Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι ένα μεγάλο και δύσκολο έργο, όπου παίρνουν μέρος μάζες εκατομμυρίων ανθρώπων, συγκρούονται και αλληλοεπηρεάζονται διάφορες ταξικές δυνάμεις, κόμματα και οργανώσεις.
Ακόμη και όταν έχουν πλήρως ωριμάσει οι υλικές προϋποθέσεις για το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, όταν ο βασικός ταξικός ανταγωνισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας έχει φτάσει στο έπακρο και οξύνονται όλες οι αντιθέσεις του, ακόμα και τότε η πολιτική επανάσταση δεν μπορεί να γίνει αυθαίρετα σε οποιαδήποτε στιγμή και σε οποιαδήποτε κατάσταση.
Για να εκδηλωθεί η σοσιαλιστική επανάσταση και να εξελιχθεί σε νικηφόρα κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη είναι απαραίτητο να υπάρχουν και άλλες προϋποθέσεις, πέραν της ωριμότητας του καπιταλισμού.
1. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Οπως ήδη αναφέρθηκε, από τις υλικές προϋποθέσεις προβάλλει η αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί οποτεδήποτε. Προϋπόθεση είναι η εμφάνιση μιας τέτοιας αντικειμενικής κατάστασης ως αποτέλεσμα ραγδαίων αλλαγών στη ζωή της καπιταλιστικής κοινωνίας, ευνοϊκή για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, την κατάκτηση από την εργατική τάξη της πολιτικής εξουσίας. Στη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία αυτή η κατάσταση λέγεται επαναστατική κατάσταση και συνιστά την αντικειμενική βάση για να εκδηλωθεί η επανάσταση.
Ο Λένιν έδωσε ως εξής τον επιστημονικό ορισμό της επαναστατικής κατάστασης: «Για έναν μαρξιστή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι αδύνατο να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση. Ποια είναι μιλώντας γενικά, τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης; Ασφαλώς, δε θα πέσουμε έξω, αν υποδείξουμε τρία βασικά γνωρίσματα, τα παρακάτω: 1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους: η μια είτε η άλλη κρίση των “κορυφών”, η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ’ όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό “τα κάτω στρώματα να μη θέλουν”, μα χρειάζεται ακόμη και “οι κορυφές να μην μπορούν” να ζήσουν όπως παλιά. 2) Επιδείνωση μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε “ειρηνική” εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο από όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις “κορυφές” σε αυτοτελή ιστορική δράση.
Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές, που δεν εξαρτώνται ούτε από τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά ούτε και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων, η επανάσταση, κατά κανόνα δεν μπορεί να γίνει»23.
Μ’ άλλα λόγια, όταν αναφερόμαστε στην επαναστατική κατάσταση ως αντικειμενική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης, εννοούμε ένα σύνολο αντικειμενικά διαμορφωμένων αλλαγών στην κοινωνία, οι οποίες οδηγούν στην πανεθνική κρίση που αγκαλιάζει και τους «πάνω» και τους «κάτω».
Οι ρίζες της επαναστατικής κατάστασης, σε τελευταία ανάλυση, βρίσκονται στις αντιθέσεις του τρόπου παραγωγής. Ωστόσο η αντανάκλαση αυτών των αντιθέσεων στην κοινωνική συνείδηση, στην ανάπτυξη ταξικής συνείδησης, δεν είναι αυτόματη και ευθύγραμμη.
Γι’ αυτό, μόνο σε ορισμένες κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας και ανεξάρτητα από τη θέληση των τάξεων δημιουργούνται συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.
Το «ανεξάρτητα από τη θέληση των τάξεων» ακριβώς υποδηλώνει τον αντικειμενικό χαρακτήρα της επαναστατικής κατάστασης.
Τέτοιες καταστάσεις υπήρχαν π.χ. στις επαναστάσεις του 17ου, 18ου, 19ου αιώνα στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, το 1905 και το 1917 στη Ρωσία, στην ευρωπαϊκή ήπειρο στα χρόνια 1918-1922 και κατά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στην Ελλάδα κατά την απελευθέρωση.
