταλισμός» αποκτά θετική απόχρωση, θεωρείται κάτι καλό, ταυτόσημο με την «ανάπτυξη» γενικώς, στον αιώνα τον άπαντα. Χρησιμοποιώντας τις αντιδραστικές «μεταμοντέρνες» θεωρήσεις περί «αποδόμησης» των κοινωνικών υποκειμένων, ο λόγος και η πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας δε διαφέρουν πια σε τίποτε, όσον αφορά στην ουσία τους, από τις συνηθισμένες συντηρητικές αστικές αντιλήψεις και πρακτικές.
Ετσι, αναπόφευκτα, η «κρίση της σοσιαλδημοκρατίας» επέστρεψε δριμύτερη. Η απόλυτη ταύτιση με τις επιταγές της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης οδηγεί στο να στενέψουν τα περιθώρια ελιγμών της σοσιαλδημοκρατίας, πρώτα-πρώτα γιατί η ίδια η καπιταλιστική πραγματικότητα έχει γίνει ιδιαίτερα «ανελαστική». Οι ανάγκες της διατήρησής της απαιτούν την ολοένα εντονότερη χειροτέρευση της κοινωνικής κατάστασης των εργαζομένων και η διαδικασία μοιάζει ανεπίστρεπτη. Ολο και λιγότερο πείθει πλέον η σοσιαλδημοκρατία στο ρόλο της ως του «προστάτη των εργαζομένων» (και η ίδια η αναγωγή της σε «προστάτη» και «αποκούμπι», εξάλλου, υποδηλώνει κηδεμόνευση, πατερναλιστική «φιλολαϊκή» στάση, «εργατοπατερισμό»). Τείνει να χάνει μέρος της επιρροής της στα συνδικάτα, στο εργατικό κίνημα, στην εκλογική της δύναμη. Η μερική υποχώρηση του σκέλους της χειραγώγησης στην καπιταλιστική κοινωνία έχει ως αποτέλεσμα τη συχνότερη εμφάνιση κοινωνικών συγκρούσεων. Η όξυνση της ταξικής πάλης με τη σειρά της, με όσο πρωτόγονες ή ατελείς μορφές και αν εμφανίζεται σε μια σειρά χώρες, αναπόφευκτα έχει την τάση να διευκολύνει και να επιταχύνει την εκ νέου συγκρότηση αυτοτελών πολιτικών φορέων της εργατικής τάξης και στο πλαίσιο αυτό γεννιέται από ανάγκη και το επαναστατικό κίνημα. Το μεταπολεμικό πολιτικό κομματικό οικοδόμημα της καπιταλιστικής κοινωνίας, στο οποίο καθοριστικό ρόλο έπαιξε και παίζει η σοσιαλδημοκρατία, εμφανίζει σοβαρές ρωγμές που δημιουργούν δυσκολίες στο αστικό πολιτικό σύστημα. Ποια αντίμετρα λαμβάνει το αστικό πολιτικό σύστημα σε αυτές τις εξελίξεις;
Πρώτα απ’ όλα, θωρακίζεται διοικητικά, κατασταλτικά. Εδώ και πάνω από δέκα χρόνια παρατηρείται μεγάλη ανάπτυξη των κατασταλτικών μηχανισμών, του μηχανισμού δίωξης (νόμοι, δικαστήρια κλπ.) σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, της στρατιωτικοποίησης των κοινωνιών.
Κατά δεύτερο λόγο, επιχειρείται, σε αρκετές περιπτώσεις, η αντικατάσταση του δικομματικού ή πολυκομματικού συστήματος με το διπολικό σύστημα, όπου δύο μεγάλες παρατάξεις, η «κεντροδεξιά» και η «κεντροαριστερά» εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία. Η δημιουργία δύο πόλων, στη θέση δύο μεγάλων συμπαγών κομμάτων αστικής κυβερνητικής εναλλαγής, έχει ως στόχο να γίνει πιο αποτελεσματική η αστική κυβερνητική εναλλαγή, εξασφαλίζοντας σταθερές αστικές κυβερνήσεις, αλλά και εμποδίζοντας την όποια αύξηση της επιρροής πολιτικών φορέων, κινήσεων και κομμάτων της εργατικής τάξης που βρίσκονται εκτός του ελέγχου του συστήματος.
Σήμερα, μπροστά στην υπαρκτή, αλλά και στην προσδοκώμενη αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας λόγω των υλοποιούμενων πολιτικών, αυτή η κατεύθυνση προκύπτει ως λύση ανάγκης για το αστικό πολιτικό σύστημα. Στην κατεύθυνση αυτή συγκλίνουν μέτρα και πρακτικές, όπως οι αλλαγές των εκλογικών νόμων και συστημάτων, η συντονισμένη προπαγανδιστική δράση των ΜΜΕ, οι κινήσεις του συνόλου των μηχανισμών της αστικής τάξης, κρατικών και ιδιωτικών. Οι πρακτικές αυτές απαιτούν ενδεχομένως ακόμη την κατασκευή καινούργιων πολιτικών κομμάτων, «κινημάτων», «ενώσεων πολιτών», «μη κυβερνητικών οργανώσεων», οι οποίες έχουν ως στόχο τη συνέχιση με νέους τρόπους του ταξικού ετεροκαθορισμού της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μαζών9.
