Από τη Γαλλική Επανάσταση στην Παρισινή Κομμούνα


του Λουκά Αναστασόπουλου*

Υπάρχουν δύο έτη, το 1789 και το 1871, που –παραφράζοντας τον Ουγκώ1– στέκουν σα δύο λεπτά που η απεραντοσύνη τους ξεπερνά «εκείνη» όλης αυτής της μεγάλης χρονικής περιόδου που ορισμένοι έχουν ονομάσει μακρύ 19ο αιώνα (1789-1914).

Στο 1789 δεσπόζουν η κατάληψη της Βαστίλης, οι συνεδριάσεις και τα Συντάγματα της Εθνοσυνέλευσης, η φυγή από το Παρίσι του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και ο μετέπειτα αποκεφαλισμός του. Στο 1871 δεσπόζουν η μάχη για τα κανόνια της Μονμάρτρης, οι συνεδριάσεις και τα επαναστατικά μέτρα της Κομμούνας και η άτακτη φυγή των πολιτικών της αστικής τάξης από το Παρίσι.

Το 1789 στο Παρίσι κυριαρχούν τα χρώματα της τρίχρωμης σημαίας των αστών και ενάντιά της στις Βερσαλλίες τα εμβλήματα της δυναστείας των Βουρβόνων και του παλαιού φεουδαρχικού καθεστώτος. Το 1871 στο Δημαρχείο του Παρισιού κυματίζει η κόκκινη σημαία του προλεταριάτου και ενάντιά της στις Βερσαλλίες βρίσκεται η τρίχρωμη σημαία της γαλλικής αστικής τάξης, που πλέον έχει πάρει τη θέση του παλαιού.

Η αστική Γαλλική Επανάσταση το 1789 εγκαινιάζει την τελευταία πράξη ανατροπής της φεουδαρχίας, που θα ολοκληρωθεί σε όλη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η προλεταριακή επανάσταση το 1871 και οι λαμπρές μέρες της Παρισινής Κομμούνας ήταν η αυλαία μιας νέας εποχής όπου στο επίκεντρο μπαίνει πλέον η πάλη για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος.

Στα 82 χρόνια που μεσολαβούν ανάμεσα στα δύο αυτά εμβληματικά έτη, το Παρίσι και η Γαλλία συνολικότερα συγκλονίζονται από σειρά εξεγέρσεων, επαναστάσεων κι έντονων πολιτικών γεγονότων, αναπτύσσονται οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αλλάζοντας την εικόνα της οικονομίας, των κοινωνικών τάξεων, καθώς και του πολιτικού και ιδεολογικού εποικοδομήματος.

Στις σελίδες που ακολουθούν θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε το βασικό πυρήνα αυτών των πολύμορφων εξελίξεων από τη Γαλλική Επανάσταση έως την Παρισινή Κομμούνα, που διαμορφώνουν ουσιαστικά το «πεδίο της μάχης» ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη την άνοιξη του 1871. Θα δούμε αφενός τους παράγοντες και τα στοιχεία εκείνα από τα οποία πηγάζει το 1871 η δύναμη της εργατικής τάξης, αποτελώντας πλέον την πρωτοπόρα κοινωνική δύναμη, αφετέρου τα εμπόδια που ακόμα περιορίζουν τις δυνατότητές της σε σύγκριση με την εποχή του ιμπεριαλισμού, στην οποία μπαίνει η ανθρωπότητα περίπου από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Φυσικά δεν είναι δυνατό να αποτυπωθεί η παραπάνω διαδικασία στην πλήρη της έκταση, καθώς κάτι τέτοιο θα ξέφευγε τόσο από το σκοπό όσο και από το μέγεθος ενός άρθρου. Γι’ αυτό και στο άρθρο που δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ θα επιχειρήσουμε μια σκιαγράφηση των βασικών ιστορικών γεγονότων έως την Κομμούνα του Παρισιού και ορισμένων στοιχείων της οικονομικής εξέλιξης εκείνων των χρόνων, ενώ πλευρές που αφορούν αναλυτικότερα τη διαμόρφωση των τάξεων και την ανάπτυξη της ταξικής πάλης μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μελλοντικής αρθρογραφίας.

 

ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΒΗΜΑΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ

«...οι αντιλήψεις μας για τη φύση και την πορεία της “κοινωνικής” επανάστασης που κηρύχτηκε στο Παρίσι το Φλεβάρη του 1848, της επανάστασης του προλεταριάτου, ήταν ζωηρά χρωματισμένες με τις αναμνήσεις των προτύπων του 1789-1830.»2

Το παραπάνω απόσπασμα, που ανήκει στον Ένγκελς, παρουσιάζει με πολύ εύστοχο τρόπο τη στενή σύνδεση των επαναστατικών γεγονότων του Παρισιού που μεσολαβούν ανάμεσα στο 1789 και το 1871. Η επανάσταση του 1830 και εκείνη του 1848, αλλά και οι αρκετές μικρότερες εξεγέρσεις και απεργίες που εξελίσσονται σε ένοπλες συγκρούσεις, είναι το επαναστατικό μονοπάτι που μας οδηγεί από τη Γαλλική Επανάσταση στην Παρισινή Κομμούνα.

Κάθε βήμα που γίνεται σε αυτό το μονοπάτι των επαναστάσεων βρίσκει την εργατική τάξη πιο συγκροτημένη και πιο προετοιμασμένη απ’ ό,τι πριν να συγκρουστεί με τους εκμεταλλευτές της. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με την αστική τάξη, η οποία σε κάθε σταθμό αυτής της πορείας είναι πολύ πιο αποφασισμένη και με καλύτερα κάθε φορά συγκροτημένο το αστικό κράτος, ώστε όχι απλά να ξεμπερδέψει με κάθε απομεινάρι του φεουδαρχικού καθεστώτος, αλλά να υποτάξει με την πιο ωμή βία το νέο εχθρό που απειλεί την εξουσία της: Το προλεταριάτο.

Στη σύντομη ιστορική περιγραφή που ακολουθεί θα δούμε το πώς οι άμορφες μάζες του λαού, που ακολουθούν την αστική τάξη κατά τη Γαλλική Επανάσταση, εξελίσσονται στο ηρωικό προλεταριάτο της Παρισινής Κομμούνας που κάνει πράξη την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Θα δούμε το πώς οι αστοί επαναστάτες του 1789 δίνουν τη θέση τους στους αστούς πολιτικούς που πνίγουν στο αίμα τις επαναστάσεις των εργατών. Θα δούμε το πώς το πολύμορφο πλέγμα πολιτικών γεγονότων, αντιθέσεων στο στρατόπεδο της αστικής τάξης, αγώνων του προλεταριάτου κάτω από την επίδραση πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής μάς φέρνουν έως τις μέρες της Κομμούνας το Μάρτη του 1871.

Φυσικά, μόνο η παράθεση των ιστορικών γεγονότων δεν μπορεί να αποκαλύψει σε καμία περίπτωση την πραγματική αιτία αυτής της ποικιλόμορφης κίνησης. Γι’ αυτόν το λόγο εξάλλου στη συνέχεια του άρθρου υπάρχει ένα εκτενέστερο μέρος που αφορά την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων με βασικά συμπεράσματα για τη διαμόρφωση των κοινωνικών τάξεων.

Όμως μια συνοπτική παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων μπορεί να βοηθήσει για να δοθεί κωδικοποιημένη μια εικόνα της εποχής κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνουν χώρα οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις και διεργασίες, στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Το ενιαίο χαρακτηριστικό της περιόδου από το 1789 έως το 1814 είναι η ανατροπή του φεουδαρχικού καθεστώτος και η σταδιακή ισχυροποίηση της αστικής εξουσίας τόσο με τη μάχη της ενάντια στην αντεπανάσταση και τα υπολείμματα του παλιού καθεστώτος όσο και με τη συγκρότηση των θεσμών, των Συνταγμάτων και των νόμων του αστικού κράτους.

Μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις βασικές περιόδους στις οποίες χωρίζονται τα ιστορικά γεγονότα αυτών των 25 χρόνων: α) Από το 1789 έως το 1794, την περίοδο εκδήλωσης της Γαλλικής Επανάστασης, με εμβληματικά γεγονότα την κατάληψη της Βαστίλης, την κατάργηση των φεουδαρχικών προνομίων, τις συνεδριάσεις, τους νόμους και τα Συντάγματα της Εθνοσυνέλευσης, τη μάχη ενάντια στην αντεπανάσταση και την εξωτερική εισβολή, καθώς και την επαναστατική δικτατορία των Ιακωβίνων· β) από το 1794 έως το 1799, την περίοδο της Θερμιδωριανής αντίδρασης (μετά την ανατροπή των Ιακωβίνων την 9η του Θερμιδώρ – 27 Ιούλη 1794) και του Διευθυντηρίου, που καταστέλλονται και οι αντεπαναστατικές ενέργειες, αλλά και οι προωθημένες διεκδικήσεις των εναπομεινάντων οπαδών των Ιακωβίνων και πολιτικών ρευμάτων με λαϊκή αναφορά, ενώ λαμβάνουν χώρα οι εκστρατείες του Ναπολέοντα στην Ιταλία και την Αίγυπτο· γ) από το 1799 έως το 1814, την επονομαζόμενη ναπολεόντεια περίοδο, που ξεκινά με το πραξικόπημα του Ναπολέοντα τη 18η Μπρυμαίρ –9 Νοέμβρη 1799– και χαρακτηρίζεται από τη συνέχιση των πολέμων και την παράλληλη προώθηση αστικών μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό, με πιο χαρακτηριστική τη διαμόρφωση του Αστικού Κώδικα, γνωστού και ως Ναπολεόντειου Κώδικα.

Περιοριζόμαστε για λόγους οικονομίας σε αυτήν τη συνοπτική αναφορά, που προηγήθηκε, όσον αφορά τα πλούσια κατά τα άλλα ιστορικά γεγονότα των χρόνων 1789-1814, η οποία όμως δίνει την απαραίτητη βάση για να αναφερθούμε αναλυτικότερα στην περίοδο από τις αρχές του 19ου αιώνα έως την Κομμούνα του Παρισιού το 1871.

2022-5-IdE-1

 

Η ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΒΟΥΡΒΟΝΩΝ

Το διάστημα από το 1814-1830, που ακολουθεί μετά την ήττα του Ναπολέοντα, έχει μείνει γνωστό στην ιστοριογραφία ως η περίοδος της παλινόρθωσης της δυναστείας των Βουρβόνων και μοιράζεται ανάμεσα στη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΗ΄ (από το 1814 έως το θάνατό του το 1824) και τη βασιλεία του Καρόλου Ι΄ (έως το 1830).

Δεν πρόκειται όμως στην ουσία για μια παλινόρθωση του παλιού καθεστώτος (ancien régime) που έχει ανατραπεί με τη Γαλλική Επανάσταση. Το πλήγμα που είχαν δεχτεί την προηγούμενη περίοδο οι φεουδαρχικοί θεσμοί, οι αναδιαρθρώσεις της οικονομίας και η σχετικά μικρή, αλλά επαρκής ανάπτυξη του καπιταλισμού που είχαν μεσολαβήσει, καθιστούν μια επιστροφή στην προ του 1789 κατάσταση αντικειμενικά αδύνατη.

