Δεκαεπτά χρόνια μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και οι «λεωφόροι της ειρήνης και της ευημερίας», που υποσχέθηκαν στους λαούς τα αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα, δεν «άνοιξαν» ποτέ! Αντίθετα, η ανθρωπότητα «βαδίζει» μέσα στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, που περνούν σε νέο επίπεδο, όπως ήδη αναφέραμε. Η αυξανόμενη στο διεθνή συσχετισμό οικονομική, στρατιωτική και πολιτική ισχύς κρατών, όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία, οι διεκδικήσεις της Βραζιλίας κ.ά., κάνει πολλούς παρατηρητές13 να εκτιμούν πως διαμορφώνεται η τάση να ξεπεραστεί ο «μονοπολικός» κόσμος, δηλαδή η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ.
Στους κόλπους του κομμουνιστικού κινήματος εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για το ρόλο και τη θέση της Ρωσίας στο σημερινό ιμπεριαλιστικό σύστημα, στη χάραξη διαφορετικής στρατηγικής και τακτικής.
Για την καλύτερη ανάλυση του συλλογισμού μας, θα επιχειρήσουμε μια σύντομη αναδρομή σε ανάλογα ζητήματα, που είχαν εμφανιστεί πριν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, σχετικά με το ρόλο της Τσαρικής Αυτοκρατορίας και τη στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος.
1. ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Στην ανατροπή του σοσιαλισμού και στη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης σαφώς έπαιξαν ρόλο διάφοροι παράγοντες. Οπωσδήποτε, όπως άλλωστε έχει εκτιμήσει το ΚΚΕ, κύριο ρόλο έπαιξαν οι εσωτερικοί παράγοντες, χωρίς βέβαια να υποτιμάμε και τη σημασία των εξωτερικών, όπως ήταν η συνεχής προσπάθεια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, πότε με επεμβάσεις και πολέμους και πότε με υπόγειες προσπάθειες να βάλουν εμπόδια στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού και να οδηγήσουν στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Γι’ αυτό κι εκτιμούμε πως «η ιμπεριαλιστική περικύκλωση του σοσιαλιστικού συστήματος αποτέλεσε ισχυρό ενισχυτή των εσωτερικών προβλημάτων και αντιθέσεων. Οδηγούσε σε αποφάσεις που δυσκόλευαν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση»14.
Το γεγονός όμως ότι στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες η ανατροπή του σοσιαλισμού καθοδηγήθηκε από τις κομματικές και κρατικές ηγεσίες, συχνά οδηγεί στη λαθεμένη σκέψη πως το όλο ζήτημα των αιτιών των αντεπαναστατικών ανατροπών οφείλεται στην υπονομευτική δράση πρακτόρων του ιμπεριαλισμού που δρούσαν στο κόμμα και στο κράτος. Αυτός ο διαδεδομένος ισχυρισμός, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, δεν έχει καμία σχέση με τις θέσεις του ΚΚΕ και με την προσπάθεια μελέτης των βαθύτερων αιτιών της ανατροπής, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί εμπόδιο και για την κατανόηση των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών τάσεων και εξελίξεων στη σημερινή Ρωσία. Η ανάλυση των αιτιών της ανατροπής του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και το πώς επανεμφανίστηκε ο καπιταλισμός στη Ρωσία συνδέεται άμεσα και με την προσπάθεια να κατανοήσουμε τη φύση του σημερινού κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος της Ρωσίας, συμπερασματικά και των κινήσεων που κάνουν οι κυρίαρχοι κύκλοι στο διεθνές προσκήνιο.
Το ζήτημα που τίθεται είναι αν η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Ρωσία ήταν ένα φαινόμενο «εισαγόμενο», που επιβλήθηκε δηλαδή «από τα έξω» και στηρίζεται σε κάποια «πέμπτη φάλαγγα» που δρούσε και δρα εκεί ή υπήρχαν και αναπτύχθηκαν οι δυνάμεις που ηγήθηκαν της αντεπανάστασης.
Οσοι υποστηρίζουν την πρώτη εκδοχή εύκολα μπορούν στη συνέχεια να καταλήξουν, όπως θα δούμε παρακάτω, πως στη σημερινή Ρωσία υφίσταται ένα «ξενόδουλο» καθεστώς και επομένως απαιτείται μια ευρύτερη συμμαχία «για τη σωτηρία του ρωσικού λαού», ενώ ο σοσιαλισμός δεν είναι επίκαιρος, αφού επίκειται ο «εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας» ενάντια στην «ξένη εξάρτηση».
Το ΚΚΕ, χωρίς να αποκλείει τη δράση ξένων μυστικών υπηρεσιών και προδοτικών, εξαγορασμένων από τον αντίπαλο δυνάμεων, που επιδίωκαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος, επιδίωξε από το 1995, με την Πανελλαδική Συνδιάσκεψή του, να διευκρινίσει τις εσωτερικές αντιθέσεις, όπως και τις αδυναμίες και τα λάθη του ΚΚΣΕ, πάνω στα οποία ωρίμασε ο οπορτουνισμός σε ανοιχτή προδοσία: «Το γεγονός ότι στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες η ανατροπή καθοδηγήθηκε από τις κομματικές και κρατικές ηγεσίες δείχνει αυτό που επιβεβαιώνει όλη η ιστορία του εργατικού κινήματος: Ο οπορτουνισμός στην εξέλιξή του, ιδιαίτερα σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης, ολοκληρώνεται σε αντεπαναστατική δύναμη»15.
