Την πρώτη περίοδο της επανάστασης οι δυνάμεις των «Χαλκ» κατέλαβαν σημαντικές θέσεις, στην πορεία στις ίδιες τις δυνάμεις των «Χαλκ» επήλθε διάσπαση, με τη δολοφονία του Ν. Ταράκι, ηγέτη του κόμματος και της χώρας από τον Χ. Αμίν που ήταν ο αναπληρωτής του. Η φράξια «Παρτσάμ» είχε καταγγείλει τον Χ. Αμίν από τη δεκαετία του 1970 ως πράκτορα της CIA.
Σήμερα υπάρχουν πηγές που περιγράφουν τα γεγονότα και αναφέρουν πως στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών του Αφγανιστάν και της ΕΣΣΔ έφτασαν στοιχεία πως ο Χ. Αμίν, μέσω της Κίνας, επιδίωκε διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ και κινούνταν σε κατεύθυνση προδοσίας της επανάστασης και ανατροπής της με πραξικόπημα και τη στήριξη του Ισλαμικού Κόμματος στις 29.12.1979.30
Ο Τάσος Εγγλέζος, στο βιβλίο του Αφγανιστάν. Ένα άλλο σταυροδρόμι, παρουσιάζει την παρακάτω πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή: «Στις 28 Νοεμβρίου 1979 Αφγανοί στρατιώτες στην περιοχή Βακχάν της βορειοδυτικής επαρχίας Μπαγλάν του Αφγανιστάν συνέλαβαν εννέα αριστερούς αντάρτες της προκινεζικής οργάνωσης Σάλα-ι-Τζαβίτ.
Τα ντοκουμέντα που βρέθηκαν επάνω τους και οι αποκαλύψεις που έκαναν οι κινεζόφιλοι Αφγανοί αντάρτες στους Αφγανούς και Σοβιετικούς υπαλλήλους των μυστικών υπηρεσιών στην Καμπούλ, όπου τους είχαν μεταφέρει, έκαναν τους ανακριτές τους να πέσουν από τα σύννεφα.
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο Πρόεδρος της χώρας και πρόεδρος του Επαναστατικού Συμβουλίου Χαφιζουλάχ Αμίν, που ήταν και Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος, είχε αρχίσει να συνδέεται με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Κίνας. Οι δύο αυτές χώρες ήθελαν με τη μεσολάβηση του Πακιστάν να κερδίσουν με το μέρος τους τον Αμίν.
Στις 30 και στις 31 Δεκεμβρίου του 1979, ένα μήνα αργότερα, ο Χαφιζουλάχ Αμίν θα περίμενε στην Καμπούλ τον Αγχά Σαχί, σύμβουλο των Εξωτερικών Υποθέσεων του Πακιστανού Προέδρου Ζία-Ουλ-Χακ, αλλά το βράδυ της Τετάρτης ή τις πρωινές ώρες της Πέμπτης στις 28 Δεκεμβρίου ο Αμίν ήταν εκτελεσμένος, χωρίς ποτέ να μάθει για τη σύλληψη και τις αποκαλύψεις των ανταρτών αιχμαλώτων που είχαν εκτελεστεί αμέσως μετά τις ανακρίσεις που τους έκαναν.
Η ηγεσία του αφγανικού στρατού και ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών του Αφγανιστάν, Καργχάρ Αφγμάν Μασουνιάτ, δεν είχαν πει ποτέ τίποτα στον Αμίν γι’ αυτό το γεγονός, που σύμφωνα με τις πληροφορίες του γερμανικού περιοδικού Spiegel έγινε η αφορμή να αποφασιστεί και ένα μήνα περίπου αργότερα να πραγματοποιηθεί η είσοδος των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν.
Στο μεταξύ, σοβιετικές επίλεκτες δυνάμεις αλεξιπτωτιστών είχαν στήσει ενέδρα και περίμεναν τις νέες ενισχύσεις των Αφγανών ανταρτών που θα περνούσαν, σύμφωνα με τις πληροφορίες των αιχμαλώτων, από την Κίνα στο ορεινό Βακχάν του Αφγανιστάν. Πράγματι, λίγες ημέρες αργότερα, αρχές Δεκέμβρη, στα χιονισμένα περάσματα του Μπουζίν Γκουμπάντ οι σοβιετικές δυνάμεις κατάφεραν, παρ’ όλη την κακοκαιρία και το συνεχές χιόνι, να διαλύσουν 700 Αφγανούς κινεζόφιλους αντάρτες λίγα χιλιόμετρα από τα κινεζικά σύνορα, αιφνιδιάζοντάς τους μέσα στα απομονωμένα και παγωμένα οροπέδια της στέγης της Γης.
Για τους Σοβιετικούς είχε πάψει πια η κατάσταση στο Αφγανιστάν να είναι ένας απλός εμφύλιος πόλεμος με αντάρτες που προμηθεύονται τα όπλα τους από τα λάφυρα που αφήνει ο κυβερνητικός στρατός, είτε από τη βοήθεια που τους δίνουν αντιφρονούντες και μουσουλμάνοι αδελφοί από τις γειτονικές χώρες. Το θέμα έπαιρνε πια παγκόσμιες διαστάσεις.
Όσοι γνωρίζουν την τεράστια στρατηγική σημασία που παίζει η παγωμένη περιοχή Βακχάν, χωμένη σα στενή σφήνα ανάμεσα στις πανύψηλες κορυφές του ορεινού όγκου του Παμίρ, δε θα εκπλαγούν για την κεραυνοβόλα αντίδραση των Σοβιετικών.
Εδώ, στην κορυφή της στέγης της Γης, συναντώνται τα σύνορα του Αφγανιστάν, της Σοβιετικής Ένωσης, της Κίνας, της Ινδίας και του Πακιστάν.
Η στενή λουρίδα των 78 χιλιομέτρων ανάμεσα στην Κίνα και το Αφγανιστάν δεν απέχει πολύ από τις νέες κινεζικές περιοχές που έγιναν μετά την εισβολή των Κινέζων 1959-1960 στα βόρεια σύνορα των Ινδιών, όταν προσάρτησαν οι Κινέζοι μονομερώς την περιοχή Ακσάλ Κχιν, λίγο ανατολικότερα.»31
Οι επίσημες ανακοινώσεις του ΛΔΚΑ για τις εξελίξεις που ακολούθησαν ανέφεραν πως: «Δυνάμεις πιστές στα ιδανικά της αφγανικής επανάστασης αποφάσισαν να δράσουν (...) ο Αμίν καταδικάστηκε σε θάνατο.»32 Ωστόσο, σήμερα υπάρχουν πολλές ιστορικές πηγές και μαρτυρίες που αναφέρουν πως η ΕΣΣΔ οργάνωσε τη μυστική επιχείρηση «Στορμ 333» («Καταιγίδα 333»), όταν 600 Σοβιετικοί κομάντος διείσδυσαν στο Αφγανιστάν και κατέλαβαν το προεδρικό μέγαρο μετά από μάχη με 2.200 φρουρούς πιστούς στον Αμίν. Στην ηγεσία του ΛΔΚΑ αναδείχτηκαν στη συνέχεια δύο ηγέτες από τους «Παρτσάμ» (οι Μπ. Καρμάλ και Μ. Νατζιμπουλά), χωρίς να κοπάσει η εσωκομματική διαπάλη και οι διακρίσεις σε βάρος της άλλης πλευράς, που συχνά λάμβαναν και χαρακτήρα διώξεων.
