Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΡΞ - ΕΝΓΚΕΛΣ
Οι Μαρξ - Ενγκελς, μέσα από πρωτότυπη θεωρητική δουλειά, που θεμελίωσε τον επιστημονικό σοσιαλισμό και την άμεση συμμετοχή τους στα επαναστατικά κινήματα, στην πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, γενίκευσαν τα συμπεράσματα από την εξέλιξη της ταξικής πάλης και διαμόρφωσαν την επαναστατική πολιτική θεωρία.
Ηδη από το 1845 αναδείκνυαν την αναγκαιότητα του συνειδητού, οργανωμένου, πειθαρχημένου πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης, δούλευαν για τη θεωρητική θεμελίωση αυτού του αγώνα και την ανάπτυξη του. Το 1848, όταν ακόμη δεν είχαν ολοκληρωθεί οι αστικές επαναστάσεις, όταν η εργατική τάξη είχε αρχίσει να συγκροτείται ως «τάξη για τον εαυτό της», οι Μαρξ και Ενγκελς συγγράφουν το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», το οποίο αποτελεί και το πρώτο πολιτικό πρόγραμμα της εργατικής τάξης. Αντιπάλεψαν με συνέπεια αναρχικές και αναθεωρητικές αντιλήψεις, που ξέκοβαν τον οικονομικό αγώνα της εργατικής τάξης από τον πολιτικό αγώνα, από την ολόπλευρη προετοιμασία της πάλης, με στόχο την εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Στο «Μανιφέστο» τεκμηριώνεται η θέση ότι το προλεταριάτο πρέπει να έχει το δικό του πολιτικό κόμμα, που θα καθοδηγήσει πολιτικά το εργατικό κίνημα. Δεν είναι τυχαία, χρονικά, η στιγμή που αρχίζει να διαμορφώνεται το επαναστατικό εργατικό κίνημα το 1848. Είναι η περίοδος των αστικών επαναστάσεων στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ουγγαρία, την Ιταλία κ.α. που οδηγούν οριστικά στην πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης και τη ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος. Η ανάπτυξη του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού οδηγεί στο εξής αποτέλεσμα: «η αστική τάξη παράγει τους ίδιους τους νεκροθάφτες της»[26]. Στο εργατικό κίνημα πλέον δυναμώνει η τάση για συγκρότησή του σε αυτοτελή δύναμη.
Οι Μαρξ και Ενγκελς, στα έργα τους «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850», «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», «Η επανάσταση και η αντεπανάσταση στη Γερμανία», επιχειρούν να καθορίσουν το κύριο πολιτικό καθήκον της εργατικής τάξης, ποια είναι η θέση και ο ρόλος της στις αστικές επαναστάσεις εκείνης της περιόδου. Στη «χειραφέτηση του προλεταριάτου» ο Μαρξ ανακαλύπτει «το μυστικό της επανάστασης του 19ου Αιώνα»[27].
Η χειραφέτηση του προλεταριάτου, ο πολιτικός του διαχωρισμός από την αστική τάξη, είναι η κύρια γραμμή με την οποία πρέπει να συμμετέχει στις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της εποχής, αλλά και ανιχνεύοντας τις μελλοντικές τάσεις, θεωρούσαν ότι αναπόφευκτη όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη δημιουργεί αντικειμενικά τη δυνατότητα μετεξέλιξης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε προλεταριακή - σοσιαλιστική. Σ’ αυτή τη βάση πρόβαλαν το σύνθημα της «διαρκούς επανάστασης».
Οι Μαρξ και Ενγκελς είχαν διακρίνει ότι η γερμανική μεγαλοαστική τάξη, ιδιαίτερα η Πρωσική, σε αντίθεση με τις αστικές επαναστάσεις του 17ου και 18ου αιώνα, είχε χάσει πια την ικανότητα να διεξάγει ένα συνεπή επαναστατικό αγώνα κατά της φεουδαρχικής αντίδρασης, ότι ήθελε να πραγματώσει τα συμφέροντα με ταξικό συμβιβασμό με τους ευγενείς ενάντια στις λαϊκές μάζες.
Η επαναστατική πολιτική της εργατικής τάξης απαιτούσε την τακτική συμμαχίας με τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της αστικής τάξης, εκεί όπου αυτά ήταν ακόμη επαναστατικά και την καταπολέμησή τους εκεί όπου ήδη είχαν γίνει αντεπαναστατικά.