Εξετάζοντας το πρώτο γνώρισμα, την κρίση των «κορυφών», δεν εννοούμε τις «δυσκολίες» που συχνά παρουσιάζονται στο αστικό πολιτικό σύστημα, π.χ. παραιτήσεις αστικών κυβερνήσεων, αντιπαραθέσεις μεταξύ των αστικών κομμάτων, αλλαγές στο αστικό πολιτικό σύστημα, με την εξαφάνιση παλιών κομμάτων και τη δημιουργία νέων, εναλλαγές στην πολιτειακή μορφή της αστικής δικτατορίας, στη Συνταγματική τους έκφραση κλπ. Κρίση κορυφών έχουμε όταν η πολιτική της αστικής τάξης χρεοκοπεί, έχει εμφανή δυσκολία να διαχειριστεί συνθήκες κρίσης (οικονομική κρίση, πόλεμος κ.ά.), οι οποίες αναπτύσσουν και διευρύνουν σε ασυνήθιστο βαθμό τη λαϊκή δυσαρέσκεια, με αποτέλεσμα «οι κάτω» να μην ελέγχονται όπως πριν από τους «πάνω», στις «κορυφές» να κυριαρχεί σύγχυση και σε αυτή τη βάση να οξύνονται και ενδοαστικές αντιθέσεις.
Είναι το κρίσιμο σημείο που το αστικό κράτος, οι θεσμοί και οι μηχανισμοί του αδυνατούν πλέον να επιβάλουν την πολιτική κυριαρχία τους στις λαϊκές μάζες με την ευκολία και τις μεθόδους που γίνονταν πριν.
Αυτό εκδηλώνεται σε στιγμές ιστορικών ανακατατάξεων και συγκρούσεων, όπως στην περίοδο από το Φεβρουάριο έως τον Ιούλιο του 1917 στη Ρωσία, όπου η αστική κυβέρνηση δεν είχε την πολιτική και στρατιωτική δύναμη να στραφεί ενάντια στα Σοβιέτ, κυρίως παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης όταν στην Πετρούπολη και τη Μόσχα μεγάλα τμήματα στρατού είχαν ενωθεί με τους ένοπλους εργάτες, όταν η προσωρινή κυβέρνηση του Κερένσκι και οι οπορτουνιστές που συμμετείχαν σε αυτή είχαν πλήρως χρεοκοπήσει στη συνείδηση των μαζών.
Οι μάζες σε αυτές τις στιγμές αφυπνίζονται σε τέτοιο βαθμό που οι «πάνω» και οι «κάτω» μπλέκονται σε μια πρωτόγνωρη σύγκρουση που αποτελεί κατακόρυφη ανοδική στροφή στην μέχρι τότε ανάπτυξη της ταξικής πάλης
Οσον αφορά το δεύτερο γνώρισμα: την όξυνση της ανέχειας και της αθλιότητας των μαζών.
Οι οικονομικοί όροι και συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων αποτελούν σημαντικό παράγοντα που επιδρούν στη δραστηριοποίησή τους.
Η απότομη αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, η επιδείνωση των όρων εργασίας και ζωής προκαλούν απότομη εκδήλωση της λαϊκής δυσαρέσκειας. Διαμορφώνουν μαζική στάση εγκατάλειψης των αστικών κόμματων από τις εργατικές και λαϊκές μάζες. Πολλοί παράγοντες μπορούν να πυροδοτήσουν μια τέτοια απότομη αλλαγή στις υλικές συνθήκες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων με αποτέλεσμα αλλαγή στις διαθέσεις. Τέτοιοι παράγοντες είναι οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και επεμβάσεις, η αύξηση της πολιτικής αντίδρασης που περιορίζει ή και καταργεί στοιχειώδη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, η αστική αδυναμία στη διαχείριση μεγάλων καταστροφών.
Οι ταξικές αντιθέσεις μπορούν να οξυνθούν ως το επίπεδο της επαναστατικής κατάστασης μέσα από το συνδυασμό και αλληλεπίδραση οικονομικών και πολιτικών αιτιών.
Ο Λένιν θεωρεί την απότομη αλλαγή στις διαθέσεις και τη δραστηριότητα των μαζών τη συγκεκριμένη στιγμή ως φαινόμενο αντικειμενικού χαρακτήρα, δηλαδή ανεξάρτητου από τη συνείδηση των τάξεων, τη θέληση των κομμάτων.
