Της Σύνταξης


της Συντακτικής Επιτροπής της ΚΟΜΕΠ

«Ας τρέμουν οι κυρίαρχες τάξεις μπροστά σε μια κομμουνιστική επανάσταση. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτε άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους. Εχουν να κερδίσουν ένα κόσμο ολόκληρο»1.

Οι γραμμές αυτές, δημοσιευμένες για πρώτη φορά πριν από 160 χρόνια το Φεβρουάριο - Μάρτιο του 1848 ως επιμύθιο του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», συμπυκνώνουν μια επιστημονική αλήθεια που αποτελεί καθοδήγηση για δράση για το Κομμουνιστικό Κόμμα, την ιδεολογικoπολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης.

Αυτά τα 160 χρόνια πολύ νερό έχει κυλήσει στο ποτάμι της Ιστορίας. Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο από τότε, πέρασε στο υπερώριμο στάδιό του, το ιμπεριαλιστικό. Μαζί του αναπτύχθηκε και ο νεκροθάφτης του, η εργατική τάξη. Εγινε πιο μαζική. Συγκρότησε το δικό της κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα. Κατάφερε να ηγηθεί επαναστάσεων, να κατακτήσει την εξουσία και να ξεκινήσει τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Τα αντεπαναστατικά γεγονότα του 1989-1991, η ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης έφεραν την εργατική τάξη και το κομμουνιστικό κίνημα σε μια πρωτόγνωρη για την ιστορία τους κρίση. Οι θεωρητικές και ιστορικές υποθήκες της πάλης για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο αμφισβητήθηκαν, οι αρχές του επιστημονικού σοσιαλισμού-κομμουνισμού αναθεωρήθηκαν. Στα Κομμουνιστικά Κόμματα επικράτησαν ανοιχτά αντιλήψεις οι οποίες στο όνομα της ανανέωσης και του εκσυγχρονισμού οδήγησαν τη θεωρητική και πολιτική τους σκέψη πολύ πίσω από την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Ετσι δυνάμωσαν θεωρητικές αντιλήψεις που είχαν την ιστορική τους προέλευση σε ουτοπικά σοσιαλιστικά δόγματα, στον ουτοπικό και μικροαστικό σοσιαλισμό, ιδεολογικά ρεύματα στα οποία οι συντάκτες του Μανιφέστου έκαναν εξαντλητική κριτική. Βεβαίως τότε αυτές οι αντιλήψεις ήταν εκδηλώσεις της ανωριμότητας του κομμουνιστικού κινήματος, ενώ σήμερα είναι εκδήλωση της υποταγής του στην αστική και μικροαστική ιδεολογία, εκδήλωση του οπορτουνισμού, σε συνθήκες που όλο και νέα τμήματα αυτοαπασχολούμενων της υπαίθρου και των αστικών κέντρων μπαίνουν στην εργατική τάξη. Η μεγάλη επέκταση της εμπορευματοποίησης στην παιδεία, υγεία - πρόνοια, σε άλλες υπηρεσίες (πολιτισμός - αθλητισμός) διευρύνει τα τμήματα των μισθωτών επιστημόνων με καπιταλιστικές σχέσεις.

Στις σύγχρονες αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες η εργατική τάξη αποτελεί πλέον τη συντριπτική πλειοψηφία του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Ετσι, ενισχύεται αριθμητικά η εργατική τάξη, αλλά ενισχύονται και οι οπορτουνιστικές πιέσεις: τα νέα τμήματα φέρνουν μαζί τους εντονότερες τις αστικές και μικροαστικές αντιλήψεις, την επίδρασή τους σε σχέση με την έλλειψη ιστορικής παράδοσης σε ταξικούς αγώνες, τρόπο ζωής που δεν έχει διαμορφωθεί στη βάση της πειθαρχίας που μαθαίνει το βιομηχανικό προλεταριάτο στην παραγωγική διαδικασία.

Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αποτέλεσε το πρώτο έργο του ιστορικού υλισμού, δηλαδή το πρώτο έργο όπου διατυπώθηκαν οι νομοτέλειες των κοινωνικο-ιστορικών φαινομένων με εργαλείο το διαλεκτικό υλισμό, τις έννοιες, τις κατηγορίες και τους νόμους του. Η διατύπωση, ήδη στο πρώτο του κεφάλαιο, ότι «η ιστορία όλων των κοινωνιών είναι ιστορία των ταξικών αγώνων», αποτελεί την προμετωπίδα της υλιστικής αντίληψης για την κοινωνική εξέλιξη.

