Η 8η Μάρτη είναι μέρα συμβολική για τα δικαιώματα και τους αγώνες της εργάτριας, γενικά της εργαζόμενης γυναίκας. Αντικειμενικά είναι μέρα που συμβολίζει και το συνολικότερο ταξικό αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση της γυναίκας, τη χειραφέτησή της από τους κοινωνικούς καταναγκασμούς μέσα και έξω από την οικογένεια, από τις εκμεταλλευτικές καπιταλιστικές σχέσεις και κάθε μορφή κοινωνικής ανισοτιμίας. Άλλωστε, ως τέτοια μέρα-σύμβολο αναδείχτηκε με πρωτοβουλία των σοσιαλιστριών-επαναστατριών γυναικών.
Στον έναν και πλέον αιώνα που μεσολάβησε από την καθιέρωση της 8ης Μάρτη ως μέρα της αγωνιζόμενης εργαζόμενης γυναίκας, υπήρξαν πολλές και σημαντικές αλλαγές στη θέση της γυναίκας στον καπιταλισμό. Η σημαντικότερη αλλαγή ήταν η μαζική συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική εργασία, γεγονός που σταδιακά, με χρονική υστέρηση, με διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη, επέφερε σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική της θέση σε σχέση με την αντίστοιχη του άντρα.
Σε νομικό επίπεδο, στις περισσότερες χώρες του προηγμένου καπιταλισμού επήλθε ισονομία αντρών-γυναικών, παρέμειναν όμως στη ζωή προβλήματα ανισοτιμίας που αφορούν αντιλήψεις, πρακτικές, παραδόσεις που αφορούν τη σχέση της γυναίκας με τη μητρότητα, την οικογένεια, τις σχέσεις των δυο φύλων όπως εκδηλώνονται και σε εργασιακούς χώρους, ακόμα και μέσα σε αστικά όργανα και θεσμούς. Πάνω απ’ όλα παρέμεινε στην πράξη η ανισοτιμία σε μισθούς και ημερομίσθια, στις εργασιακές σχέσεις, αφού γίνεται πηγή πρόσθετου κέρδους για το κεφάλαιο. Βέβαια, πρόκειται για μια συγκαλυμμένη ανισοτιμία, αφού κυβερνητικές και διεθνείς συμβάσεις τυπικά την έχουν καταργήσει.
Πιο έντονες είναι οι μορφές ανισοτιμίας, και με την παλιά τους μορφή, σε ορισμένες καπιταλιστικές κοινωνίες οι οποίες, παρά τον πολύ σημαντικό βαθμό της ανάπτυξής τους, διατρέχονται από βαθιά ανισομετρία, από σημαντική καθυστέρηση και σε πλευρές του εποικοδομήματος. Τέτοιες κοινωνίες είναι, π.χ., η Ινδία, η Τουρκία, η Νότια Αφρική, άλλες χώρες της Αφρικής, της Ασίας ή και της Λατινικής Αμερικής. Έτσι, αυτά που θεωρούνταν κατακτημένα και αυτονόητα κυρίως για το δυτικοευρωπαϊκό και βορειοαμερικανικό καπιταλισμό δεν είναι τέτοια για το σύνολο του καπιταλισμού, ακόμα και στον 21ο αιώνα.
Η γενική κοινωνική κατάσταση της γυναίκας που παρέλαβε η επαναστατική εργατική εξουσία στη Ρωσία με τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης (1917) δεν προσομοιάζει με την αντίστοιχη στη χώρα μας, στο δυτικοευρωπαϊκό και βορειοαμερικανικό καπιταλισμό. Έχει όμως στοιχεία που προσομοιάζουν μ’ εκείνη τουλάχιστον σε εκτεταμένες περιοχές της γειτονικής μας Τουρκίας, της Ινδίας και άλλων καπιταλιστικά αναπτυγμένων και στρατιωτικά-πολιτικά ισχυρών καπιταλιστικών κρατών.
