Αντιλήψεις στην αστική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία και σκέψη για την Επανάσταση του 1821


της Ομάδας Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Η συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 αποτελεί αναμφισβήτητα προνομιακό έδαφος για τη διάδοση της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, αλλά και πεδίο αντιπαράθεσης των διαφορετικών αστικών και οπορτουνιστικών ιστοριογραφικών ρευμάτων. Η αντιπαράθεση αυτή συχνά αντικατοπτρίζει τα διαφορετικά συμφέροντα και τις αποκλίνουσες προτεραιότητες διαφορετικών τμημάτων της αστικής τάξης, καθώς και τον προσανατολισμό τους στις διεθνείς συμμαχίες.

Ωστόσο, η αντιστοίχιση δεν πρέπει να κατανοείται ευθύγραμμα και μηχανιστικά, τόσο επειδή υπάρχει και μια σχετική αυτοτέλεια στις έριδες των ιστορικών και πολύ περισσότερο γιατί οι προτεραιότητες των διαφορετικών τμημάτων της αστικής τάξης εκφράζονται στο πλαίσιο φαινομενικά αντίρροπων ιδεολογικών-πολιτικών επεξεργασιών, έτσι ώστε να μπορούν να βρουν ευήκοα ώτα σε μεγαλύτερο κομμάτι του πολιτικού φάσματος. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι αναλύσεις ενός ιστορικού μπορούν να εντάσσονται συχνά στο πλαίσιο ενός ιστοριογραφικού ρεύματος και παράλληλα να υιοθετούν επιχειρήματα ενός άλλου.

Η μέχρι τώρα δημόσια αντιπαράθεση δε διεξάγεται με όρους μαζικής συμμετοχής κοινού, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων. Επίσης, πολλές επιστημονικές εργασίες δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμα, ενώ επιστημονικά συνέδρια πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι τα αστικά επιτελεία, εγχώρια και ξένα, δεν κάνουν ή προετοιμάζουν παρεμβάσεις με αφορμή την επέτειο, ενώ οι επετειακές εκδηλώσεις φαίνεται ότι θα παραταθούν μέχρι το τέλος του έτους.

 

Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Αναφορικά με τη δραστηριότητα των ξένων επιτελείων ενδεικτικές είναι οι πρωτοβουλίες που λαμβάνονται από τις αντίστοιχες πρεσβείες.

Στις 14.1.2021, ο πρέσβης των ΗΠΑ Τζέφρι Πάιατ ανακοίνωσε σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ την έναρξη ετήσιας πολύμορφης καμπάνιας της διπλωματικής αποστολής των ΗΠΑ στην Ελλάδα για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Επανάσταση με τίτλο «Γιορτάζοντας 200 χρόνια φιλίας». Λίγες μέρες αργότερα, παρενέβη εκ νέου με άρθρο παρόμοιου περιεχομένου στην Καθημερινή.1 Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η κυκλοφορία προπαγανδιστικού βίντεο από την Αμερικανική Πρεσβεία με τον τίτλο «Τι ενώνει τους Έλληνες και τους Αμερικανούς;», όπου ανάμεσα στα άλλα επισημαίνεται η σημαντική βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ελλάδα στη μάχη εναντίον του κομμουνισμού κατά τη διάρκεια του ταξικού αγώνα του ΔΣΕ.2

Γενικότερα, στα παραπάνω, αξιοποιείται αφενός η ιδεολογική-πολιτική συγγένεια της Αμερικανικής Επανάστασης (1775) και της Επανάστασης του 1821 (την ίδια στιγμή που δεν αναφέρεται η κοινωνική-ταξική τους συγγένεια, που αποτελεί τη βάση και της ιδεολογικής-πολιτικής) και αφετέρου η παρουσία Αμερικανών Εθελοντών στις γραμμές των επαναστατικών δυνάμεων, προκειμένου να προαχθεί μια διιστορική εικόνα φιλίας και κοινών αξιών των δύο αστικών κρατών και να προωθηθεί η αναγκαιότητα της σημερινής συνεργασίας τους στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι χαρακτηριστικά όσα ανέφερε ο Πάιατ στην εκπομπή του Open TV, «Και εγένετο Ελλάς»:

«Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε είναι πως, όταν ο ελληνικός λαός άρχισε τον αγώνα του για ανεξαρτησία πριν 200 χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μια πολύ νέα χώρα. Δεν ήμασταν λοιπόν σαν τις Μεγάλες Δυνάμεις, που αναμίχτηκαν στον ελληνικό πόλεμο για ανεξαρτησία για να προωθήσουν τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμίχτηκαν εξαιτίας των αξιών τους. (...) Είμαστε λοιπόν δεμένοι σαν κόμπος σε ένα σχοινί. Χρησιμοποιούμε αυτόν τον εορτασμό των 200 ετών για να γιορτάσουμε τη ζωντάνια της σχέσης μας στο παρελθόν, αλλά και στο πολύ δυναμικό μέλλον.»3

Ένα αντίστοιχο πρόγραμμα εορτασμών, με ανάλογες στοχεύσεις, έχει αναγγείλει και η Βρετανική Πρεσβεία, χρησιμοποιώντας τον παραπλήσιο τίτλο «1821-2021: 200 χρόνια φίλοι και σύμμαχοι». Η Βρετανίδα πρέσβειρα Κέιτ Σμιθ ανέλαβε τη δημοσιοποίηση του προγράμματος με άρθρο της στο Βήμα της Κυριακής, όπου σημείωνε:

«Η Επανάσταση ήταν, βεβαίως, των Ελλήνων, ο θρίαμβος ήταν του ελληνικού λαού και της ηγεσίας του. Όμως, συμμετέχοντας κι εμείς στους εορτασμούς, θέλουμε να θυμηθούμε και να θυμίσουμε τα συνταρακτικά γεγονότα και τη συμβολή της Βρετανίας –τον εμπνευσμένο ρόλο του Λόρδου Βύρωνα και της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, τη διπλωματική ευφυΐα του Λόρδου Κάνινγκ, τη δράση του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού που κορυφώθηκε στο Ναυαρίνο. (...) Από το 1821 και μετά, οι δεσμοί μας παραμένουν αδιαμφισβήτητοι και το 2021 εγκαινιάζει ένα νέο κεφάλαιο.»4

Η υπόμνηση του καθοριστικού βρετανικού ρόλου στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας του ελληνικού αστικού κράτους επαναλήφθηκε και σε τηλεοπτική παρουσία της πρέσβειρας, ενώ τονίστηκε ιδιαίτερα και η βρετανική εναντίωση στα σχέδια της Τσαρικής Αυτοκρατορίας (η οποία διόλου τυχαία αναφέρθηκε ως Ρωσία) για τη δημιουργία τριών ημιαυτόνομων περιφερειών στα επαναστατημένα εδάφη, που θα παρέμεναν φόρου υποτελείς στο Σουλτάνο. Ταυτόχρονα, η Βρετανίδα πρέσβειρα επιχείρησε να λειάνει την αρχικά αρνητική στάση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας απέναντι στην Επανάσταση, αλλά και να αποδώσει τα «Δάνεια της Ανεξαρτησίας» στις βρετανικές τράπεζες και όχι στη βρετανική κυβέρνηση!5

Η Γαλλική Πρεσβεία έχει υιοθετήσει πρόγραμμα εορτασμών με τίτλο «1821-2021: Γαλλία-Ελλάδα, 200 χρόνια φιλίας», στο οποίο έχει εντάξει τη Γαλλική Σχολή Αθήνας και το Γαλλικό Ινστιτούτο. Η έμφαση του προγράμματος δίνεται στον πολιτισμό (προβολή ταινιών, διαγωνισμός κόμικς, γκράφιτι κλπ.)6, που χρησιμοποιείται διαχρονικά από την καπιταλιστική Γαλλία ως εργαλείο προώθησης της εξωτερικής της πολιτικής. Και μπορεί οι δράσεις του προγράμματος να μη γνωρίζουν (προς το παρόν) μεγάλη δημοσιοποίηση, όμως ο πραγματικός στόχος των εορτασμών δίνεται περιεκτικά στην ιστοσελίδα της πρεσβείας:

«Ο εορτασμός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 (...) θα δώσει πνοή, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021, στις εξαιρετικές σχέσεις που ενώνουν τις δύο χώρες, στηριζόμενες στην αμοιβαία φιλία και αλληλεγγύη. Μια φιλία που εξελίσσεται και διαμορφώνεται με το πέρασμα του χρόνου, χωρίς ωστόσο να παύει να ενισχύεται.»7

Η Γερμανική Πρεσβεία, έχοντας πιο δύσκολη «ιστορική αποστολή» εξαιτίας της αρνητικής αντιμετώπισης της Επανάστασης από το τότε βασίλειο της Πρωσίας, επικεντρώνει τους σχεδιαζόμενους εορτασμούς στην παρουσίαση της ζωής και της δράσης 21 Γερμανών Φιλελλήνων και τονίζει:

«Η ενασχόληση με την Ελληνική Επανάσταση και το Φιλελληνισμό, με ένα πανευρωπαϊκό δηλαδή κίνημα, είναι από μόνη της επωφελής και πολύτιμη. Τουλάχιστον εξίσου σημαντικό είναι το ερώτημα κατά πόσο είναι σήμερα επίκαιρη. Η ανασκόπηση του παρελθόντος μπορεί να συμβάλει και στη συζήτηση αναφορικά με το ερώτημα πού βρισκόμαστε σήμερα στην Ευρώπη και προς ποια κατεύθυνση θέλουμε να πορευτούμε.»8

Τέλος, ο Ρώσος πρέσβης Αντρέι Μασλόβ, σε ανάρτησή του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, στις 9.2.2021, ανέφερε:

«Έχω τη χαρά να σας ενημερώσω ότι η Πρεσβεία της Ρωσίας, με την ευκαιρία της μεγάλης Επετείου των 200 χρονών από την έναρξη του ηρωικού απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, και στο πλαίσιο του Έτους Ιστορίας Ρωσίας-Ελλάδας 2021 υπό την αιγίδα του Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ανέλαβε την πρωτοβουλία να παρουσιάσει τη λογοτεχνική πτυχή του ρωσικού φιλελληνισμού.»9

Το επόμενο διάστημα σε ιστοσελίδες ενημερωτικού περιεχομένου και στον Τύπο δημοσιεύτηκαν και άλλες ρωσικές πρωτοβουλίες (έκθεση ζωγραφικής ανάμεσα σε Ρώσους μαθητές, δημιουργία video clip από ρωσικά πανεπιστήμια κλπ.). Όμως το πολιτικό υπόβαθρο των εορτασμών απέδωσε σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο πρέσβης Αντρέι Μασλόβ, ο οποίος στάθηκε στα διαχρονικά φιλελληνικά αισθήματα της ρωσικής κοινωνίας.10

Απ’ όλα τα προηγούμενα είναι φανερό ότι ο επίσημος λόγος των ξένων επιτελείων για την Επανάσταση είναι προσαρμοσμένος στις σημερινές προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής τους. Από εκεί πηγάζουν οι υπερβολές τους, όπως η θέση του Αμερικανού πρέσβη ότι οι Έλληνες εμπνεύστηκαν κυρίως από την Αμερικανική Επανάσταση (όταν όλες οι πηγές και η βιβλιογραφία συντείνουν στην καθοριστική επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης) ή της Βρετανίδας πρέσβειρας, που θέλησε ν’ αποσυνδέσει τα δάνεια της Ανεξαρτησίας από τις βρετανικές Αρχές της εποχής.

Από εκεί πηγάζουν και οι παραλείψεις τους, όπως της Γερμανικής Πρεσβείας που δεν αναφέρεται στην επίσημη στάση των πρωσικών Αρχών, ή του Ρώσου πρέσβη, ο οποίος πίσω από τον αστικό ρωσικό φιλελληνισμό κάλυψε την αποκήρυξη της Επανάστασης από τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ και τον καθοριστικό ρόλο του στην κατάπνιξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία.

Παρόλ’ αυτά, οι εξωραϊσμένες απεικονίσεις των διεθνών σχέσεων και τα ιστορικά «στρογγυλέματα» της διιστορικής σχέσης αυτών των αστικών κρατών με την Ελλάδα μπορούν ν’ αποτελέσουν μοχλούς επίδρασης σε μερίδα του πληθυσμού και κατά συνέπεια οχήματα προώθησης των σημερινών αλληλοσυγκρουόμενων σχεδιασμών των διάφορων ιμπεριαλιστικών κέντρων. Με αυτήν την έννοια, δεν πρέπει να υποτιμώνται, πόσο μάλλον όταν συνδυάζονται με αντίστοιχες δράσεις των εγχώριων αστικών επιτελείων.

 

ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ

Αν οι πολιτικές προτεραιότητες των ξένων πρεσβειών είναι περισσότερο εμφανείς και «χοντροκομμένες», δε συμβαίνει το ίδιο και με τις πολιτικές στοχεύσεις που εκφράζονται από τα διαφορετικά ρεύματα της εγχώριας αστικής και οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας και σκέψης. Με δεδομένη τη μέχρι τώρα δημόσια αντιπαράθεση (που εκφράζεται μέσα από διαδικτυακές και τηλεοπτικές συζητήσεις, από διαδικτυακά σεμινάρια και φυσικά από επιστημονικά συνέδρια, από πολυάριθμες εκδόσεις και σχετική αρθρογραφία), μπορούμε να καταγράψουμε 5 βασικές κατευθύνσεις στον αστικό και οπορτουνιστικό δημόσιο λόγο. Φυσικά, οι κατευθύνσεις αυτές διαμορφώνονται με επίκεντρο την κεντρική αντιπαράθεση αστικού εθνικισμού και αστικού κοσμοπολιτισμού, χαρακτηρίζονται από αλληλοεπικαλύψεις και διαπερνούν οριζόντια τα πολιτικά κόμματα.

Ταυτόχρονα, οφείλουμε να σημειώσουμε πως σε αυτό το άρθρο θα σταθούμε μόνο σε ένα ορισμένο κομμάτι της αρθρογραφίας, της βιβλιογραφίας και του δημόσιου λόγου, που βοηθά περισσότερο στο να φανερωθούν τα βασικά επιχειρήματα της κάθε κατεύθυνσης.

 

Α. Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ «ΕΛΛΑΔΑ 2021»

Η πρώτη κατεύθυνση υπογραμμίζει ιδιαίτερα τα αστικά φιλελεύθερα χαρακτηριστικά της Επανάστασης και σωστά την εντάσσει στην αλυσίδα των αστικών επαναστάσεων της εποχής. Κύριος εκφραστής της είναι η Επιτροπή «Ελλάδα 2021». Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρονται σε σχετικό ιστορικό κείμενο αναφορικά με την Α΄ Εθνοσυνέλευση, που βρίσκεται αναρτημένο στην ιστοσελίδα της Επιτροπής:

«Η χρήση του όρου “Έθνος”, η διεξαγωγή Εθνοσυνέλευσης, η σύνταξη Συντάγματος και το αίτημα για ελευθερία είναι πλέον ενδεικτικά για να καταδείξουν τη νέα πολιτική ιδεολογία που εισήγαγαν η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση, οικειοποιήθηκαν οι Έλληνες διανοούμενοι (Φαναριώτες, γόνοι εύπορων, εμπορικών, κυρίως, οικογενειών) και νοηματοδότησαν τον αγώνα τους για την πατρίδα. Ακόμη και οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις (πρόκριτοι/κοτζαμπάσηδες) του ελλαδικού χώρου συνδιαλέγονταν χρησιμοποιώντας το νεωτερικό λεξιλόγιο (...)

Με πρότυπο το αμερικανικό Σύνταγμα του 1787 και τα γαλλικά επαναστατικά Συντάγματα του 1793 και 1795, το ελληνικό Σύνταγμα, αποτελούμενο από 110 σύντομες παραγράφους που χωρίζονταν σε “τίτλους” και “τμήματα”, θεμελίωνε την αρχή της αντιπροσώπευσης, προέβλεπε τη σαφή διάκριση των τριών εξουσιών και όριζε την αρχή της ισότητας απέναντι στο νόμο (“Όλοι οι Έλληνες εισίν όμοιοι ενώπιον των νόμων άνευ τίνος εξαιρέσεως ή βαθμού ή κλάσεως ή αξιώματος”). Μάλιστα, η καθολικότητα της ισχύος του νόμου στο νέο ανεξάρτητο κράτος στηρίχτηκε στο φυσικό δίκαιο, με βάση το οποίο υπάρχουν απαράβατα δικαιώματα των ανθρώπων, που κανείς δεν μπορεί να καταπατήσει.»11

Βέβαια, το Σύνταγμα της Επιδαύρου επηρεάστηκε ελάχιστα από το Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787. Όμως, το σημαντικότερο είναι ότι η Επιτροπή, επικαλούμενη αυτές τις ιδεολογικές-πολιτικές συγγένειες της Επανάστασης, επιχειρεί να συγκροτήσει τη σύγχρονη εθνική συναίνεση κι ενότητα γύρω από το σεβασμό της καπιταλιστικής νομιμότητας και του πολιτικού φιλελευθερισμού. Σε αυτήν τη γραμμή αναφέρει χαρακτηριστικά:

«...υπάρχουν πάρα πολλά που μας ενώνουν και πολύ λίγα που μας χωρίζουν. Και είναι ένα μάθημα που πρέπει να πάρουμε με αφορμή τα 200 χρόνια. Να μείνουν αυτά που μας ενώνουν.»12

Με άλλα λόγια, στο όνομα της περιόδου της επαναστατικής ανόδου της αστικής τάξης, επιχειρεί να συγκαλύψει τη σημερινή σήψη της αστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, προάγει τη σημασία των διεθνών συμμαχιών της αστικής τάξης (ενδεικτική σε αυτό είναι η συνεργασία της Επιτροπής 2021 με την Αμερικανική Πρεσβεία) και προωθεί τον αστικό κοσμοπολιτισμό.

Φυσικά, η Επιτροπή δεν παραμερίζει εντελώς τα υπάρχοντα εθνικά χαρακτηριστικά της Επανάστασης και αποδέχεται τη συμβολή της επίσημης Εκκλησίας σε αυτήν, τηρώντας και τις απαραίτητες ισορροπίες που επιβάλλει ο θεσμικός της ρόλος. Για παράδειγμα, στο ιστορικό χρονολόγιο που παραθέτει στην ιστοσελίδα της, η κήρυξη της Επανάστασης συνοδεύεται από τον πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη, που απεικονίζει την ορκωμοσία των οπλαρχηγών από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας13, δηλαδή την πιο γνωστή ιστορική ανακρίβεια που απορρίπτεται καθολικά από τους σύγχρονους ιστορικούς.

Με βάση τα προηγούμενα, ο καλύτερος εκφραστής της Επιτροπής και των αντιφάσεών της είναι ένα πρώην μέλος της, η Μαρία Ευθυμίου. Η Ευθυμίου παραιτήθηκε εξαιτίας των διαφωνιών της με άλλα μέλη της Επιτροπής, τα οποία υιοθετούσαν περισσότερο φιλελεύθερα και κοσμοπολίτικα σκεπτικά, προβάλλοντας συχνά και ανιστόρητες θέσεις (όπως ο Αριστείδης Χατζής που μίλησε για δικτατορία Καποδίστρια). Ωστόσο, η παραίτηση δε σήμανε τη διαφοροποίηση της κατεύθυνσης των παρεμβάσεών της από το γενικό σκεπτικό της Επιτροπής.