Στο έργο των Μαρξ - Ενγκελς «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850» σημειώνεται για το ρόλο της εργατικής τάξης και του κόμματός της στη γερμανική επανάσταση: «Η σχέση του επαναστατικού εργατικού κόμματος προς τη μικροαστική δημοκρατία είναι αυτή: πάει μαζί της ενάντια στην ομάδα που το επαναστατικό εργατικό κόμμα επιδιώκει την ανατροπή της, αντιτάσσεται στη μικροαστική δημοκρατία, σ’ όλα εκείνα με τα οποία η μικροαστική δημοκρατία θέλει να στεριώσει τη θέση της. Οι δημοκράτες μικροαστοί που καθόλου δεν θέλουν να ανατρέψουν ολόκληρη την κοινωνία προς το συμφέρον των επαναστατών προλετάριων, επιδιώκουν μιαν αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, έτσι που η κοινωνία που υπάρχει να τους γίνει όσο το δυνατό πιο υποφερτή και βολική […]
Στη σημερινή στιγμή, οι δημοκράτες μικροαστοί που καταπιέζονται παντού, κηρύσσουν γενικά στο προλεταριάτο τη συνένωση και τη συμφιλίωση, του προσφέρουν το χέρι και τείνουν προς τη δημιουργία ενός μεγάλου κόμματος της αντιπολίτευσης που θ’ αγκαλιάζει όλες τις αποχρώσεις στο δημοκρατικό κόμμα, δηλαδή τείνουν να μπλέξουν τους εργάτες σε μια κομματική οργάνωση, όπου θα επικρατούν οι γενικές σοσιαλδημοκρατικές φράσεις που πίσω τους κρύβονται τα ιδιαίτερα συμφέροντα των δημοκρατών μικροαστών και όπου, για χατίρι της ποθητής ειρήνης, δεν θα επιτρέπεται να προβάλλονται οι ιδιαίτερες διεκδικήσεις του προλεταριάτου. Μια τέτοια συνένωση θα κατέληγε μονάχα προς όφελός τους και θα ήταν σε βάρος του προλεταριάτου. Το προλεταριάτο θα έχανε όλη την αυτοτελή και με κόπο εξαγορασμένη θέση του και θα ξανάπεφτε σε κατάσταση εξαρτήματος της επίσημης αστικής δημοκρατίας. Αντί να ξεπέσουν ξανά τόσο χαμηλά που να υπηρετούν τους αστούς δημοκράτες όλες τις αποχρώσεις στο δημοκρατικό κόμμα, δηλ. τείνουν να μπλέξουν τους εργάτες σε μια Κομματική Οργάνωση, όπου θα επικρατούν οι γενικές σοσιαλδημοκρατικές φράσεις που πίσω τους κρύβονται τα ιδιαίτερα συμφέροντα των δημοκρατικών μικροαστών και όπου, για χατίρι της ποθητής ειρήνης, δε θα επιτρέπεται να προβάλλονται οι ιδιαίτερες διεκδικήσεις του προλεταριάτου. Μια τέτοια συνένωση θα κατέληγε μονάχα προς όφελός τους και θάταν ολότελα σε βάρος του προλεταριάτου. Το προλεταριάτο θα έχανε όλη την αυτοτελή και με κόπο εξαγορασμένη θέση του και θα ξανάπεφτε σε κατάσταση εξαρτήματος της επίσημης αστικής δημοκρατίας. Αντί να ξεπέσουν ξανά τόσο χαμηλά, που να υπηρετούν τους αστούς δημοκράτες σαν κόρο κλακαδόρων, πρέπει οι εργάτες και πρώτα απ’ όλα η Ενωση, να επιδιώκουν να δημιουργήσουν, πλάι στους επίσημους δημοκράτες, μιαν ανεξάρτητη μυστική και ανοιχτή οργάνωση του εργατικού κινήματος.
Πρέπει ακόμα την κάθε κοινότητα να τη μετατρέψουν σε κέντρο και πυρήνα εργατικών Ενώσεων, όπου η θέση και τα συμφέροντα του προλεταριάτου θα συζητιούνται ανεξάρτητα από τις αστικές επιδόσεις»[28].
Σ’ αυτό το πλαίσιο οι Μαρξ και Ενγκελς έβαζαν ως ζήτημα τη δημιουργία μυστικής και ανοικτής οργάνωσης του εργατικού κόμματος και της διατήρησης ένοπλων μορφών οργάνωσης της εργατικής τάξης εντελώς ανεξάρτητων από την αστική εξουσία, παροτρύνοντας τους εργάτες να μην παραδώσουν σε καμία περίπτωση τα όπλα. Να εγκαθιδρύσουν μορφές «δυαδικής εξουσίας», «δικές τους επαναστατικές κυβερνήσεις είτε με την μορφή κοινοτικών διοικήσεων, κοινοτικών συμβουλίων, είτε με την μορφή εργατικών λεσχών ή εργατικών επιτροπών» [29].
Ο πυρήνας της αντίληψης των Μαρξ - Ενγκελς για το διαρκή χαρακτήρα της επανάστασης βασιζόταν στη θέση ότι στις συνθήκες της εποχής τους η αστική επανάσταση μπορούσε να οδηγήσει στην προλεταριακή. Η εξέλιξη αυτή, που δε θα ήταν ευθύγραμμη, εξαρτιόταν από το συγκεκριμένο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων, κυρίως από το κατά πόσο, μέσα στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής επανάστασης, κάτω από την ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος, οι εργάτες θα κατόρθωναν να αξιοποιήσουν το γεγονός ότι η αστική τάξη δεν είχε ακόμα μπορέσει να σταθεροποιήσει και να τελειοποιήσει το δικό της κρατικό μηχανισμό[30].
Η πολιτική αυτή γραμμή δεν επιβεβαιώθηκε τότε, αποτέλεσε όμως πολύτιμη παρακαταθήκη για τη μεθοδολογία διαμόρφωσης της επαναστατικής στρατηγικής και συνέβαλε ουσιαστικά στη μετέπειτα επεξεργασία της στρατηγικής από το Λένιν και τους μπολσεβίκους.
Στη σκέψη των κλασσικών για το ποια έπρεπε να ήταν η στρατηγική των κομμουνιστών, ιδιαίτερα επέδρασε η εξέγερση των Γάλλων εργατών τον Ιούνιο του 1848, της οποίας είχε προηγηθεί η αστικοδημοκρατική το Φεβρουάριο του 1848.
Η εξέγερση του Ιουνίου και το άμεσο ένοπλο πνίξιμό της από την αστική τάξη αποκάλυψαν τον ταξικό χαρακτήρα της αστικής εξουσίας και εμπλούτισαν τον προβληματισμό των Μαρξ - Ενγκελς για τα στρατηγικά καθήκοντα του προλεταριάτου, όπως αυτά αναλύονται στο έργο του Μαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850»:
«Η επανάσταση του Φλεβάρη ήταν η όμορφη επανάσταση, η επανάσταση που συγκέντρωνε τη γενική συμπάθεια, γιατί οι αντιθέσεις που ξέσπασαν μέσα της ενάντια στη βασιλεία κοιμούνταν ανεξέλιχτα, αρμονικά, η μια πλάι στην άλλη, γιατί η κοινωνική πάλη που αποτελούσε το βάθρο της είχε αποχτήσει μονάχα μια αέρινη ύπαρξη, την ύπαρξη της φράσης, του λόγου.
Η επανάσταση του Ιούνη είναι η άσχημη επανάσταση, η αποκρουστική επανάσταση, γιατί η δημοκρατία ξεγύμνωσε το κεφάλι του ίδιου του τέρατος αφαιρώντας το στέμμα που το προστάτευε και το έκρυβε» [31].