Αυτό επιβεβαιώνεται αρχικά από την ταχύτερη ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων την περίοδο της παλινόρθωσης των Βουρβόνων σε σχέση με πριν. Τα «ταραγμένα» χρόνια που προηγούνται, στα οποία δίνεται η μάχη για την επιβίωση της Γαλλικής Επανάστασης και τα διαδέχεται η λευκή τρομοκρατία της Θερμιδωριανής αντίδρασης, καθώς και η περίοδος των Ναπολεόντειων Πολέμων, είναι αντικειμενικό να επιδρούν επιβραδυντικά στην εξάπλωση του εμπορίου και των διεθνών οικονομικών σχέσεων της Γαλλίας και κατ’ επέκταση στους συνολικότερους ρυθμούς της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό το γεγονός αλλάζει σημαντικά μετά το 1815 τόσο λόγω της σχετικά πιο «σταθερής» πολιτικά κατάστασης όσο και κάτω από την επίδραση των πολιτικών ανατροπών την προηγούμενη περίοδο που λειτουργούν προωθητικά για την οικονομία.

Επίσης, σε πολιτικό επίπεδο η βασιλεία των Βουρβόνων υιοθετεί μέτρα ήδη από το 1814 (το βασικό αφορούσε την έκδοση καταστατικού χάρτη - Συντάγματος) που διατηρούν τον πυρήνα των αλλαγών που είχε επιφέρει η Γαλλική Επανάσταση και η ναπολεόντεια περίοδος, όπως αυτές που αφορούσαν την ιδιοκτησία στη γη, την κατάργηση των φεουδαρχικών προνομίων, τη διοικητική-κρατική διάρθρωση της Γαλλίας, το βασικό κορμό του Ναπολεόντειου Κώδικα, τον περιορισμό της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας κ.ά.3

Με την παλινόρθωση όμως των Βουρβόνων, επιστρέφουν στη Γαλλία και τα διάφορα τμήματα των ευγενών που είχαν φύγει στο εξωτερικό την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και ζητούν την πλήρη επαναφορά των προνομίων τους και του παλιού πολιτικού καθεστώτος. Επίσης, στην πολιτική διαπάλη συμμετέχουν και διάφορα τμήματα της αστικής τάξης με ετερόκλητα πολλές φορές συμφέροντα. Εμφανίζεται έτσι μια γκάμα αντίπαλων πολιτικών ρευμάτων, όπως οι λεγόμενοι «αδιάλλακτοι»-μοναρχικοί, οι οπαδοί της συνταγματικής μοναρχίας, οι υποστηρικτές των Βουρβόνων, αυτοί που ήθελαν στο θρόνο το γιο του Ναπολέοντα, οι φιλελεύθεροι, οι ορλεανιστές κ.ά., ενώ εκδηλώνονται και ρεύματα που εκφράζουν το επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος, καθώς και μικροαστικά στοιχεία της εποχής, όπως οι μικροαστοί δημοκράτες και οι ουτοπικοί σοσιαλιστές.

Βασικό ζητούμενο της διαπάλης είναι ο βαθμός επαναφοράς των προνομίων των ευγενών ή, αντίθετα, η παραπέρα επέκταση των συμφερόντων της αστικής τάξης. Η σύγκρουση παίρνει έντονα χαρακτηριστικά από πολύ νωρίς, καθώς κατά τη Δεύτερη Παλινόρθωση4 έχουμε τη βίαιη εκτόπιση δεκάδων χιλιάδων οπαδών του Ναπολέοντα από κρατικές θέσεις και τουλάχιστον 10.000 καταδικαστικές αποφάσεις από έκτακτα στρατοδικεία. Τα χρόνια που ακολουθούν δημιουργούνται μυστικές οργανώσεις από τμήματα της αστικής τάξης που ζητούν πιο προωθημένες αστικές μεταρρυθμίσεις και εναντιώνονται έντονα στην ανάκτηση των όποιων φεουδαρχικών προνομίων. Είναι οργανώσεις που μιμούνται εκείνες των καρμπονάρων στην Ιταλία και στο πλαίσιο αυτό σχεδιάζονται εξεγέρσεις κυρίως τα έτη 1821-1822, που αποτυγχάνουν. Συνεχής είναι και η εναλλαγή κυβερνήσεων ανάμεσα στους «αδιάλλακτους»-μοναρχικούς, τους φιλελεύθερους και τους συνταγματικούς-μοναρχικούς, είτε λόγω πολιτικών αλλαγών που προκύπτουν από εκλογές είτε λόγω ενεργειών του βασιλιά.

Έτσι, φτάνουμε στα τέλη της δεκαετίας του 1820 όπου έχουμε την οικονομική κρίση του 1826 στη Γαλλία –που ακολουθεί εκείνη του 1825 στην Αγγλία– καθώς και την άσχημη σοδειά της αγροτικής παραγωγής το 1830. Στις αρχές του 1830 συναντάμε για πρώτη φορά στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων το μελλοντικό σφαγέα της Παρισινής Κομμούνας, τον Αδόλφο Θιέρσο, ο οποίος μαζί με ορισμένους φιλελεύθερους αστούς και με τη χρηματοδότηση ενός εκ των μεγαλύτερων τραπεζιτών της εποχής, του Ζακ Λαφίτ, ιδρύει την εφημερίδα Νασιονάλ που, αντιπολιτευόμενη τη δυναστεία των Βουρβόνων, ζητά την αντικατάστασή της με εκείνη της Ορλεάνης.

Σε αυτό το γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό έδαφος λοιπόν, ορισμένα διατάγματα που εκδίδει ο Κάρολος Ι΄, μετά από πρόταση του υπουργού του Πολινιάκ, και αφορούσαν το μεγαλύτερο περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος και τον ασφυκτικότερο έλεγχο του Τύπου, γίνονται η θρυαλλίδα για να ξεσπάσει η επανάσταση του 1830.

 

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1830

Στις 26 Ιούλη 1830 ξεκινούν οι πρώτες συγκρούσεις στους δρόμους του Παρισιού και στις 28 Ιούλη η εξέγερση έχει γενικευτεί σε όλη την πόλη, της οποίας τα σοκάκια γεμίζουν με οδοφράγματα. Το βασικό ζητούμενο είναι η διασφάλιση του καταστατικού χάρτη του 1814 και η καθαίρεση της κυβέρνησης Πολινιάκ. Στις μάχες παίρνουν μέρος και ηγούνται κατά βάση οι διάφορες μυστικές οργανώσεις των αστών, όπως η «Πατριωτική Εταιρία», φοιτητές της Πολυτεχνικής Σχολής και τμήματα αξιωματικών που ήταν εναντίων της κυβέρνησης.5 Οι μάζες όμως των εξεγερμένων εκείνων των ημερών αποτελούνται από το λαό του Παρισιού, δηλαδή από τμήματα εργατών-χειροτεχνών και μικροαστικών στοιχείων, όπως μικροί καταστηματάρχες και χειροτέχνες ιδιοκτήτες μικρών εργαστηρίων.

Στις 29 Ιούλη οι εξεγερμένοι επιτίθενται και καταλαμβάνουν τα βασιλικά ανάκτορα που ήταν στο παλάτι του Κεραμικού, και ο Κάρολος Ι΄ παραιτείται και διαφεύγει στην Αγγλία. Μπροστά σε αυτήν την εξέλιξη σε συγκέντρωση στο σπίτι του τραπεζίτη Λαφίτ, όπου συμμετέχουν και αρκετοί φιλελεύθεροι αστοί, αποφασίζεται να προσφερθεί το στέμμα στο δούκα της Ορλεάνης Λουδοβίκο-Φίλιππο, που θεωρούνταν ότι ήταν πιο κοντά στα αστικά συμφέροντα.

Στην ουσία η επανάσταση του 1830 έβαλε τέρμα στις επιδιώξεις των πρώην εξόριστων ευγενών να ανακτήσουν τα πολιτικά προνόμια που είχαν χάσει. Και το γεγονός αυτό είχε μεγαλύτερη σημασία, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη κυριαρχούσε η σκιά της Ιεράς Συμμαχίας.

 

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΙΟΥΛΙΑΝΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ

Τα χρόνια της βασιλείας του Λουδοβίκου-Φίλιππου, από το 1830 έως το 1848, που έχουν μείνει γνωστά ως η περίοδος της Ιουλιανής Μοναρχίας, χαρακτηρίζονται από μια εκ νέου ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, αυτή η ανάπτυξη γίνεται κυρίως μέσω των τραπεζών, αλλά και μέσω τμημάτων του κεφαλαίου στη βιομηχανία, όπως η κατασκευή σιδηροδρόμων, η μεταλλουργία και η εξόρυξη άνθρακα.

Είναι χαρακτηριστικό αυτό που σημειώνει ο Μαρξ, ότι στην εποχή του Λουδοβίκου-Φίλιππου κυριαρχούσε μια μερίδα της αστικής τάξης που αποτελούνταν από «τραπεζίτες, βασιλιάδες του χρηματιστηρίου, βασιλιάδες των σιδηροδρόμων, ιδιοκτήτες των ορυχείων, κάρβουνου και σίδερου, ιδιοκτήτες των δασών, ένα μέρος των τσιφλικάδων που συνενώθηκαν με αυτούς –η λεγόμενη αριστοκρατία του χρήματος»6.

Αυτή ήταν και η βάση όξυνσης των ανταγωνισμών ανάμεσα σε αυτό το κομμάτι αστικής τάξης και σε εκείνο που διέθετε κεφάλαια σε μεταποιητικούς κλάδους της βιομηχανίας. Μια σειρά πολιτικές κατευθύνσεις που εφάρμοζαν οι διάφορες κυβερνήσεις της Ιουλιανής Μοναρχίας και ωφελούσαν αντικειμενικά το δυναμικό τότε κομμάτι της επονομαζόμενης «αριστοκρατίας του χρήματος» έβρισκαν αντίθετους εργοστασιάρχες της εποχής που είχαν επιδοθεί σε ένθερμο αντιπολιτευτικό αγώνα. Χρειάζεται να σημειώσουμε ότι αυτό, που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ως μεροληπτική πολιτική προς ένα τμήμα της αστικής τάξης, ήταν κάτι το αναγκαίο για την καπιταλιστική ανάπτυξη της εποχής, η οποία καθοριζόταν από εκείνα τα τμήματα του κεφαλαίου που ήταν πιο ανεπτυγμένα. Έτσι, η διόγκωση του κρατικού χρέους ήταν απαραίτητη για την ενίσχυση των τραπεζών, του χρηματιστηρίου και της κατασκευής του σιδηρόδρομου, ακόμη και αν αυτό σήμαινε φορολογικά βάρη για άλλα τμήματα του κεφαλαίου,7 ενώ, όπως θα δούμε και στο επόμενο κεφάλαιο, η επιβολή δασμών στην εισαγωγή άνθρακα ήταν αναγκαία για την προστασία της εγχώριας βιομηχανίας εξόρυξης, όμως αυτό σήμαινε ακριβότερη πρόσβαση στον άνθρακα για τα υπόλοιπα τμήματα της βιομηχανίας.

