Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΩΣ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ ΤΗΣ ΕΣΣΔ*


του Εβγκένιι Ι. Σουιμένκο

Tο ζήτημα της ήττας της Σοβιετικής Ενωσης στον «ψυχρό πόλεμο», η εξαφάνισή της από το χάρτη του κόσμου συνεχίζει να απασχολεί τη σκέψη των υποστηρικτών του σοσιαλιστικού τρόπου ανάπτυξης της ανθρωπότητας, δημιουργώντας την αναγκαιότητα διερεύνησης των αιτιών αυτής της ήττας. Οι αριστεροί αστοί και οι σοσιαλδημοκράτες «υποστηρικτές του σοσιαλισμού» βλέπουν τις αιτίες για την ήττα της ΕΣΣΔ στην αφερεγγυότητα του «σοβιετικού μοντέλου του σοσιαλισμού», στο ότι ήταν εξ αρχής καταδικασμένο ως αδιέξοδο μονοπάτι της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Εμείς οι κομμουνιστές δεν αποδεχόμαστε τις απόψεις και τα επιχειρήματά τους. Παράλληλα, είμαστε υποχρεωμένοι κριτικά να αξιολογήσουμε την ιστορική εμπειρία της χώρας των Σοβιέτ. Ακόμα κι εκεί όπου οι ιδεολογικοί μας αντίπαλοι θεωρούν ότι ήταν αναπόφευκτη η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, αναδεικνύουμε τις αιτίες αποδυνάμωσης του σοσιαλισμού στο σύνθετο και διαλεκτικά αντιφατικό τρόπο ανάπτυξής του.

Φαίνεται ότι ακόμη και τώρα έχουμε σε ανεπαρκή βαθμό αξιολογήσει την εμπειρία αυτή. Δίνοντας έμφαση στα αρνητικά του (σ.μ. του σοσιαλισμού), σημειώνουμε πρώτ’ απ’ όλα την ιστορική αδυναμία και την έλλειψη ανάπτυξης του ρωσικού «στρατιωτικο-φεουδαρχικού» καπιταλισμού, που περιέπλεξε τη διαδικασία οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Σημειώνουμε την απουσία οποιασδήποτε εμπειρίας αυτής της οικοδόμησης, την ιστορική αδράνεια των διοικητικών μεθόδων διεύθυνσης, τις αναπόφευκτες δυσαναλογίες μεταξύ των δύο υποδιαιρέσεων της σοβιετικής οικονομίας στα πρώτα στάδια της οικοδόμησής της. Την ατέλεια του συστήματος σχεδιασμού που διαμορφώθηκε και την αδυναμία επικράτησής του και το οποίο δεν εξασφάλισε ευελιξία και ικανότητα ελιγμού στην οικονομική δραστηριότητα, τόσο στις μεμονωμένες επιχειρήσεις όσο και σε ολόκληρους κλάδους της παραγωγής. Την υπέρμετρη συγκέντρωση της παραγωγής, η οποία δημιούργησε, σε τελευταία ανάλυση, την ακαμψία των γιγαντιαίων συγκροτημάτων και συνεταιριστικών επιχειρήσεων, την αυξανόμενη αβεβαιότητα στον καθορισμό των αρμοδιοτήτων του σχεδιασμένου συστήματος κατανομής και των μηχανισμών της αγοράς, τέλος, τη μαζική πίεση και τη σταθερή απειλή πολέμου από τον καπιταλιστικό περίγυρο, που αποσπούσε πόρους, οι οποίοι προορίζονταν για τη χρηματοδότηση και την εξασφάλιση της αμυντικής ικανότητας του σοβιετικού κράτους.

Βεβαίως, πολλά από τα αρνητικά και τις αντιφάσεις που κατονομάστηκαν, υπερνικήθηκαν κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αλλά ανάμεσα στις προαναφερθείσες και άλλες αιτίες, υπήρξαν κάποιες που συσσωρεύονταν υπογείως και οδήγησαν την κοινωνία σε κρίση. Στη συνέχεια ονομάστηκαν από τους εγχώριους λιποτάκτες «περίοδος στασιμότητας». Κατά την άποψή μου, ένας από τους σημαντικότερους λόγους αυτής της κρίσης, η οποία ενισχύθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ήταν η επέκταση της παραγωγής. Δε δίνω έμφαση σε αυτό τυχαία, δεδομένου ότι αυτή η αιτία έχει συστηματικό, σύνθετο χαρακτήρα και κυριολεκτικά όλοι οι υπόλοιποι λόγοι της ήττας της Σοβιετικής Ενωσης και οι κοινωνικοί και οι οικονομικοί και οι πολιτικοί και οι οργανωτικοί, αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες σχετίζονται με αυτή.

Εξετάζοντας αυτήν την αιτία ως κλειδί, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αφαιρεθούμε από την όλη πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, των σταδίων της και όλων των σημαντικότερων συστατικών της.

Μιλώντας για το πρώτο στάδιο οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η δημιουργία βιομηχανικών συγκροτημάτων, και σε αυτή τη βάση η εκμηχάνιση της αγροτικής οικονομίας βασίζονταν στα τελευταία επιτεύγματα της επιστημονικής και τεχνικής σκέψης των αρχών του 20ού αιώνα. Γι’ αυτό το λόγο η υλοποίηση -και με τη βοήθεια της δικτατορίας του προλεταριάτου- στη δεκαετία του 1930, των συνθημάτων «η τεχνολογία στην περίοδο της ανασυγκρότησης τα λύνει όλα» και «τα στελέχη αποφασίζουν για όλα», οδήγησε στην αποφασιστική ώθηση προς τα εμπρός, στην πρωτοφανή στον κόσμο άνοδο της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής του εργαζόμενου λαού.