Επίσης, η νίκη της αντεπανάστασης και η καπιταλιστικοποίηση της Ρωσίας, άλλων χωρών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, στην Ασία, επέφερε νέες μορφές ανισοτιμίας της γυναίκας στο πλαίσιο της εκμεταλλευτικής κοινωνίας, αλλά διατήρησε και κάποιες κατακτήσεις (π.χ., ισονομία των δυο φύλων στο οικογενειακό δίκαιο). Ταυτόχρονα επανέφερε με νέα οξύτητα φαινόμενα όπως την πορνεία, το εμπόριο παιδιών, την εγκληματικότητα εφήβων ως προϊόν των τεράστιων ανισοτήτων, των φαινομένων της πείνας κι εξαθλίωσης, της κατάπτωσης των σοσιαλιστικών αρχών και ιδανικών.
Το κοινωνικό φαινόμενο της ανισοτιμίας και διπλής (ταξικής και φύλου) καταπίεσης της γυναίκας αξίζει μιας συνεχούς και διεισδυτικής διερεύνησης, εμπλουτισμένης και με την πείρα των πρώτων ιστορικών εγχειρημάτων της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικοδόμησης.
Μια πηγή αποτελούν τα γραπτά, οι διαλέξεις της Αλεξάνδρας Κολοντάι, που ήταν επικεφαλής του Γυναικείου Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΡ (Μπ.) το 1920 και γραμματέας της Παγκόσμιας Γραμματείας Γυναικών, οργάνωσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς την περίοδο 1921-1922. Εκλέχτηκε μέλος της ΚΕ του ΣΔΕΚΡ, μέλος της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ και ήταν Λαϊκή Επίτροπος για την Κοινωνική Πρόνοια στην πρώτη σοβιετική κυβέρνηση. Σειρά 12 διαλέξεών της σε φοιτήτριες του Πανεπιστημίου «Σβερντλόφ» του Λένινγκραντ, το 1921, περιλαμβάνονται στην έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» «Το γυναικείο ζήτημα από την πρωτόγονη κοινωνία στη σύγχρονη εποχή», Αθήνα, 2016.
Στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ δημοσιεύεται μια μη δημοσιευμένη στην παραπάνω έκδοση διάλεξη, η 13η στον αριθμό, με τίτλο: «Η εποχή της δικτατορίας. Δ. Η επανάσταση των ηθών». Το κείμενο έχει την αξία ιστορικού ντοκουμέντου. Ως τέτοιο, πρέπει να διαβαστεί χωρίς ν’ αποσπώνται ο αναγνώστης και η αναγνώστρια από τις συνθήκες της εποχής του. Μόνο έτσι μπορούν να κατανοήσουν την επαναστατική πρωτοπόρα σκέψη και πολιτική πρακτική που εκφράζει το κείμενο, ενδεχομένως χωρίς ν’ αποφεύγει και κάποια υπερβολή σε ζητήματα όπως για το ρόλο του κοινόβιου σε σχέση με την ατομική ή οικογενειακή εστία, για τον υπερβολικό περιορισμό των ευθυνών των γονιών προς τα παιδιά σε σχέση με την κοινωνική κρατική ευθύνη από τη στιγμή που σταματά ο θηλασμός τους.
Η επαναστατική πρωτοπόρα κατεύθυνση του κειμένου βρίσκεται στην ανάδειξη της σημασίας της συμμετοχής της γυναίκας στην κοινωνική εργασία ως προϋπόθεση για την οικονομική και κοινωνική απελευθέρωσή της. Επίσης, βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτή η συμμετοχή δεν μπορεί να πραγματοποιείται μ’ ευχολόγια για το συνδυασμό της με τις υποχρεώσεις της μητρότητας χωρίς κοινωνική στήριξη ή και χωρίς τις απαιτούμενες ανατροπές στον παραδοσιακό ρόλο της γυναίκας στο ατομικό νοικοκυριό. Από αυτήν τη σκοπιά έχει ιδιαίτερη σημασία η εργατική κρατική πολιτική για την ανάπτυξη ενός εκτεταμένου δικτύου δημόσιων εστιατορίων («κοινωνική διατροφή») στους χώρους εργασίας και εκπαίδευσης, που είχε διαμορφωθεί κυρίως στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, καθώς και των κοινωνικών υπηρεσιών καθαριότητας. Ταυτόχρονα, επισημαίνονται οι ελλείψεις, τα προβλήματα ποσοτικής και ποιοτικής ανεπάρκειάς τους λόγω συνολικότερης καθυστέρησης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αναδεικνύεται όμως και η αντιφατικότητα, οι δυσκολίες στην ανάπτυξη αντίστοιχης συνείδησης και στάσης της γυναίκας, κάτω από την επίδραση της συνήθειας εκατοντάδων χρόνων που βρισκόταν αποκλεισμένη από την κοινωνική εργασία και την ανάλογη κοινωνική και πολιτική δράση.