Συνολικότερα, η Ευθυμίου έχει μετατοπιστεί σημαντικά από παλιότερες επεξεργασίες της ή τις έχει «προσαρμόσει» στο πνεύμα των εορτασμών. Ταυτόχρονα, υιοθετεί έναν «ουδέτερο λόγο» που χωράει πρακτικά τα πάντα και στην πραγματικότητα δεν απαντάει σε κανένα από τα «καυτά» ερωτήματα για την Επανάσταση του 1821. Αυτό της επιτρέπει να ταυτίζεται φαινομενικά με επιμέρους προσεγγίσεις άλλων ρευμάτων, την ίδια στιγμή που αποδέχεται και προωθεί τις θέσεις της Επιτροπής.

Οι αμφισημίες της Ευθυμίου ξεκινούν από το ζήτημα της εθνικής συνέχειας, η οποία – όπως θα φανερωθεί και στη συνέχεια– βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης αστικής και οπορτουνιστικής αντιπαράθεσης. Η Ευθυμίου, χρησιμοποιώντας εναλλακτικά τους όρους Ελληνισμός, ελληνικά φύλα, Έλληνες, έθνος, γένος, τοποθετεί ουσιαστικά τη συγκρότηση του Ελληνισμού στο 3.000 π.Χ. (!), ταυτιζόμενη ή και ξεπερνώντας απόψεις αναφορικά με τη συνέχεια του έθνους από την αρχαιότητα έως και τις μέρες μας:

«Σύμφωνα με την πλέον παραδεδομένη μέχρι σήμερα άποψη, οι Έλληνες εμφανίζονται σταδιακά, από την τρίτη χιλιετία π.Χ. και εξής, μέσω αλλεπάλληλων καθόδων ελληνικών φύλων που ήρθαν από βόρεια και βορειοανατολικά. (...) Πάντως, το πρώτο πανελλήνιο εγχείρημα φαίνεται πως ήταν η εκστρατεία στην Τροία και ο μακρός Τρωικός Πόλεμος που την ακολούθησε. Τούτο το εγχείρημα σήμερα πιστεύεται ότι δεν ήταν απλώς μύθος, αλλά ότι είχε ιστορική βάση και ότι πρέπει να συνέβη γύρω στο 1200 π.Χ.»14

Στη συνέχεια, η Ευθυμίου, επαναλαμβάνοντας γνωστά και χιλιοειπωμένα αναφορικά με την επιβίωση του Ελληνισμού κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων και του Βυζαντίου, τοποθετεί την εμφάνιση του Νέου Ελληνισμού το 1204, δηλαδή την εποχή της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Δυτικούς σταυροφόρους.15 Και καταλήγει συνδέοντας την εθνική συνείδηση και την Επανάσταση του 1821 με την ανερχόμενη αστική τάξη:

«Η εξωστρέφεια των Ελλήνων εμπόρων και ναυτικών και η δημιουργία πολυάριθμων μικρών και μεγάλων παροικιών τόσο στην Ιταλική Χερσόνησο, τη Δυτική, Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όσο και στη Ρωσία και τη Μαύρη Θάλασσα, έπαιξαν ρόλο στην ενίσχυση και στην αναβάθμιση της παιδείας τους, αλλά και στην αυτογνωσία και την αυτοπεποίθησή τους. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι την αναγέννηση του Έθνους, την οραματίστηκαν και την επεχείρησαν, οργανώνοντας το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας τη Φιλική Εταιρία, άτομα σχετιζόμενα με τον κύκλο του εμπορίου της Μαύρης Θάλασσας και της Νότιας Ρωσίας.»16

Έτσι, η Ευθυμίου αποδέχεται και τη συνέχεια και την ασυνέχεια του έθνους, και την επανάσταση ως εθνική και την επανάσταση ως κοινωνική-ταξική, κλείνοντας το μάτι σε όλους εκτός από τις ανάγκες της επιστημονικής ιστορικής έρευνας.

Σε αυτό το σημείο, είναι απαραίτητο να δούμε ορισμένα βασικά στοιχεία αναφορικά με το έθνος, τα οποία στον έναν ή στον άλλο βαθμό επηρεάζουν και τα υπόλοιπα ρεύματα ιστοριογραφίας και σκέψης, χωρίς να εξαντλούμε το θέμα που απαιτεί βαθύτερη μελέτη, η οποία δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου και σίγουρα δεν μπορεί να χωρέσει σε γενικεύσεις και σύντομους ορισμούς-περιορισμούς.

Μεθοδολογικά το πρόβλημα ξεκινάει από την εναλλακτική παράθεση όρων με διαφορετικό περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, οι όροι γένος (βλ. Παλιγγενεσία), φυλή (ελληνικά φύλα ή ελληνική φυλή) και έθνος, που εκφράζουν μορφές κοινωνικής συμβίωσης σε διαφορετικές βαθμίδες ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας και εν τέλει σε διαφορετικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, παρατίθενται συχνά χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, σα να σήμαιναν το ίδιο και το αυτό. Ωστόσο, οι συγκεκριμένοι όροι δηλώνουν ένα πολύ διαφορετικό περιεχόμενο.

Οι φυλές και τα γένη αντιστοιχούν σε κείνη την εξαιρετικά μακρόχρονη περίοδο της κοινωνικής ανάπτυξης που προηγείται των ταξικών κοινωνιών και του πολιτισμού τους και συναντιέται στις ιστορικές μελέτες ως «φυλογενετικό σύστημα» ή «πρωτόγονη κομμουνιστική κοινω-
νία».17 Η φυλή προέκυψε από τη συνένωση των γενών που αποτέλεσαν προηγούμενη μορφή κοινωνικής συμβίωσης και χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη κοινής εδαφικής έκτασης, μια ορισμένη οικονομική κοινότητα των γενών, τη φυλετική ενδογαμία, τη φυλετική αυτοσυνείδηση κι ένα ιδιαίτερο φυλετικό όνομα. Από ένα σημείο κι έπειτα, σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίστηκε και η φυλετική αυτοδιοίκηση (συμβούλιο φυλής), μια ορισμένη φυλετική γλώσσα σε αντιπαράθεση με τις άλλες (ξένες) γλώσσες, καθώς και οι καθιερωμένες φυλετικές λατρείες και φυλετικές γιορτές, που ενισχύουν τη φυλετική ομοιογένεια και τη φυλετική αυτοσυνείδηση.

Το πέρασμα στις ταξικές κοινωνίες και τον πολιτισμό συνδέθηκε με τεράστια πρόοδο στην υλική παραγωγή της κοινωνίας. Ως αποτέλεσμα αυτής της προόδου, μεγαλύτεροι πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα σ’ ένα χώρο, δημιουργήθηκε ένα πλεόνασμα κοινωνικής παραγωγής, όπως και αντίστοιχος κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας (διαχωρισμός γεωργίας-κτηνοτροφίας, εμφάνιση βιοτεχνίας, καταμερισμός μεταξύ φυσικής και πνευματικής εργασίας), καθώς και γραπτή γλώσσα. Παράλληλα εμφανίστηκαν οι πρώτες μορφές ταξικής εξουσίας και ιεραρχίας στη βάση των νέων σχέσεων παραγωγής, κι επομένως το κράτος, το δίκαιο και οι νόμοι. Σε αυτόν τον εντελώς νέο κόσμο εμφανίστηκε μια νέα μορφή κοινωνικής συμβίωσης, η «λαότητα»18 (στη βιβλιογραφία συναντάται και ως «εθνότητα» ή «λαός»).

Η λαότητα διαμορφώθηκε με βάση τις προηγούμενες υπαρκτές μορφές, μέσα από ενώσεις φυλών που αναμιγνύονται βαθμιαία και αντικαθιστούν το προηγούμενο θεμέλιο της κοινότητας, δηλαδή τις συγγενικές σχέσεις με την κοινότητα του εδάφους, δηλαδή τις εδαφικές σχέσεις. Ως παραδείγματα διαμόρφωσης λαότητας αναφέρονται στη μαρξιστική βιβλιογραφία η αρχαία αιγυπτιακή λαότητα ή η αρχαία ελληνική και άλλες, οι οποίες όλες βρίσκονται ακριβώς σ’ εκείνες τις περιοχές που συντελείται πιο ολοκληρωμένα το πέρασμα στην ταξική κοινωνία και τον πολιτισμό.

Η λαότητα, συγκροτημένη σε μια ορισμένη βαθμίδα της κοινωνικής-οικονομικής εξέλιξης, έχει κοινά στοιχεία αφενός με το φυλογενετικό σύστημα που αποτελεί το παρελθόν της και αφετέρου με το έθνος που, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μπορεί ν’ αποτελέσει το μέλλον της. Έτσι κι αλλιώς, η κρατική ταξική οργάνωση, ειδικότερα την περίοδο της φεουδαρχίας, συνέβαλε στην παραπέρα ομογενοποίηση ήδη υπαρχουσών λαοτήτων ή στη διαμόρφωση καινούργιων.

Με αυτόν τον τρόπο, ερχόμαστε στην κεντρική έννοια-κατηγορία του έθνους, το οποίο ως μορφή κοινωνικής συμβίωσης συνιστά μια συγκεκριμένη κοινότητα ατόμων, στη διαμόρφωση της οποίας παίζουν ρόλο συνδυαστικά πολλοί παράγοντες, όπως η συμβίωση-διαμονή σε κοινό έδαφος, οι εμπορευματικές σχέσεις, η ύπαρξη ιδιαίτερης φιλολογικής-λογοτεχνικής γλώσσας, καθώς και στοιχεία πολιτιστικά, όπως η ύπαρξη ορισμένων κοινών κοινωνικοψυχολογικών στοιχείων που εκφράζονται κι εδραιώνονται ακριβώς στα ήθη, τα έθιμα, την καθημερινή κοινωνική συμπεριφορά.

Εκ πρώτης όψεως, το έθνος μοιάζει να διαφοροποιείται ελάχιστα με τη λαότητα ή και με το φυλογενετικό σύστημα, στο βαθμό που αποτελεί μια μορφή κοινωνικής συμβίωσης, οι μετέχοντες στην οποία εμφανίζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Αυτό, όπως και σε κάποιες περιπτώσεις η ιστορική συνέχεια μιας κοινής γλώσσας, είναι που επιτρέπει σε άλλους να μιλάνε για πολιτιστική συνέχεια του έθνους και σε άλλους ακόμα και για φυλετική, με την έννοια της κοινής ράτσας. Όμως, οι προηγούμενες απόψεις αντιμετωπίζουν αντιδιαλεκτικά το ζήτημα, χάνοντας το καίριο κάθε μορφής κοινωνικής συμβίωσης. Γιατί μπορεί το γένος, η φυλή, η λαότητα, το έθνος να βασίζονται εξίσου σε μια ορισμένη οικονομική κοινότητα, σ’ ένα κοινό οικονομικό πλαίσιο δραστηριοτήτων κάθε φορά, από το οποίο εκπορεύεται κι ένας αντίστοιχος πολιτισμός, αλλά ταυτόχρονα η διαφορά τους συνίσταται στο εκάστοτε συγκεκριμένο περιεχόμενο της οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής.

Με λίγα λόγια, η εμφάνιση και η επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο πλαίσιο της φεουδαρχικής εξουσίας που έτεινε στη διαμόρφωση καπιταλιστικής αγοράς οδήγησε στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης και στη μετεξέλιξη της λαότητας σε έθνος. Οι «οικονομικές σχέσεις και δεσμοί» που αντιστοιχούν στο έθνος είναι ο μεγάλος ενιαίος οικονομικός χώρος που δεν περιορίζεται από τοπικές εξουσίες, η τάση για «ελεύθερη» από κάθε προηγούμενο περιορισμό ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η αποχωρισμένη από τα μέσα παραγωγής εργατική δύναμη (αλλά ταυτόχρονα ελεύθερη από κάθε φυσικό καταναγκασμό, δηλαδή η τυπική-νομική βάση για την ψευδαίσθηση αισθήματος δικαίου), η παραγωγή με σκοπό το κέρδος κλπ.

Όταν λοιπόν οι διάφορες αστικές ιστοριογραφικές προσεγγίσεις συγχέουν τις προηγούμενες έννοιες σ’ ένα διιστορικό αφήγημα, αφενός αποκρύπτουν ότι το έθνος αποτελεί ιστορικό φαινόμενο, συνέπεια της ύπαρξης καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, και αφετέρου επιχειρούν να ισχυροποιήσουν τη νομιμοποίηση της εξουσίας τους σε μια υποτιθέμενα προαιώνια κοινωνική σχέση, όπως άλλοτε οι βασιλιάδες και οι φεουδάρχες απέδιδαν την εξουσία τους σε θεϊκή προέλευση.

Με αυτήν την έννοια, η Μαρία Ευθυμίου εξυπηρετεί τους κεντρικούς σκοπούς της Επιτροπής, ανανεώνοντας τις συγχύσεις για το έθνος. Έτσι κι αλλιώς, τόσο η επίκληση της εθνικής συνέχειας όσο και η προάσπιση της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας και των θεσμών της αποτελούν πυλώνες νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας. Γι’ αυτό και μέσα από μια προβολή του αστικού συνθήματος περί αναγκαίας εθνικής ενότητας στο παρελθόν δεν καταγράφει τις ταξικές διαφοροποιήσεις των δυνάμεων που μετείχαν στην Επανάσταση, και πολύ περισσότερο δεν εντοπίζει την ταξική υπόσταση των «εμφύλιων» συγκρούσεων. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει τα εξής:

«Στα θετικά [σ.τ.γ.: της Επανάστασης του 1821] θα κατέτασσα την ετοιμότητα των στελεχών του Έθνους, λογίων, προυχόντων, εμπόρων, καραβοκύρηδων, κληρικών, ενόπλων, να μετάσχουν σε αυτό το δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα, μέχρι την τελική έκβαση. Κυρίως, όμως, θα απέτια φόρο τιμής στη βουβή καρτερία των απλών καθημερινών ανθρώπων που άντεξαν οκτώ χρόνια σκληρού και βίαιου πολέμου, οκτώ χρόνια καταστροφών, σφαγών, δηώσεων, προκειμένου να δουν να διαμορφώνεται ένα νέο, φωτεινότερο μέλλον (...). Στα αρνητικά θα κατέτασσα την εγωιστική και κοντόθωρη προσέγγιση που χαρακτήριζε πολλές από τις εσωτερικές συγκρούσεις του Αγώνα, αυτές που στη βιβλιογραφία σχηματικά περιγράφονται ως συγκρούσεις μεταξύ “πολιτικών” και “στρατιωτικών”, αλλά και μεταξύ “αυτοχθόνων” και “ετεροχθόνων”.»19

Έτσι κι αλλιώς, η Ευθυμίου υιοθετεί το γενικό σχήμα της Επιτροπής «να κρατήσουμε αυτά που μας ενώνουν». Σύμφωνα με αυτό, οι Έλληνες μεγαλούργησαν με την εθνική ενότητα και καταστράφηκαν από την εθνική διχόνοια. Ως αποτέλεσμα, από τη γραμμικά ανοδική προσέγγιση της 200χρονης ιστορίας του ελληνικού αστικού κράτους, η Ευθυμίου εξαιρεί τις περιόδους 1830-1833 (ενδοαστική σύγκρουση), 1913-1922 (ενδοαστική σύγκρουση) και 1943-1949 (ταξική σύγκρουση).20 Αντίθετα, ως στιγμές εθνικού μεγαλείου εντοπίζει τους Βαλκανικούς Πολέμους που «μεγάλωσαν την Ελλάδα» (1912-1913), τη δεκαετία 1920-1930, τη διετία 1940-1941 (ιταλοελληνικός πόλεμος και στη συνέχεια πόλεμος των δυνάμεων του φασιστικού Άξονα απέναντι στην Ελλάδα) και, τέλος, το διάστημα 1950-1965 και την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (1952), αλλά και τη μεταπολιτευτική ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (που λαθεμένα αναφέρεται ως Ευρωπαϊκή Ένωση και προσδιορίζεται χρονικά το 1979).21

Μέσα από τις προηγούμενες αναφορές, αναδεικνύονται και οι ταξικές «προτιμήσεις» της ιστορικού. Έτσι, αναφορικά με την περίοδο 1950-1965, οι διώξεις των κομμουνιστών και άλλων ριζοσπαστών αγωνιστών δεν αναφέρονται καν, οπότε και δε «σκιάζουν» την εξιστόρηση της Ευθυμίου, που μένει μόνο στην καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη.

Οι ταξικές προτιμήσεις της ιστορικού φαίνονται όμως και στη μνημόνευση των σημαντικών προσωπικοτήτων των τελευταίων 200 χρόνων, η οποία αποτελεί μια παράθεση πολιτικών με σημαντικό ρόλο στην εγκαθίδρυση, εδραίωση και αναβάθμιση της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα, όπως οι Ι. Καποδίστριας, Αλ. Μαυροκορδάτος, Αλ. Κουμουνδούρος, Χαρ. Τρικούπης, Ελ. Βενιζέλος, Κ. Καραμανλής.22

Και φυσικά δίπλα στους πολιτικούς στέκονται και οι αστοί ευεργέτες:

«Σίνας, Βαρβάκης, Χαροκόπος, Πάντος, Αρσάκης, Βαλλιάνος, Μαρασλής, Ζάππας, Μπενάκης, Συγγρός, Τοσίτσας, Ροδοκανάκης, Αβέρωφ και τόσοι άλλοι πρόσφεραν πολλά σε πολλούς, γενόμενοι προπομποί των σύγχρονων μεγάλων ευεργετών και δωρητών, όπως είναι τα κοινωφελή ιδρύματα Νιάρχου, Ωνάση, Λασκαρίδη, Μποδοσάκη, Κωστόπουλου, Τσάκου, Λάτση, Βαρδινογιάννη, Λεβέντη και πολλά άλλα, στη σημερινή Ελλάδα.»23

Όλο το προηγούμενο πλαίσιο είναι ίδιο με αυτό που προωθεί η Επιτροπή «Ελλάδα 202»1, όπως εκφράστηκε και από τα έδρανα της Βουλής24, και δεν περιορίζεται στα ιστορικά γεγονότα της Επανάστασης, αλλά προεκτείνεται και στην εξιστόρηση των επιτευγμάτων της αστικής Ελλάδας. Αντίστοιχα, η Ευθυμίου, μέσα από μια παραληρηματική ιστορικά αναφορά που συνδυάζει στοιχεία από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 μέχρι τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου και από τον Παπανικολάου έως τον Σεφέρη, καταλήγει στη σημασία της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης που σημειώθηκε όλα αυτά τα χρόνια:

«...παρόλη την οικονομική κρίση που την μαστίζει [σ.τ.γ.: την Ελλάδα] από το 2010, σύμφωνα με τις μετρήσεις του ΟΗΕ σε σχέση με το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν των 193 χωρών της Γης για το έτος 2016, με το Μονακό στην πρώτη θέση, η Ελλάδα βρισκόταν στην 43η θέση, η Τουρκία στην 61η, η Ρωσία στην 70ή, η Κίνα στην 74η.»25

Εδώ φυσικά δε σημειώνεται ποιο κομμάτι του παραγόμενου πλούτου καρπώνονται οι παραγωγοί του. Άλλωστε, οι παραγωγοί του πλούτου και οι ήρωές τους βρίσκονται στο περιθώριο της εξιστόρησης της 200χρονης ιστορίας του αστικού κράτους. Δεν είναι όμως το μόνο άξιο προσοχής. Εξίσου σημαντική είναι η ατυχής σύγκριση της Ελλάδας με αντίπαλα αστικά κράτη (Τουρκία) και με αντίπαλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Ρωσία και Κίνα), η οποία δηλώνει και την αποδοχή των προτεραιοτήτων εξωτερικής πολιτικής του αστικού κράτους, που εκφράζεται και μέσα από διιστορικά σχήματα:

«Κεφαλαιώδους σημασίας κληρονομιά της Επανάστασης του 1821 που μας καθορίζει μέχρι σήμερα είναι η απόφασή της να συνδέσει τη ζωή και τη μοίρα της με τη Δύση και όχι με “το ξανθόν γένος”, την αγαπητή στο μέσο Έλληνα Ρωσία...»26

«Αυτή –η Αγγλία– βοήθησε στρατιωτικά τους Έλληνες κατά τη διάρκεια της γερμανικής επίθεσης και κατοχής το 1941-1944, ενώ η ίδια δύναμη, καθώς και οι ΗΠΑ, ενεπλάκησαν στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο του 1946-1949, που έληξε με ήττα των κομμουνιστών και ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, το 1952.