Το αντικειμενικό δε χαρακτηρίζει μόνο την οικονομία αλλά και την πολιτική. Η πολιτική, τόνιζε ο Λένιν, έχει «δική της αντικειμενική, λογική, ανεξάρτητα από τους υπολογισμούς αυτών ή εκείνων των ατόμων ή κομμάτων»24.
Οι αντικειμενικές συνθήκες, μέσα στις οποίες δρα ο υποκειμενικός παράγοντας (τάξεις και στρώματα, τα κόμματα τους ή ξεχωριστοί εκπρόσωποι τους), είναι διαμορφωμένες από την προηγούμενη δραστηριότητα των ανθρώπων, τόσο την κοινωνικοοικονομική όσο και την πολιτική.
Ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη στιγμή που είναι προϊόν της δραστηριότητας των τάξεων και των κομμάτων, είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα την οποία υποχρεωτικά λαμβάνουν υπόψη οι τάξεις και τα κόμματα για να τον αλλάξουν στη μία ή άλλη κατεύθυνση.
Ενας συγκεκριμένος συσχετισμός δυνάμεων εξ αντικειμένου δεν μπορεί να παραμένει στατικός. Γιατί η ίδια η καπιταλιστική πραγματικότητα δεν είναι στατική, περικλείει την τάση της όξυνσης των αντιθέσεών της.
Αλλά και η εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης δεν οδηγεί σε μια νέα στατική κατάσταση. Γι’ αυτό ο υποκειμενικός παράγοντας για την επιτυχή αξιοποίησή της πρέπει από πριν να είναι προετοιμασμένος -ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά- για δράση μέσα σε αυτή την ευνοϊκή κατάσταση. Κι ακόμη, να έχει την ικανότητα εκτίμησης της καλύτερης «στιγμής» για την «έφοδο» , για την κατάληψη της εξουσίας, «ούτε πιο νωρίς , ούτε πιο αργά», όπως έλεγε ο Λένιν.
Με αυτή την έννοια ούτε η εργατική τάξη και το κόμμα της ούτε το κεφάλαιο με το κράτος του και τα κόμματά του μπορούν να προκαλέσουν ή να αποτρέψουν την εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης. Προφανώς η προηγούμενη δράση του κομμουνιστικού κόμματος, η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος μπορεί να επιδράσει στα στοιχεία εκδήλωσης της επαναστατικής κατάστασης. Οταν λοιπόν δημιουργείται επαναστατική κατάσταση, ο βαθμός ανάπτυξης της κινητοποίησης της εργατικής τάξης που λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις και αποτελεί απότομη στροφή στην ταξική πάλη, είναι ένα αντικειμενικό στοιχείο που πρέπει να το υπολογίσει το κόμμα, ώστε η επαναστατική κατάσταση να οδηγήσει στην επανάσταση.
Ο Λένιν, στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού του 20ού αιώνα πρόβλεψε τη δυνατότητα να διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση πιο εύκολα σε κάποια λιγότερο ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία, όπως η Τσαρική Ρωσία, τη δυνατότητα μετατροπής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε προλεταριακή όπως και έγινε. Αυτό σε αντίθεση με την πρόβλεψη των Μαρξ - Ενγκελς που προσέβλεπαν στη δυνατότητα μετεξέλιξης της αστικής επανάστασης (του1848) στις πρωτοπόρες καπιταλιστικές χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία) σε σοσιαλιστική, σε συνδυασμό με νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε Αγγλία και ΗΠΑ.
Ο Λένιν κατέληξε στο συμπέρασμα για το αδύνατο της ταυτόχρονης εκδήλωσης της σοσιαλιστικής επανάστασης σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες και υποστήριξε τη δυνατότητα νίκης της σε αυτή ή αυτές τις χώρες που θα αποτελέσουν τον «αδύνατο κρίκο» του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η σοσιαλιστική επανάσταση στη μια ή στην άλλη χώρα δεν είναι απομονωμένο φαινόμενο, «κεραυνός εν αιθρία». Συνδέεται με διεργασίες που συντελούνται στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, κάπου όμως οδηγούν ταχύτερα στην όξυνση της ταξικής πάλης . Οπως έχει αποδειχτεί ιστορικά, η σοσιαλιστική επανάσταση επιδρά γενικότερα στην ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος σε διεθνές επίπεδο.
