Κι απέ Δεκέμβρης στην Αθήνα και Φωτιά.Τούτο της γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάριλικνίζει κάτω από το Δρυ και την Ιτιάτο Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Αρη.
Νίκος Καββαδίας
Ο τελευταίος χρόνος -μέχρι και το Μάιο του 2005- σημαδεύτηκε από πολλές ιστορικές επετείους, ελληνικές και ξένες, οι οποίες σχετίζονταν στην πλειοψηφία τους με την αντιφασιστική νίκη των λαών στο β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Αυτές οι επέτειοι «γιορτάστηκαν» σε επίσημο - κρατικό - ανεπίσημο, αλλά και σε «ακαδημαϊκό» (!) επίπεδο, με μία γενικευμένη προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορίας που έχει κατά τη γνώμη μας δύο στόχους, εξ ίσου σημαντικούς στο επίπεδο της ιδεολογικής χειραγώγησης που επιχειρεί ο ιμπεριαλισμός, αλλά που διαφέρουν ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούν και ως προς το επίπεδο της συνείδησης στο οποίο απευθύνονται. Ο πρώτος στόχος είναι άμεσα πολιτικός: Συνδέεται με μία θεωρία που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1930, αλλά γενικεύτηκε στη δεκαετία του ’90, μετά τις τραγικές αντεπαναστατικές ανατροπές, περί ταυτότητας των «ολοκληρωτισμών». Η θεωρία αυτή ισχυρίζεται ότι ο «ολοκληρωτισμός» είναι ένα ενιαίο σύστημα στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τόσο τα φασιστικά και ναζιστικά καθεστώτα, όσο και ο σοσιαλισμός, με αιχμή την περίοδο κατά την οποία Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ ήταν ο Ιωσήφ Β. Στάλιν.
Μεταφερμένη στις συνθήκες του β΄ παγκοσμίου πολέμου, η θεωρία περί «ολοκληρωτισμού» αρνείται τον ειδικό ρόλο της ΕΣΣΔ στη συντριβή του φασισμού και του ναζισμού και αποδίδει τη νίκη στις στρατιωτικές ενέργειες των «δυτικών» συμμάχων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ. Χαρακτηριστικός αυτής της αντίληψης ήταν ο περυσινός εορτασμός της λεγόμενης D - Day, της απόβασης στη Νορμανδία, που χαρακτηρίστηκε ως «η μεγαλύτερη μέρα του πολέμου». Μόνο που η ημέρα αυτή άλλο δε σηματοδοτούσε παρά το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου, το οποίο η Σοβιετική Ενωση ζητούσε επιτακτικά από το φθινόπωρο του 1941, όταν μόνη της αντιμετώπιζε τις φασιστικές στρατιές στο Στάλινγκραντ… Αυτό το δεύτερο μέτωπο άνοιξε όταν ο Κόκκινος Στρατός ετοιμαζόταν να προελάσει στην Ευρώπη, ελευθερώνοντας τους λαούς της από το φασιστικό ζυγό. Το διακύβευμα λοιπόν για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (ΗΠΑ και Βρετανία) που συμμετείχαν στον αντιφασιστικό συνασπισμό ήταν να μη βρεθούν πρώτοι οι Σοβιετικοί στο Βερολίνο, διαμορφώνοντας έτσι καλύτερες συνθήκες για τα κομμουνιστικά κόμματα των κατεχομένων χωρών της Ευρώπης.
Η αναθεώρηση της ιστορίας περιλαμβάνει ασφαλώς και τα αντιστασιακά κινήματα των χωρών της Ευρώπης, στα οποία πρωτοστάτησαν οι κομμουνιστές. Η -ιστορικά επιβεβλημένη- εθνικοαπελευθερωτική και ταξική βία που αυτά άσκησαν, καταδικάζεται και εξομοιώνεται με τη βία των φασιστών κατακτητών. Ειδικά στην Ελλάδα η τάση αυτή συνδυάζεται με την αναβίωση παλαιότερων, ιστορικά σαθρών, χυδαίων ιδεολογημάτων περί «εγκλημάτων» των κομμουνιστών.
Το δεύτερο επίπεδο της αναθεώρησης της ιστορίας λειτουργεί στο επίπεδο της θεωρίας και της μεθοδολογίας. Αν και δεν πρόκειται για το πεδίο στο οποίο διεξάγεται άμεσα η πολιτική διαπάλη, αξίζει ωστόσο να γίνει μία εκτεταμένη αναφορά στα ζητήματα αυτά, διότι η πρόταση για την εισαγωγή μιας «νέας» μεθοδολογίας στην ιστοριογραφία ακυρώνει στην ουσία την επιστημοσύνη της ιστορίας και τη δυνατότητα του ανθρώπου να «διαβάζει» τις ιστορικές εξελίξεις στη βάση της ταξικής πάλης και προς το όφελος της εργατικής τάξης.