Παράλληλα, η καπιταλιστική ανάπτυξη εκείνων των χρόνων σήμαινε και ένταση της εκμετάλλευσης και της εξαθλίωσης του προλεταριάτου και των λαϊκών τμημάτων του πληθυσμού. Οι άθλιες και πολύωρες συνθήκες εργασίας με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι και γυναίκες που εντάσσονται στην παραγωγή, αλλά και μικρά παιδιά καθώς και εκτεταμένα φαινόμενα ζητιανιάς και μαζικής φτώχειας (τη δεκαετία 1840-1850 υπάρχουν στοιχεία για 250.000 ζητιάνους και 3.000.000 εγγεγραμμένους σε φιλανθρωπικά ταμεία)8, οδηγούν σε πολλές και μαζικές απεργίες καθ’ όλη την περίοδο 1830-1848. Οι περισσότερες από αυτές εξελίσσονται σε ένοπλες εξεγέρσεις και καταλήγουν με τη βίαιη καταστολή του προλεταριάτου. Χαρακτηριστική είναι η κατάπνιξη της εξέγερσης της 13ης και 14ης Απρίλη του 1834 στο Παρίσι, που έμεινε με μελανά χρώματα στη μνήμη του παρισινού προλεταριάτου, ιδιαίτερα για το «έγκλημα» –όπως ονομάστηκε– της οδού Τρανσονάν, όπου οι στρατιώτες του καθεστώτος σφαγίασαν άοπλους ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά.

Εκείνες τις δεκαετίες, ιδιαίτερα ανεπτυγμένες ως μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης ήταν, ήδη από προηγούμενη περίοδο, οι «συντροφιές» ή «αδελφότητες», που λειτουργούσαν σε συντεχνιακή βάση και αφορούσαν κατά βάση τους ειδικευμένους χειροτέχνες, ενώ παράλληλα υπήρχαν και οι λεγόμενες «ενώσεις αλληλοβοήθειας». Εμφανίζονται επίσης και μυστικές πολιτικές οργανώσεις με προλεταριακή αναφορά, με πιο γνωστές την «Εταιρία των οικογενειών» και την «Εταιρία των εποχών του έτους» που ιδρύθηκαν από τον Μπλανκί. Αυτές οι μυστικές εταιρίες, που από τη φύση τους δεν μπορούσαν να έχουν πλατιά επίδραση στην εργατική τάξη, σύντομα είτε εξαρθρώθηκαν από το αστικό κράτος είτε εκμηδενίστηκαν μετά από αποτυχημένες απόπειρες εξεγέρσεων όπως εκείνη στις 12 Μάη 1839 στο Παρίσι, όπου πήραν μέρος μονάχα μερικές εκατοντάδες μέλη της «Εταιρίας των εποχών του έτους».9 Τέλος, εκείνα τα χρόνια διαδίδονται αρκετά οι αντιλήψεις εκπροσώπων του μικροαστικού σοσιαλισμού, όπως των Λουί Μπλαν και Προυντόν.10

Μέσα σε αυτό το γενικό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, οδηγούμαστε στην επανάσταση του 1848 που έχει αστικοδημοκρατικό περιεχόμενο. Ο Μαρξ, συνοψίζοντας τους παράγοντες που οδήγησαν στα επαναστατικά γεγονότα του 1848, αναφέρει: α) Τη διάσπαση στο εσωτερικό της αστικής τάξης λόγω της όξυνσης των ενδοαστικών αντιθέσεων που περιγράψαμε και εξαιτίας αποτυχιών στην εξωτερική πολιτική. β) Τη γενικευμένη αγανάκτηση εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων λόγω της επιδείνωσης της θέσης τους και γ) τις οικονομικές εξελίξεις που αφορούσαν στις κακές σοδειές του 1845 και 1846, καθώς και το ξέσπασμα της «γενικής εμπορικής και βιομηχανικής κρίσης» του 1847.11

 

 

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1848

Το ξέσπασμα της επανάστασης είχε ως αφορμή την όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους φιλελεύθερους αστούς βουλευτές και την κυβέρνηση που είχε διορίσει ο Λουδοβίκος-Φίλιππος. Όπως σημείωνε ο Ένγκελς, σε αυτήν την αντιπαράθεση συμμετείχαν ολοένα και πιο ριζοσπαστικά τμήματα της αστικής τάξης των μικροαστών, όμως «πίσω απ’ αυτούς βρίσκονταν οι επαναστάτες εργάτες, και οι εργάτες αυτοί είχαν αποχτήσει από το 1830 πολύ μεγαλύτερη πολιτική αυτοτέλεια απ’ ό,τι το υποπτεύονταν οι αστοί και οι δημοκρατικοί ακόμα. Τη στιγμή της κρίσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση, οι εργάτες άρχισαν τις μάχες στους δρόμους»12.

Στις 23 Φλεβάρη 1848 η εξέγερση έχει γενικευτεί και το Παρίσι γέμισε με περισσότερα από 1.500 οδοφράγματα. Την επόμενη μέρα, στις 24 Φλεβάρη, οι εξεγερμένοι κατέλαβαν το παλάτι του Κεραμικού, πήγαν το βασιλικό θρόνο στην πλατεία της Βαστίλης και τον έκαψαν.13 Η Ιουλιανή Μοναρχία ανατράπηκε, ανακηρύχθηκε η αστική δημοκρατία και σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση.

Από αυτό το σημείο ξεκινά ένας αγώνας δρόμου ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη έως τα επαναστατικά γεγονότα του Ιούνη του 1848, που σηματοδότησαν ουσιαστικά το θεμελιακό διαχωρισμό τους.

Η εργατική τάξη ζητά ακόμα περισσότερες κατακτήσεις και δικαιώματα, και προώθηση της επανάστασης, χωρίς όμως να μπορεί να διαμορφωθεί διακριτός πολιτικός στόχος μέσα από τα συνθήματα περί «κοινωνικής δημοκρατίας» και «οργάνωσης της εργασίας» που ήταν βαθιά επηρεασμένα από τις αντιλήψεις του μικροαστικού σοσιαλισμού του Λουί Μπλαν. Αντίθετα, οι εκμεταλλευτές της, «μόλις ένιωσαν λίγο-πολύ στέρεο το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, ο πρώτος σκοπός που επιδίωξαν ήταν ν’ αφοπλίσουν τους εργάτες»14.

Στο στρατόπεδο της εργατικής τάξης ιδρύονται μυστικές οργανώσεις κι επαναστατικές λέσχες στις οποίες πρωτοπόρο ρόλο διαδραματίζουν οι Μπλανκί και Ρασπάιγ. Στο στρατόπεδο της αστικής τάξης σχηματίζονται ένοπλα τμήματα όπως η Κινητή Φρουρά, που αποτελείται από νέους με μικρή έως καθόλου πείρα από τα γεγονότα του 1830 και από λούμπεν στοιχεία της εποχής και φτάνει να αριθμεί σταδιακά δεκάδες χιλιάδες ένοπλους.15

Η σύγκρουση κορυφώθηκε στις 22-26 Ιούνη, όπου περίπου 45.000 εργάτες αντιμετώπισαν, οχυρωμένοι πίσω από οδοφράγματα που έφταναν έως και τέσσερις ορόφους σε ύψος, περίπου 250.000 στρατιώτες της αστικής κυβέρνησης. Όπως γράφει ο Ένγκελς: «Ύστερα από ηρωικό αγώνα που κράτησε πέντε μέρες, οι εργάτες νικήθηκαν.» Και αυτήν την ήττα, την ακολούθησε μια πρωτόγνωρη σφαγή των εργατών σε όλο το Παρίσι, που έδειξε τη σκληρότητα που είναι ικανή να φτάσει η αστική τάξη ενάντια στο προλεταριάτο που έχει αμφισβητήσει την εξουσία της.16

Τη μεγάλη σημασία της επανάστασης του Ιούνη του 1848 σημείωσε ο Μαρξ, αναδεικνύοντας το τι πραγματικά καινούργιο θεμελίωσε: «…ύστερα από τον Ιούνη, η επανάσταση σήμαινε: ανατροπή της αστικής κοινωνίας, ενώ πριν το Φλεβάρη σήμαινε: ανατροπή της μορφής του κράτους». Και έτσι, «αφού βουτήχτηκε στο αίμα των εξεγερμένων του Ιούνη, η τρίχρωμη σημαία έγινε η σημαία της ευρωπαϊκής επανάστασης: Η κόκκινη σημαία!»17

Αυτή η πανευρωπαϊκή σημασία της επανάστασης του Ιούνη του 1848 φαίνεται από το γεγονός ότι οι Μαρξ και Ένγκελς το 1850 διατυπώνουν τα βασικά συμπεράσματα για να διασφαλιστεί σε όλα τα αστικοδημοκρατικά επαναστατικά γεγονότα της Ευρώπης η αυτοτέλεια της εργατικής τάξης και ο διαχωρισμός της από την αστική τάξη και τους μικροαστούς, με βάση την πείρα της Γαλλίας. Όπως σημείωναν εξάλλου, με μια συνένωση με τους μικροαστούς δημοκράτες το προλεταριάτο «θα έχανε όλη την αυτοτελή και με κόπο εξαγορασμένη θέση του και θα ξανάπεφτε σε κατάσταση εξαρτήματος της επίσημης αστικής δημοκρατίας». Τόνιζαν ότι η εργατική τάξη πρέπει να έχει τη δική της ανεξάρτητη οργάνωση εργατικού κόμματος, να πάρει στα χέρια της την καθοδήγηση του αγώνα της, να προβάλει τις δικές της αυτοτελείς διεκδικήσεις και να αποτρέψει με κάθε τρόπο τον αφοπλισμό της ή την παράδοση των όπλων.18

Μετά την ήττα της εργατικής τάξης τον Ιούνη του 1848 ακολουθούν μια σειρά πολιτικά γεγονότα στα οποία κυριαρχεί η διαπάλη ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης, αλλά και τμήματα μικροαστών για τη μορφή της αστικής εξουσίας, τους όρους σταθεροποίησής της και το εύρος των πολιτικών ελευθεριών.

Για να σταθεροποιηθεί όμως η αστική εξουσία, απαιτούνταν μετά την επανάσταση του Φλεβάρη του 1848, με την οποία ανατράπηκε το καθεστώς της Ιουλιανής Μοναρχίας, να παρθούν όλα τα μέτρα ώστε να ηττηθούν όσοι θα απειλούσαν την εξουσία των αστών και να διασφαλιστεί η πλήρης σταθερότητα του πολιτικού της συστήματος. Η αρχή έγινε με τη σφαγή των εργατών τον Ιούνη και ακολούθησαν οι πολιτικές ήττες κι εκτοπίσεις μικροαστικών στοιχείων και η όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε μερίδες του αστικού πολιτικού συστήματος.

Όπως έγραψε ο Μαρξ, κάθε φάση του 1789-1793 προωθούσε σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικό επίπεδο την επανάσταση, ενώ, αντίθετα, κάθε φάση του 1848-1852 την τραβούσε σε ολοένα και πιο αντιδραστική κατεύθυνση.19 Οδηγηθήκαμε έτσι σε αυτό που χαρακτηρίστηκε ως «πραξικόπημα» του Ναπολέοντα Γ΄ (γνωστού και ως Λουδοβίκου Βαναπάρτη) στις 2 Δεκέμβρη 1851 και ένα χρόνο αργότερα στην ανακήρυξη της Δεύτερης Αυτοκρατορίας.

