Τις τομές αυτές τις είχε βάλει ο Φρίντριχ Ενγκελς στο σύγγραμμά του «Για την ιστορία της Ενωσης των Κομμουνιστών», που έχει χρονολογία 8 Οκτωβρίου 1885[1].
Η περίοδος αυτή αγκαλιάζει τη διαμόρφωση, τη δημιουργία και τη δράση της Ενωσης των κομμουνιστών, καθώς και τη διάλυσή της μετά τη Δίκη των Κομμουνιστών της Κολωνίας στις 17 Νοέμβρη 1852. Ο Ενγκελς έγραφε, το 1885, ότι «...οι θεωρητικές αρχές του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», που τις έγραφε στη σημαία της η Ενωση των Κομμουνιστών το 1847, αποτελούν σήμερα τον πιο γερό διεθνή δεσμό όλου του προλεταριακού κινήματος της Ευρώπης και της Αμερικής»[2]. Και σήμερα μπορούμε να προσθέσουμε και της Ασίας και της Αφρικής.
Η ίδρυση της Ενωσης των Κομμουνιστών, καθώς και η δημοσίευση του «Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος» το Φεβρουάριο του 1848, αποτέλεσε μια, ιστορικά, νέα ποιότητα στην οργάνωση των κομμουνιστών, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και διεθνώς. Είχε περάσει πια η εποχή των μυστικών ενώσεων με την συνωμοτική τακτική τους. Οι κομμουνιστές εμφανίστηκαν για πρώτη φορά δημόσια στην περίοδο των ευρωπαϊκών επαναστάσεων 1848-1850.
Για πρώτη φορά, μετά από την ανατροπή της Ιουλιανής Μοναρχίας, στη διάρκεια της Επανάστασης του Φλεβάρη, μετείχαν στην προσωρινή κυβέρνηση δύο αντιπρόσωποι του προλεταριάτου και, μάλιστα, ο ένας ήταν γνήσιος προλετάριος, ο εργάτης Αλμπέρ.
Σωστά το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» χαρακτηρίζεται ληξιαρχική πράξη γέννησης του επιστημονικού σοσιαλισμού. Από πολλές πλευρές μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την Ενωση των Κομμουνιστών ληξιαρχική πράξη γέννησης του μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος. Αφού η έννοια «ληξιαρχική πράξη» υποδηλώνει τη γέννηση ενός παιδιού, ενός νεογέννητου, ενός βρέφους. Χωρίς αμφιβολία, ένα νεογέννητο παιδί είναι άνθρωπος, αλλά, ωστόσο, «νεογέννητος». Δηλαδή, με κανέναν τρόπο δεν είναι νοητικά και σωματικά ώριμος, ολοκληρωμένος άνθρωπος. Το «Μανιφέστο» και η Ενωση αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Το «Μανιφέστο» είναι του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ομως, το Μανιφέστο ήταν πρώτα μια λαμπρή, επιστημονικά θεμελιωμένη υπόθεση. Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας υπήρχε, μέχρι το καλοκαίρι του 1845, μονάχα σε «κύριες γραμμές», δηλαδή δεν ήταν ακόμα πλήρης, δεν ήταν επεξεργασμένη.
Ο Μαρξ και ο Ενγκελς επισήμαναν ήδη με έμφαση στο «Μανιφέστο» την αναγκαιότητα να καθοδηγείται η εργατική τάξη από το επαναστατικό κόμμα, αλλά μόνο με την ανακάλυψη του νόμου της υπεραξίας και την αποκάλυψη του φετιχισμού του κεφαλαίου αποδείχτηκε η νομοτέλεια αυτής της αναγκαιότητας.
Ο Λένιν επισήμανε ότι «Αυτή καθεαυτή η ιδέα του υλισμού στην κοινωνιολογία ήταν κιόλας μεγαλοφυής ιδέα», μέχρι τη επεξεργασία του «Κεφαλαίου» του Μαρξ. «Εννοείται ότι εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν παρά μια όμως μια υπόθεση, που για πρώτη φορά δημιουργούσε τη δυνατότητα για ένα αυστηρά επιστημονικό αντίκρυσμα των ιστορικών και κοινωνικών προβλημάτων»[3]. Με την επεξεργασία του «Κεφαλαίου» από το Μαρξ, ο σοσιαλισμός απέκτησε την ολόπλευρη και σε βάθος οικονομική θεμελίωσή του. Και αυτό έπρεπε να αντανακλάται και στην εξέλιξη του κόμματος.