Η έκδοση της ΚΟΜΕΠ Μαρτίου - Απριλίου, τεύχος Νο 2/2008, είναι αφιερωμένη στα 160 χρόνια από την πρώτη έκδοση του «Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος». Στις σελίδες του ειδικού αφιερώματος δημοσιεύονται δύο κείμενα του Φρίντριχ Ενγκελς με τίτλο «Σχέδιο του Κομμουνιστικού Συμβόλου Πίστης» (γραμμένο τον Ιούνιο του 1847) και «Αρχές του Κομμουνισμού» (γραμμένο τον Οκτώβριο του 1847), κείμενα που ουσιαστικά αποτέλεσαν τα προσχέδια για τη συγγραφή του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου». Τα κείμενα αυτά έχουν ορισμένα αδύναμα σημεία, δεδομένου ότι αποτελούν τις αρχικές επεξεργασίες της μαρξιστικής θεωρίας (π.χ. αναφέρεται ότι ο εργάτης πουλάει την εργασία του και όχι την εργατική του δύναμη όπως είναι το σωστό και όπως απέδειξε ο Μαρξ στα οικονομικά του κείμενα και ιδιαίτερα στο έργο του «Το Κεφάλαιο» μερικά χρόνια αργότερα) ή προβλέψεις που δεν επαληθεύτηκαν (π.χ. ότι η κομμουνιστική επανάσταση δε θα είναι μόνο εθνική, αλλά θα συμβεί ταυτόχρονα σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, δηλαδή τουλάχιστον σε Αγγλία, Αμερική, Γαλλία και Γερμανία). Είναι όμως σημαντικά γιατί δίνουν την εξέλιξη της κομμουνιστικής στρατηγικής. Με σαφήνεια δίνουν τα κριτήρια της ωριμότητας για την προλεταριακή, κομμουνιστική επανάσταση, ακόμη και όταν η εργατική τάξη δε ήταν ακόμη πλειοψηφία στον εργαζόμενο πληθυσμό. Θέτουν το χαρακτήρα της επαναστατικής μετάβασης από τον καπιταλισμό στη νέα κομμουνιστική κοινωνία, με σημείο εκκίνησης την κατάληψη της εξουσίας και την απευθείας σύγκρουση με την ατομική ιδιοκτησία. Ξεκαθαρίζουν ζητήματα σχετικά με τις πολιτικές συμμαχίες, στηλιτεύοντας εκείνη την κατηγορία των «αστικών σοσιαλιστών», που με μέτρα καθαρά φιλανθρωπικά ή με μεγαλεπήβολα σχέδια μεταρρυθμίσεων υπό το πρόσχημα αναδιοργάνωσης της κοινωνίας στοχεύουν στη διατήρηση των βάσεών της. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, που αναπαλαιωμένες τέτοιες μορφές διαχείρισης του συστήματος προβάλλονται ως «σύγχρονες αριστερές». Τα κείμενα δίνουν συμπυκνωμένα αλλά και εκλαϊκευμένα τον πυρήνα της υλιστικής αντίληψης για την κοινωνία και του επιστημονικού κομμουνισμού. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμα ως κείμενα πρώτης γνωριμίας με τον ιστορικό υλισμό και το μαρξισμό-λενινισμό γενικότερα.

Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αποτέλεσε και το πρώτο πρόγραμμα Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή το πρώτο κείμενο στο οποίο διατυπώνονται οι θέσεις για τη στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος. Μέσα στις γραμμές του διατυπώνονται τα βασικά χαρακτηριστικά της κομμουνιστικής κοινωνίας, όχι στηριγμένα σε κάποια δόγματα ή φαντασιώσεις αλλά επιστημονικά τεκμηριωμένα.

Με την ευκαιρία της 8ης Μαρτίου, ορόσημου στον αγώνα ενάντια στη διπλή καταπίεση της γυναίκας, με πρωτοπορία την εργάτρια στον αγώνα για την ισοτιμία και τη χειραφέτηση της γυναίκας, για την απαλλαγή της τόσο από την καπιταλιστική εκμετάλλευση όσο και από τις διαχρονικά διαμορφωμένες αντιδραστικές αντιλήψεις και πρακτικές σε βάρος πρώτ’ απ’ όλα των γυναικών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, η ΚΟΜΕΠ αναδημοσιεύει ένα μικρό απόσπασμα από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».