Στη συνέχεια ο Μαρξ δηλώνει κατηγορηματικά ότι η εξέγερση του Ιουνίου απέδειξε ότι η καλυτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης παραμένει ουτοπία στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, μια ουτοπία που εκλαμβάνεται από το κεφάλαιο ως έγκλημα μόλις θελήσει να γίνει πραγματικότητα και επομένως στη θέση των διεκδικήσεων των εργατών «που ήταν υπερβολικές στη μορφή, μικρόπρεπες και μάλιστα αστικές στο περιεχόμενο και που ήθελε να τις αποσπάσει από τη δημοκρατία τον Φλεβάρη, μπήκε το θαρραλέο επαναστατικό μαχητικό σύνθημα: Ανατροπή της αστικής τάξης ! Διχτατορία της εργατικής τάξης»[32].
Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 απέδειξε με καθαρό τρόπο πως η εργατική τάξη είχε μπει στο επίκεντρο της κοινωνικής εξέλιξης, τουλάχιστον για τις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Η Κομμούνα του 1871 ήταν «η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμη ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία»[33]. Ωστόσο αναδείχτηκαν σημαντικά οι αδυναμίες του εργατικού κινήματος, το γεγονός ότι δεν είχε κόμμα ικανό, με επεξεργασμένη στρατηγική, για να το καθοδηγήσει.
Μετά την Παρισινή Κομμούνα, το 1871, η αναγκαιότητα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, που τονιζόταν επανειλημμένα από τους Μαρξ και Ενγκελς ήδη από το 1845, εμπλουτίστηκε με νέες θέσεις.
Ο Κ. Μαρξ στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» και ο Φ. Ενγκελς στην εισαγωγή στο ίδιο έργο, αναλύοντας την πείρα της Κομμούνας κατέληξαν στο εξής συμπέρασμα για τη στρατηγική:
Η σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει ένοπλα να κάμψει την αντίσταση της αντεπανάστασης, να τσακίσει την παλιά κρατική μηχανή και να δημιουργήσει ένα νέο κράτος, αυτό της δικτατορίας του προλεταριάτου, ένα κράτος «τύπου Κομμούνας».
Με ορόσημο το 1871 μπαίνουμε πλέον στην εποχή που στην καπιταλιστική οικονομία αναπτύσσονται οι μετοχικές εταιρίες και σε πολιτικό επίπεδο ολοκληρώνεται η κυριαρχία της αστικής τάξης. Η εργατική τάξη πλέον εμφανίζεται στο πεδίο της κοινωνικής ανάπτυξης ως η κύρια κοινωνική δύναμη. Η επίγνωση αυτού του γεγονότος αποτυπώνεται στην τροποποίηση του καταστατικού της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών το Σεπτέμβριο του 1871: «Επειδή οι αφέντες της γης και του κεφαλαίου χρησιμοποιούν πάντα τα πολιτικά τους προνόμια για να υπερασπίζουν και να διαιωνίζουν τα οικονομικά τους μονοπώλια και για να υποδουλώνουν την εργασία, η κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας γίνεται το μεγάλο καθήκον του προλεταριάτου»[34].
Στην εποχή που πλέον η αστική τάξη έχει κυριαρχήσει πολιτικά, έχει διαμορφώσει το δικό της κράτος, έχει χάσει τον προηγούμενα προοδευτικό της χαρακτήρα, «η οικονομική χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι ο μεγάλος τελικός σκοπός, στον οποίο πρέπει να υποταχθεί σαν μέσο κάθε πολιτικό κίνημα»[35].
Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΝΙΝ
Ο Λένιν, συνεχίζοντας το θεωρητικό έργο των Μαρξ - Ενγκελς, σε συνεχή διαπάλη με τον οπορτουνισμό, ο οποίος επικράτησε ως η βασική κατεύθυνση στο εργατικό κίνημα την περίοδο του 1871-1914, ανέπτυξε δημιουργικά τον επιστημονικό σοσιαλισμό, τη θεωρία της σοσιαλιστικής επανάστασης, επεξεργάστηκε τη σύγχρονη στρατηγική του κομμουνιστικού κόμματος. Η θεωρητική και πρακτική του δράση συνέπεσε με την περίοδο, που το κέντρο του επαναστατικού κινήματος μεταφέρθηκε στην Τσαρική Ρωσία, όπως φάνηκε με τις επαναστάσεις του 1905 και του 1917.
Οι Μαρξ - Ενγκελς θεωρούσαν -με βάση και την πείρα των επαναστάσεων του 1848- ότι η σοσιαλιστική επανάσταση μπορούσε να νικήσει μόνο ταυτόχρονα σε ένα σύνολο αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της εποχής τους, π.χ. Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία κλπ.
Ειδικά για τη Ρωσία οι Μαρξ-Ενγκελς τόνιζαν στον πρόλογο της ρωσικής έκδοσης του «Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος» του 1882 ότι: «…αν η ρώσικη επανάσταση αποτελέσει το σύνθημα για την προλεταριακή επανάσταση στη δύση, έτσι που οι δύο μαζί να συμπληρώσουν η μία την άλλη, τότε η τωρινή ρωσική κοινή ιδιοκτησία της γης μπορεί να χρησιμεύσει ως αφετηρία για μια κομμουνιστική εξέλιξη»[36]. Είναι σαφές ότι η μετεξέλιξη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική στη Ρωσία, σύμφωνα με αυτή τη θέση εξαρτιόνταν από την προλεταριακή επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη.
Οι πρώτες επεξεργασίες του Λένιν για τη στρατηγική (όπως και άλλων μαρξιστών της εποχής) ήταν επηρεασμένες από αυτή τη θέση. Είναι χαρακτηριστικό το εξής απόσπασμα: «μέσα σε συνθήκες της επαναστατικής δημοκρατικής δικτατορίας θα κινητοποιήσουμε δεκάδες εκατομμύρια φτωχολογιάς της πόλης και του χωριού, θα κάνουμε την ρώσικη πολιτική επανάσταση πρόλογο της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής επανάστασης»[37].