Από αυτές –τις ΗΠΑ– ενισχύθηκε η Ελλάδα ποικιλοτρόπως, μέσω του σχεδίου Μάρσαλ, για την ανάκαμψη της οικονομίας της μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μια Ελλάδα που είναι, από το 1979, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μια συνεχώς ωριμάζουσα και ανατοποθετούμενη σχέση, με αποτέλεσμα τη μεταμόρφωση του ελληνικού κοινωνικού, πολιτισμικού και οικονομικού τοπίου κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία.»27

 

Β. ΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΤΗΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Σε παραπλήσια κατεύθυνση, αλλά με επιμέρους διαφοροποιήσεις κινείται μια ομάδα ιστορικών γύρω από τον Θάνο Βερέμη (επίσης μέλος της Επιτροπής), καθώς και οι εκδόσεις Μεταίχμιο, οι οποίες έχουν προχωρήσει σε πλούσια εκδοτική δραστηριότητα. Ουσιαστικά, η δεύτερη κατεύθυνση συμφωνεί με την πρώτη, τονίζοντας παράλληλα ακόμη περισσότερο τα αστικά και φιλελεύθερα χαρακτηριστικά της Επανάστασης και διαφοροποιούμενη στο ζήτημα της συμβολής της Εκκλησίας στην Επανάσταση και στην προσέγγιση του εθνικού ζητήματος.

Η πιο σημαντική διαφοροποίηση αυτής της προσέγγισης αφορά το ρόλο της Εκκλησίας στην Επανάσταση. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Βερέμης:

«Τμήμα του οθωμανικού καθεστώτος αποτέλεσε και η Εκκλησία των Ελλήνων, οι επίσκοποι, οι μητροπολίτες και το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι ορθόδοξοι ιεράρχες στις ιστορικές περιοχές του ελληνικού κόσμου ταυτίζονταν με το καθεστώς του Οθωμανού κυρίαρχου –ήταν αξιωματούχοι των ορθόδοξων χριστιανών και ηγέτες στις μητροπολιτικές επαρχίες τους, αλλά συγχρόνως και επίσημα αναγνωρισμένοι αξιωματούχοι της Υψηλής Πύλης.

Η ελληνική εθνική ιστοριογραφία αντιμετώπισε αυτό το ζήτημα με κάποια αμηχανία. Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, η “κιβωτός” του ελληνικού γένους στους αιώνες της κατάκτησης, για ποιο λόγο συνεργάστηκε με τον αλλόθρησκο κυρίαρχο; Η Εκκλησία της Ελλάδας, πλάσμα και αυτή του έθνους-κράτους, δεν υστέρησε στον εξωραϊσμό του ελληνικού παρελθόντος.»28

Όμως, η τοποθέτηση αναφορικά με τη συνέχεια ή μη του έθνους είναι επίσης αμφίσημη, αν και δέχεται περισσότερο πλευρές της κοσμοπολίτικης ανάλυσης σε σχέση με την Επιτροπή. Έτσι, από τη μια, στο προαναφερθέν βιβλίο, αντιοθωμανικά κινήματα όπως του Μητροπολίτη Διονυσίου Β΄ (αρχές 17ου αιώνα), του επονομαζόμενου «Φιλοσόφου» κατά τους φίλους και «Σκυλοσόφου» κατά τους εχθρούς, αποδίδονται ως ελληνικά29 και από την άλλη το έθνος, υπό την επιρροή του Benedict Anderson30, παρουσιάζεται ως «φαντασιακή» κοινότητα:

«Η ταυτότητα διαμορφώνεται σε όλο το διάστημα του Αγώνα και αποκτά διαρκώς νέα χαρακτηριστικά, από την αλληλεγγύη της φατρίας ως τη φαντασιακή κοινότητα του έθνους που μοιράζεται την ίδια πολιτισμική παράδοση...»31

Από την άλλη πλευρά, ο ενταγμένος στο ίδιο ιστοριογραφικό ρεύμα Στέφανος Καβαλλιεράκης επιλέγει ν’ αντιμετωπίσει άρρητα το έθνος ως προϊόν της εποχής της Επανάστασης, αφού τονίζει ότι:

«Μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις που επέφερε η πορεία προς το 1821 είναι αναμφισβήτητα η “εθνική κινητοποίηση” και η διαμόρφωση μιας “εθνικής συνείδησης” σ’ έναν κόσμο που έχει περάσει ήδη από την κυριαρχία τριών αυτοκρατοριών και σε μια περιοχή, αυτή των Βαλκανίων, που έχει παραμείνει χωρίς εθνικές συγκρούσεις για αιώνες.»32

Αντίθετα, αμφίσημο είναι κι ένα σχετικά παλιότερο συλλογικό έργο του ίδιου ρεύματος:

«...η θρησκευτική κοινότητα των Ρωμιών (χριστιανοί ορθόδοξοι) ή Rum Millet, την οποία αναγνώριζαν οι Οθωμανοί ως κατηγορία ανάμεσα στους υπηκόους τους, δε διέκρινε διαφορές ανάμεσα σε Ρουμάνους, Βούλγαρους, Σέρβους, Αλβανούς και Έλληνες χριστιανούς ορθόδοξους. (...) Στους τελευταίους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πριν από τις εθνικές αφυπνίσεις των λαών, οι Βαλκάνιοι ανακάλυψαν μια κοινότητα συνειδήσεων, η οποία εκφραζόταν με την αρχαιότερη χριστιανική παράδοση, που ήταν βέβαια ελληνόγλωσση. Η άνθηση της ελληνικής εκπαίδευσης στις εμπορικές ιδιαίτερα τάξεις προκάλεσε μεγάλες εθνοτικές ωσμώσεις κατά το βαλκανικό 18ο αιώνα. Βλάχοι του Διαφωτισμού, όπως ο Ρήγας Βελεστινλής ή ο Δανιήλ από τη Μοσχόπολη, βιάζονται να κάνουν όλους τους Βαλκάνιους μετόχους ενός μεγάλου ελληνικού πολιτισμού που δεν ανήκε ακόμα σε κανένα κράτος.»33

Στο παραπάνω απόσπασμα, ο όρος εθνική αφύπνιση, που αποτελεί κεντρικό κομμάτι της λογικής της τρισχιλιετούς παρουσίας του Ελληνισμού, είναι εμφανές ότι χρησιμοποιείται εξισορροπητικά, μια και η αφύπνιση δηλώνει το ξύπνημα της συνείδησης ενός έθνους που προϋπάρχει σε λήθαργο, κάτι όμως που αμφισβητείται στο υπόλοιπο απόσπασμα.

Οι προσεκτικές διατυπώσεις, οι αντιφατικές τοποθετήσεις και οι διφορούμενες εκφράσεις είναι αποτέλεσμα και των κομματικών προτιμήσεων των συγγραφέων, στο βαθμό που οι περισσότεροι σε αυτήν τη φάση στηρίζουν τη ΝΔ και δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν το κομματικό της κοινό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λεγόμενη «Ομάδα Αλήθειας» (προπαγανδιστικός μηχανισμός της Νέας Δημοκρατίας) κατηγορούσε πρόσφατα τον καθηγητή Αντώνη Λιάκο (Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης ΣΥΡΙΖΑ) ότι δεν αποδέχεται την ιδέα της εθνικής παλιγγενεσίας34, όπως και ότι πολλά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας προβάλλουν την αντίληψη της συνέχειας του έθνους, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.

Ωστόσο, θα ήταν τουλάχιστον αφελές να πιστέψουμε ότι οι κομματικές προτιμήσεις αποτελούν τη μοναδική μήτρα των (εν πολλοίς σκόπιμων) αντιφάσεων των προηγούμενων επεξεργασιών. Εξάλλου, κάτι τέτοιο δε θα δικαιολογούσε τη στάση των ίδιων απέναντι στην Εκκλησία. Σημαντικό ρόλο, αναμφίβολα, διαδραματίζει και μια εγγενής αντίφαση της καπιταλιστικής εξουσίας. Η καπιταλιστική εξουσία, αν και ταξική, οφείλει, όπως ήδη αναφέραμε, ανά πάσα στιγμή να παρουσιάζεται και να νομιμοποιείται ως εθνική.

Για τον ίδιο λόγο οι εκπρόσωποι του συγκεκριμένου ιστοριογραφικού ρεύματος, αν και εμφανώς μιλάνε για την περίοδο της επαναστατικής ανόδου της αστικής τάξης, δεν κάνουν πουθενά λόγο για καπιταλισμό, καπιταλιστές ή καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Χαρακτηριστικά, στο κατά τα άλλα αξιόλογο προαναφερθέν σύγγραμμα του Καβαλλιεράκη, η επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η εμφάνιση της αστικής τάξης κρύβεται κάτω από εκφράσεις όπως εμπόριο με τη Δύση, άνοδος της οικονομικής δύναμης των εμπόρων, των καραβοκυραίων κλπ. Ο όρος αστική τάξη αναφέρεται μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού φορές, ενώ οι όροι καπιταλισμός και καπιταλιστικό κράτος απουσιάζουν εντελώς.

Όμως, η μη ιστορικοποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας, δηλαδή η μη ένταξή της σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και πολύ περισσότερο η παρουσίαση της διαμάχης ανάμεσα στην ανερχόμενη αστική τάξη και τη φεουδαρχική εξουσία ως πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις του νεωτερισμού και τις παραδοσιακές κοινωνικές δυνάμεις υποβιβάζει σε τελική ανάλυση τις αστικές επαναστάσεις σε μια αντιπαράθεση στον κόσμο των ιδεών, ανεξάρτητη από τις κοσμογονικές εξελίξεις που δρομολογούνταν στην ίδια την παραγωγική διαδικασία. Επίσης, παρουσιάζει τον καπιταλισμό ως μια έλλογη εξουσία που επικράτησε ενάντια στις σκοταδιστικές δυνάμεις, η οποία ως μη ιστορική μπορεί να είναι και αιώνια.

Φυσικά, τα συγκεκριμένα επιχειρήματα δεν προέρχονται μόνο από τους ιστοριογράφους της συγκεκριμένης ομάδας. Βρίσκουν απήχηση και σε άλλους πανεπιστημιακούς. Για παράδειγμα, ο Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος (πρώην υπέρμαχος του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, νυν υποστηρικτής της κυβέρνησης Μητσοτάκη και διαχρονικά απολογητής της αστικής εξουσίας) επιχειρεί ν’ αποσυνδέσει τα σύγχρονα έθνη-κράτη από την εμφάνιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και γι’ αυτό επιχειρεί ν’ αναδείξει την ύπαρξη εθνικών κρατών πολύ πριν την περίοδο εμφάνισης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής:

«Στα “παλαιά” εθνικά κράτη, η εθνική ολοκλήρωση έγινε σταδιακά σε διάστημα αιώνων από διαδοχικούς ηγέτες που φιλοδόξησαν να γίνουν βασιλείς ανεξάρτητοι και κυρίαρχοι. Όπως γράφει ο Hans Kohn στο πρωτοπόρο έργο του: “Μόνο η ανάδυση μιας κεντρικής βασιλικής εξουσίας μπορούσε να σταματήσει τους φονικούς εμφύλιους πολέμους και να οικοδομήσει ή να ενώσει το μελλοντικό έθνος.” (...) Στη μακρόσυρτη αυτή διαδικασία, ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα “πρώην τοπικισμοί προάγονται σε εθνικισμούς”, όπως παρατηρεί ο κορυφαίος Πορτογάλος ιστορικός [σ.τ.γ.: Πρόκειται για τον Oliveira Marques]. Η εμβληματική περίπτωση της Πορτογαλίας δείχνει πως ένα υποτελές φέουδο ξεκίνησε ως κομητεία και κατέληξε ανεξάρτητο βασίλειο, με τελεσίδικη αναγνώριση από τον Πάπα το 1179.»35

Μάλιστα, ο Μαυρογορδάτος επαναλαμβάνει και το επιχείρημα του Τοκβίλ ότι η εθνική ενότητα των Γάλλων δε διαμορφώθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά νωρίτερα, στη διάρκεια του καθεστώτος της απολυταρχίας.

Στην πραγματικότητα, για να επιβεβαιώσει το σκεπτικό του, μπερδεύει 
τον ύστερο Μεσαίωνα (14ος-15ος αιώνας), στον οποίο αναφέρεται ο Marques, την εποχή της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης (16ος-17ος αιώνας), στην οποία αναφέρεται στο απόσπασμα ο Kahn36, και τέλος την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας στη Γαλλία (15ος αιώνας - 1789), για να μας γυρίσει στο 1179! Έτσι, όλα όσα αναφέρουν οι συγγραφείς που παραθέτει είναι σωστά, αλλά όσα υποστηρίζει ο ίδιος είναι λάθος.

Ο Φρίντριχ Ένγκελς αρκετά χρόνια πριν αντιμετώπισε τη Μεταρρύθμιση ως ένδειξη των ταξικών συγκρούσεων στους κόλπους της φεουδαρχικής κοινωνίας:

«Και οι λεγόμενοι θρησκευτικοί πόλεμοι [σ.τ.γ.: Στη Γερμανία] του δεκάτου έκτου αιώνα αφορούσαν πολύ θετικά υλικά συμφέροντα και αυτοί οι πόλεμοι ήταν ταξικοί αγώνες, όπως ακριβώς οι κατοπινές εσωτερικές συγκρούσεις στην Αγγλία και στη Γαλλία. Αν αυτοί οι ταξικοί αγώνες είχαν τότε θρησκευτικά συνθήματα, αν τα συμφέροντα, οι ανάγκες και οι διεκδικήσεις των μεμονωμένων τάξεων καλύπτονταν κάτω από το θρησκευτικό μανδύα, αυτό κατά τίποτε δεν αλλάζει την υπόθεση κι εξηγείται εύκολα από τις περιστάσεις της εποχής.»37

Μάλιστα, ο ίδιος θεωρούσε ότι η επικράτηση της συγκεντρωτικής μοναρχίας έναντι των τοπικών φεουδαρχών στη Δυτική Ευρώπη αποτέλεσε το πρόπλασμα για τη συγκρότηση πολιτικής εξουσίας στη βάση της ενιαίας εθνικής αγοράς, γεγονός που αντικειμενικά συνέβαλε στην ισχυροποίηση της αστικής τάξης και στην ενίσχυση της συνοχής της:

«Είναι ολοφάνερο ότι μέσα σε αυτό το γενικό μπέρδεμα η βασιλεία αποτέλεσε το προοδευτικό στοιχείο. Αντιπροσώπευε την τάξη μέσα στην αταξία, το οργανωμένο έθνος έναντι του κατακερματισμού σε απείθαρχα βασιλικά κράτη.»38

Φυσικά όλα τα προηγούμενα δε σημαίνουν ότι ο Μαυρογορδάτος ενδιαφέρεται ν’ αποδείξει μια κάποια ιστορική συνέχεια του έθνους. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι ν’ αποσυνδέσει την καπιταλιστική εξουσία από την υλική της βάση και να την συνδέσει με πνευματικές (ιδεαλιστικές) αντιπαραθέσεις. Αυτό αποδεικνύει και η εκτίμησή του για τον τρόπο που διαμορφώθηκε η αστική εξουσία στη μετεπαναστατική Ελλάδα:

«Από την έναρξη του Αγώνα, έγινε αμέσως φανερή η επείγουσα ανάγκη να εξασφαλιστεί από τη Δύση όχι μόνο παντοειδής βοήθεια από ιδιώτες Φιλέλληνες, αλλά και κρατική υποστήριξη από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Χρειαζόταν για το σκοπό αυτό να επενδυθεί η εξέγερση με “ευρωπαϊκό” ένδυμα –ιδεολογικό και θεσμικό– και να μιλήσει με “ευρωπαϊκό” πολιτικό λόγο. Απέκτησαν έτσι πρωταγωνιστικό ρόλο όσοι διέθεταν τη σχετική μόρφωση και “τεχνογνωσία”, όπως κατεξοχήν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και άλλοι “ετερόχθονες”, μολονότι δεν είχαν ούτε περιουσία, ούτε άλλες δικές τους πηγές προσωπικής ισχύος στις επαναστατημένες περιοχές. (...) Το “ευρωπαϊκό” όραμά τους για το αναδυόμενο νέο ελληνικό κράτος είχε συνοψιστεί σε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του: Το συνταγματικό και φιλελεύθερο κράτος με αντιπροσωπευτικό σύστημα και εγγύηση των ατομικών δικαιωμάτων, κράτος δικαίου με γραφειοκρατική οργάνωση δυτικού τύπου και με τακτικό στρατό.»39

Η συγκεκριμένη εικόνα μιας φιλελεύθερης ιδεολογίας και ενός αστικού οράματος για το κράτος που έρχεται απ’ έξω για να επικρατήσει –ανεξάρτητα από τις διεργασίες που συντελούνταν στα επαναστατημένα εδάφη, ανεξάρτητα από την εμφάνιση της αστικής τάξης είτε στο πρόσωπο των εμπόρων και των πλοιοκτητών είτε στο πρόσωπο των αστοποιημένων στρωμάτων της παλιάς (φεουδαρχικής) κοινωνίας (κοτζαμπάσηδες) και τελικά ανεξάρτητα από την επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη διάβρωση της τελευταίας– αποτελεί κοινό τόπο για τις επεξεργασίες του συγκεκριμένου ρεύματος.

Με αυτήν την έννοια, ακόμα και όταν ορισμένοι εκπρόσωποι του ρεύματος καταγράφουν τη διόγκωση του εμπορίου, την οικονομική ανάπτυξη κλπ., αντιμετωπίζουν αυτές τις διεργασίες ως μια ποσοτική μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας και όχι ως μια ποιοτική (ταξική μεταβολή), η οποία ξεκινάει από τις συγκεκριμένες ταξικές αντιθέσεις και καταλήγει σε συγκεκριμένες ταξικές συγκρούσεις. Όμως, με αυτόν τον τρόπο αποσπάται η ανάπτυξη της αστικής διανόησης από την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και κατά συνέπεια παρουσιάζεται να επικρατεί ενάντια στην κοινωνική-ταξική διάρθρωση της εποχής της.