Μετά από 160 χρόνια, δυστυχώς παραμένει ζωντανή η στηλίτευση της καπιταλιστικής υποκρισίας σε σχέση με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Είναι περισσότερο επίκαιρη από οποιαδήποτε περίοδο του παρελθόντος η ανάγκη ολόπλευρης κοινωνικής στήριξης της εργατικής και λαϊκής οικογένειας. Εκφράζει τη σύγχρονη υποκρισία της αστικής ιδεολογίας, που ενώ η αστική εξουσία αναπαράγει την κακοπληρωμένη γυναικεία εργασία, βάζει στόχους (στρατηγική της ΕΕ, διαμορφωμένη στη Σύνοδο της Λισσαβόνας) για αύξηση του γυναικείου εργατικού δυναμικού και παράλληλα περιορίζει, υποβαθμίζει και εμπορευματοποιεί ό,τι απέμεινε από τη δημόσια παιδεία, τους δημόσιους βρεφονηπιακούς σταθμούς, την υγεία-πρόνοια γενικότερα, ταυτόχρονα αυξάνει τα όρια συνταξιοδότησης στο όνομα της «ισότητας» των δυο φύλλων. Είναι φαρισαϊσμός από τη μια μεριά τα αστικά ΜΜΕ να θρηνούν για τη βία σε βάρος των παιδιών και από την άλλη να ειρωνεύονται ως μη ρεαλιστικές τις θέσεις του ΚΚΕ για αποκλειστικά δημόσια παιδεία, υγεία, πρόνοια, για μείωση των ορίων συνταξιοδότησης, διατηρώντας το κατά 5 χρόνια μειωμένο για τις γυναίκες. Είναι βαθύτατη υποκρισία, στη σύγχρονη μορφή της, να μην αναγνωρίζονται τα πραγματικά αίτια που καθιστούν «νόμιμα» μέσα στην παρανομία τους τα κυκλώματα εκμετάλλευσης της παιδικής εργασίας, της πορνείας νέων γυναικών μεταναστριών και τόσα άλλα.

Και μόνο η διαχρονικής σημασίας θέση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» για την κοινωνική ευθύνη στη διαπαιδαγώγηση καθιστά επίκαιρη και ρεαλιστική την οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, του κεντρικού σχεδιασμού στην ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών όλων, με υπολογισμό στις ιδιαίτερες ανάγκες των γυναικών, παιδιών, ηλικιακών ομάδων και πληθυσμιακών κατηγοριών.

Η στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος εμπλουτίστηκε στη βάση των ίδιων των εξελίξεων στο καπιταλιστικό σύστημα και της ανάπτυξης του μαρξισμού αντίστοιχα. Oι Μαρξ και Ενγκελς το 19ο αιώνα προσέβλεπαν στη δυνατότητα μετεξέλιξης της αστικής επανάστασης (1848) σε σοσιαλιστική στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία), σε συνδυασμό με νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε Αγγλία και ΗΠΑ. Αργότερα και ιδιαίτερα σε συνθήκες ιμπεριαλισμού, στον 20ό αιώνα, ο Λένιν πρόβλεψε τη δυνατότητα να διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση πιο εύκολα σε κάποια λιγότερο ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία.

Ο 20ός αιώνας ήταν η περίοδος όπου η εργατική τάξη, με πρωτοπορία το Κομμουνιστικό Κόμμα σε κάθε χώρα, στη βάση των οξυμένων αντιθέσεων του καπιταλισμού, διεκδίκησε και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κατέκτησε την εξουσία. Σε μια σειρά χώρες άρχισε να κάνει πράξη τους στόχους της χωρίς όμως να μπορέσει να τους ολοκληρώσει. Οι στόχοι του κομμουνιστικού κινήματος πέρασαν από το επίπεδο της διακήρυξης στο επίπεδο της συγκεκριμένης πολιτικής εφαρμογής, από το επίπεδο της ζύμωσης στο επίπεδο της καθοδήγησης στη δράση εκατομμυρίων εργαζομένων για τη διαμόρφωση της νέας κοινωνίας.