Το πρώτο πενταετές σχέδιο (1928-1932) υλοποιήθηκε σε 4 χρόνια και 3 μήνες. Εάν το εθνικό εισόδημα το 1928 ήταν 24.4 δισ. ρούβλια, το 1932 αυξήθηκε σε 45.5 δισ. ρούβλια, δηλαδή κατά 1,86 φορές. Η μέση ετήσια αύξηση των προϊόντων ήταν 16,6%. Αλλά δεν ήταν αυτό το κύριο. Το κύριο βρισκόταν στο γεγονός ότι η ΕΣΣΔ, από καθυστερημένη αγροτική χώρα, σε μερικά χρόνια μπήκε στις βιομηχανικά και τεχνικά ανεπτυγμένες χώρες.

Το 1933, συνοψίζοντας τα αποτελέσματα του πρώτου πενταετούς σχεδίου, ο Στάλιν έγραψε: «Δεν είχαμε μεταλλουργία σιδήρου, που είναι η βάση για την εκβιομηχάνιση της χώρας. Τώρα έχουμε. Δεν είχαμε βιομηχανία τρακτέρ. Τώρα έχουμε. Δεν είχαμε βιομηχανία αυτοκινήτων. Τώρα έχουμε. Δεν είχαμε κατασκευή εργαλειομηχανών. Τώρα έχουμε. Δεν είχαμε σοβαρή χημική βιομηχανία. Τώρα έχουμε. Δεν είχαμε βιομηχανία αεροσκαφών. Τώρα έχουμε. Από την άποψη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας βρισκόμασταν στην τελευταία θέση. Τώρα βρεθήκαμε σε μια από τις πρώτες θέσεις»1.

Αφού τέθηκε η βιομηχανική βάση του σοσιαλισμού, το πρώτο πενταετές σχέδιο μετεξελίχθηκε οργανικά στο δεύτερο. Αν και το νέο πενταετές σχέδιο συνέπεσε με την αυξανόμενη διεθνή ένταση, επέτρεψε να δοθεί μια νέα ώθηση στην ανάπτυξη της λαϊκής οικονομίας και στην τεχνική ολοκλήρωση της ανασυγκρότησης όλων των κλάδων της. Οι σύγχρονες στατιστικές κρύβουν ότι με το δεύτερο πενταετές σχέδιο, που πραγματοποιήθηκε σε 4 χρόνια, η Σοβιετική Ενωση πέτυχε να ξεπεράσει τον όγκο της βιομηχανικής παραγωγής της Αγγλίας και της Γερμανίας, που ήταν οι πλέον ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Αρκεί να πει κανείς ότι μόνο το εργοστάσιο του Μαγκνιταγκόρσκ το 1936 έτηξε 2,5 φορές περισσότερο τσίγκο από ό,τι ολόκληρη η Πολωνία. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να σημειωθεί ότι η αύξηση στην παραγωγικότητα της εργασίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνοδεύθηκε από την επέκταση της παραγωγής στη βάση της νέας τεχνολογίας, με την ενεργό οικοδόμηση των επιχειρήσεων στις Ενωσιακές Δημοκρατίες, ιδιαίτερα στην Κεντρική Ασία και στις ανατολικές περιοχές της Ρωσίας. Η τεχνική ανασυγκρότηση της αγροτικής οικονομίας της χώρας ολοκληρώθηκε στη διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου πενταετούς σχεδίου.

Οι επόμενες περίοδοι ανάπτυξης της Σοβιετικής Ενωσης συνέπεσαν, όπως είναι γνωστό, με το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, καθώς επίσης και με το βολονταρισμό της χρουστσιοφικής περιόδου. Μόνο το όγδοο πενταετές σχέδιο (1966-1970) υλοποιήθηκε πλήρως, όμως δεν έγινε δυνατό να ενισχυθεί αυτή η επιτυχία με την υλοποίηση του ένατου πενταετούς σχεδίου (1971-1975). Δεν έγινε κατορθωτό, πρώτ’ απ’ όλα, λόγω του ότι εξαντλήθηκαν οι θετικές δυνατότητες επέκτασης της παραγωγής, της πολιτικής για την επίλυση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων μέσω της αύξησης του δικτύου των επιχειρήσεων.

Η εκτατική μέθοδος σχεδιασμού και διεύθυνσης της οικονομίας βασίζεται, ως γνωστόν, στην αύξηση της παραγωγής του ενός ή του άλλου προϊόντος, λόγω μιας αύξησης σε όγκο της παραγωγικής ισχύος των ίδιων τεχνικά, τεχνολογικά και οργανωτικά ποιοτικών χαρακτηριστικών. Η εφαρμογή αυτής της μεθόδου προϋποθέτει αύξηση των θέσεων εργασίας (που σημαίνει αύξηση του αριθμού των εργαζομένων). Σε αντίθεση με αυτό, η εντατικοποίηση βασίζεται στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ή στη βελτίωση του τελικού αποτελέσματος με τη μείωση των δαπανών και των πόρων, που επιτυγχάνεται με την εισαγωγή τεχνικών, τεχνολογικών και οργανωτικών καινοτομιών. Οσο η επέκταση του δικτύου των επιχειρήσεων, του όγκου της παραγωγής υλοποιούνταν στην ΕΣΣΔ στη βάση της πρωτοπόρας, νεότερης τεχνολογίας και εξοπλισμού, η επέκταση της παραγωγής στις οικονομικές, στις κοινωνικές και στις πολιτιστικές σχέσεις ήταν δικαιολογημένη και είχε προοδευτικό χαρακτήρα.

