της Σύνταξης


ΚΟΜΕΠ

«...για την ενεργειακή βιομηχανία, στις μέρες μας, ελάχιστα άλλα μέρη (στον κόσμο) αποτελούν μια τόσο σύνθετη σκακιέρα [...] η Ανατολική Μεσόγειος έχει προκαλέσει το όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον μεγάλων διεθνών πετρελαϊκών εταιριών...».

Η παραπάνω εκτίμηση του αμερικανικού ιδρύματος «Στράτφορ» αναδεικνύει μια σημαντική αιτία της κλιμάκωσης των αντιπαραθέσεων στην περιοχή μας, ειδικά αν διαβαστεί σε συνδυασμό με την αντίστοιχη εκτίμηση του Ινστιτούτου Γεωλογικών Ερευνών των ΗΠΑ (την οποία επικαλέστηκε το «Μπλούμπεργκ»), σύμφωνα με την οποία η θαλάσσια περιοχή από την Κύπρο προς το Λίβανο και την Αίγυπτο θα μπορούσε να περιέχει περισσότερα αποθέματα φυσικού αερίου από τα σημερινά αποδεδειγμένα αποθέματα των ΗΠΑ. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε δηλώσεις όπως αυτή της Αυστριακής υπουργού Εξωτερικών –η οποία, θέλοντας να αναδείξει τη σημασία των Δυτικών Βαλκανίων για την ΕΕ, διερωτήθηκε ρητορικά προς τους δημοσιογράφους: «Ποιος θα βρεθεί πρώτος στο Βελιγράδι; Η Κίνα ή η ΕΕ;»– καταλαβαίνουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας περιοχής όπου διασταυρώνονται πολλές και αντιμαχόμενες επιδιώξεις καπιταλιστικών εταιριών, κρατών και διακρατικών συμμαχιών.

Η αντιπαράθεση για τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών, δρόμων μεταφοράς ενέργειας-εμπορευμάτων και αγορών σε συνδυασμό με αντιμαχόμενες επιδιώξεις οικονομικής και πολιτικής υπεροχής στην περιοχή μεταφράζονται σε όξυνση των στρατιωτικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων, των απειλών, ακόμα και των κινήσεων έμπρακτης παρεμπόδισης των αντίπαλων σχεδιασμών. Στη θέα της «λείας», η κάθε αστική τάξη που εμπλέκεται στην περιοχή δείχνει τα δικά της «δόντια» –τα οποία φυσικά είναι ανάλογου μεγέθους με το γενικότερο «μπόι» της– με στόχο την προώθηση των δικών της επιδιώξεων και την αναβάθμιση της θέσης της στην περιοχή. Όσον αφορά την ιδεολογική στήριξη αυτών των επιδιώξεων, αξιοποιούνται τόσο ο εθνικισμός όσο και ο κοσμοπολιτισμός, με το μίγμα μεταξύ τους να αλλάζει ακόμα και στα ίδια πολιτικά κόμματα ή πρόσωπα ανάλογα με την εκάστοτε στόχευση.

Προσπαθώντας να ιχνηλατήσουμε τις εξελίξεις στην περιοχή, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας δύο σημαντικά πράγματα: Το πρώτο είναι ότι κάθε κίνηση των αστικών τάξεων, των κρατών και των συμμαχιών τους σε αυτήν τη «σκακιέρα» συνδέεται με τις υπόλοιπες κινήσεις, καθώς και με αυτές των αντιπάλων, εντασσόμενη σε ένα γενικότερο σχέδιο παρέμβασης-διαπραγμάτευσης στην περιοχή. Αυτό κρύβεται πίσω και από δηλώσεις όπως η ακόλουθη του Ερντογάν: «Ό,τι είναι το Αφρίν για μας, το ίδιο είναι και τα δικαιώματά μας στο Αιγαίο και στην Κύπρο».

Το δεύτερο είναι ότι η συνθετότητα των ανταγωνισμών οδηγεί κατά καιρούς σε αναδιατάξεις στις σχηματισμένες συμμαχίες. Αυτό γίνεται καθαρό τόσο από την όξυνση την τελευταία διετία των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ και την προσέγγισή της με τη Ρωσία, όσο και από την πολύ πρόσφατη περιπλοκή που δημιουργήθηκε στις σχέσεις Ρωσίας-Ιράν-Τουρκίας (που έχει σφυρηλατηθεί στη βάση της προσέγγισής τους σχετικά με το μέλλον της Συρίας) μετά την τουρκική εισβολή στο Αφρίν και τη συμμετοχή πολλών ένοπλων προερχόμενων από το Ιράν στις αντίμαχες «Λαϊκές Δυνάμεις».