Μέχρι το 19ο αιώνα η ιστορία δε θεωρούνταν επιστήμη, αλλά αφήγηση. Ο θετικισμός του 19ου αιώνα, μία αστική φιλοσοφική μέθοδος[1], ορίζει την ιστορία ως επιστήμη, μόνο στο βαθμό που το έργο του ιστορικού στηρίζεται αυστηρά στις πηγές. Δεν αναγνωρίζει όμως στην ιστορία ούτε τη συνέχεια ούτε, πολύ περισσότερο, τη νομοτέλεια. Στην ουσία, για το θετικισμό η ανθρώπινη δραστηριότητα μέσα στο χρόνο δεν είναι παρά ένα σύνολο γεγονότων αιτιακά ασύνδετων μεταξύ τους, τα οποία μάλιστα χαρακτηρίζονται ως «μοναδικά, ατομικά και ανεπανάληπτα».
Η έννοια της νομοτέλειας στην ιστορία, κατ’ αναλογία με τη νομοτέλεια που υπάρχει στη φύση, δεν εισάγεται από το μαρξισμό[2]. Ο μαρξισμός όμως, ο ιστορικός υλισμός, ανάγει τη νομοτέλεια στην υλική βάση της κοινωνίας, στη διαρκή διαπάλη ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Από την άποψη αυτή (θεώρηση της ανθρώπινης εξέλιξης ως αποτέλεσμα νόμων που διέπουν τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας σε κάθε ιστορικά προσδιορισμένο επίπεδο ανάπτυξης του ανθρώπου και των μέσων που χρησιμοποιεί, νόμων που αφορούν και την ανάπτυξη της κοινωνικής συνείδησης και την κοινωνική δράση) είναι η μεθοδολογία που κατ’ εξοχήν ορίζει την ιστορία ως επιστήμη. Επειδή ακριβώς ο μαρξισμός τεκμηριώνει επιστημονικά, νομοτελειακά τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης στην κοινωνική εξέλιξη, θεωρεί -και σωστά- ότι ενισχύει, επιταχύνει τη δυνατότητα του ανθρώπου να επέμβει, χρησιμοποιώντας τους ιστορικούς νόμους, ώστε να αλλάξει συνειδητά το ιστορικό γίγνεσθαι προς όφελός του.
Κατά την προηγούμενη δεκαετία, ενώ ακόμη ήταν πολύ πρόσφατες οι αντεπαναστατικές ανατροπές των αρχών της δεκαετίας του ’90, παρατηρήθηκε μία γενικότερη οπισθοδρόμηση στις κοινωνικές επιστήμες. Οσον αφορά την ιστορία, κυκλοφόρησε ευρέως το ιδεολόγημα περί «τέλους της ιστορίας», το οποίο κατέρρευσε πανηγυρικά στις νέες συνθήκες όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, πολέμων, αλλά και αφύπνισης (αργής έστω και επώδυνης) των λαών. Ετσι, στο επίπεδο της ιστοριογραφίας, ανασύρθηκαν όχι μόνο τα -άμεσης πολιτικής χρήσης- ιδεολογήματα τα οποία αναφέρθηκαν προηγουμένως, αλλά και ορισμένες θεωρητικές - μεθοδολογικές προσεγγίσεις που εμφανίζονται ως νέες[3] - στην πραγματικότητα όμως είναι πάρα πολύ παλιές και οδηγούν την ιστορική σκέψη πολύ πίσω, πίσω ακόμη και από το θετικισμό του 19ου αιώνα. Παράλληλα παρατηρείται μία γενικευμένη τάση υποτίμησης των κοινωνικών επιστημών και σπουδών, κάτι που αποτυπώνεται τόσο στον τρόπο διδασκαλίας τους στη μέση παιδεία -και αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο- όσο και στον τρόπο με τον οποίο αυτές αντιμετωπίζονται από τα ανώτατα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Στην Ελλάδα οι πρωτεργάτες της αναθεώρησης της ιστορίας ισχυρίζονται ότι ωθούνται από αγνά επιστημονικά κίνητρα και ότι χρησιμοποιούν αυτές ακριβώς τις «νέες» μεθοδολογικές αρχές. Πρόκειται κυρίως για ορισμένους πανεπιστημιακούς κύκλους, με εργασιακές και επιστημονικές τουλάχιστον διασυνδέσεις με την άλλη όχθη του Ατλαντικού[4], που εντάσσονται στην αστική αγγλοσαξωνική σχολή σκέψης και οι οποίοι ισχυρίζονται ότι θέλουν να χειραφετήσουν την ιστοριογραφία της περιόδου της Εθνικής Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου από τους «μύθους» - και δη τους «αριστερούς μύθους». Με τούτο εννοούν ότι η «αριστερή» ιστοριογραφία έχει περιβάλει την αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο με μια αχλύ μύθου, ότι παρουσιάζει μόνιμα ως εν δικαίω ευρισκόμενα θύματα τους κομμουνιστές, τους εαμίτες, τους αριστερούς, ότι παραγνωρίζει την πολυπλοκότητα των πραγμάτων της εποχής και ότι το δίκαιο θα μπορούσαν να το διεκδικήσουν όλες οι πλευρές[5]. Βασικός κορμός των θεωριών που αναπτύσσουν είναι η άποψη ότι ήδη από τα χρόνια της κατοχής το ΕΑΜ άσκησε πρωτοφανή βία εναντίον των πληθυσμών της υπαίθρου, δεδομένου ότι το ΚΚΕ ήθελε να διαμορφώσει συνθήκες εδραίωσης της εξουσίας του μετά την απελευθέρωση. Η βία αυτή οδήγησε -σύμφωνα πάντα με τους ρέκτες θεωρητικούς της τάσης- στη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας (!) και βέβαια στη δικαιολογημένη, όπως προκύπτει από την έκθεση των απόψεών τους, βία της αστικής τάξης και των συμμάχων της εναντίον των κομμουνιστών στα χρόνια που ακολούθησαν[6].