Η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι πια σε θέση να εξασφαλίσει την κοινωνική υποταγή της εργατικής τάξης με τους παλιούς τρόπους. Μπορεί όμως να συντελέσει και συντελεί στην αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι όροι ενός «ελεγχόμενου χάους» συλλογικής πολιτικής, συνδικαλιστικής, κοινωνικής εκπροσώπησης των εργαζομένων, όπου θα εξασφαλίζεται, με πολύ πιο σύνθετο τρόπο, η αστική διαμεσολάβηση της σχέσης των εργαζομένων με το κράτος και άρα η αστική ηγεσία και καθοδήγηση των εργαζομένων, μέσα από τους ίδιους τους θεσμούς και οργανώσεις που θα συμμετέχουν οι τελευταίοι10. Σε αυτό το συνολικό πλαίσιο, αλλά και στο πιο στενό, που αφορά διεργασίες εντός του κομματικού συστήματος, επιχειρείται να αξιοποιηθούν και οπορτουνιστικοί πολιτικοί φορείς που υπάρχουν από παλιά και που η μείωση της επιρροής της σοσιαλδημοκρατίας επαναφέρει στο προσκήνιο. Ενδεικτικό εδώ είναι το πολιτικό σκηνικό στη Γαλλία ή στην Ιταλία, όπου ο διπολισμός είναι ήδη γεγονός και όπου οι πολιτικές ομάδες και φορείς που αυτοχαρακτηρίζονται ως κομμουνιστικές, είναι ενσωματωμένες σε πολιτικούς σχηματισμούς οπορτουνιστικού προσανατολισμού που συμμετέχουν σε μια πολυσυλλεκτική «μεγάλη κεντροαριστερά», η πολιτική συνισταμένη της οποίας είναι κατ’ ουσίαν ταξικά ταυτόσημη με αυτή της «δεξιάς» του Μπερλουσκόνι ή του Σαρκοζί.
Η «κρίση της σοσιαλδημοκρατίας», σε τελευταία ανάλυση, είναι κρίση του μεταπολεμικού αστικού πολιτικού συστήματος, κρίση του συγκεκριμένου τρόπου πολιτικής και ιδεολογικής χειραγώγησης της εργατικής τάξης και του λαού. Είναι υπαρκτή, πραγματική, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η σοσιαλδημοκρατία σταματά να είναι μία ηγετική αστική πολιτική δύναμη. Ισα- ίσα το ζητούμενο για την αστική τάξη είναι να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές, ώστε να συνεχίσει να παίζει το ρόλο της με νέους τρόπους και μορφές. Αυτό ακριβώς το στόχο έχει η «νέα σοσιαλδημοκρατία», να γίνει μια νέου τύπου δύναμη που από τη μια θα συνεχίσει να αποτελεί το ένα από τα δύο σημαντικότερα στοιχεία του αστικού κομματικού συστήματος, ενώ από την άλλη θα μπορεί να ελέγχει και να καθοδηγεί την πλειοψηφία των εργαζομένων μέσα από νέες μορφές εκπροσώπησης και ένταξης των τελευταίων, οι οποίες μορφές, όμως, δε θα έχουν πια ταξικές αναφορές. Ταυτόχρονα, η «κρίση της σοσιαλδημοκρατίας» διαμορφώνει και το έδαφος ώστε δυνάμεις του σύγχρονου δεξιού οπορτουνισμού να διεκδικούν για τον εαυτό τους την παλιότερη σοσιαλδημοκρατική «εναλλακτική» στρατηγική και να επιχειρούν να καρπωθούν εκλογικά και οργανωτικά οφέλη από τη σοσιαλδημοκρατία (βλ. ενδεικτικά δυνάμεις όπως το Αριστερό Κόμμα στη Γερμανία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ολλανδίας, τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, τις διάφορες προσπάθειες «αριστερής» ανανέωσης της σοσιαλδημοκρατίας σε μια σειρά χώρες).
Κεντρική θέση στα προγράμματα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, σήμερα, καταλαμβάνει η απαίτηση για ευελιξία στην αγορά εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας, η αρχή της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, η υποκατάσταση των κοινωνικών δικαιωμάτων από τις «ευκαιρίες», της ασφάλειας και της μονιμότητας στην εργασία από τη «διακινδύνευση», της ίδιας της εργασίας από την «απασχολησιμότητα». Η θέση αυτή αντανακλά το γεγονός της έντονης όξυνσης του διεθνούς ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών και των καπιταλιστικών χωρών στο σύγχρονο κόσμο, πολύ περισσότερο που σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό μετέχουν πλέον, όχι μόνον οι από παλιά αναπτυγμένες πρώην αποικιοκρατικές καπιταλιστικές χώρες, αλλά πλέον και νέες χώρες-ανταγωνιστές, όπως η Ινδία, η Κίνα, η Ρωσία, καθώς και άλλες (πρώην «αναπτυσσόμενες» ή και σήμερα ακόμη αναπτυσσόμενες σε μεγάλο μέρος τους) χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας, των οποίων η κεφαλαιοκρατία έχει αναπτυχθεί σημαντικά και έχει αναβαθμίσει τη θέση της στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, διεκδικώντας μεγαλύτερο διεθνές μερίδιο αγορών και κερδών. Η στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας εδώ ταυτίζεται με τις επιταγές των σύγχρονων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που στοχεύουν στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης. Η σοσιαλδημοκρατία συνιστά βασική αστική πολιτική δύναμη εδώ και πολλές δεκαετίες. Η σημερινή της μεταμόρφωση σε «νέα σοσιαλδημοκρατία» φαίνεται να είναι και η τελευταία, με την έννοια ότι δεν έχει προς τα πού πλέον να εξελιχτεί, τείνοντας να παραιτηθεί ακόμα και από τον αστικορεφορμιστικό11 χαρακτήρα της και να ταυτιστεί πλήρως με τα μη ρεφορμιστικά αστικά κόμματα και σχηματισμούς.