Ομως στα τέλη της δεκαετίας του 1970, λόγω της όλο και μεγαλύτερης φθοράς του τεχνικού εξοπλισμού και παλαίωσης της τεχνολογίας, το ζήτημα της εισαγωγής καινοτομιών και της επιστημονικής και τεχνικής προόδου έγινε οξύ. Εγινε σαφές ότι οι εκτατικές μέθοδοι εξαντλήθηκαν. Το όγδοο πενταετές σχέδιο μπόρεσε να ισοσκελίσει επιτυχώς την υλοποίηση του σχεδίου ανόδου της ευημερίας των εργαζομένων, με την εισαγωγή και χρησιμοποίηση τεχνικών καινοτομιών και ορθολογιστικών προτάσεων. Ομως, ήδη από τότε, ορισμένοι οικονομολόγοι ξέχασαν να επισημάνουν τον κίνδυνο ότι οι προοδευτικές καινοτομίες και η ανασυγκρότηση της παραγωγής ξεφεύγουν της προσοχής του ΓΚΟΣΠΛΑΝ2 της ΕΣΣΔ, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με υπολογισμούς τους η υλοποίηση της ανασυγκρότησης των επιχειρήσεων και ο εκσυγχρονισμός του εξοπλισμού απαιτούσαν πολύ λιγότερες δαπάνες από ό,τι η οικοδόμηση νέων επιχειρήσεων. Ολα αυτά τα γνώριζαν οι κορυφές, τα γνώριζαν στην ΚΕ, τα γνώριζαν στο ΓΚΟΣΠΛΑΝ, τα γνώριζαν στο Υπουργικό Συμβούλιο της ΕΣΣΔ. Γιατί δεν υπήρξε η ανάλογη αντίδραση; Για δύο λόγους:

Πρώτον: Η μετάβαση στις εντατικές μεθόδους λειτουργίας θα απελευθέρωνε την πλεονάζουσα εργατική δύναμη, που ερχόταν σε αντίφαση με τη βασική αρχή του σοσιαλισμού «όλα για τον άνθρωπο, όλα στο όνομα του ανθρώπου» και με το γνωστό αξίωμα ότι «στο σοσιαλισμό δεν μπορεί να υπάρξει ανεργία». Η οικονομική αρχή της εντατικοποίησης της παραγωγής συγκρούστηκε με την εσφαλμένη ερμηνεία της αρχής του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού.

Δεύτερον: Οι προγραμματισμένοι στόχοι, όσον αφορά την παραγωγή προϊόντων, σε καμία περίπτωση δεν επέτρεπαν την εφαρμογή μιας ανασυγκρότησης ή ενός εκσυγχρονισμού -που επίσης προγραμματίστηκαν συχνά- η μη πραγματοποίηση των οποίων συνεπάγονταν πολύ μικρότερη τιμωρία από ό,τι η μη υλοποίηση του σχεδίου για την παραγωγή των βασικών προϊόντων της επιχείρησης. Υπό τέτοιες συνθήκες η εκτατική αύξηση των επιχειρήσεων ήταν πολύ συμφέρουσα και για την κομματική και οικονομική ηγεσία και για τους επικεφαλής των κατώτερων κρίκων. Και οι δύο αυτοί λόγοι δίνουν λαβή σε μερικούς σύγχρονους οικονομολόγους να βγάλουν το συμπέρασμα ότι η σοσιαλιστική μέθοδος διαχείρισης απαρνιέται τις επιστημονικές και τεχνικές καινοτομίες και οδηγείται σε φιάσκο μπρος στην επιστημονική και τεχνική επανάσταση, με συνέπεια αυτές οι καινοτομίες να μην είναι απαραίτητες στην κοινωνία και να μην έχουν προοπτική.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στα υλικά της Ολομέλειας της ΚΕ στις 25 και 26 Ιουνίου 1987 γίνεται λόγος για το γεγονός ότι σε μια σειρά από τις σημαντικότερες κατευθύνσεις της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου αρχίσαμε να καθυστερούμε, να είμαστε πίσω από την παγκόσμια επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση «κυρίως λόγω του ανεπίδεκτου της λαϊκής οικονομίας στις καινοτομίες». Πολύ χαρακτηριστική η φράση «του ανεπίδεκτου»! Σίγουρα την «προώθησαν» στους τότε κοντόφθαλμους, κοιμούμενους στις πολυθρόνες τους κομματικο-οικονομικούς ηγέτες οι εχθρικοί προς το σοσιαλισμό «σύμβουλοι» από το μηχανισμό της ΚΕ. Παρεμπιπτόντως, να τι γράφουν σήμερα αυτοί οι «σύμβουλοι» από το Ινστιτούτο Οικονομίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών: «Το σοσιαλιστικό σύστημα αποδείχτηκε ανίκανο για τη μετάβαση σε νέα ποιότητα οικονομικής ανάπτυξης, η οποία απαιτούσε την κατάκτηση των μεταβιομηχανικών τεχνολογιών, οι οποίες στηρίζονταν σε νέα ποιότητα ανθρώπινου δυναμικού. Κατά συνέπεια, φαίνεται βάσιμη η υπόθεση ότι οι αιτίες των αρνητικών φαινόμενων δε βρίσκονται στις διάφορες υποκειμενικές πλευρές, αλλά στο ίδιο το οικονομικό σύστημα». Ετσι είναι άραγε; Και εδώ είναι καιρός να μιλήσουμε γι’ αυτές τις «υποκειμενικές πλευρές», οι οποίες τάχα δεν επηρέασαν ουσιαστικά «την αφομοίωση των μεταβιομηχανικών τεχνολογιών».