Σχολιάζοντας ο Μαρξ την ικανότητα του Ναπολέοντα Γ΄ να διασφαλίσει τη σταθερότητα της αστικής εξουσίας, παρότι το πρόσωπό του δεν έχαιρε γενικότερης αποδοχής, έγραψε χαρακτηριστικά: «Η πάλη των τάξεων στη Γαλλία οδήγησε σε τέτοιες συνθήκες και σχέσεις, που έδωσαν τη δυνατότητα σ’ ένα μέτριο και γελοίο πρόσωπο να παίξει το ρόλο του ήρωα.»20

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Η περίοδος μετά την αυτοανακήρυξη του Ναπολέοντα Γ΄ σε αυτοκράτορα έως την ανατροπή του το Σεπτέμβρη του 1870 χαρακτηρίστηκε ως Δεύτερη Αυτοκρατορία, διεκδικώντας το ρόλο της συνέχισης της αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη.

Πρόκειται για σχεδόν δύο δεκαετίες στις οποίες παρουσιάζεται μια σχετικά μεγαλύτερη σταθερότητα της αστικής εξουσίας, καθώς από τη μια μεριά το καθεστώς του Ναπολέοντα Γ΄ επιβάλλει τα πιο σκληρά μέτρα για την καταστολή του εργατικού κινήματος και ταυτόχρονα η γαλλική οικονομία χαρακτηρίζεται από σημαντική ώθηση της ανάπτυξης των διάφορων κλάδων της βιομηχανίας. Έτσι, για μεγάλο διάστημα υπάρχει μια σχετική άμβλυνση τόσο των ενδοαστικών αντιθέσεων όσο και των αντιδράσεων από τη μεριά της εργατικής τάξης που έχει δεχτεί μεγάλο πλήγμα από την καταστολή της επανάστασης του 1848.

Σταδιακά όμως αυτή η εικόνα αλλάζει και σε αυτό συμβάλλουν αρκετοί παράγοντες.

Η εκδήλωση δύο καπιταλιστικών κρίσεων, το 1857 και το 1866-1867, δυσχεραίνουν σημαντικά τους όρους διαβίωσης της εργατικής τάξης κι επιδρούν ταυτόχρονα στην καταστροφή μεγάλου μέρους των μικροαστικών στρωμάτων. Αυτό προστίθεται στις ήδη άσχημες συνθήκες που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη στα εργοστάσια της εποχής, αλλά και τα μικροαστικά στρώματα, που πιέζονται από τη μεγαλύτερη εκείνη την περίοδο ανάπτυξη της βιομηχανίας.

Έτσι, κάνουν την εμφάνισή τους ξανά μαζικές αντιδράσεις και απεργίες της εργατικής τάξης, όπως αυτές του 1869 στα ορυχεία του Λουάρ και του Κρεζό.21 Ιδρύονται επίσης και νέες εργατικές οργανώσεις που είναι, σ’ ένα βαθμό, απαλλαγμένες από τα εμπόδια των προηγούμενων μορφών και προσεγγίζουν περισσότερο σε συνδικαλιστικές οργανώσεις.22 Επίσης, σε πολιτικό επίπεδο, ώθηση στον αγώνα των εργατών δίνει η ίδρυση των πρώτων τμημάτων της Α΄ Διεθνούς το 1865, στα οποία κυριαρχούν όμως οι οπαδοί του Μπλανκί και του Προυντόν. Παράλληλα, εμφανίζονται και πολιτικές δυνάμεις με μικροαστικές αναφορές που θεωρούσαν ότι είναι συνεχιστές των γιακωβίνικων παραδόσεων και ασκούν επιρροή τόσο στην ταξική πάλη της περιόδου όσο και στα μετέπειτα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας.23

Ο καθοριστικός ίσως παράγοντας που επιδρά καταλυτικά στην επιτάχυνση των εξελίξεων που μας οδηγούν στην Κομμούνα είναι ο μεγαλύτερος ρόλος που παίζουν σε σχέση με το παρελθόν οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη της εποχής, λόγω και της μεγάλης εξάπλωσης, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, των αποικιών. Από το 1852 έως το 1870 η Γαλλία εμπλέκεται στον Κριμαϊκό Πόλεμο εναντίον της Ρωσίας (1853-1858), διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Κίνας και του Βιετνάμ (1858-1860), στο Μεξικό (1862-1867), σε αντιπαράθεση με ΗΠΑ και Αγγλία. Παρόμοια είναι η εικόνα και σε διπλωματικό επίπεδο, καθώς, για παράδειγμα, συνάπτει νέες εμπορικές σχέσεις με την Αγγλία, ενώ την ίδια στιγμή προωθεί τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ, από την οποία επωφελείται το γαλλικό κεφάλαιο και βρίσκει την αντίδραση των Άγγλων. Επίσης το 1866 τηρεί ουδέτερη στάση –ύστερα από συμφωνία του Ναπολέοντα Γ΄ με τον Μπίσμαρκ– στον πόλεμο Πρωσίας-Αυστρίας, που επιτρέπει τη νίκη των Πρώσων, ενώ στην πορεία, το 1867, η Γαλλία βρίσκεται μπροστά στο τετελεσμένο της ίδρυσης της Βορειογερμανικής Ομοσπονδίας και συναντά την άρνηση του Μπίσμαρκ να τηρήσει την προπολεμική συμφωνία.24

Όλες αυτές οι διεθνείς αντιθέσεις ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη της εποχής επιδρούν στο εσωτερικό της Γαλλίας με οικονομικές επιπτώσεις και αλλαγή της οικονομικής ισχύος καπιταλιστών, επιχειρήσεων, ακόμα και μερίδων της αστικής τάξης, καθώς και με την όξυνση ενδοαστικών αντιθέσεων και την επιτάχυνση πολιτικών διεργασιών.

Το αποκορύφωμα είναι η κήρυξη του Γαλλοπρωσικού Πολέμου το καλοκαίρι του 1870, στον οποίο τα γαλλικά στρατεύματα γνωρίζουν διαδοχικές ήττες, με μεγαλύτερη εκείνη στη μάχη του Σεντάν στις 2 Σεπτέμβρη 1870, που πυροδοτεί την ανατροπή του Ναπολέοντα Γ΄ και το σύνολο των εξελίξεων των επόμενων μηνών, που θα μας οδηγήσουν στην επανάσταση της 18ης Μάρτη 1871 και την ανακήρυξη λίγες μέρες αργότερα της Κομμούνας του Παρισιού.

 

ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΙΣΙΝΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

Στο ξέσπασμα της Παρισινής Κομμούνας το 1871 οδηγηθήκαμε μέσα από τις συγκεκριμένες εξελίξεις της περιόδου από το καλοκαίρι του 1870 έως και το Μάρτη του 1871, και σίγουρα τα ιστορικά γεγονότα των δεκαετιών που προηγήθηκαν πρόσφεραν την τότε πείρα της ταξικής πάλης για τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, της εργατικής και της αστικής τάξης, που συγκρούστηκαν εκείνες τις 72 μέρες.

Όμως ο καθοριστικότερος, ο πιο βασικός αλλά και ταυτόχρονα ο σχετικά πιο αθέατος παράγοντας, που έκανε νομοτελειακή μια τέτοια ταξική σύγκρουση σαν την Κομμούνα εκείνη την ευρύτερη περίοδο, είναι η ανάπτυξη και επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Στην ενότητα που ακολουθεί θα παρουσιάσουμε ένα βασικό περίγραμμα αυτής της διαδικασίας στη Γαλλία από το 1789 έως και τις αρχές του 20ού αιώνα.

Το βασικό ζήτημα μιας τέτοιας περιγραφής δεν είναι απλά να παραθέσουμε ορισμένους οικονομικούς δείκτες, αλλά να δούμε το πώς ο ιδιαίτερος και συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο εξαπλώνεται η νέα –για την εποχή– εκμεταλλευτική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική τάξη επιδρά στις συγκριμένες εκδηλώσεις και μορφές της ταξικής πάλης.

Για παράδειγμα, ο ρυθμός ανάπτυξης του κεφαλαίου αποκαλύπτει το ρυθμό με τον οποίο διαμορφώνεται και συγκροτείται η εργατική τάξη. Ταυτόχρονα όμως η μορφή που παίρνουν οι καπιταλιστικές σχέσεις, δηλαδή το εάν συνυπάρχουν μορφές όπως της συνεργατικής εργασίας και της μανιφακτούρας, αλλά και ο βαθμός στον οποίο κυριαρχεί η βιομηχανία, δίνει τη βάση για καταλάβουμε τη μορφή που έχουν τα διάφορα τμήματα της εργατικής τάξης, ποιο από αυτά κυριαρχεί ως προς τον αριθμό και τη συγκρότησή του σε κάθε περίοδο, και επομένως τα χαρακτηριστικά που αποκτά η ταξική πάλη σε όλα της τα επίπεδα.

Ιδιαίτερα εάν σε αυτά συνυπολογίσουμε το βαθμό συγκέντρωσης του κεφαλαίου με το ταυτόχρονο βάθεμα του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, δηλαδή την όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, καθώς και το μέτρο στο οποίο το βιομηχανικό κεφάλαιο έχει κυριαρχήσει πάνω στο εμπορικό και το πιστωτικό κεφάλαιο, μπορούμε πιο συγκεκριμένα να εντοπίσουμε το ρόλο κάθε τάξης στην κοινωνική εξέλιξη. Γίνεται δηλαδή φανερό το γιατί η αστική τάξη περνά στην αντιδραστική πλευρά της κοινωνικής εξέλιξης και το γιατί η εργατική τάξη αποτελεί τη νέα, πρωτοπόρα κοινωνική δύναμη.

Με αυτόν τον τρόπο το κομβικό συμπέρασμα, που επιβεβαιώνεται από τη συνοπτική παρουσίαση που ακολουθεί, είναι ότι από τη μια πλευρά, όπως χαρακτηριστικά σημείωνε ο Ένγκελς, ο καπιταλισμός στη Γαλλία είχε αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό την εποχή της Κομμούνας, όπου κάθε εξέγερση δε θα μπορούσε παρά να έχει μόνο προλεταριακό χαρακτήρα.25

Από την άλλη πλευρά, θα δούμε ότι η βασική αντίθεση του καπιταλισμού δεν είχε οξυνθεί στο επίπεδο που αυτό θα γινόταν την εποχή του ιμπεριαλισμού, και αυτό αποτελούσε το αντικειμενικό έδαφος που περιόριζε τη δυνατότητα νίκης της Παρισινής Κομμούνας. Όπως έγραφε ο Λένιν:

«Για να νικήσει η κοινωνική επανάσταση πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο όροι: Υψηλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και κατάλληλη προετοιμασία του προλεταριάτου. Το 1871 όμως και οι δύο αυτοί όροι δεν υπήρχαν. Ο γαλλικός καπιταλισμός ήταν ακόμη αδύνατα αναπτυγμένος και η Γαλλία ήταν τότε χώρα κυρίως των μικροαστών (βιοτέχνες, αγρότες, μικροκαταστηματάρχες κ.ά.).»26

Αυτή η οικονομική βάση έχει επίδραση στην ίδια την ταξική πάλη και τη συγκρότηση του εργατικού κινήματος, καθώς, όπως συνεχίζει ο Λένιν στο ίδιο απόσπασμα: «Από την άλλη μεριά, δεν υπήρχε εργατικό κόμμα, δεν υπήρχε προετοιμασία και μακρόχρονη εξάσκηση της εργατικής τάξης που στη μεγάλη πλειοψηφία της δεν καταλάβαινε και πολύ καθαρά τα καθήκοντά της και τους τρόπους της πραγματοποίησής τους. Δεν υπήρχε ούτε σοβαρή πολιτική οργάνωση του προλεταριάτου, ούτε μαζικά συνδικάτα και συνεταιριστικές ενώσεις...»27

 

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1789

Το ιστορικά αδιαμφισβήτητο στοιχείο είναι ότι η οικονομία της Γαλλίας στις παραμονές του ξεσπάσματος της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης κυριαρχείται από την αγροτική παραγωγή. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της εποχής, στο εθνικό εισόδημα της Γαλλίας το 1789 η συμμετοχή της αγροτικής παραγωγής έφτανε περίπου στο ύψος των 1,8 δισεκατομμυρίων λιβρών28, ενώ η συμμετοχή των διάφορων κλάδων της μεταποίησης έφτανε στο ύψος των 600 εκατομμυρίων λιβρών29.