Αποδείχτηκε ιστορικά ότι κομμουνιστικά κόμματα δεν κατάφεραν σε όλες τις περιπτώσεις διαχρονικά να επιβεβαιώνουν τον καθοδηγητικό ιδεολογικό-πολιτικό τους ρόλο, να υπηρετούν με συνέπεια τα μελλοντικά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Σε αυτό το καθήκον κρίθηκαν όλο τον 20ό αιώνα, γράφοντας λαμπρές σελίδες ηρωισμού αλλά και διαπράττοντας λάθη. Αρκετά από αυτά τα Κόμματα τελικά έχασαν τον επαναστατικό προσανατολισμό τους, τόσο αυτά που πάλευαν στον καπιταλισμό όσο και αυτά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Σήμερα υπάρχει η δυνατότητα από καλύτερες θέσεις τα Κομμουνιστικά Κόμματα να διαμορφώσουν τη σύγχρονη στρατηγική τους, αξιοποιώντας και την ιστορική πείρα.

Σε αυτή την κατεύθυνση η ΚΟΜΕΠ δημοσιεύει άρθρο αναφερόμενο σε ορισμένα ζητήματα της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής υπό το φως των ιστορικών και θεωρητικών υποθηκών του Μανιφέστου και γενικότερα του έργου του μαρξισμού.

Τα στοιχεία του ιστορικού ξεπεράσματος του καπιταλιστικού συστήματος που μόλις ανίχνευαν οι Μαρξ και Ενγκελς στα πρώτα τους έργα και στο ίδιο το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, σήμερα έχουν αναπτυχθεί σε ανώτερο βαθμό.

Η συζήτηση σε σχέση με τις προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό και τη σοσιαλιστική επανάσταση έχει ιδιαίτερη σημασία αφού είναι το κεντρικό αντικείμενο διαπάλης με διάφορα οπορτουνιστικά ρεύματα. Η μη διαλεκτική αντιμετώπιση του ζητήματος αποτελεί τη βάση για την επίδραση των διαφόρων οπορτουνιστικών αντιλήψεων γύρω από αυτό. Από μια σειρά δυνάμεις αμφισβητείται ανοιχτά η υλική ωριμότητα για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης απολυτοποιείται και αξιοποιείται ως ο λόγος για τον οποίο το κομμουνιστικό κίνημα θα πρέπει να αποσυνδέσει το σοσιαλισμό ως στόχο από την καθημερινή του δράση και το πολύ-πολύ να τον μνημονεύει ως όραμα αποσπασμένο από την πολιτική δράση. Ταυτόχρονα κολακεύεται η αυθόρμητη αντίδραση, η πολιτικά ανώριμη συνείδηση. Οι δυνάμεις αυτές υπερβάλλουν σε σχέση με τα περιθώρια λύσεων προς όφελος των εργαζομένων στα πλαίσια του σημερινού συστήματος.

Αποκρύπτεται συνειδητά το γεγονός ότι η όξυνση των αντιθέσεων στον καπιταλισμό δίνει τη δυνατότητα να διαμορφωθούν συνθήκες επαναστατικής κρίσης, συνθήκες αμφισβήτησης της αστικής εξουσίας και τραβήγματος των εργατικών και λαϊκών μαζών στην πολιτική πάλη.

Με στόχο να αναδειχτεί το πώς ο μαρξισμός αντιμετωπίζει θεωρητικά τέτοια ζητήματα, η ΚΟΜΕΠ δημοσιεύει κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ με τίτλο «Θεωρητικά ζητήματα για τις προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης».

Οι εξελίξεις που καταγράφονται στον κύριο φορέα του δεξιού οπορτουνισμού στην Ελλάδα, το ΣΥΝ, εντάσσονται στις διεργασίες που συντελούνται για την αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος, με στόχο τον εγκλωβισμό των μισθωτών εργαζόμενων και φτωχών λαϊκών στρωμάτων, σε συνθήκες που η δικομματική εναλλαγή συναντά δυσκολίες. Είναι σαφές ότι η αλλαγή ηγεσίας του δεν αφορά καμία αλλαγή στον πολιτικό του χαρακτήρα ως οπορτουνιστικού κόμματος, αντίθετα αποσκοπεί στην καλύτερη εξυπηρέτηση του οπορτουνιστικού του χαρακτήρα, του ρόλου του στην παρεμπόδιση της ριζοσπαστικοποίησης, της επαναστατικής αφύπνισης. Συνεχίζει και ενισχύει την ίδια τακτική που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια: «αριστερή» και «αντικαπιταλιστική» συνθηματολογία και επίθεση στο ΚΚΕ και την πολιτική του με όχημα την «ενότητα της αριστεράς».