Ο εκφυλισμός της κομματικής-οικονομικής ηγεσίας από τα χρόνια του Χρουστσιόφ απελευθέρωσε όλους τους φραγμούς για την αποκαλούμενη «κομματική ανέλιξη» όσων προέρχονταν από το μικροαστικό περιβάλλον, που, εφόσον ήταν κοντόφθαλμοι και ελάχιστα κατάλληλοι, απομάκρυναν από το τιμόνι της εξουσίας τους έξυπνους, τίμιους ηγέτες και προσποιούμενοι αφοσίωση «στην υπόθεση του κόμματος», δημαγωγούσαν και σταδιακά, μαζί με την εξουσία, πήραν στα χέρια τους και το κοινωνικό κεφάλαιο. Σε αυτούς αντιτάχθηκε η «παλαιά φρουρά» των επιμελών και ικανών στελεχών του κόμματος. Σε αυτή την αμφίρροπη μάχη μεταξύ των πραγματικών κομμουνιστών και των προσποιούμενων -προσαρμοζόμενων σε όλα τα επίπεδα κομματικής και διοικητικής εξουσίας- εμφανίστηκαν «σταυροδρόμια» (χρησιμοποιώντας φιλοσοφική γλώσσα), πραγματικές δυνατότητες για κίνηση της κοινωνίας προς τα μπρος και πραγματικές δυνατότητες για στασιμότητα και παρακμή. Ακριβώς αυτές οι αλληλοαποκλειόμενες δυνατότητες αποκαλύφθηκαν στη μορφή του υποκειμενικού παράγοντα, κατά την πρακτική διαμόρφωσης του σχεδίου και την υλοποίησή του, κατά το ένατο πενταετές σχέδιο (1971-1975).

Οπως σημειώνουν κάποιοι οικονομολόγοι-αναλυτές, στις κατευθύνσεις του 26ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ για το ένατο πενταετές σχέδιο, η διατύπωση του κύριου οικονομικού καθήκοντος του πενταετούς σχεδίου έφερε την ισχυρή σφραγίδα των πολιτικών φιλοδοξιών των συντακτών του. Αυτό το καθήκον, όπως καθοριζόταν από τις κατευθύνσεις, προοριζόταν για «να εξασφαλίσει σημαντική βελτίωση του υλικού και πολιτιστικού βιοτικού επιπέδου του λαού στη βάση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της σοσιαλιστικής παραγωγής, της ανόδου της αποτελεσματικότητάς της, της επιστημονικο-τεχνικής προόδου και της επιτάχυνσης της ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας». Στοχαστείτε πάνω σ’ αυτό το τσιτάτο! Οι συντάκτες των κατευθύνσεων ούτε που σκέφτηκαν ότι η δημιουργία της επιστημονικο-τεχνικής βάσης για την αύξηση της αποτελεσματικότητας της κοινωνικής παραγωγής, που απαιτεί μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίων και κρατικές δαπάνες, δε συνδυάζεται σε καμία περίπτωση με την ταυτόχρονη βελτίωση του υλικού βιοτικού επιπέδου του λαού μέσα στο σύντομο χρονικό πλαίσιο ενός πενταετούς σχεδίου.

Σχετικά με αυτό, μου έρχεται στο μυαλό μια πετυχημένη μεταφορά ενός από τους επιφανέστερους επιστήμονες οικονομολόγους της σύγχρονης Ουκρανίας: «Προσπαθούσαμε να πιέσουμε ταυτόχρονα το γκάζι και τα φρένα του κινούμενου αυτοκινήτου». Είναι κατανοητό ότι με αυτές τις ενέργειες το αυτοκίνητο ανατρέπεται ή -στην καλύτερη περίπτωση- εκτρέπεται από την πορεία του. Είναι αδύνατο να λυθούν ταυτόχρονα τα καθήκοντα της ραγδαίας ανόδου της οικονομίας και το καθήκον της εξίσου ουσιαστικής ανόδου του βιοτικού επιπέδου του λαού. Επ’ ευκαιρία, να πούμε ότι η διατύπωση του βασικού καθήκοντος του ένατου πενταετούς σχεδίου διαφέρει ριζικά από τη διατύπωση του βασικού καθήκοντος του όγδοου πενταετούς σχεδίου. Εκεί είχε τεθεί το καθήκον της βιομηχανικής ανάπτυξης, ενώ εδώ της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Οπως πιστοποίησε η πρακτική, στο όγδοο πενταετές σχέδιο οι δείκτες σε όλες τις κατευθύνσεις της οικονομικής δραστηριότητας αποδείχτηκαν πραγματοποιήσιμοι, ενώ στο ένατο πενταετές σχέδιο δεν υλοποιήθηκαν στο μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ. Ακριβώς ο υποκειμενικός παράγοντας, οι πολιτικές φιλοδοξίες και ο καριερισμός της ηγεσίας στα ανώτερα κλιμάκια διαδραμάτισαν εδώ το μοιραίο ρόλο, οδηγώντας την οικονομία της χώρας στον γκρεμό.