Το προλεταριάτο και η πρωτοπορία του στη χώρα που εκδηλώνεται η σοσιαλιστική επανάσταση πραγματοποιούν το «εθνικό» τους καθήκον «ξεμπερδεύοντας με την αστική τάξη της χώρας τους», συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην υπόθεση της παγκόσμιας επανάστασης.
Ο Λένιν, στο έργο του «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», αναφέρει:
«Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από δω βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού στην αρχή σε λίγες ή ακόμη και σε μια μονάχα, χωριστά παρμένη καπιταλιστική χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας, απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή, θα ορθωνόταν ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, τον καπιταλιστικό κόσμο, παίρνοντας μαζί του τις καταπιεζόμενες τάξεις των άλλων χωρών, ξεσηκώνοντας στις χώρες αυτές εξεγέρσεις ενάντια στους καπιταλιστές, δρώντας σε περίπτωση ανάγκης ακόμη και με στρατιωτική δύναμη ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τα κράτη τους»25.
Για παράδειγμα, όλο το πλέγμα των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων πήρε τεράστιες διαστάσεις κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Λένιν τον χαρακτήρισε σαν το μεγάλο «σκηνοθέτη», που εξασθένησε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, έδωσε τη δυνατότητα να διασπαστεί στα 1917 το μέτωπο του ιμπεριαλισμού στην τσαρική Ρωσία.
Σε μια σειρά έργα του ο Λένιν εξήγησε γιατί στη Ρωσία ήταν πιο εύκολο να σπάσει ο αδύνατος κρίκος και να αρχίσει η επανάσταση απ’ ότι στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού:
«Μας ήταν πιο εύκολο, πρώτο, γιατί η ασυνήθιστη για την Ευρώπη του 20ου αιώνα πολιτική καθυστέρηση της τσαρικής μοναρχίας έδινε εξαιρετική δύναμη στην επαναστατική πίστη των μαζών. Δεύτερο, γιατί η καθυστέρηση της Ρωσίας συνένωσε κατά πρωτότυπο τρόπο την προλεταριακή επανάσταση ενάντια στους τσιφλικάδες… Τρίτο, γιατί η επανάσταση του 1905 έκανε εξαιρετικά πολλά για την πολιτική εκπαίδευση των μαζών των εργατών και αγροτών… Τέταρτο, γιατί οι γεωγραφικές συνθήκες της Ρωσίας της επέτρεπαν να κρατηθεί περισσότερο από άλλες χώρες ενάντια στην στρατιωτική υπεροχή των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών… Πέμπτο, γιατί η ιδιόμορφη στάση του προλεταριάτου απέναντι στην αγροτιά διευκόλυνε το πέρασμα από την αστική στη σοσιαλιστική επανάσταση… Εκτο, γιατί το πολύχρονο σχολείο της απεργιακής πάλης και η πείρα του ευρωπαϊκού μαζικού εργατικού κινήματος διευκόλυναν την εμφάνιση, σε μια περίοδο που είχαμε βαθιά και γρήγορα οξυμένη επαναστατική κατάσταση, μιας τέτοιας ιδιότυπης μορφής προλεταριακής επαναστατικής οργάνωσης, όπως τα Σοβιέτ»26.
Στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, π.χ. Αγγλία , Γερμανία, σημειώνει ο Λένιν, είναι πιο δύσκολο να αρχίσει η επανάσταση γιατί είναι ιδιαίτερα ισχυρό και «πολιτισμένο» το αστικό καθεστώς και η εργατική τάξη ζει σε συνθήκες «πολιτισμένης» σκλαβιάς, αλλά θα είναι ευκολότερο να επιτελεστεί το έργο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
2. ΟΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Η επαναστατική κατάσταση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επανάσταση, όμως καθεαυτή δεν οδηγεί στην εκδήλωσή της, πολύ περισσότερο στη νίκη της επανάστασης.
Στη Δυτική Ευρώπη το 1918-20 σε μια σειρά χώρες υπήρχαν οι απαραίτητες αντικειμενικές προϋποθέσεις για την επανάσταση, οι κομμουνιστές εκτιμούσαν την ύπαρξη επαναστατικής κρίσης στην Ευρώπη. Ομως η σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί ή να νικήσει.