Εχει ενδιαφέρον να δούμε τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν για να αποδείξουν τα αναπόδεικτα. Ισχυρίζονται μετ’ επιτάσεως ότι επιμένουν στη χρήση των πηγών - και, αν το πράγμα ήταν όντως έτσι, ουδείς ψόγος και ουδείς σοβαρός ιστορικός, ανεξάρτητα από θεωρητικές προσεγγίσεις και ιδεολογική τοποθέτηση, θα μπορούσε να τους κατηγορήσει γι’ αυτό. Αναφύονται όμως δύο βασικά ζητήματα: Ποιες είναι οι πηγές που χρησιμοποιούν και με ποιον τρόπο τις χρησιμοποιούν;
Η πρώτη κατηγορία των πηγών αυτών είναι οι προσωπικές μαρτυρίες. Πρόκειται για μία αναγνωρισμένη γενικά μέθοδο της ιστοριογραφίας, η οποία αποσκοπεί ιδιαίτερα στην αποθησαύριση προσωπικών ιστοριών και ενθυμημάτων που, εντασσόμενες σε ένα γενικό ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, μπορούν να μας βοηθήσουν στην ανασύνθεση μιας ολόκληρης εποχής. Είναι μία μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη λεγόμενη «μικροϊστορία», που αναδεικνύει το ρόλο των ατομικών περιπτώσεων των απλών ανθρώπων στο ιστορικό γίγνεσθαι. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που το ειδικό, η προσωπική μαρτυρία, ανάγεται άκριτα σε γενικό, χωρίς να ελέγχεται η εγκυρότητά του, αλλά και χωρίς να τοποθετείται μέσα στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Εξ άλλου το «ειδικό», το επί μέρους, δεν υπάρχει αφ’ εαυτού του: Διαμορφώνεται μέσα σε και από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η πρόσληψη της πραγματικότητας από ένα ατομικό -αλλά και συλλογικό- υποκείμενο απορρέει από τη θέση του στην κοινωνία: από την ταξική του προέλευση και θέση, την ιδεολογική του τοποθέτηση, τον πιθανό του ρόλο στην εκάστοτε διοίκηση ή σε άλλους φορείς.
Στα πλαίσια του συγκεκριμένου παραδείγματος: οι ερευνητές αυτοί, έχοντας καταγράψει μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, αναφέρονται στην «περίπτωση της Αργολίδας», προσπαθώντας να τεκμηριώσουν την άποψή τους περί βιαιοτήτων του ΕΑΜ και «απαντητικής άσκησης βίας» από τα Τάγματα Ασφαλείας![7]. Είναι γεγονός ότι στην περιοχή της Αργολίδας, ο γραμματέας της νομαρχιακής οργάνωσης του ΚΚΕ, Χρήστος Ζέγγος, διαγράφηκε από το Κόμμα, επειδή επέδειξε σκληρότητα που κρίθηκε μη αιτιολογημένη. Ωστόσο το θέμα δεν είναι -μόνο- να θεωρηθεί η περίπτωσή του ως μεμονωμένο γεγονός. Το σπουδαιότερο ζήτημα είναι ότι μέσα από την ανάδειξη τέτοιων περιπτώσεων γίνεται μία ενιαία προσπάθεια καταδίκης της επαναστατικής βίας και ταύτισής της με την ατομική τρομοκρατία, προκειμένου να αιτιολογηθεί η βία της καπιταλιστικής εξουσίας (στην προκειμένη περίπτωση τα «Τάγματα Ασφαλείας» και ο ρόλος τους στην ανασυγκρότηση του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους).