Σε παρόμοιο πλαίσιο, ένας σοσιαλδημοκράτης σημείωνε παλιότερα:

«Η συγκρότηση ενός σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα περιλάμβανε την εισαγωγή στη χώρα δυτικών, φιλελεύθερων, πολιτικών θεσμών (π.χ., συνταγματισμός, κράτος δικαίου, γραφειοκρατική διοίκηση, τακτικός στρατός) και την εμφύτευσή τους σε παραδοσιακές προκαπιταλιστικές δομές, που ουσιαστικά ήταν προϊόν της μακράς βυζαντινής (Εκκλησία και δίκαιο) και οθωμανικής (κράτος) κληρονομιάς.»40

Το συγκεκριμένο σχήμα αναπαράγεται και από οπορτουνιστές ιστοριογράφους, όπως ο Χρήστος Λούκος, που σημειώνει:

«Το πολίτευμα και η μορφή διακυβέρνησης που καθιερώθηκαν από τις εθνοσυνελεύσεις του Αγώνα με βάση τα δυτικά πρότυπα μπορεί να ήταν ασυμβίβαστα με την κοινωνική πραγματικότητα των ελεύθερων περιοχών (αγροτικών στο μέγιστο βαθμό), μπορεί να δυσχέραιναν την αντιμετώπιση των έκτακτων προβλημάτων μιας ένοπλης σύρραξης, ήταν όμως έκφραση των πεποιθήσεων του συνόλου σχεδόν της επαναστατικής ηγεσίας και ασφαλώς πολλών από τους ενόπλους μαχητές, και αποτελούν μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις της Επανάστασης, αφού προσδιόρισε, με το φιλελεύθερο περιεχόμενό της, άμεσα τις μετέπειτα πολιτειακές και πολιτικές εξελίξεις στο ελληνικό κράτος.»41

Αφήνουμε κατά μέρος την εμφανή αντίφαση του προηγούμενου αποσπάσματος, στο βαθμό που από τη μια πλευρά οι νέοι θεσμοί συναντούν την αποδοχή της ηγεσίας της Επανάστασης και πολλών ενόπλων και από την άλλη πλευρά δεν αντιστοιχούν στις συνθήκες των περιοχών, μέσα από τις οποίες ξεπήδησε η ηγεσία της Επανάστασης και οι μαχητές της. Το σημαντικότερο που υφέρπει κάτω από τη φαινομενική αντίφαση ανάμεσα στο πολιτειακό καθεστώς και την πραγματικότητα της Ελλάδας είναι η υπόδειξη μιας αναντιστοιχίας που οδήγησε σε αδυναμία μετάβασης στο μοντέρνο καπιταλιστικό κόσμο.

Ένα παρόμοιο σχήμα υιοθετεί και το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Θεοτοκάς:

«Είναι οι στοχαστές, οι λόγιοι, οι συνωμότες, οι έμποροι και οι σπουδαγμένοι που ανανεώνουν με νέα ρηξικέλευθα νοήματα το “ποθούμενο”. Η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση, οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι και τα μηνύματα από την ταραγμένη Ευρώπη, οι δημοκρατικές ιδέες που περνούν στεριές και θάλασσες, όσα συμβαίνουν στις παλιές βενετικές κτήσεις αποσπούν το “ποθούμενο” από την αποκλειστική αρμοδιότητα του Θεού. (...) Μέσα στην Επανάσταση, οι ίδιοι οι φορείς των παραδοσιακών εξουσιών, αλλά και εκείνοι της πρωτόγονης επανάστασης πολέμησαν να χαλάσουν τον παλιό κόσμο, στον οποίο εδραζόταν η εξουσία τους. (...) Η προσαρμογή στις νέες πραγματικότητες κράτησε πολλές δεκαετίες για τις κοινωνίες που περιλήφθηκαν στο ελληνικό βασίλειο.»42

Καμιά αναφορά λοιπόν στο γιατί οι παραδοσιακές δυνάμεις αποφασίζουν ιστορικά ανορθολογικά να επαναστατήσουν ενάντια στην εξουσία τους και πολύ περισσότερο αποδέχτηκαν τα από τα έξω επαναστατικά αστικά ρεύματα. Καμιά αναφορά στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Μόνο αναφορά στη δυσκολία προσαρμογής «στις νέες πραγματικότητες».

Σε παρόμοια γραμμή κινείται και το άρθρο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, 
Αλ. Τσίπρα:

«Γνωρίζουμε πως η Ελληνική Επανάσταση δεν ξέσπασε ξαφνικά, σε ιδεολογικό κενό. Όπως και η Γαλλική Επανάσταση που προηγήθηκε, υπήρξε το αποτέλεσμα μακροχρόνιων ζυμώσεων και συγκρούσεων στη σφαίρα του πολιτισμού και της διανόησης, στο χώρο των ιδεών. Ανάμεσα στο 1770 και στο 1821, οι ιδέες του Διαφωτισμού που θριάμβευαν στο Παρίσι έφτασαν ως τα μέρη μας και αμφισβήτησαν την απόλυτη μέχρι τότε κυριαρχία της θεοκρατικής σκέψης, της δεισιδαιμονίας και του σκοταδισμού.»43

Ουσιαστικά, μέσα στο πλαίσιο μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ από οπορτουνιστικό σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, οι περισσότεροι ιστορικοί που εντάσσονται σε αυτόν εγκαταλείπουν τις εναπομείνασες επιβιώσεις της ταξικής ανάλυσης της Ιστορίας κι εντάσσονται στο σχήμα νεωτερικότητα εναντίον σκοταδισμού. Μέσα από αυτό το σχήμα επιδιώκουν να παρουσιαστούν ως γνήσιοι εκπρόσωποι ή και συνεχιστές του πολιτικού φιλελευθερισμού εναντίον του σύγχρονου σκοταδισμού, που αποδίδουν στη Νέα Δημοκρατία ή τουλάχιστον σε μερίδα της.

Συμπερασματικά, το σύνολο των επεξεργασιών του συγκεκριμένου ρεύματος, ανεξάρτητα από πολιτική θέση, υποδεικνύει ένα «χάσμα» ανάμεσα στις απόψεις των επαναστατών και την πραγματικότητα της μετεπαναστατικής Ελλάδας κι επιχειρεί να το γεφυρώσει πολιτικά με προβολές στο σήμερα, άλλοτε επικαλούμενο την ανάγκη συνέχειας της φιλελεύθερης παράδοσης (Βερέμης), άλλοτε την αναγκαιότητα της οριστικής νίκης των δυνάμεων του Διαφωτισμού –ή του εκσυγχρονισμού για όποιον το προτιμάει– έναντι αυτών της παράδοσης (Διαμαντούρος), και άλλοτε με τη συμβολή των δυνάμεων της προόδου έναντι αυτών της συντήρησης (Θεοτοκάς). Μόνο που οι διάφορες γέφυρες παραμένουν πάντα εντός της καπιταλιστικής εξουσίας, όταν το πρόβλημα των εργατικών-λαϊκών μαζών είναι αυτή η ίδια η καπιταλιστική εξουσία.

 

Γ. ΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Μια τρίτη κατεύθυνση συγκροτείται στη βάση της αποδοχής της ιστορικής συνέχειας του Ελληνικού Έθνους και της άρνησης του κοινωνικού-ταξικού χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821. Σύμφωνα με αυτήν την ανάγνωση, το ελληνικό έθνος διατηρεί τη συνέχειά του από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα και δε συμφιλιώθηκε ποτέ με την οθωμανική κυριαρχία. Βάσεις στήριξης των συγκεκριμένων θέσεων είναι η διιστορική παράθεση πηγών με αναφορές στον όρο Έλληνας και στον όρο ελληνικός από τον Θουκυδίδη μέχρι σήμερα, η ιστορική συνέχεια της ελληνικής γραμματείας, οι αντιλήψεις της Αρβελέρ περί εξελληνισμένου Βυζαντίου44, αλλά και οι εξεγέρσεις των υπόδουλων στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας.

Αναφορικά με την ύπαρξη των όρων στην Ιστορία απαντήσαμε νωρίτερα, όπως και για το ζήτημα του τι θα μπορούσε να σημαίνει Ελληνισμός μέσα στο πλαίσιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σχετικά τώρα με τις αναφερόμενες εξεγέρσεις, αυτές ερμηνεύονται μέσα από διιστορικά σχήματα που δεν ενδιαφέρονται για τη διαδοχή των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών και γι’ αυτό δεν μπορούν να μας τροφοδοτήσουν με ιστορικά συμπεράσματα.

Με άλλα λόγια, οι οπαδοί της εθνικής συνέχειας θεωρούν πως κάθε εξέγερση απέναντι στην οθωμανική εξουσία αποτελούσε συνέπεια της υπάρχουσας εθνικής υπόστασης και συνείδησης, ενώ τα ιστορικά γεγονότα της εποχής δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Καταρχάς, η αντίδραση των ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών στην εξάπλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μηδαμινή (οργανωμένη αντίσταση υπήρξε μόνο στην Εύβοια) τους δύο πρώτους αιώνες. Στη συνέχεια, υπήρξαν περιπτώσεις (όπως της Κρήτης) που οι τοπικοί ελληνόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί ενώθηκαν με τους Ενετούς εναντίον των Οθωμανών (1646) και άλλες όπου συμμάχησαν με τους Οθωμανούς εναντίον των Ενετών (Πελοπόννησος, 1715).

Με αυτήν την έννοια, το σημαντικότερο είναι ότι οι εξεγέρσεις δεν έθεταν πλαίσιο πέραν της φεουδαρχικής εξουσίας και σίγουρα δεν επιζητούσαν την εθνική ανεξαρτησία, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί της εθνικής συνέχειας.

Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη ανάγνωση βρίσκει μικρή στήριξη στους ακαδημαϊκούς κύκλους και, όταν αυτό γίνεται, αφορά κυρίως την πολιτική φιλοσοφία και δευτερευόντως ή καθόλου την Ιστορία, ενώ ταυτίζεται με τις πλέον σκοταδιστικές απόψεις. Ο ομότιμος καθηγητής Χρήστος Γιανναράς αποτελεί μία από αυτές τις περιπτώσεις, που αποδέχεται από την αντίστροφη πλευρά το σχήμα των «δυτικών» ιδεών που επικράτησαν ενάντια στη θέληση των επαναστατών:

«Οι επαναστάτες του 1821 μοιάζει να ήξεραν πολύ καλά ποιοι είναι και τι θέλουν: Ήταν πολίτες-οπλίτες του “μαρμαρωμένου βασιλιά”, στόχο είχαν να ξαναπάρουνε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά. Ο Ελληνισμός για τους τότε Έλληνες δεν ήταν “εθνικότητα”, ήταν άλλος πολιτισμός, ριζικά άσχετος με το νομικισμό του θρησκειοποιημένου Χριστιανισμού της Δύσης και την παιδαριώδη μεταφυσική του Ισλάμ. Το πώς διολισθήσαμε οι νεωτερικοί Ελληνώνυμοι από την εμπειρία της πολιτισμικής διαφοράς στα αφελή ιδεολογήματα του εθνικισμού και από την εκκλησιαστική εόρτια κοινωνία στον ηθικισμό και νομικισμό του Αυγουστίνου και του Ακινάτη, ήταν το μεθόδευμα, εκπληκτικό και δόλιο, των “Μεγάλων Δυνάμεων” της Ευρώπης.»45

Μέσα από αυτήν την προσέγγιση, ο Γιανναράς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ήταν προτιμότερη η περίοδος πριν την Επανάσταση, από αυτή που την ακολούθησε:

«Κάποτε ο Έλληνας φτωχός, σκλάβος, υπόδουλος και λοιπά ήταν άρχοντας και από τη στιγμή που ελευθερώθηκε υποτίθεται και θέλησε να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι, είναι συνεχώς τελευταίος.»46

Αυτή η αναπαραγωγή του παραδοσιακού «αντιδιαφωτιστικού» εκκλησιαστικού λόγου βρίσκει υποστηρικτές ανάμεσα και σε παλιούς οπαδούς του ΠΑΣΟΚ, ειδικότερα σ’ εκείνη τη μερίδα, στις αναλύσεις της οποίας ξεχώριζε η αντίληψη της μακρόχρονης εθνικής υποτέλειας της Ελλάδας και το αίτημα περί εθνικής ανεξαρτησίας. Χαρακτηριστικές είναι οι αντιλήψεις του πρώην πρύτανη Γιώργου Κοντογιώργη, όπως παρουσιάστηκαν σ’ ένα βιβλίο που χαρακτηρίζεται από την απουσία οποιασδήποτε αρχειακής τεκμηρίωσης και βιβλιογραφικής παραπομπής, αλλά όχι και από έλλειψη σκοταδιστικής εφευρετικότητας.

Σύμφωνα με το ανιστορικό σχήμα του Κοντογιώργη, οι Έλληνες οικοδόμησαν στην αρχαιότητα ένα «οικουμενικό κοσμοσύστημα»47, χαρακτηριστικό στοιχείο του οποίου υπήρξε μια ανώτερη μορφή ελευθερίας και δημοκρατίας από τη σύγχρονη δυτική. Το κοσμοσύστημα αυτό μπόρεσε να διατηρηθεί στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του Βυζαντίου, αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:

«Η οθωμανική εξουσία δε διοικεί το κοινό, δεν προνοεί για το κοινωνικοπολιτικό του σύστημα, δεν επεμβαίνει στα εσωτερικά του παρά μόνο εάν της ζητηθεί να διαιτητεύσει ή για να αποκαταστήσει την έννομη τάξη. (…) Η Εκκλησία αποτέλεσε θεσμό της δημοκρατικής πολιτείας στην οποία υπήγοντο οι κληρικοί (…) η δημοκρατία όχι μόνο δεν καταλύθηκε με τη μετάβαση στην οικουμένη, τον 4ο αιώνα, αλλά η οθωμανική της περίοδος εμφανίζει εξαιρετικές όσο και ομοθετικές αναλογίες με εκείνη των κρατοκεντρικών κλασικών χρόνων.»48

Είναι φανερό ότι στις προηγούμενες τοποθετήσεις του ο Κοντογιώργης μπερδεύει την αρχαία ελληνική δουλοκτητική δημοκρατία, τη μεσαιωνική δημοκρατία και, τέλος, το οθωμανικό κοινοτικό σύστημα, προκειμένου ν’ αποδείξει τους ισχυρισμούς του. Ανάλογη πορεία μπερδέματος ακολουθεί και η έννοια του έθνους. Φυσικά, με αυτόν τον τρόπο δεν καταπιάνεται καθόλου με το γεγονός ότι κάθε μορφή δημοκρατίας στο πλαίσιο μιας ταξικής κοινωνίας είναι τυπική, αφορά μόνο την κυρίαρχη τάξη. Όμως, το πλέον παράδοξο είναι ότι χρησιμοποιεί αυτές τις «δημοκρατίες» των παρελθόντων κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών προκειμένου ν’ αμφισβητήσει την ανωτερότητα του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού απέναντί τους:

«...η δημιουργία του ελλαδικού απολυταρχικού κράτους το 1832, και μάλιστα ως θνησιγενούς προτεκτοράτου, σήμανε την ολοκληρωτική αποτυχία της ελληνικής επανάστασης και την εγκαινίαση μιας θανάσιμης αντιμαχίας με τον ελληνισμό, ο οποίος βίωνε αδιάκοπα, από την αρχαιότητα ως τότε, το ανθρωποκεντρικό γινόμενο της ελευθερίας [κοσμοσύστημα], και μάλιστα στη φάση της οικουμένης.»49

Ανάμεσα στα άλλα, οι απόψεις του Κοντογιώργη αποδεικνύουν το ότι ο αταξικός λόγος της σοσιαλδημοκρατίας περί δημοκρατίας και σοσιαλισμού και ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μπολιασμένος μάλιστα με τις ανάλογες δόσεις αστικού εθνικισμού, δεν είναι ασύμβατος με τη διατύπωση αντιορθολογικών απόψεων.

Κι ενώ θα ήταν αναμενόμενο κάποιος να περίμενε ότι τέτοιες απόψεις θα αποκλείονταν συλλήβδην από τους λεγόμενους «αριστερούς» (στην πραγματικότητα οπορτουνιστές), ο Κοντογιώργης, εξαιτίας της πολιτικής συγγένειας, φιλοξενείται στις εφημερίδες τους.50

Εξάλλου, στο ίδιο πλαίσιο πολιτικού καιροσκοπισμού, άλλη εφημερίδα που στηρίζει το ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να δημοσιοποιήσει το κείμενο ενός μοναχού που υπηρετεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, προσπαθώντας να παρουσιάσει τον πατροπαράδοτο σκοταδισμό ως σύγχρονο αιρετικό (υπονοώντας αντισυστημικό) λόγο:

«… οι επαναστάτες το μόνο που επέτυχαν ήταν να διώξουν τους Φράγκους βασιλείς τους και να τους αντικαταστήσουν με τα μέλη των διάφορων “λεσχών”. Τίποτε άλλο δεν άλλαξε. Αντί να ευτυχήσουν, όπως τους υπέσχοντο, εθρήνησαν εκατομμύρια θύματα και κυρίως στον Κ΄ [σ.τ.γ.: 20ό] αιώνα με δύο παγκόσμιους πολέμους και τις διάφορες κοινωνικές “επαναστάσεις” και εξακολουθούν να αλληλοσφάζονται μέχρι σήμερα και πάντοτε στο όνομα της “ειρήνης” και της “δημοκρατίας”. (...) Έτσι προχώρησε η Ελλάς, καταστρέφοντας το όνειρο της αυτοκρατορίας. Πότε εν γνώσει της και πότε εν αγνοία της, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των εχθρών της Αυτοκρατορίας (…) ξερίζωσε όλη τη Ρωμηοσύνη –ελληνόφωνη, τουρκόφωνη, αραβόφωνη, σλαυόφωνη, αλβανόφωνη κλπ.– δηλαδή όλο το υπόβαθρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και όποιος ειπή ότι σ’ αυτήν τη Ρωμηοσύνη δεν εστηρίζετο η αυτοκρατορία έχει ή άγνοια ή κάποιο συμφέρον.»51

Η ομοιότητα των απόψεων είναι προφανής, όχι όμως και το συγκεκριμένο πολιτικό πρόταγμα των αναλύσεων. Προφανώς η επιστροφή στο «κοσμοσύστημα των Ελλήνων» ή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορούν να καλλιεργήσουν τον ανορθολογισμό, αλλά δεν μπορούν να παράξουν σύγχρονο πολιτικό σχέδιο, παρά μόνο ένα θολό αντιδυτικισμό. Μάλιστα, αν τις πάρει κανείς αυτολεξεί, θα μπορούσαν να είναι ακόμα κι επικίνδυνες σε καιρούς έντασης της επιθετικότητας της τουρκικής αστικής τάξης.

Ωστόσο, οι οπαδοί της εθνικής συνέχειας τις χρησιμοποιούν προκειμένου ν’ ανοίξουν άλλα πολιτικά ζητήματα. Κατηγορώντας την Επιτροπή «Ελλάδα 2021» και τους οπαδούς της φιλελεύθερης Επανάστασης για εθνομηδενισμό, καταλήγουν στην πεποίθηση ότι υπάρχει μια προσπάθεια αφελληνισμού της ελληνικής ιστορίας, που στοχεύει στην απώλεια της εθνικής συνείδησης, στη συνέχιση του εθνικού ενδοτισμού της πολιτικής εξουσίας (Πρέσπες, ελληνοτουρκικά, Κυπριακό κλπ.) και στην προώθηση σχεδίων της παγκοσμιοποίησης.

Η διάδοση αυτών των αντιλήψεων από ΜΜΕ και Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, από ακροδεξιές εφημερίδες, από μερίδα της Εκκλησίας και από τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις βρίσκει πλατιά απήχηση σε φτωχά λαϊκά στρώματα. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η διάδοση τέτοιων απόψεων συνδέεται με μερίδες της αστικής τάξης, έστω και μειοψηφικές, που αναζητούν νέα ρότα στις διεθνείς συμμαχίες του αστικού κράτους.

Υπάρχουν βέβαια και οι πιο μετριοπαθείς οπαδοί της εθνικής συνέχειας, που έχουν διακριτό λόγο και πολιτικές στοχεύσεις, αφού παρουσιάζουν το κράτος ως το αποκορύφωμα της πορείας του Ελληνισμού και δε θέτουν ζήτημα αλλαγής των διεθνών συμμαχιών.