Η σοσιαλιστική κοινωνία φέρνει σε όλα τα επίπεδα έντονα τα σημάδια της καπιταλιστικής κοινωνίας, από την οποία προέκυψε. Στο σοσιαλισμό εξαλείφεται η ταξική εκμετάλλευση, αλλά όχι και κάθε κοινωνική ανισότητα και διαστρωμάτωση. Από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956 και μετά υιοθετήθηκαν σταδιακά λαθεμένες θεωρητικές προσεγγίσεις και εφαρμόστηκαν οπορτουνιστικές πολιτικές στην οικονομία, που επεκτάθηκαν στη σοσιαλιστική εξουσία και στις διεθνείς σχέσεις. Οπως εκτιμά η ΚΕ του ΚΚΕ: «Αντί να ενισχυθούν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής - κατανομής, ενισχύθηκαν οι εμπορευματικές, δυνάμει καπιταλιστικές, σχέσεις. Αρχισε να υποχωρεί ο κεντρικός σχεδιασμός και να διαβρώνεται η κοινωνική ιδιοκτησία. Σημαντικό μέρος των αγροτικών προϊόντων της ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής πουλιόταν ελεύθερα στην αγορά, δηλαδή με ανώτατο όριο στη διακύμανση των τιμών. Ακόμα πιο έντονη ήταν η κοινωνική διαφοροποίηση στη βιομηχανία. Ο παράνομος πλουτισμός, το λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο», επιδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή επιδίωκε την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Επέδρασε στο Κόμμα, ενισχύοντας την οπορτουνιστική διάβρωση και το σοσιαλδημοκρατικό εκφυλισμό»16.
Βεβαίως και οι ΗΠΑ, η Γερμανία και οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ενδιαφέρονταν να «βγάλουν από τη μέση» το σοσιαλισμό και βοήθησαν στο μέγιστο βαθμό την «περεστρόικα», που αποδείχτηκε το «όχημα» της αντεπανάστασης πάνω σε ανάλογους εσωτερικούς δρόμους.
2. Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Κάθε ΚΚ καλείται να θεμελιώσει επιστημονικά τη στρατηγική του. Για κάτι τέτοιο απαιτείται η αντικειμενική ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών αντιθέσεων, της διάταξης των ταξικών δυνάμεων, του πολιτικού συσχετισμού, της τακτικής του ταξικού αντιπάλου, τόσο στο επίπεδο της χώρας όσο και σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.
Είναι φανερό πως μια υποκειμενική, μη επιστημονική εκτίμηση θα οδηγήσει και σε λαθεμένες εκτιμήσεις στη χάραξη στρατηγικής και της τακτικής του ΚΚ.
Μέχρι στιγμής στους κόλπους του κομμουνιστικού κινήματος της Ρωσίας δεν υπάρχει ομοιογένεια στην ανάλυση και εκτίμηση της κατάστασης και επομένως στην πολιτική απέναντι στο καθεστώς. Ετσι, π.χ. διαδίδεται η αναγκαιότητα της συγκρότησης μιας «μεγάλης αντιπολίτευσης» με στόχο την ανατροπή του «καθεστώτος Πούτιν, αυτής της επιτροπής διάλυσης της Ρωσίας»17, όπως την έχει χαρακτηρίσει ο Γκ. Ζιουγκάνοφ, πρόεδρος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ).
Η εκτίμηση πως η Ρωσία είναι σήμερα μια «εξαρτημένη» χώρα, βασικά από τις ΗΠΑ, οδηγεί σε εντελώς δύο αντικρουόμενες πολιτικές τοποθετήσεις απέναντι στο μέχρι πρότινος πρόεδρο και σημερινό πρωθυπουργό Πούτιν:
1. Από τη μια εμφανίζονται οι λεγόμενοι «κόκκινοι πουτινιστές», δηλαδή όσοι με «αριστερή» και «αντιιμπεριαλιστική» επιχειρηματολογία στηρίζουν τον Πούτιν, που θεωρούν ότι συγκρούεται με τους ιμπεριαλιστές. Οι δυνάμεις αυτές ζητάνε από το κομμουνιστικό κίνημα της Ρωσίας να συνταχθεί με τον Πούτιν ενάντια στον «ιμπεριαλισμό», που όμως είναι φανερό πως τον καταλαβαίνουν διαφορετικά απ' ό,τι τον εννοούσε ο Λένιν, αλλά περισσότερο όπως τον καταλάβαινε ο Κάουτσκι, δηλαδή ως μια επιθετική εξωτερική πολιτική, που σήμερα εκπορεύεται από τις ΗΠΑ και από άλλες δυνάμεις εκτός Ρωσίας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η αντίληψη δεν είναι η κυρίαρχη μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα της Ρωσίας, αλλά είναι πολύ ισχυρή στο κομμουνιστικό κίνημα των υπόλοιπων χωρών που προήλθαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Ετσι συχνά κομμουνιστικές δυνάμεις από την πρώην ΕΣΣΔ αντιμετωπίζουν τη σημερινή Ρωσία περίπου όπως την ΕΣΣΔ και εκδηλώνουν στήριξη σε πολιτικές κινήσεις του Κρεμλίνου για τη συγκρότηση περιφερειακών ενώσεων (στρατιωτικών, οικονομικών, πολιτικών). Αυτές οι κομμουνιστικές δυνάμεις τοποθετούνται θετικά απέναντι σε πρωτοβουλίες και διαδικασίες διακρατικής ένωσης με τη Ρωσία, διαμόρφωσης συμμαχίας με τη Ρωσία, υποστήριξης των φιλορωσικών δυνάμεων της αστικής τάξης στη χώρα τους. Παραβλέπουν δηλαδή αυτό που είχε τονίσει ο Λένιν, τοποθετούμενος ενάντια στο σύνθημα των «Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» (που υποστήριζε και ο Τρότσκι), ότι οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης «μέσα στο καπιταλιστικό καθεστώς είτε είναι απραγματοποίητες είτε είναι αντιδραστικές»18. Το Κόμμα μας εκτιμά ότι: «Το εργατικό κίνημα οφείλει να πει ΟΧΙ στα ιμπεριαλιστικά κέντρα ανεξάρτητα από τη γεωγραφική τους έδρα»19.