Όπως αποτυπώνεται στο κείμενο, η αλλαγή στην οικονομική και κοινωνική ζωή της γυναίκας, στο οικογενειακό δίκαιο, η προσπάθεια επίλυσης του στεγαστικού προβλήματος με τη δημιουργία «κοινοβίων» σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης επιδρούσε εν μέρει και στις κοινωνικές αντιλήψεις για τον κοινωνικό θεσμό της οικογένειας, για το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία, στην οικογένεια.
Την οξύτητα αλλά και την επιδείνωση του προβλήματος στη Ρωσία μπορούμε να αντιληφθούμε έχοντας υπόψη μας το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων πριν 100 χρόνια, το μέγεθος των καταστροφών λόγω του ιμπεριαλιστικού Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, της αντεπανάστασης, του εμφυλίου και της ξένης επέμβασης, τη βαθύτατη ανισομετρία στην τσαρική Αυτοκρατορία. Η καπιταλιστική ανάπτυξη πριν 100 χρόνια δεν παρείχε παραγωγή ατομικών πλυντηρίων κι άλλων ανάλογων οικιακών συσκευών. Δηλαδή πρέπει να βλέπουμε το πρόβλημα της στέγασης των εργατών και εργατριών με τις συνθήκες εκείνης της εποχής κι όχι με τις σημερινές, ακόμα και για τον καπιταλισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι σε κοινόβια ζούσαν εργάτες και εργάτριες της βιομηχανίας στον καπιταλισμό, μετανάστες, αλλά τι είδους κοινόβια! Ας μην ξεχνάμε ότι και στην Ελλάδα του 1950 και 1960 υπήρχαν παραγκουπόλεις, όπως και στη σύγχρονη Ινδία υπάρχουν εκατομμύρια άστεγοι και πολύ περισσότερα εκατομμύρια στεγασμένων σε άθλιες συνθήκες, χωρίς ηλεκτρισμό, κεντρική ύδρευση, στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, εξ ου και ακόμα μεγάλη παιδική νοσηρότητα και θνησιμότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι άστεγοι και στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι θεαματική η αύξηση των διαζυγίων, των μονογονεϊκών οικογενειών, των μοναχικών ηλικιωμένων, των οικογενειών με ΑμΕΑ, με χρόνια πάσχοντες που χρήζουν κοινωνικής υποστήριξης και δεν την έχουν. Πολύ περισσότερο, ας μην ξεχνάμε ότι η ζωή της σύγχρονης εργαζόμενης γυναίκας, ακόμα περισσότερο της μητέρας, συχνά και του άντρα, έχει φοβερά επιδεινωθεί λόγω των ασταθών ωραρίων εργασίας, των μετακινήσεων, της εντατικοποίησης της εργασίας στο διάστημα που εργάζονται και δεν είναι άνεργοι, της έλλειψης επαρκών δωρεάν παιδικών σταθμών, της μη κάλυψης όλων των αναγκών φυσικής, καλλιτεχνικής αγωγής των παιδιών από τη δημόσια εκπαίδευση και τόσα άλλα, με αποτέλεσμα να έχουν ραγδαία αυξηθεί οι ψυχικές ασθένειες, οι καρδιοπάθειες και άλλες ασθένειες.