Όμως αυτή η εικόνα είναι σε μεγάλο βαθμό παραπλανητική για το είδος των σχέσεων παραγωγής που κυριαρχούσαν πλέον στη γαλλική κοινωνία. Η σημαντική ανάπτυξη του εμπορίου, η διεύρυνση της αγοράς και των ανταλλαγών, που έχει προηγηθεί για περίπου δύο έως τρεις αιώνες, έχει ανατρέψει την οικονομική κυριαρχία των φεουδαρχικών σχέσεων που μεσουρανούσαν για τουλάχιστον 1.000 χρόνια έως το 15ο και 16ο αιώνα. Πλέον στη Γαλλία στα τέλη του 18ου αιώνα οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δε δρούσαν απλά διαβρωτικά για την παλιά φεουδαρχική κοινωνία, αλλά είχαν αναλάβει τα ηνία της οικονομικής ζωής. Φυσικά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είχε αρκετό δρόμο ακόμη να διανύσει έως ότου να παραγκωνίσει οριστικά κάθε φεουδαρχικό στοιχείο στην οικονομία, όμως ήδη ήταν φανερό ότι άφηνε τα ανεξίτηλα σημάδια του σε όλες τις πτυχές της γαλλικής οικονομίας.

Χαρακτηριστική είναι η ανάπτυξη του εμπορίου που η καθολική του επικράτηση αποτελεί τυπική ένδειξη, αλλά και παράγοντα της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Το εξωτερικό εμπόριο της Γαλλίας στο διάστημα 1716-1789 τριπλασιάστηκε για τα προϊόντα του αγροτικού τομέα και της μεταποίησης και δεκαπλασιάστηκε για τα εμπορεύματα που προέρχονταν από τις αποικίες, οι οποίες διαδραμάτιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των νέων τότε αστικών σχέσεων παραγωγής.30 Παρόμοια εξελίσσεται και το εσωτερικό εμπόριο, καθώς σε πολλές περιοχές της Γαλλίας πολλαπλασιάζονται οι υπαίθριες αγορές που διοργανώνονται και ταυτόχρονα τριπλασιάζονται ή και τετραπλασιάζονται31 οι αξίες (σε λίβρες) των εμπορευμάτων που διακινούνται σε αυτές τις αγορές32.

Όλα αυτά αποτελούν νέα φαινόμενα που ταράζουν τα βαλτωμένα νερά της παλιάς κοινωνίας. Η επέκταση, για παράδειγμα, του εμπορίου στα σιτηρά, που ήταν τυπικά προϊόντα της αγροτικής παραγωγής, έχει ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει έντονη πολιτική διαπάλη για πολλά χρόνια στη Γαλλία για το εάν το εμπόριο σιτηρών αποτελεί στοιχείο ανάπτυξης που θα επιλύσει φαινόμενα λιμού σε περιοχές της Γαλλίας ή στοιχείο κερδοσκοπίας που εκμεταλλεύεται την πείνα των εξαθλιωμένων τμημάτων του πληθυσμού.33 Έτσι, η θέσπιση ασφυκτικών νόμων που έλεγχαν το εμπόριο και τις τιμές στα αγροτικά προϊόντα, οι οποίοι διατηρήθηκαν για δεκαετίες, ήταν η απέλπιδα προσπάθεια να τιθασευτούν οι αμείλικτοι νόμοι της αγοράς από την κοινωνία της εποχής που δεν είχε συνηθίσει την «αδιάκριτη» επέκταση του εμπορίου σε όλες τις πτυχές της ζωής της.

Παράλληλα με το εμπόριο αναπτύσσονταν και οι μεταφορές, τόσο οι χερσαίες όσο και οι πλωτές. Ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα ξεκίνησε η πιο εντατική διάνοιξη δρόμων, με τα ποσά που δαπανούνταν να υπερδεκαπλασιάζονται μέσα σε έναν αιώνα, φτάνοντας στο τέλος της δεκαετίας του 1780 τα 9,5 εκατομμύρια λίβρες το χρόνο, και στην περίοδο 1740-1780 να κατασκευάζονται ή να επιδιορθώνονται περίπου 25.000 χιλιόμετρα δρόμων.34 Το συνολικό πλωτό δίκτυο των μεγάλων ποταμών της Γαλλίας, όπως ο Λίγηρας, ο Σηκουάνας και ο Ροδανός ποταμός, ξεπερνούσε τα 8.000 χιλιόμετρα, ακόμη 1.000 χιλιόμετρα ήταν τα κατασκευασμένα κανάλια και μαζί με τις παράκτιες θαλάσσιες διαδρομές αποτελούσαν όλη εκείνη την περίοδο μια σταθερή δίοδο μεταφοράς ποικίλων εμπορευμάτων, ανάμεσά τους μεγάλων ποσοτήτων ξυλείας και σιδήρου.35

Αυτή η ανάπτυξη του δικτύου των μεταφορών κάνει πιο σύντομα τα ταξίδια (που διαρκούν όμως ακόμη μερικές βδομάδες) και έτσι επιταχύνει σχετικά με το παρελθόν τις εμπορικές συναλλαγές. Ταυτόχρονα δημιουργεί όχι μόνο νέους εμπορικούς δρόμους, αλλά και νέους «δρόμους» υπόσκαψης των φεουδαρχικών σχέσεων. Παράπλευρα σε αυτό το δίκτυο μεταφορών εμφανίζονται εμπορικές δραστηριότητες που αφορούν τη διατροφή και τη διανυκτέρευση των ταξιδιωτών, την επισκευή και ενοικίαση κάρων αλλά και ζώων, στις οποίες εμπλέκονται τμήματα των αγροτικών πληθυσμών της υπαίθρου. Επίσης, για να κατασκευαστεί αυτό το δίκτυο απαιτούνται περισσότεροι μηχανικοί (που σε μια πορεία θα αποτελέσουν είτε στοιχεία της ανερχόμενης αστικής τάξης είτε θα στελεχώσουν το κατοπινά υπό διαμόρφωση αστικό κράτος), αλλά και εργατική δύναμη, για την οποία επιτάσσονται χωρικοί των επαρχιών36.

Η αγροτική παραγωγή, που ήταν ο βασικός τομέας των φεουδαρχικών σχέσεων, δε δέχεται την επίδραση των καπιταλιστικών σχέσεων μονάχα μέσω του εμπορίου και των μεταφορών, αλλά και με την εμφάνισή τους στο εσωτερικό της. Σε αυτό, ρόλο παίζει η ιδιαίτερη μορφή που έχει η φεουδαρχία στη Γαλλία κατά το 17ο και 18ο αιώνα, όπου οι χωρικοί ήταν εξαρτημένοι από τους γαιοκτήμονες στις έγγειες και δικαστικές σχέσεις, αλλά ήταν νομικά ελεύθεροι, με τις περιπτώσεις προσωπικής δουλοπαροικής εξάρτησης να αποτελούν σπάνιες εξαιρέσεις. Αυτό σήμαινε ότι οι γαιοκτήμονες μπορεί να είχαν την ιδιοκτησία όλων των τίτλων αγοραπωλησίας γης, το δικαίωμα επιβολής και συλλογής φορολογίας, μονοπώλησης του αλέσματος, το αποκλειστικό δικαίωμα στο κυνήγι κ.ά. Όμως δεν είχαν κυριότητα πάνω στον ατομικό χωρικό.

Έτσι σταδιακά δημιουργείται κατά περιπτώσεις μια πιο ρευστή κατάσταση που διαβρώνει τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής με τρεις τρόπους: Αρχικά αρκετοί χωρικοί, εκτός από την αγροτική παραγωγή, ξεκινούν να εργάζονται και σε μανιφακτούρες στη μεταποίηση και έτσι υπάγονται στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου. Επίσης αυτή η μορφή των φεουδαρχικών σχέσεων αφήνει περιθώρια για την εμφάνιση τμήματος του πληθυσμού της υπαίθρου που ασχολείται με την αγροτική παραγωγή με όρους εμπορίου και αποτελεί σε μια πορεία δυνητικό κομμάτι της αστικής τάξης. Ταυτόχρονα εμφανίζεται μια διαδικασία σχετικής αστοποίησης ορισμένων ευγενών, που ασχολούνται με καπιταλιστικούς όρους με την εκμετάλλευση της γης κυρίως στη Βόρεια Γαλλία.37

Τέλος, η υποχώρηση των φεουδαρχικών σχέσεων είναι φανερή και στις πόλεις της Γαλλίας. Παρότι σε όλο το πρώτο μισό του 18ου αιώνα διατηρούνται μια σειρά περιορισμοί του συστήματος της συντεχνίας, η μανιφακτούρα έχει ήδη αρχίσει και αναπτύσσεται σημαντικά και σε μια πορεία οδηγούμαστε και στην κατάργηση των συντεχνιακών εμποδίων.

Έτσι κάνουν την εμφάνισή τους μανιφακτούρες που απασχολούν χιλιάδες εργάτες κυρίως στην υφαντουργία μάλλινων και λινών, αλλά πολύ περισσότερο στη βαμβακουργία που είναι νέος τομέας και δε βρίσκει στο «διάβα» της συγκροτημένες συντεχνίες. Στην Αμπεβίλ, για παράδειγμα, προς τα τέλη του 18ου αιώνα στη μανιφακτούρα υφαντών του van Robais απασχολούνταν 1.800 εργάτες από την πόλη και ακόμη 10.000 από την ύπαιθρο της περιοχής.38 Μεγάλες μανιφακτούρες έχουμε και στη μεταλλουργία, όπου παρατηρούνται και τα πρώτα περιορισμένα σημάδια βιομηχανοποίησης. Το πιο γνωστό παράδειγμα αποτελεί το μεταλλουργικό εργοστάσιο της περιοχής του Κρεζό, όπου τα ανθρακωρυχεία συγχωνεύτηκαν με την παραγωγή χυτοσιδήρου με τα χυτήρια και τα υαλουργεία. Στην παραγωγή χυτοσιδήρου δούλευαν σχεδόν 600 εργάτες, στα ανθρακωρυχεία (στο Ανζίν) περίπου 4.000 εργάτες και χρησιμοποιούνταν επίσης 12 ατμοκίνητες μηχανές, με τα έσοδα της εταιρίας να φτάνουν τα 1,2 εκατ. λίβρες. Παραδείγματα μικρότερης κλίμακας έχουμε και σε άλλους κλάδους, όπως της αλιείας και των κατασκευών, ιδιαίτερα στο Παρίσι όπου η σημασία του ως κέντρου εμπορίου, μανιφακτούρας –και φυσικά λόγω της πολιτικής του βαρύτητας– εκτινάσσει την κατασκευή σπιτιών, δημόσιων και επιχειρηματικών κτηρίων.39

 

19ο ΑΙΩΝΑΣ: ΟΙ ΝΕΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ...