2. Στη Ρωσία κυριαρχεί στο κομμουνιστικό κίνημα η άποψη πως το σημερινό καθεστώς υλοποιεί ξένες αποφάσεις και στηρίζει ξένα συμφέροντα. Το ΚΚΡΟ στο 10ο Συνέδριό του εκτιμούσε: «Μετά την εξαφάνιση του σοβιετικού πολιτικού συστήματος και της οικονομικής βάσης του, η χώρα δοκιμάστηκε από μια περίοδο χαοτικής ληστείας της οικονομίας και κομματιών της εξουσίας, από μια άνευ προηγουμένου διαφθορά. Εμφανίστηκε μια παρασιτική εγκληματική τάξη, ο γιελτσινισμός. Η αντικατάσταση του Γιέλτσιν από τον Πούτιν έγινε εξαιτίας της αναγκαιότητας να ξεριζωθούν τα υπολείμματα του σοβιετικού τρόπου ζωής και να χαθεί για τη χώρα η αριστερή εναλλακτική διέξοδος από την κρίση. Ανεπιστρεπτί να σπρωχθεί η Ρωσία στην περιφέρεια της Δύσης ως εξάρτημά της. Επί της ουσίας άρχισε ένα νέο στάδιο της αντεπανάστασης, περισσότερο σκληρό και θρασύ»20.
Το ΚΚΡΟ εκτιμά πως κυβερνά η γραφειοκρατία εξαιτίας της αδυναμίας της αστικής τάξης και μάλιστα χαρακτηρίζει το σημερινό καθεστώς στη Ρωσία ως «βοναπαρτικό»21. Σε ό,τι αφορά τις αντιθέσεις με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τα στελέχη του ΚΚΡΟ τις χαρακτηρίζουν ως «άνευ ουσίας», δηλαδή κινήσεις για «εσωτερική κατανάλωση»22.
Σε πολυσέλιδη εισήγηση του Γκ. Ζιουγκάνοφ στην «Πανρωσική επιστημονικο-πρακτική συνδιάσκεψη» που διοργάνωσε το ΚΚΡΟ με θέμα «Οι κομμουνιστές και το ρωσικό ζήτημα», γίνονται οι εξής εκτιμήσεις:
«Στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί η γραμμή για τη σωτηρία της Ρωσίας απέκτησε χαρακτηριστικά εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Αυτό καθορίζεται από τα παρακάτω σημεία-κλειδιά:
Πρώτον, η αμερικάνικη παγκοσμιοποίηση σήμερα προσπαθεί όχι απλώς να εκμεταλλευθεί τη Ρωσία, αλλά επιδιώκει να εξαφανίσει την κρατική της υπόσταση, να καταπατήσει την κυριαρχία της, να διαλύσει τις βάσεις ύπαρξης του ρωσικού και των άλλων λαών της Ρωσίας. Το πρώτο βήμα, που ήταν η διάλυση της ΕΣΣΔ, ολοκληρώθηκε. Το δεύτερο στάδιο, που έχει στόχο το διαμελισμό της Ρωσικής Ομοσπονδίας, προωθείται γοργά. Μπορεί να αποκοπεί αν ξεσηκωθεί ένα λαϊκό-πατριωτικό κίνημα υπό την ηγεσία του ΚΚΡΟ.
Δεύτερον, η νέα τάξη των μεγάλων καπιταλιστών ιδιοκτητών, που διαμορφώθηκε στη μετασοβιετική Ρωσία, όχι μόνο δεν έχει ρίζες στο εθνικό, πολιτιστικό και ιστορικό έδαφος της χώρας μας, αλλά αποτελεί μόλις μια ομάδα “εκτελεστών” του πολυεθνικού κεφαλαίου. Επί της ουσίας αποτελεί μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της κομπραδόρικης αστικής τάξης.
Τρίτον, κίνητρο όλης της “πολιτικής των μεταρρυθμίσεων”, που πραγματοποιείται από την κυρίαρχη τάξη είναι η οικονομική απαλλοτρίωση και η κοινωνική λουμπενοποίηση της βασικής μάζας του πληθυσμού της Ρωσίας, καθώς επίσης η συστηματική καταστροφή του πολιτισμού, της γλώσσας και των παραδοσιακών αξιών και προσανατολισμών του. Επί της ουσίας λόγος μπορεί να γίνει για πολιτική γενοκτονίας σε βάρος του λαού της Ρωσίας, πρώτα απ' όλα σε βάρος του ρωσικού λαού που αποτελεί την εθνικο-κρατική βάση».
Με βάση τα παραπάνω, σημειώνει ο Γκ. Ζιουγκάνοφ «κύριος στόχος του κόμματός μας είναι η σωτηρία του ρωσικού λαού. Και μαζί μ' αυτόν του ρωσικού κράτους, όλων των λαών που εντάσσονται σ' αυτό το μεγαλοπρεπές ψηφιδωτό, της μεγάλης κρατικής μας υπόστασης». Και στα μέτρα που προτείνει (στη βάση των αποφάσεων του 10ου συνεδρίου του ΚΚΡΟ) είναι: «η πραγματικά ισότιμη εκπροσώπηση των Ρώσων και των άλλων λαών της Ρωσίας στα κρατικά όργανα εξουσίας από κάτω ως τα πάνω […] Η λήψη μέτρων που θα τιμωρούν με κάθε αυστηρότητα τη ρωσοφοβία ως εξτρεμιστική μορφή ανάφλεξης του διεθνικού μίσους. Η αναλογική εκπροσώπηση των Ρώσων στον τομέα της πληροφόρησης και του πολιτισμού. Ιδιαίτερα στα ΜΜΕ. Η ισότητα δυνατοτήτων για τους ρώσους και τους άλλους λαούς της Ρωσίας στον τομέα της επιχειρηματικής δραστηριότητας…»23.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές πως το ΚΚΡΟ προτάσσει σήμερα στόχους υπεράσπισης της «εθνικο-κρατικής» ύπαρξης της Ρωσίας, που εκτιμά πως κινδυνεύει από ξένες δυνάμεις που δρουν στο εσωτερικό της χώρας και μάλλον κρατούν και τα «ηνία» της χώρας.