Ας ξεκινήσουμε όμως από τη μεγάλη εικόνα. Τόσο στη βόρεια όσο και στη νοτιοανατολική γειτονιά της Ελλάδας κονταροχτυπιούνται καταρχάς οι πανίσχυρες δυνάμεις του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στα Βαλκάνια παρεμβαίνουν: Οι ΗΠΑ, με στόχο –μεταξύ άλλων– την ολοκλήρωση της στρατιωτικής και πολιτικής περικύκλωσης της Ρωσίας και τη μείωση της γενικότερης επιρροής της. Η Ρωσία, με στόχο την αποφυγή αυτής της περικύκλωσης, αλλά και την προώθηση της ενεργειακής τροφοδότησης τόσο της ίδια της περιοχής όσο και της ΕΕ μέσω αυτής της περιοχής με ρωσικό φυσικό αέριο. Η ΕΕ, η οποία στην πρόσφατα δημοσιευθείσα «Στρατηγική για τα Δυτικά Βαλκάνια» σημείωνε ότι «αποτελεί πολιτική προτεραιότητα να συνδεθούν οι υποδομές μεταξύ της ΕΕ και των Δυτικών Βαλκανίων και να επιταχυνθεί η ανάπτυξη διασυνδεδεμένων διευρωπαϊκών δικτύων στους τομείς των Μεταφορών, της Ενέργειας και των ψηφιακών υπηρεσιών». Και η Κίνα, για την οποία τα Βαλκάνια αποτελούν βασικό κομμάτι των σχεδιασμών της για εισαγωγή κινεζικών εμπορευμάτων στην ΕΕ στο πλαίσιο του γενικότερου σχεδίου «Μία Ζώνη - Ένας Δρόμος».

Επιπλέον, τα Βαλκάνια αποτελούν για όλες τις αστικές τάξεις μια μεγάλη αγορά για εξαγωγές κεφαλαίων κι εμπορευμάτων, με φθηνή εργατική δύναμη και σημαντικές ενεργειακές πηγές. Όπως δήλωσε, άλλωστε, με αστικό κυνισμό στην ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου η ύπατη εκπρόσωπος της ΕΕ, αρμόδια για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας, Φεντερίκα Μογκερίνι: «Τι προοπτικές και δυνατότητες θα υπάρξουν για όλους μας, αν ενσωματώσουμε αυτήν την αγορά των 80 εκατομμυρίων ατόμων».

Για να καταλάβουμε την περιπλοκή της κατάστασης στα Βαλκάνια, αρκεί να σημειώσουμε ενδεικτικά ότι η ΠΓΔΜ, η οποία επιδιώκει να ενταχτεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, ανήκει ταυτόχρονα στην «Πρωτοβουλία 16+1» (στην οποία συμμετέχουν η Κίνα και 16 κράτη της Αν. Ευρώπης και των Βαλκανίων), την ίδια στιγμή που στη χώρα υπάρχουν ισχυρά ρωσικά ερείσματα, ενώ η Σερβία έχει υπογράψει κοινή αμυντική συνθήκη με τη Ρωσία και συζητά τη ρωσική πρόταση για ένταξή της στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση.

Αντίστοιχα, στη νοτιοανατολική γειτονιά της χώρας μας, στο νοτιοανατολικό άκρο της Μεσογείου, βρίσκονται όπως αναφέραμε μεγάλα αποθέματα υδρογονανθράκων. Επίσης, σε αυτόν το χώρο πραγματοποιείται το 30% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου, ενώ η περιοχή έχει μεγάλη σημασία για τη στρατιωτική και οικονομική υπεροχή στην Ευρασία. Παράλληλα, η ανακάλυψη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου εκτίναξε και τη σημασία της περιοχής για τη μεταφορά ενέργειας, με τελευταία εξέλιξη την υπογραφή στα τέλη του 2017 «μνημονίου συναντίληψης» για την προοπτική κατασκευής του αγωγού East Med ανάμεσα στους υπουργούς Ενέργειας της Ελλάδας, της Κύπρου, του Ισραήλ και της Ιταλίας.