Πολλά ζητήματα απαιτούν σίγουρα παραπέρα μελέτη για να γίνουν κατανοητές οι εξελίξεις, ωστόσο θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε πως η επιφανειακή συγκόλληση των δύο φραξιών, το χαμηλό ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο των μελών και των στελεχών του, η έλλειψη ενιαίας αντίληψης για το χαρακτήρα της επανάστασης, τις συμμαχίες, τις κινητήριες δυνάμεις, η απουσία ενός βασικού σχεδίου οργάνωσης της κοινωνίας στο επαναστατημένο Αφγανιστάν, επέδρασαν στην πορεία των εξελίξεων. Το ιδεολογικοπολιτικό κενό που κλήθηκαν να καλύψουν οι Σοβιετικοί σύμβουλοι, παρά τη σημαντική βοήθεια που έδιναν, δεν ήταν απαλλαγμένο από την αναπαραγωγή άκαιρων και λαθεμένων πολιτικών, όπως ήταν, π.χ., η επιδίωξη διαμόρφωσης αγροτικών συνεταιρισμών από αγρότες που δεν είχαν ποτέ δική τους γη, με την πολιτική «κάνουμε μικροαστούς» –όπως δηλώνει στον Γ. Δελαστίκ ο Μπ. Καρμάλ33– αντί να δοθεί βάρος στη συγκρότηση κρατικών αγροτοβιομηχανικών μονάδων.
ΚΡΑΤΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΕΠΕΒΑΛΑΝ ΤΗΝ «ΕΙΣΒΟΛΗ»
Από τη δεκαετία του 1980, τόσο διάφορες μαοϊκές ομάδες που ευθυγραμμίστηκαν με τη στάση της Κίνας η οποία στήριξε με κάθε μέσο τις αντεπαναστατικές δυνάμεις, όσο και τροτσκιστικές, καλλιέργησαν την αντίληψη πως η Επανάσταση του Απρίλη και στη συνέχεια η σοβιετική στρατιωτική διεθνιστική βοήθεια στο Αφγανιστάν ήταν σχέδιο που εξυπηρετούσε τα κρατικά συμφέροντα της Σοβιετικής Ένωσης. Μάλιστα, από αυτές τις ομάδες αξιοποιούνταν κατά κόρον η έννοια του «σοσιαλιμπεριαλισμού», με την οποία επιδίωκαν να συκοφαντήσουν την ΕΣΣΔ.
Ωστόσο προκύπτει το ερώτημα: Ένα σοσιαλιστικό κράτος δε θα πρέπει να ενδιαφέρεται για την άμυνά του; Δε θα πρέπει να νοιάζεται για το πώς διαμορφώνεται ο συσχετισμός δύναμης στον κόσμο και πρώτ’ απ’ όλα στις γειτονικές χώρες; Νομίζουμε πως είναι αυτονόητο ότι αυτό που σήμερα χαρακτηρίζεται ως «γεωπολιτικά συμφέροντα» αφορά κάθε κράτος, όπως και ένα σοσιαλιστικό κράτος, γιατί μπορεί να ασκήσει σοβαρή επίδραση στην πορεία της εργατικής εξουσίας σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Το Κόμμα μας έχει εκτιμήσει «ότι η εσωτερική και διεθνής κατάσταση της ταξικής πάλης και η ικανότητα της συνειδητής πρωτοπορίας να συνυπολογίζει τη συσχέτιση και την αλληλεπίδρασή τους είναι σημαντική σε όλες τις φάσεις της επαναστατικής δραστηριότητας, τόσο κατά τη διάρκεια της επανάστασης και στα πρώτα βήματα της εδραίωσής της όσο και κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, μετά από την εδραίωση της επανάστασης και για όσο διάστημα δεν έχουν διαμορφωθεί οι κατάλληλες συνθήκες διεθνώς ώστε να μπορεί να ολοκληρωθεί η κομμουνιστική κοινωνία»34.
Οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν σαφώς λοιπόν και ενδιέφεραν και θα έπρεπε να ενδιαφέρουν την ΕΣΣΔ, που είχε μια μεγάλη κοινή συνοριογραμμή 2,4 χιλιάδων χλμ. με το Αφγανιστάν. Ούτε όμως από αυτό ή απ’ οτιδήποτε άλλο προκύπτει πως οργάνωσε την Επανάσταση του Απρίλη για να επιβάλει ένα «δικό» της καθεστώς. Η ΕΣΣΔ είχε πολύχρονες διμερείς σχέσεις με το Αφγανιστάν, από την εποχή που ήταν εμιράτο και στη συνέχεια βασίλειο, έως και τα χρόνια της διακυβέρνησης του Νταούντ. Είναι χαρακτηριστικό πως η ΕΣΣΔ από το 1954 είχε κατασκευάσει στο Αφγανιστάν 70 βιομηχανικά, μεταφορικά, ενεργειακά έργα, που αποτελούσαν το 60% των δημόσιων επιχειρήσεων της χώρας. Είχε εκπαιδεύσει 60.000 ειδικούς σε διάφορους τομείς. Η ΕΣΣΔ εξασφάλιζε το 40% των εμπορικών συναλλαγών του Αφγανιστάν και κατείχε την 1η θέση στην ξένη οικονομική βοήθεια προς το Αφγανιστάν, καλύπτοντας το 54% των δανειακών αναγκών εξωτερικού δανεισμού της χώρας, όταν οι ΗΠΑ είχαν το 15%.35 Οι αστικές κυβερνήσεις του Αφγανιστάν στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής κρατούσαν πολιτική ουδετερότητας.
Τα παραπάνω συνηγορούν ότι η ΕΣΣΔ δεν είχε κανένα ιδιαίτερο συμφέρον να επιβάλει με την ισχύ των όπλων της ένα πιο «φιλοσοβιετικό καθεστώς». Σύμφωνα μάλιστα με τη μαρτυρία του Γκεόργκι Κορνιένκο, υφυπουργού Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, που γράφτηκε πολλά χρόνια αργότερα, οι Αφγανοί επαναστάτες είχαν αποκρύψει το ενδεχόμενο της εξέγερσης από τη σοβιετική ηγεσία. Όπως σημειώνει: «Αργότερα, ο ηγέτης του ΛΔΚΑ, Ταράκι, σε συνομιλία που είχαμε, μου είπε ανοιχτά ότι, παρόλο που είχαν την ευκαιρία να ειδοποιήσουν τους Σοβιετικούς εκπροσώπους στην Καμπούλ για την επερχόμενη ανατροπή, σκόπιμα δεν το έκαναν, καθώς φοβούνταν ότι η Μόσχα θα προσπαθούσε να αποτρέψει την ηγεσία του ΛΔΚΑ από την ένοπλη εξέγερση, εκτιμώντας πως δεν υπάρχει επαναστατική κατάσταση στο Αφγανιστάν εκείνη την εποχή.»36
Το αν υπήρχε ή όχι επαναστατική κατάσταση στο Αφγανιστάν τον Απρίλη του 1977 είναι ζήτημα ξεχωριστής έρευνας και συζήτησης. Άλλωστε, οι αστοί αναλυτές, που χαρακτηρίζουν «πραξικόπημα» εκείνη την εξέγερση, στη βάση της σημαντικής απήχησης που είχε μέσα στις ένοπλες δυνάμεις στο Αφγανιστάν, με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ευκολία χαρακτηρίζουν «πραξικόπημα» και την Οκτωβριανή Επανάσταση, στηριζόμενοι στη συμμετοχή ένοπλων τμημάτων που πέρασαν με το μέρος των Μπολσεβίκων. Επιπλέον, είναι γνωστό πως μετά το 20ό Συνέδριό του επικράτησε στο ΚΚΣΕ η οπορτουνιστική γραμμή της «ειρηνικής άμιλλας» του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό και η αντίστοιχη αντίληψη του «ειρηνικού περάσματος» από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Κι ενώ τα παραπάνω υπογραμμίζουν το γεγονός πως η ΕΣΣΔ δεν οργάνωσε την εξέγερση του Απρίλη, την ίδια ώρα οι ΗΠΑ-Βρετανία, που είδαν το Γενάρη του 1978 έναν από τους συμμάχους τους στην περιοχή, το Σάχη του Ιράν, να επιβιβάζεται στο αεροπλάνο και να εγκαταλείπει τη χώρα, είχαν σοβαρούς λόγους να επιδιώξουν την ανατροπή της επαναστατικής κυβέρνησης στην περιοχή και να αξιοποιήσουν το Αφγανιστάν τόσο ενάντια στην ΕΣΣΔ όσο και σε βάρος του Ιράν που «αποσκίρτησε» από τους σχεδιασμούς τους.
