Ο Αποστόλης Χαρίσης είναι μέλος του ΔΣ του ΚΜΕ.
Το άρθρο αυτό βασίστηκε στην υπό έκδοση μελέτη του συγγραφέα «Θρησκεία και πολιτική στην Ελλάδα. Ιστορικές καταβολές και σημερινές διαστάσεις του προβλήματος».
[1] Βλ. και την -πολύ ενδιαφέρουσα- ανάλυση του Π. Κονδύλη στο: «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1991.
[2] Ο όρος προέρχεται από την «ars combinatoria» του μεσαιωνικού φιλόσοφου Ραϊμόν Ντε Λουλ.
[3] Θα ήταν ιδιαιτέρως σημαντική για το κίνημα μια μελέτη για την επίδραση αυτών των νέων αξιών και ιδεολογικών αντιλήψεων στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και της φάσης ανάπτυξης του τρόπου παραγωγής που τις στήριζε και τις έκανε να γεννηθούν, σε σχέση με τις εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες, στο φως και των κατοπινών ανατροπών των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Κάτι τέτιο, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει ακόμα επιχειρηθεί. Είναι πάντως μια δουλειά που πρέπει να γίνει, πολύ περισσότερο που δεν πρόκειται απλά για ένα μονοσήμαντο φαινόμενο, αλλά για μια ολόκληρη κοινωνική διαδικασία με πολλές πλευρές, απελευθερωτικές-απομυθοποιητικές-ενεργητικές από τη μία, παθητικές-εξαρτησιακές από την άλλη.
[4] Γ. Μουστάκης: «Οι πέντε μεγάλες θρησκείες του κόσμου». Εκδ. «Πατάκη», Αθήνα 1984, σ. 224.
[5] Διονυσίου Αρεοπαγίτου: «Περί μυστικής θεολογίας», με Εισαγωγή του Β. Λόσσκυ. Εκδ. «Πολύτυπο», Αθήνα 1983, σσ. 27-28. Βλ. επίσης και το θεμελιακό έργο του Γκ. Φλορόφσκυ, «Οι οδοί της ρωσικής θεολογίας», Παρίσι 1937, ιδιαίτερα το κεφάλαιο V: «Ο αγώνας για τη θεολογία», σσ. 128-233.
[6] Κατά το Γ. Μεταλληνό (Βλ. το έργο του: «Ελληνισμός και Ορθοδοξία». Εκδόσεις Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Τήνος 2000), η «αυθεντική ελληνικότητα» και το ελληνικό πνεύμα, που, μεταξύ των άλλων, συνίσταται στην αναζήτηση της αλήθειας («ζήτησις αληθείας»), εντάχθηκε οργανικά στο χριστιανισμό και από τότε, «βαπτισμένο» από το φως του θεού πλέον, πορεύεται ιστορικά μαζί με την ορθόδοξη εκκλησία. Κατά τη γνώμη του Γ. Μεταλληνού, στο Βυζάντιο και κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια, στο πλαίσιο της ταύτισης της ενορίας με την τοπική ελληνική κοινότητα (μια αντίληψη που αποτελεί το βασικό μοτίβο των νεοορθόδοξων), «...η κοινότητα μαζί με την εκκλησιαστική λατρεία οικοδομούσαν την συνείδηση της ισότητας -αναιρετική κάθε φεουδαλικής νοοτροπίας- και της αδελφότητας…» (ώστε η «συνείδηση» και η «νοοτροπία» «αναιρούν» τις πραγματικές φεουδαρχικές κοινωνικές σχέσεις!).
[7] Από την έννοια αυτή εμπνέεται και το βιβλίο του Ρώσου θρησκευτικού φιλοσόφου Λεβ Σεστόφ: «Η αποθέωση της ανεδαφικότητας». Λένινγκραντ 1991 (Αγία Πετρούπολη 1905).
[8] Βλ. Β. Σολοβιόφ: «Εργα». Μόσχα 1988, τ. 1, σσ. 734-745.
[9] Βλ. Μ. Ι. Σαχνόβιτς: «Προέλευση της φιλοσοφίας και αθεϊσμός». Λένινγκραντ 1973, σ. 23-24.
[10] Γκ. Φλορόφσκυ: «Οι οδοί της ρωσικής θεολογίας». Παρίσι 1937, σ. XV-XVI.
[11] Λ. Σεστόφ: «Εργα». Μόσχα 1993, τ. 1, σ. 526-529.
[12] Σ. Ν. Μπουλγκάκοφ: «Χωρίς σχέδιο», στο περιοδικό «Προβλήματα της ζωής», τφχ. 3, Αγ. Πετρούπολη 1905.
[13] Σ. Λ. Φρανκ: «Η ρωσική κοσμοθεωρία», στο Σ. Λ. Φρανκ: «Τα πνευματικά θεμέλια της κοινωνίας». Μόσχα 1992, σ. 498.
[14] Μέσα στο πνευματικό αυτό κλίμα αναπτύχθηκαν και οι νεότερες εκκλησιολογικές και λειτουργικές αντιλήψεις, όπως αυτές εκφράζονται λ.χ. στο έργο του Αλεξάντρ Σμέμαν: «Η λειτουργική αναγέννηση και η ορθόδοξη εκκλησία». Εκδ. «Σηματωρός», Λάρνακα 1989.
[15] Βλ. λ.χ. το κείμενο: «Σχετικά με τη στάση του εργατικού κόμματος απέναντι στη θρησκεία», στο: Β. Ι. Λένιν: Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σσ. 423-434 (ιδιαίτερα από σ. 431 κ.ε.), καθώς και σε μια σειρά άλλα κείμενα και εργασίες, μεταξύ των άλλων και στον «Υλισμό και εμπειριοκριτικισμό», ό. π., τ. 18, κ. α.
[16] Βλ. ιδιαίτερα, το γνωστό και καθοριστικό για την παραπέρα πορεία του Χ. Γιανναρά έργο, «Χάιντεγγερ και Αρεοπαγίτης», Εκδ. «Δόμος», Αθήνα, 1988 (Α΄ έκδοση με τον τίτλο: «Η θεολογία της απουσίας και της αγνωσίας του Θεού», Αθήνα 1967).
[17] Βλ. λ.χ., Κ. Γιάσπερς: «Η φιλοσοφική πίστη» στο: Κ. Γιάσπερς: «Το νόημα και ο προορισμός της ιστορίας», Μόσχα 1991, σ. 456.
[18] Για το φιλοσοφικό ρεύμα του θωμισμού και νεοθωμισμού, βλ. Κ. Μ. Ντολγκόφ: «Διαλεκτική και σχολαστική», Μόσχα 1983.
[19] Ο ευσεβισμός υπήρξε ένα ρεύμα του προτεσταντισμού στο 17ο-18ο αιώνα που αντανακλούσε την επίδραση του διαφωτισμού και του ορθολογισμού στους θρησκευτικούς κύκλους και εξέφραζε τις δημοκρατικές τάσεις μέσα στον προτεσταντισμό. Οι εκπρόσωποί του (Σπένερ, Φράνκε, Αρνολντ κ.ά.) ασκούσαν κριτική στην επίσημη εκκλησιαστική πρακτική των προτεσταντικών ρευμάτων, καλούσαν σε μια ανανέωση του θρησκευτικού αισθήματος στους χριστιανούς και έτειναν προς κάποιες μορφές φιλοσοφικού μυστικισμού. Το σημαντικό εδώ είναι πως οι ευσεβιστές έδιναν μεγάλη σημασία στην πρακτική πλευρά της ζωής σύμφωνα με τους χριστιανικούς κανόνες (βοήθεια στους φτωχούς, σεμνότητα και κοινωνικό έργο κτλ.), και λιγότερη σημασία στα θεολογικά-δογματικά ζητήματα. Ηταν δηλαδή υπέρ ενός «πρακτικού χριστιανισμού» που βοηθούσε στην καλύτερη οργάνωση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, στην αλληλεγγύη, στην καταπολέμηση της αδικίας και αλληλοβοήθεια κτλ. Από την άλλη μεριά, αποτελούσε και λογικό επακόλουθο της βασικής θέσης του λουθηρανισμού για την ελεύθερη προσωπική πρόσβαση των πιστών απευθείας στην αγία γραφή, δίχως τη μεσολάβηση της εκκλησιαστικής αυθεντίας. Για το κίνημα του ευσεβισμού από την πλευρά της επίδρασής του στην εξέλιξη της νεότερης σκέψης, βλ. Π. Κονδύλης: «Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός», Εκδ. «Θεμέλιο», τ. Β΄, σσ. 229, 244 κ.ε.
[20]Στο βιβλίο του: «Το μέλλον της θρησκείας», Νέα Υόρκη 1966. Αναφέρεται από τον Σαχνόβιτς, ό.π., σ. 21.
[21] Ο καθορισμός του ελληνικού εθνικού χαρακτήρα από ιστορικής, φιλοσοφικής, πολιτικής πλευράς, αποτέλεσε το κύριο πεδίο θεωρητικής διαμάχης και έρευνας σε όλη τη νεότερη ιστορία του ελληνικού έθνους. Η διαμόρφωση της αντίληψης περί Ελλήνων και ελληνισμού δεν υπήρξε βέβαια αποτέλεσμα απλών δανείων από το εξωτερικό, αλλά αποτέλεσε μακρόχρονη βασανιστική διαδικασία που διαπερνά όλη την πορεία διαμόρφωσης της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης και την πάλη των ιδεών, ιδιαίτερα στο 18ο και 19ο αιώνα. Φυσικά, η όλη αντιπαράθεση συντελείτο στο πλαίσιο των ευρύτερων θεωρητικών και καλλιτεχνικών ευρωπαϊκών ρευμάτων. Ο διαφωτισμός, ο ρομαντισμός, η νεότερη φιλοσοφική, ιστορική, πολιτική και θρησκευτική σκέψη της Ευρώπης αναμετρήθηκαν και σε ελληνικό έδαφος, με Ελληνες εκπροσώπους, αντανακλώντας βέβαια τις ανάγκες και τις ιδιομορφίες ανάπτυξης του νέου ελληνικού έθνους, κράτους και κοινωνίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα, στη διαπάλη αυτή εμφανίζεται αυτοτελώς και ο μαρξισμός με το «Κοινωνικό μας Ζήτημα» του Γ. Σκληρού. Στο πλαίσιο αυτού εδώ του άρθρου δεν υπάρχει ο χώρος για μια σύντομη, στοιχειωδώς έστω τεκμηριωμένη, παρακολούθηση της πάλης των ιδεών γύρω από την αντίληψη της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στο 18ο, 19ο και 20ό αιώνα. Ο αναγνώστης που θα ήθελε να εμβαθύνει στην προσέγγιση αυτών των ζητημάτων μπορεί να προσφύγει καταρχήν στις ακόλουθες, σημαντικές εργασίες: Κ. Θ. Δημαρά: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός». «Ερμής», Αθήνα 1977 και, «Ελληνικός Ρωμαντισμός», «Ερμής», Αθήνα 1982. Π. Κονδύλης: «Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός». «Οι φιλοσοφικές ιδέες», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1988. Ε. Σκοπετέα: «Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Οψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα» (1830-1880). «Πολύτυπο», Αθήνα 1988. Π. Μ. Κιτρομηλίδης: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες», Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1996. Henderson G. P.: «The Revival of Greek Thought», 1620-1830, «Scottish Academic Press», Εδιμβούργο-Λονδίνο 1971.
[22] Σύμφωνα με τον Χ. Γιανναρά, ο Γρηγόριος Παλαμάς, στη διαμάχη τους με τους «δυτικόφρονες» βυζαντινούς θεολόγους στο 14ο αιώνα «υπερασπίζεται δύο θεμελιώδεις θέσεις που αρνούνται οι δυτικοί και οι δυτικόφρονες: Τη διάκριση ουσίας και ενεργειών, διάκριση που θεμελιώνει τον εμπειρικό χαρακτήρα της γνώσης, τη δυνατότητα εμπειρικής γνώσης του Θεού μέσω της προσωπικής σχέσης μαζί Του - τη θεμελίωση της οντολογίας στην εμπειρία, όχι στον αφηρημένο στοχασμό. Και τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας Ενέργειας, δηλαδή την εμπειρική και πάλι δυνατότητα μέθεξης του ανθρώπου στην άκτιστη Θεότητα, τη δυνατότητα να μετέχει ο άνθρωπος με τις σωματικές του αισθήσεις στην ενεργούμενη Χάρη της Θεοφάνειας, να γίνεται αισθητά κοινωνός της ζωής του ακτίστου», βλ. Χ. Γιανναρά: «Ορθοδοξία και Δύση στη νεότερη Ελλάδα». Εκδ. «Δόμος» 1992, σ. 79.
[23] Χρήστου Γιανναρά: «Ορθοδοξία και Δύση στη νεότερη Ελλάδα». Εκδ. «Δόμος». Αθήνα 1992, σ. 31.
[24] Χρήστου Γιανναρά: «Ορθοδοξία και Δύση στη νεότερη Ελλάδα». Εκδ. «Δόμος». Αθήνα 1992, σ. 16-17.
[25] Χρήστου Γιανναρά: «Ορθοδοξία και Δύση στη νεότερη Ελλάδα». Εκδ. «Δόμος». Αθήνα 1992, σ.16-17.
[26] Δ. Γ. Κασιούρας: «Μαρξισμός και νεοορθόδοξοι». Εκδ. «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 1986, σ. 122.