«…Κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί στην επανάσταση»27, έγραφε ο Λένιν, «...Δεν γεννά κάθε επαναστατική κατάσταση επανάσταση, αλλά μόνο μια τέτοια κατάσταση, όπου οι αντικειμενικές αλλαγές... συνενώνονται με τις υποκειμενικές αλλαγές και συγκεκριμένα: με την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναλάβει επαναστατική μαζική δράση, αρκετά ισχυρή, ώστε να τσακίσει (ή να εξασθενίσει σημαντικά) την παλιά κυβέρνηση που ποτέ, ακόμη και στην εποχή κρίσεων, δεν “πέφτει”, αν δεν την “ρίξουν”»28.
Τα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και μέσα στην κρίση που έφερε ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, η εργατική τάξη στη Δυτική Ευρώπη δεν μπόρεσε να νικήσει την κυριαρχία του κεφαλαίου. Ο υποκειμενικός παράγοντας, πρώτα απ’ όλα το κόμμα της εργατικής τάξης, δεν ήταν ώριμο γιατί σε μια σειρά χωρών της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης είχε διαβρωθεί από τον οπορτουνισμό, τη σοσιαλδημοκρατική προδοσία.
Η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι αδύνατη αν δεν εξασφαλιστεί η ενότητα των αντικειμενικών και των υποκειμενικών προϋποθέσεων. Αυτό το σημαντικό λενινιστικό συμπέρασμα το επιβεβαίωσε πολλές φορές η Ιστορία.
Μιλώντας για το περιεχόμενο της έννοιας «υποκειμενικός παράγοντας της επανάστασης», ο Λένιν επεσήμανε τρεις κύριες πλευρές.
Η πρώτη και καθοριστική πλευρά είναι η ανάγκη ύπαρξης ενός μαχητικού επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος:
Ενα κομμουνιστικό κόμμα που πρώτ’ απ’ όλα θα πρέπει να καθοδηγείται, να εφαρμόζει δημιουργικά και να αναπτύσσει τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, να την εμπλουτίζει με τα διδάγματα της ταξικής πάλης. Γιατί χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατική πράξη. Το Κόμμα να αναπτύσσει σταθερό ιδεολογικό μέτωπο στην αστική ιδεολογία και τον οπορτουνισμό.
Χρειάζεται επίσης να διαμορφώνει πρόγραμμα, δηλαδή επαναστατική στρατηγική ερμηνεύοντας αντικειμενικά τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές εγχώριες και διεθνείς συνθήκες. Η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος τα τελευταία 60-70 χρόνια αναδεικνύει ότι στο πρόγραμμα θα πρέπει να ξεκαθαρίζεται με σαφήνεια ο χαρακτήρας της επανάστασης ως σοσιαλιστικής, ο στρατηγικός στόχος του σοσιαλισμού ως πρώτης βαθμίδας του κομμουνισμού. Η διατύπωση των βασικών χαρακτηριστικών της σοσιαλιστικής κοινωνίας, ο χαρακτήρας της εξουσίας της ως δικτατορία του προλεταριάτου, το οικονομικό της περιεχόμενο ως κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Πολύ πριν τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης να επιλέγεται η σωστή πολιτική συμμαχιών, η σύνδεσή της με το στρατηγικό στόχο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν κάθε φορά το επίπεδο του συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων και της ταξικής συνείδησης. Να ξεκαθαρίζεται ότι το Κόμμα είναι σε ετοιμότητα να αξιοποιήσει όλες τις μορφές πάλης ανάλογα με τις συνθήκες ανάπτυξης της ταξικής πάλης.
Στη Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 90 χρόνια του ΚΚΕ, συμπυκνώνονται ανάλογα χρήσιμα συμπεράσματα από την ιστορία του ίδιου του ΚΚΕ του επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα:
«Τις ημέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (12 Οκτώβρη 1944) στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση. Ταυτόχρονα το ΕΑΜ κυριαρχούσε, ενώ ο αστικός κρατικός μηχανισμός ήταν σμπαραλιασμένος. Η αστική κυβέρνηση που είχε δημιουργηθεί βρισκόταν στην Αίγυπτο και οι Εγγλέζοι δεν είχαν καταφθάσει ακόμα στην Ελλάδα.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το Κόμμα μας, παρά την τεράστια συνεισφορά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του, δεν μπόρεσε να διαμορφώσει τη στρατηγική που θα οδηγούσε προς την επαναστατική επίλυση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας και τότε ακόμη, ιδίως μετά το 1943, που οι συνθήκες επέβαλαν να θέσει το ζήτημα της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας. Ετσι, οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο εγγλέζικο στρατηγείο της Μ. Ανατολής (5 Ιούλη 1943) και αργότερα στις συμφωνίες του Λιβάνου (20 Μάη 1944) και της Καζέρτας (26 Σεπτέμβρη 1944), για να διατηρήσει και να διευρύνει την “εθνική ενότητα”. Δε διαμόρφωσε τις υποκειμενικές προϋποθέσεις μιας πορείας που, ανάλογα και με άλλους παράγοντες, μπορούσε να οδηγήσει στη νίκη»29.