Είναι ενδεικτικά τα όσα ανέφερε ο σημερινός υφυπουργός Παιδείας Άγγελος Συρίγος σε εκδήλωση το περασμένο καλοκαίρι:

«Έχουμε μια Επιτροπή που καλείται να διαχειριστεί σύμβολα. Τα σύμβολα κατά τη γνώμη μου είναι πολύ συγκεκριμένα. (...) Ο Νικηταράς δε διάβαζε ούτε νεοελληνικό, ούτε γαλλικό διαφωτισμό, δεν ήξερε καλά-καλά να συλλαβίζει το όνομά του. Δεν διάβαζε Ντιντερό πριν πέσει να κοιμηθεί το βράδυ. Ο Καραϊσκάκης, ο γνωστός λάτρης θα έλεγα του γαλλικού Διαφωτισμού [σ.τ.γ.: ειρωνεία], ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος αντικειμενικά είχε περάσει από το σφυρί και το αμόνι. (...) Ένας άνθρωπος που συνειδητά επιλέγει το δρόμο του, φεύγοντας από την αυλή του Αλή Πασά για να φτιάξει έθνος και κράτος, όπως το αντιλαμβάνεται η δική του συνείδηση, δε δείχνει κάτι που το έμαθε στην πορεία. Το είχε από τη μάνα του, το είχε από τον πατέρα του, το είχε από τον παππού του, διότι το έθνος προϋπήρχε όλων αυτών...»52

Φυσικά, ο ταξικός χαρακτήρας μιας επανάστασης δεν κρίνεται από τις αντιλήψεις ακόμα και ηγετικών στελεχών της. Όμως ο Συρίγος, χρησιμοποιώντας αυτά τα επιστημονικά ανακριβή, αλλά εύληπτα επιχειρήματα και περιγράφοντας την Επανάσταση ως λαϊκή υπόθεση, επιδιώκει να επηρεάσει εργατικές-λαϊκές μάζες και ταυτόχρονα ν’ αποκρύψει τον ταξικό (αστικό) χαρακτήρα της Επανάστασης. Και όλα αυτά βέβαια εντάσσονται στην επικύρωση των σημερινών προτεραιοτήτων της αστικής εξουσίας και της εξωτερικής πολιτικής της:

«Το έθνος αυτό των τσοπάνηδων, των γεωργών, των ψαράδων (...) παίρνει ένα από τα χειρότερα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στο διάστημα 200 ετών κατορθώνει τα εξής: 1. Μεγαλώνει διαρκώς το κράτος, όπως ήταν η αρχική επιθυμία. 2. Το κάνει το πιο πλούσιο κράτος απ’ όλα τα κράτη που βγήκαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το κάνει κυρίαρχο κράτος στη Βαλκανική. Το βάζει μέσα στα πιο σνομπ διεθνή κλαμπ. [σ.τ.γ.: βλ. ΕΕ, ΝΑΤΟ].

(...) Πού οφείλεται αυτό το πράγμα, αυτό πρέπει να αναδείξει η επιτροπή.»53

Σε παρόμοια μονοπάτια, αλλά με περισσότερες χοντροκοπιές και ιστορικές ανακρίβειες, κινείται και ο αντιπρόεδρος της ΝΔ Άδωνις Γεωργιάδης:

«Ο Ελληνισμός δε χάθηκε στο χρόνο, δεν εξαφανίστηκε στους αρχαίους χρόνους (...). Ο ελληνισμός παρέμεινε ζωντανός και ακμαίος, μετουσιώθηκε διά του χριστιανισμού κατά τη διάρκεια των πρώτων βυζαντινών χρόνων, κυριάρχησε στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, το οποίο απέκτησε πλήρη ελληνική ταυτότητα (...). Εκεί φτιάχτηκε η εθνική μας ταυτότητα. (...) Και φυσικά στη χριστιανική πίστη, που αποτελεί το άλλο ακλόνητο κομμάτι της εθνικής μας ταυτότητας και το οποίο μας κρατά ζωντανούς κατά τη διάρκεια των τεσσάρων σκοτεινών αιώνων σκλαβιάς. Ένα λοιπόν πρώτο επιχείρημα που καταρρίπτει την άποψη ότι η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν μια αποκλειστικά ταξική επανάσταση, ουδεμία σχέση έχουσα με τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, είναι ασφαλώς το γεγονός, το οποίο σκοπίμως αποκρύπτουν οι περισσότεροι της Αριστεράς, ότι δεν ήταν η μοναδική. (...) Τουλάχιστον 75 μείζονες επαναστάσεις έχουν καταγραφεί και σίγουρα επεισόδια πολλά περισσότερα. (...) Ένα δεύτερο βασικό επιχείρημα, το οποίο επίσης αποκρύπτουν οι της Αριστεράς, διότι δεν την βολεύει στο αφήγημά της περί ταξικότητος, είναι ο ρόλος της Εκκλησίας. (...) η Εκκλησία πρωτοστάτησε στους αγώνες του γένους και ήταν επικεφαλής της Επαναστάσεως σε όλα τα μήκη (...). Είναι προφανές λοιπόν ότι η επανάσταση ήταν εθνική και θρησκευτική.»54

Φυσικά, ο Γεωργιάδης αναπαράγει και άλλες ιστορικές ανακρίβειες, περί κρυφού σχολειού55 κλπ. Επίσης, υποστηρίζει ότι η επανάσταση δεν ήταν ταξική γιατί συμμετείχαν και οι πλούσιοι, καθώς και άλλα ωραία και αντιεπιστημονικά. Ωστόσο, το βασικό σχήμα της ανάλυσής του, που παραμένει ίδιο με αυτό του Συρίγου, στηρίζεται σε μια διιστορική και κατά συνέπεια υπερταξική αντιμετώπιση του έθνους, που τους επιτρέπει να χρησιμοποιούν εναλλακτικά το έθνος και το γένος και να βρίσκουν σημάδια συνέχειας του Ελληνισμού εκεί που δεν υπάρχουν.56

Από εκεί και πέρα ακολουθεί το αναγκαίο πολιτικό κλείσιμο:

«Η επέτειος η φετινή των 200 χρόνων είναι μια λαμπρά επέτειος, είναι μια στιγμή που ενώνει όλους τους Έλληνες. Όλοι πρέπει να είμαστε υπερήφανοι. (...) Γιατί σε αυτά τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του ’21 (...) ο Ελληνισμός, παιδιά, δεν έχει καταφέρει λίγα. Βγήκαμε από μια αυτοκρατορία φτωχοί, ρακένδυτοι, καθημαγμένοι και λίγοι, γιατί η Επανάσταση του 1821 δεν απελευθέρωσε το σύνολο του Ελληνισμού (...) και σήμερα, 200 χρόνια μετά, βρισκόμαστε στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον πυρήνα της Ευρωζώνης, μέσα στα πλουσιότερα 28 κράτη του κόσμου, με ένα λαό αρκετά μορφωμένο, πρωταγωνιστές στην παγκόσμια οικονομία, πρωταγωνιστές στην παγκόσμια τεχνολογία...»57

Κάπου εδώ τελειώνει το παραλήρημα, χωρίς να διαφοροποιείται ουσιαστικά από τον πυρήνα των θέσεων της Επιτροπής, της Ευθυμίου και του Συρίγου. Ούτε και από την τηλεοπτική παρέμβαση του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, ο οποίος όμως, αν και υποστήριξε το ιδεολόγημα της υπερτρισχιλιετούς παρουσίας του Ελληνισμού, έδωσε εμφανώς περισσότερη έμφαση στην κοινή πολιτιστική κληρονομιά Ελλάδας κι Ευρωπαϊκής Ένωσης, κι επομένως σε αυτήν τη διακρατική καπιταλιστική συμμαχία.58

Συμπερασματικά, οι πολιτικές αντιλήψεις της εθνικής συνέχειας καταλήγουν και αυτές στην προβολή της εθνικής ομοψυχίας και παράλληλα των προτεραιοτήτων της αστικής εξωτερικής πολιτικής, με μεγαλύτερη έμφαση συνήθως στον εθνοκεντρισμό και στο ρόλο του αστικού έθνους-κράτους. Με άλλα λόγια, τα πολιτικά διακυβεύματα του συγκεκριμένου ρεύματος δεν ακολουθούν διαφορετικά ταξικά και πολιτικά μονοπάτια από τα αντίστοιχα της Επιτροπής και των οπαδών του φιλελευθερισμού.

Και με αυτήν την έννοια, δεν είναι παράδοξο ότι παρόμοιες αναλύσεις περί εθνικής επανάστασης αναπαράγονται και σε θεωρητικά αντίπαλά τους ιστοριογραφικά ρεύματα.

Ενδεικτικά, ο ιστορικός Πολυμέρης Βόγλης, μέλος της ομάδας πανεπιστημιακών που θα εμπλούτιζε τα ιστορικά σχολικά βιβλία επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, σημείωνε σε πρόσφατο άρθρο:

«Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό της Theda Skocpol, οι κοινωνικές επαναστάσεις είναι “γρήγοροι, βασικοί μετασχηματισμοί των κρατικών και ταξικών δομών μιας κοινωνίας, οι οποίοι συνοδεύονται και εν μέρει πραγματοποιούνται με ταξικές εξεγέρσεις από τα κάτω”. Τέτοια μείζονα παραδείγματα ήταν η Γαλλική, η Ρωσική και η Κινέζικη Επανάσταση, οι οποίες είναι διαφορετικές από τις πολιτικές επαναστάσεις, οι οποίες άλλαξαν μόνο τις δομές της πολιτικής εξουσίας. Η Ελληνική, όπως και η Αμερικανική Επανάσταση ανήκουν σε μια τρίτη, μεγάλη κατηγορία, αυτή των εθνικών επαναστάσεων. (...) Κάποιες από αυτές τις επαναστάσεις, κυρίως στις αποικίες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συνδύαζαν την εθνική απελευθέρωση με την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Η ελληνική επανάσταση δεν μπορεί να συμπεριληφθεί σε αυτές γιατί, ενώ επέφερε σημαντικές κοινωνικές αλλαγές σε σχέση με τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, ήταν μια κατά κύριο λόγο εθνική επανάσταση, δηλαδή είχε ως βασικό στόχο τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους.»59

Ουσιαστικά, ο Πολυμέρης Βόγλης, αποσυνδέοντας αυθαίρετα το στόχο του ανεξάρτητου έθνους-κράτους από το (αστικό) ταξικό του περιεχόμενο και κάνοντας ότι δεν καταλαβαίνει ποιες σημαντικές κοινωνικές-ταξικές αλλαγές επέβαλε η Επανάσταση, επιχειρεί να εισάγει έναν πολιτικό προβληματισμό για τη σημερινή ανεξαρτησία του έθνους-κράτους:

«Η ένταξη σε υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως η ΕΕ, σχετικοποίησε την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας. Πράγματι, ποιο μπορεί να είναι το νόημα της εθνικής ανεξαρτησίας σήμερα, όταν όλο και περισσότεροι νόμοι, πολιτικές, μέτρα χαράσσονται, συζητούνται και αποφασίζονται στις Βρυξέλλες και το κράτος-μέλος απλώς δεσμεύεται να τα εφαρμόσει; Επιπλέον, η ελληνική κοινωνία έχει συνειδητοποιήσει (με επώδυνο τρόπο, μόλις πριν λίγα χρόνια) ότι οι σχέσεις ανισότητας μεταξύ των κρατών-μελών αποτελούν δομικό χαρακτηριστικό της ΕΕ και ότι η Ελλάδα, βέβαια, δε συγκαταλέγεται μεταξύ των ισχυρών.»60

Κατά συνέπεια, το σχήμα της εθνικής επανάστασης μετατρέπεται σε όχημα κριτικής στην ΕΕ, στη βάση της εθνικής ανεξαρτησίας. Ανάλογες επεξεργασίες εμφανίζονται και στο χώρο του οπορτουνισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εκδήλωση που συμμετείχε ο Άγγελος Συρίγος συμμετείχαν ακόμα ο σκιτσογράφος Στάθης Σταυρόπουλος και ο πρώην αναρχικός Γιώργος Καραμπελιάς61.

Συμπερασματικά, όλες οι εκδοχές της εθνικής συνέχειας καταλήγουν στην ανάγκη ενδυνάμωσης των εθνικών χαρακτηριστικών του ελληνικού κράτους, είτε στρέφονται ενάντια στην αλλοτριωτική επίδραση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (Γιανναράς) είτε στρέφονται υπέρ της ανάδειξης των επιτυχιών (στο βάθος βλέπε ανωτερότητα) του ελληνικού έθνους (Γεωργιάδης) είτε εξακοντίζουν τα βέλη της κριτικής προς τις διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις (Βόγλης).

Φυσικά, όλα τα προηγούμενα δε σημαίνουν υποχρεωτικά και άρνηση των διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων και των στρατηγικών στοχεύσεων της αστικής τάξης στην Ελλάδα, ενώ, αποσυνδέοντας στον έναν ή στον άλλο βαθμό το έθνος από την αστική εξουσία, ενισχύουν αντικειμενικά την εθνική ενότητα, δηλαδή την υπαγωγή της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών δυνάμεων στα συμφέροντα της εγχώριας αστικής τάξης.

 

Δ. ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

Μια τέταρτη προσέγγιση για την Επανάσταση του 1821, η οποία δεν έχει μεγάλη κοινωνική στήριξη, αλλά είναι ευρέως διαδεδομένη ανάμεσα στους πανεπιστημιακούς, αντιλαμβάνεται την Επανάσταση ως επιρροή της νεωτερικότητας και το έθνος ως «κατασκευή» της. Ονομάζοντας νεωτερικότητα την περίοδο της επαναστατικής ανόδου της αστικής τάξης και της κατάκτησης της αστικής εξουσίας, στην ουσία αποσυνδέει τα αστικά έθνη-κράτη από την εμφάνιση και την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και εν τέλει από την ίδια την αστική εξουσία. Συνολικότερα, μεταφέρει την αντιπαράθεση ανάμεσα στον ανερχόμενο καπιταλισμό και τη γερασμένη φεουδαρχία στον κόσμο των ιδεών κι επομένως δεν κατανοεί κάποια διαλεκτική σύνδεση ανάμεσα στην αντικειμενική υλική πραγματικότητα και την κυρίαρχη αστική ιδεολογία.

Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η οποία αντλεί τις ιδεολογικές-πολιτικές της επιρροές από επεξεργασίες του Benedict Anderson και του Eric Hobsbawm62, η εθνική συνείδηση («φαντασιακή κοινότητα» κατά τον Benedict Anderson) συγκροτείται από το έθνος-κράτος μέσα από τελετουργίες με ιστορικό περιεχόμενο («επινοημένη παράδοση» κατά τον Hobsbawm), οι οποίες επιδιώκουν να προωθήσουν μια δημόσια μνήμη στους κυριαρχούμενους, που συμμετέχουν σε αυτές. Σύμφωνα με τη Χριστίνα Κουλούρη, το ελληνικό αστικό κράτος δοκίμασε μετεπαναστατικά κάθε μορφή «δημόσιας απομνημόνευσης σε αυτήν την κατεύθυνση»:

«...παρέλαση μαθητών και παράσταση αρχαίας τραγωδίας, λαμπαδηφορία και εμπορική έκθεση προϊόντων, το ηρώο πεσόντων και το αρχαιολογικό μουσείο, αθλητικοί αγώνες και αρχαϊκοί ύμνοι, φουστανέλες και χλαμύδες.»63

Σε αυτήν τη διαδικασία, το συγκεκριμένο ρεύμα αποδίδει σημαντικό ρόλο στην επίσημη κρατική εκπαίδευση και γενικότερα στη διαχείριση των ιστορικών γεγονότων από το αστικό κράτος. Χαρακτηριστικά, σ’ 
ένα πρόσφατο άρθρο του, ο ιστορικός Χάρης Αθανασιάδης, επικαλούμενος στέρεα ιστορικά τεκμήρια, προσπαθεί ν’ αποδείξει ότι η «εικόνα» που έχουμε για τον Αθανάσιο Διάκο και κατά προέκταση για τους επαναστάτες του 1821 «οικοδομήθηκε» εκ των υστέρων με βάση τις ανάγκες της εποχής και τη συμβολή της Εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει:

«Ο Διάκος στην Αλαμάνα αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη ταυτόχρονα σαν Λεωνίδας και Χριστός, σαν ήρωας και μάρτυρας. Η Αλαμάνα ήταν ταυτόχρονα Θερμοπύλες και Γολγοθάς, τόπος αντίστασης και τόπος μαρτυρίου. Παρόμοια ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, ο Μπότσαρης στο Μεσολόγγι. Άρα, σε μια πρώτη αναγωγή, οι αγωνιστές του ’21 μπορούσαν να ιδωθούν ως Έλληνες (απόγονοι και ισάξιοι των Αρχαίων), που διεκδικούν μαχητικά την εθνική ελευθερία, και ως χριστιανοί (ομόδοξοι των Ευρωπαίων), που θυσιάζονται για τη χριστιανική τους πίστη. Άρα, σε μια τελευταία μεγάλη αναγωγή, η Ελλάδα της Επανάστασης ήταν μια Ελλάδα ταυτόχρονα του ελληνισμού και της χριστιανοσύνης, της αρχαιότητας και της χριστιανικής παράδοσης. Στη δόμηση αυτών των μοτίβων η υψηλή διανόηση συναντήθηκε και συγχωνεύτηκε με τη λαϊκή κουλτούρα δίχως τις συνήθεις αναταράξεις μιας τέτοιας συνάντησης. Ανάμεσά τους γέφυρες και αμφίδρομοι διαμεσολαβητές οι δάσκαλοι και τα σχολεία.»64

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, το συγκεκριμένο ρεύμα δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, αποσυνδέοντάς την από την πραγματικότητα και τις προτεραιότητες του αστικού έθνους-κράτους, κι επομένως ισχυρίζεται ότι τελικά σημασία δεν έχει τι πραγματικά έγινε, αλλά τι θυμόμαστε ότι έγινε. Και το τι θυμόμαστε ότι έγινε, ειδικά για την περίοδο της συγκρότησης των εθνικών κρατών, εξαρτάται άμεσα από την επίσημη ιστορία:

«Εάν σήμερα θεωρούμε την Ιστορία και τη μνήμη συγκοινωνούσες μορφές γνώσης και την Ιστορία μια μορφή κοινωνικής μνήμης, κατά την εποχή της μετάβασης στη νεωτερικότητα και της συγκρότησης των εθνών-κρατών, Ιστορία και μνήμη δεν ταυτίζονταν, όπως ήδη αναφέραμε. Μάλιστα, οι ιστορικοί (όπως και οι αρχαιολόγοι και οι φιλόλογοι) δρούσαν ως “θεματοφύλακες” και “γνήσιοι εκφραστές” της εθνικής μνήμης.»65

Πατώντας, λοιπόν, στην ύπαρξη και στην αναπαραγωγή ιστορικών ανακριβειών έως τις μέρες μας (ακόμα και σε σχολικά ή πανεπιστημιακά εγχειρίδια) και στο γεγονός ότι οι νεότευκτες αστικές εξουσίες του 19ου αιώνα χρησιμοποίησαν την Ιστορία προκειμένου να διαμορφώσουν μια κοινή εθνική συνείδηση κι επομένως αλλοίωσαν το περιεχόμενο ιστορικών γεγονότων, προχωράει σε μια αντιδιαλεκτική υποβάθμιση της ίδιας της υπόστασης του έθνους ως κοινωνικής συμβίωσης.