Από τη μεριά του το «Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας - Κόμμα των Κομμουνιστών της Ρωσίας (ΚΕΚΡ-ΚΚΡ) αντικρούει την παραπάνω προσέγγιση του σημερινού ρωσικού κράτους και των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Κατηγορεί το ΚΚΡΟ ότι «διολισθαίνει σε μη μαρξιστικές θέσεις […] κάποιου κρατικού πατριωτισμού και του ρωσικού ιδεαλισμού […] αγνοώντας επιδεικτικά το αλφάβητο του επιστημονικού κομμουνισμού»24. Το ΚΕΚΡ-ΚΚΡ, χωρίς να αμφισβητεί τη χειροτέρευση του βιοτικού, πολιτιστικού επιπέδου των εργαζομένων σε σχέση με την περίοδο του σοσιαλισμού ή χωρίς να απορρίπτει την ανάλυση των συνεπειών του καπιταλισμού που κάνει το ΚΚΡΟ για τη ζωή του λαού, όπως και για τις επιθετικές προθέσεις που έχουν οι ΗΠΑ και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατά της σημερινής Ρωσίας,25 εκτιμά ότι: «Ο Ρώσικος ιμπεριαλισμός είναι σχετικά νεαρός, αδύναμος ακόμη σε πολλά σημεία, εξαρτημένος από την παγκόσμια οικονομία. Βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τα ξένα κεφάλαια, δεν παύει όμως να είναι αναπτυσσόμενος ιμπεριαλισμός, που ήδη επιδιώκει την εξωτερική εξάπλωση. Και εδώ δεν είναι μόνο το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, οι πρώτες ύλες, αλλά είναι και η πώληση εξοπλισμών, αξίας 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, είναι και η θέληση των ρωσικών κεφαλαίων να συμμετάσχουν στην εκμετάλλευση των πιο αδύνατων κρατών: της Ουκρανίας, των χωρών της Κεντρικής Ασίας, του Ιράν και άλλων. Είναι επίσης η όλο και μεγαλύτερη χρησιμοποίηση ξένης εργατικής δύναμης στη Ρωσία»26.
Μεταξύ των δύο βασικών ΚΚ της Ρωσίας υπάρχουν κάτι παραπάνω από σοβαρές «αποχρώσεις» στην ανάλυση του σημερινού καθεστώτος. Το ΚΕΚΡ-ΚΚΡ κάνει λόγο για «ρωσικό ιμπεριαλισμό», έστω και αδύνατο, αλλά συγκροτημένο και με αντιθέσεις με τις ισχυρότερες δυνάμεις του ιμπεριαλιστικού συστήματος, ενώ το ΚΚΡΟ κάνει λόγο για «τη συνέχιση επί Πούτιν της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, που πήρε νέα χαρακτηριστικά, έγινε πιο επιθετική» και όπου «το κυρίαρχο καθεστώς συνεχίζει τη γιελτσινική πολιτική των αντικοινωνικών, ριζοσπαστικο-φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων σε πιο σκληρή μορφή» και ότι «ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα άλλαξε υπέρ της γραφειοκρατίας, η εξουσία παίρνει χαρακτηριστικά αυταρχισμού»27.
Το ΚΚΡΟ ταυτίζει τη λεγόμενη «ρώσικη ιδέα» με την υπόθεση του σοσιαλισμού στη Ρωσία, που αναδεικνύεται τόσο στο Πρόγραμμά του όσο και σε πρόσφατα υλικά του. Από τη μεριά του το ΚΕΚΡ-ΚΚΡ ασκεί κριτική στο ΚΚΡΟ: «Η ποδηγέτηση της προτεραιότητας του ρώσικου ζητήματος ως κύριου και ακόμη υπερταξικού, η ταύτιση του ρώσικου κράτους με το σοβιετικό κράτος ως θαύματος της ιστορίας κ.ά. οδηγεί απλά στο “ξέπλυμα” της ταξικής πάλης ως βασικής, καθοριστικής για το χαρακτήρα της στιγμής, μάλιστα όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο»28.
Θεωρεί ότι «για τους κομμουνιστές η επίλυση του ρωσικού ζητήματος σημαίνει να ξεσηκωθεί το ρωσικό, μεγαλορωσικό προλεταριάτο στην ταξική πάλη για την απελευθέρωσή του, να τεθεί επικεφαλής των προλεταρίων όλων των εθνοτήτων της Ρωσίας»29.
Εκτιμά ακόμη ότι «η οικονομική ανάλυση του ρωσικού καπιταλισμού μπορεί πλήρως να χαρακτηριστεί ως κρατικομονοπωλιακός και η Ρωσία ως χώρα ιμπεριαλιστική»30.
3. ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ «ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ»
Οι αντιλήψεις τόσο των «κόκκινων πουτινιστών» όσο και του ΚΚΡΟ σχετικά με το ρόλο και τη θέση της Ρωσίας, παρά τις διαφορετικές γραμμές που χαράζουν απέναντι στην υφιστάμενη προεδρία-διακυβέρνηση και ανεξάρτητα από την αντικειμενικότητά τους ως προς το βαθμό εξάρτησης της Ρωσίας, έχουν έναν «κοινό παρανομαστή»: Αυτονομούν το ζήτημα της «εξάρτησης» από την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και αυτή η -κατά τη γνώμη μας- λαθεμένη μεθοδολογία δεν είναι πρωτοφανής στο κομμουνιστικό κίνημα.
Το πλέγμα των οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών εξαρτήσεων ενός καπιταλιστικού κράτους μέσα στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν αντιμετωπίστηκε πάντοτε αντικειμενικά, ως έκφραση της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ετσι, στη στρατηγική ΚΚ, ιστορικά και του ΚΚΕ, περιλήφθηκε το αντιιμπεριαλιστικό - αντιμονοπωλιακό στάδιο επαναστατικής εξουσίας ανάμεσα στην αστική και τη σοσιαλιστική, είτε και αντιμονοπωλιακής - αντιιμπεριαλιστικής διακυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμη και το ΚΚ Βρετανίας, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θεωρούσε πως η Μ. Βρετανία, μια ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη που όμως είχε χάσει την πρωτοκαθεδρία από τις ΗΠΑ, «βρισκόταν σε εξάρτηση από αυτές, ως η 51η Πολιτεία των ΗΠΑ»31.