Ο 19ος αιώνας στη Γαλλία είναι ουσιαστικά η περίοδος ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής, όπου παραμερίζονται όχι μόνο τα τελευταία υπολείμματα του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, αλλά και πιο σταδιακά η συνεργατική μορφή εργασίας και η μανιφακτούρα. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας στα χρόνια που μεσολαβούν από την παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβόνων το 1815 έως το Γαλλοπρωσικό Πόλεμο το 1870 αλλάζει την όψη του γαλλικού καπιταλισμού, διαμορφώνοντας τους οικονομικούς όρους εκδήλωσης της ταξικής σύγκρουσης της Κομμούνας του Παρισιού.

Το βασικότερο γεγονός είναι ότι η ανάπτυξη της βιομηχανίας διαμορφώνει την εργατική τάξη προσδίδοντάς της πιο ενιαία χαρακτηριστικά σε σχέση με τις άλλες μορφές τις καπιταλιστικής παραγωγής γιατί, όπως σημειώνει ο Μαρξ Στο Κεφάλαιο, οι μηχανές μπορούν να λειτουργήσουν –εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις– μόνο στα χέρια της άμεσα κοινωνικοποιημένης εργασίας40. Επίσης, η επέκταση της βιομηχανικής παραγωγής, που στον καπιταλισμό έχει αποκλειστική αποστολή την παραγωγή εμπορευμάτων και μάλιστα σε πρωτόγνωρες διαστάσεις με πριν, «σφραγίζει» οριστικά το γεγονός ότι σε κάθε πτυχή της ζωής της κοινωνίας της Γαλλίας του 19ου αιώνα θα κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Επομένως η ανάπτυξη των διάφορων κλάδων της βιομηχανίας δεν είναι απλά ένα τεχνικό θέμα, αλλά στοιχείο που επιδρά στην ίδια την ταξική πάλη ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη, καθορίζει την ενδοαστική διαπάλη και την κατάσταση των ευγενών και των χωρικών.

Αυτή η διαδικασία ανάπτυξης της βιομηχανίας φαίνεται πολύ παραστατικά από το γεγονός ότι οι ατμομηχανές που χρησιμοποιούνταν το 1810 σε όλη τη Γαλλία δεν ξεπερνούσαν τις 200, ενώ το 1875 υπήρχαν 32.000 ατμομηχανές με συνολική ιπποδύναμη 401.000 ίππων. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει την εξέλιξη της χρήσης των ατμομηχανών και της ιπποδύναμής τους από το 1830 έως το 1875:41

2022-5-IdE-2

Ο τομέας εκείνος της βιομηχανίας, που γνωρίζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη και συμβάλλει εκ φύσεως στην επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων, είναι και στη Γαλλία ο σιδηρόδρομος. Η ανάπτυξη ενός μεγάλου δικτύου σιδηροδρόμων προκαλείται στη Γαλλία του 19ου αιώνα για δύο λόγους: Ο βασικότερος είναι η ανάγκη για μεγαλύτερες ταχύτητες στα ταξίδια και επομένως η συντόμευση των μετακινήσεων και των μεταφορών, και άρα η επιτάχυνση των εμπορικών συναλλαγών και της διακίνησης των εμπορευμάτων. Παράλληλα όμως στην κατασκευή του σιδηρόδρομου ωθεί ένας δευτερεύων, αλλά επίσης πολύ σημαντικός λόγος: Με τη συντόμευση των μετακινήσεων «μίκραιναν» οι αποστάσεις που χώριζαν το Παρίσι από την επαρχία και έτσι μπορούσε να υπάρχει ένας μεγαλύτερος πολιτικός έλεγχος της χώρας, που παρέμενε ανεκπλήρωτος στόχος ήδη από τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ΄ στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα.42 Όμως κατά το 19ο αιώνα μια τέτοια εξέλιξη δε σήμαινε την ισχυροποίηση της εξουσίας του βασιλιά, αλλά την ισχυροποίηση της αστικής εξουσίας.

2022-5-IdE-3

Η πρώτη γραμμή, στην οποία το τρένο κινούνταν με ατμομηχανή, κατασκευάστηκε ανάμεσα στο Σεν Ετιέν και τη Λιόν το 1832 μεταφέροντας κάρβουνο και περίπου 170.000 επιβάτες ετησίως. Στις δεκαετίες που ακολουθούν, ένα πυκνό σιδηροδρομικό δίκτυο απλώνεται σε όλη τη Γαλλία, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται στους χάρτες43 (1 και 2), φτάνοντας το 1870 τα 22.530 χιλιόμετρα ως προς το συνολικό του μήκος. Έτσι, σύντομα ο σιδηρόδρομος εξελίχτηκε, παρά τις αντιδράσεις κεφαλαιοκρατών που είχαν συμφέροντα στις οδικές και πλωτές μεταφορές, στο βασικότερο (όπως δείχνει το παρακάτω διάγραμμα44) και ταχύτερο τρόπο μεταφοράς.

2022-5-IdE-4

Για να επιτευχθεί μια τέτοια ανάπτυξη του σιδηρόδρομου απαιτούνταν μεγάλη συγκέντρωση κεφαλαίου:45 Χρειαζόταν η κινητοποίηση πολλών εργατών και μηχανικών, η χρήση μεγάλων ποσοτήτων μετάλλου και δομικών υλικών, η ανάπτυξη νέων τεχνικών κατασκευής και παραγωγής υλικών, καθώς και μια πλειάδα από οικονομικές δραστηριότητες που σχετίζονταν τόσο με την οργάνωση και την επιμελητεία αυτής της διαδικασίας όσο και με την ανάπτυξη τομέων και υποδομών που «εφάπτονταν» της σιδηροδρομικής γραμμής, όπως διοικητικά κτήρια, εμπορικά κέντρα, σταθμοί κτλ.

Αυτό δημιούργησε από τη μια πλευρά ένα νέο πεδίο επενδύσεων που βοήθησε κυρίως στην ανάπτυξη της βιομηχανίας στον κλάδο του μετάλλου και την ίδια στιγμή έδωσε ώθηση στη βιομηχανική παραγωγή συνολικότερα, επιταχύνοντας την κίνηση των εμπορευμάτων, αλλά και την πρόσβαση στο απαραίτητο σταθερό κεφάλαιο, κυρίως στο κάρβουνο ως πηγή ενέργειας. Επίσης ο σιδηρόδρομος συνέβαλε και στη δημιουργία μισθωτής εργατικής δύναμης από τον πληθυσμό της υπαίθρου, που είχε το ιδιαίτερο νέο στοιχείο ότι ήταν ανειδίκευτοι εργαζόμενοι σε σύγκριση με τους ειδικευμένους τεχνίτες των συνεργατικών εργαστηρίων ή και κατά περιπτώσεις της μανιφακτούρας.

Έως περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1870 αναπτύσσονται μια σειρά «παραδοσιακοί» κλάδοι στη Γαλλία, όπως η υφαντουργία, η εριουργία, η βαμβακουργία, η μεταξουργία, οι κατασκευές, η εξόρυξη άνθρακα, αλλά και σχετικά νεότεροι όπως η παραγωγή καυσίμων, η εξόρυξη και η επεξεργασία μετάλλων, αλλά και η χημική βιομηχανία. Στους χάρτες46 (3 και 4) φαίνεται τόσο η γεωγραφική κατανομή των διάφορων κλάδων όσο και η εξέλιξή τους από το 1780 έως το 1880.

2022-5-IdE-5

Ένας από τους «νεότερους» κλάδους που θα δημιουργήσει μια πραγματική επανάσταση είναι ο τηλέγραφος. Το πρώτο καλώδιο ηλεκτρικού τηλέγραφου απλώνεται ανάμεσα στο Παρίσι και τη Ρουέν το 1844 και από τότε η ανάπτυξή του είναι αλματώδης. Ενδεικτικό είναι ότι το 1851 αποστέλλονται 9.014 τηλεγραφήματα, ενώ 18 χρόνια μετά, το 1869, ο αριθμός αυτός έχει φτάσει ετησίως στα 3.501.182 τηλεγραφήματα.47

Από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους στη Γαλλία και οι ποικίλων νομικών μορφών μετοχικές εταιρίες. Γίνεται έτσι η αρχή συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και βαθέματος του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας σ’ ένα ανώτερο επίπεδο απ’ ό,τι πριν. Όμως αυτές οι μετοχικές εταιρίες είναι ακόμη περιορισμένες τόσο σε αριθμό όσο και σε μέγεθος. Χαρακτηριστικό είναι ότι την περίοδο 1840-1850 ιδρύονται στη Γαλλία 19.258 επιχειρήσεις, από τις οποίες μετοχικές είναι μόλις οι 22148 και δεν μπορούν να συγκριθούν σε μέγεθος όχι μόνο με τα μονοπώλια των αρχών του 20ού αιώνα, αλλά ούτε και με τις μεγαλύτερες μετοχικές εταιρίες των τελών της δεκαετίας του 1860 και 1870.

Καθοριστικό ρόλο στην επέκταση των μετοχικών εταιριών στη Γαλλία έχει και πάλι η κατασκευή του σιδηρόδρομου.49 Έως τα τέλη της 7ης δεκαετίας οι σκόρπιες μικρές εταιρίες που ασχολούνταν με την κατασκευή του σιδηρόδρομου είχαν συγχωνευτεί σε 6 μεγάλες κοινοπραξίες. Σε περιοχές όπως η Αλσατία, η Ρουέν και η Λιλ κυριαρχούν σταδιακά οι μεγάλες επιχειρήσεις.50 Ενδεικτικό αυτής της ανάπτυξης είναι ότι το 1851 στο χρηματιστήριο του Παρισιού καταγράφονται 118 τίτλοι μετοχών συνολικής κεφαλαιοποίησης 11 δισεκατομμυρίων φράγκων, ενώ το 1869 υπήρχαν 307 συνολικής κεφαλαιοποίησης 31 δισεκατομμυρίων φράγκων.51

Η παραπάνω διαδικασία ουσιαστικά ολοκληρώνει στη Γαλλία την αλλαγή της πρωτοκαθεδρίας ανάμεσα στο βιομηχανικό και το εμπορικό κεφάλαιο. Αυτό το γεγονός με τη σειρά του δίνει νέα ώθηση στο εμπόριο, γιατί πλέον βασίζεται όχι απλά σε έναν τρόπο παραγωγής που έχει αποκλειστικό του σκοπό την παραγωγή εμπορευμάτων, αλλά επικρατεί σταδιακά στην οικονομία και ο βέλτιστος τρόπος (συγκριτικά με τη συνεργασία και τη μανιφακτούρα) που έχει ο καπιταλισμός για να το πράξει αυτό είναι η βιομηχανία.52 Οι εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στις βιομηχανίες εξαπλώνονται και γίνονται ταχύτερες με την ανάπτυξη του σιδηρόδρομου. Προς τα μέσα του 19ου αιώνα, τo Παρίσι αποτελούσε το κέντρο του εμπορίου της Ευρώπης, διάσημο για τα εμπορικά του κέντρα. Ενδεικτική είναι η οικονομική εξέλιξη εκείνα τα χρόνια του «Le Bon Marché» (ενός εκ των εμπορικών κέντρων που υπάρχουν μέχρι και σήμερα), το οποίο το 1860 σημείωνε όγκο πωλήσεων 5 εκατομμυρίων φράγκων και το 1877 αυτό το νούμερο έφτανε τα 72 εκατομμύρια φράγκα, απασχολώντας περίπου 2.000 εργαζόμενους.53

Η ανάπτυξη της βιομηχανίας και ειδικά του σιδηρόδρομου επιδρά και στην αγροτική παραγωγή. Η ταχύτητα των μεταφορών και η διεύρυνση της αγοράς, μια σειρά τεχνικών βελτιώσεων στην καλλιέργεια της γης, καθώς και η σταδιακή εισαγωγή μηχανών54, που είναι όλα αποτελέσματα της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, δημιουργούν με τη σειρά τους προϋποθέσεις, αλλά επιβάλλουν επίσης και την επιτάχυνση της καπιταλιστικής χρήσης της γης.

Αυτή η ανάπτυξη του καπιταλισμού φέρνει μαζί της και τις καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις. Η πρώτη εκδηλώθηκε το 1826, έπειτα από την αντίστοιχη της Αγγλίας το 1825, και ακολούθησαν οι καπιταλιστικές κρίσεις το 1847, το 1857, το 1866-1867 και το 1873-1879. Αυτός ο μονόδρομος για την ανάπτυξη του κεφαλαίου, που προϋποθέτει την περιοδική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και προκαλούσε μεγαλύτερη επιδείνωση της ήδη εξαθλιωμένης ζωής του προλεταριάτου και των λαϊκών μαζών, ήταν παράγοντας που συντελούσε, όπως είδαμε, και στο ξέσπασμα έντονων πολιτικών εξελίξεων.

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα του Μαρξ που δείχνει το πώς η κρίση του 1847 δίνει ώθηση στη συγκέντρωση του κεφαλαίου καταστρέφοντας μικροαστικά στοιχεία του Παρισιού και το πώς αυτό το γεγονός οδηγεί στην επανάσταση του Φλεβάρη του 1848: «Στο Παρίσι, η βιομηχανική κρίση είχε ακόμα σαν ειδική συνέπεια να ρίξει στο εσωτερικό εμπόριο ένα πλήθος εργοστασιάρχες και μεγαλεμπόρους που, κάτω από τις συνθήκες της στιγμής εκείνης, δεν μπορούσαν πια να κάνουν καμία επιχείρηση στην αγορά του εξωτερικού. Ιδρύσανε μεγάλα καταστήματα που ο συναγωνισμός τους ρήμαζε κατά μάζες τους μπακάληδες και τους μαγαζάτορες. Έτσι εξηγούνται οι αναρίθμητες πτωχεύσεις στη μερίδα αυτή της παρισινής αστικής τάξης, έτσι εξηγείται και η επαναστατική εμφάνισή της το Φλεβάρη.»55

Μάλιστα, η συσχέτιση των κρίσεων του 1826 και 1847 με τις επαναστάσεις του 1830 και 1848 ήταν τόσο άμεση, ώστε ο Μαρξ, μελετώντας την πείρα από την επανάσταση του 1848, έγραφε σε άλλο σημείο ότι: «Μια νέα επανάσταση είναι δυνατή σαν αποτέλεσμα μιας νέας κρίσης. Είναι όμως τόσο βέβαιη όσο και αυτή η κρίση.»56

 

...ΚΑΙ ΤΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ

Παρ’ όλ’ αυτά, για να έχει κανείς την πραγματική εικόνα της οικονομίας της Γαλλίας κατά το 19ο αιώνα, χρειάζεται να σημειώσουμε ότι η υπαρκτή ανάπτυξη της βιομηχανίας και η επίδρασή της στο εμπόριο και στις τράπεζες συνδυάζεται με αρκετά αντιφατικά στοιχεία ανά κλάδο και με διατήρηση των μικρών συνεργατικών εργαστηρίων και της μανιφακτούρας σε σημαντικό βαθμό. Αυτό σήμαινε από τη μια μεριά ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις στη Γαλλία έχουν διανύσει μεγάλη απόσταση στην ανάπτυξή τους σε σχέση με την προεπαναστατική Γαλλία, αλλά από την άλλη μεριά είναι φανερό ότι δεν ακολουθούν την πορεία του καπιταλισμού στην Αγγλία ή ακόμη και την ταχύτητα ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων στα διάφορα κρατίδια της Γερμανίας.

Στοιχεία δείχνουν ότι ο μέσος ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης στη Γαλλία για τα χρόνια 1820-1880 είναι 1%, ενώ στη Γερμανία και στην Αγγλία 2% και 2,4% αντίστοιχα.57 Επίσης, αυτή η πιο αργόσυρτη ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Γαλλία κατά το 19ο αιώνα επιβεβαιώνεται και από το «μελλοντικό της αποτύπωμα», καθώς τη δεκαετία του 1900 η παραγόμενη ιπποδύναμη ανά 1.000 κατοίκους έφτανε στους 75 ίππους, στη Γερμανία στους 110 και στην Αγγλία στους 22058.

Οι λόγοι στους οποίους εδράζεται μια τέτοια σχετική καθυστέρηση της ανάπτυξης της βιομηχανίας στη Γαλλία αφορούν αρχικά την ίδια την οικονομική βάση, δηλαδή τη συγκεκριμένη μορφή των καπιταλιστικών και φεουδαρχικών σχέσεων, καθώς επίσης και την αντεπίδραση των πολιτικών γεγονότων που περιγράψαμε, και η οποία, εκτός από το γενικά προωθητικό της ρόλο, έχει και στοιχεία σχετικών εμποδίων στην καπιταλιστική ανάπτυξη.

Αρχικά μια καπιταλιστική παραγωγή, κατακερματισμένη σε πολλές μικρές επιχειρήσεις, όπου το μικρό εργαστήριο ευθύνεται για τον κύριο όγκο των παραγόμενων προϊόντων, έχει πολύ μεγαλύτερες αντιστάσεις στην εισαγωγή μηχανών (και κατ’ επέκταση στην ώθηση των ρυθμών συγκέντρωσης της παραγωγής), τις οποίες οι χειροτέχνες έβλεπαν ως εχθρό, και αυτό δεν αφορούσε μόνο τους ειδικευμένους εργάτες των συνεργατικών εργαστηρίων, αλλά και πολλούς που εργάζονται στη μανιφακτούρα.

Στοιχεία του 1847, την περίοδο δηλαδή της Ιουλιανής Μοναρχίας, δείχνουν ότι στο Παρίσι μόλις το 10% των επιχειρήσεων αριθμεί περισσότερους από 10 εργάτες, ενώ κυριαρχούν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που απασχολούν έως 10 εργάτες. Οι μισές από αυτές είναι μικροεργαστήρια που είτε η λειτουργία τους είναι οικογενειακή υπόθεση είτε ανήκουν σε βιοτέχνες που απασχολούν το πολύ έναν εργάτη. Συνήθως αυτά τα μικρότερα εργαστήρια δουλεύουν είτε για κάποιο μεγαλέμπορο είτε για κάποιο μεγαλύτερο ιδιοκτήτη μανιφακτούρας. Ενώ αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στη Λιόν, που τότε αποτελούσε τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γαλλίας.59

Φυσικά αυτή η εικόνα σταδιακά μεταβάλλεται και ήδη στην απογραφή του 1851 καταγράφονται 3 εκατομμύρια εργάτες που απασχολούνταν σε μικρότερα εργαστήρια, ενώ στις μονάδες με περισσότερα από 10 άτομα καταγράφονται 1,5 εκατομμύριο εργάτες, δηλαδή περίπου το 1/3 του συνόλου. Το 1870 πλέον καταγράφονται 2,5 εκατομμύρια εργάτες αποκλειστικά στη βιομηχανία (και όχι σε μανιφακτούρες), εκ των οποίων περισσότεροι από 50% απασχολούνται σε μονάδες μεγάλης κλίμακας.60

Ακόμη και τότε όμως, κυριαρχούν στην οικονομία, κατέχοντας το 85% της παραγωγής, κλάδοι όπως η υφαντουργία, το δέρμα, ο ρουχισμός και η επεξεργασία ξύλου, στους οποίους η συγκέντρωση της παραγωγής είναι σχετικά μικρή, σε αντίθεση με κλάδους όπως τα καύσιμα, οι εξορύξεις και η μεταλλουργία, που μπορεί να χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίου, όμως κατέχουν μόλις το 10% της συνολικής παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων.

Αυτή η διαφορά δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα, αλλά δείχνει ουσιαστικά τη σημαντική ανισομετρία που υπήρχε στο βαθμό οικειοποίησης ξένης εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο, δηλαδή ανισομετρία στην ανάπτυξη της εκμεταλλευτικής σχέσης κεφαλαίου - εργατικής δύναμης ανάμεσα στους διάφορους «τομείς» της παραγωγής, και επομένως μεγάλες διαφορές στους όρους που διαμορφώνεται η εργατική τάξη σε κάθε κλάδο.

Η αιτία γι’ αυτό ήταν ο ανισόμετρα διαφορετικός όγκος κεφαλαίων που απαιτούνταν είτε ως αρχική επένδυση είτε για την εισαγωγή μηχανών σε κάθε κλάδο, γεγονός που επιδρούσε στο είδος των επενδύσεων που γίνονταν, και άρα των κλάδων που αναπτύσσονταν βιομηχανικά, αλλά και στο αν κλάδοι που παρουσίαζαν ήδη μεγάλη συγκέντρωση αναπτύσσονταν περαιτέρω.

Ενδεικτικά είναι τα εξής στοιχεία: Το 184061 επαρκούσε ένα κεφάλαιο ύψους 3.000 φράγκων για ξεκινήσει μια βιοτεχνία στην υφαντουργία, ενώ ήδη 60 χρόνια νωρίτερα, το 1781, το κεφάλαιο των ανθρακωρυχείων στο Ανζίν ξεπερνούσε τις 9.000.000 λίβρες. Αυτό σήμαινε ότι πιο εύκολα θα στρεφόταν μια επένδυση –του γαλλικού κεφαλαίου εκείνης της εποχής– στην υφαντουργία παρά, για παράδειγμα, στις εξορύξεις. Επίσης το 1853 ένας καινούργιος τροχός νερόμυλου κόστιζε 6.000 έως 12.000 φράγκα και την ίδια στιγμή μια ατμοκίνητη μηχανή άντλησης νερού δύναμης 100 ίππων έφτανε στα 200.000 φράγκα.62 Τέτοιες μεγάλες διαφορές, που προέκυπταν από το γεγονός ότι κατά βάση η τεχνολογική καινοτομία καθοριζόταν από την Αγγλία63, οδηγούσαν στη σχετική καθυστέρηση εισαγωγής μηχανών στην παραγωγή. Επιπλέον στοιχείο που επιδρά ανασταλτικά στην ανάπτυξη της βιομηχανίας είναι και η σχετικά πιο περιορισμένη και πιο ακριβή πρόσβαση στον άνθρακα, που στα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε τη βασική και πιο αποδοτική πηγή ενέργειας. Η εξόρυξη άνθρακα στη Γαλλία αυξήθηκε από 0,9 εκατομμύρια τόνους το 1815 σε 39,9 εκατομμύρια τόνους το 1910-1913, ενώ στο ίδιο διάστημα στη Γερμανία από 1,2 σε 247,5 και στην Αγγλία από 16,2 σε 275,4 εκατομμύρια τόνους.64 Επίσης στοιχεία της περιόδου δείχνουν ότι η τιμή του κάρβουνου στη Γαλλία ήταν κατά 50% και 20% μεγαλύτερη από αυτή στην Αγγλία και Γερμανία αντίστοιχα.65