Στο έργο του «Οι δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», που γράφτηκε στις συνθήκες της επανάστασης του 1905, θέτει το ζήτημα ότι στις νέες ιστορικές συνθήκες της εποχής του, καθοδηγητής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης στη Ρωσία μπορεί και πρέπει να είναι μόνο το προλεταριάτο.
Ο Λένιν, στις συνθήκες της Τσαρικής Ρωσίας, η οποία όπως έλεγε ο ίδιος βρισκόταν στο «μεταίχμιο δυο εποχών», προσπάθησε να δώσει επιστημονική απάντηση στο ζήτημα της στρατηγικής που πρέπει να χαράξει το ρωσικό επαναστατικό κίνημα.
Στην ανάλυσή του πήρε υπόψη του τον αντιδραστικό χαρακτήρα της αστικής τάξης στη σύγχρονη ιστορική εποχή του καπιταλισμού, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης του καπιταλισμού, στη Ρωσία της Τσαρικής απολυταρχίας η αστικοδημοκρατική επανάσταση ήταν αναπόφευκτη: «Ο μετασχηματισμός του οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος της Ρωσίας με αστικοδημοκρατική κατεύθυνση είναι αναπόφευκτος και αναπότρεπτος. Δεν υπάρχει δύναμη στον κόσμο ικανή να εμποδίσει αυτόν τον μετασχηματισμό. Από το συνδυασμό όμως της δράσης των δυνάμεων που υπάρχουν και πραγματοποιούν αυτόν τον μετασχηματισμό μπορεί να προκύψουν δυο ειδών αποτελέσματα ή δυο μορφές αυτού του μετασχηματισμού.
Ενα από τα δυο: 1) είτε η υπόθεση θα τελειώσει «με αποφασιστική νίκη της επανάστασης πάνω στον τσαρισμό», είτε 2) οι δυνάμεις θα είναι ανεπαρκείς για μια αποφασιστική νίκη και η υπόθεση θα τελειώσει με μια συναλλαγή ανάμεσα στον τσαρισμό και στα πιο «ασυνεπή» και «ιδιοτελή» στοιχεία της αστικής τάξης»[38].
Το καινούργιο στοιχείο που δίνει η λενινιστική ανάλυση, σε σχέση με αυτήν των Μαρξ και Ενγκελς, είναι η δυνατότητα η εργατική τάξη να είναι ηγετική δύναμη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης και σε συμμαχία με την αγροτιά να κατακτήσει την εξουσία, την «επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς»:
«…η δύναμη ικανή να κερδίσει την “αποφασιστική νίκη πάνω στον τσαρισμό” μπορεί να είναι μόνο ο λαός, δηλαδή, το προλεταριάτο και η αγροτιά, αν πρόκειται να πάρουμε τις βασικές, τις μεγάλες δυνάμεις και να κατανείμουμε ανάμεσά τους τη μικροαστική τάξη του χωριού και της πόλης (που είναι και αυτή “λαός”). Η “αποφασιστική νίκη της επανάστασης πάνω στον τσαρισμό” είναι η επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς»[39].
Για τη θέση και το ρόλο της αγροτιάς ο Λένιν σημείωνε:
«Η αγροτιά κλείνει μέσα της πλήθος μισοπρολεταριακά στοιχεία μαζί με μικροαστικά. Αυτό την κάνει κι εκείνη ασταθή και υποχρεώνει το προλεταριάτο να συσπειρωθεί σε αυστηρά ταξικό κόμμα. Η αστάθεια όμως της αγροτιάς διαφέρει ριζικά από την αστάθεια της αστικής τάξης, γιατί στη δοσμένη στιγμή η αγροτιά δεν ενδιαφέρεται τόσο για τη δίχως όρους διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας, όσο για την αφαίρεση της γης των τσιφλικάδων, που είναι μια από τις κύριες μορφές αυτής της ιδιοκτησίας.
Δίχως να γίνεται απ’ αυτό σοσιαλιστική, δίχως να πάψει να είναι μκροαστική, η αγροτιά είναι ικανή να γίνει ακραιφνής και ριζοσπαστικότατος οπαδός της δημοκρατικής επανάστασης […] η αγροτιά θα γίνει αναπόφευκτα στήριγμα της επανάστασης και της δημοκρατίας, γιατί μόνο μια πέρα για πέρα νικηφόρα επανάσταση θα μπορέσει να δώσει στην αγροτιά τα πάντα στον τομέα των αγροτικών μεταρρυθμίσεων […] για να καλυτερέψει τους όρους ζωής της τόσο όσο είναι κατορθωτό μέσα στα πλαίσια της εμπορευματικής οικονομίας»[40].
Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι διεξήγαγαν σκληρή διαπάλη με τους μενσεβίκους οπορτουνιστές που θεωρούσαν ότι η «αστικοδημοκρατική επανάσταση» είναι υπόθεση της αστικής τάξης, ότι αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία και ότι κάθε απόπειρα του προλεταριάτου και της αγροτιάς για κατάληψη της εξουσίας θα φοβίσει την αστική τάξη, θα την απομακρύνει από την επανάσταση.
Ο στρατηγικός στόχος της «επαναστατικής δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» αποτελούσε προσπάθεια, σε αντιπαράθεση με τις θέσεις των μενσεβίκων, η εργατική τάξη να έχει ολοκληρωμένο, ανεξάρτητο από την αστική τάξη, σχέδιο για την πολιτική εξουσία, στο πλαίσιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης στη Ρωσία. Η νίκη του «λαού» προϋπόθετε όχι μόνο τον πολιτικό διαχωρισμό από την αστική τάξη, αλλά και την σύγκρουση μαζί της.
«…η νίκη αυτή αναπόφευκτα θα είναι υποχρεωμένη να στηρίζεται στη στρατιωτική δύναμη, στον εξοπλισμό των μαζών, στην εξέγερση και όχι στον ένα ή τον άλλο “νόμιμο”, “ειρηνικά” δημιουργημένο θεσμό.