Αρκετά ΚΚ ταλανίζονται ακόμη από αυτή τη λαθεμένη προσέγγιση «μητρόπολης - περιφέρειας», όπως το Ιαπωνικό ΚΚ, που δε θεωρεί την Ιαπωνία ιμπεριαλιστική δύναμη, λόγω της απώλειας της στρατιωτικής της δύναμης. Πέρα όμως από αυτές τις φανερά λαθεμένες θέσεις, η προσέγγιση αυτή επιδρά ιδιαίτερα στη στρατηγική ΚΚ σε χώρες με σημαντική υστέρηση στην ανάπτυξη του καπιταλισμού.
Η αντίληψη αυτή παραβλέπει πως οι σχέσεις μεταξύ κρατών στα πλαίσια του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού είναι πιο σύνθετες, ότι υπάρχει διαπλοκή των κεφαλαίων, ότι δημιουργούνται «άξονες» και «αντιάξονες» ακόμα και μέσα στις ιμπεριαλιστικές οργανώσεις, ότι το ταξικό συμφέρον της κάθε αστικής τάξης την οδηγεί σε συμβιβασμό και υποχωρήσεις, χωρίς να παραιτείται από την επιδίωξη καλύτερης θέσης, μεγαλύτερου μεριδίου της «λείας», κάτι που οδηγεί στην όξυνση των ανταγωνισμών και σε πολέμους, αλλά την ίδια ώρα είναι επίσης ισχυρή και η διακρατική ταξική συμμαχία ενάντια στους λαούς, στην εργατική τάξη.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η θέση αυτή αντιστρέφει τη σχέση αιτίας - αποτελέσματος. Ετσι χρεώνει στην «εξάρτηση» την καθυστέρηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Η καθυστέρηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη είναι που οδηγεί αντικειμενικά στην ισχυρότερη και περισσότερο ανισόμετρη σχέση οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής εξάρτησης. Ομως και σ’ αυτήν την περίπτωση, οι εισαγόμενες καπιταλιστικές σχέσεις επιταχύνουν την καπιταλιστική ανάπτυξη, αν και με πολύ βαθύτερη ανισομετρία. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά σε χώρες κυρίως της Ασίας, με μεγάλη εισροή κεφαλαίων (π.χ. Ν. Κορέα). Βεβαίως, η καπιταλιστική ανάπτυξη, η αύξηση των καπιταλιστικών κερδών, που «πληρώνεται» με «ποτάμια» αίματος και ιδρώτα, δεν είχε καμία σχέση με την καλοζωία και ευημερία των λαών.
Ετσι, η σχέση που διαμορφώνει κάθε κράτος με άλλα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα καθορίζεται από την ιστορικά διαμορφωμένη θέση του μέσα σε αυτό. Πρωταρχικό στοιχείο αυτής της θέσης αποτελεί η οικονομική δύναμη, χωρίς όμως να παραβλέπεται η αυτοτελής στρατιωτικο-πολιτική δύναμη ενός κράτους, με βάση την οποία πραγματοποιεί συμμαχίες.
Στην πραγματικότητα λοιπόν το ζήτημα της «εξάρτησης» της χώρας, όταν δε βλέπει το όλο «δάσος» της ιμπεριαλιστικής «πυραμίδας» και αντιμετωπίζει το θέμα αυτό σε διάσταση της πολιτικής από την οικονομία, καταλήγει στο να ταυτίζει τις σχέσεις «εξάρτησης» με ένα καθεστώς «υποτέλειας» και αυτό συχνά με τη σειρά του «αθωώνει» την ντόπια αστική τάξη, τρέφει ανεδαφικές ή αποπροσανατολιστικές διαθέσεις συμμαχίας μαζί της (ή με το «εθνικό της τμήμα»), ενάντια στο ξένο κεφάλαιο (και το ντόπιο κομπραδόρικο κεφάλαιο).
4. Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΣΑΡΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣΗ ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Το ζήτημα είχε απασχολήσει και τους μπολσεβίκους. Υπήρξε μια έντονη διαπάλη για την αποτίμηση των σχέσεων (οικονομικών, πολιτικών στρατιωτικών) της Τσαρικής Αυτοκρατορίας (ΤΑ) με τις χώρες της Ευρώπης, κυρίως αυτές που συγκροτούσαν την «Αντάντ»32. Η συζήτηση συνεχίστηκε και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Υπήρχαν εκτιμήσεις (π.χ. των Μ. Πάβλοβιτς, Λ. Κρίτσμαν, Μ. Ποκρόφσκι) που στον ένα ή άλλο βαθμό θεωρούσαν πως η ΤΑ είχε οδηγηθεί σε ένα τέτοιο επίπεδο οικονομικής εξάρτησης από τις χώρες της «Αντάντ», που την έκανε να συρθεί από αυτές στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα υπήρχαν και διαμετρικά αντίθετες απόψεις (Μπ. Γκρούβε), που απέρριπταν κάθε εξάρτηση της ΤΑ από τις κυρίαρχες καπιταλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης και θεωρούσαν ότι η ΤΑ εισήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να «επιτύχει τους δικούς της ιδιαίτερους ιμπεριαλιστικούς στόχους».
Σε σχέση με αυτές τις απόψεις ο Ι. Μάεφσκι έγραψε πως «πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι άλλο και συγκεκριμένα: ο ρωσικός ιμπεριαλισμός εισήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όχι μόνον σαν εξαρτημένος εταίρος του αγγλο-γαλλικού κεφαλαίου, αλλά κι ως εκφραστής των συμφερόντων της δικής του ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας. Με τη βοήθεια πιο ισχυρών εταίρων η ΤΑ έλπιζε να υλοποιήσει τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για την αυτοτελή επίτευξη αυτών των ιμπεριαλιστικών στόχων ο τσαρισμός δεν είχε αρκετά οικονομικά και υλικοτεχνικά αποθέματα»33.