Η Ενωση των Κομμουνιστών προέκυψε από την Ενωση των Δικαίων και αυτή με τη σειρά της από την Ενωση των Προγραμμένων. Η Ενωση των Προγραμμένων με έδρα το Παρίσι, το τοτινό επαναστατικό κέντρο της Ευρώπης, ιδρύθηκε από μικροαστούς δημοκράτες διανοούμενους και καλφάδες της χειροτεχνίας και καθοδηγιόταν από τους διανοούμενους. Οι προλετάριοι καλφάδες αντιπροσώπευαν ουτοπικές σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές απόψεις. Κατέληξαν στη σημαντική διαπίστωση ότι η οργανωτική ενότητα με τους μικροαστούς δημοκράτες τους εμπόδιζε στο να αναλάβουν προλεταριακά συμφέροντα. Το αποτέλεσμα αυτής της διαπίστωσης ήταν ο οργανωτικός διαχωρισμός των προλετάριων από τους μικροαστούς δημοκράτες, ο σχηματισμός μιας δικής τους «Ενωσης των Δικαίων», «μια ένωση μισή προπαγανδιστική, μισή συνωμοσία». Το 1838 απέκτησε δικό της Καταστατικό που ήδη εμπεριείχε στοιχεία δημοκρατικού συγκεντρωτισμού: συγκεντρωτική δομή οργάνωσης, ετήσια επανεκλογή όλων των αρχών της Ενωσης, συζήτηση για το Καταστατικό, καθήκοντα και υποχρεώσεις των μελών, καθοδήγηση στους δήμους.
Στενά συνδεδεμένοι με την «Εταιρία των Εποχών», που είχε ιδρυθεί από το Μπλανκί, και έχοντας πάρει μέρος στην Παρισινή εξέγερση του 1839 που είχε κατασταλεί, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσαν να επιβάλουν τα προλεταριακά συμφέροντα μέσω της τακτικής της εξέγερσης μειονοτήτων. Ο Μαρξ και ο Ενγκελς είχαν σχέση με την Ενωση των Δικαίων για να διαδίδουν τις απόψεις τους στα μέλη. Την άνοιξη του 1847, τα ηγετικά στελέχη της Ενωσης κάλεσαν το Μαρξ και τον Ενγκελς να προσχωρήσουν, να αναπτύξουν τον κριτικό τους κομμουνισμό σε ένα Μανιφέστο και να τους βοηθήσουν να μετατρέψουν το πεπαλαιωμένο τους Καταστατικό σε ένα νέο οργανωτικό Καταστατικό, που να ανταποκρίνεται στις αλλαγμένες συνθήκες της εποχής. Το καλοκαίρι του 1847, στο πρώτο Συνέδριο της Ενωσης των Κομμουνιστών, το νέο Καταστατικό έγινε δεκτό.
Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, το δεύτερο Συνέδριο της Ενωσης ανέθεσε στους Μαρξ-Ενγκελς τη σύνταξη του «Μανιφέστου» το οποίο δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το Φλεβάρη του 1848.
Η Ενωση των Κομμουνιστών ήταν και γερμανικό και διεθνές Κόμμα ταυτόχρονα. Τα μέλη ήταν Γερμανοί, Σκανδιναβοί, Ολλανδοί, Ούγγροι, Τσέχοι, Νοτιοσλάβοι, Ρώσοι και Αλσατοί. Οπως μας αναφέρει ο Ενγκελς, ακόμα ένας ένστολος Αγγλος αξιωματούχος της φρουράς έπαιρνε μέρος στις συνελεύσεις της Ενωσης στο Λονδίνο ως «τακτικός θαμώνας»[4].
Στην Ενωση, μιλούσαν είκοσι διαφορετικές γλώσσες. Η «γλώσσα συναναστροφής» ήταν η γερμανική. Ο πυρήνας της Ενωσης ήταν οι ράπτες, προπαντός οι Γερμανοί. Στο Παρίσι, τα γερμανικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα στον τομέα της ραπτικής. Ο Ενγκελς αναφέρει ένα Νορβηγό ράπτη, που, μετά από δεκαοχτώ μήνες διαμονής στο Παρίσι, δεν ήξερε ούτε λέξη γαλλικά, είχε μάθει όμως θαυμάσια τα γερμανικά[5].