Η ίδια η τεχνολογία επεξεργασίας του ένατου πενταετούς σχεδίου το επιβεβαιώνει. Σύμφωνα με μαρτυρίες των οικονομολόγων, η γενίκευση των προτάσεων των υπουργείων, των ιδρυμάτων της ΕΣΣΔ και των Ενωσιακών Δημοκρατιών έδειξε ότι αυτές δε θα μπορούσαν να τεθούν απόλυτα ως βάση της επεξεργασίας των κύριων κατευθύνσεων του νέου πενταετούς σχεδίου, η οποία θα ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της πολιτικής καθοδήγησης της χώρας. Η υιοθέτησή τους θα σηματοδοτούσε τη ραγδαία επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της κοινωνικής παραγωγής, την επιδείνωση των δεικτών της αποτελεσματικότητάς της και συγχρόνως τη μείωση του ρυθμού αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων του πληθυσμού. Δηλαδή «οι κάτω» ήταν ενάντια στην προτεινόμενη αντίληψη του ένατου πενταετούς σχεδίου. Και όμως «οι πάνω» συνέχιζαν επίμονα «να πιέζουν το γκάζι και τα φρένα». Φαινομενικά οι ενέργειές τους έμοιαζαν καθ’ όλα σωστές: Εκείνα τα χρόνια οι επενδύσεις κεφαλαίων στον κλάδο της υλικής παραγωγής της ΕΣΣΔ ήταν περισσότερες κατά 10-12% απ' ό,τι στις ΗΠΑ και η αύξηση στο εθνικό εισόδημα ανά μονάδα επένδυσης κεφαλαίων ήταν σχεδόν το μισό απ’ ό,τι στις ΗΠΑ. Στη βιομηχανία της ΕΣΣΔ, ενώ ο όγκος της παραγωγής ήταν σημαντικά μικρότερος απ’ ό,τι στις ΗΠΑ, απασχολούνταν κατά 10 εκ. περισσότεροι εργαζόμενοι και συνολικά στον τομέα της υλικής παραγωγής απασχολούνταν κατά 30 εκ. περισσότεροι εργαζόμενοι, ενώ ο όγκος του εθνικού εισοδήματος ήταν μόλις το 60% του εθνικού εισοδήματος των ΗΠΑ. Στον Τύπο εκείνης της περιόδου υπήρχαν παραδείγματα της ορθολογικής αξιοποίησης της ανθρώπινης εργασίας στο εξωτερικό, χάρη στα αγαθά της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης (ΕΤΕ). Ετσι γράφτηκε ότι στις πτηνοτροφικές φάρμες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δύο άνθρωποι εξυπηρετούσαν πτηνοτροφεία με 120 χιλιάδες ωοτόκες κότες, ενώ στο καλύτερο σοβιετικό πτηνοτροφείο, το «Γιούζναγια» στην Κριμαία, μία κτηνοτρόφος εξυπηρετούσε μόνο 20 χιλιάδες ωοτόκες κότες. Εννοείται πως αυτοί οι αριθμοί και τα στοιχεία έθιξαν τον εγωισμό της κομματικής μας ηγεσίας και την ανάγκαζαν να απαιτεί από την επιτροπή σχεδιασμού να βγάλει «αντίστοιχα συμπεράσματα». Η ίδια η κομματική ηγεσία της χώρας δεν ασχολήθηκε με την εύρεση επαρκών λύσεων στα σύνθετα προβλήματα της υλοποίησης της ΕΤΕ στις συνθήκες του σοσιαλιστικού τρόπου διαχείρισης, στηριζόμενη στη δύναμη της εξουσίας και στο κύρος της διαταγής. Αυτός ο υποκειμενικός παράγοντας διαδραμάτισε μοιραίο ρόλο στην τύχη της Σοβιετικής Ενωσης.

Προκύπτει το νομοτελειακό ερώτημα: Υπήρχε άραγε ρεαλιστική διέξοδος από αυτή την κατάσταση; Ηταν άραγε πιθανή η μετάβαση από τις εκτατικές μεθόδους διαχείρισης στις εντατικές, στη βάση της εισαγωγής νέων τεχνικών και τεχνολογίας; Ναι, υπήρχε. Θα παραθέσω μία αναλογία. Μια πολύτεκνη οικογένεια αποφάσισε να χτίσει νέο σπίτι ή να επεκτείνει το υπάρχον. Τα χρήματα για την οικοδομή είναι λίγα και δεν προβλέπεται αύξηση των εσόδων. Τι θα κάνει; Βεβαίως, θα εξοικονομήσει από τις δαπάνες, θα μειώσει τις δαπάνες για τρόφιμα, για την αγορά πραγμάτων στο όνομα της μελλοντικής ευημερίας. Σε αυτή την περίπτωση είναι προφανές. Κανένας δε θα σκεφτόταν σε μια παρόμοια περίπτωση να βελτιώσει τη διατροφή του, να αποκτήσει τα απαραίτητα πράγματα κλπ. Κάτι παρόμοιο διαμορφώθηκε στην περίοδο της εκπόνησης του ένατου πενταετούς σχεδίου. Το να τεθεί το ζήτημα και να θεωρηθεί ως κύριος στόχος η «σημαντική βελτίωση του υλικού και πολιτιστικού βιοτικού επιπέδου του λαού» ήταν το ίδιο παράλογο και αφύσικο, όπως και το να ανέβει το βιοτικό επίπεδο της οικογένειας κατά την οικοδόμηση νέου σπιτιού σε συνθήκες περιορισμένων υλικών πόρων. Εδώ ισχύει η ετυμηγορία των επιστημόνων του Ιδρύματος οικονομίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, που δήλωσαν ότι στο ένατο πενταετές σχέδιο «ήταν απαραίτητο να πραγματοποιηθεί η ανακατανομή των πόρων από τους κλάδους, των οποίων η παραγωγή είναι στοιχείο της τρέχουσας παραγωγικής και μη παραγωγικής κατανάλωσης, στους κλάδους οι οποίοι παράγουν επενδυτικά προϊόντα και που πρώτοι από όλους καθορίζουν την τεχνική πρόοδο».