Ο Λένιν, που αναφέρθηκε στο θέμα, σημείωνε επιγραμματικά: «Παράλληλα με τη σύγκρουση των ληστρικών “συμφερόντων” της Ρωσίας και της Γερμανίας υπάρχει μια όχι λιγότερο -αν όχι περισσότερο- βαθιά σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσία και την Αγγλία. Το καθήκον της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Ρωσίας, που καθορίζεται από τον προαιώνιο ανταγωνισμό και από τον αντικειμενικά συγκεκριμένο διεθνή ανταγωνισμό των μεγάλων Δυνάμεων, μπορεί να διατυπωθεί σύντομα έτσι: με τη βοήθεια της Αγγλίας και της Γαλλίας να συντρίψει τη Γερμανία στην Ευρώπη για να ληστέψει την Αυστρία (να αποσπάσει τη Γαλικία) και τη Τουρκία (να αποσπάσει την Αρμενία και ιδιαίτερα τη Κωνσταντινούπολη). Και έπειτα με τη βοήθεια της Ιαπωνίας και της ίδιας της Γερμανίας να συντρίψει την Αγγλία στην Ασία για να αποσπάσει όλη την Περσία, να αποτελειώσει τη διανομή της Κίνας»34.
Πώς όμως αντιμετώπισε ο Λένιν εκείνη την εποχή, πριν την Επανάσταση, γενικότερα αυτό το ζήτημα;
Ο Λένιν, που είχε μελετήσει διεξοδικά την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, έβλεπε την καθυστέρηση της ΤΑ σε σχέση με τα άλλα κυρίαρχα καπιταλιστικά κράτη της εποχής. Εβλεπε πως στη χώρα διατηρούνταν ακόμη και προκαπιταλιστικές σχέσεις. Την ίδια ώρα όμως, σημείωνε, σύμφωνα και με στατιστικά στοιχεία της εποχής, πως οι κυρίαρχες σχέσεις στη Ρωσία ήταν οι καπιταλιστικές και μάλιστα στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξης. Ο Λένιν, μελετώντας τις οικονομικές εξελίξεις στη Ρωσία, καταλήγει στο σαφές και κατηγορηματικό συμπέρασμα, από το 1916, ότι «η συγχώνευση του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου, σε σχέση με τη δημιουργία καπιταλιστικών μονοπωλίων, έχει κάνει και στη Ρωσία τεράστια βήματα προς τα μπρος»35. Σχετική με αυτή την εξέλιξη ήταν και η εμπλοκή της ΤΑ στον παγκόσμιο πόλεμο. Στα μέσα του Σεπτεμβρίου του 1917 ο Λένιν τοποθετούνταν ως εξής: «Ολοι μιλάνε για ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά μονοπωλιακός καπιταλισμός. Οτι και στη Ρωσία ο καπιταλισμός έχει γίνει μονοπωλιακός, αυτό το δείχνουν αρκετά παραστατικά οι εταιρίες «Προντούγκολ», «Προνταμέτ», της ζάχαρης κλπ. Η ίδια η εταιρία της ζάχαρης μας δείχνει ξεκάθαρα τη μετεξέλιξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό […] Αυτή ακριβώς είναι η διαλεκτική της ιστορίας. Οτι ο πόλεμος επιτάχυνε σε εξαιρετικό βαθμό τη μετατροπή του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό και έφερε έτσι την ανθρωπότητα στο σοσιαλισμό. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης. Και αυτό όχι μόνο γιατί ο πόλεμος γεννάει με τις φρίκες του την προλεταριακή εξέγερση -καμιά εξέγερση δεν θα δημιουργήσει το σοσιαλισμό, αν δεν έχει ωριμάσει οικονομικά- αλλά και γιατί ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πληρέστερη υλική προετοιμασία του σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρά του, είναι το σκαλοπατάκι εκείνο της ιστορικής κλίμακας που ανάμεσα σ’ αυτό και στο σκαλοπατάκι που λέγεται σοσιαλισμός, δεν υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα σκαλοπάτια»36.
Το γεγονός ότι σε ολόκληρους κλάδους της τσαρικής οικονομίας (βιομηχανία, τράπεζες) κυριαρχούσαν τα ξένα μονοπώλια, από τα οποία βεβαίως εξαρτιόταν η ρωσική οικονομία, δεν απέτρεψε το Λένιν και το κόμμα των μπολσεβίκων από το να θέσουν ζήτημα κατάληψης της εξουσίας στις επαναστατικές συνθήκες από τον Απρίλη έως το Νοέμβρη του 1917. Εκτίμησαν ότι υπήρχαν οι ελάχιστες υλικές προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία και αξιοποίησαν τη διαμόρφωσή της ως «αδύνατου κρίκου» μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ο Λένιν, στα έργα του «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» και «Στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης» καταλήγει στο συμπέρασμα: «Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από δω βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού στην αρχή σε λίγες ή ακόμη και σε μια μονάχα, χωριστά παρμένη καπιταλιστική χώρα»37.
Ο Λένιν αναφέρθηκε στο έργο του στις σχέσεις εξάρτησης που διαμορφώνονται στο πλέγμα των ιμπεριαλιστικών σχέσεων ανάμεσα στις χώρες, στο ιμπεριαλιστικό στάδιο και σε μια ιστορική περίοδο όπου εμφανίζονταν νέα εθνικά κράτη. Συχνά χρησιμοποιεί την έννοια «μισοαποικίες» για να δώσει την έννοια της εξαρτημένης σχέσης μιας χώρας στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Γράφει π.χ.: «Οι μισοαποικίες είναι χαρακτηριστικές σαν χώρες που από αυτήν την άποψη βρίσκονται στη “μέση”. Είναι αυτονόητο ότι ο αγώνας γι’ αυτές τις μισοεξαρτημένες χώρες έπρεπε να οξυνθεί ιδιαίτερα την εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου, όταν είχε πια μοιραστεί ο υπόλοιπος κόσμος»38. Σημειώνει πως «το χρηματιστικό κεφάλαιο και η αντίστοιχη σ’ αυτό διεθνής πολιτική, που οδηγεί στον αγώνα των μεγάλων δυνάμεων για το οικονομικό και πολιτικό μοίρασμα του κόσμου, δημιουργούν ολόκληρη σειρά από μεταβατικές μορφές κρατικής εξάρτησης […] ποικίλες μορφές εξαρτημένων χωρών, που πολιτικά είναι ανεξάρτητες, στην πράξη είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης»39. Το ιστορικό πλαίσιο της διαμόρφωσης νεοϊδρυόμενων εθνικών κρατών, στο οποίο αναφέρεται ο Λένιν, αφορά κράτη που είτε δημιουργούνταν με την άμεση εμπλοκή μεγάλων ξένων δυνάμεων είτε έμπαιναν κάτω από την «προστασία» τους.