Ο γνωστός σύμβουλος των Αμερικανών Προέδρων Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, σε συνέντευξή του στο Le Nouvel Observateur αποκαλύπτει πως οι ΗΠΑ στήριξαν τους Μουτζαχεντίν με την επιχείρηση «Κυκλώνας», που είχε καταστρώσει η CIA, ώστε να ωθήσουν την ΕΣΣΔ να εμπλακεί στρατιωτικά στο Αφγανιστάν. Ο ίδιος μάλιστα ισχυρίζεται πως είχε πει στον Αμερικανό Πρόεδρο Τζ. Κάρτερ πως «τώρα έχουμε τη δυνατότητα να δώσουμε στην ΕΣΣΔ το δικό της Βιετνάμ»37.
Πέρα από αυτόν το σχεδιασμό των ΗΠΑ, που η ηγεσία της ΕΣΣΔ θα έπρεπε να λάβει υπόψη της, η ουσία είναι πως η ΕΣΣΔ δεν οργάνωσε την ανατροπή του Νταούντ και, αφού ξέσπασε η αφγανική επανάσταση, ανταποκρίθηκε στη στήριξή της όχι μόνο με οικονομικά και πολιτικά μέσα, αλλά και στρατιωτικά, κάτι που σαφώς και δεν ήταν αντίθετο με τα δικά της γεωπολιτικά συμφέροντα στην περιοχή και ταυτόχρονα αποτελούσε έμπρακτη εκδήλωση του προλεταριακού διεθνισμού.
Βεβαίως, το ΚΚΣΕ το απασχόλησε το ερώτημα εάν στο Αφγανιστάν θα μπορούσε εκείνη την εποχή, εξαιτίας της σημαντικής πολιτισμικής και οικονομικής καθυστέρησης, να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός. Ο Λένιν είχε σχετικά σημειώσει πως: «Αν για τη δημιουργία του σοσιαλισμού απαιτείται ένα ορισμένο επίπεδο πολιτισμού (αν και κανένας δεν μπορεί να πει ποιο είναι ακριβώς αυτό το ορισμένο “επίπεδο πολιτισμού”, γιατί κάθε δυτικοευρωπαϊκό κράτος έχει και διαφορετικό επίπεδο), τότε γιατί δεν μπορούμε να αρχίσουμε πρώτα από την κατάκτηση με επαναστατικό τρόπο των προϋποθέσεων γι’ αυτό το ορισμένο επίπεδο και μετά πια, βασισμένοι στην εργατοαγροτική εξουσία και στο σοβιετικό καθεστώς, να προχωρήσουμε και να φτάσουμε τους άλλους λαούς;»38
Στην ΕΣΣΔ υπήρχε συσσωρευμένη εμπειρία, αφού και οι Κεντροασιατικές Σοβιετικές Δημοκρατίες (Καζακστάν, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, Κιργιζία) βρίσκονταν σε εξίσου χαμηλό πολιτισμικό και οικονομικό επίπεδο όταν ξέσπασε η Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά η σοσιαλιστική ανάπτυξή τους στηρίχτηκε από την εργατική τάξη των υπόλοιπων Σοβιετικών Δημοκρατιών που ήταν πιο ανεπτυγμένες.
Σύμφωνα με τον Γκ. Κορνιένκο, υφυπουργό Εξωτερικών της ΕΣΣΔ εκείνη την περίοδο, φαίνεται ότι στη σοβαρή συζήτηση που γινόταν στο πλαίσιο της ΚΕ του ΚΚΣΕ, οι εκπρόσωποι του σοβιετικού υπουργείου Εξωτερικών στήριζαν τη λύση μιας συνδιαλλαγής με τις ΗΠΑ για τη συγκρότηση στο Αφγανιστάν ενός αστικού κράτους «ουδέτερου», μάλιστα, όπως γράφει ο ίδιος, «σαν τη Φινλανδία». Ο ίδιος ο Κορνιένκο έθεσε σε σχετική σύσκεψη το ερώτημα «αν το Αφγανιστάν έχει ωριμάσει για το σοσιαλισμό». Στο ερώτημα φέρεται να απάντησε ο Ρ. Ουλιάνοφκσι, Α΄ αναπληρωτής υπεύθυνος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΣΕ, λέγοντας: «Σήμερα στον κόσμο δεν υπάρχει χώρα η οποία να μην έχει ωριμάσει για το σοσιαλισμό.»39 Αυτή η σωστή τοποθέτηση δεν μπορεί ωστόσο να απαντήσει στο ερώτημα αν θα μπορούσε η επανάσταση να επικρατήσει στο Αφγανιστάν, παίρνοντας υπόψη όχι μόνο την πολύ μικρή δύναμη της εργατικής τάξης στο σύνολο της χώρας ή την κατάσταση του επαναστατικού κόμματος ή τα μεγέθη και την έκταση της ξένης επέμβασης, αλλά και το γεγονός πως στην ΕΣΣΔ εκείνη την περίοδο ήταν ενισχυμένες οι δυνάμεις του οπορτουνισμού οι οποίες ετοιμάζονταν για το «τελικό χτύπημα», και με την έννοια αυτή υπήρχε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση από αυτή στην οποία βρέθηκαν οι κεντροασιατικές περιοχές της ΕΣΣΔ μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.
ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ, ΘΑ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝΤΑΝ Η ΕΣΣΔ;
Σε πάρα πολλές ιστορικές πηγές υπογραμμίζεται το γεγονός πως η σοβιετική ηγεσία, το πρώτο διάστημα της Επανάστασης του Απρίλη, προσανατολιζόταν στη στήριξη του ΛΔΚΑ μονάχα με οικονομικά και πολιτικά μέσα, παρά τις 20 φορές που φέρεται η ηγεσία της ΛΔ Αφγανιστάν να ζητάει τη στρατιωτική βοήθεια της ΕΣΣΔ τον πρώτο χρόνο της ύπαρξής της. Εκατοντάδες Σοβιετικοί σύμβουλοι στάλθηκαν αρχικά στο Αφγανιστάν, πλαισιώνοντας μια σειρά κρατικές υπηρεσίες. Η ΕΣΣΔ παρείχε στήριξη αρχικά, αλλά και σε όλη την περίοδο μέχρι το 1987, με οικονομικούς πόρους, τρόφιμα, καύσιμα, οπλικά συστήματα.
Είναι χαρακτηριστικό πως, από το 29% που ήταν το μερίδιο της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό εμπόριο του Αφγανιστάν το 1977, μέσα σε μία δεκαετία έφτασε στο 60%. Η ΕΣΣΔ βοήθησε στην ανάπτυξη των ενεργειακών πηγών της χώρας (φυσικό αέριο), κατασκεύασε δρόμους και υδροηλεκτρικά φράγματα, έστησε εργοστάσια μηχανοκατασκευών, παραγωγής αγροτικών εφοδίων κ.ά. Με τις δικές της δυνάμεις και την αποστολή καθηγητών πανεπιστημίων λειτούργησαν ξανά τα ΑΕΙ και ιδρύθηκαν νέα, καθώς και τεχνικές σχολές. Αν πριν την Επανάσταση του Απρίλη υπήρχαν στη χώρα των τότε 15.000.000 μόλις 901 γιατροί (1 για 20.000), με τη βοήθεια της ΕΣΣΔ μέσα σε 9 χρόνια οι γιατροί έφτασαν τις 7,1 χιλιάδες, ενώ κατασκευάστηκαν δεκάδες νέες κλινικές και νοσοκομεία.40
Βεβαίως, η ξένη ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Αφγανιστάν και η στήριξη που αυτή έδωσε στις δυνάμεις της αντεπανάστασης οδήγησε την ΕΣΣΔ να μη μείνει μονάχα στην οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια, αλλά να περάσει και στην αποστολή στρατευμάτων. Ποια ήταν η κρίσιμη παράμετρος που «έγειρε την πλάστιγγα» σε μια τέτοια απόφαση; Σήμερα μόνο εικασίες υπάρχουν. Είναι σημαντικό όμως να σημειώσουμε πως, ενώ στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ έγιναν αρκετές συζητήσεις για το θέμα, διάφορες πηγές –όπως ο Γ. Λιγκατσόφ, πρώην μέλος του ΠΓ– αναφέρουν πως η τελική απόφαση δεν πάρθηκε από το ίδιο το ΠΓ, αλλά από 5 μέλη του (στα 16), με επικεφαλής τον τότε ΓΓ της ΚΕ Λ. Μπρέζνιεφ.41 Ωστόσο σε άλλη πηγή, χωρίς να αμφισβητείται η λήψη της απόφασης από στενό κύκλο μελών του ΠΓ, σημειώνεται πως στις 12.12.1979 πραγματοποιήθηκε σχετική συνεδρίαση του ΠΓ στην οποία συμμετείχαν 10 μέλη του που ομόφωνα ενέκριναν την απόφαση.42 Ο Λ. Μπρέζνιεφ σε δήλωσή του για το γεγονός σημείωνε: «Αν ενεργούσαμε διαφορετικά, τότε θα αφήναμε το Αφγανιστάν να διαμελιστεί από τον ιμπεριαλισμό και θα επιτρέπαμε στις επιθετικές δυνάμεις να επαναλάβουν το παράδειγμα της Χιλής, όταν η ελευθερία του λαού πνίγηκε στο αίμα. Αν ενεργούσαμε διαφορετικά, θα βλέπαμε παθητικά την εμφάνιση στα νότια σύνορά μας μιας εστίας που θα αποτελούσε σοβαρή απειλή για την ασφάλεια του κράτους.»43
Η ΕΣΣΔ αντικειμενικά βρέθηκε στην ανάγκη να στηρίξει μια επαναστατική διαδικασία που ξέσπασε στα σύνορά της και που η ανατροπή της θα οδηγούσε σε μια κατάσταση που θα απειλούσε την ασφάλειά της. Τα προβλήματα που οδήγησαν στη διάλυση της ΕΣΣΔ δεν οφείλονται στην εμπλοκή της στο Αφγανιστάν, όσο σημαντικό και αν ήταν το οικονομικό βάρος αυτής της διεθνιστικής στρατιωτικής επέμβασης. Οι αιτίες της ανατροπής του σοσιαλισμού και της διάλυσης της ΕΣΣΔ βρίσκονται βαθύτερα, στις συνέπειες των πολύχρονων οικονομικών αλλαγών, όπως αυτές που ενίσχυσαν τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και αδυνάτισαν τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, στις αλλαγές στο πολιτικό εποικοδόμημα, σε λαθεμένες αντιλήψεις για τη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ζητήματα που κλόνισαν και τελικά ανέτρεψαν την εργατική εξουσία στην ΕΣΣΔ και τα οποία το Κόμμα μας τα έχει αναδείξει στην Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του για το Σοσιαλισμό.
Αν προσέξει κανείς, θα δει πως ακόμη και στην παραπάνω δήλωση του Λ. Μπρέζνιεφ είναι φανερή η λαθεμένη προσέγγιση που για πολλές δεκαετίες χαρακτήριζε τις διεθνείς αναλύσεις του ΚΚΣΕ και πολλών ΚΚ, όταν από τον ιμπεριαλισμό διαχωρίζονταν οι λεγόμενες «πιο επιθετικές δυνάμεις». Όπως σημειώνει το Κόμμα μας στην Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του για το Σοσιαλισμό: «Το ΚΚΕ, μετά από μελέτη της ιστορίας της ΕΣΣΔ, έχει εκτιμήσει πως η γραμμή της “ειρηνικής συνύπαρξης”, όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο (Οκτώβρης 1952) και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956), αναγνώριζε την καπιταλιστική βαρβαρότητα και επιθετικότητα για τις ΗΠΑ και την Αγγλία, για ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων στα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, όχι όμως ως σύμφυτο στοιχείο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Έτσι, επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να αποδεχτεί μακροπρόθεσμα τη συμβίωση με δυνάμεις που έσπασαν την παγκόσμια κυριαρχία του.»44 Αυτή η λαθεμένη προσέγγιση αποτυπώθηκε στη συνέχεια και στο Αφγανιστάν. Η ΕΣΣΔ εκδήλωσε τη διάθεση από το 1981 να κλειστεί μια διεθνής συμφωνία με τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού, που από τη μια θα εξασφάλιζε τη «μη επέμβαση» του Πακιστάν, των ΗΠΑ και των άλλων ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις του Αφγανιστάν και από την άλλη θα αποδέσμευε τις στρατιωτικές δυνάμεις της ΕΣΣΔ από την εμπλοκή τους στη χώρα αυτή. Η διάθεση αυτή της ΕΣΣΔ εκτιμήθηκε από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ως ένδειξη αδυναμίας, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τις στρατιωτικές τους ενέργειες σε βάρος των σοβιετικών δυνάμεων και των δυνάμεων της ΛΔ του Αφγανιστάν. Οι ΗΠΑ παραχώρησαν τους προηγμένους τότε φορητούς πυραύλους εδάφους-αέρος «Stinger» στους Μουτζαχεντίν, προκαλώντας σημαντικές ανθρώπινες απώλειες στις σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις, που συνολικά έφτασαν τους 15.000 άντρες. Τελικά, στα χρόνια της περεστρόικα, που αποδείχτηκε «όχημα» της αντεπανάστασης, υπογράφηκε στις 14.4.1988 η συμφωνία ανάμεσα στις κυβερνήσεις του Πακιστάν και της ΛΔ του Αφγανιστάν για αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων, με τη συμμετοχή των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ που αναλάμβαναν το ρόλο του «εγγυητή» της συμφωνίας. Με τις υπογραφές των Μ. Γκορμπατσόφ και Έντ. Σεβαρντνάντζε τέθηκε χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των σοβιετικών στρατευμάτων, που ολοκλήρωσαν την αποχώρησή τους το Φλεβάρη του 1989.