Χωρίς την επίλυση του προβλήματος της μετάβασης της κοινωνικής παραγωγής από τις εκτατικές μεθόδους στις εντατικές, η κομματική ηγεσία της χώρας μπήκε στο δρόμο του εξορκισμού και των κούφιων δηλώσεων ως προς την εντατικοποίηση. Τη δεκαετία του 1980 στην ΕΣΣΔ από παντού ηχούσαν εκκλήσεις για τη μετάβαση σε νέες, εντατικές μεθόδους διαχείρισης. Η θέση για την ανάγκη αυτής της μετάβασης διαπερνούσε σαν κόκκινη κλωστή τα υλικά του 26ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, όπου στις διάφορες σελίδες τους ξεχώριζαν οι φράσεις για την «εξασφάλιση της επιτάχυνσης της επιστημονικής και τεχνικής προόδου και της μετάβασης της οικονομίας στον εντατικό δρόμο ανάπτυξης». Πέντε χρόνια μετά, στο 27ο Συνέδριο, ήχησαν ξανά οι ίδιες εκκλήσεις-ξόρκια: «Για την υλοποίηση μεγάλης στροφής στην εντατικοποίηση της παραγωγής». «Η οικονομία μας», πιστοποιούσαν τα υλικά του Συνεδρίου, «έφτασε σε τέτοιο σημείο που μπορεί να αναπτυχθεί και μάλιστα γρήγορα, όχι λόγω της όλο και μεγαλύτερης αύξησης των πόρων, κάτι που γινόταν προηγούμενα, αλλά μέσω της ολόπλευρης εντατικοποίησης της παραγωγής, της εντατικοποίησης σε όλο το μέτωπο».

Εντούτοις, δεν πραγματοποιήθηκε η «μεγάλη στροφή» και η «εντατικοποίηση σε όλο το μέτωπο». Δεν το επέτρεψε η εσφαλμένη κατανόηση της βασικής αρχής του σοσιαλισμού: «Ολα για τον άνθρωπο, όλα στο όνομα του ανθρώπου». Η αποκαλούμενη «μέθοδος Σέκιν» (η προσπάθεια που έγινε στο χημικό συγκρότημα Σέκιν στην περιοχή της Τούλα να πραγματοποιήσει τον προγραμματισμένο όγκο εργασιών με «μικρότερο αριθμό ανθρώπων»), που διαφημίστηκε τότε πλατιά, παρέμεινε στο επίπεδο της πομπώδους έκκλησης. Η επέκταση της παραγωγής ενισχύθηκε, οδηγώντας την οικονομία της Σοβιετικής Ενωσης σε γελοιότητες και παράδοξα, όπως εκφράστηκε στον καιρό του ο γνωστός Σοβιετικός οικονομολόγος Ντμίτρι Βαλαβόι. Το πρώτο αυτών των παράδοξων συνίστατο στο γεγονός ότι ο αριθμός των θέσεων εργασίας υπερέβαινε τον αριθμό των εργατικών χεριών και σε αυτές τις συνθήκες προέκυψε η αυθόρμητη ρευστότητα του προσωπικού λόγω της αναζήτησης από τους εργαζομένους εργασιακών θέσεων που τους συνέφεραν. Οι νέες επιχειρήσεις, που οικοδομούνταν στη βάση της παλαιάς τεχνολογίας, δεν έφεραν τίποτα εκτός από ζημιές. Το δεύτερο παράδοξο συνίστατο στην τάση των διευθύνσεων των επιχειρήσεων, σε συνθήκες έλλειψης εργατικής δύναμης, να κρατήσουν με οποιοδήποτε κόστος τους εργαζομένους στις θέσεις τους, με αποτέλεσμα οι διευθυντές των τμημάτων ν’ αναγκάζονται, ενάντια στη θέληση και την επιθυμία τους, να εκπληρώνουν μη προβλεπόμενες για το τμήμα τους λειτουργίες, όπως η «διαπαιδαγώγηση».

Θυμάμαι, το 1983, κατά τη διάρκεια προγραμματισμένης επίσκεψης με συναδέλφους από το Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας σε συγκρότημα κατασκευής οικοδομικών υλικών στο Κίεβο, στο αφελές ερώτημα ενός από τους συναδέλφους μου: «Πώς κάνετε την επιλογή αυτών που προσέρχονται για εργασία;», ο επικεφαλής της επιχείρησης απάντησε ειρωνικά: «Είναι πολύ απλό. Παίρνουμε τους πάντες, ακόμη και τους διανοητικά καθυστερημένους». Μπορείτε να φανταστείτε ποια ήταν η απόδοση των …διανοητικά καθυστερημένων. Η επέκταση της παραγωγής όχι μόνο οδήγησε στη χρησιμοποίηση στις εργατικές θέσεις ακαμάτηδων, απαίδευτων, σουλατσαδόρων, αλλά και στη μαζική δημιουργία τέτοιων, αποτρέποντας συγχρόνως από την εργασία ευφυείς και ειδικευμένους εργαζομένους. Ετσι η οικονομική κρίση έγινε κρίση κοινωνική, που οδήγησε σε τελική ανάλυση στην αποδυνάμωση και την ήττα της Σοβιετικής Ενωσης.