Όμως: «Οι “εθνικοί μύθοι”, οι τεχνητές ιστορικές αναπαραστάσεις και οι ιδεολογικές μεταπλάσεις παλαιότερων εποχών, έτσι που να “κολλάνε” σε τρέχουσες ιδεολογικές και πολιτικές ανάγκες, είναι κάτι πολύ συνηθισμένο και διαδεδομένο και με πολύ μεγάλη ιστορία ως πρακτική. Ωστόσο, το έθνος, γενικά, ως μορφή κοινωνικής συμβίωσης δε συνιστά επινόηση. Σε μια διαφορετική ιστορική διαδοχή και εκδοχή συγκυριών και συσχετισμών, θα μπορούσε ένας πληθυσμός, συγκροτημένος σε εθνολογική ομάδα ή λαότητα ή σε όποια άλλη μορφή, να έχει συσταθεί διαφορετικά, να είχε υπαχθεί ή ενταχθεί ίσως σε ένα άλλο έθνος από αυτό που είναι σήμερα. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, θα έτεινε να μετέχει σε μια κοινότητα-κοινωνία που θα είχε εθνική μορφή. Με αυτήν την έννοια, τα έθνη δεν είναι τεχνητά, αλλά αποτελούν μορφή κοινωνικής συμβίωσης που αντιστοιχούν στην καπιταλιστική κοινωνία. Δηλαδή τα έθνη, όπως και άλλες μορφές κοινωνικής συμβίωσης, δεν είναι αυθαίρετες “κοινωνικές κατασκευές”, απλό προϊόν της επινόησης κάποιων και, άρα, θα μπορούσαν πολύ απλά και να μην υπάρχουν (όπως διατείνονται κάποια σύγχρονα “μεταμοντέρνα” ιδεαλιστικά αστικά ρεύματα), (...) αλλά αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας, με αντικειμενική βάση και ύπαρξη. Εξάλλου, ακόμη και η επινόηση, όπως και κάθε ιδέα γενικώς που έχει πραγματικό κοινωνικό νόημα, δηλαδή που σημαίνει κάτι για την κοινωνία, είναι κοινωνικοϊστορικά προσδιορισμένη και κάθε άλλο παρά αυθαίρετη.»66

Με άλλα λόγια, οι ανακρίβειες της αστικής ιστοριογραφίας, που στοχεύουν να διαμορφώσουν μια φαινομενικά υπερταξική εθνική συνείδηση, έρχονται να πατήσουν σε μια συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα του αστικού έθνους-κράτους, που την χρησιμοποιούν για να προωθήσουν τους σκοπούς της αστικής τάξης και όχι να δημιουργήσουν αυτήν την πραγματικότητα. Πράγμα που αντικειμενικά σημαίνει ότι είναι λάθος μια προσπάθεια πλήρους (δηλαδή αντιδιαλεκτικής) διάκρισης ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα και την κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία, όπως προβάλλουν οι υποστηρικτές του συγκεκριμένου ρεύματος:

«Ενώ το ιστορικό παρελθόν γίνεται ορατό καταρχήν μέσα από τα ιστορικά του κατάλοιπα, δεν είναι αυτονόητο ότι όλα τα κατάλοιπα αποτελούν αντικείμενο ανάμνησης. “Μόνο το νοημαδοτούμενο παρελθόν αποτελεί αντικείμενο ανάμνησης.” Ταυτόχρονα, το παρελθόν επενδύεται με διαφορετικά νοήματα στη διαχρονία και τη συγχρονία.»67

Γενικότερα, οι οπαδοί του συγκεκριμένου ρεύματος, όσο και να ορκίζονται στο όνομα της αντικειμενικότητας, στην πραγματικότητα ανοίγουν το δρόμο για μεταμοντέρνες αντιλήψεις που αρνούνται την αντικειμενική ιστορική αλήθεια και μιλάνε για πολλές ιστορικές αλήθειες, τόσες όσες και οι άνθρωποι που προσεγγίζουν τα ιστορικά γεγονότα, οι καταβολές τους, τα διαφορετικά συμφέροντά τους και οι διαδρομές μέσα από τις οποίες προσεγγίζουν την Ιστορία. Υπό αυτό το πρίσμα όμως, η αναζήτηση της αντικειμενικότητας αποτελεί μόνο ένα εργαλείο επιβολής του αγνωστικισμού και η άρνηση της αστικής κυρίαρχης ιδεολογίας καταλήγει στην απόσπασή της από την κοινωνική πραγματικότητα και εν τέλει στην άρνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Επιπλέον, αν στην περίοδο των αστικών επαναστάσεων η αποκάθαρση της ιστορικής μνήμης μπορεί και να σημαίνει απλά την αντιπαραβολή των ιστορικών τεκμηρίων στις ανακρίβειες της αστικής ιστοριογραφίας, στη σύγχρονη ιστορία η αποκάθαρση της ιστορικής μνήμης μεταφράζεται από το συγκεκριμένο ρεύμα σε μια προσπάθεια αναδόμησης της Ιστορίας μέσα από μια ιστοριογραφία που απολυτοποιεί τη σημασία των προσωπικών μαρτυριών και αναμνήσεων έναντι των άλλων ιστορικών τεκμηρίων. Έτσι, όχι μόνο παρακάμπτονται τα τεκμήρια και μάλιστα στο όνομα του φαινομενικά «δημοκρατικού» επιχειρήματος ν’ ακουστεί η φωνή των μαρτύρων, αλλά και στο επίκεντρο της αναδόμησης (βλ. διαστρέβλωσης) της Ιστορίας τοποθετείται ως αλάνθαστος κριτής ο ίδιος ο ιστορικός, ο οποίος επιλέγει τις μαρτυρίες και τις λογοκρίνει.

Φυσικά, η διαφορά του σύγχρονου «αντικειμενικού» ή «δημοκρατικού» ιστορικού από τον παλιό ή νέο ιστορικό-διαστρεβλωτή της Ιστορίας στην υπηρεσία του έθνους-κράτους ή οποιουδήποτε άλλου, που προβάλλεται ως στοιχείο αντικειμενικότητας από τους οπαδούς του ρεύματος, είναι καθαρά φαντασιακή. Ο σημερινός ιστορικός είναι εξίσου επηρεασμένος από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία και μεθοδολογία, από την ταξική του θέση και την τοποθέτησή του στην ταξική πάλη κλπ.

Εκκινώντας από παρόμοιες θέσεις, οι οπαδοί του συγκεκριμένου ιστορικού ρεύματος επιδιώκουν ν’ αντικαταστήσουν μια κριτική στην αστική εξουσία και την κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία από αντικαπιταλιστική σκοπιά με μια κριτική που δεν αμφισβητεί την καπιταλιστική εξουσία. Ως αποτέλεσμα, οι «προοδευτικές» δυνάμεις καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν τις εξίσου αστικές «συντηρητικές» δυνάμεις σ’ έναν πόλεμο μνήμης που λαμβάνει χώρα εντός του αστικού εποικοδομήματος.

«...η ιστορική μνήμη δεν επιβάλλεται “απ’ τα πάνω”, μέσω ενός κεντρικού ελέγχου, αλλά είναι προϊόν ενός συμβιβασμού στο οποίο προβαίνουν ποικίλες ελίτ και κοινωνικές ομάδες, και προσδιορίζεται από τον εκάστοτε συσχετισμό ισχύος μέσα στην κοινωνία.»68

Φυσικά, η αντιπαράθεση μ’ ένα φαντασιακό εθνικισμό «συντηρητικών» δυνάμεων, αποκομμένων από το αστικό κράτος και τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, δεσμεύει την οποιαδήποτε ριζοσπαστική φωνή στα όρια της αστικής διαχείρισης και μοιραία την οδηγεί στην αποδοχή του αστικού κοσμοπολιτισμού, δηλαδή του άλλου προσώπου της αστικής κυρίαρχης ιδεολογίας. Έτσι, η αστική εξουσία εν γένει απαλλάσσεται από τις ευθύνες της για τον εθνικισμό, ενώ εντός του αστικού κοσμοπολιτισμού δικαιολογείται και η αποδοχή των διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων και άρα της επίσημης αστικής εξωτερικής πολιτικής ως στοιχείο άρνησης του εθνικισμού. Εξάλλου, η κριτική στον εθνικισμό και στις θεωρίες περί εθνικής συνέχειας κι επανάστασης δε σημαίνει ότι το συγκεκριμένο ρεύμα απορρίπτει και την ανάγκη της εθνικής ενότητας (της κοινωνικής συνοχής, όπως θα έλεγαν οι ίδιοι), απλά θεωρεί ως βάση της μια εκσυγχρονισμένη μορφή της αστικής εξουσίας, για την ακρίβεια μια ουτοπική της θεώρηση, απαλλαγμένη από τον εθνικισμό, το ρατσισμό κλπ.

Παρόλ’ αυτά, το συγκεκριμένο ιστορικό ρεύμα, ερχόμενο σε σύγκρουση κυρίως με την αντίληψη συνέχειας του έθνους και με τους αστούς δεξιούς, ακροδεξιούς και θρησκευόμενους εκπροσώπους της και αναδεικνύοντας τις ιστορικές ανακρίβειές τους επιδρά σε ανώριμες δυνάμεις, που αντανακλαστικά αντιδρούν στα ιδεολογήματα των τελευταίων. Πολύ περισσότερο επιχειρεί να τις οδηγήσει σε μια μεταμοντέρνα κι επομένως αντιεπιστημονική μεθοδολογία για τη μελέτη της Ιστορίας, σ’ ένα κυνήγι φαντασμάτων στα νεφελώματα του αστικού εποικοδομήματος, μόνο και μόνο για να ισχυροποιήσει την αστική εξουσία και να ενισχύσει το αστικό ιδεολόγημα περί της αντιπαράθεσης των δυνάμεων της «προόδου και της συντήρησης».

Λόγω και των πολιτικών της προεκτάσεων, η συγκεκριμένη κατεύθυνση στηρίζεται κυρίως από καθηγητές Πανεπιστημίου που πρόσκεινται στο ΣΥΡΙΖΑ (Ομάδα Λιάκου, Χριστίνα Κουλούρη κ.ά.), αλλά και από άλλους σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές. Ταυτόχρονα όμως, η μεθοδολογία που προτείνει κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στις πανεπιστημιακές σπουδές.

 

Ε. ΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΜΕΝΗΣ 
Ή ΤΗΣ ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Η τελευταία κατεύθυνση ερμηνείας για την Επανάσταση του 1821 στηρίζεται στην αντίληψη ότι η επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής επέδρασε θετικά στο ξέσπασμα της Επανάστασης και εντάσσει την Επανάσταση στην αλυσίδα των αστικών επαναστάσεων της εποχής. Ταυτόχρονα όμως, υποστηρίζει ότι η Επανάσταση δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας του παραγκωνισμού των πιο ριζοσπαστικών δυνάμεών της ή/και της εξάρτησης της χώρας από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Η συγκεκριμένη κατεύθυνση στηρίζεται από τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας και κυρίως από τον οπορτουνισμό, αξιοποιεί και την παρελθούσα κομματική ιστοριογραφία, κυρίως τον Κορδάτο και τον Ζέβγο και λογοτεχνικά έργα. Εδώ ακριβώς και στη μαρξιστική ορολογία που συχνά χρησιμοποιεί, πρέπει να εντοπίσουμε και τον κίνδυνο να παρασύρει και ριζοσπαστικές δυνάμεις στη λαθεμένη τοποθέτηση ότι η αστική επανάσταση παρέμεινε ανολοκλήρωτη, που από μια άποψη συντέλεσε στην υπαγωγή της εργατικής τάξης στις προτεραιότητες της αστικής εξουσίας ή έστω μιας μερίδας της αστικής τάξης.

Φυσικά, οι αντιλήψεις περί προδομένης επανάστασης εκφράζονται με διάφορα ιστορικά σχήματα, που τα περισσότερα από αυτά είναι από καιρό γνωστά.

Μια γνωστή έκφανση της προδομένης Επανάστασης ξεκινάει από την αντίληψη ότι μπορεί η Επανάσταση να ξεκίνησε από τη Φιλική Εταιρία, αλλά στην πραγματικότητα ηγεμονεύτηκε από τις παραδοσιακές κοινωνικές ομάδες οι οποίες δεν ήταν ριζοσπαστικές και γι’ αυτό δεν ολοκλήρωσαν ποτέ την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Σε αυτήν την πρόσληψη της Επανάστασης, επειδή ο ταξικός ρόλος των πλοιοκτητών της εποχής (που επικράτησαν στα όργανα της επαναστατικής εξουσίας κι επέβαλαν τις δικές τους αντιλήψεις για τη συγκρότηση και τις συμμαχίες του μελλοντικού αστικού κράτους) δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί, η έμφαση δίνεται στο ρόλο των κοτζαμπάσηδων. Σε άρθρο του συνταξιούχου δικαστικού Θοδωρή Παναγόπουλου σημειώνεται:

«Οι Μοραΐτες κοτζαμπάσηδες, που όλα τα έσοδα του τόπου περνούσαν από τα χέρια τους, ήταν αντιδραστικοί, οι πλέον άρπαγες, οι πλέον ιδιοτελείς και οι πλέον φιλόδοξοι. (...) Όταν βλέπει κανείς όλα αυτά τα πρόσωπα που εκπροσωπούσαν την ηγέτιδα κάστα εκείνης της εποχής –οι ολιγάρχες του τόπου, το αρχοντολόι κλπ.– να διακατέχονται από ακατανίκητη φιλοχρηματία, φιλοπρωτία και φιλοδοξία, τότε μπορεί εύκολα να εξηγήσει γιατί η Επανάσταση του 1821 δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, η χώρα έμεινε υπανάπτυκτη και καθυστερημένη, “ψωροκώσταινα” και χρεοκοπημένη.»69

Στο παραπάνω απόσπασμα αξίζει κανείς να παρατηρήσει δύο σημεία: Πρώτον, ότι ο αντεπαναστατικός ρόλος των κοτζαμπάσηδων τεκμηριώνεται στη φιλαργυρία τους. Όμως, με βάση αυτό το κριτήριο, εξίσου αντεπαναστατικός πρέπει να θεωρηθεί και ο ρόλος των πλοιοκτητών (που ζητούσαν αποζημιώσεις για τη συμμετοχή τους στον αγώνα) και των εμπόρων, γενικότερα του συνόλου της αστικής τάξης. Πράγμα που σημαίνει ότι στη βάση μιας τέτοιας ανάλυσης καμιά αστική επανάσταση δε θα μπορούσε να ολοκληρωθεί. Κι εδώ φτάνουμε στο δεύτερο σημείο, δηλαδή στην αντίληψη του συγγραφέα ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, πράγμα που σημαίνει ότι συνεχίζει ν’ αποτελεί αίτημα των καιρών. Πρόκειται για αντίληψη που μπορεί να έχει επικίνδυνες προεκτάσεις, αφού αντικειμενικά περιορίζει το σημερινό αγώνα της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων υπό εκμετάλλευση μαζών εντός αστικών επιδιώξεων και οραμάτων, την εποχή που ο καπιταλισμός σαπίζει.

Συνολικότερα, η προηγούμενη ιστορική ανάλυση αδυνατεί να καταλάβει τη μεταβολή της ταξικής τοποθέτησης και παραδοσιακών κοινωνικών ομάδων σε μια εποχή μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Σε αυτήν την περίοδο, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, έχοντας τη δυνατότητα ν’ αναπτύσσονται ακόμα και στο έδαφος του προγενέστερου (φεουδαρχικού) κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και να διαβρώνουν τις δομές και τις λειτουργίες του, μπορούσαν να μεταστρέφουν την ταξική θέση τμημάτων των παραδοσιακών κοινωνικών ομάδων, ακόμα και της φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Εξάλλου, αυτό είναι κοινό φαινόμενο όλων των αστικών επαναστάσεων.

Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση των κοτζαμπάσηδων, η σύνδεση των αγροτικών τους εκμεταλλεύσεων με το εξωτερικό εμπόριο και η δυνατότητά τους να συγκεντρώνουν χρηματικά αποθέματα από τη συγκέντρωση της φορολογίας από τη μία πλευρά περιέπλεξε περισσότερο τα συμφέροντά τους με αυτά της καπιταλιστικής αγοράς και, από την άλλη, τους επέτρεψε να επεκτείνουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες στο εμπόριο, στην τοκογλυφία, στη ναυτιλία, σε τραπεζικές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Ως αποτέλεσμα, όλο και περισσότερο οι κοτζαμπάσηδες συγκροτούσαν μια υπό διαμόρφωση αστική μερίδα σε μια περίοδο εκχρηματισμού της αγροτικής παραγωγής και συνολικότερης μετάβασης προς την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων. Φυσικά, η βασική αντίφαση αυτής της διαδικασίας αφορούσε το γεγονός ότι, ενώ οι κοτζαμπάσηδες αστοποιούνταν, δηλαδή αποκτούσαν συμφέροντα δεμένα με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, την ίδια στιγμή τα προνόμια που απολάμβαναν στην είσπραξη των φόρων και στην εκμετάλλευση της γης παρέμεναν η πηγή του αρχικού πλουτισμού τους και η βάση των υπόλοιπων δραστηριοτήτων τους. Κατά συνέπεια, έμοιαζαν με το ένα πόδι να πατάνε στον παλιό κόσμο και με το άλλο στον καινούργιο.

Η βαθμιαία αυτή διαδικασία αστοποίησης αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Μπαχάρα, μέσα από την εξέταση της ιστορικής διαδρομής της οικογένειας Κανακάρη-Ρούφου70. Η οικογένεια Κανακάρη-Ρούφου προήλθε από τη συνένωση μιας οικογένειας εμπόρων βενετικής καταγωγής με σημαντική οικονομική δραστηριότητα από τα τέλη του 17ου αιώνα (εποχή ιδιαίτερα σημαντική για το ρόλο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη Βενετία) με μια οικογένεια κοτζαμπάσηδων που ασχολούνταν με το εμπόριο της σταφίδας από το 18ο αιώνα. Η διαδρομή της δείχνει τη σταδιακή εμπλοκή τους στα εμπορικά δίκτυα της εποχής, την επέκτασή τους σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες, την εμπλοκή τους με τις ιδέες του Διαφωτισμού και τη χρηματοδότηση σχολείων και άλλων ιδρυμάτων.

Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της οικογένειας στα χρόνια της Επανάστασης ήταν ο Αθανάσιος Κανακάρης-Ρούφος, αντιπρόσωπος (βεκίλης) των κοτζαμπάσηδων στην Πύλη, οργανωμένος στη Φιλική Εταιρία, κοινωνός σημαντικής παιδείας και αλληλογράφος του Κοραή και άλλων σημαντικών αστών διανοούμενων της εποχής.

Όλα τα παραπάνω εύκολα αποδεικνύουν γιατί ο Κανακάρης-Ρούφος, αν και κοτζαμπάσης, συστρατεύτηκε εξαρχής με την Επανάσταση και αναδείχτηκε ακόμα και αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, και πολύ περισσότερο γιατί στήριξε πάντα την πιο ριζοσπαστική μερίδα της αστικής τάξης, δηλαδή αυτή που επιδίωκε τη δημιουργία ενός αστικού συγκεντρωτικού κράτους και συγκεντρωνόταν γύρω από τους εφοπλιστές και τους εμπόρους. Το ίδιο συνέβη και στη συνέχεια με το γιο του, Μπενιζέλο Ρούφο.

Ωστόσο, ο συγγραφέας του βιβλίου, παρά τα σημαντικά τεκμήρια που προσφέρει, προσπαθώντας να ερμηνεύσει στη συνέχεια τη στάση του Αθανάσιου-Κανακάρη Ρούφου, συχνά ξεφεύγει από μια υλιστική ανάλυση των τεκμηρίων κι επιχειρεί να κατανοήσει τις επιλογές του μέσα από προσωπικά κίνητρα και οικογενειακά δίκτυα της εποχής.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η διαδικασία ταξικής μεταστροφής δεν ήταν ενιαία χρονικά και ποιοτικά για το σύνολο των κοτζαμπάσηδων. Υπήρχαν κοτζαμπάσηδες βαθιά δεμένοι με το φεουδαρχικό παρελθόν, άλλοι στους οποίους εκφραζόταν η βασική αντίφαση όλης της κοινωνικής τους ομάδας και τέλος αυτοί που όλο και περισσότερο ταυτίζονταν όχι μόνο με τα συμφέροντα, αλλά και με το επαναστατικό σχέδιο της αστικής τάξης. Ωστόσο, στο σύνολό τους βάραινε η βαθμιαία αστοποίηση και το ζήτημα της υποτέλειας στην οθωμανική εξουσία, που τους έφερναν όλο και πιο κοντά στα εθνικοαπελευθερωτικά σχέδια της αστικής τάξης.