Το Κόμμα κρίνεται στην ικανότητά του να υπηρετεί τη στρατηγική του μέσα από την καθημερινή του δράση, μέσα από την προσπάθεια επίτευξης επιμέρους στόχων. Να κατακτά την ικανότητα σύνδεσης με τις μάζες, να δρα πρωτοπόρα στους αγώνες της εργατικής τάξης, να δημιουργεί γερούς αγωνιστικούς δεσμούς με αυτή χωρίς όμως να υποτάσσεται στη συνείδηση των μαζών.
Να έχει οργάνωση και λειτουργία που διασφαλίζει την ιδεολογικοπολιτική του ενότητα, την ενιαία θέληση και δράση του Κόμματος, να μη συμβιβάζεται με τον οπορτουνισμό στις γραμμές του, γενικά να τον πολεμά, να αντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια ενσωμάτωσης και προσαρμογής του στο καπιταλιστικό σύστημα.
Για τον καθοριστικό ρόλο του Κόμματος στη νικηφόρα πορεία της Οκτωβριανής Επανάστασης και τα διδάγματα από τον ηγετικό του ρόλο στην εργατική τάξη, ο Λένιν έγραφε: «Χωρίς μια εξαιρετικά σοβαρή και ολόπλευρη προετοιμασία του επαναστατικού τμήματος του προλεταριάτου για την εξοστράκιση και τη συντριβή του οπορτουνισμού είναι ανόητο και να σκέπτεται... Οι μπολσεβίκοι είχαν με το μέρος τους, όχι μόνο την πλειοψηφία του προλεταριάτου, όχι μόνο την ατσαλωμένη μέσα στη μακρόχρονη και πεισματική πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό επαναστατική πρωτοπορία του προλεταριάτου. Είχαν αν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε τη στρατιωτική ορολογία, μια ισχυρή “δύναμη κρούσης” στις πρωτεύουσες.
Να έχεις στην αποφασιστική στιγμή, στο αποφασιστικό σημείο συντριπτική υπεροχή δυνάμεων -αυτός ο “νόμος” των πολεμικών επιτυχιών. Είναι επίσης νόμος και της πολιτικής επιτυχίας, ιδίως σε ένα τέτοιο σκληρό, έντονο πόλεμο των τάξεων, που λέγεται επανάσταση»30.
Η δεύτερη είναι ότι για τη νίκη της επανάστασης πρέπει «η πλειοψηφία των εργατών (ή πάντως η πλειοψηφία των συνειδητών, των σκεπτόμενων και των πολιτικά δραστήριων εργατών) να καταλάβει πέρα για πέρα την ανάγκη της επανάστασης και να είναι έτοιμη να βαδίσει στο θάνατο γι’ αυτή...»31. Δηλαδή, η ετοιμότητα και η θέληση της εργατικής τάξης είναι ο πρώτος όρος.
Η εργατική τάξη ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του φτωχού λαού ξεχωρίζει ως η ηγετική, η κινητήρια δύναμη της σοσιαλιστικής επανάστασης.
«Η δύναμη του προλεταριάτου σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη απ’ ότι το ποσοστό του προλεταριάτου στο σύνολο του πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει, γιατί το προλεταριάτο κυριαρχεί οικονομικά στα κέντρα και στα νευραλγικά σημεία ολόκληρου του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού και γιατί το προλεταριάτο, οικονομικά και πολιτικά εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα της τεράστιας πλειονότητας των εργαζομένων στον καπιταλισμό...»32.
Η τρίτη πλευρά, που επισήμανε ο Λένιν, έγκειται στο ότι για την επιτυχία της επανάστασης δεν αρκούν μόνο η επαναστατική δράση της εργατικής τάξης και πολύ περισσότερο μονάχα της πρωτοπορίας της.