Δεν μπορεί παρά να είναι δικτατορία, γιατί η πραγματοποίηση των μετασχηματισμών, που άμεσα και απαραίτητα χρειάζονται για το προλεταριάτο και την αγροτιά, θα προκαλέσει την απεγνωσμένη αντίσταση και των τσιφλικάδων και της μεγαλοαστικής τάξης και του τσαρισμού. Δίχως δικτατορία είναι αδύνατο να τσακιστεί αυτή η αντίσταση, ν’ αποκρουστούν οι αντεπαναστατικές απόπειρες»[41].
Ο Λένιν, εκτιμώντας ότι αυτή η δικτατορία δεν μπορούσε παρά να «είναι αναμφισβήτητα μόνο παροδικό, προσωρινό καθήκον των σοσιαλιστών»[42], αναζητούσε το πέρασμα από την αστικοδημοκρατική επανάσταση, στη δικτατορία του προλεταριάτου.
«…Από τη δημοκρατική επανάσταση, αμέσως θα περνάμε και ακριβώς στο μέτρο των δυνάμεών μας, στο μέτρο των δυνάμεων του συνειδητού και οργανωμένου προλεταριάτου, θ’ αρχίσουμε να περνάμε στη σοσιαλιστική επανάσταση. Είμαστε υπέρ της συνεχούς επανάστασης. Δε θα σταματήσουμε στη μέση του δρόμου»[43].
Βλέπει όμως αυτή τη μετεξέλιξη στα πλαίσια της ευρωπαϊκής επανάστασης, την εξαρτά από τη βοήθεια και τη στήριξη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Δυτική Ευρώπη. Μόνο δέκα χρόνια αργότερα, το 1915, ο Λένιν υποστηρίζει για πρώτη φορά τη δυνατότητα νίκης της επανάστασης σε μια χώρα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η υπόμνηση του Λένιν ότι η στρατηγική των μπολσεβίκων του 1905 απαντούσε στα ιδιόμορφα καθήκοντα της επανάστασης που προκύπτουν από την ιστορική καθυστέρηση της Ρωσίας και με αυτή την έννοια διαφορετικά τίθεται το ζήτημα σε χώρες με πιο αναπτυγμένο καπιταλισμό, όπως π.χ. η Γερμανία.
«Τα συγκεκριμένα πολιτικά καθήκοντα πρέπει να μπαίνουν σε συγκεκριμένη κατάσταση. Τα πάντα είναι σχετικά, τα πάντα ρει, τα πάντα αλλάζουν.
Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία δε βάζει στο πρόγραμμά της το αίτημα της δημοκρατίας. Εκεί η κατάσταση είναι τέτοια, που το ζήτημα αυτό δύσκολα θα μπορούσε να χωριστεί στην πράξη από το ζήτημα του σοσιαλισμού […]
Ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης του 1898, που δε βάζει στην πρώτη σειρά ειδικά το ζήτημα της δημοκρατίας, είναι φαινόμενο φυσικό, που δεν προκαλεί ούτε ξάφνιασμα ούτε κατάκριση. Ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης που το 1848 θα καταχώνιαζε το ζήτημα της δημοκρατίας θα ήταν απροκάλυπτος προδότης της επανάστασης.
Δεν υπάρχει αφηρημένη αλήθεια. Η αλήθεια είναι πάντα συγκεκριμένη»[44].
Ο Λένιν, αναλύοντας το στρατηγικό σχέδιο των μπολσεβίκων στους δυο σταθμούς της επανάστασης, καταλήγει:
«Το προλεταριάτο πρέπει να οδηγήσει τη δημοκρατική επανάσταση ως το τέλος, παίρνοντας μαζί του τη μάζα της αγροτιάς, για να τσακίσει με τη βία την αντίσταση στης απολυταρχίας και να εξουδετερώσει την αστάθεια της αστικής τάξης. Το προλεταριάτο πρέπει να πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση, παίρνοντας μαζί του τη μάζα των μισοπρολεταριακών στοιχείων του πληθυσμού για να συντρίψει με τη βία την αντίσταση της αστικής τάξης και να εξουδετερώσει την αστάθεια της αγροτιάς και των μικροαστών»[45].
Η επανάσταση του 1905 - 1907 ηττήθηκε. Το στρατηγικό σχέδιο των μπολσεβίκων για τη μετεξέλιξη της δημοκρατικής επανάστασης, παρότι δεν στέφθηκε με τη νίκη και η «δικτατορία του λαού» δεν πραγματοποιήθηκε, ήταν η πρώτη επιστημονική προσπάθεια από το Λένιν για να τεθούν στην εποχή του ιμπεριαλισμού και στα δεδομένα μιας χώρας, όπως η τσαρική Ρωσία, τα σύγχρονα στρατηγικά καθήκοντα του προλεταριάτου.
Ο Λένιν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (την περίοδο 1915 - 1917) έθεσε με νέο τρόπο το ζήτημα της νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Ο Λένιν έδειξε ότι στον ιμπεριαλισμό η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει ως αποτέλεσμα να ωριμάζει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές η επαναστατική κατάσταση στις διάφορες χώρες[46].
Επίσης, έδειξε ότι η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ειδικά όταν φτάνουν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, πρέπει να αξιοποιείται από το προλεταριακό κίνημα για να σπάσει η ιμπεριαλιστική αλυσίδα στον πιο «αδύνατο κρίκο της» (ή στους πιο αδύνατους κρίκους της).
Το Φεβρουάριο του 1917 η αστικοδημοκρατική επανάσταση γκρεμίζει τον τσάρο και η αστική τάξη έρχεται στην εξουσία και συγκροτεί προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση. Η «τσαρική απολυταρχία», λέει ο Λένιν, δέχτηκε ταυτόχρονο χτύπημα από δύο δυνάμεις, από τη μια μεριά «όλη την αστική και τσιφλικάδικη Ρωσία, […] τους αγγλογάλλους πρεσβευτές και καπιταλιστές […]» και από την άλλη «το Σοβιέτ των εργατών βουλευτών που άρχισε να τραβάει με το μέρος του τους στρατιώτες και αγρότες βουλευτές»[47]. Στις 26 (8) Μαρτίου του 1917 ο Λένιν εκτιμά ότι: «η ιδιομορφία της στιγμής βρίσκεται στο πέρασμα από το πρώτο στάδιο της επανάστασης που έδωσε την εξουσία στην αστική τάξη, εξαιτίας της ανεπαρκούς συνειδητότητας και οργάνωσης του προλεταριάτου, στο δεύτερο. Η αστική τάξη αποδείχτηκε συνειδητή και προετοιμασμένη»[48].