Οι αστικές τάξεις της περιοχής προσπαθούν να «κουμπώσουν» τους δικούς τους σχεδιασμούς με κάποιους από τους σχεδιασμούς των ισχυρότερων κρατών και συμμαχιών. Οι βασικές επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης στην περιοχή είναι οι εξής: Η συμμετοχή της στα ευρωατλαντικά σχέδια του Νότιου Ενεργειακού Διαδρόμου της ΕΕ για μεταφορά φυσικού αερίου στα Βαλκάνια και στην ΕΕ με αγωγούς (ΤΑΡ, IGB, East Med κ.ά.) και με θαλάσσια μεταφορά υγροποιημένου LNG (στην οποία πρωταγωνιστεί το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο), η διεύρυνση των ήδη ισχυρών επενδυτικών της θέσεων στα Βαλκάνια, η ενίσχυση της προοπτικής χερσαίας μεταφοράς (κυρίως κινεζικών) εμπορευμάτων από το λιμάνι του Πειραιά στην ΕΕ διαμέσου των Βαλκανίων, η διασφάλιση ενός σταθερού πλαισίου αξιοποίησης των εγχώριων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπου θα πρωταγωνιστήσουν η αμερικανική «ExxonMobil» και η γαλλική «Total», η ενίσχυση της ελληνικής παρουσίας στην έρευνα ενεργειακών κοιτασμάτων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο (με το ισραηλινό κράτος να έχει παραχωρήσει στην ελληνική «Energean» τα κοιτάσματα Karish και Tanin στην ΑΟΖ της και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό να βραβεύει το Γενάρη το διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας, Μαθιό Ρήγα).

Προς όφελος αυτών των επιδιώξεων, το ελληνικό κράτος προσπαθεί να αξιοποιήσει την ενεργή σύμπλευσή του με τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ στην περιοχή και την όξυνση των σχέσεων των παραπάνω με την Τουρκία. Την ίδια στιγμή, βαθαίνει τη συνεργασία του με χώρες όπως η Κύπρος, το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Ιορδανία. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Ελλάδας στην προώθηση της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης των Βαλκανίων» ή, με άλλα λόγια, ο ρόλος του «μεντεσέ μεταξύ της Ευρώπης και της ευρύτερης γειτονιάς», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε για την Ελλάδα ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα. Αυτή η προθυμία, άλλωστε, της ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί μαζί με άλλους παράγοντες (όπως, π.χ., την επιδίωξη αντιστάθμισης μιας ενδεχόμενης αλλαγής της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής) σημαντικό παράγοντα τροφοδότησης της βιασύνης των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ να διευθετηθεί άμεσα και το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ ως προϋπόθεση ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ μέχρι το καλοκαίρι.

Αντίστοιχα, η τουρκική αστική τάξη διεξάγει μια σύνθετη διαπραγμάτευση (κυρίως με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ), με βασικούς στόχους την αποτροπή δημιουργίας ανεξάρτητου Κουρδιστάν στον άξονα Β. Ιράκ - Συρίας, τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών Κιρκούκ-Μοσούλης, τη συμμετοχή στα κέρδη από την αξιοποίηση των ενεργειακών πηγών της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και τη διεκδίκηση διοχέτευσης φυσικού αερίου στην ΕΕ μέσω αγωγών που θα περνάνε από το έδαφός της. Σε αυτούς τους στόχους υποτάσσεται και η σταθερή αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου και της Ελλάδας και ιδιαίτερα η προσπάθεια αποτροπής οριοθέτησης των σχετικών ΑΟΖ. Στα Βαλκάνια, η Τουρκία επιδιώκει σταθερά να αξιοποιεί προς όφελός της το έντονο μουσουλμανικό στοιχείο, με αιχμή παρέμβασής της τις ιδιαίτερα προνομιακές της σχέσεις με την Αλβανία. Την επιδίωξη των αυτοτελών στόχων της τουρκικής αστικής τάξης υπηρετεί και η αναδιάταξη των συμμαχιών της, οι οποίες στράφηκαν προς χώρες όπως η Ρωσία και το Ιράν, με τον Τούρκο πρόεδρο να φτάνει μάλιστα να δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς για τις ΗΠΑ ότι «δεν έχουν δοκιμάσει οθωμανικό χαστούκι».

Οι παραπάνω αντιμαχόμενες επιδιώξεις αποτελούν το φόντο και της όξυνσης των σχέσεων ανάμεσα σε Ελλάδα-Τουρκία-Κύπρο. Το τελευταίο διάστημα είχαμε σημαντικές εξελίξεις, όπως ο εμβολισμός ελληνικού σκάφους του ελληνικού Λιμενικού, σε συνδυασμό με τις συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά αεροσκάφη και η παρεμπόδιση από το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό των γεωτρήσεων του πλοίου-γεωτρύπανου «Saipem 12.000» (που δρούσε για λογαριασμό του ιταλικού ενεργειακού κολοσσού ΕΝΙ) στο οικόπεδο 3 της κυπριακής ΑΟΖ.

