Οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να διαμορφώσουν επαναστατική στρατηγική υπό την επίδραση μιας σειράς παραγόντων που τους έδιναν το προβάδισμα σε σχέση με τα υπόλοιπα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της εποχής.
Πρώτ’ απ’ όλα επειδή είχαν κατακτήσει ένα υψηλό θεωρητικό μαρξιστικό επίπεδο, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη του μαρξισμού.
Δεύτερον επειδή είχαν εξασφαλίσει τον πλήρη πολιτικό και οργανωτικό διαχωρισμό με τον οπορτουνισμό που εξέφραζαν οι μενσεβίκοι.
Τρίτον επειδή είχαν διαμορφώσει μια σφιχτή οργάνωση συνειδητών επαναστατών, κόμμα νέου τύπου.
Τέταρτον επειδή είχαν διαμορφώσει στενούς δεσμούς με την εργατική τάξη, ιδιαίτερα μέσα από τα απεργιακά κινήματα του 1905.
Ετσι ο υποκειμενικός παράγοντας ήταν ώριμος όταν διαμορφώθηκαν οι ανάλογες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στη Ρωσία, όταν οξύνθηκαν απότομα οι αντιθέσεις της και αντικειμενικά διευκόλυναν την ανάπτυξη επαναστατικού κινήματος.
Η γένεση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, η ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919 στο φως της Οκτωβριανής Επανάστασης και της στρατηγικής των μπολσεβίκων ήταν επίσης μια σύνθετη και επίπονη διαδικασία. Βασικό ενοποιητικό στοιχείο των κομμάτων, ομάδων και ατόμων που συγκεντρώθηκαν στη Μόσχα το Μάρτη του 1919 ήταν η υποστήριξη της Οκτωβριανής Επανάστασης και της σοβιετικής εξουσίας, η διεθνιστική στάση στις συνθήκες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η αντίθεση με τις ηγεσίες των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Β΄ Διεθνούς που πρόδωσαν το προλεταριάτο με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση της Γερμανίας.
Ομως εκείνη την περίοδο δεν είχε ακόμη ωριμάσει ενιαία σε όλους η αναγκαιότητα τομής στο εργατικό κίνημα, ρήξης συνολικά με τη σοσιαλδημοκρατία, η ανάγκη ανάδυσης ενός νέου επαναστατικού κινήματος με θεωρητικές και οργανωτικές αρχές στη βάση των επαναστατικών παραδόσεων του μαρξισμού που είχαν οπισθοχωρήσει κάτω από την οπορτουνιστική επίδραση. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στο συνέδριο του Μάρτη του 1919 στη Μόσχα διεξήχθη διαπάλη ανάμεσα στους συμμετέχοντες για το αν αυτό θα αποτελούσε και το πρώτο συνέδριο μια νέας διεθνούς, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, θέση που τελικά και επικράτησε.
Πολύ πιο σύνθετα βεβαίως έγιναν τα πράγματα στη συνέχεια, τόσο ως προς τους όρους προσχώρησης ενός κόμματος ή ομάδας στην ΚΔ, όσο και ως προς τη διαμόρφωση ενιαίας στρατηγικής για το ΔΚΚ.
Ο Λένιν δούλεψε αρκετά στην κατεύθυνση κωδικοποίησης των βασικών συμπερασμάτων από τη στρατηγική και τακτική των μπολσεβίκων που είχαν διεθνή σημασία, ειδικά μπροστά στο 2ο Συνέδριο της ΚΔ (1920) όπου ψηφίστηκαν οι προγραμματικές θέσεις και το καταστατικό.
Η βασική αντίληψη του Λένιν ήταν ότι είχε διαμορφωθεί μια νέα ιστορική περίοδος για το εργατικό κίνημα, περίοδος της πάλης για την κατάκτηση της εξουσίας, για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτό αφορούσε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες, ανεξάρτητα από τους διάφορους σταθμούς, μέσα από τους οποίους αναγκαστικά θα περνούσε αυτή η διαδικασία.
Επίσης επισήμανε την ανάγκη συνολικής αναπροσαρμογής της δράσης του Κομμουνιστικού Κόμματος, έτσι ώστε η τακτική του σε όλες τις συνθήκες να υπηρετεί τη στρατηγική του, δηλαδή την προετοιμασία των μαζών για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτή δεν πραγματοποιείται μόνο με τη ζύμωσή της ως στρατηγικού στόχου, αλλά -ειδικά σε συνθήκες που δεν έχει διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση- πρέπει η κοινοβουλευτική τακτική, η συνδικαλιστική τακτική, η δράση των κομμουνιστών μέσα στους μαζικούς φορείς, στους αγώνες, να βοηθάει στην πολιτική ωρίμανση της εργατικής τάξης, όλο και ευρύτερα τμήματά της να πείθονται μέσα από την πείρα τους για την αναγκαιότητα της ανατροπής της αστικής εξουσίας και της κοινωνικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Ιδιαίτερα αναδείχτηκε το ζήτημα της συμμαχίας με τη φτωχή αγροτιά, ζήτημα βεβαίως που διαφορετικά έμπαινε σε χώρες που υπήρχαν ακόμα φεουδαρχικές σχέσεις και διαφορετικά σε χώρες που είχε λυθεί το αγροτικό ζήτημα.
Η ΚΔ επεξεργάστηκε τη στάση των ΚΚ απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, σημειώνοντας την ανάγκη αταλάντευτης διαπάλης μαζί της, χαρακτηρίζοντάς την ως πράκτορα της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα, ως αστικό εργατικό κόμμα.
Η υποχώρηση της επαναστατικής ανόδου που σημειώθηκε τα επόμενα χρόνια, καθώς και η διατήρηση μεγάλης επιρροής της σοσιαλδημοκρατίας σε εργατικές μάζες, έθεσαν το ζήτημα της τακτικής που θα έπρεπε να ακολουθήσει η ΚΔ σε τέτοιες συνθήκες.
Η ΚΔ, μετά το 3ο Συνέδριό της (1921), επεξεργάστηκε σταδιακά την πολιτική του «Ενιαίου Μετώπου» μεταξύ των εργατών που ακολουθούσαν τους κομμουνιστές και των εργατών που ακολουθούσαν τη σοσιαλδημοκρατία. Η ΕΕ της ΚΔ συζήτησε και κατέληξε στη σχετική απόφαση στις 18 Δεκέμβρη 1921. Η απόφαση επεσήμαινε: «Οταν μιλάμε για ενιαίο εργατικό μέτωπο, πρέπει να εννοούμε την ενότητα όλων των εργατών, που επιθυμούν να παλέψουν ενάντια στον καπιταλισμό»10. Η συζήτηση για το χαρακτήρα και το ρόλο του ενιαίου μετώπου συνεχίστηκε με διαφωνίες στην ΕΕ της ΚΔ και στις γραμμές των ΚΚ. Μια τάση απέρριπτε την ιδέα του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, ενώ μια σειρά δεξιά στοιχεία μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν το ενιαίο μέτωπο ως στρατηγική συμφωνία με τη ΙΙ ή τη ΙΙ½ Διεθνή, χωρίς αρχές11. Ο Λένιν χαρακτήριζε την τακτική του ενιαίου μετώπου «ως υποχώρηση που πρέπει να εξυπηρετεί την προετοιμασία της επίθεσης»12, αφού «ο σκοπός και το νόημα της τακτικής του ενιαίου μετώπου συνίσταται στο να τραβηχτούν στην πάλη κατά του κεφαλαίου όλο και πιο πλατιές μάζες εργατών, χωρίς να πάψουμε να επαναλαμβάνουμε τις εκκλήσεις μας, ακόμη και προς τους ηγέτες της ΙΙ και ΙΙ½ Διεθνούς, προτείνοντας να κάνουμε από κοινού τέτοια πάλη»13.
Σκοπός της τακτικής του ενιαίου μετώπου ήταν η απόσπαση των εργατικών μαζών από τον οπορτουνισμό, η συντριβή της ηγεσίας του, όπως σημείωνε ο Λένιν. Πρέπει βεβαίως να σημειώσουμε ότι μια σειρά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε επίπεδο διακηρύξεων και προγραμμάτων ακόμα υιοθετούσαν μαρξιστικές διακηρύξεις, ορισμένα είχαν ακόμα και τη «δικτατορία του προλεταριάτου», την οποία όμως αντιπαρέθεταν στη μορφή που πήρε στη Ρωσία, της σοβιετικής εξουσίας.
Το 1922 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ αντιπροσώπων της ΚΔ, της ΙΙ και της ΙΙ½ Διεθνούς. Η αντιπροσωπία της ΚΔ, που αποτελούνταν από τους Τσέτκιν, Μπουχάριν, Ράντεκ, έκανε απαράδεκτες υποχωρήσεις, δεσμευόμενη ότι δε θα επιβληθεί η ποινή του θανάτου στην επικείμενη δίκη των 47 εσέρων που βαρύνονταν με πράξεις κατά της σοβιετικής εξουσίας και δολοφονίας κομμουνιστών και επίσης ότι στη δίκη τους θα παρευρίσκονταν αντιπροσωπείες και των τριών Διεθνών.
Ο Λένιν, καταδικάζοντας αυτές τις υποχωρήσεις, σημείωνε ότι: «Οι εκπρόσωποι της ΙΙ και της ΙΙ½ Διεθνούς θέλουν το ενιαίο μέτωπο γιατί ελπίζουν να μας εξασθενήσουν με τις υπερβολικές παραχωρήσεις που θα κάνουμε»14.
Το επόμενο διάστημα αναπτύχθηκε στους κόλπους της ΚΔ προβληματισμός για τη δυνατότητα διαμόρφωσης «εργατικών κυβερνήσεων» ως κυβερνήσεων του «ενιαίου μετώπου». Το 4ο Συνέδριο (1922) κατέληξε στον προσδιορισμό 5 τύπων εργατικών κυβερνήσεων που μπορούσαν να εμφανιστούν και τη στάση των κομμουνιστών απέναντι σε αυτές:
«1. Μια φιλελεύθερη εργατική κυβέρνηση, όπως υπάρχει στην Αυστραλία και όπως είναι πιθανόν να σχηματιστεί στο κοντινό μέλλον στην Αγγλία.
2. Μια εργατική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση (Γερμανία).
3. Μια εργατοαγροτική κυβέρνηση - τέτοιες δυνατότητες υπάρχουν στα Βαλκάνια, την Τσεχοσλοβακία κλπ.
4. Μια εργατική κυβέρνηση, όπου να συμμετέχουν οι κομμουνιστές.
5. Μια αληθινά προλεταριακή εργατική κυβέρνηση, που μονάχα το κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να την ενσαρκώσει σε καθαρή μορφή. […]
Οι δύο πρώτοι τύποι δεν είναι επαναστατικές εργατικές κυβερνήσεις, αλλά καμουφλαρισμένοι συνασπισμοί ανάμεσα στην αστική τάξη και αντεπαναστατικές ομάδες. Σε κρίσιμες στιγμές τέτοιες κυβερνήσεις είναι ανεκτές από την εξασθενημένη αστική τάξη, για να ξεγελούν τους εργάτες σχετικά με τον αληθινό ταξικό χαρακτήρα του κράτους ή για να ξεστρατίσουν, με τη βοήθεια των διεφθαρμένων ηγετών, την έφοδο του προλεταριάτου και να κερδίσουν καιρό. Οι κομμουνιστές δεν μπορούν να συμμετέχουν σε τέτοιες κυβερνήσεις. Αντίθετα πρέπει να ξεσκεπάζουν ανελέητα μπροστά στις μάζες τον αληθινό τους χαρακτήρα […]
Οι κομμουνιστές θέλουν να γίνει κοινή η υπόθεσή τους και με τους εργάτες, που δεν κατάλαβαν ακόμα την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου, με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες, τους χριστιανούς σοσιαλιστές, τους εξωκομματικούς και τα μέλη των συνδικάτων. Οι κομμουνιστές, επομένως, συμφωνούν ότι σε ορισμένες περιστάσεις και με ορισμένες εγγυήσεις, μπορούν να υποστηρίξουν μια μη κομμουνιστική εργατική κυβέρνηση. Ταυτόχρονα οι κομμουνιστές λένε στις μάζες ανοιχτά, ότι η εγκαθίδρυση μιας πραγματικά εργατικής κυβέρνησης δεν είναι δυνατή χωρίς επαναστατική πάλη ενάντια στην αστική τάξη.
Οι δύο άλλοι τύποι εργατικών κυβερνήσεων (εργατοαγροτική κυβέρνηση και εργατική κυβέρνηση με συμμετοχή των κομμουνιστών) δεν είναι δικτατορίες του προλεταριάτου και ούτε μεταβατικές μορφές, ιστορικά αναπόφευκτες, προς τη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά, εκεί όπου σχηματίζονται, μπορούν να χρησιμεύσουν σαν αφετηρία για τη δικτατορία αυτή. Μονάχα μια κυβέρνηση, που αποτελείται από κομμουνιστές μπορεί να είναι αληθινή ενσάρκωση της δικτατορίας του προλεταριάτου»15.
Πρέπει να τονίσουμε ότι η υπό όρους στήριξη ή συμμετοχή των κομμουνιστών σε μια μη κομμουνιστική εργατική κυβέρνηση προϋπέθετε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης και επαναστατικής ανόδου. Η απόφαση ανέφερε ότι: «το στοιχειωδέστερο έργο μιας εργατικής κυβερνήσεως πρέπει να συνίσταται εις το να οπλίση μεν το προλεταριάτο, αφοπλίση δε τις αστικές αντεπαναστατικές οργανώσεις»16.
Σε πολλά τμήματα της ΚΔ αυτές οι υποχωρήσεις απομάκρυναν από την επαναστατική στρατηγική. Στους κόλπους των ΚΚ άρχισαν να ενισχύονται δεξιές οπορτουνιστικές απόψεις σε αντιπαράθεση προς τις θέσεις «αριστερίστικων» τάσεων άρνησης των άμεσων στόχων πάλης στα προγράμματα των ΚΚ.
Ο ίδιος ο Λένιν, 8 μήνες μετά το 3ο Συνέδριο της ΚΔ, κάνοντας απολογισμό της πορείας της διαπάλης, έκανε την αυτοκριτική του ότι πήρε το μέρος της άκρας δεξιάς πτέρυγας του συνεδρίου (Πωλ Λεβί κ.ά.), από φόβο μην επικρατήσουν αριστερίστικες απόψεις, διαπιστώνοντας εκ των υστέρων ότι οι διαφορές με τους λεγόμενους «αριστερούς» ξεπεράστηκαν από την ίδια τη ζωή, ενώ ένας δεξιός κίνδυνος άρχισε να ενισχύεται στα ΚΚ17.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεξιάς επίδρασης φάνηκε στην περίπτωση της συμμετοχής του ΚΚ Γερμανίας στις κυβερνήσεις της Σαξονίας και της Θουριγγίας που συγκροτήθηκαν σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου. Οι κομμουνιστές των κυβερνήσεων της Σαξονίας και Θουριγγίας, αντί να κινηθούν για τον παραπέρα εξοπλισμό του προλεταριάτου και τον αφοπλισμό της αντεπανάστασης, όπως άλλωστε προέβλεπε ως στοιχειωδέστερο έργο η απόφαση του συνεδρίου, «πολιτεύονταν […] σαν συνηθισμένοι κοινοβουλευτικοί υπουργοί στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας»18.
Κατά τη διάρκεια του 5ου συνεδρίου της ΚΔ (1924) αναπτύχθηκε συζήτηση για το χαρακτήρα της εργατοαγροτικής κυβέρνησης, κυρίως για τις χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης. Απορρίφθηκε επίσημα η τοποθέτηση ότι η εργατοαγροτική κυβέρνηση μπορούσε να διαμορφωθεί σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας και ουσιαστικά αναγνωρίστηκε ως δικτατορία του προλεταριάτου. Ταυτόχρονα, στο ίδιο συνέδριο αναδείχτηκαν προβλήματα στο εσωτερικό των κομμάτων και καταδικάστηκαν όλες οι δεξιές θέσεις που είχαν εμφανιστεί εκείνη την εποχή μαζί βεβαίως και με τις θέσεις των τροτσκιστών που διαγράφτηκαν από τις γραμμές της ΚΔ.
Σε αυτές τις συνθήκες ωρίμασε η ανάγκη διαμόρφωσης ενιαίου προγράμματος της ΚΔ που θα εξειδικευόταν από τα εθνικά τμήματά της, τα ΚΚ κάθε χώρας με ενιαία κριτήρια. Αυτό το ζήτημα κλήθηκε να αντιμετωπίσει το 6ο Συνέδριο της ΚΔ (1928).
Πριν και κατά τη διάρκεια του συνεδρίου εκδηλώθηκε διαπάλη με τις δεξιές οπορτουνιστικές θέσεις που εισηγήθηκε ο Ν. Μπουχάριν19.
Αναπτύχθηκε προβληματισμός του συνεδρίου ως προς την εξέλιξη της επανάστασης σε διάφορους τύπους χωρών και κυρίως αυτών με σχετικά καθυστερημένη καπιταλιστική ανάπτυξη (με ακόμα μεγάλο μερίδιο των αγροτών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό) αλλά και των αποικιών.
Στη συνέχεια, το 6ο συνέδριο της ΚΔ πήρε απόφαση για το χαρακτήρα των επαναστάσεων που αντιστοιχούσε σε διάφορες χώρες υπό συνθήκες διαπάλης. Στην εκτίμηση αυτή συνηγορεί και μια εικόνα των συζητήσεων που ακολούθησαν για την επεξεργασία περιφερειακών προγραμμάτων, π.χ. της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας. Σε μια σειρά χώρες, ιδιαίτερα αυτές που χαρακτηρίζονταν ως μέσου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης, τα ΚΚ αντιμετώπιζαν ισχυρές πιέσεις από αγροτικές και μικροαστικές δυνάμεις, αλλά και από εθνικιστικές τάσεις, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια.
Ο προβληματισμός μας είναι το αν ήταν δόκιμη η μηχανιστική μεταφορά της επεξεργασίας των δύο τακτικών της σοσιαλδημοκρατίας σε μια πολύ διαφορετική εποχή σε χώρες που δεν είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά με την τσαρική Ρωσία του 1905, δηλαδή χώρες στις οποίες υπήρχε συγκροτημένη αστική εξουσία ανεξάρτητα αν υπήρχαν άλυτα αστικοδημοκρατικά ζητήματα ή όχι (π.χ. διατήρηση της μοναρχίας). Επίσης ο προβληματισμός αφορά την έκταση των μισοφεουδαρχικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή σε αυτές τις χώρες, ώστε να βαρύνουν στο χαρακτηρισμό της κοινωνίας.
Ο προβληματισμός μας δεν αμφισβητεί την επισήμανση άλυτων αστικοδημοκρατικών ζητημάτων ή πλευρών του αγροτικού ζητήματος ως κρίκων για τη συγκέντρωση μη προλεταριακών δυνάμεων υπό την καθοδήγηση του προλεταριάτου, αλλά τα αμφισβητεί ως καθοριστικά για το χαρακτήρα της επανάστασης, δηλαδή ποια τάξη διεκδικεί την εξουσία, κορυφαίο ζήτημα της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος.
Στα χρόνια του μεσοπολέμου η σοσιαλδημοκρατία πήρε ανοιχτά χαρακτηριστικά αστικού κόμματος διακυβέρνησης στα πλαίσια του αστικού πολιτικού συστήματος. Τα δύο τμήματά της (ΙΙ και ΙΙ½ Διεθνής) ενώθηκαν σε μια ενιαία Διεθνή, η οποία σταδιακά εγκατέλειψε τις όποιες επαναστατικές διακηρύξεις και υιοθέτησε θέσεις περί οργανωμένου καπιταλισμού και σταδιακού περάσματος στο σοσιαλισμό μέσω μεταρρυθμίσεων.
Πρωτοστάτησε στον αντικομμουνισμό, ευνοώντας την άνοδο του φασισμού σε μια σειρά χώρες, ενώ μια σειρά φασιστικές δυνάμεις ξεπήδησαν μέσα από τους κόλπους των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Η άνοδος του φασισμού σε μια σειρά χώρες είχε πολύπλευρη επίδραση στο κομμουνιστικό κίνημα και την ΚΔ.
Απασχόλησε η ερμηνεία του φαινομένου και η αντιμετώπισή του από το κομμουνιστικό κίνημα σε συνθήκες οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης και έντασης των προετοιμασιών για έναν νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά και κοινό στόχο τη συντριβή της Σοβιετικής Ενωσης. Οι φασιστικές δυνάμεις έδωσαν έντονο αντικομμουνιστικό χαρακτήρα στον προσανατολισμό τους, χαρακτηρίζοντας μάλιστα το σύμφωνο ανάμεσα στη Γερμανία και την Ιαπωνία το 1936 ως «αντι-κομιντέρν σύμφωνο».
Στους κόλπους της ΚΔ αναπτύχθηκε προβληματισμός και διαπάλη, που καταγράφεται άλλωστε και από τους ιστορικούς της ΚΔ (τους μετέχοντες σε αυτή). Κυριάρχησε η άποψη για την ανάγκη διαμόρφωσης ενός ευρύτερου αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου (ΛΜ) που θα διεκδικούσε κοινοβουλευτικά την κυβέρνηση και έτσι θα εμπόδιζε την ανάδειξη φασιστικών κυβερνήσεων και ταυτόχρονα θα απέτρεπε τη συγκέντρωση των πιο επιθετικών δυνάμεων ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Οι αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου (1935), αντανακλώντας και τη διαπάλη στις γραμμές της ΚΔ, προέβλεπαν ορισμένες «δικλείδες», όπως π.χ. ότι η συγκρότηση της κυβέρνησης του ΛΜ θα ήταν προϊόν όξυνσης της ταξικής πάλης κλπ. Στη πράξη άνοιξε ο δρόμος για άνευ όρων συμφωνίες με σοσιαλδημοκρατικά και αστικά κόμματα, για άκριτη στήριξη των αστικών κυβερνήσεων στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, παρά ακόμη και την αντίθετη κατεύθυνση της ΕΕ της ΚΔ, άνοιξε η συζήτηση για ενοποίηση των ΚΚ με τα σοσιαλδημοκρατικά κ.ά.
Η πράξη απέδειξε ότι η πολιτική του ΛΜ δεν μπόρεσε ούτε να αντιμετωπίσει την άνοδο του φασισμού ούτε όπως ήταν φυσικό να σταματήσει τον πόλεμο. Οπως επίσης αποδείχτηκε από τις περιπτώσεις της Γαλλίας και της Ισπανίας, δυνάμεις που συμμετείχαν στο ΛΜ και τις κυβερνήσεις του δε δίστασαν σε κρίσιμες στιγμές να προχωρήσουν σε ανοιχτή επίθεση ενάντια στα ΚΚ (π.χ. το Γαλλικό ΚΚ τέθηκε εκτός νόμου από την κυβέρνηση του «σύμμαχου» ριζοσπάστη Νταλαντιέ, οι σοσιαλδημοκράτες στην Ισπανία οργάνωσαν πραξικόπημα με στόχο το κτύπημα των κομμουνιστών και τη συνεννόηση με το Φράνκο). Είναι επίσης γεγονός ότι δυνάμεις που συμμετείχαν στο ΛΜ δεν εντάχθηκαν στην αντιστασιακή δράση κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου η Βουλή, στιην οποία κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του ΛΜ, έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην «κυβέρνηση του Βισύ», του στρατηγού Πεταίν. Αυτή η κριτική προσέγγιση δεν αμφισβητεί ούτε την ηρωική πάλη των κομμουνιστών ενάντια στο φασισμό και για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης ούτε τις πρωτοβουλίες των κομμουνιστών στην πάλη ενάντια στη ναζιστική φασιστική κατοχή. Αφορά την απομάκρυνση από τη στρατηγική της επαναστατικής διεκδίκησης της εργατικής εξουσίας σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, ιδιαίτερα στα χρόνια 1943-1944 σε αρκετές από τις χώρες της Ευρώπης. Ετσι κομμουνιστικά κόμματα βρέθηκαν ανέτοιμα να αξιοποιήσουν την ένοπλη αντικατοχική πάλη ως πάλη για την εξουσία, ενώ με τη λήξη του πολέμου κυριάρχησαν οι αναθεωρητικές θέσεις περί κοινοβουλευτικής εξέλιξης, συμμαχίας με τη σοσιαλδημοκρατία, αντιιμπεριαλιστικών δημοκρατικών κυβερνήσεων κ.ά.
Το γεγονός ότι η πολιτική του ΛΜ δέχτηκε κριτική από το τροτσκιστικό ρεύμα δε δικαιολογεί την άκριτη δικαίωσή της.
Οι τροτσκιστές στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ασκούσαν κριτική στα ΚΚ για σεχταρισμό, ότι παραιτούνταν από το ενιαίο μέτωπο με τη λογική του «σοσιαλφασισμού» και έτσι ευνοούσαν την άνοδο του φασισμού. Στη συνέχεια χαρακτήρισαν το 7ο Συνέδριο οπορτουνιστική στροφή με προφανή στόχο, όπως ομολογήθηκε από τον ίδιο τον Τρότσκι, να προσελκύσουν τα μέλη των ΚΚ που δεν είχαν πειστεί από αυτή την αλλαγή στρατηγικής.
Το τροτσκιστικό μεταβατικό πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς, που εγκρίθηκε στο ιδρυτικό συνέδριό της το 1938, χαρακτηρίζεται από εκλεκτικισμό και επαναστατικό βερμπαλισμό. Οι τροτσκιστές, πέρα από μια επαναστατική φρασεολογία, συνταίριαζαν στο πρόγραμμά τους παλιότερες εκτιμήσεις του Τρότσκι με διαπιστώσεις και εκτιμήσεις του Προγράμματος από το 6ο Συνέδριο της ΚΔ. Για παράδειγμα εκτιμούσαν ότι «Το κεντρικό καθήκον των αποικιακών και μισοαποικιακών χωρών είναι η αγροτική επανάσταση, η διάλυση της κληρονομιάς του φεουδαλισμού και η εθνική ανεξαρτησία»20 και ότι στους κόλπους της «αστικής επανάστασης» θα έπρεπε να δημιουργηθούν σοβιέτ, τα οποία «αργά ή γρήγορα να γκρεμίσουν την αστική δημοκρατία» για να ολοκληρώσουν την αστική επανάσταση21(!).
Για τους τροτσκιστές δεν τέθηκε ζήτημα μελέτης των υλικών προϋποθέσεων για τη σοσιαλιστική επανάσταση σε εθνικό επίπεδο, αφού ουσιαστικά την ένταξη των επαναστατημένων χωρών στο δρόμο του σοσιαλισμού την αντιλαμβάνονταν μόνο στη διεθνή της διάσταση.
Οι τροτσκιστές αξιοποίησαν υπαρκτά προβλήματα και αδυναμίες στη γραμμή της ΚΔ, προκειμένου να αποκτήσει «επαναστατική» χροιά η γραμμή της «διαρκούς επανάστασης». Ο τροτσκισμός πέρασε πολλές μεταμορφώσεις τη δεκαετία του 1930 κι έπεσε σε πολλές αντιφάσεις, διατηρώντας σταθερή πολεμική στάση απέναντι στην ΕΣΣΔ. Θεωρούσε αδύνατη τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ χωρίς νίκη του σοσιαλισμού σε μια σειρά χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης και κατά τη δεκαετία του 1930 χαρακτήριζε την ΕΣΣΔ ως ένα γραφειοκρατικά εκφυλισμένο κράτος που έπρεπε να ανατραπεί.
Καθορίζοντας τα καθήκοντα των τροτσκιστών στην ΕΣΣΔ ο Τρότσκι σημείωνε:
«Οπως και στις φασιστικές χώρες, από τις οποίες ο πολιτικός μηχανισμός του Στάλιν δεν ξεχωρίζει παρά μόνο για την περισσότερο αχαλίνωτη καταπιεστικότητά του, μονάχα προπαρασκευαστική προπαγανδιστική δουλειά είναι δυνατή σήμερα μέσα στην ΕΣΣΔ»22.
Ενα άλλο ερώτημα που χρήζει μελέτης είναι το ποια ήταν η τοποθέτηση στελεχών του ΠΚΚ(μπ), αλλά και άλλων ΚΚ, σχετικά με τη γραμμή που διαμόρφωσε το 7ο Συνέδριο. Ο ισχυρισμός ότι η γραμμή της ΚΔ ήταν η γραμμή του ΚΚ της ΕΣΣΔ είναι απλουστευτικός. Ηδη ακόμα από την εποχή του Λένιν καταγράφεται σκληρή διαπάλη στις γραμμές της ΚΔ για τη διαμόρφωση της γραμμής της.
Υπενθυμίζουμε επίσης ότι στα πλαίσια του μεταγενέστερου Γραφείου Πληροφοριών -Κομινφόρμ- ασκήθηκε κριτική στο Γαλλικό ΚΚ για τη στάση του στο ΛΜ τη δεκαετία του 1930, ενώ και το ίδιο το Γαλλικό ΚΚ έκανε αυτοκριτική τοποθέτηση.