Ενα δεύτερο ζήτημα σχετικά με τη χρήση των πηγών: Οι υποστηρικτές της τάσης χρησιμοποιούν, ως τεκμηριωτικό υλικό για τα «εγκλήματα» του ΕΑΜ και των κομμουνιστών, αρχεία των αρχών κατοχής[8]. Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί πρόβλημα. Ομως ένας βασικός κανόνας για την αξιολόγηση των επισήμων εγγράφων, που αποτελούν οπωσδήποτε σημαντικότατες ιστορικές πηγές, είναι η διασταύρωση των πληροφοριών, η συμπλήρωση της πληροφόρησης που συνειδητά αποκρύπτεται. Είναι βέβαια γνωστό ότι οι αρχές δημοσιοποιούν επιλεκτικά τα Αρχεία τους και είναι ταξικός ο χαρακτήρας της επιλογής τους. Αυτό ισχύει και για τα Αρχεία των φασιστικών κατοχικών αρχών.
Το ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται αυτή η μεθοδολογία είναι η μεταμοντέρνα αντίληψη της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει «ιστορία» ως ενιαίο, αντικειμενικά υπάρχον και εξελισσόμενο σύνολο, αλλά ούτε και ιστοριογραφία ως επιστήμη. Υπάρχουν «ιστορίες», επί μέρους αφηγήσεις, οι οποίες αθροιζόμενες μπορούν να δώσουν μία καλή εικόνα του παρελθόντος, που όμως δεν μπορεί να είναι αντικειμενική, αφού όσες είναι και οι προσωπικές προσλήψεις του ιστορικού γίγνεσθαι, άλλες τόσες είναι οι «αλήθειες» της ιστορίας. Στη βάση αυτής της αντίληψης καμία ιστορική κατηγορία δεν μπορεί να οριστεί: για παράδειγμα, η έννοια της κοινωνικής τάξης -καθώς και τα κριτήρια για τον ορισμό των τάξεων- καταργούνται και αντικαθίστανται από μια γενικόλογη αναφορά σε «κοινωνικές ομάδες» ή ελίτ.
Πρόκειται για ιδεαλιστική και αντιεπιστημονική προσέγγιση. Είναι επίσης αντιδραστική, ξαναγυρίζοντας την ιστορική σκέψη στο επίπεδο των μεσαιωνικών χρονογραφιών και των συναξαριών και βίων των αγίων, αφού ακυρώνει την αντικειμενικότητα και ταξικότητα της αλήθειας.
Σε μια τέτοια ανάγνωση της ιστορίας μπορούμε λοιπόν να εντοπίσουμε -στην καλύτερη περίπτωση- πολλά ιστορικά, μεθοδολογικά κενά και -στη χειρότερη- ύποπτες προθέσεις. Οι υποστηρικτές της αποσπούν τη βία που όντως ασκήθηκε από τις κοινωνικές τάξεις και τα πολιτικά μορφώματα που τις εκπροσωπούσαν από το συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον: την κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του φασισμού και του ναζισμού, τη στάση της αστικής τάξης (σημαντική μερίδα της οποίας συνεργάστηκε ανοιχτά με τους Γερμανούς, ενώ κεντρικοί πολιτικοί και θεσμικοί της φορείς ενσωματώθηκαν στην αγγλική πολιτική)[9] και το ιστορικά αυταπόδεικτο: ότι δηλαδή οι κομμουνιστές ήταν εκείνοι που σήκωσαν το βάρος της εθνικής αντίστασης, πρωτοστατώντας στην ίδρυση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, καθοδηγώντας τη δράση τους και εμπλουτίζοντας το εθνικοαπελευθερωτικό περιεχόμενό της με τη διαμόρφωση σπερμάτων λαϊκών θεσμών που θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν στα πλαίσια μιας άλλης, σοσιαλιστικής εξουσίας.
Μέσα σε ένα τέτοιο ιστορικό πλαίσιο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εξισωθεί η βία των λαϊκών απελευθερωτικών δυνάμεων με τη βία του κατακτητή ή τη βία των μηχανισμών της ντόπιας αστικής τάξης που είχαν ως κύριο -αν όχι και μόνο- μέλημα τη διατήρηση του κράτους της. Βεβαίως τίθενται ορισμένα πολύ σημαντικά ζητήματα σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόταν το ΚΚΕ το χαρακτήρα της εξουσίας, για την οποία θα έπρεπε να παλέψει και τα οποία σχετίζονται άμεσα με το κεντρικό θέμα του παρόντος άρθρου, το Δεκέμβρη του ’44 και την πρόσληψή του από τους «αναθεωρητές» της ιστορίας.