Αντίστοιχη κλιμάκωση υπήρξε και στις φραστικές αντιπαραθέσεις των κρατικών αξιωματούχων Ελλάδας και Τουρκίας. Από την ελληνική πλευρά, ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι «τους ενοχλεί η αναβαθμισμένη θέση της Ελλάδας στις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή [...] θα πρέπει να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα», ενώ ο υπουργός Εξωτερικών μετά το επεισόδιο στα Ίμια δήλωσε ότι «δε θα υπάρξει ξανά τέτοια ειρηνική συμπεριφορά από την ελληνική πλευρά». Από την πλευρά του, ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν επανέλαβε συστάσεις προς «ξένες εταιρίες να μην επιτρέψουν τη μετατροπή τους σε ένα εργαλείο για ζητήματα που ξεπερνούν τα όρια και την ισχύ τους, εμπιστευόμενες την ελληνοκυπριακή πλευρά», ενώ παράλληλα σημείωσε απευθυνόμενος σε Αθήνα και Λευκωσία ότι «από εδώ προειδοποιούμε αυτούς που υπερβαίνουν τα εσκαμμένα στην Κύπρο και στο Αιγαίο να μην κάνουν λάθος λογαριασμούς [...] η επίδειξη δύναμής τους ισχύει μέχρι να δουν τα αεροσκάφη, το στρατό και το στόλο μας». Παράλληλα, κάλεσε τον τουρκικό λαό να βρίσκεται σε «ετοιμότητα επιστράτευσης», με ενδεχόμενη την αποστολή «φύλλων πορείας» ενόψει ενός «θερμού καλοκαιριού».

Χωρίς να επεκταθούμε ιδιαίτερα, αξίζει να σημειώσουμε ότι η όξυνση των πολυεπίπεδων καπιταλιστικών ανταγωνισμών επεκτείνεται και σε πολλά άλλα σημεία του κόσμου. Ενδεικτικά, κατά την περιοδεία του σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, ο ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον στοχοποίησε ανοιχτά την ενίσχυση της παρουσίας της Κίνας, Ρωσίας στην περιοχή, φτάνοντας να λέει για την πρώτη ότι «η Λατινική Αμερική δε χρειάζεται νέες αυτοκρατορικές δυνάμεις»... Λίγες μέρες πριν (στα τέλη Γενάρη) είχε επισκεφτεί τη Λατινική Αμερική και ο ΥΠΕΞ της Κίνας, με διακηρυγμένο στόχο την «προώθηση του ελεύθερου εμπορίου με αμοιβαίο όφελος». Εκεί αποκάλεσε τη Λατινική Αμερική «φυσική προέκταση» και «απαραίτητο συμμετέχοντα» του στρατηγικού κινεζικού εγχειρήματος «Πρωτοβουλία Μία Ζώνη-Ένας Δρόμος».

Οι οικονομικοί ανταγωνισμοί ανάμεσα στα διάφορα καπιταλιστικά κράτη εκφράστηκαν και στο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός το Γενάρη. Εκεί, ο Αμερικανός εκπρόσωπος Εμπορίου Γουίλμπουρ Ρος ανακοίνωσε την επιβολή δασμών στις εισαγωγές φωτοβολταϊκών και πλυντηρίων, προκαλώντας την άμεση αντίδραση της Κίνας και της ΕΕ, ενώ σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «υπήρχαν ανέκαθεν εμπορικοί πόλεμοι, αλλά τώρα τα αμερικανικά στρατεύματα είναι στις επάλξεις», υπονοώντας με τη λέξη «στρατεύματα» την ενεργητική εμπορική πολιτική των ΗΠΑ υπό την προεδρία Τραμπ. Αντίστοιχα, μετά τις αναφορές Τραμπ το Φλεβάρη για επιβολή ειδικών φόρων στις εισαγωγές προϊόντων χάλυβα και αλουμινίου, εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών ανακοίνωσε ότι «εάν πραγματικά υπάρξουν περιορισμοί από τις ΗΠΑ στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μας, η ΕΕ θα ανταποκριθεί κατάλληλα». Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη που τάσσονται υπέρ του προστατευτισμού και σε αυτά που τάσσονται υπέρ του ελεύθερου εμπορίου δεν είναι καθόλου παγιωμένη (αφού κριτήριο επιλογής για το μίγμα αυτών των δύο αποτελεί για όλους η επιδίωξη του μεγαλύτερου κέρδους), με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της Ινδίας, η οποία ενώ στα τέλη Γενάρη εντασσόταν στο στρατόπεδο των υποστηρικτών του ελεύθερου εμπορίου, μόλις δύο βδομάδες μετά αύξησε τους δασμούς στα εισαγόμενα εμπορεύματα προκαλώντας την αντίδραση μιας σειράς κρατών.