Την ίδια ώρα ο Λένιν συνέδεε το ζήτημα της αποτίναξης της εξάρτησης όχι απλώς με την εθνική απελευθέρωση, αλλά και με την κοινωνική και πολιτική απελευθέρωση των λαϊκών στρωμάτων από τους εκμεταλλευτές. «Οι αστικές εφημερίδες […] μιλούν για εθνική απελευθέρωση στα Βαλκάνια, παρασιωπώντας την οικονομική απελευθέρωση. Ενώ στην πραγματικότητα ακριβώς αυτό το τελευταίο είναι το κύριο»40.
Βεβαίως, το πλέγμα της χρηματιστικής εξάρτησης αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο κατά τον 20ό αιώνα, ιδιαίτερα μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν σταδιακά απελευθερώθηκε η αγορά κεφαλαίων. Το γεγονός ότι αυτό το πλέγμα αγκαλιάζει όλες τις καπιταλιστικές οικονομίες, έγινε συχνά αντιληπτό με την επίδραση οικονομικών κρίσεων που αρχικά εκδηλώνονταν σε κράτη όπως της Νοτιοανατολικής Ασίας και στη συνέχεια επηρέαζαν τις ίδιες τις ΗΠΑ.
Αλλά και στην εποχή του ο Λένιν αν και εκτιμά την εξάρτηση της Τσαρικής Ρωσίας από τις χώρες της Αντάντ, την κατατάσσει στις «ιμπεριαλιστικές δυνάμεις», όταν αναφέρεται στην αλλαγή του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής41. Αυτή η εκτίμηση τον οδήγησε και στη στάση που κράτησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο απέναντι στη συμμετοχή της Ρωσίας σε αυτόν, με τη θέση: «Ούτε η Ρωσία, ούτε η Γερμανία, ούτε καμία άλλη μεγάλη Δύναμη έχουν το δικαίωμα να μιλάνε για “αμυντικό πόλεμο”: Ολες οι μεγάλες δυνάμεις διεξάγουν ιμπεριαλιστικό, καπιταλιστικό πόλεμο, πόλεμο ληστρικό…»42. Ασκούσε κριτική στον Πλεχάνοφ που υποστήριζε τον «απελευθερωτικό» πόλεμο της Ρωσίας, «ενάντια στην επιδίωξη της Γερμανίας να τη μετατρέψει σε αποικία της»43.
Η νίκη της αντεπανάστασης στα χρόνια 1989-1991 δεν αναιρεί την ορθότητα της λενινιστικής στρατηγικής, που στο ερώτημα «αν θα έφταναν» οι υλικές προϋποθέσεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, απαντούσε: «…θα ήταν ανεπανόρθωτο λάθος να διακηρύξουμε πως μια και είναι παραδεκτό ότι οι οικονομικές μας “δυνάμεις” δεν αντιστοιχούν στην πολιτική μας δύναμη, “συνεπώς” δεν έπρεπε να πάρουμε την εξουσία. Ετσι σκέπτονται οι “άνθρωποι σε θήκη”, που ξεχνάνε ότι η “αντιστοιχία” δε θα υπάρχει ποτέ, ότι δεν μπορεί να υπάρχει στην εξέλιξη της φύσης, όπως και στην εξέλιξη της κοινωνίας, ότι μόνο σε μια σειρά προσπάθειες -και η καθεμιά από αυτές χωριστά παρμένη θα είναι μονόπλευρη, θα παρουσιάζει κάποια έλλειψη αντιστοιχίας- θα δημιουργηθεί ένας ολοκληρωμένος σοσιαλισμός από την επαναστατική συνεργασία των προλεταρίων όλων των χωρών»44.
5. Η ΔΙΑΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ «ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ» ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Ποια όμως επιχειρήματα χρησιμοποιούνται σήμερα από όσους ισχυρίζονται πως η Ρωσία είναι μια «εξαρτημένη» χώρα, επειδή «δεν έχει διαμορφωθεί ο ρωσικός ιμπεριαλισμός»;
Τα βασικά επιχειρήματα αυτής της πλευράς παρουσιάζονται πιο συγκροτημένα στο άρθρο του «κόκκινου πουτινιστή» Ντ. Γιάκουσεφ, με τον τίτλο «Η Ρωσική Ομοσπονδία στο σύστημα του ιμπεριαλισμού»45 είναι: Το ρωσικό χρηματιστικό κεφάλαιο δεν έχει ακόμη σχηματιστεί, δηλαδή δεν υπάρχει η κυριαρχία του πάνω στη βιομηχανία. Η «δομή» της παραγωγής δεν αντιστοιχεί σε «δομή» της παραγωγής μιας ιμπεριαλιστικής χώρας, αλλά μιας αποικίας που εξάγει βασικά πρώτες ύλες και ως εκ τούτου η Ρωσία είναι σήμερα μια «ενεργειακή αγελάδα» για τη Δύση. Η Ρωσία δεν εξάγει κεφάλαια, αλλά διαφυγή κερδών. Σε αυτά τα επιχειρήματα θεμελιώνεται η στήριξη του «εθνικού κεφαλαίου» και του κράτους, ενάντια στο κομπραδόρικο κεφάλαιο και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Πολεμική στις παραπάνω θέσεις αναπτύχθηκε από τα άρθρα «Ο σύγχρονος ρωσικός ιμπεριαλισμός»46 και «Τα λάθη του κ. Γιάκουσεφ και των άλλων κόκκινων πουτινιστών»47. Σε αυτά περιλαμβάνονται στοιχεία για τη συγκρότηση του χρηματιστικού κεφαλαίου στη Ρωσία, μέσω των λεγόμενων «χρηματιστικών-βιομηχανικών ομάδων», που μονοπωλούν ολόκληρους κλάδους της ρωσικής οικονομίας, για την εξαγωγή ρωσικού κεφαλαίου σε άλλα κράτη, που προήλθαν από την ΕΣΣΔ. Μάλιστα λίγες ημέρες πριν τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές, ο τότε Α΄ Αντιπρόεδρος της ρωσικής