Από τα παρουσιασθέντα γεγονότα και τις θέσεις είναι δυνατό να εξαχθούν τα ακόλουθα διδάγματα για το μέλλον.

Δίδαγμα πρώτο: Το αποκαλούμενο «ανεπίδεκτο του σοσιαλισμού στις καινοτομίες» εμφανίζεται ως τέτοιο μόνο κατά την αστική ερμηνεία της εντατικοποίησης της παραγωγής και είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα των πολιτικών φιλοδοξιών των υψηλά ιστάμενων προσώπων του κράτους και του κόμματος, που θυσίασαν τη μοίρα ολόκληρης της λαϊκής οικονομίας της Σοβιετικής Ενωσης για τα ιδιοτελή τους συμφέροντα. Με άλλα λόγια, ο υποκειμενικός παράγοντας, συγκρουόμενος με τις αντικειμενικές οικονομικές δυσκολίες στην πορεία ανάπτυξης του σοσιαλισμού, δεν μπόρεσε να τις υπερνικήσει επαρκώς. Οι κομμουνιστές της μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι απαραίτητο να μπολιάσουν αυτόν τον υποκειμενικό παράγοντα με σημαντική δόση πολιτικής εξυπνάδας, με την εισαγωγή στα καθοδηγητικά όργανα της εξουσίας του κόμματος των αρχών της εναλλαγής, της προτεραιότητας του ρόλου της συλλογικότητας και του δημοκρατισμού.

Δίδαγμα δεύτερο: Πρέπει αποφασιστικά να αποποιηθούμε τις απόψεις για το σοσιαλισμό ως συνεχή κλιμάκωση των αγαθών, ως ισομερή γραμμική άνοδο σε νέες βαθμίδες επιτυχιών και επιτευγμάτων. Είναι αναγκαίο να εξετάζουμε την ανάπτυξη του σοσιαλιστικού καθεστώτος με τις πλημμυρίδες και τις άμπωτες των επιτευγμάτων του ως κυματοειδή κίνηση με πτώσεις και ανόδους. Οσον αφορά φάσεις της ανάπτυξής του, όπως η εκτατικότητα και η εντατικότητα της οικονομικής δραστηριότητας, είναι απολύτως λογικό να αναμένουμε ότι η αλλαγή από την εκτατική φάση ανάπτυξης στην εντατική φάση θα συνοδεύεται από προσωρινή οικονομική πτώση, έπειτα από την οποία θα ακολουθήσει αναπόφευκτα απότομη άνοδος της κοινωνικής παραγωγής σε νέα επιστημονική και τεχνική βάση. Είναι εξαιρετικά σημαντικό σε αυτή την περίπτωση να αξιολογηθεί η πτώση στη δραστηριότητα της κοινωνικής παραγωγής ως προοίμιο για την απογείωσή της και όχι ως εμφάνιση κρίσης ή στασιμότητας και πολύ περισσότερο όχι ως ανάγκη για τη μετάβαση σε ένα άλλο κοινωνικό καθεστώς, σε ένα άλλο «πρότυπο» ανάπτυξής του.

Το τρίτο δίδαγμα συνίσταται στην ανάγκη να προσδιοριστούν έγκαιρα οι βέλτιστοι μηχανισμοί και οι όροι για την πραγματοποίηση της επιστημονικής, τεχνικής και οργανωτικής ανασυγκρότησης της παραγωγής, η εισαγωγή της στη φάση της εντατικοποίησης. Αυτό είναι το πιο σύνθετο και κρίσιμο σημείο του καθήκοντος, το οποίο δεν μπόρεσαν να λύσουν ούτε τα όργανα προγραμματισμού ούτε τα ανώτερα κρατικά και κομματικά επιτελεία. Καθώς πρακτικά δεν υπήρχε και δεν υπάρχει εμπειρία ριζικής επίλυσης αυτού του καθήκοντος, μπορούμε μόνο να μιλήσουμε για πιθανούς τρόπους επίλυσής του. Κατά την άποψή μου (σ.μ. οι τρόποι) είναι τουλάχιστον τρεις.

Ο πρώτος τρόπος είναι ν’ αυξήσουμε τις θέσεις εργασίας, μειώνοντας την εργάσιμη ημέρα. Αυτός ο τρόπος είναι αδύνατος στις συνθήκες της καπιταλιστικής επιχείρησης, αλλά στις συνθήκες της σοσιαλιστικής επιχείρησης μια αύξηση στην παραγωγικότητα της εργασίας, ακόμη και με την αξιακή εκτίμηση (της εργασίας), καθιστά πιθανή αυτή τη μείωση. Ολη η ατυχία της πρώην κομματικής και κρατικής ηγεσίας μας συνίστατο στο γεγονός ότι εισήγαγε τους νεωτερισμούς με τα μέτρα και τα πρότυπα της καπιταλιστικής μεθόδου διαχείρισης, κάτι που δεν έπρεπε να κάνει. Η έννοια «απελευθέρωση» των εργαζομένων μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο όσον αφορά τον καπιταλισμό. Οσον αφορά το σοσιαλισμό, εδώ αρμόζει μια άλλη έννοια, ο «περιορισμός της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας». Σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση πρέπει να αναζητηθεί η λύση του προβλήματος της μετάβασης στις εντατικές μεθόδους σοσιαλιστικής διαχείρισης.

Ο δεύτερος πιθανός τρόπος επίλυσης του προβλήματος της εντατικοποίησης είναι οι χρηματικές καταβολές στους εργαζομένους από τα πρόσθετα αποθηκευμένα κεφάλαια των επιχειρήσεων, που δημιουργούνται από διαφορετικές οικονομικές πηγές, στην περίπτωση ανασυγκρότησης των τμημάτων. Σε περιόδους αναγκαστικής παύσης, οι εργαζόμενοι, λαμβάνοντας προσωρινά επιδόματα από τέτοια κεφάλαια, θα εκπαιδεύονται σε νέες ειδικότητες, θα μαθαίνουν νέες λειτουργίες, που δημιουργούνται από τις τεχνικές καινοτομίες και την ανασυγκρότηση.

Τέλος, ο τρίτος πιθανός τρόπος επίλυσης του προβλήματος της εντατικοποίησης μπορεί να συνίσταται στην αναπόφευκτη και απαραίτητη -στις συνθήκες της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης- αλλαγή της εργασίας, την οποία ο Κ. Μαρξ ονόμασε στον καιρό του «καθολικό νόμο της κοινωνικής παραγωγής». Αυτός ο τρόπος επίλυσης του προβλήματος της εντατικοποίησης απαιτεί ιδιαίτερη εξήγηση.

Τον καιρό που έμπαινε οξυμένα το ζήτημα της εισαγωγής των επιστημονικών και τεχνικών καινοτομιών για τη μετάβαση της παραγωγής στον εντατικό δρόμο ανάπτυξης, στη Σοβιετική Ενωση, στην αρχή και τα μέσα της δεκαετίας του 1960, στις σελίδες του περιοδικού «Θέματα της Φιλοσοφίας» συζητήθηκε θυελλωδώς το πρόβλημα της ολόπλευρης και αρμονικής ανάπτυξης της προσωπικότητας. Εκείνη την περίοδο λίγοι από τους συμμετέχοντες στη συζήτηση συνέδεαν αυτό το αφηρημένο ακαδημαϊκό πρόβλημα με το πρακτικά σημαντικό θέμα της ανάγκης αλλαγής της εργασίας, αλλά η λανθάνουσα συσχέτιση του προβλήματος της ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας με την ανάγκη για τη μετάβαση στον εντατικό δρόμο ανάπτυξης είχε ήδη παρουσιαστεί. Στο βιβλίο «Επίκαιρα προβλήματα της κοινωνιολογίας της εργασίας», που εκδόθηκε από τον πανενωσιακό εκδοτικό οίκο «Εκονόμικα» στη Μόσχα το 1974, ο καθηγητής Ντ. Π. Καϊντάλοφ κι εγώ χαρακτηρίσαμε τη σημασία της αλλαγής της εργασίας για τη μετάβαση της κοινωνικής παραγωγής στον εντατικό δρόμο ανάπτυξης κατά τον ακόλουθο τρόπο: «Η αλλαγή στην εργασία θα γεννήσει τέτοιες σχέσεις που θα αντιστοιχούν στο δυναμικό χαρακτήρα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κατά τη μετάβαση στον κομμουνισμό, συνεχώς και έγκαιρα θα εξασφαλίζει τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού και της ανακατασκευής της παραγωγής. Αυτή η σημαντικότατη οικονομική λειτουργία της αλλαγής της εργασίας εμφανίζεται ως νομοτέλεια ήδη στις συνθήκες του σοσιαλισμού, στις συνθήκες αυξανόμενων ρυθμών επιστημονικής και τεχνικής προόδου, η οποία απαιτεί λειτουργικές μετακινήσεις της εργατικής δύναμης στην κοινωνική παραγωγή». Ενδεχομένως μια παρόμοια δήλωση να ήταν μη υλοποιήσιμη για εκείνους τους καιρούς. Ομως στις συνθήκες του μελλοντικού σοσιαλισμού, όταν πρωταρχική σημασία σε όλες τις παραγωγικές λειτουργίες, ανεξάρτητα της ειδίκευσής τους, αποκτήσει η τεχνολογία των υπολογιστών και η πλήρης αυτοματοποίηση των τεχνολογικών διαδικασιών, η απαίτηση της αλλαγής εργασίας θα γίνει επιτακτική ανάγκη των καιρών.

Αυτά είναι τα διδάγματα της μη πραγματοποιηθείσας νίκης του πρώιμου σοσιαλισμού στη σοβιετική του μορφή. Μπροστά μας αναμένει ο ώριμος σοσιαλισμός, που είναι εμπλουτισμένος τόσο από τη θετική όσο και από την αρνητική πείρα, η οποία μας επιτρέπει να δηλώσουμε με βεβαιότητα: Οχι πίσω στο σοσιαλισμό, αλλά εμπρός στο σοσιαλισμό!

ΣHMEIΩΣEIΣ:


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Γραπτή εισήγηση του Εβγκένιι Ι. Σουιμένκο στο διήμερο θεωρητικό συμπόσιο της ΚΟΜΕΠ που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 2007, με θέμα: «Ζητήματα της έρευνας σχετικά με τις αιτίες της νίκης της αντεπανάστασης και καπιταλιστικής παλινόρθωσης με επίκεντρο την ΕΣΣΔ».

** Ο Εβγκένιι Ι. Σουιμένκο είναι καθηγητής, διδάκτορας φιλοσοφικών επιστημών.

1. Ι. Β. Στάλιν: «Τα αποτελέσματα του πρώτου πεντάχρονου σχεδίου», συλλογή κειμένων «Ζητήματα Λενινισμού», σελ. 503.

2. Σ.μ.: Επιτροπή Κρατικού Σχεδιασμού.