Μέρος του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ (κυρίως Γερμανίας) αποτελούν –μετά τις προηγηθείσες αμερικανικές αποκαλύψεις για τις Volkswagen και Siemens, αλλά και τα πρόστιμα της ΕΕ στις αμερικανικές Google και Apple– και οι έρευνες του αμερικανικού κράτους για την ελβετογερμανικών συμφερόντων φαρμακευτική Novartis. Την ίδια στιγμή, η Κομισιόν καταστρώνει σχέδια για υψηλότερη φορολογία και περιορισμούς στους τεχνολογικούς κολοσσούς των ΗΠΑ, όπως η «Google» και το «Facebook», ενώ κινεζικές εταιρίες εξαγοράζουν ευρωπαϊκές υποδομές και μεγάλα μετοχικά πακέτα (ακόμα και «εμβληματικών» ευρωπαϊκών εταιριών, με τελευταίο παράδειγμα την «Ντέιμλερ - Μερσεντές») προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις από ευρωπαϊκά μονοπώλια που ζητάνε από την ΕΕ επιπλέον μέτρα για τη θωράκισή τους από την επέκταση των Κινέζων.

Σε κάθε περίπτωση, τέτοιου είδους διαμάχες αποτελούν τη βάση της όξυνσης των πολιτικών και στρατιωτικών σχέσεων μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών και συμμαχιών σε όλο τον κόσμο. Όπως ενδεικτικά αναφέρεται στην Έκθεση της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια: «Τον τελευταίο χρόνο, ο κόσμος έχει πλησιάσει –πολύ πολύ κοντά– στο χείλος μιας σημαντικής σύγκρουσης».

Στο ίδιο πνεύμα και το γνωστό –για τη στρατηγική του «ματιά»– βρετανικό περιοδικό «Economist», το οποίο στο τελευταίο τεύχος του Γενάρη περιείχε αφιέρωμα με τίτλο: «Ο επόμενος πόλεμος» στο βασικό άρθρο του οποίου αναφερόταν: «Τα τελευταία 25 χρόνια ο πόλεμος έχει αφαιρέσει πολλές ζωές. Ωστόσο, ακόμα κι αν οι πολιτικές και θρησκευτικές διαμάχες μαίνονταν στη Συρία, την Κεντρική Αφρική, το Αφγανιστάν και το Ιράκ, μια ολέθρια σύγκρουση ανάμεσα στις πιο ισχυρές δυνάμεις του κόσμου παρέμενε σχεδόν αδιανόητη. Όχι πια [...] Η αντιπαράθεση σε μια κλίμακα και ένταση πρωτόγνωρη για την περίοδο μετά από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καθίσταται και πάλι πιθανή».

Όλα αυτά τα καπιταλιστικά κράτη, τα οποία αγωνίζονται παγκοσμίως υπερασπιζόμενα στρατιωτικά, διπλωματικά, οικονομικά κλπ. τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων που έχουν αναφορά σε αυτά, κάνουν –όπως είναι λογικό– το ίδιο και εντός των επικρατειών τους. Με άλλα λόγια, η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική τους κινείται από τα ίδια νήματα, από τα νήματα της πολύπλευρης υποβοήθησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Στη χώρα μας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να δημιουργήσει ευνοϊκές προϋποθέσεις κερδοφορίας για το κεφάλαιο, και μάλιστα όχι μόνο άμεσα, αλλά και σε βάθος χρόνου. Όπως σημείωσε ο πρώην πρόεδρος του Γιούρογκρουπ Γ. Ντάισελμπλουμ για τα διαδοχικά κύματα αντιλαϊκών μέτρων: «Με Τσίπρα-Τσακαλώτο όλα έγιναν πιο εύκολα», ενώ στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο απερχόμενος πρόεδρος του EuroWorking Group, Τ. Βίζερ, ο οποίος σημείωσε ότι η ανέλπιστη, όπως την χαρακτήρισε, βελτίωση της υλοποίησης του προγράμματος τον τελευταίο χρόνο «δε συνέβη στην Ελλάδα με καμία άλλη κυβέρνηση».