Μια άλλη παραλλαγή της προηγούμενης κριτικής προσέγγισης για τον αστικό χαρακτήρα της Επανάστασης πατάει όχι μόνο στους κοτζαμπάσηδες, αλλά και στο ρόλο άλλων παραδοσιακών κοινωνικών ομάδων. Διαβάζουμε σ’ ένα βιβλίο που πρόσφατα εκδόθηκε από μια αναρχική συλλογικότητα:

«Ο ρόλος της ελληνικής εμπορικής κι εφοπλιστικής τάξης είναι καθοριστικός σε κάθε συζήτηση που έχει γίνει μέχρι τώρα για το χαρακτήρα της ελληνικής επανάστασης, αν δηλαδή αυτή ήταν αστική, κοινωνική, εθνική κλπ., και το χαρακτήρα του ελληνικού κράτους που προέκυψε. Σε αντίθεση με τον αγροτικό χώρο και τις απαρχαιωμένες δομές του, οι Γραικοί έμποροι του οθωμανικού χώρου και της διασποράς ενσάρκωναν την πιο κοντινή εκδοχή αυτού που στην κεντρική Ευρώπη θεωρείτο ως αστικό στοιχείο.»71

«Βλέπουμε, λοιπόν, πως ο ελληνικός εφοπλισμός ήταν από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες αυτού που ονομάστηκε αστικός μετασχηματισμός, δηλαδή της εδραίωσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και κυκλοφορίας στο νέο ελληνικό κράτος. Το δε ελληνικό κράτος συντάχθηκε εξαρχής με τις αρχές του οικονομικού προστατευτισμού προκειμένου να προφυλάξει εκείνον τον καπιταλιστικό κλάδο που από πολύ νωρίς ανακηρύχθηκε “εθνικός πρωταθλητής”.»72

Όμως, αυτή η σε γενικές γραμμές σωστή αποτίμηση του ρόλου των πλοιοκτητών και των εμπόρων στη συνέχεια «ξηλώνεται», ξεκινώντας από το προβληματικό της σημείο, δηλαδή τις «απαρχαιωμένες δομές» του αγροτικού χώρου.

«Μια υλιστική προσέγγιση της ιστορίας της ελληνικής επανάστασης, προσανατολισμένη κατά το δυνατόν στις θεωρητικές επεξεργασίες της μαρξικής θεωρίας, θα περίμενε κανείς/καμία να θέσει για αρχή στο επίκεντρο της έρευνας τα ζητήματα της λεγόμενης ιστορικής μετάβασης από το φεουδαλικό στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στον ελλαδικό χώρο. Ένα τέτοιο εγχείρημα, όμως, θα ήταν μεθοδολογικά αδόκιμο, καθώς ο καπιταλισμός ως σύστημα οργάνωσης της εργασίας και της κοινωνίας εμφανίστηκε υπό ορισμένες και ανεπανάληπτες ιστορικές προϋποθέσεις στις κοινωνίες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης κατά την περίοδο του μεγάλου αστικού μετασχηματισμού. Εκείνη την εποχή, όμως, το οθωμανικό περιβάλλον, τμήμα του οποίου αποτελούσε ο ηπειρωτικός ελλαδικός χώρος εντός του οποίου ξέσπασε η εξέγερση του 1821, ήταν προαστικό, η θρησκευτική ιεραρχία ήταν υποταγμένη στην στρατιωτική γραφειοκρατία και η κοινωνική παραγωγή της αξίας προσδιοριζόταν από τον ασιατικό τρόπο παραγωγής. Επιπλέον, για να ξεπροβάλει ο δυτικός καπιταλισμός από τη μήτρα της μεσαιωνικής φεουδαρχίας και να μετασχηματίσει αστικά τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη, ήταν αναγκαίο να διαγράψει προηγούμενα μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική τροχιά, από την οποία ο ασιατικός τρόπος παραγωγής του οθωμανικού κράτους είχε διαφύγει αμετάκλητα.»73

«Κι αν η ιδεολογική προκείμενη [σ.τ.γ.: της Επανάστασης] ήταν, όπως έχουμε δείξει παραπάνω, μάλλον η χειραγωγημένη πρόσδεση στα συμφέροντα του ρωσικού επεκτατισμού στα Βαλκάνια παρά το πνεύμα του δυτικού διαφωτισμού, η υλική προκείμενη δε μένει παρά να ερευνηθεί στο πλαίσιο που βαθμηδόν σκιαγραφείται στο συγκείμενο μιας στρατοφεουδαλικής γραφειοκρατίας κατά την απόπειρα μετάβασής της από τον ασιατικό στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

(...) Στα σπάργανα συγκρότησης του ελληνικού κράτους, λοιπόν, βλέπουμε εξαρχής μια οργανωμένη συμπαιγνία φοροεισπρακτόρων και ενόπλων τακτικών αρχόντων που συνταιριάζουν τα συμφέροντά τους, συχνά υπό την ίδια ιδιότητα στο ίδιο πρόσωπο, στο όνομα μιας ιδιότυπης δημοσιονομικής πολιτικής που, ελλείψει στοιχείων κλασικής καπιταλιστικής ανάπτυξης κατά τα δυτικά πρότυπα, οργανώνεται μέσα στα πλαίσια μιας καχεκτικής αστικής ολοκλήρωσης.»74

Τα παραπάνω αποσπάσματα περιλαμβάνουν τις εξής συγχύσεις: Η Επανάσταση θεωρείται αποτέλεσμα του ρωσικού επεκτατισμού. Υπό την έννοια του κυρίαρχου ασιατικού τρόπου παραγωγής υποβαθμίζονται τα κοινά χαρακτηριστικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φεουδαρχία της Δυτικής Ευρώπης, όπως και η εμφάνιση κι επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στα εδάφη της. Ακόμα, αποσπάται η στρατιωτικοφεουδαρχική αριστοκρατία από την έως τότε κυριαρχία του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής. Κι ενώ το κεντρικό διακύβευμα αφορά τη μετάβαση αυτής της αριστοκρατίας από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, η προσπάθεια εξέτασης της Επανάστασης υπό το πρίσμα της μετάβασης είναι μεθοδολογικά αδόκιμη, αφού ζήτημα μετάβασης δεν μπορούσε να τεθεί στον οθωμανικό χώρο.

Το βασικότερο όμως είναι ότι αυτή η γεμάτη αντιφάσεις ανάλυση καταλήγει σε μία ακόμη θεωρία καχεκτικής αστικής ολοκλήρωσης, η οποία δεν ακολουθεί τα δυτικά καπιταλιστικά πρότυπα.

Μια άλλη εκδοχή της ανολοκλήρωτης επανάστασης εμφανίζεται στη λογοτεχνική προσέγγιση της Αθηνάς Κακούρη με το χαρακτηριστικό τίτλο Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε. Στο συγκεκριμένο πόνημα, η αιτία του ανολοκλήρωτου της αστικής επανάστασης μεταφέρεται χρονικά και τοποθετείται στην περίοδο που οι Ξένες Δυνάμεις εμπόδισαν τον Καποδίστρια να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις του:

«Συνεχίζοντας ίσως συνήθειες αιώνων όπου ραγιάδες αντιπάλευαν με πασάδες, οι αντιπολιτευόμενοι συνδυάστηκαν πρόθυμα με πράκτορες Ξένων Δυνάμεων (…) νομίζοντας πως έτσι αποκτούσαν ένα σύμμαχο στον αγώνα τους να χτυπήσουν ο ένας τον άλλον, και μάλιστα αργότερα τον Κυβερνήτη (...). Στην πραγματικότητα έμπαιναν οι ίδιοι στη δούλεψη του ξένου, και ούτε καν της Κυβέρνησης της άλλης αυτής Δυνάμεως, αλλά ενός πολύ μικρού της εκπροσώπου, του οποίου ο λόγος δε δέσμευε καθόλου τους ανωτέρους του. Γίνονταν, δίχως να το καταλαβαίνουν, λακέδες. (…) Χωρίς δισταγμό, ανώτατοι λειτουργοί του κράτους (…) μετέφεραν στους Άγγλους το κάθε τι που συζητιόταν στο Πανελλήνιον (…) αναλαμβάνοντας το ρόλο του σπιούνου (…). Εισέπρατταν δε πότε-πότε και μερικά χρήματα απ’ αυτά που οι Άγγλοι είχαν πολύ πιο μπόλικα απ’ ό,τι είχε η δική τους πατρίδα, η Ελλάδα. Αυτά όλα ωραιοποιούνταν με αοριστίες περί οφειλής μας προς τους Άγγλους (ή τους Γάλλους) που ήταν οι σωτήρες μας.»75

Στην προηγούμενη ανάλυση, ο Καποδίστριας παρουσιάζεται να υπερίπταται από τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, ενώ η αστική αντιπολίτευση του Καποδίστρια, που επίσης προωθούσε αστικές μεταρρυθμίσεις, ταυτίζεται με τις χρόνιες νοοτροπίες των ραγιάδων.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται διιστορικά, χρησιμοποιώντας δηλαδή την προστασία των τριών «Μεγάλων Δυνάμεων» της εποχής. Και αυτό, γιατί οι ανισότιμες σχέσεις της μετεπαναστατικής καπιταλιστικής Ελλάδας με ισχυρά καπιταλιστικά κράτη (και ειδικότερα με τη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ στη συνέχεια) δεν προέρχονται αποκλειστικά από τις συνθήκες ίδρυσης του νεότευκτου αστικού κράτους, αλλά σχετίζονται με την εξέλιξη της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και με τις σχέσεις αλληλεξάρτησης, αλλά και ανισοτιμίας που την συνοδεύουν (και με αυτήν την έννοια δεν αφορούν μόνο τις διεθνείς σχέσεις του ελληνικού αστικού κράτους). Κατά συνέπεια, η πηγή αυτών των σχέσεων δεν μπορεί ν’ αναζητηθεί στη μία ή στην άλλη ασκούμενη πολιτική, αλλά πρέπει να θεωρείται σύμφυτη με την καπιταλιστική εξουσία και το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και η πάλη εναντίον τους δεν μπορεί ν’ αποχωρίζεται από την πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.

Το γεγονός αυτό δε συνυπολογίζεται και σε άλλες αναλύσεις, στο πλαίσιο των οποίων η αδυναμία της ολοκλήρωσης της αστικής επανάστασης συνδέεται με την αδυναμία κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας:

«Στο Λονδίνο δεν κηρύσσεται η Ανεξαρτησία της Ελλάδας μέσω του Πρωτοκόλλου, αλλά καθορίζεται ο χαρακτήρας του καθεστώτος και του πολιτεύματος στο νεοσυσταθέν κράτος. Με το Πρωτόκολλο θα τεθεί τέρμα σε όλους τους θεσμούς που γεννήθηκαν μέσα στην πορεία της Επανάστασης (εθνοσυνελεύσεις, συντάγματα κλπ.) και θα “φυτευτεί” κυριολεκτικά ένα μοναρχικό πολίτευμα με την άμεση παρέμβαση των διεθνών δυνάμεων. Το Πρωτόκολλο έκανε δώρο στην Ελλάδα και ένα βασιλιά, που ήταν το βασικό κανάλι της επικυριαρχίας.»76

Το σημαντικότερο που προσφέρει η προηγούμενη απόπειρα ερμηνείας της Επανάστασης αφορά την άμεση και ειλικρινή παραδοχή ότι γράφεται με το βλέμμα στραμμένο στο πολιτικό μέλλον, στο οποίο ταυτίζεται η πάλη για την κοινωνική αλλαγή με την πάλη για την εθνική ανεξαρτησία, σε συμμαχία μάλιστα με κομμάτια της αστικής τάξης:

«Ο νέος γύρος στην περιοχή αποτυπώνει τη συναίνεση των σύγχρονων Μεγάλων Δυνάμεων προς μια ενίσχυση της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Η Τουρκία αμφισβητεί εμπράκτως τη συνθήκη της Λωζάνης, οι Μεγάλες Δυνάμεις σφυρίζουν αδιάφορα, ο πολιτικός μας κόσμος επιδεικνύει καλή θέληση για συνεννόηση. (...) Αλλά ο λαός και το έθνος έχουν λόγο. (...) Όποιος –ακόμα και αστός πολιτικός– θέλει να αντισταθεί δεν μπορεί να εναποθέσει ελπίδες στη διπλωματία, στις συμφωνίες των Μεγάλων, στη Χάγη κοκ. Η Ιστορία δείχνει ότι χωρίς τη συγκρότηση της χώρας και του λαού δεν μπορούν να γίνουν σημαντικά πράγματα.»77

Σε αυτήν την εκδοχή λαός και έθνος ταυτίζονται, έτσι ώστε η εργατική τάξη να ταυτίσει τα γενικά συμφέροντά της με εκείνη τη μερίδα της αστικής τάξης που βρίσκεται υπέρ μιας πιο δυναμικής αναμέτρησης με την τουρκική αστική τάξη.

Συμπερασματικά, στο σύνολο των προηγούμενων αναλύσεων, η χρησιμοποίηση μαρξιστικών όρων και ενός πιο φιλεργατικού ή φιλολαϊκού λόγου αντικειμενικά οδηγεί στη δέσμευση του εργατικού-λαϊκού κινήματος –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– στο πλαίσιο της καπιταλιστικής εξουσίας. Και αυτό, διότι αν η επανάσταση είναι προδομένη, πρέπει να επαναληφθεί και αν είναι ανολοκλήρωτη, πρέπει να ολοκληρωθεί, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις ο αγώνας της εργατικής τάξης οφείλει να παραμείνει εντός των τειχών της καπιταλιστικής εξουσίας.

 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ - ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κομβικό ζήτημα για την κρίση της οποιασδήποτε ιστοριογραφικής προσέγγισης ή αντίληψης για την Επανάσταση του 1821 αποτελεί η ταξική της τοποθέτηση. Με βάση αυτό το κριτήριο, μπορούμε να πούμε ότι το σύνολο των αστικών και οπορτουνιστικών ιστοριογραφικών προσεγγίσεων και αντιλήψεων για την Επανάσταση του 1821 προσανατολίζεται από την προσήλωση στην κυριαρχία του αστικού κράτους και της καπιταλιστικής εξουσίας. Άλλοτε εκθειάζοντας τα επιτεύγματα του αστικού κράτους (όπως κάνει η Επιτροπή, οι οπαδοί της φιλελεύθερης επανάστασης και κομμάτι των υποστηρικτών της εθνικής συνέχειας), άλλοτε δηλώνοντας τη μεταφυσική απογοήτευση από την επικράτηση του διεθνικού καπιταλισμού έναντι του ελληνισμού (άλλο κομμάτι της εθνικής συνέχειας), άλλοτε κριτικάροντας τον εθνικισμό ως αποκομμένο από τον καπιταλισμό (μεταμοντέρνοι) και άλλοτε μιλώντας για προδομένη ή ανολοκλήρωτη αστική επανάσταση, όλοι αντιλαμβάνονται το παρόν και το μέλλον της χώρας εντός της καπιταλιστικής εξουσίας.

Κι ενώ μια τέτοια στάση μπορεί να κατανοηθεί από πολλούς ως απλά μια ιδεολογική-πολιτική τοποθέτηση που δεν επηρεάζει τη μεθοδολογία της ιστορικής έρευνας και τα πορίσματά της, στην πραγματικότητα η μεταφυσική αντίληψη της αιώνιας αστικής εξουσίας δεν μπορεί παρά να καταλήγει σε επιστημονικά ατοπήματα, συνδεδεμένα με την κατανόηση της ιστορικής κίνησης, τα οποία ξεκινούν από την επιστημονική μεθοδολογία, αλλά αφορούν και την ίδια την παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων.

Για παράδειγμα, η Επιτροπή «Ελλάδα 2021» και οι οπαδοί της φιλελεύθερης παράδοσης, μην επιθυμώντας να συνδέσουν τη συγκρότηση των εθνών-κρατών με την άνοδο και την κυριαρχία της αστικής τάξης, «μεταφράζουν» τον καπιταλισμό ως νεωτερισμό και προχωρούν σε μια αποταξικοποιημένη και ανιστορική παρουσίαση της αστικής εξουσίας. Άλλοι από τους οπαδούς της εθνικής συνέχειας αντιλαμβάνονται τον καπιταλισμό ως έκπτωση από τον ελληνικό πολιτισμό και άλλοι ως συνέχεια του, τη στιγμή που και οι δύο αδυνατούν να εντοπίσουν την καπιταλιστική εξουσία μέσα στον ιστορικό χρόνο και να την συνδέσουν με διεργασίες στην υλική (παραγωγική) βάση της κοινωνίας. Οι μεταμοντέρνοι εχθροί του εθνικισμού βλέπουν το πραγματικό ως φαντασία και αναζητούν την «πρόοδο» σε μια νεφελώδη αντιπαράθεση αστικών ιδεών. Οι οπαδοί της προδομένης ή ανολοκλήρωτης επανάστασης δεν εξηγούν ποτέ αν σήμερα εν τέλει ζούμε στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους και μιας καπιταλιστικής εξουσίας, κι επομένως ποια καθήκοντα πηγάζουν από τη σημερινή πραγματικότητα για το κίνημα της εργατικής τάξης και των άλλων υπό εκμετάλλευση μαζών.

Με αυτήν την έννοια, οι διάφορες εκφάνσεις των αστικών και οπορτουνιστικών ιστοριογραφικών προσεγγίσεων και αντιλήψεων αντικατοπτρίζουν τη σήψη της σύγχρονης καπιταλιστικής εξουσίας. Εκθειάζοντας τα κατορθώματά της, υπερασπίζοντας τις διεθνείς συμμαχίες (ή προτείνοντας άλλες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες), επιχειρούν να διατηρήσουν τη γερασμένη καπιταλιστική εξουσία που δεν έχει πλέον τίποτα να προσφέρει στην ανθρωπότητα και να δεσμεύσουν και την εργατική τάξη σε αυτόν τον αλλότριο σκοπό. Γι’ αυτό και τα ιστορικά διδάγματα που προκρίνουν εξαντλούνται σε διαφορετικές εκδοχές της εθνικής ενότητας ή ομοψυχίας ή της κοινωνικής συνοχής και στην επιδίωξη της μίας ή της άλλης μορφής της αστικής εξουσίας.

Κατά συνέπεια, οι διχογνωμίες των αστικών και οπορτουνιστικών ιστοριογραφικών προσεγγίσεων και αντιλήψεων για την Επανάσταση του 1821 αντανακλούν τα διαφορετικά συμφέροντα μερίδων της αστικής τάξης και τις εγγενείς αντιφάσεις της καπιταλιστικής εξουσίας. Η συνολική διαπάλη τους περιστρέφεται γύρω από δύο ζητήματα άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους: το χαρακτήρα της επανάστασης και την ιστορικότητα του έθνους. Γι’ αυτό, η αντιπαράθεση αποτελεί προέκταση της διαμάχης αστικού κοσμοπολιτισμού και αστικού εθνικισμού.

Όμως, ο κοσμοπολιτισμός και ο εθνικισμός αποτελούν βασικά συστατικά της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, που έχουν υλικά στηρίγματα τόσο στην ιστορία όσο και στον πυρήνα της λειτουργίας του καπιταλισμού και γι’ αυτό αντικατοπτρίζονται και στην αστική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία και σκέψη. Ο αστικός εθνικισμός χρησιμοποιήθηκε ιστορικά προκειμένου ν’ αμφισβητήσει τη φεουδαρχική εξουσία, να συμπαρασύρει και κοινωνικές δυνάμεις πέραν της αστικής τάξης στην επανάσταση και τελικά να νομιμοποιήσει την καπιταλιστική εξουσία στο όνομα της εθνικής ενότητας. Μέχρι και σήμερα, το έθνος-κράτος εξακολουθεί ν’ αποτελεί το βασικό μηχανισμό προστασίας της αστικής εξουσίας από εξωτερικούς κι εσωτερικούς εχθρούς και η εθνική ενότητα τη βάση νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας.