Τα ντοκουμέντα του 5ου Συνεδρίου του ΣΥΝ, μη θίγοντας τις κυρίαρχες καπιταλιστικές σχέσεις, καθιστούν «άδειο ρούχο» συνθήματα όπως : ρύθμιση «των πολιτικών και θεσμικών ορίων ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και την ιδιωτική οικονομία», ρύθμιση «σχέσεων κράτους-κεφαλαίου», μεταρρυθμίσεις «καλύτερης αναδιανομής του πλούτου», «δίκαιης αναδιανομής των βαρών» κλπ. Η πολιτική πρόταση του ΣΥΝ για κυβέρνηση ενός «μεγάλου συνασπισμού της αριστεράς», δηλαδή μιας κυβέρνησης διαχείρισης του καπιταλισμού, στηριγμένης σε μια αναδομημένη σοσιαλδημοκρατία με το ΣΥΡΙΖΑ στο επίκεντρο, είναι σειρήνα αποπλάνησης και αποπροσανατολισμού από το δρόμο καταδίκης της εξουσίας του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες των κυβερνητικών κομμάτων που την εκφράζουν. Μια «κεντροαριστερά», προσαρμοσμένη όμως στα σημερινά δεδομένα που έχει φέρει η κρίση στο ΠΑΣΟΚ και η άνοδος της επιρροής του ΚΚΕ μπορεί να δώσει το «φιλί της ζωής» στο σύστημα και όχι στις λαϊκές ανάγκες. Γι’ αυτό διαμορφώθηκε από τα αστικά ΜΜΕ -κι όχι μόνο- κλίμα ενίσχυσης του ΣΥΝ, εντάχθηκε η προοπτική του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αφενός στην κατεύθυνση ανανέωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, αφετέρου στην πολεμική ενάντια στο ΚΚΕ με στόχο είτε την προσαρμογή είτε την απομόνωσή του.

Συμπληρώθηκαν φέτος 40 χρόνια από τη 12η Ολομέλεια του 1968, όταν το ΚΚΕ ήρθε αντιμέτωπο με την προσπάθεια τμήματος της ηγεσίας του να προχωρήσει στη διάλυση του Κόμματος, στο όνομα της «ανανέωσης». Οι δυνάμεις του σύγχρονου δεξιού οπορτουνισμού που ηγήθηκαν αυτής της προσπάθειας, οι πολιτικοί πρόγονοι του ΣΥΝ, δεν πέτυχαν το στόχο τους, αποβλήθηκαν από το ΚΚΕ και διαμόρφωσαν το δικό τους πολιτικό φορέα. Η ΚΟΜΕΠ δημοσιεύει άρθρο με αυτό το θέμα, αναδεικνύοντας τα διαχρονικά συμπεράσματα από τη μάχη που έδωσε τότε το Κόμμα ενάντια στο δεξιό οπορτουνισμό στις γραμμές του.

Η ΚΟΜΕΠ, συνεχίζοντας τη συμβολή της στην έρευνα για τις αιτίες ανατροπής του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, διοργάνωσε στις 15-16 Δεκεμβρίου 2007 διήμερο συμπόσιο με θέμα: «Ζητήματα της έρευνας σχετικά με τις αιτίες νίκης της αντεπανάστασης και καπιταλιστικής παλινόρθωσης με επίκεντρο την ΕΣΣΔ». Στο συμπόσιο συμμετείχαν μαρξιστές επιστήμονες και εκπρόσωποι θεωρητικών περιοδικών σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού προσανατολισμού από διάφορες χώρες. Από το παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ ξεκινάει η δημοσίευση των παρεμβάσεων των ξένων εισηγητών με τη δημοσίευση της εισήγησης του Μ. Β. Ποπόφ, καθηγητή στην έδρα Οικονομίας και Δικαίου του Κρατικού Πανεπιστημίου Αγίας Πετρούπολης. Η εισήγησή του έχει τίτλο «Αλλαγές στο χαρακτήρα της παραγωγής στη διαδικασία της οικοδόμησης και ανάπτυξης του σοσιαλισμού».

Τέλος, σε αυτό το τεύχος της ΚΟΜΕΠ δημοσιεύεται η Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ «Συμπεράσματα για τις Εθνικές Εκλογές στις 16.9.2007», καθώς και τα Κομματικά Ντοκουμέντα της περιόδου από 7.1.2008 έως 25.2.2008.

ΣHMEIΩΣEIΣ:


ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς: «Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ 69.