Ο Λένιν, στα κείμενά του «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάστασή μας», «Γράμματα για την ταχτική», «Για τη δυαδική εξουσία» καθώς και σε άλλα, επεξεργάστηκε την επαναστατική στρατηγική και τακτική στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φεβρουαρίου.
Το βασικό στοιχείο του προβληματισμού του Λένιν στο προγραμματικό κείμενο, που είναι γνωστό ως «Θέσεις του Απρίλη», είναι η ανάγκη αλλαγής της στρατηγικής των μπολσεβίκων. Ο Λένιν εκτιμούσε το αντικειμενικό γεγονός ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία πραγματοποιήθηκε:
«Ως την επανάσταση του Φλεβάρη - Μάρτη 1917, η κρατική εξουσία στη Ρωσία βρισκόταν στα χέρια μιας παλιάς τάξης, δηλαδή της τάξης των φεουδαρχών - ευγενών - τσιφλικάδων, με επικεφαλής τον Νικόλαο Ρομανόφ.
Υστερα από αυτή την επανάσταση, η εξουσία βρίσκεται στα χέρια μιας άλλης, νέας τάξης, δηλαδή της αστικής τάξης.
Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης, τόσο με την αυστηρά - επιστημονική, όσο και με την πρακτικά - πολιτική σημασία αυτής της έννοιας.
Μ’ αυτή την έννοια, η αστική ή αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία τελείωσε»[49].
Στη Ρωσία το ζήτημα που έμπαινε πια στην ημερήσια διάταξη ήταν η σοσιαλιστική επανάσταση, δηλαδή το πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη και όχι η συγκρότηση της «επαναστατικής δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς», γι’ αυτό και ο Λένιν πρότεινε την εγκατάλειψη αυτού του στόχου.
Ο Λένιν έδωσε σκληρή μάχη και μέσα στο κόμμα των μπολσεβίκων με όσους αντιδρούσαν στην αλλαγή της στρατηγικής του κόμματος:
«Οποιος βάζει με τον παλιό τρόπο το ζήτημα του «αποτελειωμού» της αστικής επανάστασης, αυτός θυσιάζει τον ζωντανό μαρξισμό στο νεκρό γράμμα.
Κατά την παλιά αντίληψη προκύπτει πως: Υστερα από την κυριαρχία της αστικής τάξης, μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει η κυριαρχία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, η δικτατορία τους.
Στη ζωντανή όμως πραγματικότητα τα πράγματα ήρθαν ήδη διαφορετικά: προέκυψε μια εξαιρετικά πρωτότυπη, νέα πρωτοείδωτη σύμπλεξη του ενός με το άλλο, υπάρχουν δίπλα, μαζί, ταυτόχρονα και η κυριαρχία της αστικής τάξης (η κυβέρνηση Λβοφ και Γκουτσκόφ) και η επαναστατική - δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, που παραδίνει θεληματικά τη εξουσία στην αστική τάξη, που μετατρέπεται θεληματικά σε εξάρτημά της.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ουσιαστικά στην Πετρούπολη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των εργατών και των στρατιωτών. Οτι η νέα κυβέρνηση δεν ασκεί και ούτε μπορεί να ασκήσει πάνω τους βία, επειδή δεν υπάρχει ούτε αστυνομία, ούτε χωρισμένος από το λαό στρατός, ούτε πανίσχυρη υπαλληλία, που να στέκεται πάνω από το λαό. Αυτό είναι γεγονός. Πρόκειται ακριβώς για ένα γεγονός που είναι χαρακτηριστικό για ένα κράτος τύπου Κομμούνας του Παρισιού. Το γεγονός αυτό δε χωράει στα παλιά σχήματα. Πρέπει να ξέρει κανείς να προσαρμόζει τα σχήματα στη ζωή και όχι να επαναλαμβάνει λέξεις για «δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» γενικά, λέξεις που έχασαν κάθε νόημα»[50].
Το ιδιόμορφο στοιχείο της παράλληλης ύπαρξης δύο ταξικά αντίθετων «εξουσιών» καθορίζει και τα κύρια καθήκοντα των αντιτιθέμενων τάξεων για την επίλυση αυτής της αντίφασης:
«Δεν χωράει ούτε η παραμικρή αμφιβολία ότι μια τέτοια «σύμπλεξη» δεν μπορεί να κρατήσει πολύν καιρό. Δυο εξουσίες σ’ ένα κράτος δε μπορεί να υπάρχουν. Η μια από αυτές πρέπει να εκμηδενιστεί και όλη η ρωσική αστική τάξη δουλεύει ήδη με όλες τις δυνάμεις της, με όλους τους τρόπους και παντού για το παραμέρισμα και την εξασθένιση, την εκμηδένιση των Σοβιέτ των στρατιωτών και εργατών βουλευτών, για τη δημιουργία της μονοκρατορίας της αστικής τάξης.
Η δυαδική εξουσία εκφράζει στην ανάπτυξη της επανάστασης μόνο μια μεταβατική στιγμή, τότε που αυτή έχει προχωρήσει πιο πέρα από τη συνηθισμένη αστικοδημοκρατική επανάσταση, χωρίς όμως να έχει φτάσει ακόμη ως την “καθαρή” δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς»[51].