Τα μέλη της Ενωσης ήταν σχεδόν αποκλειστικά χειρώνακτες. Οι περιπλανώμενοι καλφάδες, από τη μια μεριά, ήταν «φορείς» κομμουνιστικών ιδεών και οργανώσεων. Εμαθαν στη Γαλλία, Αγγλία και Ελβετία τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες του γαλλικού ουτοπικού σοσιαλισμού και του αγγλικού χαρτισμού, και διέδωσαν τις ιδέες του εργατικού κομμουνισμού του Βίλχελμ Βάιτλινγκ (Wilhelm Weitling) και έπειτα των Μαρξ-Ενγκελς. Από την άλλη μεριά, οι χειρώνακτες ήταν ακόμα εγκλωβισμένοι σε μια «μάζα κληρονομημένων συντεχνιακών αντιλήψεων». Η μεγάλη βιομηχανία μηχανών ήταν ακόμα υπό ανάπτυξη και μαζί της και οι σύγχρονοι βιομηχανικοί εργάτες. Από τη μια μεριά, οι εκμεταλλευτές αυτών των χειρωνακτών ήταν οι ίδιοι ακόμα μικροεργοδότες, και από την άλλη μεριά, όλοι έλπιζαν να γίνουν τελικά επίσης μικροεργοδότες. «Είναι προς πολύ μεγάλη τιμή τους», έγραφε ο Ενγκελς, «ότι αυτοί, που δεν ήταν τότε ακόμα ολοκληρωμένοι προλετάριοι, αλλά μονάχα ένα εξάρτημα της μικροαστικής τάξης που βρισκόταν στο μεταβατικό στάδιό του προς το σύγχρονο προλεταριάτο, που δεν βρισκόταν ακόμα σε άμεση αντίθεση με την αστική τάξη, δηλαδή με το μεγάλο κεφάλαιο - ότι αυτοί οι βιοτέχνες ήταν σε θέση να αντιληφθούν προκαταβολικά με το ένστικτό τους τη μελλοντική τους εξέλιξη και να συγκροτηθούν, αν και όχι εντελώς συνειδητά ακόμα, σε ένα προλεταριακό κόμμα. Ηταν, επίσης αναπόφευκτο το γεγονός, ότι σκόνταφταν κάθε στιγμή πάνω στις παλιές προκαταλήψεις, που είχαν σαν βιοτέχνες, κάθε φορά που επρόκειτο να γίνει συγκεκριμένη κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας, δηλαδή κάθε φορά που επρόκειτο να αναλυθούν τα οικονομικά γεγονότα. Και δεν πιστεύω, ότι τότε σ’ όλη την Ενωση υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος, που να είχε διαβάσει ποτέ ένα οικονομολογικό σύγγραμμα. Αλλά αυτό δεν ήταν μεγάλο κακό. Η «ισότητα», η «αδελφότητα» και η «δικαιοσύνη» βοηθούσαν προσωρινά να ξεπερνούν κάθε θεωρητική δυσκολία»[6].
Ο χαρακτηρισμός αυτός των μελών της Ενωσης των Δικαίων ισχύει και για την Ενωση των Κομμουνιστών. Οι ιδέες του «Μανιφέστου» δεν έγιναν θεωρητικό κτήμα των μελών δύο βδομάδες κιόλας μετά από τη δημοσίευσή του. Και όμως: χωρίς θεωρία δεν μπορούσε να σχηματιστεί κόμμα σε επιστημονική βάση. Χωρίς την επεξεργασία της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, έστω πρώτα σε «κύριες γραμμές», δεν μπορούσε να υπάρχει ούτε «Μανιφέστο» ούτε κομμουνιστικό κόμμα. Ο Ενγκελς έγραφε: «Αυτή η ανακάλυψη που ανάτρεψε την ιστορική επιστήμη, που όπως βλέπουμε είναι στην ουσία έργο του Μαρξ -και που μόνο μια πολύ μικρή συμμετοχή σε αυτή μπορώ να καταλογήσω στον εαυτό μου- είχε άμεση σημασία για το εργατικό κίνημα της εποχής εκείνης. Ο κομμουνισμός των Γάλλων και των Γερμανών, ο χαρτισμός των Αγγλων φαίνονταν τώρα πια όχι σαν κάτι το τυχαίο, σαν κάτι το οποίο θα μπορούσε επίσης και να μην υπάρχει... Και ο κομμουνισμός δε σημαίνει στο εξής: να εκκολάπτουμε με τη φαντασία ένα όσο το δυνατό πιο τέλειο κοινωνικό ιδεώδες, αλλά: να κατανοήσουμε τη φύση, τις συνθήκες και τους γενικούς σκοπούς - που απορρέουν από αυτές τις συνθήκες - της πάλης που διεξάγει το προλεταριάτο»[7].
Οι βασικές ιδέες του «Καταστατικού της Ενωσης των Κομμουνιστών» - στη σύνταξη του οποίου έλαβαν μέρος οι Μαρξ και Ενγκελς - εμπεριείχαν γενικές αρχές οι οποίες και σήμερα εξακολουθούν να είναι δεσμευτικές για ένα κομμουνιστικό κόμμα.
Στο πρώτο Συνέδριο της Ενωσης, τον Ιούνιο του 1847, τις επεξεργάστηκαν, έπειτα τέθηκαν για σχεδόν έξι μήνες στη διάθεση των μελών της Ενωσης για συζήτηση και, τελικά, έγιναν δεκτές στο δεύτερο Συνέδριο της Ενωσης, στις 8 Δεκεμβρίου του 1847, κατόπιν και άλλης ακόμα διαβούλευσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του «Καταστατικού», «...ο στόχος της Ενωσης... είναι η ανατροπή της αστικής τάξης, η κυριαρχία του προλεταριάτου, η αναίρεση της παλαιάς αστικής κοινωνίας της στηριγμένης σε ταξικές αντιθέσεις, καθώς και η εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνίας χωρίς τάξεις και ατομική ιδιοκτησία».
Στο άρθρο 2, καθορίζονταν οι όροι για συμμετοχή των μελών. Ανάμεσα στους επτά όρους, αναφέρονταν ένας «ανάλογος τρόπος ζωής και δράσης», «επαναστατική ενέργεια και ζήλος στην προπαγάνδα», «αποδοχή του κομμουνισμού» και «υποταγή στις αποφάσεις της Ενωσης».
Στα άρθρα 6-36, περιλαμβάνονταν: Η διαρθρωτική οργάνωση της Ενωσης, η διαίρεση με βάση τους δήμους και περιφέρειες, οι αρμοδιότητες των κεντρικών αρχών, η σχέση ανάμεσα στα μέλη και την καθοδήγηση σύμφωνα με τις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Σημαντική είναι η εξής πρόταση του άρθρου 27: «Αν στις κεντρικές αρχές η συζήτηση για ορισμένα ζητήματα φαίνεται να έχει γενικό και άμεσο ενδιαφέρον, τότε οφείλουν να καλέσουν όλη την Ενωση σε συζήτηση γι’ αυτά». Η φράση αυτή αφορούσε κυρίως τα βασικά ζητήματα στρατηγικής και τακτικής της Ενωσης. Η συγκεκριμένη εφαρμογή στις περιφέρειες και στις κοινότητες πραγματοποιόταν ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Σε περίπτωση που παραβιάζονταν οι όροι της ιδιότητας του μέλους, τα άρθρα 37-40 πρόβλεπαν ακόμα και τον αποκλεισμό, για τον οποίο, οριστικά, «μόνο το Συνέδριο» μπορούσε να αποφασίσει.
Τα άρθρα 41 και 42 πρόβλεπαν μέτρα για την προστασία του Κόμματος από υπονομευτές. Οι αρχές των περιφερειών έκριναν τα αδικήματα κατά της Ενωσης και όφειλαν να φροντίσουν για την εκτέλεση των καταδικαστικών αποφάσεων. Τα ύποπτα υποκείμενα έπρεπε να τα παρακολουθούν και να τα εξουδετερώνουν.
Στα άρθρα 43-49, ρυθμίζονταν τα οικονομικά της Ενωσης. Το Συνέδριο καθόριζε για κάθε χώρα το ύψος της συνδρομής των μελών[8].
Ο Λένιν, αργότερα, σύνδεσε κατά τρόπο ουσιαστικό την κομματική του θεωρία με τα βασικά αποφθέγματα του Καταστατικού της Ενωσης του 1847: Αναγνώριση του προγράμματος, ενεργητική συμμετοχή σε μια οργάνωση βάσης του Κόμματος, τακτική συνδρομή, αιρετότητα όλων των επαγγελματικών στελεχών, υποταγή στις αποφάσεις των εκλεγμένων κομματικών ηγεσιών, λογοδοσία από όλους, το Συνέδριο σαν ανώτατο κομματικό όργανο, δημοκρατικός συγκεντρωτισμός.
Μετά την ήττα της Επανάστασης, η Ενωση βρέθηκε πάλι αναγκασμένη να δουλεύει παράνομα, να περάσει σε συνωμοτικές μεθόδους κομματικής δραστηριότητας, διότι οι επαναστατικές οργανώσεις καταπιέζονταν ανελέητα. Ο Μαρξ και ο Ενγκελς, στην «προσφώνηση της Κεντρικής Αρχής προς την Ενωση» του Μάρτη 1850, προτάθηκαν να κάνουν κάποιες σημαντικές διευκρινίσεις για την κομματική θεωρία σε σχέση με την επαναδιοργάνωση της Ενωσης. Οι απόψεις που υπήρχαν στο «Μανιφέστο», έλεγαν, αποδείχτηκαν σωστές στην Επανάσταση. Ταυτόχρονα, όμως, χαλάρωσε η οργάνωση της Ενωσης, ενώ το δημοκρατικό κόμμα των μικροαστών στερεώθηκε. Γι’ αυτό το εργατικό κόμμα περνούσε όλο και περισσότερο στην επίδραση των μικροαστών δημοκρατών.
Σε αρκετά σημεία της προσφώνησής τους, ο Μαρξ και ο Ενγκελς τόνισαν την ανάγκη της αυτοτέλειας του εργατικού κόμματος και καθόρισαν πεντακάθαρα τη «σχέση του επαναστατικού εργατικού κόμματος προς τη μικροαστική δημοκρατία» - προς εκείνους τους «ρεπουμπλικάνους μικροαστούς που αυτοαποκαλούνται τώρα κόκκινοι και σοσιαλδημοκράτες» - «Πάει μαζί της ενάντια στην ομάδα που το επαναστατικό εργατικό κόμμα επιδιώκει την ανατροπή της, αντιτάσσεται στη μικροαστική δημοκρατία σε όλα εκείνα με τα οποία η μικροαστική δημοκρατία θέλει να στεριώσει τη θέση της»[9]. Γιατί, «οι δημοκράτες μικροαστοί, που καθόλου δε θέλουν να ανατρέψουν ολόκληρη την κοινωνία προς το συμφέρον των επαναστατών προλετάριων, επιδιώκουν μια αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, έτσι που η κοινωνία που υπάρχει να τους γίνει όσο το δυνατό πιο υποφερτή και βολική...». Για τους εργάτες, είναι «πριν απ’ όλα βέβαιο ότι πρόκειται να παραμείνουν μισθωτοί εργάτες, όπως και πριν, μόνο που οι δημοκράτες μικροαστοί εύχονται στους εργάτες καλύτερο μισθό και μια πιο ασφαλισμένη ζωή και ελπίζουν να το πετύχουν αυτό με τη μερική απασχόλησή τους από το κράτος, και με μέτρα φιλανθρωπίας, με δυο λόγια, ελπίζουν να εξαγοράσουν τους εργάτες με λίγο-πολύ σκεπασμένες ελεημοσύνες και να σπάσουν την επαναστατική τους δύναμη, κάνοντας προσωρινά υποφερτή την κατάστασή τους»[10].
Ο Μαρξ και ο Ενγκελς σκιαγράφησαν σε συγκεντρωμένη μορφή την αντίληψή τους σχετικά με τη μονιμότητα της επανάστασης την οποία συνέχισε ο Λένιν αργότερα κάτω από ιμπεριαλιστικές προϋποθέσεις και τη διευκρίνισε περαιτέρω στην εργασία του: «Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση». Η σκέψη αυτή της μονιμότητας της επανάστασης εξακολουθεί να έχει σημασία και σήμερα - μετά την ήττα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού - για την ανάπτυξη μιας επαναστατικής στρατηγικής. «Ενώ οι δημοκράτες μικροαστοί θέλουν να αποτελειώσουν την επανάσταση όσο το δυνατό πιο γρήγορα και με την πραγματοποίηση το πολύ-πολύ των παραπάνω διεκδικήσεων, συμφέρον δικό μας και καθήκον δικό μας είναι να κάνουμε την επανάσταση διαρκή, ώσπου όλες οι λίγο-πολύ ιδιοχτήτριες τάξεις να ’χουν απωθηθεί από την εξουσία, ώσπου να έχει κατακτηθεί η κρατική εξουσία από το προλεταριάτο, και ώσπου η συνένωση των προλετάριων, όχι μονάχα σε μία χώρα, αλλά σε όλες τις κυρίαρχες χώρες του κόσμου, να έχει προχωρήσει τόσο, που να ’χει σταματήσει ο συναγωνισμός ανάμεσα στους προλετάριους αυτών των χωρών και ώσπου να συγκεντρωθούν στα χέρια των προλετάριων τουλάχιστον οι αποφασιστικές παραγωγικές δυνάμεις. Εμείς δεν μπορεί να αποβλέπουμε στην αλλαγή της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά μονάχα στην εκμηδένισή της, δεν μπορεί να αποβλέπουμε στην απόκρυψη των ταξικών αντιθέσεων, μα στην κατάργηση των τάξεων, δεν μπορεί να αποβλέπουμε στην καλυτέρευση της σημερινής κοινωνίας, μα στην ίδρυση μιας νέας κοινωνίας»[11].
Το εργατικό κόμμα δε θα «εξυπηρετήσει σαν χορωδία κλακαδόρων» τους αστούς δημοκράτες. Η Ενωση όφειλε να επιδιώξει να «δημιουργήσουν, πλάι στους επίσημους δημοκράτες, μια ανεξάρτητη μυστική και ανοιχτή οργάνωση του εργατικού κόμματος. Πρέπει ακόμα την κάθε κοινότητα να την μετατρέψουν σε κέντρο και πυρήνα εργατικών ενώσεων, όπου η θέση και τα συμφέροντα του προλεταριάτου θα συζητιούνται ανεξάρτητα από τις αστικές επιδράσεις»[12].
Ο Μαρξ και ο Ενγκελς βλέπουν τη δυνατότητα του κοινού αγώνα με τους μικροαστούς δημοκράτες να υπάρχει και χωρίς να ενωθούν μαζί τους. Ομως, βλέπουν και τα όρια και τους κινδύνους αυτού του κοινού αγώνα και, μάλιστα, με μια καθαρότητα, λες και οι κομμουνιστές δεν είχαν μπροστά τους ακόμα τη χαμένη επανάσταση των 1918/’19, αλλά ήδη την είχαν πίσω τους: «Για την περίπτωση της πάλης ενάντια σ’ έναν κοινό αντίπαλο δε χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη συνένωση. Οταν χρειαστεί να καταπολεμηθεί άμεσα ένας τέτιος αντίπαλος, συμπίπτουν τα συμφέροντα και των δυό κομμάτων για τη στιγμή αυτή, κι όπως γινόταν ως τώρα θ’ αποκατασταθεί και στο μέλλον αυτή η σύνδεση που είναι υπολογισμένη μονάχα για τη στιγμή αυτή. Είναι αυτονόητο ότι στις μελλοντικές αιματηρές συγκρούσεις, καθώς και σ’ όλες τις προηγούμενες,κυρίως οι εργάτες θα υποχρεωθούν να καταχτήσουν τη νίκη με το θάρρος τους, με την αποφασιστικότητά τους και με την αυτοθυσία τους. Και όπως γινόταν ως τα τώρα, και στον αγώνα αυτόν οι μικροαστοί σα μάζα θα φερθούν για όσο μπορεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα διστακτικά, αναποφάσιστα, παθητικά, για να σφετεριστούν ύστερα, μόλις θάχει κριθεί ο αγώνας, τη νίκη, για να ζητήσουν από τους εργάτες να ησυχάσουν και να γυρίσουν στα σπίτια τους, στη δουλιά τους, για να προλάβουν τις λεγόμενες ακρότητες και για ν’ αποκλείσουν το προλεταριάτο από τους καρπούς της νίκης». Και το ΕΣΚΓ (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας), μετά από την κοινή νίκη πάνω στο φασισμό το 1945 και προειδοποιημένο από την ήττα των κομμουνιστών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πιθανόν να έλαβε υπόψη την εξής συμβουλή των Μαρξ-Ενγκελς: «Δεν είναι στο χέρι των εργατών να εμποδίσουν τους μικροαστούς δημοκράτες να το κάνουν αυτό, είναι όμως στο χέρι τους να τους δυσκολέψουν την επικράτηση πάνω στο ένοπλο προλεταριάτο και να τους υπαγορεύσουν τέτιους όρους, που η κυριαρχία των αστών δημοκρατών να περικλείνει από τα πριν το σπέρμα του αφανισμού της και να διευκολύνει σημαντικά τον παραμερισμό της κυριαρχίας των αστών δημοκρατών από την κυριαρχία του προλεταριάτου»[13].