Εννοείται πως οι ΗΠΑ, το Πακιστάν και οι άλλες εμπλεκόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις δεν τήρησαν ποτέ τις δεσμεύσεις τους, συνεχίζοντας την πολύπλευρη στήριξη των Μουτζαχεντίν, που τελικά επικράτησαν μετά από 2 χρόνια και αφού η ηγεσία της καπιταλιστικής Ρωσίας σταμάτησε να στέλνει πυρομαχικά στις ένοπλες δυνάμεις της ΛΔ του Αφγανιστάν.
Πρέπει να σημειωθεί ακόμη πως το 1990, επί ηγεσίας Νατζιμπουλά, το ΛΔΚΑ παραιτήθηκε από το μαρξισμό-λενινισμό, μετονομάστηκε σε «Βατάν» («Πατρίδα») και αυτό συνέβη αφού οξύνθηκε και πήρε και ένοπλο χαρακτήρα η σύγκρουση των «Παρτσάμ» με τους «Χαλκ», που οδήγησε στην ήττα των τελευταίων.45
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία που συγκεντρώσαμε, η καταστολή της εξέγερσης των «Χαλκ» από μια στρατιωτική μονάδα που αποτελούνταν εξολοκλήρου από Ουζμπέκους ενίσχυσε ακόμη παραπέρα την εθνοφυλετική διαπάλη, με αποτέλεσμα τμήμα των «Χαλκ», όπου κυριαρχούσαν οι Παστούν, να περάσει στις γραμμές των Ταλιμπάν και αργότερα τμήμα των «Παρτσάμ» να περάσει στις γραμμές των Μουτζαχεντίν της λεγόμενης «Βόρειας Συμμαχίας».46
ΟΙ ΤΑΛΙΜΠΑΝ ΝΙΚΗΣΑΝ ΣΕ «ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ» ΚΑΙ «ΑΝΤΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ» ΑΓΩΝΑ
Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός στηρίζεται σε μια εντελώς επιφανειακή προσέγγιση των εξελίξεων στο Αφγανιστάν και της σύγχρονης εποχής, γιατί παρακάμπτει ορισμένα σοβαρά ζητήματα για τους Ταλιμπάν, όπως:
Προήλθαν ή όχι οι Ταλιμπάν από τους λεγόμενους Μουτζαχεντίν, που ήταν ένα κατασκεύασμα των ΗΠΑ σε συνεργασία με το Πακιστάν, τη Σαουδική Αραβία, άλλα αντιδραστικά καθεστώτα της περιοχής ενάντια στη λαϊκή επανάσταση και τη σοβιετική διεθνιστική βοήθεια; Προήλθαν! Ήταν «σάρκα από τη σάρκα» του ιμπεριαλιστικού σχεδιασμού των ΗΠΑ.
Αξιοποιήθηκαν ή όχι οι Ταλιμπάν από τις ΗΠΑ και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πρώτ’ απ’ όλα ως «φόβητρο» για να θωρακίσουν με κατασταλτικά μέσα την αστική εξουσία σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, κι έπειτα ως πρόσχημα για ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις; Αξιοποιήθηκαν!
Υπάρχει ή όχι στενή, στενότατη σχέση του επίσης αντιδραστικού καθεστώτος του Πακιστάν με τους Ταλιμπάν; Στήριξη οικονομική, πολιτική, στρατιωτική; Υπάρχει! Το έδειξε και η επίσκεψη του στρατηγού Φαΐζ Χαμίντ, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Πακιστάν στην Καμπούλ, αμέσως μόλις ανέλαβαν την εξουσία οι Ταλιμπάν. Ο ίδιος, μαζί με το διοικητή των Ενόπλων Δυνάμεων του Πακιστάν, συναντήθηκε κατά την επιστροφή του στο Πακιστάν με τον Ουίλιαμ Μπερνς, επικεφαλής της αμερικανικής CIA.47
Διευκολύνθηκαν ή όχι οι Ταλιμπάν να αναλάβουν εκ νέου την αστική διακυβέρνηση του Αφγανιστάν από τις ΗΠΑ, με τη συμφωνία της Ντόχα; Διευκολύνθηκαν! Εδώ αποδεικνύεται πως είχαν συμφωνία με τις ΗΠΑ ακόμη και για να μην μπούνε στην Καμπούλ, ώστε να διευκολυνθούν οι συνομιλίες με το τμήμα της αστικής τάξης που συνεργαζόταν με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Άφησαν ή όχι οι ΗΠΑ όπλα αξίας 85 δισ. δολαρίων σε αυτό το δήθεν «εθνικοαπελευθερωτικό και αντιιμπεριαλιστικό» κίνημα; Άφησαν και με το παραπάνω!
Εκτός όμως των παραπάνω, που από μόνα τους είναι σημαντικά για να καταρρίψουν το μύθο περί «εθνικοαπελευθερωτικών» και «αντιιμπεριαλιστικών» Ταλιμπάν, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας και το χαρακτήρα της εποχής μας.
Σήμερα δεν είμαστε στην εποχή όπου η αστική τάξη έπαιζε έναν προοδευτικό ρόλο ενάντια στη φεουδαρχία και πρότασσε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και την ίδρυση εθνικών κρατών ενάντια στο καθεστώς της αποικιοκρατίας. Σήμερα, απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη κυριαρχεί το καπιταλιστικό σύστημα και η αστική τάξη παντού είναι μια αντιδραστική δύναμη που εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Και αυτό εκδηλώθηκε και στην ένοπλη αντιπαράθεση στο Αφγανιστάν.
Πάντα πρέπει να αναρωτιόμαστε για το «ποια τάξη διεξάγει τον πόλεμο και για ποιο σκοπό».