Οι «Θέσεις του Απρίλη», που υιοθετήθηκαν ως πρόγραμμα του μπολσεβίκικου κόμματος, έδιναν απάντηση στα πιο φλέγοντα ζητήματα της στρατηγικής και τακτικής: για το δρόμο εξόδου από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, για τη μορφή και το περιεχόμενο της προλεταριακής εξουσίας, την πραγματοποίηση των ώριμων, για εφαρμογή οικονομικών μέτρων, των πρώτων βημάτων προς το σοσιαλισμό, για την πάλη κατά της πείνας και της καταστροφής, για την τακτική και τις μορφές πάλης, την πολιτική συμμαχιών του κόμματος στο δρόμο προς τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Ο Λένιν, τεκμηριώνοντας ότι τα Σοβιέτ μπορούν να αποτελέσουν μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου, εξαρτούσε την προοπτική τους από την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων σε αυτά. Εθετε ως στόχο να απαλλαγούν από την ιδεολογικοπολιτική κυριαρχία των μικροαστών-μενσεβίκων και εσέρων- και να περάσουν με τη γραμμή των μπολσεβίκων. «Να εξηγήσουμε στις μάζες ότι το Σοβιέτ των εργατών βουλευτών είναι η μόνη δυνατή μορφή επαναστατικής κυβέρνησης και ότι γι’ αυτό, όσο η κυβέρνηση αυτή θα βρίσκεται κάτω από την επιρροή της αστικής τάξης, το καθήκον μας μπορεί να είναι μόνο η υπομονετική, συστηματική, επίμονη και προσαρμοσμένη στις πρακτικές, ιδιαίτερα, ανάγκες των μαζών, εξήγηση των λαθών της τακτικής τους.
Οσο είμαστε μειοψηφία, δουλιά μας είναι να κάνουμε κριτική και εξήγηση των λαθών, προπαγανδίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη να περάσει όλη η κρατική εξουσία στα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών, έτσι που οι μάζες με την πείρα τους να απαλλαγούν από τα λάθη τους»[52].
Η 7η Πανρωσική Συνδιάσκεψη του ΣΔΕΡΚ τον Απρίλιο του 1917, υιοθετώντας το λενινιστικό πρόγραμμα, έθεσε σαν όρο για τη νίκη της επανάστασης την επίτευξη της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τη φτωχή αγροτιά, στην οποία ηγετικό ρόλο θα είχαν οι εργάτες. Η έκβαση της επανάστασης, λέει η απόφαση για το αγροτικό ζήτημα, εξαρτάται από το «αν θα κατορθώσει το προλεταριάτο της πόλης να πάρει μαζί του προλεταριάτο της υπαίθρου και να συνενώσει μ’ αυτό τη μάζα των μισοπρολετάριων του χωριού»[53].
Το ζήτημα που έμπαινε δεν ήταν η ενότητα του λαού (προλεταριάτο και αγροτιά), αλλά η διάσπασή του ανάμεσα στο προλεταριάτο των πόλεων, τα μισοπρολεταριακά και πιο φτωχά στοιχεία του χωριού από τη μια και τα μεσοβέζικα μικροαστικά στρώματα από την άλλη που δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα από την αστικοδημοκρατική επανάσταση, κάτι που αποδείχτηκε περίτρανα στο πιο κρίσιμο ζήτημα της περιόδου, τη στάση τους απέναντι στη συνέχιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Αυτά τα στρώματα υιοθέτησαν τη θέση του «επαναστατικού αμυνιτισμού», υποστηρίζοντας ότι ο πόλεμος άλλαξε χαρακτήρα, μετά την ανατροπή του Τσάρου έπαψε να είναι ιμπεριαλιστικός.
Το κύριο ζήτημα σε όλη την περίοδο από τον Απρίλιο έως την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 είναι η διαπάλη ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τα συμβιβαστικά οπορτουνιστικά στοιχεία, τους μενσεβίκους και τους εσέρους, που εξέφραζαν πολιτικά τα μικροαστικά αυτά στρώματα.
Στο σχέδιο προγράμματος του κόμματος, με τίτλο «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάστασή μας» (10 Απριλίου 1917), ο Λένιν έθεσε το ζήτημα της αλλαγής της ονομασίας του κόμματος από σοσιαλδημοκρατικό σε κομμουνιστικό και το καθήκον αποχώρησης από την οπορτουνιστική Β΄ Διεθνή και τη δημιουργία νέας κομμουνιστικής.
Η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και στην ανάπτυξη της θεωρίας της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Τον Απρίλιο - Μάιο του 1920, στις παραμονές του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Λένιν έγραψε το βιβλίο «Ο “Αριστερισμός”, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», το οποίο αποτέλεσε βασικό έργο στην ανάπτυξη της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας, στην επεξεργασία της στρατηγικής και της τακτικής των κομμουνιστικών κομμάτων στη νέα ιστορική εποχή περάσματος στο σοσιαλισμό, που εγκαινίασε η Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ο Λένιν, γενικεύοντας την πείρα της ρώσικης επανάστασης μέσα από το συγκεκριμένο έργο, αποκαλύπτει τις νομοτέλειες που αφορούν τη δράση του κομμουνιστικού κινήματος για την προετοιμασία της σοσιαλιστικής επανάστασης, την αναγκαιότητα για ενιαία στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Κατά πρώτο λόγο στρέφει την προσοχή σε εκείνα τα χαρακτηριστικά της ρωσικής επανάστασης που έχουν γενικό χαρακτήρα και διεθνή σημασία, δηλαδή σε «ό,τι είναι γενικά υποχρεωτικό στην ιστορία και στη σύγχρονη τακτική του μπολσεβικισμού»[54]. Τονίζει ότι είναι αναπόφευκτη η επανάληψη σε διεθνή κλίμακα των κύριων χαρακτηριστικών της Οκτωβριανής Επανάστασης, όπως είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, η πολιτική συμμαχιών της εργατικής τάξης με τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα, ο καθοδηγητικός ρόλος του κόμματος στην πάλη για τη δικτατορία του προλεταριάτου και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, η πάλη με τον οπορτουνισμό και η ήττα του στο εργατικό κίνημα ως όρος για τη νίκη της επανάστασης:
«Τώρα έχουμε πια μπροστά μας μια πολύ αξιόλογη διεθνή πείρα, που δείχνει με τη μεγαλύτερη ακρίβεια ότι ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της επανάστασής μας έχουν σημασία όχι τοπική, ούτε ειδικά εθνική, ούτε μόνο ρωσική αλλά διεθνή.