Αν έχουμε υπόψη μας όλα τα παραπάνω, θα παρακάμψουμε οποιαδήποτε υπερβολή, θα επικεντρωθούμε στα πρωτοπόρα και καινοτόμα μηνύματα, όπως είναι η ενίσχυση της κοινωνικής ουσίας του ανθρώπου όταν απαλλαγεί από την εκμετάλλευση. Με αυτήν την έννοια εξαίρεται η σημασία της κολεκτίβας, της συλλογικότητας που σπάζει το φράγμα της στενά ατομικής-οικογενειακής ζωής, που δείγματά της παρέχει ο κομμουνιστής και η κομμουνίστρια ακόμα και στον καπιταλισμό. Μ’ αυτήν την έννοια ιχνηλατείται το μέλλον του ατομικού νοικοκυριού, το μέλλον της ελεύθερης από κάθε υλικό κίνητρο ερωτικής σχέσης και συμβίωσης, στιγματίζονται παραλλαγμένα αρνητικά φαινόμενα ως κατάλοιπα της προγενέστερης, επί χιλιάδες χρόνια ανισότιμης σχέσης των δυο φύλων, στηριγμένης στις σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης. Σε τελευταία ανάλυση, το κείμενο σωστά αναδεικνύει στοιχεία του εποικοδομήματος που αποκτούν μια σχετική αυτοτέλεια από την οικονομική τους βάση και επιβιώνουν ακόμα και όταν αυτή έχει καταστραφεί.
Οι επαναστατικές αλλαγές στην καθημερινή ζωή αναδεικνύουν την τάση, τη δυναμική της σοσιαλιστικής-πρώιμης κομμουνιστικής κοινωνίας.
Στις σύγχρονες συνθήκες, η προβολή των τεράστιων δυνατοτήτων των κομμουνιστικών σχέσεων χρειάζεται να γίνεται κατ’ αναλογία με το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το βαθμό της γυναικείας συμμετοχής στην κοινωνική παραγωγή που θα κληρονομήσει το εργατικό κράτος στην Ελλάδα με τη σοσιαλιστική πολιτική επανάσταση. Ταυτόχρονα, χρειάζεται να φωτίζει ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις, που έχουν κυριαρχήσει σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής (όπως στον επισιτισμό), ο εμπορευματικός χαρακτήρας στις κοινωνικές υπηρεσίες στον τομέα της φροντίδας της οικογένειας, της καθαριότητας, αποτελούν εμπόδιο στην ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών των γυναικών.
Τα βασικά μηνύματα του κειμένου μπορούν να τροφοδοτήσουν στις σύγχρονες συνθήκες τη σκέψη και τη στάση ζωής των πρωτοπόρων γυναικών εργατικής-λαϊκής ένταξης ή καταγωγής. Στο έδαφος της επιδείνωσης των όρων στήριξης της μητρότητας από το κράτος, συνολικά των όρων ζωής μιας νέας γυναίκας, ιδιαίτερα της εργαζόμενης μητέρας, ελλοχεύει ως κίνδυνος ακόμα και κομμουνίστριες να βλέπουν με «στενά» χρονικά κριτήρια τη σχέση τους με τα παιδιά ή να μη συνειδητοποιούν το μέγεθος της επίδρασης της κοινωνίας στα παιδιά από την προσχολική ακόμα περίοδο και τις αρνητικές συνέπειες. Συχνά δυσκολεύονται να δουν το διαπαιδαγωγητικό τους ρόλο ως μητέρων και –μέσω της στάσης τους ως κομμουνιστριών– την επίδρασή τους στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, της συνείδησης, της στάσης ζωής του παιδιού.
Το κείμενο δίνει ερεθίσματα για τη βαθύτερη μελέτη από το ΚΚΕ της θέσης της γυναίκας σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ό αιώνα, αναλύοντας την πορεία εξέλιξης της συμμετοχής των γυναικών στην κοινωνική παραγωγή, τις συνθήκες που επέδρασαν στις νομοθετικές αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο. Η προσπάθεια εμβάθυνσης μπορεί να εμπλουτίσει την κομμουνιστική αντίληψη για την απελευθέρωση της γυναίκας από κάθε κοινωνική καταπίεση, για τη λύση του «γόρδιου δεσμού» του γυναικείου ζητήματος.