Ο συνδυασμός εκ μέρους της κυβέρνησης της συνέπειας στην εφαρμογή του αντιλαϊκού έργου και της ικανότητας εφησυχασμού του ελληνικού λαού είναι τόσο φανερός, που προβάλλεται ως τέτοιος ακόμα και από την –καθόλου αντικυβερνητική– «Εφημερίδα των Συντακτών», σε άρθρο της οποίας αναφερόταν ότι «στο επίπεδο της υιοθέτησης των μεταρρυθμίσεων (οι Ευρωπαίοι) παρατηρούν πως η κυβέρνηση Τσίπρα πετυχαίνει τους δημοσιονομικούς στόχους και με το παραπάνω, ενώ καταφέρνει να αντισταθμίζει πολιτικά τις όποιες σκληρές περικοπές...»! Όσον αφορά το ποιον ωφελεί αυτή η «βελτίωση στην υλοποίηση του προγράμματος», αρκεί να σημειώσουμε τους πανηγυρισμούς του προέδρου του ΣΕΒ που δήλωσε ότι, «παρά τις δυσκολίες, ορισμένες μεταρρυθμίσεις –όπως, π.χ., στον τομέα της αγοράς εργασίας– έχουν αρχίσει να αποδίδουν» (προφανώς όχι για τους εργαζόμενους...).

Το με άξονα ποιανού τα συμφέροντα θα κινηθεί η «μεταμνημονιακή» εποχή φαίνεται και από τις συνεχείς παρεμβάσεις του ΣΕΒ το τελευταίο διάστημα, με τις οποίες διατυπώνει τις απαιτήσεις του στο «νέο τοπίο». Στα τέλη του 2017 ο ΣΕΒ δημοσίευσε από κοινού με την «Ελληνική Παραγωγή (Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη)» και τους Περιφερειακούς Βιομηχανικούς Συνδέσμους κείμενο με τα αιτήματά του για την κρατική υποστήριξη της ελληνικής βιομηχανίας, ως αναπόσπαστο τμήμα του Εθνικού Αναπτυξιακού Σχεδίου που ήταν υπό συζήτηση. Λίγο μετά, στο εβδομαδιαίο δελτίο που δημοσίευσε στις αρχές Μάρτη, ο ΣΕΒ πρότεινε –πατώντας στο ήδη ψηφισμένο νομικό πλαίσιο– ένα «νέο» ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο θα περιλαμβάνει μειωμένες εργοδοτικές εισφορές, περαιτέρω πετσόκομμα των κύριων συντάξεων, πλήρη και άμεση κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» και... κατάργηση των συντάξεων για όσους συνταξιούχους είναι κάτω των 65 ετών. Σε αυτό το κλίμα, στα μέσα Φλεβάρη, η λεγόμενη Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή παρουσίασε το Εθνικό Αναπτυξιακό Σχέδιο, με τον Ν. Βούτση να δηλώνει ότι «προτεραιότητά μας αποτελεί “η Ελλάδα μετά”». Αντίστοιχα, ο πρωθυπουργός δε σταματά να παρουσιάζει την ταξική του πολιτική ως πολιτική που προάγει το «εθνικό συμφέρον», αφού –όπως πρόσφατα δήλωσε στην Πάτρα– «είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα, στην ίδια όχθη, με κοινό στόχο να στήσουμε πάλι τον τόπο στα πόδια του». Στο ίδιο πνεύμα των εθνικών στόχων και του κοινωνικού εταιρισμού κινήθηκε και το πρόσφατο επετειακό (για τα 100 χρόνια της) Γενικό Συμβούλιο της ΓΣΕΕ, με τον πρόεδρό της να φτάνει να δηλώνει ότι «η απεργία έφαγε τα ψωμιά της»...

Στη συγκεκριμένη φάση, η κυβέρνηση από τη μία επιδιώκει την απαρέγκλιτη εφαρμογή των όσων έχει ήδη ψηφίσει (π.χ. σχεδιασμός για 10.000 πλειστηριασμούς το 2018 και αύξησή τους στους 30.000 ετησίως την ακόλουθη τριετία, μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων το 2019-2020 κλπ.) και από την άλλη ξεκινά τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για την 4η αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος, με τις πρώτες συναντήσεις να αφορούν το περαιτέρω χτύπημα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, την «απλούστευση της εργατικής νομοθεσίας», την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, τη δημιουργία «μηχανισμού διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας», τη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», τη «μεταρρύθμιση» των παροχών αναπηρίας, των μειωμένων εισιτηρίων στις συγκοινωνίες κλπ.

Στη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς περιλαμβάνεται και ο καθορισμός του εποπτικού πλαισίου μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος τον ερχόμενο Αύγουστο, σε συνδυασμό με το ζήτημα της διαχείρισης-«ελάφρυνσης» του ελληνικού κρατικού χρέους, με στόχο τη διασφάλιση μεγαλύτερων περιθωρίων δημοσιονομικής υποβοήθησης του κεφαλαίου. Ημερομηνία-ορόσημο για την ολοκλήρωση του συνολικού «πακέτου» αποτελεί το Γιούρογκρουπ της 21ης Ιούνη.