Και δε μιλώ εδώ για τη διεθνή σημασία με την πλατιά έννοια της λέξης, ότι δηλαδή όχι απλώς μερικά, αλλά όλα τα βασικά και πολλά από τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά της επανάστασής μας έχουν διεθνή σημασία με την έννοια της επίδρασης σε όλες τις χώρες.
Δε μιλώ όμως μ’ αυτή την πλατιά έννοια. Μιλώ με την πιο στενή έννοια της λέξης, δηλαδή εννοώντας με τις λέξεις διεθνή σημασία, τη διεθνή σημαντικότητα της επανάστασής μας ή την ιστορική αναγκαιότητα να επαναληφθεί σε διεθνή κλίμακα αυτό που έγινε σε μας. Πρέπει να παραδεχτούμε πως τέτοια σημασία έχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της επανάστασής μας»[55].
Στις θέσεις και τις αποφάσεις του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στη διαμόρφωση των οποίων συνέβαλε αποφασιστικά ο Λένιν, αναφέρονται τα βασικά στοιχεία της επεξεργασίας της επαναστατικής στρατηγικής, ως αποτέλεσμα της γενίκευσης της επαναστατικής πείρας, τόσο της νικηφόρας Οκτωβριανής επανάστασης όσο και της ήττας των επαναστάσεων σε Γερμανία, Ουγγαρία κ.α.
Το συνέδριο επικεντρώθηκε στο ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου ως το βασικό καθήκον της προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης, έθεσε την αναγνώρισή της ως όρο για τον επαναστατικό χαρακτήρα της στρατηγικής, του προγράμματος ενός κόμματος. Μέσα από τις αποφάσεις και τις κατευθύνσεις του έγινε προσπάθεια να λυθεί το ζήτημα της διαμόρφωσης επαναστατικής στρατηγικής σε όλα τα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονταν ως κομμουνιστικά. Ταυτόχρονα ανέδειξε το σημαντικό ζήτημα της σύνδεσης της στρατηγικής με την τακτική, σε συνθήκες μάλιστα που πολλά τμήματα σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Β΄ Διεθνούς ανάγγελλαν την υπό όρους ένταξή τους στην Κομμουνιστική Διεθνή, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από την αντίστοιχη αναγνώριση και δράση για την προετοιμασία της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς τόνιζε ότι το ζήτημα δε λύνεται με την τυπική μόνο αναγνώριση της «δικτατορίας του προλεταριάτου», αλλά με τη σύνδεση αυτής της αναγνώρισης με την τακτική του κόμματος σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα: τη στάση του κόμματος απέναντι στον οπορτουνισμό και τα τμήματα της Β΄ Διεθνούς, την κοινοβουλευτική τακτική, τη στάση απέναντι στην αστική δημοκρατία την εξωκοινοβουλευτική δράση, τη δουλειά στα συνδικάτα κ.ά.
Ως κρίσιμο ζήτημα ο Λένιν επεσήμανε το γεγονός ότι η τακτική αρκετών κομμάτων μελών της Κομμουνιστικής Διεθνούς «…δεν υποβλήθηκε ακόμη σε αρκετό βαθμό σε εκείνη τη ριζική αλλαγή, σ’ εκείνη τη ριζική ανανέωση που χρειάζονται για να θεωρηθεί αυτή η δουλειά κομμουνιστική και ανταποκρινόμενη στα καθήκοντα των παραμονών της προλεταριακής δικτατορίας»[56].
Σημείωνε ο Λένιν στις «Θέσεις για το ΙΙ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», σε σχέση με το ζήτημα της άμεσης γενικής προετοιμασίας για τη δικτατορία του προλεταριάτου:
«Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της στιγμής που περνάμε ως προς την ανάπτυξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος είναι το γεγονός ότι στην τεράστια πλειοψηφία των καπιταλιστικών χωρών δεν έχει τελειώσει -και πολύ συχνά ούτε και έχει αρχίσει συστηματικά- η προετοιμασία του προλεταριάτου για την επιβολή της δικτατορίας του. Απ’ αυτό δεν βγαίνει πως η προλεταριακή επανάσταση είναι αδύνατη στο πιο κοντινό μέλλον. Είναι πέρα για πέρα δυνατή γιατί όλη η οικονομική και πολιτική κατάσταση είναι εξαιρετικά πλούσια σε εύφλεκτες ύλες και αφορμές για την ανάφλεξη τους […]
Απ’ όσα λέχθηκαν βγαίνει το συμπέρασμα πως το καθήκον της στιγμής για τα Κομμουνιστικά Κόμματα σήμερα δεν είναι να επιταχύνουν την επανάσταση αλλά να εντείνουν την προετοιμασία του προλεταριάτου»[57].
Η επικαιρότητα των θέσεων της λενινιστικής επεξεργασίας της επαναστατικής πολιτικής συνίσταται στο γεγονός ότι -παρά τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε σχέση με τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα- διανύουμε την ίδια ιστορική εποχή. Ως καθήκον για το ΚΚ μπαίνει αυτό της «γενικής προετοιμασίας του προλεταριάτου» για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η αφομοίωση αυτών των θεωρητικών αρχών και θέσεων του επιστημονικού κομμουνισμού για την επαναστατική στρατηγική και τακτική είναι θεμελιώδες ζήτημα για ένα ΚΚ. Μόνο έτσι μπορεί το ΚΚ να αποκτήσει θεωρητικά εφόδια για τη χάραξη της στρατηγικής του και τη διαμόρφωση υποταγμένης σ’ αυτή τακτικής.
Η ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος έχει αποδείξει ότι όχι λίγες φορές τα ΚΚ δεν ανταποκρίθηκαν με συνέπεια σε αυτά τα καθήκοντα.
Η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στον 21ου αιώνα, οι δυνατότητες για την οποία ωριμάζουν, θα κριθεί κυρίως από την ωριμότητα και ετοιμότητα του ΚΚ να ανταποκριθεί στα επαναστατικά του καθήκοντα, ίσως σε πιο σύνθετες συνθήκες σε σχέση με αυτές των αρχών του 20ού αιώνα.