Η θεωρία είναι κάτι παραπάνω από μια «ειδική τεχνική» για τη λύση κάποιων προβλημάτων. Η θεωρία και η ιδεολογία (στην πιο γενική της έννοια και όχι μόνο σε αυτή της πολιτικής ιδεολογίας) είναι οι τρόποι δια των οποίων κατανοούμε τον κόσμο και τον εαυτό μας, οι τρόποι που σκεφτόμαστε ό,τι βλέπουμε, ακούμε, αισθανόμαστε σε σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα. Το ότι το Κόμμα καθοδηγείται από τη θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού δε σημαίνει τίποτα λιγότερο παρά ότι ο μαρξισμός-λενινισμός είναι κατά κάποιο τρόπο η «γλώσσα» μας και ταυτόχρονα η «πρακτική μας σκέψη» (γιατί τη θεωρία και τις έννοιες τις προσεγγίζουμε μόνο διαμέσου της γλώσσας, ακόμη και όταν δε μιλάμε ή συζητάμε - η νόηση γίνεται μέσω της γλώσσας). Οι ιδεολογίες στην κοινωνία είναι ακριβώς θεωρητικές και κοσμοθεωρητικές «γλώσσες», με τις οποίες οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά και σκέφτονται. Δεν πρόκειται όμως για γλώσσες που λειτουργούν όπως οι φυσικές γλώσσες, η ελληνική, η αγγλική, η κινέζικη κ.ο.κ. Οι «γλώσσες» αυτές «ελέγχουν», καθορίζουν τους τρόπους σκέψης των ανθρώπων, «είναι» οι τρόποι σκέψης. Η ιδεολογική πάλη, η πάλη των ιδεολογιών, είναι πάλη για την κυριαρχία στα μυαλά των ανθρώπων και είναι πάλη αμείλικτη και μόνιμη, δεν υπάρχει διαφυγή από αυτήν. Βασίζεται στις κυρίαρχες αντιφάσεις και αντιθέσεις της κοινωνίας και διεξάγεται διαμέσου όλων των μορφών δια των οποίων ο άνθρωπος προσλαμβάνει την αντικειμενική πραγματικότητα γύρω του. Πρόκειται για πάλη που δε διεξάγεται «έξω» από μας, αλλά στο εσωτερικό κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Ολοι μας, κάθε στιγμή αντανακλούμε πλευρές αυτής της πάλης των ιδεών και των ιδεολογιών. «Εσωτερικεύουμε» αυτή την πάλη των ιδεών στις έννοιες που χρησιμοποιούμε, στις αισθητικές και ηθικές αξίες που αποδεχόμαστε, στα γούστα και τις προτιμήσεις μας και την «εκ-φράζουμε», την «αντανακλούμε» προς τα έξω, πρώτα-πρώτα μέσω της πνευματικής-ψυχικής «στάσης» μας, που ρυθμίζει το μεγαλύτερο μέρος της συνειδητής συμπεριφοράς μας. Πηγή όλων των παραπάνω, των στάσεων, των συμπεριφορών κ.ο.κ. είναι τελικά η ίδια η δραστηριότητα του ανθρώπου. Η δραστηριότητα καθορίζεται από τις γενικές κοινωνικές σχέσεις που κυριαρχούν στην ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνία. Επομένως, στη δική μας κοινωνία, στο βαθμό που η δραστηριότητα των ατόμων καθορίζεται από τις σχέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και σχηματισμού συνολικά, η στάση, οι ιδέες και η συμπεριφορά των περισσότερων από αυτά καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την κυρίαρχη ιδεολογία αυτού του σχηματισμού, δηλαδή από την αστική ιδεολογία.