«Θα ήταν όχι απλώς ανοησία, αλλά και έγκλημα, να ρίξουμε την πρωτοπορία στην αποφασιστική μάχη, προτού όλη η τάξη, προτού οι πλατιές μάζες να έχουν πάρει θέση ανοιχτής υποστήριξης της πρωτοπορίας, ή τουλάχιστον ευμενούς ουδετερότητας απέναντι της και να έχουν δείξει ότι είναι εντελώς ανίκανες να υποστηρίξουν τον αντίπαλό τους»33.
Με άλλα λόγια για τη νίκη της επανάστασης χρειάζεται όχι μονάχα μεγάλη δραστηριότητα της πλειοψηφίας των συνειδητών εργατών, αλλά και η υποστήριξή τους από την εργατική τάξη και από μέρους, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Μόνο το προλεταριάτο, μπορεί να ηγηθεί της πάλης για το σοσιαλισμό. Αντίθετα προς την αταλάντευτη εργατική τάξη, οι σύμμαχοί της, φτωχοί αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι, κατέχουν τέτοια θέση στο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής που προκαθορίζει την ασυνέπεια και τις ταλαντεύσεις τους πάνω σε πολλά ζητήματα της ταξικής πάλης.
Η πολιτική καθοδήγηση του προλεταριάτου, που μόνο αυτό μπορεί να εκφράζει τα συνολικά συμφέροντα των εργαζομένων, μπορεί και πρέπει να συνενώσει στην πάλη κατά των μονοπωλίων σημαντικά τμήματα του πληθυσμού από τις σκόρπιες, ταλαντευόμενες μάζες των μη προλεταριακών στρωμάτων.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι μέσα στην επαναστατική κατάσταση το προλεταριάτο θα μπορέσει να κατακτήσει την πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά τα πιο μαχητικά πρωτοπόρα τμήματά του και τουλάχιστον να ουδετεροποιήσει κάποια άλλα.
Απαντώντας ο Λένιν στον Κάουτσκυ και τους οπορτουνιστές της Β΄ Διεθνούς, οι οποίοι κατηγορούσαν τους μπολσεβίκους για παραβίαση της Ιστορίας, για «εξέγερση μιας μειοψηφίας», έγραφε:
«Αυτή ακριβώς τη διαλεκτική ποτέ δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν οι προδότες, οι χοντροκέφαλοι και σχολαστικοί της Β΄ Διεθνούς: το προλεταριάτο δεν μπορεί να νικήσει, αν δεν κατακτήσει με το μέρος του την πλειοψηφία το πληθυσμού. Αλλά να περιορίζεις ή να εξαρτάς την κατάκτηση αυτή από την απόκτηση της πλειοψηφίας των ψήφων στις εκλογές μέσα σε συνθήκες της αστικής τάξης σημαίνει αθεράπευτη βλακεία η καθαρή εξαπάτηση των εργατών. Το προλεταριάτο, για να κατακτήσει την πλειοψηφία του πληθυσμού με το μέρος του, πρέπει, πρώτο, να ανατρέψει την αστική τάξη και να πάρει την κρατική εξουσία στα χέρια του. Πρέπει, δεύτερο, να εγκαθιδρύσει τη Σοβιετική εξουσία, κάνοντας θρύψαλα τον παλιό κρατικό μηχανισμό, υποσκάπτοντας έτσι, με μιας την κυριαρχία, το κύρος, την επιρροή της αστικής τάξης και των μικροαστών συμφιλιωτιστών μέσα στις μη προλεταριακές εργαζόμενες μάζες. Πρέπει, τρίτο, να εξαλείψει την επιρροή της αστικής τάξης και των μικροαστών συμφιλιωτιστών στην πλειοψηφία των μη προλεταριακών εργαζόμενων μαζών, ικανοποιώντας επαναστατικά τις οικονομικές τους ανάγκες σε βάρος των εκμεταλλευτών»34.
Το προλεταριάτο μόνο όταν κατακτά την πολιτική εξουσία για να θεμελιώσει το σοσιαλισμό, αποκτά τις πολιτικές και στην πορεία και τις οικονομικές προϋποθέσεις για να κερδίσει την πλειοψηφία του λαού.
ΣHMEIΩΣEIΣ: