Το κομμουνιστικό κόμμα είναι η οργανωμένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης, η εμπροσθοφυλακή της. Δε συνιστά η τοποθέτηση αυτή μια απλή θέση ή διαπίστωση. Πρόκειται για το θεμελιακό χαρακτηριστικό του Κόμματος Νέου Τύπου, το οποίο για πρώτη φορά δημιουργήθηκε στην τσαρική Ρωσία το 1903 και αφού είχαν προηγηθεί διάφορες μορφές εργατικών ενώσεων, της Διεθνούς. Η ίδρυση του κομμουνιστικού κόμματος δεν ήταν ρωσικό φαινόμενο, ανεξάρτητα πού πήρε σάρκα και οστά για πρώτη φορά. Γεννήθηκε ως «προϊόν» κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης, της αναγκαιότητας να αποκτήσει η εργατική τάξη το δικό της κόμμα. Είχε ήδη προβλεφθεί αυτή η αναγκαιότητα από τη θεωρητική επεξεργασία των Μαρξ και Ενγκελς. Οι θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού ανέλυσαν, με επιστημονικό τρόπο και μέθοδο, τα ιστορικά όρια του καπιταλισμού, τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης σε σχέση με την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η ταυτότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος ως κόμματος του πιο συνειδητού τμήματος της εργατικής τάξης, καθόλου δεν το στερεί από τη δυνατότητα να εκφράζει τα συμφέροντα όλων των εργαζομένων και αυτοτελώς και μέσα από τη στρατηγική συμμαχιών. Μέσα στις γραμμές των κομμουνιστικών κομμάτων δεν υπάρχουν μόνο οι καλύτεροι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης αλλά και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, των κοινωνικών της συμμάχων. Ολα τα μέλη του Κόμματος, ανεξάρτητα της ταξικής ένταξης και προέλευσης, παλεύουν για το σοσιαλισμό, εμπνέονται και υπερασπίζονται την επιστημονική θεωρία του σοσιαλισμού.
Οι οργανωτικές αρχές συγκρότησης και λειτουργίας του Κόμματος, το πού και πώς κτίζει τις κομματικές οργανώσεις βάσης, τα κριτήρια της κοινωνικής του σύνθεσης καθορίζονται από τα ταξικά συμφέροντα που εκφράζει.
Η αστική ιδεολογία και προπαγάνδα συγκέντρωσε όλα της τα πυρά στο χαρακτήρα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το ταξικό της ένστικτο αποδείχθηκε πολύ σωστό και εύστοχο. Δηλητηριώδη ήταν και είναι τα πυρά του αναθεωρητισμού, δεξιού και «αριστερού». Αν μάλιστα μελετήσουμε ή ξαναμελετήσουμε όλη εκείνη την περίοδο των θυελλωδών συζητήσεων για το τι Κόμμα χρειάζεται, με ποιες αρχές, εύκολα εξάγεται το συμπέρασμα ότι γεννήθηκε μέσα από την αδιάλλακτη διαπάλη με τον οπορτουνισμό στις γραμμές της τότε σοσιαλδημοκρατίας. Δίχως αυτή τη διαπάλη δε θα ήταν δυνατό να ιδρυθεί κόμμα νέου τύπου τη συγκεκριμένη στιγμή, όταν είχε ωριμάσει η αναγκαιότητα της επανάστασης.
Η αστική ιδεολογία, ο οπορτουνισμός έχουν και σήμερα συγκεντρώσει τα πυρά τους στο χαρακτήρα του Κόμματος, άμεσα και έμμεσα, με κατά μέτωπο ή και πλάγια επίθεση, θέτοντας το ερώτημα αν υπάρχει σήμερα εργατική τάξη και αν υπάρχει, αν μπορεί να είναι δύναμη ανατροπής. Πέρα από διαφορές υπάρχουν και σημεία συνάντησης μεταξύ τους, με κύριο γνώρισμα την πλαστογράφηση των θέσεων των κλασσικών τι καθορίζει την εργατική τάξη, ποια είναι τα κριτήρια γενικότερα για τον καθορισμό της κοινωνικοταξικής διάρθρωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας,
Χιλιοειπωμένα είναι τα πλαστά επιχειρήματά τους ότι τάχα ο Μαρξ ταύτισε την εργατική τάξη με την αμάθεια και τη χειρωνακτική δουλιά. Οτι τάχα εργατική τάξη είναι μόνο το εργοστασιακό προλεταριάτο ή ότι η ιδιότητα της εργατικής τάξης καθορίζεται από το εισόδημα, από το βαθμό εξαθλίωσης και κοινωνικού αποκλεισμού. Εχουν κάθε συμφέρον να λοιδορούν τα αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζουν το εύρος και κυρίως τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης σε σχέση με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, τη χρησιμοποίηση της εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος, την παραγωγή υπεραξίας και την υλοποίησή της. Προσποιούνται ότι δεν καταλαβαίνουν γιατί ο Μαρξ διακρίνει την εργασία σε παραγωγική και μη παραγωγική από τη σκοπιά του κεφαλαίου, με στόχο να βγάλουν έξω από την εργατική τάξη ένα μεγάλο μέρος της. Σήμερα ακόμα περισσότερο από πριν προβάλλουν την ανορθολογική θεωρία ότι το πού ανήκει κάποιος καθορίζεται από το τι πιστεύει για τον εαυτό του, από το επίπεδο της πολιτικής συνείδησης, της πολιτικής συμπεριφοράς.
Κατά την μεταπολεμική περίοδο, ιδιαίτερα στην Ευρώπη αλλά και στις άλλες ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, αναπτύχθηκε η λαϊκίστικη προπαγάνδα ότι η εργατική τάξη έπαψε να υπάρχει από τη στιγμή που ένα μέρος της, μικρότερο ή μεγαλύτερο, απέκτησε αυτοκίνητο, ιδιόκτητη κατοικία κλπ.
Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ή διαβάσει ότι δεν υπάρχει εργατική τάξη, δεν υπάρχει εργατικό κίνημα ανατροπής γιατί οι εργατοϋπάλληλοι δεν παλεύουν για το ψωμί αλλά για την μπριζόλα, το δεύτερο αυτοκίνητο, το δεύτερο σπίτι κλπ. Στο σημείο αυτό είναι φανερό ότι δε θέλουν και δεν μπορούν να κατανοήσουν το αντικειμενικά προοδευτικό στοιχείο που είναι η αλματώδης αύξηση των ανθρώπινων αναγκών, ο ιστορικός κάθε φορά χαρακτήρας τους. Η θεωρία περί της εργατικής τάξης που καταναλώνει και υπερκαταναλώνει συμφέρει την αστική τάξη και το σύστημά της, αλλά και τους κάθε λογής οπορτουνιστές. Η πρώτη για να περιορίσει όσο γίνεται τον αγώνα στο κατώτατο σημείο διεκδίκησης, μιας ελάχιστης αναδιανομής, την ίδια ώρα που γεμίζει την αγορά με πληθώρα προϊόντων αρκετά από τα οποία είναι περιττά, οδηγούν στη στρέβλωση των κριτηρίων για τις πραγματικές ανάγκες της ζωής. Οι δεύτεροι για να περιορίσουν τον αγώνα της εργατικής τάξης σε μια απλή βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης.
Το Κόμμα μας και στο παρελθόν και σήμερα παρακολουθεί τις εξελίξεις στην αύξηση και τη σύνθεση της εργατικής τάξης, μελετώντας τα στατιστικά στοιχεία, τις εξελίξεις στην οικονομία. Μελετά τις αλλαγές στους αυτοαπασχολούμενους, στην πόλη και στην ύπαιθρο. Συνολικά δηλαδή παρακολουθεί τις εξελίξεις στην κοινωνικοταξική διάρθρωση της κοινωνίας με στοιχεία αντικειμενικά και με βάση τα συνδυασμένα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την ένταξη στην εργατική τάξη. Παρακολουθεί τη διαδικασία προσέγγισης λαϊκών στρωμάτων προς την εργατική τάξη.
Ο χαρακτήρας του Κόμματος ως κόμματος της εργατικής τάξης, που εκφράζει και τα συμφέροντα όλων των εργαζομένων, προσδιορίζει και την οργανωτική του πολιτική, την κομματική οικοδόμηση, τη διάταξη δυνάμεων και στελεχών. Την ανάγκη να τηρείται και να ενισχύεται ο «χρυσούς» κανόνας της κοινωνικής σύνθεσης υπέρ της εργατικής τάξης, στις ΚΟΒ και στα όργανα, στο στελεχικό δυναμικό και πριν απ’ όλα στο ανώτερο καθοδηγητικό όργανο τη ΚΕ.
Κάθε διαταραχή στην κοινωνική σύνθεση, ιδιαίτερα στα όργανα, λάθη στην οργανωτική πολιτική και στις αρχές λειτουργίας, θα επιφέρουν σοβαρά προβλήματα στον ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό του Κόμματος, ιδιαίτερα αν δεν υπάρχει έγκαιρη αντιμετώπιση της κατάστασης.
Το 16ο Συνέδριο (2000) έδωσε μεγάλη έμφαση στο ζήτημα της αναδιάταξης των κομματικών δυνάμεων και των στελεχών με στόχο τη συγκέντρωση δυνάμεων στο κύριο και βασικό μέτωπο που είναι το εργατικό κίνημα. Στην αύξηση των ρυθμών στρατολογίας από τους πιο πρωτοπόρους εργάτες και εργάτριες, την οικοδόμηση ΚΟΒ στους εργασιακούς χώρους. Ανέδειξε τη σημασία που έχει να εξειδικευθεί η εργατική δουλιά στις γυναίκες, στη νεολαία, στους μετανάστες.
Το 17ο Συνέδριο (2005) άσκησε κριτική, κυρίως στην ΚΕ και στα άλλα καθοδηγητικά όργανα, γιατί τα βήματα που έγιναν στην αναδιάταξη δεν ήταν επαρκή, δεν κάλυψαν όλο το φάσμα των αναγκών. Δεν έγινε δυνατό με αποφασιστικότητα και πειστικό τρόπο να υπερνικηθεί ο δισταγμός και ο φόβος ότι η συγκέντρωση δυνάμεων θα αδυνατίσει την παρέμβαση του Κόμματος σε άλλα μέτωπα πάλης, ιδιαίτερα στις κομματικές οργανώσεις που κτίζονται με εδαφικά κριτήρια.
Ακριβώς επειδή έχουμε επίγνωση των δυσκολιών, των νέων προβλημάτων που συναντάμε και θα συναντήσουμε στην πορεία, ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να μείνουμε στοχοπροσηλωμένοι στο ζήτημα της κοινωνικής σύνθεσης των γραμμών μας, των στελεχών και, κατά κύριο, της διάταξης των δυνάμεων, που θα συμβάλλει και στην κομματική οικοδόμηση και στη διεύρυνση των δεσμών μας με την εργατική τάξη.
Οι όποιες αντικειμενικές δυσκολίες υπάρχουν δεν αποτελούν άλλοθι. Το ζήτημα κρίνεται στο επίπεδο του προσανατολισμού. Κρίνεται κατά πόσο περνάμε από τα λόγια στην πράξη που αντιστοιχεί στη βασική αρχή για τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης. Κατά πόσο φέρνουμε σε αντιστοιχία τα οργανωτικά μέτρα με τη θέση μας ότι δεν μπορεί να υπάρξει άνοδος του κινήματος αν δε σημειωθεί ανάκαμψη στο εργατικό κίνημα, αν δεν παρθούν πρωτοβουλίες από το ίδιο το εργατικό κίνημα για κοινωνική συμμαχία με τα άλλα λαϊκά στρώματα και τα κοινωνικά κινήματα. Το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο δε θα κτισθεί με βάση τα λαϊκά προβλήματα αλλά με θεμέλιο τη συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων. Τέτοιες επιλογές που συνδέονται με το βασικό προσανατολισμό δεν μπορεί να τροποποιούνται στο όνομα των δυσκολιών.
Αν εδώ δε συγκεντρώσουμε την προσοχή μας, τότε θα δουλεύουμε πολύ και σκληρά, θα ανεβάζουμε το κύρος μας στο λαό, αλλά δε θα υπάρξουν αποκρυσταλλώματα. Η δράση μας θα μένει ως ένα βαθμό στον αέρα, σκόρπια, θα υπόκειται στο θέλγητρο του εφήμερου, του προσωρινού. Αν δεν αλλάξουμε όλοι στάση στο ζήτημα της αναδιάταξης των δυνάμεων και της συγκέντρωσής τους στην εργατική τάξη και το κίνημα της, τότε όχι μόνο δε θα κάνουμε βήματα εμπρός, αλλά ελλοχεύει ο κίνδυνος πισωγυρίσματος.
Το 17ο Συνέδριο προσδιορίζει μάλιστα, στη βάση των εξελίξεων, σε ποιους κλάδους και τομείς οικονομίας πρέπει να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας, την οργανωτική μας πολιτική, την καθοδήγηση. Αναφέρει συγκεκριμένα[1]:
«Η πολιτική και μαζική δράση στην εργατική τάξη και τους άλλους μισθωτούς, η δράση για την πολιτική συμμαχιών της εργατικής τάξης είναι ενιαίο καθήκον όλων των κομματικών οργάνων και των ΚΟΒ, ανεξάρτητα από τις οικονομικές δραστηριότητες και την απασχόληση στο χώρο τους (σ.σ.: δική μας υπογράμμιση).
Η διάταξη των δυνάμεων και κυρίως των στελεχών για τη δουλιά στην εργατική τάξη πρέπει να ανταποκρίνεται στα παρακάτω συνδυασμένα κριτήρια:
- Τη συγκέντρωση της εργατικής τάξης κατά κλάδο και γεωγραφικά.
- Τη στρατηγική σημασία των τομέων και κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας π.χ. ενέργεια, μεταφορές.
- Το βαθμό συγκέντρωσης εργαζομένων κατά κλάδο σε μεγάλες επιχειρήσεις που εμφανίζουν μικρότερη διασπορά ανά τομέα και κλάδο π.χ. διυλιστήρια.
- Τη δυναμική των κλάδων με έμφαση σε αυτούς που γνωρίζουν ραγδαία ανάπτυξη, όπως είναι η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες, ο χώρος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Επίσης των κλάδων που βρίσκονται σε φθίνουσα μεν πορεία, έχουν όμως ακόμα μεγάλο μερίδιο στο σύνολο των μισθωτών, όπως είναι το δέρμα και το ένδυμα.
- Το βαθμό εκμετάλλευσης, στις εργασιακές συνθήκες και σχέσεις που επικρατούν στον κάθε τομέα ή κλάδο».
Η δυσκολία κατανόησης της αναδιάταξης των δυνάμεων και που συγκεντρώνεται «το κύριο χτύπημα» δεν είναι σημερινή. Μια ματιά να ρίξουμε στα κομματικά ντοκουμέντα του 9ου, 10ου, 11ου και 12ου Συνεδρίου θα δούμε ότι η κριτική ήταν πάντα έντονη όσον αφορά το πώς δουλεύουμε στην εργατική τάξη και το κίνημά της, με ολοκληρωμένο σχεδιασμό, με προοπτική, με όλες τις μορφές πάλης και όχι μόνο με κριτήριο τη μια πλευρά που είναι το συνδικαλιστικό κίνημα.
Οι μακρόχρονες αδυναμίες ολοκληρωμένης και στοχοπροσηλωμένης δράσης στην εργατική τάξη έκαναν το Κόμμα πιο ευάλωτο την περίοδο της κρίσης που προκλήθηκε με τη νίκη της αντεπανάστασης.
Χωρίς διάθεση παρελθοντολογίας, αξίζει να πάρουμε υπόψη ότι το πρόβλημα της δράσης στην εργατική τάξη απασχόλησε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πολλά κομμουνιστικά κόμματα. Εμφανίσθηκαν ιδεολογικές διαφορές και στο ζήτημα αυτό στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος.
Στην Ευρώπη, στα πλαίσια του αναθεωρητικού ρεύματος του ευρωκομουνισμού, εμφανίσθηκε σαφής υποβάθμιση και υποτίμηση του ρόλου της εργατικής τάξης. Αναγορεύθηκαν μάλιστα ορισμένα κοινωνικά κινήματα ως νέα υποκείμενα της πάλης και της επανάστασης. Είναι γνωστή η συζήτηση για τα λεγόμενα «νέα» κοινωνικά κινήματα. Το θέμα δεν είναι αν μελετάς τα διάφορα ξεσπάσματα των λαϊκών μαζών, κινήματα που αναπτύσσονται αυθόρμητα, όταν μάλιστα ελκύουν τη συμμετοχή εργαζομένων, νεολαίας. Το θέμα ανέκυψε καθώς αυτά τα λεγόμενα νέα κινήματα, ορισμένα από τα όποια δεν ήταν καθόλου νέα, εξελίχθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν σε αντιπαράθεση με την ταξική πάλη και το ρόλο της εργατικής τάξης. Τελικά από όλη αυτήν την ορμητική ανάπτυξη των λεγόμενων νέων κινημάτων, δεν έμειναν και πολλά πράγματα. Είχαν παροδικό χαρακτήρα, ακριβώς γιατί αναδείχθηκαν σε αντιπαράθεση με το εργατικό κίνημα.
Η διαπάλη γύρω από τα «νέα» κοινωνικά κινήματα επηρέασε ως ένα βαθμό και κομμουνιστικά κόμματα με προσήλωση στο μαρξισμό - λενινισμό. Οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι δε σκύψαμε θεωρητικά και πρακτικά σε νέα προβλήματα που εμφανίζονταν στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, στη διεύρυνση των γραμμών της εργατικής τάξης. Υποτιμήθηκε η αρνητική ιδεολογική και πολιτική επίδραση της σοσιαλδημοκρατίας. Υποτιμήθηκαν επίσης τα προβλήματα που γεννούσε η μείωση της απασχόλησης σε παραδοσιακούς κλάδους σε σχέση με την αύξηση της απασχόλησης σε νέους κλάδους και τομείς. Ανεξάρτητα από την προέλευση ή την υφή των αδυναμιών και της χαλάρωσης προσοχής, αντικειμενικά όταν χάνεται το επίκεντρο που είναι οι ανάγκες του εργατικού κινήματος, τότε θα γίνουν λάθη, θα υπάρξουν αστοχίες, θα υπάρξει μείωση της ικανότητας επιρροής των κομμουνιστικών ιδεών στην εργατική τάξη και το κίνημά της.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το κόμμα μας καταπιάστηκε με ζητήματα οργανωτικά και καθοδηγητικά των εργατικών ΚΟΒ, της κομματικής οικοδόμησης στους κλάδους. Από το 1974 και μετά δοκιμάστηκαν πολλοί τρόποι και μορφές στην οργανωτική διάρθρωση του κόμματος. Βήματα έγιναν, κατά περιόδους με αποτελέσματα, όμως ο κεντρικός αυτός προσανατολισμός δε διαπέρασε όλες τις κομματικές οργανώσεις, ανεξάρτητα αν ήταν δομημένες με βάση τον κλάδο ή τα εδαφικά όρια. Ο καταμερισμός δουλιάς στην εργατική τάξη βοηθούσε από φάση σε φάση με τη δημιουργία βοηθητικών επιτροπών ή υπευθύνων για την εργατική δουλιά στις εδαφικές οργανώσεις, όμως δε λειτούργησε ως μοχλός για να γίνει υπόθεση όλου του Κόμματος.
Τα οργανωτικά μέτρα δεν είναι η πανάκεια, μπορεί να υπάρχουν και εναλλακτικές λύσεις, ακόμα και πειραματισμοί. Το ζήτημα είναι τα οργανωτικά μέτρα να μελετώνται πολύ προσεχτικά και συλλογικά. Να συνδυάζονται με το σωστό περιεχόμενο δουλιάς και δράσης. Μόνο τότε κρίνεται αν το ένα ή το άλλο οργανωτικό μέτρο απέδωσε ή όχι. Χωρίς ιδεολογικοπολιτική στήριξη και αφομοίωση του Προγράμματος και της στρατηγικής μας είναι δύσκολο, ειδικά σήμερα, να υπάρξει πρακτικό αποτέλεσμα.
Από μια άποψη σήμερα είναι πιο πολλές οι αντικειμενικές δυσκολίες, οι οποίες προκύπτουν ως συνέπειες των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στις εργασιακές σχέσεις, στις ανακατατάξεις στους κλάδους και στη χωροθέτηση των επιχειρήσεων. Οι μαζικές απολύσεις οδηγούν και κομμουνιστές έξω από τους τόπους δουλιάς. Η εμφάνιση νέων επαγγελμάτων, σε συνδυασμό με την επαγγελματική κινητικότητα, δυσκολεύει τη συνδικαλιστική οργάνωση των εργατοϋπαλλήλων, ιδιαίτερα των νέων ηλικιών, προσθέτει εμπόδια στην κομματική οικοδόμηση.
Γι’ αυτό και πρέπει να κυριαρχήσει η αντίληψη του σωστού προσανατολισμού δουλιάς σε σχέση με τη στενή ποσοτική αντίληψη που υπάρχει σήμερα. Δεν είναι δυνατό να κυριαρχεί στη σκέψη μας ότι αφού έχουμε λίγες δυνάμεις σε έναν κλάδο, δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα. Δε δικαιολογείται να υποστηρίζουμε ότι είμαστε έξω από πολλούς εργασιακούς χώρους λόγω απολύσεων, λόγω μη προσλήψεων, άρα δεν έχουμε περιθώρια πολιτικής και μαζικής δουλιάς.
Γι’ αυτό και σήμερα τίθεται πιο έντονα το ζήτημα της αναδιάταξης και συγκέντρωσης των δυνάμεων, το ζήτημα της ειδίκευσης στελεχών στην εργατική δουλιά κατά κλάδο, τομέα οικονομίας κλπ.
Να αποτινάξουμε από πάνω μας τη συνήθεια που δυστυχώς έχει γίνει καθ’ έξιν να ταυτίζουμε τις εδαφικές οργανώσεις με αυτό που λέγεται τοπική δουλιά, τοπικά προβλήματα. Τα γεωγραφικά όρια μιας εδαφικής ΚΟΒ, μιας εδαφικής αχτίδας είναι λίγο πολύ συμβατικά. Καθορίζονται από τη διοικητική δομή, από μια σειρά περίπου τέτοια κριτήρια. Ο διαχωρισμός των προβλημάτων σε κλαδικά και τοπικά είναι ολότελα λαθεμένος. Οδηγεί στον τεχνητό διαχωρισμό των προβλημάτων των εργατοϋπαλλήλων και των άλλων εργαζομένων, σε προβλήματα του κλάδου ή του τόπου δουλιάς και του τόπου κατοικίας. Η κατακερματισμένη συνείδηση, οι τεχνητές διαιρέσεις και υποδιαιρέσεις είναι προϊόν της συστηματικής προπαγάνδας της αστικής ιδεολογίας, όπως είναι και η αντιστροφή της σχέσης αιτία-αποτέλεσμα, μορφή-περιεχόμενο κλπ.
Το πώς δηλαδή συνειδητοποιούν οι εργαζόμενοι τα προβλήματα τους, τις αιτίες τους, το πώς ιεραρχούν τα προβλήματά τους, το τι θεωρούν πρωτεύον ή δευτερεύον δεν έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, είναι προϊόν επεξεργασίας συνείδησης. Εμείς, κατανοώντας πώς σκέπτονται οι εργαζόμενοι, ακόμα και τη βαθύτερη ψυχολογία τους, οφείλουμε να μη γλιστράμε και να προσαρμοζόμαστε σε αυτό που υπάρχει, σε αυτό που έχει διαμορφωθεί, αλλά να συμβάλλουμε μέσα από το τοπικό και ειδικό να κατανοείται το γενικό, η ουσία του πολιτικού προβλήματος.
Αν οι εργαζόμενοι, στο μεγάλο μέρος τους, προσεγγίζουν το πολιτικό πρόβλημα μέσα από το μερικό, εμείς οφείλουμε να εξηγήσουμε το μερικό μέσα από τη γενική θεώρηση που κάνει η ιδεολογία μας, το Πρόγραμμά μας, η πολιτική μας γραμμή. Ταυτόχρονα πρέπει να παίρνουμε υπόψη ένα πάγιο επίσης πρόβλημα που εμφανίστηκε στο Κόμμα και πριν την καταιγίδα των αναδιαρθρώσεων. Αναφερόμαστε σε διαπιστώσεις που γίνονται σε παλαιότερα κομματικά ντοκουμέντα συνεδρίων, σύμφωνα με τις οποίες κυριαρχούσε το φαινόμενο της συνδικαλιστικοποίησης των εργατικών ΚΟΒ, των κλαδικών αχτίδων. Ομοίως δεν πρέπει να λησμονήσουμε επίσης την πείρα που διδάσκει ότι, όταν προσπαθούσαμε να αντιπαλέψουμε τη συνδικαλιστικοποίηση, σε ορισμένες περιπτώσεις, πέφταμε στην άλλη άκρη: τη γενική πολιτική δουλιά αποσπασμένη από τα προβλήματα ανάπτυξης της ταξικής πάλης.
Το κίνημα της εργατικής τάξης, οι ταξικές δυνάμεις που αναμετριώνται σήμερα με τις συμβιβασμένες ηγεσίες μπορούν και πρέπει να αναπτύξουν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δράσης και παρέμβασης για τα προβλήματα της νεολαίας και των γυναικών, που αποτελούν οργανικό τμήμα της τάξης, για τα προβλήματα επίσης του πολέμου, των εξοπλισμών, του περιβάλλοντος κλπ. Ετσι ενσαρκώνεται η ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης.
Κάθε παρέκκλιση από το ζήτημα της συγκέντρωσης δυνάμεων, άρα της αναδιάταξης, θα φέρει νέες δυσκολίες και στην πολιτική συμμαχιών του Κόμματος. Η πολιτική συμμαχιών του Κόμματος δε βασίζεται γενικά στα κοινά προβλήματα του λαού, των εργαζομένων. Βασίζεται στη συνειδητή δουλιά για να οικοδομείται, με διάφορες μορφές έως και με συστηματικό τρόπο, η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα άλλα μικροαστικά λαϊκά στρώματα στη βάση της αντίθεσης προς τα μονοπώλια, τον ιμπεριαλισμό. Αποτελεί το υπόβαθρο για να συμβούν διαφοροποιήσεις που μπορεί να φτάσουν ως την εμφάνιση νέων πολιτικών κομμάτων και σχημάτων σε ριζοσπαστική κατεύθυνση.
Ενα μεγάλο μέρος των μικροαστικών λαϊκών στρωμάτων βρίσκεται και θα βρίσκεται σε μια θέση μεγαλύτερης ή μικρότερης ταλάντευσης. Η επιφύλαξη που εκφράζουν και ο φόβος για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην προπαγάνδα της αστικής τάξης και στην επίδραση από ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις, αλλά και στη συγκεκριμένη ενδιάμεσή τους θέση στην κοινωνικοταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Από τη μια μεριά πιέζονται από τα μονοπώλια, τείνουν να γίνουν ολοκληρωτικά θύματα του συστήματος που από την άλλη τους δίνει τη δυνατότητα να μισθώνουν εργατική δύναμη, όντας οι ίδιοι αυτοαπασχολούμενοι.
Το πνεύμα του 17ου Συνεδρίου είναι καθαρό και ακόμα πιο καθαρές οι κατευθύνσεις του. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Ακόμα και αν αδυνατίσουν οι εδαφικές ΚΟΒ με τη μεταφορά δυνάμεων, ακόμα και αν δυσκολευτεί η δράση μας σε ορισμένα μέτωπα πάλης, αξίζει να προχωρήσουμε στη συγκέντρωση δυνάμεων στο βασικό, στο εργατικό κίνημα. Τα κενά θα είναι προσωρινά. Οσο δυναμώνει η δουλιά του Κόμματος στο εργατικό κίνημα τόσο θα αναπτύσσονται οι κομματικές δυνάμεις, τόσο θα διαμορφώνεται κλίμα, ατμόσφαιρα, θα συγκεντρώνονται δυνάμεις που θα δώσουν ώθηση και στα άλλα κινήματα και μέτωπα πάλης. Αλλωστε δεν είμαστε μόνοι μας, είμαστε πολλοί περισσότεροι από τις οργανωμένες δυνάμεις. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες φίλοι και οπαδοί, συνεργαζόμενοι, εργαζόμενοι σε διαδικασία προσέγγισης. Είναι ζήτημα λοιπόν πώς αξιοποιούμε όλες τις δυνάμεις που υπάρχουν γύρω μας, πώς βλέπουμε τις εφεδρείες.
Το ΚΚΕ είναι σε θέση να στηρίζει και να βοηθά την κοινωνικοπολιτική συμμαχία ώστε αυτή να αντέχει τις διαιρετικές διασπαστικές προσπάθειες.
Η πολιτική συμμαχιών του ΚΚΕ δεν είναι ζήτημα που λύνεται μόνο στις γραμμές του μαζικού κινήματος. Κάθε ΚΟΒ, κάθε αχτίδα, κάθε οργάνωση πόλης ή περιοχής πρέπει να έχει μελετημένο σχέδιο για την κοινωνική και πολιτική συμμαχία, κατά κλάδο, σε διακλαδικό επίπεδο, στον κάθε τομέα της οικονομίας, σε καθολικό επίπεδο. Αυτό τελικά πρέπει να λυθεί στο επίπεδο της ΚΟΒ που είναι η κινητήρια δύναμη στο χώρο της για την κοινή δράση των αντιμονοπωλιακών, αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Αν όλο το Κόμμα θα δουλέψει σε αντιστοιχία με τον επαναστατικό του χαρακτήρα, ως συνειδητή πρωτοπορία της εργατικής τάξης που εκφράζει βεβαίως και τα συμφέροντα των άλλων εργαζομένων, εξαρτάται όχι αν υπάρχουν σήμερα τόσα ή άλλα εμπόδια, αλλά κατά πόσο έχουμε διασφαλίσει τη γνώση και την αφομοίωση της στρατηγικής μας, πόσο παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Αυτό που συνιστά τη διαφορά ενός ΚΚ από άλλα ριζοσπαστικά κόμματα, που υπήρχαν ή υπάρχουν ή θα υπάρξουν, είναι ότι εμείς έχουμε συνείδηση των ιστορικών ορίων του καπιταλισμού, της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού, του ρόλου της εργατικής τάξης στην επανάσταση. Και αυτό πρέπει να εκφράζεται παντού, σε κάθε πλευρά, πτυχή και φάση της ενιαίας δράσης μας.
Η δύναμη του κινήματος βρίσκεται στον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης. Σε αυτή τη θέση θεμελιώνεται και η κατευθυντήρια γραμμή για την οργανωτική μας πολιτική.