Αυτό το ερώτημα, αν το απαντήσουμε για το Αφγανιστάν, θα δούμε τα εξής: Από τη μια είχαμε μια αστική δύναμη, που αποτελούνταν από τη «Βόρεια Συμμαχία» (Τατζίκους, Ουζμπέκους κ.ο.κ.) και άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις (από την εθνότητα των Παστούν), που κατά τη διάρκεια της πρώτης διακυβέρνησης των Ταλιμπάν εξακολουθούσε να ελέγχει το 25% της χώρας (το βόρειο τμήμα της). Αυτή η αστική δύναμη είχε επιλέξει ως βασικό σύμμαχο τις ΗΠΑ, άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις (π.χ. την Ινδία, που αναδείχτηκε σε βασικό εμπορικό εταίρο μετά την ανατροπή της πρώτης περιόδου κυβέρνησης των Ταλιμπάν). Αντίπαλός της ήταν η αστική δύναμη των Ταλιμπάν, που αξιοποιούν ως ιδεολογικό εργαλείο τους τη θρησκεία και διάφορες σκοταδιστικές νόρμες, στηριζόμενες βασικά από την εθνότητα των Παστούν, και έχουν επιλέξει ως στρατηγικό σύμμαχο το Πακιστάν στο οποίο δραστηριοποιείται έντονα η Κίνα. Είχαμε δηλαδή μια σύγκρουση αστικών δυνάμεων και των συμμαχιών τους. Στο επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης δεν ήταν η αποτίναξη της εκμετάλλευσης ή της εθνικής καταπίεσης, π.χ., των Παστούν που, και πριν και τώρα, είχαν πάντα τον πρώτο ρόλο, ως η μεγαλύτερη εθνότητα στο Αφγανιστάν.
Ακόμη όμως κι αν εκτιμούσαμε πως είχαμε πόλεμο μιας καταπιεσμένης εθνότητας ενάντια στην ξενική κατοχή του ΝΑΤΟ, αυτός ο πόλεμος στη σημερινή εποχή, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, δεν αφορά μόνο την αντίθεση με την αστική τάξη που έχει επιβάλει την ξενική κατοχή, αλλά και με την αστική τάξη της ίδιας της εθνότητας και τους διεθνείς συμμάχους της. Στη σύγχρονη εποχή δίκαιος πόλεμος για την εργατική τάξη είναι μόνο η ταξική πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτή πρέπει να είναι και η αφετηρία μας και με αυτό το πρίσμα να βλέπουμε τα ζητήματα του πολέμου και της στάσης απέναντί του.48
Τέλος, σε ό,τι αφορά τα περί «αντιιμπεριαλισμού» των Ταλιμπάν χρειάζεται να σημειώσουμε πως όσοι ταυτίζουν τις ΗΠΑ ή τα βίαια, πολεμικά μέσα στην εξωτερική πολιτική με τον ιμπεριαλισμό εύκολα πέφτουν στην αυταπάτη να χαρακτηρίζουν «αντιιμπεριαλιστική» κάθε αστική δύναμη που για τους δικούς της λόγους παζαρεύει ή ακόμη και αντιπαρατίθεται με τις ΗΠΑ. Να θυμίσουμε πως το Νοέμβρη του 2020 ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Τ. Ερντογάν, ισχυρίστηκε πως η Τουρκία «πολεμάει τους ιμπεριαλιστές και τους τύραννους» και για το λόγο αυτό τον πολεμούν οι ΗΠΑ, μια και ούτε λίγο, ούτε πολύ κάνει «αντιιμπεριαλιστικό» αγώνα. Ποιος; Ο Πρόεδρος της χώρας που έχει κατοχικά στρατεύματα σε 3 χώρες!
Όμως ο ιμπεριαλισμός είναι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, δεν είναι απλώς οι ΗΠΑ ή μια επιθετική εξωτερική πολιτική.49 Σαφώς λοιπόν, οι εκπρόσωποι του αντιδραστικού, αντικομμουνιστικού και σκοταδιστικού αστικού καθεστώτος των Ταλιμπάν δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να καταγραφούν μεταξύ των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Ο ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΗΠΑ-ΝΑΤΟ ΚΑΙ Η ΡΩΣΙΑ
Μπαίνει το ερώτημα, αν πράγματι ο σχεδιασμός των ΗΠΑ και του
ΝΑΤΟ, όπως εκδηλώθηκε με την ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Αφγανιστάν, στρεφόταν και σε βάρος της Ρωσίας, και όχι για τη λεγόμενη «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», τότε γιατί η Ρωσία είχε το 2001 παραχωρήσει βάσεις στο έδαφός της, όπως και τη δυνατότητα διέλευσης από τον εναέριο χώρο της για την επιτυχία εκείνης της επέμβασης; Γιατί σήμερα εκφράζει «δυσαρέσκεια» για την απότομη αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν;
Για να καταλάβουμε αυτές τις εξελίξεις, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ορισμένα γεγονότα, όπως:
1. Το Τατζικιστάν πέρασε έναν εμφύλιο πόλεμο (1992-1997), αμέσως μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ανάμεσα στις δυνάμεις που υπεράσπιζαν τον κοσμικό χαρακτήρα του αστικού κράτους –συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚ Τατζικιστάν που είχε δικές του ένοπλες ομάδες– και τους ισλαμιστές. Οι δυνάμεις που τάσσονταν υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους είχαν τη στήριξη της Ρωσίας, ενώ οι ισλαμιστές είχαν τη στήριξη δυτικών δυνάμεων, που επιδίωκαν την αποσταθεροποίηση της κατάστασης στην Κεντρική Ασία και το παραπέρα αδυνάτισμα του ανταγωνιστή τους, της καπιταλιστικής Ρωσίας. Ως «εργαλείο» αξιοποίησαν τους ισλαμιστές, τόσο στην περίπτωση της Τσετσενίας όσο και στην περίπτωση του Τατζικιστάν. Οι ισλαμιστές είχαν πολύπλευρη στήριξη από τους Ταλιμπάν.
2. Η Ρωσία διατηρεί σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στο Τατζικιστάν. Έχει μια πολύ σοβαρή στρατιωτική δύναμη, τη «201η Βάση», με περίπου 6,5 χιλιάδες άντρες, με ισχυρό οπλισμό και το καθήκον της υποστήριξης της εδαφικής κυριαρχίας και του συνταγματικού καθεστώτος του Τατζικιστάν. Η συμφωνία για τη στρατιωτική βάση έχει ισχύ μέχρι το 2042, ενώ το Τατζικιστάν συμμετέχει στην Οργάνωση του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας (ΟΣΣΑ), η οποία «επιφορτίζει» τη Ρωσία, όπως και τις άλλες χώρες που συμμετέχουν εκεί, με το καθήκον της υπεράσπισης του Τατζικιστάν σε περίπτωση που κινδυνέψει η εδαφική κυριαρχία του.
Στη βάση των παραπάνω γίνεται κατανοητό το γιατί η ανατροπή της διακυβέρνησης των Ταλιμπάν από τους ΑμερικανοΝΑΤΟϊκούς στην πρώτη φάση στηρίχτηκε από τη Ρωσία, μια και αυτή η ανατροπή δρούσε σταθεροποιητικά για την κατάσταση στο Τατζικιστάν. Μόλις όμως πέρασαν τα πρώτα χρόνια, η Ρωσία σταμάτησε τις διευκολύνσεις στις ΗΠΑ, ενώ και οι χώρες της ΟΣΣΑ, όπως η Κιργιζία, δεν ανανέωσαν τις συμφωνίες για τις στρατιωτικές βάσεις που είχαν παραχωρήσει στους ΑμερικανοΝΑΤΟϊκούς.