κυβέρνησης και σήμερα Πρόεδρος της Ρωσίας, Ντ. Μεντβέντιεφ, μιλώντας στο συνέδριο των Ρώσων βιομηχάνων και επιχειρηματιών, τους κάλεσε να προχωρήσουν σε μαζική εξαγορά επιχειρήσεων στο εξωτερικό. «Κάτι τέτοιο κάνει τώρα η Κίνα. Κι εμείς μπορούμε να το κάνουμε», είπε ο Μεντβέντιεφ και υποσχέθηκε τη συνδρομή του ρωσικού κράτους στα ανάλογα επενδυτικά σχέδια των Ρώσων καπιταλιστών στο εξωτερικό. Υποστήριξε ότι «Η πολιτική της ενεργού, επιθετικής υποστήριξης από τη μεριά του κράτους είναι μια ολοφάνερη παγκόσμια πρακτική» και υποσχέθηκε επεξεργασμένη από το κράτος στήριξη στα οικονομικά σχέδια του ρωσικού κεφαλαίου.48
Οσον αφορά τη «δομή» της παραγωγής, η ανισομετρία εκφράζεται όχι μόνο στη σύγκριση διαφορετικών κρατικά δομημένων καπιταλιστικών οικονομιών, αλλά και εσωτερικά, μεταξύ διαφορετικών κλάδων. Διόλου τυχαία ο Βλ. Πούτιν, αναφερόμενος στους στόχους της επόμενης ρωσικής κυβέρνησης, υποστήριξε την ανάγκη αλλαγής της «παραγωγικής δομής», ώστε να κατασκευάζονται και εξάγονται περισσότερα βιομηχανικά προϊόντα, υψηλής τεχνολογίας. Ο δε Μεντβέντιεφ σημείωσε πως στα σχέδια της ρωσικής κυβέρνησης είναι η υποστήριξη στην εξαγωγή ρωσικής τεχνολογίας στο εξωτερικό, όπως και η στήριξη στην εφαρμογή νέων τεχνολογιών στη χώρα.
Εχοντας σήμερα σημαντικούς τομείς με υψηλή τεχνολογία (αεροναυπηγική, πολεμική βιομηχανία κ.ά.), όπως και τεχνογνωσία, υψηλά μορφωμένη κι εξειδικευμένη εργατική δύναμη, ο στόχος αυτός δε μοιάζει άπιαστος για το ρωσικό κεφάλαιο.
6. ΓΙΑ ΤΟ ΛΕΓΟΜΕΝΟ «ΠΟΛΥ-ΠΟΛΙΣΜΟ»
Η τάση απώλειας της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στο διεθνές ιμπεριαλιστικό κίνημα χαιρετίζεται από τμήμα αστικών δυνάμεων και ΜΜΕ καθώς και από τους διάφορους οπορτουνιστές49 ως «πολυ-πολισμός», που θα επαναφέρει μια «θετική ισορροπία» για τους λαούς, μετά την απώλεια του «αντίπαλου δέους», της ΕΣΣΔ.
Οι απόψεις αυτές από τη μια παραβλέπουν το διαφορετικό κοινωνικοταξικό περιεχόμενο που είχε η ΕΣΣΔ (σε σχέση με τις σημερινές ανερχόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις) και από την άλλη παραβλέπουν τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα των νέων ή ανερχόμενων ιμπεριαλιστικών κέντρων. Ετσι αποπροσανατολίζουν το εργατικό κίνημα, το καθιστούν έρμαιο σε μια νέα όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Και πάλι αξίζει να θυμηθούμε το Λένιν: «Στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν είναι νοητή άλλη βάση για το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής, συμφερόντων, αποικιών κ.ά. εκτός από τη βάση που υπολογίζει τη δύναμη των χωρών που συμμετέχουν στο μοίρασμα, τη γενική οικονομική, τη χρηματιστική, τη στρατιωτική κλπ. δύναμη […] οι ειρηνικές συμμαχίες προετοιμάζουν τους πολέμους, καθορίζοντας η μια την άλλη, γεννώντας τη διαδοχή των μορφών της ειρηνικής και μη ειρηνικής πάλης πάνω στο ίδιο έδαφος των ιμπεριαλιστικών σχέσεων της παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας πολιτικής»50.
Να γιατί οι εργαζόμενοι πρέπει να μην τρέφουν ιδεαλιστικές, «ειρηνικές» αυταπάτες για τις προθέσεις των ιμπεριαλιστών, που καλλιεργούνται ακόμη και από διάφορες «αριστερές», οπορτουνιστικές δυνάμεις. Κι εδώ είναι πολύ επίκαιρη η επισήμανση του ηγέτη της Οκτωβριανής Επανάστασης πως «ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι κούφια και ψεύτικη φρασεολογία, αν δεν συνδέεται αδιάρρηκτα με τον αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό»51.
Βεβαίως, το λαϊκό κίνημα της κάθε χώρας δεν πρέπει ούτε να αδιαφορεί για τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αλλά ούτε και να παίρνει τη θέση υπέρ του ενός ιμπεριαλιστικού κέντρου εναντίον ενός άλλου. Πρέπει να τις αξιοποιεί, αφού έτσι κι αλλιώς έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα, να διαμορφώνει προϋποθέσεις για το αδυνάτισμα του αντίπαλου, για την τελική νίκη. Το κύριο όμως δεν είναι η «πολυ-πολική» διαμάχη των ιμπεριαλιστών, αλλά η ανάπτυξη της ταξικής πάλης, η μαζική στράτευση στο εργατικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα των λαών. Η ελπίδα για την εργατική τάξη είναι ο συνεπής αντιιμπεριαλιστικός αγώνας με προοπτική την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
ΣHMEIΩΣEIΣ: