«ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ» ΚΑΜΟΥΦΛΑΖ ΣΕ ΓΡΑΜΜΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ


του Τάσου Τραβασάρου

Μια σειρά δυνάμεις και διανοούμενοι που κινούνται κυρίως στο λεγόμενο εξωκοινοβουλευτικό χώρο, δυνάμεις που δρουν στο ΝΑΡ, την ΚΟΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αυτοχαρακτηρίζονται ως «αντικαπιταλιστικές» και «κομμουνιστικές», έχουν αναλάβει εργολαβικά να εμφανίσουν με ταχυδακτυλουργικό τρόπο ως αντικαπιταλιστική μια πολιτική γραμμή που ουσιαστικά υπηρετεί την ανασύνθεση της σοσιαλδημοκρατίας. Οι δυνάμεις αυτές διακηρύσσουν ως στρατηγικό στόχο την κομμουνιστική προοπτική και υποστηρίζουν ότι η γραμμή που υπερασπίζονται αποτελεί τακτική που υπηρετεί αυτό το στόχο, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια σοσιαλδημοκρατική γραμμή εντέχνως παρουσιαζόμενη με αντικαπιταλιστική φρασεολογία.

Η εκτίμηση για το σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα αυτής της κατεύθυνσης γίνεται ανεξάρτητα από το εάν αυτές οι δυνάμεις εντάσσονται ευθέως ή όχι στη συμμαχία με δυνάμεις του δεξιού οπορτουνισμού, όπως π.χ. η ΚΟΕ που συμμετέχει στο ΣΥΡΙΖΑ και δραστηριοποιείται στην κίνηση στην οποία πρωτοστατεί ο Α. Αλαβάνος, στο λεγόμενο «Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής».

Ο σοσιαλδημοκρατικός -δηλαδή αστικός- χαρακτήρας της γραμμής προκύπτει από τα εξής στοιχεία:

Πρώτα απ’ όλα από το γεγονός ότι προβάλλεται ως γραμμή απάντησης στην αντεργατική επίθεση και φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση μια εκδοχή νεοκεϋνσιανής επεκτατικής πολιτικής διαχείρισης του καπιταλισμού που περιλαμβάνει:

• Στάση πληρωμών και έξοδο από την ΟΝΕ.

• Εθνικοποίηση τραπεζών.

• Επανακρατικοποίηση ορισμένων ΔΕΚΟ.

• Παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με προγράμματα δημοσίων επενδύσεων με έμφαση σε συγκεκριμένους κλάδους της βιομηχανίας.

Αυτές οι προτάσεις εμφανίζονται σε συνθήκες που αντανακλούν την αυξημένη δυσκολία του καπιταλιστικού συστήματος να διαχειριστεί την κρίση. Ετσι αναπτύσσεται προβληματισμός στα πλαίσια των αστικών επιτελείων, των κρατικών και διακρατικών οργανισμών του κεφαλαίου, που πολλές φορές εκφράζει και ανταγωνισμούς μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου για το μέλλον της ευρωζώνης, για το αν θα παραμείνει ως έχει ή θα αναδιπλωθεί, για το ενδεχόμενο αναδιαπραγμάτευσης του χρέους ή διευθέτησης του χρόνου αποπληρωμής του κλπ.

Στο πώς διατυπώνονται αυτοί οι στόχοι, υπάρχουν παραλλαγές. Αλλοτε διατυπώνεται πιο καθαρά, έτσι π.χ. ο Κώστας Μάρκου στην εφημερίδα «Πριν» γράφει: «Από αυτή τη σκοπιά μπορεί να γίνει λαϊκά κατανοητό και πολιτικά αποτελεσματικό το αίτημα για παύση πληρωμών του χρέους, επαναδιαπραγμάτευση από καλύτερες θέσεις στην προοπτική της διαγραφής του.

Από αυτή τη σκοπιά αποκτά αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα το αίτημα για άμεση έξοδο από το ευρώ στην προοπτική της εξόδου από την ΕΕ, σε ρήξη με τους νόμους της συνδυασμένης και ανισόμετρης ένταξης στο διεθνή καπιταλισμό.

Από αυτή τη σκοπιά θα μπορούσε να διεκδικηθεί το αίτημα για υποτίμηση του εθνικού νομίσματος με παράλληλο εθνικό προστατευτισμό από ακριβότερες εισαγωγές.

Οπως και η εθνικοποίηση-κρατικοποίηση και εργατικός-κοινωνικός έλεγχος του τραπεζικού συστήματος ώστε να μη φύγουν κεφάλαια στο εξωτερικό.

Για να τεθούν στην υπηρεσία ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για έργα υπέρ των λαϊκών αναγκών με σεβασμό του περιβάλλοντος.

Αυτή η οικονομική πολιτική θα σώσει επίσης χιλιάδες μικρομεσαίους και αγρότες από την χρεοκοπία και την καταστροφή , ενώ θα έβγαζε την ελληνική οικονομία από την ύφεση»1.

Ακόμα πιο καθαρός είναι ο διαχειριστικός χαρακτήρας στο κείμενο υπογραφών οικονομολόγων πανεπιστημιακών που παρουσίασε ο Λεωνίδας Βατικιώτης: «Θεωρούμε πλέον κοινωνική αναγκαιότητα την έξοδο από το ευρώ και την ΟΝΕ κι επίσης την παύση πληρωμών του χρέους και την επαναδιαπραγμάτευση του με στόχο τη μείωση και τη διαγραφή του […] Απαιτούμε από την κυβέρνηση να θέσει επιτέλους ένα φραγμό στην ασυδοσία των τραπεζών επιβάλλοντας απαγόρευση φυγής κεφαλαίων, να προχωρήσει στην κρατικοποίηση των μεγάλων τραπεζών, την επαναφορά στο δημόσιο των στρατηγικής σημασίας ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων (ΟΤΕ, ΔΕΗ) την εφαρμογή μέσω του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων μιας μακρόπνοη βιομηχανικής πολιτικής»2.

Αλλοτε προβάλλονται διανθισμένοι με αντικαπιταλιστικά επίθετα: «Είναι αναγκαίο σήμερα να συγκροτηθεί ένα…ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό Μέτωπο Λαϊκής Αντιπολίτευσης και αντικαπιταλιστικής ανατροπής που θα επιδιώκει:

- Την κατάργηση του μνημονίου, την έξοδο από το «μηχανισμό» και το σύμφωνο σταθερότητας.

- Την άρνηση του ιμπεριαλιστικού χρέους. Εξοδο από το ευρώ, ρήξη με την ΕΕ.

- Γενναία αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου. Ακύρωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων.

Αυξήσεις στους μισθούς-συντάξεις, μείωση χρόνου εργασίας. Απαγόρευση απολύσεων, προστασία ανέργων. Σταθερή, χωρίς ελαστικοποίηση δουλειά. Δημόσια δωρεάν παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση. Καμία ιδιωτικοποίηση. Αμεσο πέρασμα στο δημόσιο με κοινωνικό-εργατικό έλεγχο, χωρίς αποζημίωση των τραπεζών.

- Αντικαπιταλιστική αποδέσμευση-συμβολή στη διάλυση της ΕΕ για σοσιαλιστική διεθνή Ενωση στην Ευρώπη και στον κόσμο»3.

Στην ίδια κατεύθυνση ο Ν. Γαλάνης, στέλεχος της ΚΟΕ, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» αναφέρει ως βασικούς στόχους:

«- Να ακυρωθεί η συνθήκη υποδούλωσης σε ΔΝΤ και ΕΕ.

- Να φύγει η κατοχική κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου.

- Αρνηση πληρωμής του χρέους και έξοδος από την ευρωζώνη.

- Εθνικοποίηση τραπεζών, δημόσιο έλεγχο οικονομίας και κεφαλαίων.

- Παραγωγική ανασυγκρότηση με βάση τις ανάγκες των εργαζομένων»4.

Αλλες δυνάμεις που δρουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως η ΑΡΑΝ, θεωρούν επίσης το παραπάνω πλαίσιο ως βάση για μετωπική, κοινή δράση: «Είναι ανάγκη οι αντιστάσεις να συναρθρωθούν σε ένα πλατύ αγωνιστικό κοινωνικό μέτωπο για την ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής […] Αυτό θα επέτρεπε να δοθεί νικηφόρα η μάχη, να ξεδιπλωθεί η κοινή δράση της αριστεράς, να γίνει η συνάντηση με την λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ […] Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να διατυπώσει ανοιχτό κάλεσμα προς τις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς για την από κοινού προβολή των αναγκαίων πολιτικών στόχων που ορίζουν την ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική (κάτω τα μέτρα της κυβέρνησης, ΔΝΤ, ΕΕ - Ανυπακοή σε ΕΕ και ΔΝΤ - Διαγραφή του χρέους - Εξω από το ευρώ και την ευρωζώνη - Εθνικοποίηση Τραπεζών - Αύξηση σε μισθούς-συντάξεις), τη στήριξη των αγώνων, την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, την πάλη για ένα πραγματικά αγωνιστικό μέτωπο»5.

Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να υποστηρίζουν ότι η αστική τάξη θορυβείται περισσότερο από το στόχο της «στάσης πληρωμών» απ’ ό,τι από τη σύνδεση των σημερινών αγώνων και διεκδικήσεων με την προοπτική της πάλης για «Λαϊκή Εξουσία» και «Λαϊκή Οικονομία». Ετσι, για παράδειγμα, ο Ρούντι Ρινάλντι, στέλεχος της ΚΟΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, γράφει αναφερόμενος στη συγκέντρωση του ΚΚΕ στο Π. Αρεως, στις 15 Μάη 2010: «Το κενό, λοιπόν, έγκειται στο άλμα που έκανε η γενική γραμματέας όταν διακηρύσσει ότι η απάντηση είναι περίπου ο σοσιαλισμός, η λαϊκή εξουσία και οικονομία. Αυτό το άλμα, άλμα φάσεων, περιόδων, συσχετισμών, κοινωνικοοικονομικών μπλοκ, συμμαχιών κλπ. οδηγεί στην παντελή έλλειψη κάθε πολιτικής αιχμής και στόχευσης που σήμερα, θα δημιουργούσε προβλήματα και αναστατώσεις στην αστική τάξη και καλύτερους όρους για το λαϊκό κίνημα. Για παράδειγμα οι αιχμές και συνθήματα άμεσης υλοποίησης όπως η έξοδος από την ευρωζώνη άμεσα και από το ευρώ, η εθνικοποίηση των τραπεζών, η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, η ακύρωση των συμφωνιών με ΔΝΤ-ΕΕ, να φύγει η κυβέρνηση Παπανδρέου κλπ. είναι ορισμένα παραδείγματα»6.

Μένει βεβαίως να εξηγηθεί πώς είναι δυνατόν μια τόσο επικίνδυνη αντικαπιταλιστική γραμμή να προβάλλεται συστηματικά από ένα ολόκληρο τμήμα του «αστικού τύπου» π.χ. εφημερίδες «Το Ποντίκι», «Το Παρόν», περιοδικό «Επίκαιρα» του γνωστού εκδοτικού ομίλου Λιβάνη και μάλιστα με αυθεντικούς εκπροσώπους αυτής της γραμμής (π.χ. Π. Παπακωνσταντίνου, Γ. Δελαστίκ, Δ. Καζάκης, Λ. Βατικιώτης κ.ά.), αλλά και με σχετική αρθρογραφία στην «Ελευθεροτυπία» (Γ. Ρούσσης, Τ. Φωτόπουλος, Κ. Βεργόπουλος κ.ά.).

Το αίτημα της «στάσης πληρωμών», γύρω από το οποίο συγκροτείται αυτό το πλαίσιο πάλης, είναι ένα μέτρο που επανειλημμένα έχει εφαρμοστεί από αστικές κυβερνήσεις, χωρίς βεβαίως ν’ ανοίγει δρόμο για την αντικαπιταλιστική προοπτική. Ο Π. Μαντάς του ΔΗΚΚΙ στην εφημερίδα «Το Παρόν», υπερασπίζοντας χαρακτηριστικά την αναγκαιότητα αυτού του στόχου, υποστηρίζει ότι «πρόκειται για ένα μέτρο που με μεγάλη επιτυχία εφάρμοσε η Ρωσία του Β. Πούτιν το 1998». Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε και άλλες καπιταλιστικές χώρες, όπως την Αργεντινή, η περίπτωση της οποίας έχει ξαναέρθει στη δημοσιότητα.

Πολύ περισσότερο πρέπει να προβληματίσει που σήμερα αυτός ο στόχος προβάλλεται από ένα φάσμα αστικών ακόμα και εθνικιστικών δυνάμεων. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα υποστηρίζει ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος για την ανάγκη παύσης πληρωμών και την ενδεχόμενη έξοδο από το Ευρώ, πολιτικός που σίγουρα δεν μπορούμε να τον υποπτευθούμε για …«αντικαπιταλιστικές» απόψεις:

«Με δημόσιο χρέος πάνω από το 120% του εθνικού μας προϊόντος και με ετήσιο έλλειμμα (στην καλύτερη περίπτωση) κοντά το 12% η χώρα βρίσκεται σε πραγματικό αδιέξοδο […]

Τι μας μένει; Μια αποφασιστική κήρυξη στάσης πληρωμών. Που θα τιμωρήσει και τους δανειστές μας, που μάλλον αλόγιστα μας εφοδίαζαν με χρήματα δίχως ουσιαστικά να ελέγχουν σε τι ακριβώς τα ξοδεύουμε. Ο καπιταλισμός διδάσκει πως κάθε οικονομική πράξη έχει ρίσκο. Το κέρδος δεν είναι πάντα εξασφαλισμένο. Υπάρχει και η προοπτική της αποτυχίας. Γιατί οι διεθνείς Τράπεζες που μας δάνειζαν θα πρέπει να εξαιρεθούν από την γενική αυτή λογική. Μέσω μιας σκληρής αλλά σοβαρής διαπραγμάτευσης μπορούμε να εξασφαλίσουμε μείωση του χρέους μας στα μισά περίπου. Να εξυγιανθεί ολόκληρο το δημοσιονομικό αλλά και το οικονομικό γενικότερα κύκλωμα κι ο τόπος να μπει σε μια νέα πορεία ανάπτυξης. Με περιορισμένες και αυστηρά ελεγχόμενες δημόσιες δαπάνες, με φρέσκα δάνεια στον ιδιωτικό τομέα και με πολιτικές ηγεσίες σοβαρές κι αποφασισμένες για καινούργια πράγματα. Τις όποιες αρνητικές συνέπειες, την μήνυ των Γαλλικών και Γερμανικών Τραπεζών κυρίως, ακόμη και μια ενδεχόμενη –πιθανότατα προσωρινή - έξοδο από το Ευρώ, μπορούμε εύκολα να τις αντιμετωπίσουμε. Αρκεί να δείξουμε σοβαρότητα, λίγες δηλώσεις και κυρίως ουσιαστικό πολιτικό έλεγχο πάνω σε αυτό που λέγεται δημόσιος τομέας»7.

Απόψεις για παύση πληρωμών και ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ υπερασπίζει και ο οικονομολόγος Κωνσταντίνος Κόλμερ, ο οποίος αναφέρει σε άρθρο του στο Περιοδικό «Επίκαιρα»:

«Το σχέδιο σωτηρίας της Ελλάδος των ΔΝΤ-ΕΚΤ εξυπηρετεί κυρίως τη μετατροπή του (τραπεζικού) χρέους ομολόγων εις δάνεια κυρίαρχων κρατών και διεθνών οργανισμών - δεν υπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του ελληνικού κοινοβουλίου. Συνεπώς επανέρχεται ο διάλογος που άρχισε ο Τζίλιαν Τζετ από των στηλών των FinancialTimes “πόσον βαθέως πρέπει να κουρευτεί το ελληνικό χρέος για να ανακάμψη η οικονομία της χώρας από το αδιάτηρητον σημερινό επίπεδο;” Περί το 40% ή στο 50%; Ιδού η απορία. Προτιμότερα θα ήταν η στάσης πληρωμών “εδώ και τώρα” στο άρτιον των ομολόγων- οπότε δεν θα άλλαζε η εικόνα των τραπεζικών κλπ. ισολογισμών, κατά το προηγούμενο της ανταλλαγής ομολόγων το σχεδίου Μπράντι, στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Με το “ελεγχόμενο χρεοστάσιο”, οι επενδυτές θα μπορούσαν να διαλέξουν ενδεχομένως πιο ρεαλιστική αποτίμηση των ομολόγων και έτσι να επανέλθη η πιστοληπτική βαθμολόγηση της Ελλάδος στη Διεθνή αγορά, οπότε να ημπορεί να δανεισθεί με ένα υψηλότερο επασφάλιστρο.

Αν όχι τότε η χώρα πρέπει να επανέλθει στο εθνικό της νόμισμα, με έλεγχο της κινήσεως κεφαλαίων και των πιστώσεων και δραστική υποτίμηση […] Βεβαίως οι πολιτικές συνέπειες της επανόδου στην δραχμή θα είναι σημαντικές. Το ζητούμενο όμως δεν είναι πώς θα σωθούν οι πολιτικοί αλλά πώς θα σωθεί η χώρα»8.

Αυτός ο στόχος αποκομμένος από το ζήτημα της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων και του Κεντρικού Σχεδιασμού της οικονομίας ως μοναδικής και ουσιαστικής απάντησης στη καπιταλιστική κρίση, ουσιαστικά αποπροσανατολίζει από τη ρίζα της κρίσης, την ανάγει σε ζήτημα χρέους. Επίσης συσκοτίζει το βασικό, το γεγονός δηλαδή ότι τα μέτρα που παίρνονται εκφράζουν βαθύτερες αναδιαρθρώσεις υπέρ του κεφαλαίου στη σημερινή φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού και ότι δεν αποτελούν απλώς μέτρα αντιμετώπισης του χρέους.

Ο στόχος αυτός λοιπόν ουδεμία σχέση έχει με την άρνηση από τους μπολσεβίκους να πληρώσουν τα χρέη των τσαρικών δανείων, την εθνικοποίηση των τραπεζών από τη σοβιετική εξουσία κλπ. -όπως με λαθροχειρία παρουσιάζουν- αφού αυτά τα μέτρα υλοποιήθηκαν από την εργατική εξουσία σε συνθήκες επανάστασης ως πρώτα μέτρα στην κατεύθυνση της κοινωνικοποίησης.

Δεύτερο: Ας υποθέσουμε ότι δεν ερμηνεύουμε σωστά τις προθέσεις των υποστηρικτών αυτής της γραμμής και ότι πράγματι θέλουν να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο πάλης που να συμβάλλει στη συγκέντρωση δυνάμεων και ταυτόχρονα να υπηρετεί την ανάπτυξη της αντικαπιταλιστικής συνείδησης. Ωστόσο εδώ δεν κρίνονται προθέσεις, αλλά ο αντικειμενικός χαρακτήρας των πολιτικών θέσεων και δράσεων. Η αναγόρευση του συγκεκριμένου πλαισίου πάλης ως γραμμής συγκέντρωσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων καθορίζει και το χαρακτήρα των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που καλούνται να συνταχθούν σε αυτή την κατεύθυνση, καθορίζει και το χαρακτήρα του μετώπου, όσο και αν αυτό διανθίζεται με επίθετα όπως «ανατρεπτικό», «αντικαπιταλιστικό» κλπ. Πρόκειται δηλαδή για μια συμμαχία η οποία αντικειμενικά, αν δεν υποτάσσεται, τουλάχιστον δε διαχωρίζεται από ένα πλαίσιο που εκφράζει στόχους τμημάτων του ελληνικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι τυχαία ούτε η αναφορά του Γ. Ρούσση στην «Ελευθεροτυπία», ότι χρειάζεται ένα μέτωπο που θα περιλαμβάνει από τον «αντιεξουσιαστικό χώρο μέχρι τους ρομαντικούς πατριώτες» ή ένα «νέο μέτωπο εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας», όπως αναφέρει ο Π. Παπακωνσταντίνου στο περιοδικό «Επίκαιρα» στις 6 Μάη 2010. Οπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Σπύρος Μαρκέτος, το αίτημα της παύσης πληρωμών είναι «μια σπάνια ευκαιρία για την αριστερά προκειμένου να συσπειρωθούν γύρω της πλατιές δυνάμεις» επεξηγεί: «Στην πραγματικότητα το αίτημα αυτό, εύληπτο και ελκυστικό για τον κόσμο κάθε πολιτικής προέλευσης, αποτελεί το αρχιμήδειο σημείο, που πάνω του πατώντας η αριστερά θα μπορούσε να πολλαπλασιάσει την απήχησή της. Αλλά πρέπει βέβαια να προβληθεί με τέτοιο τρόπο που να μην απωθεί - όπως είναι το αίτημα που επίσης ακούστηκε, για μια “εργατική στάση πληρωμών”. Η στάση πληρωμών είναι εξ ορισμού εργατική, αφού σχεδόν τα τέσσερα πέμπτα των πόρων που τώρα χάνονται στα τοκοχρεολύσια προέρχονται από την φορολόγηση εργατών και υπαλλήλων. Δεν χρειάζεται να μπει σε πακέτο ζωγραφισμένο με σφυροδρέπανα.

Σκοπός σήμερα είναι όχι να προβληθούν οι ιδεολογικές εμφάσεις μας, αλλά να χτιστεί μια συμμαχία όσο γίνεται πιο πλατιά, ατόμων και οργανώσεων από διαφορετικούς χώρους, ικανή να επιβάλλει τούτο το κοινό και στοιχειώδες αίτημα. Μια επιτυχία σε αυτό το σημείο θα πείσει ότι η αριστερά δεν είναι απλώς δύναμη διαμαρτυρίας και αφετέρου θα δημιουργήσει δεσμούς με ένα ευρύ κίνημα που θα μπορούσε πράγματι να κάνει την αριστερά ηγεμονική»9.

Μπορούμε λοιπόν να εκτιμήσουμε ότι αναφέρονται σε μια συμμαχία που δεν οριοθετείται από την αστική τάξη, υπηρετεί την πολιτική συμμαχιών της και όχι της εργατικής, το όνομα της οποίας επικαλείται.

Τρίτο:Hοικονομική κρίση, η όξυνση των ενδοαστικών ανταγωνισμών σε κάθε χώρα και σε διεθνές επίπεδο αποτελούν έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να τροφοδοτηθεί η ταξική πάλη.

Ταυτόχρονα, σε συνθήκες κρίσης, ανταγωνισμών για τη διάταξη και αναδιάταξη των συμμαχιών του κεφαλαίου, το εργατικό κίνημα πρέπει να αντιμετωπίσει και τον κίνδυνο να εγκλωβιστεί η κίνηση εργατικών και μικροαστικών μαζών στα πλαίσια των ανταγωνισμών μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κείμενο υπογραφών των οικονομολόγων Πανεπιστημιακών που παρουσιάζεται στην εφημερίδα «Πριν» αναφέρεται: «Ο νέος Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος δεν είναι μονόδρομος. Η κυβέρνηση εξ αρχής είχε και άλλους δρόμους πριν οδηγήσει την Ελλάδα στο τελευταίο σκαλοπάτι του διασυρμού, εκεί που συνωστίζονται όλα τα αποτυχημένα κράτη του κόσμου […] Μπορούσε: Να προσφύγει σε εσωτερικό δανεισμό […] να απαιτήσει ευνοϊκό δανεισμό […] να απευθυνθεί στην Κίνα (όχι μέσω της Goldman Sachs), στη Ρωσία και στις Αραβικές χώρες, να απαιτήσει διμερή δανεισμό από άλλες χώρες της ΕΕ ακόμα και από την Γερμανία με το επιτόκιο που δανείζεται η ίδια…»10.

Μια ανάλογη άποψη διατυπώνεται και από το Βασίλη Γάτσιο στην εφημερίδα «Πριν», στις 13 Ιούνη 2010, όπου, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου «Μήπως μετά τη διαγραφή του χρέους προκύψει πρόβλημα δανεισμού αφού δεν θα μας δανείσουν μετά οι αγορές;», αναφέρει:

« Το εμπάργκο των αγορών, όπως έχει δείξει η εμπειρία άλλων χωρών, σε παρόμοιες περιπτώσεις διαρκεί συνήθως δύο με τρία χρόνια. Υπάρχουν όμως και άλλες πρακτικές, όπως ο διακρατικός δανεισμός από χώρες εντός και εκτός ΕΕ. Οπως η Κίνα, η Βενεζουέλα, οι αραβικές χώρες, η Ρωσία κ.ά. που διαθέτουν άφθονα πλεονάζοντα κεφάλαια. Πρόσφατα η Κίνα δάνεισε τη Σερβία με επιτόκιο 3%».

Η διέξοδος λοιπόν σε συνθήκες όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, σύμφωνα με τους -κατά τα άλλα- «αντικαπιταλιστές» αριστερούς οικονομολόγους και πανεπιστημιακούς στελέχη του ΝΑΡ και άλλων εξωκοινοβουλευτικών σχημάτων, βρίσκεται στην επιλογή συμμαχίας με τις ανερχόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις, στην αναπροσαρμογή συμμαχιών στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος και όχι η ρήξη με αυτό.

Τέταρτο: Είναι λογικό ότι σε μια τέτοιου είδους συμμαχία «χωράει» ένα τμήμα του ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και ανοιχτά απευθύνονται στις «ζωντανές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου σε άρθρο του στο περιοδικό «Επίκαιρα».

Ετσι καλούν σε ενιαιομετωπική δράση το «λαϊκό ΠΑΣΟΚ», το «ΠΑΣΟΚ που είναι ενάντια στα μέτρα ΔΝΤ-ΕΕ» και μένει πιστό, όπως λένε, στη Διακήρυξη της 3ης Σεμπτέμβρη. Ετσι καλλιεργούν αυταπάτες για το ΠΑΣΟΚ, υποστηρίζοντας ότι δεν υλοποιεί το προεκλογικό του πρόγραμμα. Να τι γράφει το κείμενο των οικονομολόγων που παρουσιάζει στην εφημερίδα «Πριν» ο Λεωνίδας Βατικιώτης: «Ωστόσο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, εκλέχτηκε με δέκα μονάδες διαφορά από τη ΝΔ τον Οκτώβρη υποσχόμενη αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των εργαζομένων και πράττει το εντελώς αντίθετο. Επομένως δεν έχει καμία νομιμοποίηση να σύρει τους εργαζόμενους στο σφαγείο του ΔΝΤ και του (κατ’ ευφημισμό ) μηχανισμού διάσωσης της ΕΕ»11.

Ο Γιώργος Δελαστίκ γράφει αντίστοιχα: «Εσκεμμένα ή όχι ο Γιώργος Παπανδρέου ακολουθεί εντελώς αντίθετη γραμμή από αυτήν που υποσχόταν και βάσει της οποίας εξασφάλισε τη θριαμβευτική εκλογική του επικράτηση […] Αυτή η πολιτική που εφαρμόζει σήμερα συνιστά ηθελημένη ή όχι εξαπάτηση των ψηφοφόρων, εκ της οποίας απορρέει μειωμένη πολιτική νομιμοποίηση της κυβέρνησής του, όσο ακολουθεί αυτήν την πολιτική»12.

Ο Νίκος Γαλάνης από την ΚΟΕ κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ ότι έχει προδώσει τις ιδρυτικές του αρχές: «Τέλος εποχής ολόκληρου του πολιτικού συστήματος, της όποιας εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας εκφωνήθηκε στην ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ»13.

Αλλού ο ίδιος σημειώνει: «Ενωμένες οι δυνάμεις της αριστεράς, οι έντιμες δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ με τους εργαζόμενους, τους αγρότες, τους διανοούμενους, τα μικρομεσαία στρώματα, τη νεολαία κάτω από τη σημαία ενός νέου ΕΑΜ»14.

Μια τέτοια γραμμή προφανώς και δε συμβάλλει στον απεγκλωβισμό λαϊκών και εργατικών δυνάμεων από το ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα συμβάλλει στην αναστήλωση αναχωμάτων στα πλαίσια της σοσιαλδημοκρατίας, την καλλιέργεια αυταπατών ότι μπορεί η σοσιαλδημοκρατία να αλλάξει, να γίνει φιλολαϊκή. Αυτή η γραμμή «σέρνει» πίσω της τη θέση ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι αστικό κόμμα, θέση ανιστόρητη κι επικίνδυνη, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες που η πείρα του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα έδειξε το πώς η σοσιαλδημοκρατία, σηκώνοντας «αντιιμπεριαλιστικές» σημαίες, κατάφερε να ενσωματώσει τμήματα της εργατικής τάξης και να υπηρετήσει με σταθερότητα στρατηγικούς στόχους του κεφαλαίου. Η ιστορική πείρα στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα έχει αποδείξει ότι οι εργατικές-λαϊκές δυνάμεις που ακολουθούν τη σοσιαλδημοκρατία δεν απεγκλωβίζονται με τη συμπόρευση του κομμουνιστικού κόμματος μαζί της ή με το λεγόμενο «αριστερό» τμήμα της, αλλά μόνο με σκληρή ανοιχτή πάλη μαζί της. Μια γραμμή απεγκλωβισμού θα πρέπει να γκρεμίζει τις αυταπάτες για τη σοσιαλδημοκρατία, τις ψευδαισθήσεις για τη δυνατότητα φιλολαϊκής μεταμόρφωσής της, καθώς και τα στηρίγματά της στο συνδικαλιστικό κίνημα, τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Να δουλεύει στο να αποσπά εργατικές και λαϊκές δυνάμεις από τη σοσιαλδημοκρατία μέσα από την οργάνωση στους τόπους δουλειάς, σε πολιτική κατεύθυνση. Η γραμμή του Β. Ι. Λένιν και των μπολσεβίκων έθετε ως προϋπόθεση την ήττα των «αστικών εργατικών κομμάτων» της εποχής του, των μενσεβίκων και των εσέρων, για τη νίκη της επανάστασης και όχι τη συνεργασία μαζί τους. Με αυτή τη γραμμή συγκρούστηκαν στα Σοβιέτ και υπερίσχυσαν σε αυτά οι μπολσεβίκοι, γι’ αυτό άλλωστε και κατηγορήθηκαν από τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία από τις δυνάμεις της 2ης και 2 ½ης διεθνούς για την πολεμική τους απέναντι «στα άλλα εργατικά κόμματα».

Πέμπτο: Ως βασική πολιτική αιχμή αναγορεύεται ο στόχος να φύγει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ή η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ΚΟΕ, για να μην τσουβαλιαστεί όλο το ΠΑΣΟΚ με την πολιτική της κυβέρνησης. Θυμίζουμε ότι οι ίδιες δυνάμεις, πριν από τις εκλογές του 2009, έθεταν ως στόχο να φύγει η κυβέρνηση του Καραμανλή, αβαντάροντας ουσιαστικά την επιχειρηματολογία του ΠΑΣΟΚ.

Τίθενται τα εξής ερωτήματα: Στόχος θα πρέπει να είναι να φύγει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και να έρθει άλλη κυβέρνηση; Αν όχι, ποιος πρέπει να είναι ο στόχος στο επίπεδο της εξουσίας; Ποιος καλείται να εφαρμόσει τέλος πάντων αυτό το πλαίσιο πάλης, που μάλιστα ονομάζουν «άμεσο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα»;

Ορισμένες δυνάμεις, όπως η ΚΟΕ, επιλέγουν να μην τοποθετούνται σε αυτό το ζήτημα, παραπέμποντας στο «ομιχλώδες» μέλλον.

Αλλες δυνάμεις, όπως το ΝΑΡ, εμφανίζουν χαρακτηριστική διγλωσσία σε αυτό το ζήτημα. Ορισμένες διαβεβαιώνουν ότι: «Η δική μας πολιτική πρόταση δεν απευθύνεται στην κυβέρνηση -στην όποια κυβέρνηση- για να την υλοποιήσει ή στις όποιες κοινοβουλευτικές διαδικασίες για να την υιοθετήσουν, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι «κυβερνητική πρόταση» στη βάση του υπάρχοντος κοινωνικού και πολιτικού συστήματος. Πρώτα από όλα απευθύνεται στο κίνημα, στο κόσμο της εργασίας και της Αριστεράς, για να τη διεκδικήσει, να αγωνιστεί για αυτήν και να την επιβάλει»15. Χαρακτηρίζουν ως διαστρέβλωση ότι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης απευθύνεται στα πλαίσια μιας αστικής κυβέρνησης: «…προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης αποτελείται από προτάσεις προς την κυβέρνηση ή δεύτερες σκέψεις του συστήματος […] όλοι καταλαβαίνουν -εκτός από όσους έχουν στόχο να διαστρεβλώσουν- ότι αυτό το πρόγραμμα πάλης απευθύνεται στο μαζικό κίνημα»16.

Με μια πρώτη ανάγνωση θα συμπέραινε κανείς ότι πρόκειται για στόχους που καλούνται να υλοποιηθούν από την εργατική εξουσία, όμως δεν είναι έτσι. Βαφτίζοντας το «κρέας ψάρι», προσπαθούν να πείσουν για τον αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα των στόχων τους για «στάση πληρωμών», «έλεγχου του πιστωτικού συστήματος», «έξοδο από την ΟΝΕ», «κρατικοποίηση τραπεζών και ΔΕΚΟ», που όπως οι ίδιοι ομολογούν μπορούν να υλοποιηθούν από αστικές κυβερνήσεις, όμως ως αποτέλεσμα της πίεσης του κινήματος. Σταθερά προσανατολισμένοι στην «αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση», θεωρούν ότι η εφαρμογή των κρατικοποιήσεων από το αστικό κράτος «έρχεται σε ρήξη με την κύρια γραμμή του σύγχρονου καπιταλισμού τις ιδιωτικοποιήσεις»17, αγνοώντας (;) ότι τέτοια μέτρα προβάλλονται και από κύκλους του κεφαλαίου, ακόμα και από κύκλους του ΔΝΤ που προτείνουν μερικές ή προσωρινές κρατικοποιήσεις τραπεζών. Οσον αφορά το επιχείρημα που προβάλλουν ότι προτείνουν κρατικοποιήσεις με εργατικό έλεγχο, να τους θυμίσουμε τα λόγια του Β. Ι. Λένιν: «Οταν εμείς λέμε: “εργατικός έλεγχος”, βάζοντας αυτό το σύνθημα πάντα δίπλα στη δικτατορία του προλεταριάτου, πάντα ύστερα απ’ αυτή, τότε μ’ αυτό διευκρινίζουμε για τι λογής κράτος γίνεται λόγος»18.

Στην πραγματικότητα αυτό που συστηματικά αποφεύγουν είναι να διακηρύξουν την αναγκαιότητα της ρήξης και ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας.

Συνιστούν επικίνδυνες αυταπάτες τόσο η απάντηση που επιχειρείται να δοθεί στο ερώτημα αν πρέπει να προβάλλεται σήμερα ο στόχος για την εξουσία ότι «η απάντηση είναι η Πέμπτη εξουσία ενός νέου, ταξικού, ανασυγκροτημένου εργατικού κινήματος» το οποίο «αγωνιζόμενο για την ανατροπή των κυβερνήσεων από τα κάτω και από τα αριστερά προβάλει, διεκδικεί και επιβάλει στο κράτος την επιβολή νόμων με πανκοινωνική ισχύ, υπέρ των εργαζομένων όπως έλεγε ο Ενγκελς»19, όσο και η εκτίμηση ότι «…ένα ταξικό εργατικό κίνημα μπορεί να επιβάλει σχετικά, εν μέρει και ασταθώς ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στις σημερινές συνθήκες»20 ως ένα μεταβατικό δηλαδή πρόγραμμα, η υλοποίηση του οποίου μπαίνει ως προϋπόθεση για την «επαναστατική προοπτική».

Ενα πραγματικά αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, δηλαδή που στρέφεται ενάντια στην καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, δεν είναι δυνατό να υιοθετηθεί από καμία αστική κυβέρνηση, ακόμα και ως προϊόν πίεσης. Πραγματικά αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στις σύγχρονες συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει εάν δε θέτει το ζήτημα της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων, την πάλη για Λαϊκή Οικονομία και Λαϊκή Εξουσία. Η ιστορική πείρα έχει δείξει αντίθετα ότι ακόμα και οι διεκδικήσεις που σε δεδομένη ιστορική στιγμή συγκρούονται με τη στρατηγική του κεφαλαίου (όπως ήταν π.χ. στη Ρωσία τον Οκτώβρη του 1917 η επίλυση του επισιτιστικού προβλήματος, η έξοδος από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ο αναδασμός της γης κλπ.) δεν υλοποιούνται από καμία αστική κυβέρνηση, ακόμα και την πιο «επαναστατική», όπως ήταν η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση στη Ρωσία τις παραμονές της Οκτωβριανής επανάστασης, αλλά αναδεικνύονται ως κρίκοι που αντικειμενικά φέρνουν στην ημερήσια διάταξη την ανάγκη ανατροπής της αστικής εξουσίας από την οργανωμένη εργατική τάξη. Εάν όμως η εργατική τάξη έχει διαπαιδαγωγηθεί σε αυταπάτες «αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων» από αστικές κυβερνήσεις και όχι στην προοπτική της πάλης για τη δική της εξουσία, δε θα μπορέσει ποτέ να συγκροτηθεί σε αποφασιστική δύναμη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας, αλλά θα αναλώνεται στη στήριξη των ποικίλων εναλλαγών προσώπων και «αριστερών» εκδοχών των αστικών κυβερνήσεων.

Στην προκειμένη βεβαίως περίπτωση δεν πρόκειται καν για τέτοιο πρόγραμμα, όπως ήδη περιγράψαμε. Το σίγουρο είναι ότι ανεξάρτητα από το αν αυτή την πολιτική γραμμή διαχείρισης θα την ασκήσει η καπιταλιστική εξουσία γιατί …«πιέστηκε» από το κίνημα και την «αριστερά» ή γιατί θα είναι η εφαρμογή του προγράμματος μιας αριστερής κυβέρνησης, στην ουσία αυτή η αντίληψη απομακρύνει από τον άμεσο ορίζοντα την αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας και την ανάγκη πάλης για Λαϊκή Εξουσία, εμποδίζει το εργατικό κίνημα να χειραφετηθεί από τις διάφορες παραλλαγές της αστικής πολιτικής και να παλέψει για την εξουσία.

Εκτο: Ταυτόχρονα με την προβολή αυτής της γραμμής, υποτίθεται «αντικαπιταλιστικού προγράμματος διεξόδου» από την κρίση, τα στελέχη του ΝΑΡ επιτίθενται στην γραμμή πάλης της εργατικής-λαϊκής εξουσίας του ΚΚΕ, της ανάγκης κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων κλπ.: «Η Αριστερά αν θέλει να κατακτήσει ένα πραγματικά πρωτοπόρο ρόλο και να κερδίσει την εκτίμηση των εργαζομένων και της νεολαίας, πρέπει να διαλέξει. Τι διεκδικεί; Υπάρχει ο ρόλος της αφ υψηλού πρωτοπορίας. Αυτού που περίπου χαίρεται μέσα στην αγωνία και το σάπισμα του εργαζομένου με την κρίση και φαίνεται να του πετάει κατάμουτρα “Εμείς σου τα λέγαμε. Ο καπιταλισμός είχε, έχει και θα έχει πάντα κρίσεις. Μόνη λύση είναι ο σοσιαλισμός. Μόλις το καταλάβετε ελάτε να μας βρείτε”. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα»21.

Αλλού γράφει: «ένα τμήμα της (σ.σ.εννοεί της αριστεράς) υπόσχεται ζωή χαρισάμενη σε μια “λαϊκή εξουσία” που κάποτε θα προκύψει με μαγικό τρόπο»22.

Ανάλογα επιχειρήματα χρησιμοποιεί ο Ρούντι Ρινάλντι από την ΚΟΕ, γράφοντας: «Κατά την άποψή μας, δεν είναι ζήτημα άμεσης αντιμετώπισης η προώθηση ή ακόμα και η εξήγηση των μέτρων πουν θα πάρει η λαϊκή οικονομία».

Με δύο λόγια καλή και η εργατική εξουσία ... αλλά τώρα σε συνθήκες διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης και μεγάλων εργατικών λαϊκών κινητοποιήσεων όταν αντικειμενικά ωριμάζει πολύ περισσότερο η δυνατότητα να προβληθεί η αναγκαιότητα αυτού του στόχου, «περί άλλων τυρβάζουμε».

Ουσιαστικά διαστρεβλώνουν την πολιτική του ΚΚΕ. Εμφανίζουν ως σεχταριστική γραμμή και ως πολιτική στάση αδιάφορη για τα οξυμένα λαϊκά προβλήματα την πολιτική γραμμή που δουλεύει για την οργάνωση εργατικών μαζών γύρω από το στόχο της ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου, της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων, τη πολιτική γραμμή που αναδεικνύει ότι στις σημερινές συνθήκες μόνο με μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να δοθεί απάντηση στην αντιλαϊκή επίθεση, μόνο έτσι εξασφαλίζεται η δυνατότητα καθυστέρησης, παρεμπόδισης των αντιλαϊκών μέτρων. Με αυτό τον τρόπο προσφέρουν σημαντική υπηρεσία στο αστικό πολιτικό σύστημα.

ΤΟ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΝΑΡ

Εχει σημασία, για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι παλιότεροι, ότι ορισμένες από αυτές τις δυνάμεις, π.χ. το ΝΑΡ, προέρχονται από στελέχη που ήρθαν σε σύγκρουση με το ΚΚΕ, υποτίθεται από θέσεις αντιπαράθεσης με τη δεξιά οπορτουνιστική ομάδα της ΚΕ που μορφοποιήθηκε και ισχυροποιήθηκε με την αποχώρησή τους (1989) και τελικά αποσχίστηκε το 1991 από το ΚΚΕ. Ομως ήδη από τη δεκαετία του 1990 φάνηκε η πορεία ενσωμάτωσης του ΝΑΡ. Φάνηκε γρήγορα ότι η αντίθεσή τους με το ΚΚΕ είχε βαθύτερα αίτια. Σήμερα, 21 χρόνια μετά το 1989, δε δυσκολεύονται να αυτοαποκαλυφθούν. Διαβάζουμε στην ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Αγ. Χάγιου, μέλους της ΠΓ του ΝΑΡ, στην εφημερίδα «Εποχή», αναφορικά με ζητήματα της ιδεολογικής ταυτότητας της οργάνωσης:

«- Οι ευρωκομμουνιστές έλεγαν τη φράση “Σοσιαλισμός με δημοκρατία, ελευθερία και αυτοδιαχείριση”. Ποια είναι η άποψή σου σήμερα;

- Ο κομμουνισμός, όπως διαμορφώθηκε και θεωρητικά και πρακτικά από τον Μαρξ, έχει το στοιχείο της απελευθέρωσης των εργαζομένων, αλλά και μια, νέου τύπου, εργατική δημοκρατία σε ρήξη με την αστική. Αυτό καταστρατηγήθηκε και ισοπεδώθηκε στον υπαρκτό σοσιαλισμό, αλλά και μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα όσον αφορά τη λειτουργία του. Η αριστερή ευρωκομμουνιστική προσέγγιση, δεν μας είχε αφήσει ασυγκίνητους. Αλλωστε, ξεκίναγε από την κριτική αυτού του υπαρκτού ζητήματος. Εμείς, ως προς το υποκείμενο, μιλάμε για μια αριστερά μαρξιστική, επαναστατική, κομμουνιστική, σκεπτόμενη, δημοκρατική, που θα απελευθερώνει τους αγωνιστές μέσα βέβαια από τη συνειδητή πειθαρχία και σε μια νέου τύπου σχέση με την τάξη. Δεν είναι το κόμμα ο φωστήρας και η τάξη ακόλουθος [...] Ομως, νομίζω ότι η τοποθέτηση του αριστερού ευρωκομουνισμού είχε έναν περιορισμό. Επαιζε με την πίεση που υπήρχε και το δίλημμα που έμπαινε: αστική ή σοσιαλιστική δημοκρατία; Σε συνθήκες, μάλιστα, όπου η σοσιαλιστική δημοκρατία δεν είχε επιβεβαιώσει τον χαρακτήρα της.

[...] - Πολυκομματισμός σε μια σοσιαλιστική κοινωνία;

- Χωρίς να κάνει κανείς δημαγωγικές ή παραδοσιακές τοποθετήσεις από τη στιγμή που θεωρούμε ότι πρέπει να υπάρχει σε μια νέα εργατική εξουσία πλήρης ελευθερία της εργατικής τάξης -και όπως διαμορφώνεται σήμερα η εργατική τάξη είναι η μεγάλη πλειοψηφία- είναι φυσικό ότι θα υπάρχουν τάσεις και διαφοροποιήσεις. Με την προϋπόθεση ότι καταργούνται η αστική δημοκρατία και οι αστικές δυνάμεις, νομίζω ότι θα υπάρχουν οργανώσεις και πολιτικές τάσεις που θα αντανακλούν με διαφορετικό τρόπο συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αλλά ακόμα και σε δυνάμεις που είναι αντίθετες με τον σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό προσανατολισμό, θα πρέπει με πολιτικό και ιδεολογικό τρόπο να επιβληθεί η εργατική ηγεμονία».

Ενώ αναφερόμενος στη δημιουργία του ΝΑΡ λέει: «Βλέπαμε τις διεργασίες κυρίως στη Γαλλία, στην Ιταλία με το πείραμα της Επανίδρυσης, χωρίς βέβαια να ταυτιζόμαστε. Υπήρχαν, όμως, αντίστοιχα στοιχεία αναζήτησης. Και δεν μείναμε μόνο στη θεωρητική αναζήτηση, το προσπαθήσαμε και στην πράξη. Για αυτό και από την πρώτη στιγμή επιχειρήσαμε να συναντηθούμε μετωπικά με αριστερές ευρωκομμουνιστικές τάσεις, με τάσεις από τον μαοϊκό χώρο, το τροτσκιστικό ρεύμα...».

Αναγκαίες διευκρινήσεις που διευκολύνουν τις γέφυρες που διαμορφώνονται σήμερα με αυτό το τμήμα των πρώην στελεχών του ΚΚΕ που εξέφραζε τη δεξιά οπορτουνιστική πτέρυγα στις γραμμές του και πρωτοστάτησε στην προσπάθεια διάλυσής του στα πλαίσια του ΣΥΝ το 1991. Αλλωστε αυτή η σύγχρονη πολιτική πράξη επιβεβαιώνει τη λενινιστική ανάλυση για την ίδια κοινωνική ρίζα του δεξιού και αριστερού οπορτουνισμού, τη μικροαστική.

Ακόμα οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι το επαναστατικό εργατικό κόμμα, το ΚΚ, εκφράζει τα γενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και όχι τις κληρονομημένες ανισότητες και διαφορές της, στην εξάλειψη των οποίων καθοδηγεί την οικονομική οργάνωση και την κοινωνική εξέλιξη.

Εχει την ξεχωριστή σημασία της η αντιπαράθεση με οπορτουνιστικά αναχώματα που αυτοαποκαλούνται κομμουνιστικά ή αντικαπιταλιστικά και στην ουσία δουλεύουν στην κατεύθυνση της ανασύνθεσης του σοσιαλδημοκρατικού χώρου, ανεξάρτητα εάν αυτοχαρακτηρίζονται ως κομμουνιστικά και αντικαπιταλιστικά. Είναι άλλωστε σημείο των καιρών σε συνθήκες εκδήλωσης οικονομικών κρίσεων να ανασυντάσσεται ο οπορτουνιστικός χώρος.

Να θυμίσουμε εδώ ότι στο παρελθόν, τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, οι δυνάμεις που έμειναν γνωστές ως ευρωκομμουνιστικές ακολούθησαν στρατηγική διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος από κοινού με δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, υποστηρίζοντας ψευδεπίγραφα ότι αυτή η γραμμή υπηρετούσε το δημοκρατικό δρόμο στο σοσιαλισμό, μέσω των εθνικοποιήσεων του τραπεζικού συστήματος και επιχειρήσεων σε κλάδους στρατηγικής σημασίας (παραγωγής ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, ακόμα και μεταφορών και μεταποίησης), αλλά πάντα σε συνύπαρξη με μονοπώλια του ιδιωτικού κεφαλαίου. Η συγκεκριμένη πολιτική διαχείρισης εξυπηρετούσε στις τότε συνθήκες την αναπαραγωγή του κεφαλαίου και γι’ αυτό ακολουθήθηκε εξίσου από όλες τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη και αυτές που θεωρούνταν ως φιλελεύθερες. Ταυτόχρονα οι ευρωκομμουνιστικές δυνάμεις υποστήριζαν ότι αυτός ο υποτιθέμενος «δημοκρατικός σοσιαλισμός» θα ήταν ένας σοσιαλισμός που δε θα καταργούσε τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, τον πολυκομματισμό κλπ.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Είναι γεγονός ότι όσο εξελίσσεται η καπιταλιστική κρίση, υπό την πίεση των οξυμένων προβλημάτων, της κυρίαρχης ιδεολογίας, της κρίσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, θα ανατροφοδοτηθούν πλατιά σε εργατικές-λαϊκές μάζες αυταπάτες για να εξευρεθεί λύση χωρίς σύγκρουση με την καπιταλιστική εξουσία. Γι’ αυτό νέα εμπόδια θα πρέπει να ξεπεραστούν στην προσπάθεια για ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος στην κατεύθυνση της πάλης για την εργατική-λαϊκή εξουσία, που σχετίζονται με το δυνάμωμα ρεφορμιστικών αυταπατών και οπορτουνιστικών συγχύσεων των «εύκολων και ανώδυνων» λύσεων.

Προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μιας γραμμής για την προετοιμασία του εργατικού-λαϊκού παράγοντα στην πάλη για την εξουσία είναι η σαφής οριοθέτηση απέναντι στις διάφορες εκδοχές της αστικής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης, κάτι που όχι μόνο δεν εξυπηρετεί το πλαίσιο διεκδικήσεων των οπορτουνιστικών αυτών ομάδων, αλλά, αντίθετα, είναι γερά δεμένο με μια εκδοχή της αστικής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης που προβάλλουν σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.

Η γραμμή αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει σε καμία περίπτωση προς όφελος έστω μιας προσωρινής ανακούφισης των εργατικών λαϊκών στρωμάτων γιατί όλες οι εκδοχές της αστικής διαχείρισης (π.χ. περιοριστική ή επεκτατική δημοσιονομική πολιτική) οδηγούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο να φορτώσουν τα βάρη της κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης.

Ταυτόχρονα, μόνο μια γραμμή με κατεύθυνση την ανατροπή της αστικής εξουσίας μπορεί να βάλει στις σημερινές συνθήκες ένα φραγμό στην αντιλαϊκή επίθεση, να παρεμποδίσει μέτρα, στο βαθμό που θα βλέπει ότι τείνει να κινδυνεύσει η πολιτική εξουσία του κεφαλαίου. Γιατί το κεφάλαιο σε συνθήκες άγριου ανταγωνισμού, όξυνσης όλων του των αντιθέσεων, μόνο όταν νιώθει ότι απειλείται ή αμφισβητείται η εξουσία του μπορεί να κλονιστεί πραγματικά.

Το ΚΚΕ έχει τέτοια γραμμή, συνεκτικό πλαίσιο διεκδικήσεων και στόχων πάλης, που συνδέονται με τη διεκδίκηση άλλης εξουσίας και πλαισιώνονται από ένα ιδεολογικό και πολιτικό περίγραμμα που θα ξεσκεπάζει τις αυταπάτες που σπέρνει η αστική τάξη, γύρω για παράδειγμα από τις αιτίες της κρίσης.

Η προώθηση πλατιά στις εργατικές-λαϊκές μάζες αυτής της γραμμής χειραφέτησης, πάλης και προοπτικής, θα πραγματοποιείται σε σκληρή αντιπαράθεση με το ρεφορμισμό, τον οπορτουνισμό που δρα στις γραμμές του κινήματος και επιδιώκει «να ενώσει» όλους κάτω από ένα πλαίσιο ενσωμάτωσης των λαϊκών δυνάμεων σε σοσιαλδημοκρατικές εκδοχές αστικής διαχείρισης της κρίσης. Είναι αυταπάτη ότι μπορεί το πλαίσιο αυτών των δυνάμεων να λειτουργήσει στις σημερινές συνθήκες εξέλιξης της καπιταλιστικής κρίσης έστω σαν πλαίσιο άμυνας και αντίστασης, όπως αυτές οι δυνάμεις ψευδεπίγραφα ισχυρίζονται.

Το κύριο ωστόσο για ένα ΚΚ σε συνθήκες διεθνούς συντονισμένης στα βασικά κέντρα του πλανήτη καπιταλιστικής κρίσης, απόλυτης (και σχετικά απότομης) επιδείνωσης των συνθηκών ζωής των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων, ανάπτυξης ταξικών αγώνων που ήδη αγκαλιάζουν ένα κύκλο χωρών, είναι να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που δημιουργούνται από την οικονομική κρίση για να προετοιμάσει την εργατική τάξη να παλέψει για την ανατροπή του καπιταλισμού, να διεκδικήσει την εξουσία. Αυτό είναι η βασική υποχρέωση των ΚΚ, αλλιώς όσα εμπόδια και να βάλει το εργατικό-λαϊκό κίνημα, η ζωή των εργατικών-λαϊκών μαζών θα δέχεται τις συνέπειες του καπιταλιστικού συστήματος στην κατάσταση της προχωρημένης σήψης του, που χαρακτηρίζεται από το φαύλο κύκλο των καπιταλιστικών κρίσεων, το ξέσπασμα τοπικών και περιφερειακών πολεμικών συρράξεων.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Τάσος Τραβασάρος είναι μέλος του Γραφείου του ΚΣ της ΚΝΕ.

1. Κώστας Μάρκου, εφημερίδα «Πριν», 23 Μάη 2010.

2. Εφημερίδα «Πριν», 23 Μάη 2010.

3. Εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», 29 Μάη 2010.

4. Νίκος Γαλάνης, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 19 Μάη 2010.

5.Απόφαση συνδιάσκεψης ΑΡΑΝ, εφημερίδα «Πριν», 6 Ιούνη 2010.

6. Εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», 22 Μάη 2010.

7. Ανρδέας Ανδριανόπουλος, ιστοσελίδα sofokleous10.gr, 16 Απρίλη 2010.

8. Κωνσταντίνος Κόλμερ, «Επίκαιρα», 10 Ιούνη 2010.

9. Σπύρος Μαρκέτος, εφημερίδα «Πριν», 23 Μάη 2010.

10. Εφημερίδα «Πριν», 23 Μάη 2010.

11. Εφημερίδα «Πριν», 23 Μάη 2010.

12. Γ. Δελαστίκ, περιοδικό «Επίκαιρα», 6 Μάη 2010.

13. Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 19 Μάη 2010

14. Νίκος Γαλάνης, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 19 Μάη 2010.

15. Βασίλης Μηνακάκης, εφημερίδα «Πριν», 6 Ιούνη 2010.

16.Γιάννης Ελαφρός, εφημερίδα «Πριν», 6 Ιούνη 2010.

17. Βασίλης Γάτσιος, εφημερίδα «Πριν», 13 Ιούνη 2010.

18. Β. Ι. Λένιν: «Θα κρατήσουν άραγε οι μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία;», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 34, σελ. 306.

19. Κώστας Μάρκου, εφημερίδα «Πριν», 23 Μάη 2010.

20. Ο.π.

21. Παναγιώτης Μαυροειδής, εφημερίδα «Πριν», 6 Ιούνη 2010.

22. Ό.π.