Από την άλλη πλευρά, από την ανάδυσή της η κάθε καπιταλιστική εξουσία ήταν υποχρεωμένη να διαμορφώνει διακρατικές καπιταλιστικές συμμαχίες, προκειμένου να προωθεί τις γεωπολιτικές της επιδιώξεις και τα συμφέροντά της. Πόσο μάλλον αφού η τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου είναι αντικειμενική. Γεγονός που σημαίνει ότι και ο αστικός κοσμοπολιτισμός είναι το ίδιο βαθιά ριζωμένος στην ιστορία και στη σημερινή λειτουργία του καπιταλισμού.

Κατά συνέπεια, ο αστικός εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός αποτελούν αναπόσπαστα συστατικά της αστικής ιστοριογραφίας που το ένα τροφοδοτεί το άλλο, δίχως ποτέ κανένα να μπορεί να επικρατήσει πλήρως, αλλά παραμένοντας πάντα και τα δύο παρόντα, σε διαφορετικές ποσοστώσεις, ανάλογα με τις κάθε φορά προτεραιότητες της αστικής εξουσίας. Το επόμενο διάστημα, ο τρόπος επίλυσης των διαφορών της ελληνικής αστικής εξουσίας με την αντίστοιχη τουρκική για την Κύπρο και τις ΑΟΖ εν πολλοίς θα καθορίσει και την αντιπροσώπευση των δύο ρευμάτων στο μίγμα της αστικής ιστοριογραφίας.

Μήπως όλα τα προηγούμενα δηλώνουν ότι η σύγχρονη αστική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία και όσοι επηρεάζονται από αυτή δεν έχουν κάτι να προσφέρουν; Κάθε άλλο. Ορισμένες από τις ιστορικές έρευνες που έχουν κυκλοφορήσει (σε κάποιες από τις οποίες αναφερθήκαμε και σε άλλες, που θα αναφερθούμε στο μέλλον) είναι αρκετά ενδιαφέρουσες και προσφέρουν χρήσιμα ιστορικά τεκμήρια. Μόνο που η συνεισφορά τους περιορίζεται αντικειμενικά από τις μεθοδολογικές αδυναμίες τους και αυτές συνδέονται ευθύγραμμα με την ταξική τους οπτική.

Γι’ αυτό, οι ενδοαστικές αντιπαραθέσεις, στις οποίες δεσμεύονται και οι οπορτουνιστικές αναγνώσεις της Ιστορίας, δεν έχουν κανένα λόγο να συγκινούν την εργατική τάξη και όσους ενδιαφέρονται για την επιστήμη της Ιστορίας. Και αυτό, διότι η ανάπτυξη της επιστημονικής ιστορικής μεθοδολογίας δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από την κριτική της καπιταλιστικής εξουσίας, δεν μπορεί να είναι αποκομμένη τελικά από το ιστορικό καθήκον της ανθρωπότητας στην εποχή μας, δηλαδή την εποχή μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Μόνο μια τέτοια προσέγγιση είναι δυνατό να φωτίσει την Ιστορία ως ιστορία ταξικών αγώνων και να βγάλει συμπεράσματα από τις προηγούμενες περιόδους σκληρών ταξικών αναμετρήσεων προς όφελος των σημερινών αναγκών της ταξικής πάλης εναντίον της γερασμένης καπιταλιστικής εξουσίας, που δεν έχει τίποτα πλέον να προσφέρει στην ανθρωπότητα, παρά μόνο κρίσεις και πολέμους, φτώχεια και ανεργία. Μόνο μια τέτοια ανάλυση αποσυνδέει την άντληση των ιστορικών διδαγμάτων από μηχανιστικές ιστορικές μεταφορές και διιστορικές προσεγγίσεις που εργαλειοποιούν την ιστορική επιστήμη.

Σε αυτήν την κατεύθυνση, η σε βάθος μελέτη της Επανάστασης του 1821 προσφέρει πλούσια ιστορικά διδάγματα. Ιδιαίτερα επίκαιρης σημασίας συμπέρασμα από την Επανάσταση του 1821 είναι ότι κανένας δυσμενής συσχετισμός δεν μπορεί να παραμείνει στατικός, όταν έχουν ήδη αναπτυχθεί οι υλικές προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Η μεγάλη Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπόρεσε ν’ αποτρέψει την ευόδωση της Επανάστασης, και μάλιστα σε μια εποχή που η ήττα του Ναπολέοντα και η συγκρότηση της Ιεράς Συμμαχίας διαμόρφωνε ένα δυσμενή διεθνή συσχετισμό για τις αστικές δυνάμεις. Το ίδιο και σήμερα, ο συσχετισμός είναι αρνητικός σε διεθνές επίπεδο για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, αλλά τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την επερχόμενη σοσιαλιστική επανάσταση.

Και αυτό, διότι το αστικό έθνος-κράτος και η αστική τάξη, που αποτελούσαν συντελεστές προόδου για την ιστορία της ανθρωπότητας στις αρχές του 19ου αιώνα, σήμερα έχουν μεταβληθεί σε τροχοπέδη της. Η σημερινή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η αντίφασή τους με τις υφιστάμενες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής απαιτείται να αρθεί επαναστατικά. Ηγετική δύναμη της επανάστασης δεν μπορεί παρά να είναι ο κοινωνικός φορέας του καινούργιου: Η εργατική τάξη, που με την επαναστατική της πάλη θ’ ανατρέψει την αστική, καταργώντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. Τζέφρι Πάιατ, «ΗΠΑ και Ελλάδα: Γιορτάζοντας 200 χρόνια φιλίας», Καθημερινή της Κυριακής, 19.1.2021.

2. «What unites Greeks and Americans?», https://www.facebook.com/USEmbassy
Athens/videos/what-unites-greeks-and-americans/793412307913784/?__so__=
permalink&__rv__=related_videos, ανάκτηση3.2021.

3. «Ο ρόλος και η συμβολή των ΗΠΑ στην Ελληνική Επανάσταση», https://www.youtube.com/watch?v=VjUPomb4LXY&t=13s, ανάκτηση 8.3.2021.

4. Κέιτ Σμιθ, «Η συμβολή της Βρετανίας στην Επανάσταση», Βήμα της Κυριακής, 7.3.2021.

5. «Και εγένετο Ελλάς. Επεισόδιο 12», https://www.youtube.com/watch?v=
l8UREfXNEUY, ανάκτηση 8.3.2021.

6. Γιάννης Ζουμπουλάκης, «Το 1821 ως ποπ κουλτούρα», Το Βήμα της Κυριακής, 14.3.2021.

7. https://gr.ambafrance.org/New-translation-IFG-200-ans-d-amitie-et-de-partenariats-franco-helleniques#t-793c, ανάκτηση 8.3.2021.

8. «Γερμανική πρεσβεία: Τιμά το 1821 με 21 πρόσωπα του γερμανικού Φιλελληνισμού», https://www.kathimerini.gr/society/561276706/germaniki-presveia-tima-to-1821-me-21-prosopa-toy-germanikoy-filellinismoy/.

9. https://www.facebook.com/RusEmbGreece/posts/3960797253939825, ανάκτηση 8.3.2021.

10. «Και εγένετο Ελλάς. Επεισόδιο 12», https://www.youtube.com/watch?v=
l8UREfXNEUY, ανάκτηση 8.3.2021.

11. «Η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης», https://www.greece2021.gr/timeline/oi-4-aksones/1821-psifida-stin-istoria/25-timeline/737-i-kiryksi-tis-ellinikis-epanastasis-i-kiryksi-tis-ellinikis-epanastasis.html?lang=el-GR&tag_id=97, τελευταία ανάκτηση 8.3.2021.

12. Επίσκεψη της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», https://www.greece2021.gr/synergasies/2674-2021-11.html, ανάκτηση 8.3.2021.

13. «Η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης», ό.π.

14. Μαρία Ευθυμίου, Ρίζες και θεμέλια. Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2020, σελ. 26, 29.

15. Μαρία Ευθυμίου, Ρίζες και θεμέλια. Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2020, σελ. 114.

16. Ό.π., σελ. 156.

17. Η ανάλυση για τα γένη, τις φυλές, τις λαότητες και τα έθνη στηρίζεται στο κείμενο του Ιωσήφ Στάλιν, «Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα», Ιωσήφ Στάλιν, Άπαντα, τόμ. 2, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1952, σελ. 327-412 και στο άρθρο του Αποστόλη Χαρίση, «Μορφές κοινωνικής συμβίωσης και πάλη των τάξεων», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2018.

18. Ο όρος λαότητα χρησιμοποιείται ελλείψει καλύτερου, μια και ο όρος εθνότητα χρησιμοποιείται στα ελληνικά για να περιγράψει περισσότερο μια εθνική μειονότητα ή ένα ανολοκλήρωτο έθνος.

19. Μαρία Ευθυμίου, Ρίζες και θεμέλια. Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2020, σελ. 171.

20. Μαρία Ευθυμίου, Ρίζες και θεμέλια. Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2020, σελ. 245-246.

21. Ό.π., σελ. 249-252.

22. Ό.π., σελ. 212-213.

23. Ό.π., σελ. 223.

24. Ομιλία Γιάννας Αγγελοπούλου (Έναρξη Εργασιών Επιτροπής «Ελλάδα 2021», Βουλή, 7.11.2019), https://www.youtube.com/watch?v=amUwk9BMubw.

25. Μαρία Ευθυμίου, Ρίζες και θεμέλια. Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2020, σελ. 242.

26. Ό.π., σελ.188.

27. Μαρία Ευθυμίου, Ρίζες και θεμέλια. Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2020, σελ. 199.

28. Θάνος Μ. Βερέμης, 21 ερωτήσεις και απαντήσεις για το ’21, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020, σελ. 160-161.

29. Θάνος Μ. Βερέμης, 21 ερωτήσεις και απαντήσεις για το ’21, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020, σελ. 68.

30. Benedict Anderson, Φαντασιακές κοινότητες: Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του Εθνκισιμού, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1997.

31. Θάνος Μ. Βερέμης, ό.π., σελ. 29.

32. Στέφανος Καβαλλιεράκης, 1814-1821: Η προετοιμασία μιας επανάστασης, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020, σελ. 88.

33. Θάνος Μ. Βερέμης - Γιάννης Σ. Κολιόπουλος - Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2018, σελ. 21-22.

34. «Λιάκος (ΣΥΡΙΖΑ) για την Επανάσταση του 1821: Μύθος η εθνική παλιγγενεσία», https://omadaalithias.gr/ellada/liakos-syriza-gia-tin-epanastasi-toy-1821-mythos-i-ethniki-paliggenesia, τελευταία ανάκτηση 8.3.2021.

35. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Εθνική ολοκλήρωση και διχόνοια. Η ελληνική περίπτωση, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2020, σελ. 27-28.

36. Hans Kohn, The Idea of Nationalism, Transaction Publishers, New Brunswick & London, 2008, pp. 122-124.

37. Φρίντριχ Ένγκελς, Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1991, σελ. 58.

38. Φρίντριχ Ένγκελς, «Για την παρακμή της φεουδαρχίας και την άνοδο της αστικής τάξης», Φρίντριχ Ένγκελς - Καρλ Μαρξ, Για την προκαπιταλιστική κοινωνική εξέλιξη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2016, σελ. 224.

39. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Εθνική ολοκλήρωση και διχόνοια. Η ελληνική περίπτωση, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2020, σελ. 113-114.

40. Νικηφόρος Διαμαντούρος, Πολιτιστικός δυϊσμός και πολιτιστική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000, σελ. 38.

41. Χρήστος Λούκος, «Η Επανάσταση του 1821», Δημήτρης Δημητρόπουλος (επιμ.), Πώς γράφτηκε η ιστορία της Επανάστασης του 1821, έκδ. Η Εφημερίδα των Συντακτών, Αθήνα, 2021, σελ. 18-19.

42. Νίκος Θεοτοκάς, «4+1 ερωτήσεις για το 1821», BBC History Magazine, τεύχ. 4, Μάρτης 2021, σελ. 16, 19.

43. Αλέξης Τσίπρας, «Η επικαιρότητα του Εικοσιένα», Εφημερίδα των Συντακτών, 24.3.2021.

44. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε ότι η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, χωρίς να υποσκάπτει και την αντίληψη μιας συνέχειας, τουλάχιστον πολιτιστικής, του Ελληνισμού, τα τελευταία χρόνια έχει μετριάσει τις τοποθετήσεις της αναφορικά με την ελληνικότητα του Βυζαντίου. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είναι οπωσδήποτε απρόσφορο και επιστημονικά παρακινδυνεύμενο σ’ ένα αυτοκρατορικό πολυεθνικό μόρφωμα, όπως ήταν το Βυζάντιο, να αποδοθεί μία και μοναδική εθνική ταυτότητα» (Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Πόσο ελληνικό ήταν το Βυζάντιο;, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2016, σελ. 12).

45. Χρήστος Γιανναράς, «Τι θα πη πατρίδα, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη», Καθημερινή της Κυριακής, 3.1.2021.

46. Εκπομπή «Αντιθέσεις», https://www.youtube.com/watch?v=IXxRGGCOc_E, τελευταία ανάκτηση 8.3.2021.

47. Ο όρος κοσμοσύστημα προέρχεται από τους θεωρητικούς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και συγκεκριμένα από τον κοινωνιολόγο Immanuel Wallerstein, δηλαδή από προσφιλή διαβάσματα στο χώρο του ΠΑΣΟΚ στις δεκαετίες του 1970 και 1980.

48. Γιώργος Κοντογιώργης, Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος. Δύο αιώνες αντιμαχίας, 1821-2021, εκδ. Ποιότητα, Αθήνα, 2020, σελ. 80, 84, 92.

49. Γιώργος Κοντογιώργης, Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος. Δύο αιώνες αντιμαχίας, 1821-2021, εκδ. Ποιότητα, Αθήνα, 2020, σελ. 21.

50. «Η επέτειος του 1821 είναι ευκαιρία αναστοχασμού. Συνέντευξη του Γιώργου Κοντογιώργη», Ο δρόμος της Αριστεράς, 30.1.2021.

51. Εφραίμ Αγιοτρυφωνίτης, «Η 25η Μαρτίου από υπερ-ορθόδοξη σκοπιά», Συλλογικό, Τα αιρετικά ν. 12. 10+3 αλήθειες και ιστορικά ψεύδη για την επανάσταση των Ελλήνων, έκδ. Documento, Αθήνα, 2021, σελ. 94, 95.

52. «200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Συκοφάντηση της Επανάστασης ή επανεκκίνηση του Ελληνισμού», https://www.youtube.com/watch?v=sshhSfaEu5Y, ανάκτηση 9.3.2021.

53. Ό.π.

54. https://www.youtube.com/watch?v=JpvYyRbqz-M, τελευταία ανάκτηση 9 Μάρτη 2021.

55. Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος κράτησε μια μετριοπαθή στάση σε ορισμένα ζητήματα, όπως η ύπαρξη των κρυφών σχολειών. Ταυτόχρονα όμως, υποστήριξε ότι ο Γρηγόριος Ε΄ γνώριζε τα επαναστατικά σχέδια και στήριξε με τον τρόπο του την Επανάσταση, παρά τον επίσημο αφορισμό της. Επίσης, αντίθετα με τους οπαδούς της ιστορικής συνέχειας, υποστήριξε ότι πρωταρχική ταυτότητα των επαναστατών ήταν η χριστιανική, γι’ αυτό και η Επανάσταση ήταν θρησκευτική: «Όταν ξεσηκώθηκαν οι Χριστιανοί, ο αγώνας είναι των Χριστιανών εναντίον των ξένων κατακτητών» («Ο Ιερώνυμος για τη συμβολή της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821», https://www.youtube.com/watch?v=vGREb34WAMc, ανάκτηση 8 Μάρτη 2021.).

56. https://www.youtube.com/watch?v=JpvYyRbqz-M, ό.π.

57. https://www.youtube.com/watch?v=JpvYyRbqz-M, τελευταία ανάκτηση 9 Μάρτη 2021.

58. «Η Ελληνική επανάσταση του 1821 - 200 χρόνια πορείας του Ελληνισμού. Το έθνος και το κράτος», https://www.youtube.com/watch?v=yTdQQnZ1P9w, τελευταία ανάκτηση 9 Μάρτη 2021.

59. Πολυμέρης Βόγλης, «Επανάσταση και ανεξαρτησία», Η Αυγή, 7.2.2021.

60. Ό.π.

61. Ο Καραμπελιάς βρίσκεται και αυτός ανάμεσα στους οπαδούς της εθνικής συνέχειας (βλ. Γιώργος Καραμπελιάς, Η θεμελιώδης παρέκκλιση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2019).

62. Eric Hobsbawm - Terence Ranger (επιμ.), Η επινόηση της παράδοσης, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2006.

Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι αντιλήψεις των δύο συγγραφέων δεν ταυτίζονται, ενώ και οι δύο, παρά τις όποιες μεθοδολογικές αστοχίες τους –που μπορούν να αποτελέσουν το ζήτημα ενός άλλου άρθρου– και σε αντίθεση με τις εγχώριες επεξεργασίες, συνδέουν ευθύγραμμα τη νεωτερικότητα και τον εθνικισμό με την εμφάνιση και την κυριαρχία της αστικής τάξης.

63. Χριστίνα Κουλούρη, Φουστανέλες και χλαμύδες, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2020, σελ. 18.

64. Χάρης Αθανασιάδης, «Ήρωες και μάρτυρες», Το Βήμα της Κυριακής, 28.2.2021.

65. Χριστίνα Κουλούρη, Φουστανέλες και χλαμύδες, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2020, σελ. 24.

66. Αποστόλης Χαρίσης, «Μορφές κοινωνικής συμβίωσης και πάλη των τάξεων», 
ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6, 2018, σελ. 113-114.

67. Χριστίνα Κουλούρη, Φουστανέλες και χλαμύδες, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2020, σελ. 29.

68. Χριστίνα Κουλούρη, Φουστανέλες και χλαμύδες, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2020, σελ. 24-25.

69. Θοδωρής Παναγόπουλος, «Κοτζαμπάσηδες. Οι Οθωμανοί ήταν φίλοι τους», Συλλογικό, Τα αιρετικά ν. 12. 10+3 αλήθειες και ιστορικά ψεύδη για την επανάσταση των Ελλήνων, έκδ. Documento, Αθήνα, 2021, σελ. 16.

70. Δημήτρης Μπαχάρας, Αρχοντικές οικογένειες της Πελοποννήσου. Η οικογένεια Κανακάρη-Ρούφου, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2020.

71. Αυτόνομη ομάδα έρευνας «project 21», Ιστορικά ζητήματα στις απαρχές του Ελληνικού Κρατικού και Καπιταλιστικού Σχηματισμού, εκδ. Traverso Antifa, Αθήνα, 2021, σελ. 158.

72. Ό.π., σελ. 163-164.

73. Αυτόνομη ομάδα έρευνας «project 21», Ιστορικά ζητήματα στις απαρχές του Ελληνικού Κρατικού και Καπιταλιστικού Σχηματισμού, εκδ. Traverso Antifa, Αθήνα, 2021, σελ.165-166.

74. Ό.π., σελ. 179.

75. Αθηνά Κακούρη, 1821. Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2013, σελ. 341.

76. Ρούντι Ρινάλντι, «3 Φεβρουαρίου 1830», Ο δρόμος της Αριστεράς, 6.2.2021.

77. Ρούντι Ρινάλντι, «3 Φεβρουαρίου 1830», Ο δρόμος της Αριστεράς, 6.2.2021.