Σε κάθε περίπτωση, το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η κυβερνητική πολιτική μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος προσδιορίστηκε με συγκεκριμένο τρόπο από την πρόσφατη ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας: «Για να υπάρξει ομαλή έξοδος από το πρόγραμμα και να διασφαλιστεί ταχεία επάνοδος σε διατηρήσιμη ανάπτυξη, η Ελλάδα πρέπει να αυτοδεσμευτεί σε μια εθνική αναπτυξιακή πολιτική που δε θα θέτει σε κίνδυνο τα δημοσιονομικά επιτεύγματα, θα διασφαλίζει την απρόσκοπτη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και θα αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες που της παρέχει η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ζώνη του ευρώ».

Οι κεντρικές επιδιώξεις της κυβέρνησης τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική βρίσκουν σύμφωνα και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, παρά τη «σκόνη» που σηκώνεται από τη μεταξύ τους πολιτική αντιπαράθεση. Όπως, άλλωστε, αναφέρεται και στην πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ, «υπάρχει πλέον συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για την ανάγκη να εφαρμοστούν τα προγράμματα και να αποφεύγονται διενέξεις με τους δανειστές και εταίρους». Αντίστοιχα, στο ζήτημα των εξελίξεων στα Βαλκάνια, όλα τα αστικά κόμματα συμφωνούν στην «ευρωατλαντική ολοκλήρωσή» τους, αξιοποιώντας το αστικό δίπολο εθνικισμού-κοσμοπολιτισμού για να αντιπαρατεθούν μεταξύ τους.

Αντίστοιχα και στην υπόθεση NOVARTIS, ενώ όλα τα αστικά κόμματα συμφωνούν με το γεγονός ότι το φάρμακο αποτελεί εμπόρευμα και κατ’ επέκταση υπόκειται σε όσα συνεπάγεται η επιδίωξη του καπιταλιστικού κέρδους, η αντιπαράθεση μεταξύ τους παραμένει σε βολικό πλαίσιο, εστιαζόμενη στη διερεύνηση της ύπαρξης προσωπικών ευθυνών συγκεκριμένων στελεχών προηγούμενων κυβερνήσεων (οι οποίες πρέπει φυσικά να διερευνηθούν και αυτές). Παράλληλα, η υπόθεση αξιοποιείται από κοινού για την προπαγανδιστική προβολή της δικαιολόγησης της περιστολής της κρατικής φαρμακευτικής δαπάνης, η οποία φορτώνεται στους ίδιους τους ασθενείς. Σε κάθε περίπτωση, εκτός από τους γενικότερους ανταγωνισμούς ΗΠΑ - ΕΕ, η υπόθεση σχετίζεται και με τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε πρότυπα και γενόσημα φάρμακα.

Εκτός των παραπάνω, ωστόσο, τόσο η υπόθεση της NOVARTIS όσο και υποθέσεις σαν αυτή με το επίδομα ενοικίου της Ρ. Αντωνοπούλου και την παραίτησή της (μαζί με αυτή του Δ. Παπαδημητρίου) αξιοποιούνται και για την τόνωση των πολύ θαμπών διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στα διάφορα αστικά κόμματα, αλλά και για την καλλιέργεια της ψευδαίσθησης της δυνατότητας ύπαρξης (μέσω της κατάλληλης κυβερνητικής διαχείρισης) ενός ηθικού καπιταλισμού. Πρόκειται για χίμαιρα, ακριβώς επειδή η επιδίωξη του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους τροφοδοτεί σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο κάθε είδους ανταγωνισμούς και προσπάθειες επικράτησης με κάθε τρόπο σε όλα τα επίπεδα. Χαρακτηριστικό για την υποκρισία των σχετικών προπαγανδιστικών αναφορών είναι το γεγονός ότι οι κορόνες περί «διάκρισης του νόμιμου και του ηθικού» εξαπολύονται από μια κυβέρνηση που έχει τσακίσει ανθρώπινες ζωές για να δημιουργήσει εύφορο έδαφος «άνθησης» της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι υποθέσεις αξιοποιούνται ή οδηγούν σε ανακατατάξεις στο αστικό πολιτικό σκηνικό που αφήνουν άθικτη την ουσία της ασκούμενης πολιτικής, όπως έδειξε και ο πρόσφατος μίνι κυβερνητικός ανασχηματισμός.