Σήμερα, η αποχώρηση των ΑμερικανοΝΑΤΟϊκών μπορεί να οδηγήσει σε γενικότερη ανάφλεξη στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας. Είναι χαρακτηριστικό πως οι στρατιωτικές δυνάμεις της ΟΣΣΑ πραγματοποίησαν αμέσως διάφορα στρατιωτικά γυμνάσια και η ρωσική βάση ενισχύθηκε με νέα όπλα. Η κυβέρνηση των Ταλιμπάν ευθέως κατηγόρησε το Τατζικιστάν ότι εμπλέκεται στις εσωτερικές υποθέσεις του Αφγανιστάν, εκτιμώντας πως στηρίζει δυνάμεις που επιδιώκουν την ανατροπή της κυβέρνησής του, και μετακίνησε δυνάμεις στα βόρεια σύνορα. Οι Ταλιμπάν αρνήθηκαν να δεχτούν το αίτημα των Τατζίκων να έχουν τουλάχιστον το 30% στη νέα κυβέρνηση και να διατηρήσουν τα ήθη και έθιμά τους στις περιοχές που αυτοί ζούνε. Έτσι, το Τατζικιστάν, με πληθυσμό 9,5 εκατομμυρίων, παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των Τατζίκων του Αφγανιστάν, που εκτιμά πως μπορεί να είναι από 11 έως και 15 εκατομμύρια, δηλαδή περισσότεροι από τους Τατζίκους που κατοικούν στο ίδιο το Τατζικιστάν. Η κατάσταση λοιπόν όπως διαμορφώνεται είναι άκρως ρευστή, κάτι που ανησυχεί το Κρεμλίνο.
Ο ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΗΠΑ-ΝΑΤΟ ΚΑΙ Η ΚΙΝΑ
Η απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ συνδέεται με την ανάγκη των ΗΠΑ να εστιάσουν στις εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Ασία, στην αντιπαράθεσή τους με την Κίνα.
Την ίδια ώρα προβάλλει το ερώτημα αν οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στην πρόκληση της αναμέτρησης με την Κίνα, διατηρώντας ταυτόχρονα και τις στρατιωτικές δυνάμεις τους στο Αφγανιστάν.
Εδώ πρέπει να γίνει σαφές πως η Κίνα δεν είναι καθόλου αμελητέα δύναμη σήμερα. Είναι η ισχυρότερη οικονομική δύναμη στη βάση του συνολικού ΑΕΠ του 2020 (το ΑΕΠ της Κίνας ήταν 19,617 τρισ. δολάρια, ενώ των ΗΠΑ ήταν 19,519 τρισ. δολάρια). Επιπλέον είναι η 3η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στον πλανήτη, έχοντας περάσει στη 2η θέση σε ό,τι αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες (μετά τις ΗΠΑ), ξοδεύοντας πάνω από 260 δισ. δολάρια ετησίως για στρατιωτικές δαπάνες. Πρόσφατα μάλιστα, ο Κινέζος διπλωμάτης Σα Τζουκάν, πρώην αναπληρωτής ΓΓ του ΟΗΕ για οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, κάλεσε τη χώρα του να αναπροσαρμόσει το πυρηνικό της δόγμα και να παραιτηθεί από τη δέσμευση ότι η Κίνα δε θα χρησιμοποιήσει πρώτη πυρηνικά όπλα.50
Οι ΗΠΑ είχαν σε αυτά τα 20 χρόνια στο Αφγανιστάν μια σημαντική οικονομική αιμορραγία 2,26 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που με την αποχώρηση των στρατευμάτων τους παύει και τους επιτρέπει να διοχετεύσουν αυτούς τους πόρους (300 εκατομμύρια δολάρια τη μέρα51) σε άλλους σχεδιασμούς τους.
Οι ΗΠΑ επιδιώκουν για άλλη μια φορά να καταχωρηθούν ως «αυτόκλητος προστάτης» των λαών, αυτήν τη φορά της περιοχής του Ινδοειρηνικού, έναντι των σχεδίων επέκτασης των κινεζικών μονοπωλίων, των βλέψεων της Κίνας στη Νοτιοανατολική Ασία. Ήδη, ένα μεγάλο τμήμα ναυτικών και αεροπορικών αμερικανικών δυνάμεων έχει μεταφερθεί στον Ειρηνικό, κατασκευάζονται νέες στρατιωτικές βάσεις κι ενισχύονται οι παλιές, πραγματοποιούνται ασκήσεις με τη συμμετοχή της Αυστραλίας και άλλων κρατών, διεξάγεται ένας αγώνας δρόμου με τις στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας. Συγκεντρώνεται η προσοχή στο στενό της Ταϊβάν, επιχειρείται η διεύρυνση των συμμαχιών και από τις δύο πλευρές. Η Στρατηγική ΝΑΤΟ 2030 ενισχύει τον προσανατολισμό κατά της Κίνας. Στο έδαφος αυτό, δημιουργήθηκε πρόσφατα η Συμφωνία AUKUS μεταξύ των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι ΗΠΑ λοιπόν επιδιώκουν άμεσα να ενισχύσουν τις στρατιωτικές δυνάμεις τους στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας (του Ινδοειρηνικού), στην οποία παράγεται το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ και εκτιμάται πως θα απορροφά το 70% της ζήτησης ενέργειας τα επόμενα χρόνια, και η οποία αποτελεί σημαντικό «δίαυλο» της παγκόσμιας εμπορικής ναυσιπλοΐας. Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν ή των αμερικανικών «Patriot» από τη Σαουδική Αραβία, μεταξύ άλλων, αποσκοπεί και στην αναδιάταξη των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της αμερικανικής παρουσίας στον Ινδοειρηνικό. Είναι γνωστό πως σε κάθε μάχη έχει σημασία τόσο η διάταξη των δυνάμεων όσο και η ύπαρξη εφεδρειών. Να γιατί οι ΗΠΑ προσανατολίζονται να προωθήσουν στο Αφγανιστάν τα συμφέροντά τους με άλλα μέσα και τρόπους, εξορθολογώντας δαπάνες και αναδιατάσσοντας τις στρατιωτικές δυνάμεις τους σε μια ευρύτερη περιοχή.
Η ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ
Η αστική τάξη της χώρας συμμετείχε ενεργά στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Αφγανιστάν.
«Η “Ελληνική Δύναμη Αφγανιστάν” περιλάμβανε:
Μονάδα μηχανικού με δεκάδες άτομα προσωπικό και εξειδικευμένο βαρύ εξοπλισμό.
Στελέχωση και λειτουργία πλήρους στρατιωτικής ιατρονοσηλευτικής μονάδας (κανονικό νοσοκομείο).
Διάθεση δεκάδων στελεχών σε διάφορες επιτελικές θέσεις της ΝΑΤΟϊκής δύναμης ISAF. Τα στελέχη αυτά συμμετείχαν σ’ όλους τους σχεδιασμούς αυτής της κατοχικής δύναμης.
Παραχώρηση για πολεμική χρήση δεκάδων στρατιωτικών οχημάτων, αλλά και μεταγωγικών αεροσκαφών.
Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και μεγάλος αριθμός εξειδικευμένου στρατιωτικού προσωπικού που είχε διατεθεί για τη λειτουργία του αεροδρομίου της Καμπούλ, του οποίου την ευθύνη της διοίκησής του για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε η Ελλάδα. Επιπλέον, η ελληνική εμπλοκή επεκτάθηκε και στην κάλυψη μίας από τις εννιά Περιφερειακές Ομάδες Ανασυγκρότησης, όπως λέγονταν, που είχαν δημιουργηθεί για να επεκτείνει τη δράση του το ΝΑΤΟ και εκτός Καμπούλ, “μέσω έργων ανοικοδόμησης και επαφών με τοπικούς παράγοντες” (εξαγοράς δηλαδή) και τη δημιουργία μικρών “προτεκτοράτων-καντονιών”.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό το ψέμα που είχε περίτεχνα καλλιεργηθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις, για τη δήθεν “αθώα” ελληνική συμμετοχή. Αντίθετα, αυτή ήταν άμεση και σημαντική για την επιτυχή έκβαση των ΝΑΤΟϊκών ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων. Επιπλέον, εξέθετε σε τεράστιους κινδύνους το προσωπικό που συμμετείχε σε αυτήν.»52
Συχνά η συμμετοχή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στις ιμπεριαλιστικές αποστολές και επεμβάσεις, όπως αυτή στο Αφγανιστάν, ερμηνεύεται με τη «δουλικότητα» της αστικής τάξης της Ελλάδας έναντι των ΑμερικανοΝΑΤΟϊκών. Μπαίνει το ερώτημα: «Μα τι συμφέρον έχουν οι δικοί μας αστοί στο Αφγανιστάν;» Έτσι, λαθεμένα συμπεραίνεται πως αυτή η πολιτική συμπεριφορά των κομμάτων της αστικής τάξης στην Ελλάδα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ κ.ο.κ.) οφείλεται σε κάποια «εθελοδουλία» τους. Αυτή η αντίληψη είναι λαθεμένη. Δε λαμβάνει υπόψη της πως η αστική τάξη της χώρας μέσα από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και συμφωνίες προσδοκά ανταλλάγματα σε άλλα μέτωπα που την ενδιαφέρουν και έτσι εκφράζει την επιθετικότητά της. Αυτό φαίνεται και στην περίπτωση της πρόσφατης Ελληνογαλλικής Συμφωνίας, με την οποία οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδας προσανατολίζονται σε νέες εμπλοκές σε όλη την περιοχή του Σάχελ, όπου διακυβεύονται τα συμφέροντα των γαλλικών μονοπωλίων.53
«ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΕΝΟΥΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥΣ Ν’ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ;»
Από τα διάφορα αστικά επιτελεία περισσεύει η υποκρισία και τα «κροκοδείλια δάκρυα» για την τύχη του λαού και κυρίως των γυναικών στο Αφγανιστάν. Με την ίδια υποκρισία αναφέρονται και στην αναμενόμενη αύξηση του Προσφυγικού, όταν οι ίδιες οι εξελίξεις αποδεικνύουν αυτό που όλοι τους θέλουν να κρύψουν, πως οι πρόσφυγες είναι τελικά τα θύματα των πολέμων και των επεμβάσεων.
«Ως αθώοι του αίματος, οι Ευρωπαίοι μιλούν για “ανεξέλεγκτες παράνομες μεταναστευτικές μετακινήσεις”, εξακολουθώντας να χρησιμοποιούν τον όρο “μετανάστευση” προκειμένου να αποστερήσουν από τους ξεριζωμένους Αφγανούς (θύματα της δικής τους επέμβασης) την προστασία για τους πρόσφυγες σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, που συστηματικά καταπατιέται. Το ΚΚΕ έχει δώσει αγώνα όλα τα προηγούμενα χρόνια ώστε οι κατατρεγμένοι Αφγανοί να αντιμετωπίζονται ως πρόσφυγες και όχι ως μετανάστες.»54
Το Κόμμα μας όλη αυτήν την περίοδο συγκρούεται με την πολιτική της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων, που ενώ συμμετέχουν στο αιματοκύλισμα των λαών, την ίδια ώρα δυναμώνουν την άγρια καταστολή σε βάρος των μεταναστών και προσφύγων, τις απελάσεις και τις υπερδομές-φυλακές, αξιοποιώντας ως «χωροφύλακα» τη Frontex, προωθώντας νέες αντιδραστικές αλλαγές στη Μετανάστευση και στο Άσυλο.
Συχνά, από εργαζόμενους που από σωστές θέσεις αντιπαρατίθενται με τις εθνικιστικές και ρατσιστικές αντιλήψεις για τους πρόσφυγες και μετανάστες, μπαίνει το ερώτημα: «Μα γιατί δε μένουν στη χώρα τους να παλέψουν; Αν φεύγουν, πώς θα αλλάξει η κατάσταση στη χώρα τους;»
Σαφώς το βασικό πεδίο της δράσης κάθε αγωνιστή, κάθε κομμουνιστή είναι το εθνικό. Μπορεί η πάλη των εργαζόμενων σε όλο τον κόσμο να έχει τον ίδιο αντίπαλο, αλλά πρώτ’ απ’ όλα αυτή διεξάγεται σε εθνικό επίπεδο. Την ίδια ώρα ωστόσο, με το ερώτημα που εκφράζουν αυτοί οι φίλοι δεν παίρνουν υπόψη τους όχι μόνο τη σκληρότητα των συνθηκών της ταξικής πάλης στη χώρα αυτή, αλλά και το γεγονός της μεγάλης οπισθοχώρησης του εργατικού-λαϊκού κινήματος, της διάλυσης του κόμματος της εργατικής τάξης από τα χτυπήματα της αντεπανάστασης και του οπορτουνισμού.
Σε αυτές τις συνθήκες εκατομμύρια άνθρωποι, που δε βλέπουν καμία δυνατότητα αντίστασης στη χώρα τους, οδηγούνται στην ξενιτιά. Καθήκον του ΚΚ, των κομμουνιστών σε όλον τον κόσμο είναι να σταθούν στο πλευρό αυτών των ανθρώπων. Όπως σωστά επισήμανε ο σ. Αϊνούρ Κουρμάνοφ, συμπρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κινήματος Καζακστάν: «Μέσα σε 20 χρόνια, στο Αφγανιστάν αλλά και σε όλες τις χώρες της περιοχής, μεγάλωσε μια νέα γενιά που δε θέλει πλέον να ζει σε συνθήκες θρησκευτικού σκοταδισμού, καταπίεσης από τους ντόπιους καπιταλιστές και κυριαρχίας ξένων ιμπεριαλιστών. Από αυτό το περιβάλλον θα προκύψουν νέοι ταξικοί αγωνιστές και δυνάμεις ικανές να υποστηρίξουν την κοινωνική και πολιτική απελευθέρωσή τους. Καθήκον μας είναι να τους βοηθήσουμε να οργανωθούν και να οπλιστούν με το πρόγραμμα της πάλης για το σοσιαλισμό!»55
Σε αυτήν την κατεύθυνση ο λαός του Αφγανιστάν μπορεί να ανατρέψει τους σχεδιασμούς του ιμπεριαλισμού και του νέου αστικού αντιδραστικού καθεστώτος, ανασυγκροτώντας το κόμμα της εργατικής τάξης, που δέχτηκε πολύ βαριά χτυπήματα τα τελευταία 30 χρόνια, ανασυγκροτώντας το λαϊκό κίνημα στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό και κάθε είδους αποκρουστική βαρβαρότητα που αυτός δημιουργεί, είτε είναι οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις είτε οι αντιδραστικές δυνάμεις, όπως είναι οι Ταλιμπάν, φωτίζοντας το δρόμο του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.