Στην «προσφώνηση», εμπεριέχεται και η ιδέα μιας «διπλής κυριαρχίας» μετά από μια δημοκρατική επανάσταση. Οι προλετάριοι «πρέπει πλάι στις νέες επίσημες κυβερνήσεις, να εγκαθιστούν ταυτόχρονα δικές τους επαναστατικές εργατικές κυβερνήσεις, είτε με τη μορφή κοινοτικών διοικήσεων, κοινοτικών συμβουλίων, είτε με τη μορφή εργατικών λεσχών ή εργατικών επιτροπών...». Εννοείται ότι «...οι εργάτες πρέπει να είναι οπλισμένοι και οργανωμένοι»[14]. «Μα οι ίδιοι θα συντελέσουν περισσότερο απ’ όλα στην τελική νίκη τους, όταν ξεκαθαρίσουν στον εαυτό τους τα ταξικά τους συμφέροντα, όταν πάρουν την αυτοτελή κομματική τους θέση όσο μπορεί πιο γρήγορα, όταν δεν παρασυρθούν ούτε στιγμή από τα υποκριτικά λόγια των δημοκρατών μικροαστών και όταν δεν ξεφύγουν από το δρόμο της ανεξάρτητης οργάνωσης του κόμματος του προλεταριάτου. Η πολεμική τους κραυγή πρέπει να είναι: Διαρκής επανάσταση»[15].
Στο «Μανιφέστο» και στο «Καταστατικό» της Ενωσης, ο Μαρξ και ο Ενγκελς έδοσαν προσανατολισμό για την εγκαθίδρυση της «κυριαρχίας του προλεταριάτου». Στο σύγγραμμά του: «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 μέχρι το 1850», ο Μαρξ αξιολόγησε την ήττα της εξέγερσης του Ιούνη των εργατών του Παρισιού που προκλήθηκε από την αστική τάξη. «... η ήττα του έπεισε το παρισινό προλεταριάτο για την αλήθεια ότι και η πιο παραμικρή καλυτέρευση της κατάστασής του παραμένει ουτοπία μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, μια ουτοπία που γίνεται έγκλημα μόλις θελήσει να γίνει πραγματικότητα. Στη θέση των διεκδικήσεων που ήταν υπερβολικές στη μορφή, μικρόπρεπες και μάλιστα αστικές στο περιεχόμενο, και που ήθελε να τις αποσπάσει από τη δημοκρατία του Φλεβάρη, μπήκε το θαρραλέο επαναστατικό μαχητικό σύνθημα: «Ανατροπή της αστικής τάξης! Δικτατορία της εργατικής τάξης»[16].
Επομένως, η κατηγορία του επιστημονικού σοσιαλισμού, η «δικτατορία του προλεταριάτου», που τόσο πολλοί αμφισβητούν σήμερα, ήταν η θεωρητική αντανάκλαση των εμπειριών του παρισινού προλεταριάτου με τον ταξικό αγώνα! Ο Μαρξ και ο Ενγκελς επέμειναν στη θεωρία αυτή μέχρι το τέλος της ζωής τους. Η «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν αποκλείει τη δημοκρατία αλλά τονίζει τον ταξικό της χαρακτήρα. Αυτό ήταν σαφές μέχρι το 1852. Επεξεργάστηκαν περαιτέρω τις θεωρητικές αντανακλάσεις της πείρας των ταξικών αγώνων της επαναστατικής περιόδου 1848-1850 στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα στην Παρισινή Κομμούνα.