Όσον αφορά το περιεχόμενο του τεύχους, η ενότητα «Ιδεολογία - Πολιτική» ανοίγει με την ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στη συγκέντρωση του Κόμματος. Σε αυτήν περιλαμβάνεται και το κείμενο του Ι. Β. Στάλιν, με τίτλο: «Ακόμα μια φορά για το εθνικό ζήτημα - Με αφορμή το άρθρο του Σέμιτς» το οποίο –με αφορμή την τοποθέτηση του Στάλιν στα σχετικά ζητήματα στη Γιουγκοσλαβία της εποχής– γενικεύει κάποια συμπεράσματα για τη σχέση ανάμεσα στην εκάστοτε συγκεκριμένη αντιμετώπιση του εθνικού ζητήματος και το βασικό καθήκον της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Στην ενότητα «Σοσιαλισμός» περιλαμβάνονται τρία κείμενα. Το κείμενο με τίτλο: «Σκέψεις για τη σοβιετική εκπαιδευτική πολιτική, Α΄ μέρος (1917-1958)» αναδεικνύει τόσο τα προωθητικά βήματα όσο και τα προβλήματα στη σχολική εκπαιδευτική πολιτική του πρώτου εργατικού κράτους, με κεντρικό άξονα το ζήτημα του πολυτεχνισμού στις μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου. Συμβάλλει στην κατάκτηση της κατάλληλης μεθοδολογίας προσέγγισης αυτών των σύνθετων ζητημάτων, προσεγγίζοντάς τα υπό το πρίσμα του ιστορικού πλαισίου στο οποίο προέκυψαν, υπό το πρίσμα της επίδρασης της οικονομίας, της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της προσπάθειας επέκτασης των νέων –μη εκμεταλλευτικών– σχέσεων παραγωγής.

Το κείμενο με τίτλο: «Ορισμένα ζητήματα σχετικά με το Καταστατικό του Μπολσεβίκικου Κόμματος» παρουσιάζει βασικά σημεία της εξέλιξης των καταστατικών και ντοκουμέντων του Μπολσεβίκικου Κόμματος της περιόδου 1903-1961 και συγκεκριμένα εκείνων των αναφορών που σχετίζονται με τον προσδιορισμό του χαρακτήρα του Κόμματος, καθώς και με την κοινωνική του σύνθεση και τους όρους εισδοχής και δοκιμασίας των νέων μελών. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα σχετικά επιλεγμένα αποσπάσματα από τα καταστατικά της περιόδου και η Απόφαση του 11ου Συνεδρίου του ΚΚΡ(μπ) με τίτλο: «Για την ενίσχυση και τα νέα καθήκοντα του Κόμματος». Τα ντοκουμέντα που μεταφράστηκαν αποτελούν χρήσιμο υλικό για τη διερεύνηση του ζητήματος.

Στην ίδια ενότητα, για την κατανόηση πλευρών που αφορούν τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, περιλαμβάνεται και η αναδημοσίευση από 4ο τεύχος της ΚΟΜΕΠ του 1936 άρθρου με τίτλο: «Το σταχανοφικό κίνημα, η ιστορική του σημασία και ο αστικός Τύπος». Σε αυτό παρουσιάζεται αρχικά η αστική πολεμική απέναντι στο κίνημα του σταχανοφισμού, ενώ στη συνέχεια αναδεικνύεται το πραγματικό του περιεχόμενο και σημασία για τη σοσιαλιστική κοινωνία, για την ανάπτυξη της τεχνικής, αλλά και της βασικότερης παραγωγικής δύναμης, του ίδιου του εργαζόμενου ανθρώπου.

Στην ενότητα «8η Μάρτη» περιλαμβάνεται το κείμενο της Α. Κολοντάι με τίτλο: «Η εποχή της δικτατορίας. Η επανάσταση των ηθών» μαζί με σχετικό εισαγωγικό σημείωμα που παρουσιάζει στοιχεία για την ιστορική εποχή συγγραφής του κειμένου, τη συγγραφέα, αλλά και το χαρακτήρα του ίδιου του κειμένου. Στο κείμενο αναδεικνύεται η σημασία της συμμετοχής της γυναίκας στην κοινωνική εργασία ως προϋπόθεση για την οικονομική και κοινωνική απελευθέρωσή της, αλλά και οι δυσκολίες στην ανάπτυξη αντίστοιχης συνείδησης και στάσης της γυναίκας κάτω από την επίδραση της συνήθειας εκατοντάδων χρόνων αποκλεισμού από την κοινωνική εργασία.

Τέλος, στο τεύχος αυτό περιλαμβάνονται κομματικά ντοκουμέντα από 23.12.2017 έως 3.3.2018.