Βέβαια, ο εργάτης, εκτός από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία επηρεάζεται και από τη δική του καθημερινή πρακτική εμπειρία που τον διδάσκει τη συλλογικότητα της τάξης του, μια στάση ζωής διαφορετική από αυτή του «ευνοημένου» αυτής της κοινωνίας, του καπιταλιστή. Ομως δεν μπορεί από μόνη της η εργατική τάξη, αυθόρμητα, να «βρει την άκρη», να κατανοήσει την υπάρχουσα πραγματικότητα μέσα στις αντιθέσεις της και να ανακαλύψει τον τρόπο να την αλλάξει. Αυθόρμητα ο εργάτης το πολύ-πολύ μπορεί να οργανωθεί συλλογικά για να διεκδικήσει από τους κεφαλαιοκράτες κάποιο μεγαλύτερο μερίδιο από την «πίττα», μια βελτίωση της κοινωνικής του θέσης. Ετσι, ο εργάτης βρίσκεται σε μια κατάσταση όπου είναι «ιδεολογικά διχασμένος». Αισθάνεται την αντίφαση στη ζωή του αλλά δεν την κατανοεί, νιώθει αλλά δε γνωρίζει. Εστω και χωρίς απόλυτη συμφωνία με την πείρα του, ο εργάτης καταλήγει να σκέφτεται, να ερμηνεύει τον κόσμο και την κοινωνία, να ερμηνεύει ακόμη και την ίδια την κατάστασή του μέσω της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας. Ετσι, ο εργάτης, παραμένοντας εργάτης, σκέφτεται συχνά σαν αστός.
Αυτή είναι η δύναμη της ιδεολογίας και αυτή καλείται το κόμμα της εργατικής τάξης να αντιπαλέψει. Στη θέση των αστικών ιδεολογημάτων πρέπει να μπει η νηφάλια και ακριβής ερμηνεία των φαινομένων και των αντιθέσεων της κοινωνικής ζωής. Στη θέση της μοιρολατρείας και του καπιταλιστικού «μονόδρομου», η επιστημονική τεκμηρίωση των αιτιών των προβλημάτων και της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης. Στη θέση των αστικών ηθικών και αισθητικών αξιών, βασισμένων στη μεταφυσική, τον ιδεαλισμό και τη θρησκεία, αντιπαρατίθενται άλλες αξίες, βασισμένες στα ιστορικά προοδευτικά κομμουνιστικά ιδεώδη και την πρακτική του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Ολες αυτές οι ιδέες δεν είναι «εξωτερικές» ως προς το άτομο, την κοινωνική ομάδα, την τάξη. Η αποδοχή τους καθορίζει, όπως είπαμε την πνευματική στάση και μέσω αυτής τη συμπεριφορά, δηλαδή εκτός των άλλων και την κοινωνικοπολιτική δραστηριότητα των εργαζομένων.
Ο τρόπος που επιδρούν και αλληλεπιδρούν οι ιδέες, το θεμέλιο και η πηγή αυτών των ιδεών στην υλική δραστηριότητα των ανθρώπων, δηλαδή πρωτίστως στον υφιστάμενο τρόπο παραγωγής στην κοινωνία, οι αντιθέσεις, ο τρόπος που αλλάζει η κοινωνία, καθώς και πολλά άλλα, συνιστούν βασικά θέματα της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας, της «γλώσσας» μας και της «πρακτικής μας σκέψης». Δίχως τη γνώση του μαρξισμού δεν είμαστε σε θέση όχι μόνο να εκφράσουμε, αλλά ούτε και να σκεφτούμε με βάση την κομμουνιστική κοσμοθεωρία. Και βέβαια, όχι μόνο δεν μπορούμε να επιδράσουμε στην κοινωνία, αλλά ούτε και στον ίδιο τον εαυτό μας. Ακόμη, η μαρξιστική θεωρία δεν είναι μια θεωρία που αφορά αποκλειστικά τη δραστηριότητα στο Κόμμα και το κίνημα. Πρόκειται για το «εργαλείο» εκείνο (ιδιαίτερα η διαλεκτική) χωρίς το οποίο ο άνθρωπος αδυνατεί να συλλάβει την ουσία της αντικειμενικής πραγματικότητας σήμερα και να δράσει προς την κατεύθυνση της αλλαγής της. Γιατί η θεωρία δεν είναι κάτι στατικό, ακίνητο, κάτι που δόθηκε μια για πάντα. Είναι κυρίως μέθοδος, τρόπος κατανόησης της πραγματικότητας που εξελίσσεται στην ιστορία, όπως εξελίσσεται και η ίδια η πραγματικότητα.
Εκτός λοιπόν από αναγκαία αρχή της οργανωτικής λειτουργίας και κριτήριο του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος, εκτός από πνευματικό θεμέλιο της ιδεολογικοπολιτικής ενότητάς του, η μαρξιστική μόρφωση, η συνεχής προσπάθεια προσέγγισης, αφομοίωσης, ανάπτυξης του μαρξισμού-λενινισμού είναι και αναγκαίο βασικό στοιχείο της ιδιότητας του κάθε ξεχωριστού κομμουνιστή γενικά.
Στις σημερινές συνθήκες η ανάγκη ανάπτυξης της μαρξιστικής παιδείας και μόρφωσης στο κίνημα και το Κόμμα είναι ακόμα πιο αυξημένη, αλλά και πιο σύνθετη απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Πρώτον, το ίδιο το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε φάση ανασύνταξης μετά από μια πολύ σοβαρή ήττα, ίσως τη σοβαρότερη στην ιστορία του. Η υπεροχή του καπιταλισμού στον κόσμο έχει γίνει ακόμα πιο έντονη και φυσικά σφραγίζει και την ιδεολογική ζωή και πάλη στην κοινωνία. Η ιδεολογική, όπως και η πολιτική, επίθεση του ιμπεριαλισμού έχει γίνει ακόμη πιο άγρια και επίμονη. Σε αυτές τις συνθήκες, ο ιδεολογικός και θεωρητικός εξοπλισμός των κομμουνιστών είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίος.
Δεύτερον, η παρακμή του καπιταλιστικού σχηματισμού έχει ορισμένες συνέπειες στην πνευματική ζωή που πολλές φορές είναι ανεξάρτητες και από την ίδια τη θέληση της άρχουσας τάξης και των μηχανισμών της (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ίδια δεν επωφελείται από αυτές ή ότι δεν εντάσσονται και αυτές στο πεδίο της ιδεολογικής ταξικής πάλης). Χαρακτηριστικό της σύγχρονης (των τελευταίων τριών περίπου δεκαετιών) σκέψης, επικοινωνίας, πνευματικού πολιτισμού στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπου κυριαρχεί από αιώνες η αστική ιδεολογία και συνείδηση και άρα καθορίζει τη συνολική πνευματική ζωή, είναι η αποσπασματικότητα, η απαξίωση κάθε συνεκτικής αντίληψης του κόσμου. Τόσο οι σύγχρονες βραχύβιες αστικές «θεωρίες» και ιδεολογίες κάθε λογής, όσο και το σύνολο των αστικών ιδεολογικών μηχανισμών, όπως η εκπαίδευση ή τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας[4], διαχέουν μια κατακερματισμένη εικόνα του κόσμου, στην κυριολεξία θραύσματα ιδεών και εικόνων. Το γεγονός αυτό είναι αντικειμενικό και αντανακλά μια πραγματικότητα όπου οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις γίνονται όλο και πιο αντιδραστικές και γερασμένες, όλο και πιο στενές για να μπορέσουν να χωρέσουν τις πρωτόγνωρες πλέον δυνατότητες και ανάγκες ανάπτυξης της ανθρώπινης πρακτικής και δημιουργικότητας (ανάγκες και δυνατότητες που ή ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού έκανε αρχικά να εμφανιστούν), με όλο και πιο περιορισμένους και συρρικνωμένους ορίζοντες, κάτι που προκαλεί την αυξανόμενη αδυναμία κάθε νέας μορφής αστικής ιδεολογίας να δώσει μια συνεκτική, ορθολογική και ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου[5]. Οπως ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν μπορεί να δώσει διέξοδο στην πιεστική ανάγκη συνολικής υλικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας, έτσι και η ιδεολογία του δεν μπορεί να εκφράσει τις πνευματικές ανάγκες της σήμερα. Το αποτέλεσμα (με δεδομένη την με όλα τα μέσα πάλη ενάντια στη μαρξιστική θεωρία, τη διαλεκτική κλπ.), όσον αφορά τις επιπτώσεις στη συνείδηση των ατόμων της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι συχνά μια κονιορτοποίηση, ένας διαμελισμός των πάντων, κάτι από εδώ και κάτι από εκεί, θραύσματα ιδεών και θραύσματα εικόνων, ασύνδετων μεταξύ τους, μια ορισμένη δηλαδή δυστοκία στην κατανόηση και τη συνεκτική νοητική αναπαράσταση του κόσμου. Οι συνέπειες αυτής της αστικής πνευματικής παρακμής είναι ιδιαίτερα έντονες στη νέα γενιά, στο βαθμό που στην Ελλάδα αυτού του είδους η εκπαιδευτική ιδεολογική αντίληψη και πρακτική διαδόθηκε ουσιαστικά τα τελευταία 20 χρόνια και σήμερα είναι πια κυρίαρχη[6]. Και η ίδια η σύγχρονη εξέλιξη της πνευματικής ζωής στον καπιταλισμό, λοιπόν (που βασίζεται στις εξελίξεις στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τις αντιφάσεις τους), δημιουργεί εμπόδια στη διαμόρφωση συνολικής αντίληψης των πραγμάτων από τους εργαζόμενους ανθρώπους και αυτό είναι μια ακόμη πρόσθετη δυσκολία για τη δραστηριότητα των κομμουνιστών, αλλά και κάνει ακόμη πιο έντονη την ανάγκη της οργανωμένης ιδεολογικής τους δουλιάς.
Τρίτον και σημαντικότερον, το εύρος και η συνθετότητα των ίδιων των καθηκόντων του Κόμματος επιτάσσει την εξαιρετική ανάπτυξη της μαρξιστικής μόρφωσης. Το ζήτημα της οικοδόμησης του Μετώπου, το ζήτημα της ενοποίησης των ξεχωριστών λαϊκών συσπειρώσεων πάλης σε όλους τους τομείς της σύγχρονης ζωής, το ζήτημα πρώτα απ’ όλα της επίτευξης της ενότητας της εργατικής τάξης με όρους ταξικής πάλης και σε επαναστατική κατεύθυνση, το ζήτημα της έρευνας των βαθύτερων αιτίων των ανατροπών των σοσιαλιστικών καθεστώτων για τις ανάγκες του κινήματος, καθώς και πολλά άλλα για τα οποία δεν επαρκεί εδώ ο χώρος, απαιτούν εξαιρετική ανάπτυξη της θεωρητικής ικανότητας του Κόμματος. Η εκπλήρωση των καθηκόντων που τίθενται προϋποθέτουν μια πολύ καλύτερη γνώση του μαρξισμού-λενινισμού σε σχέση με σήμερα, καθώς και ένα πολύ ανώτερο επίπεδο ικανότητας πρωτότυπης εφαρμογής του στις σύγχρονες συνθήκες.
Ανώτερο όμως επίπεδο για τους κομμουνιστές σημαίνει -όπως σημειώθηκε παραπάνω- εκτός των άλλων και «συλλογικότερο». Δε θα λύσουν αυτά τα προβλήματα κάποιοι «κομματικοί θεωρητικοί ειδικοί», αλλά το Κόμμα στο σύνολό του. Αυτός είναι ο «δικός μας τρόπος» να λύνουμε τα προβλήματα και να εκπληρώνουμε τα καθήκοντα που, επίσης συλλογικά, θέτουμε. Αυτός είναι και ο ιστορικά αποδεδειγμένος καλύτερος τρόπος λειτουργίας του Κόμματος και του κινήματος, ο μόνος που το διασφαλίζει, κατά το δυνατόν, από τη διάβρωσή του από την αστική ιδεολογία (πράγμα που μπορεί να συμβεί και με τους πιο καλοπροαίρετους τρόπους). Για να γίνει όμως δυνατό κάτι τέτοιο απαιτείται η οργανωμένη, συστηματική, γενικευμένη ανάπτυξη της μαρξιστικής μόρφωσης μέσα στο Κόμμα.
Μπορεί να ρωτήσει κάποιος: «Μήπως όμως με αυτό τον τρόπο καταλήξουμε να το «ρίξουμε στο διάβασμα» και να μετατραπούμε σε λέσχη συζητήσεων, ενώ αυτό που χρειάζεται είναι η δουλιά στο δρόμο, στο εργοστάσιο, στο σχολείο κλπ.»;
Ειπώθηκε και πιο πάνω ότι η βάση της συνείδησης, της ιδεολογίας είναι η πρακτική δραστηριότητα των ανθρώπων. Η δραστηριότητα των κομμουνιστών, το «επάγγελμά» τους ως κομμουνιστών είναι η ταξική πάλη και η θέση τους βρίσκεται αυστηρά μέσα στο λαό και τα προβλήματά του. Εξω από αυτήν τη δραστηριότητα δε νοείται ο κομμουνιστής. Αυτήν όμως τη δραστηριότητα δεν μπορεί σήμερα να την εκπληρώσει με επάρκεια δίχως μια, καλύτερη από τη σημερινή, γνώση της μαρξιστικής θεωρίας.
Η ανάπτυξη της μαρξιστικής μόρφωσης είναι ψηλού επιπέδου ιδεολογική δουλιά. Δεν μπορεί παρά να γίνεται συλλογικά, οργανωμένα, συστηματικά και με κατάλληλο πρόγραμμα και να περιλαμβάνει πολλές μορφές. Η συλλογικότητα στη μελέτη προϋποθέτει φυσικά την ατομική δουλιά και υπευθυνότητα όλων και του καθενός ξεχωριστά και πρέπει να υποστηρίζεται από ορισμένα αναγκαία μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση[7], καθώς και από την καλύτερη λειτουργία των Κομματικών Οργανώσεων. Το καθήκον αυτό θέτει ιδιαίτερα αυξημένες απαιτήσεις για το Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, αφορά επίσης την ανάγκη δημιουργίας όσο γίνεται περισσότερων «Μαρξιστικών ομίλων» στα πανεπιστήμια και αλλού, καθώς και άλλων μορφών ενίσχυσης της μορφωτικής δουλιάς που θα επινοηθούν, αφορά τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και επιτροπές του Κόμματος και της ΚΝΕ, αφορά τελικά το Κόμμα στο σύνολό του.
Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης, έγραφαν οι κλασικοί του μαρξισμού, θα είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης και κανενός άλλου. Για ν’ αλλάξει ο κόσμος χρειάζεται αφενός η εργατική τάξη να αγωνιστεί γι αυτό, αφετέρου να αλλάξει η ίδια τον εαυτό της, και με τη μόρφωση,[8] που συνιστά και αυτή μια μορφή πάλης και αυτά τα δύο γίνονται ταυτόχρονα, δεν είναι μεμονωμένα γεγονότα, αλλά μία ενιαία επαναστατική ιστορική διαδικασία. Η αλλαγή της συνείδησης της εργατικής τάξης είναι μια αναγκαία πλευρά (αποτέλεσμα, αλλά εν μέρει και προϋπόθεση ταυτόχρονα) της συνολικής κοινωνικής αλλαγής που η ίδια προκαλεί με τον αγώνα της. Η μόρφωση είναι και αυτή αγώνας, είναι και αυτή στοιχείο της ταξικής πάλης. Και η θεωρητική ή ιδεολογική πάλη της εργατικής τάξης, όπως είναι γνωστό, αφορά πρώτα απ’ όλους την πρωτοπορία της, το Κομμουνιστικό Κόμμα.