Σε αυτήν την εικόνα συντέλεσαν μια σειρά παράγοντες όπως τα κατά κανόνα δύσκολα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα στα γαλλικά εδάφη, η μεγάλη απόσταση και η δύσκολη μεταφορά από το σημείο εξόρυξης έως το σημείο κατανάλωσης στη βιομηχανία, η σχετικά κατώτερη ποιότητα του εξορύξιμου άνθρακα, καθώς και το ταυτόχρονο πλεόνασμα σε άλλες πηγές ενέργειας όπως το ξύλο και η δύναμη του νερού.66 Αυτό οδηγεί το αστικό κράτος στη Γαλλία να υιοθετήσει μέτρα προστατευτισμού της εγχώριας παραγωγής άνθρακα επιβάλλοντας μεγάλους δασμούς στην εισαγωγή κάρβουνου ήδη από την περίοδο της Ιουλιανής Μοναρχίας.67 Ένα τέτοιο μέτρο έχει αντίστροφη επίπτωση όμως σε άλλους κλάδους της βιομηχανίας, καθώς ανεβαίνει το κόστος παραγωγής, με αποτέλεσμα πολλά προϊόντα της γαλλικής βιομηχανίας να μην είναι ανταγωνιστικά στο εξωτερικό. Όμως κάθε εμπόδιο που συναντούσαν τα γαλλικά εμπορεύματα στην πρόσβαση στη μεγάλη διεθνή αγορά αποτελούσε εμπόδιο στην πραγματοποίηση της αξίας που παραγόταν στη βιομηχανία, επομένως της διαδικασίας ιδιοποίησης της υπεραξίας και άρα της συσσώρευσης κεφαλαίου.

Σημαντικός παράγοντας που επιδρά σε μια πιο μετριοπαθή επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων στη Γαλλία του 19ου αιώνα σε σχέση με την Αγγλία είναι και η διαδικασία με την οποία «διαβρώνονται» οι φεουδαρχικές σχέσεις που κυριαρχούσαν την προηγούμενη περίοδο. Αρχικά η μορφή των φεουδαρχικών σχέσεων, που –όπως εξηγήθηκε στην προηγούμενη ενότητα– δημιουργεί ορισμένες ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή, είναι επίσης παράγοντας για την ταυτόχρονη διατήρηση εμποδίων που λειτουργούν αντίρροπα στη γενική τάση.

Το βασικό είναι ότι, ακριβώς επειδή δεν προηγείται μια ριζική εξώθηση των χωρικών από τη γη, όπως έγινε νωρίτερα στην Αγγλία του 15ου-17ου αιώνα,68 η διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης προχωρά με διαφορετικούς όρους και ρυθμούς, επιδρώντας σε τρεις σημαντικούς παράγοντες.

Ο πρώτος αφορά την ίδια τη συσσώρευση κεφαλαίου και τη δυνατότητα τέτοιας συγκεντροποίησης που να είναι, αν όχι στο επίπεδο της Αγγλίας, τουλάχιστον στο επίπεδο που απαιτούσε η καπιταλιστική ανάπτυξη της Γαλλίας κατά το 19ο αιώνα. Πλευρές που αναπτύχθηκαν προηγουμένως σε σχέση με τη συγκέντρωση της παραγωγής και την καθυστέρηση στην εισαγωγή των μηχανών στους διάφορους κλάδους οφείλονται εν μέρει και σε αυτό το στοιχείο.

Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την ιδιαίτερα μεγάλη συμμετοχή της αγροτικής παραγωγής στο ΑΕΠ για πολλές δεκαετίες, η οποία γίνεται επίσης από πολλούς μικρούς κλήρους κι επομένως, παρά τον όγκο αγροτικών προϊόντων που παράγονται, είναι πιο δύσκολο να αξιοποιηθούν από τη μεγάλη βιομηχανία κι επομένως να συμβάλουν στην ανάπτυξή της. Στη μεγάλη έκταση που έχει ο μικρός κλήρος στη Γαλλία το 19ο αιώνα επιδρούν και πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται ιδιαίτερα την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, όπου η αφαίρεση της εκκλησιαστικής περιουσίας και μεγάλου τμήματος των γαιών που ανήκαν σε ευγενείς περιέρχεται στα χέρια των μικρών καλλιεργητών γης οι οποίοι αποτελούσαν τότε σημαντικό παράγοντα για τη νικηφόρα ή όχι έκβαση της επανάστασης.

Τέλος, καθυστερεί η απελευθέρωση εργατικής δύναμης ώστε να είναι διαθέσιμη να τεθεί στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου, καθώς ο χωρικός μπορεί να απελευθερώνεται από τα δεσμά των πολιτικών προνομίων του φεουδάρχη, όμως εξακολουθεί να έχει στην ιδιοκτησία του γη. Μέχρι και το 1851 υπήρχαν περίπου 8 εκατομμύρια αγρότες που είχαν στην ιδιοκτησία τους μικρούς κλήρους γης.69 Έτσι, σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της υπαίθρου βρίσκει πολύ συχνά καταφύγιο στις γνώριμες συνήθειες της παραγωγής στο χωριό, όταν έρχεται αντιμέτωπο με την πρωτόγνωρη κατάσταση της καπιταλιστικής παραγωγής και των τυφλών νόμων της αγοράς.

 

ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Σε αυτό το σημείο είναι αναγκαία μια σύντομη αναφορά στην εξέλιξη του τραπεζικού κεφαλαίου, καθώς η αντιφατική εικόνα της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων και ιδιαίτερα της βιομηχανίας στη Γαλλία του 19ου αιώνα, που περιγράψαμε προηγουμένως, οδηγεί σε μια μεγάλη ανάπτυξη των τραπεζών τις πρώτες δεκαετίες του 19ου. Μάλιστα, αυτή η οικονομική δύναμη του τραπεζικού κεφαλαίου εκείνη την περίοδο σε σύγκριση με τα υπόλοιπα τμήματα της αστικής τάξης εκφράζεται –όπως είδαμε σε προηγούμενη ενότητα– και σε πολιτικό επίπεδο.

Η χαρακτηριστική φράση του τραπεζίτη Λαφίτ μετά την επανάσταση του 1830: «Από ’δώ και μπρος θα κυριαρχούν οι τραπεζίτες» αποτυπώνει αυτήν τη δυναμική ανάπτυξη του τραπεζικού κεφαλαίου στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα.70

Επίσης, σε αυτήν τη σημαντική οικονομική δύναμη των τραπεζών στις αρχές του αιώνα και στο γεγονός ότι θεωρούνταν γι’ αυτόν το λόγο πολύ νευραλγικός παράγοντας για τη συνολικότερη οικονομική ανάπτυξη, χρειάζεται ίσως να αναζητήσουμε έναν από τους παράγοντες που επέδρασαν στο γεγονός ότι «η Κομμούνα στάθηκε ευλαβικά, με ιερό σεβασμό μπροστά στις τράπεζες της Γαλλίας»71, όπως σημειώνει ο Ένγκελς, και δεν τις πήρε στα χέρια της.

Στις 18 Γενάρη 1800 ιδρύεται από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη η Τράπεζα της Γαλλίας, που αποτελεί το πρώτο επιτυχημένο εγχείρημα ίδρυσης κεντρικού τραπεζικού ιδρύματος στη Γαλλία. Σύντομα ιδρύονται παραρτήματα της Τράπεζας της Γαλλίας σε όλη τη χώρα, ενώ παράλληλα δημιουργούνται και πολυάριθμες ιδιωτικές τράπεζες. Μόνο στο Παρίσι το 1826 λειτουργούσαν 220 τράπεζες που ανήκαν σε ιδιώτες και όχι στο κράτος.72

Το βασικό όμως πρόβλημα είναι ότι οι διάφορες τράπεζες έχουν κατά βάση τοπική εμβέλεια και προσανατολίζονται σε δάνεια και επενδύσεις κυρίως στο εμπόριο και πολύ περιορισμένα στη βιομηχανία.

Αυτή η εικόνα μεταβάλλεται σταδιακά προς το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, καθώς, όσο ολοκληρώνεται η κυριαρχία του βιομηχανικού κεφαλαίου στο πιστωτικό κεφάλαιο, δημιουργούνται δυνατότητες αλλά γίνεται και ταυτόχρονα αναγκαία μια παραπέρα ανάπτυξη των τραπεζών.

Ιδρύονται μεγαλύτερα τραπεζικά ιδρύματα όπως η Πιστωτική Τράπεζα της Λιόν το 1863, η Γενική Εταιρία για την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας στη Γαλλία το 1864 και η Γαλλική Αγροτική Πιστωτική Τράπεζα, που προκύπτει από συνένωση μικρότερων τραπεζών το 1865.73 Παράλληλα γίνονται και τα πρώτα βήματα επενδύσεων και δανεισμού στη βιομηχανία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι, όταν το 1845 ιδρύεται η Βόρεια Σιδηροδρομική Εταιρία, το αρχικό κεφάλαιο 200 εκατομμυρίων φράγκων που απαιτείται συγκεντρώνεται μετά την κινητοποίηση μεγάλων τραπεζιτών της εποχής.74

Ένας δείκτης που είναι αποκαλυπτικός για την εξέλιξη του τραπεζικού συστήματος είναι η κυκλοφορία του χρήματος τόσο αναφορικά με το είδος όσο και με το μέγεθος. Είναι ενδεικτικό ότι την περίοδο της παλινόρθωσης των Βουρβόνων η Τράπεζα της Γαλλίας εξέδιδε μονάχα χαρτονομίσματα των 500 και 1.000 φράγκων και το Γενάρη 1825 κυκλοφορούσαν 150 εκατομμύρια φράγκα σε χαρτονομίσματα σε σύγκριση με 2,7 δισεκατομμύρια φράγκα σε μεταλλικά νομίσματα. Η εικόνα αλλάζει στη συνέχεια, καθώς το 1850 κυκλοφορούν σε χαρτονομίσματα 500 εκατομμύρια φράγκα και το 1869 η κυκλοφορία χαρτονομισμάτων έχει φτάσει το 1,35 δισεκατομμύρια φράγκα.75 Το γεγονός μάλιστα ότι αυτός ο όγκος του κυκλοφορούντος χρήματος αποτελείται από χαρτονομίσματα μικρής αξίας που διευκολύνουν τις καθημερινές συναλλαγές είναι ένας έμμεσος δείκτης της πολύ μεγάλης ανάπτυξης των εμπορικών συναλλαγών σε σύγκριση με την αρχή του αιώνα.

Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμα στα τέλη της δεκαετίας του 1860 παραμένουν σημαντικές επιφυλάξεις τόσο στη χορήγηση δανείων στη βιομηχανία όσο και αντίστροφα, από τη βιομηχανία να αναζητήσει τα κεφάλαια που απαιτούνταν από τις τράπεζες. Σε αυτό φυσικά παίζουν ρόλο και τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής (διεθνείς ανταγωνισμοί, οικονομικές κρίσεις κλπ.), αλλά και το ότι η πιο αργή ανάπτυξη της βιομηχανίας έχει ως συνέπεια η κερδοφορία μέσω δανείων στο εμπόριο να είναι πιο γρήγορη, λόγω ταχύτερης περιστροφής του κεφαλαίου, και γι’ αυτό λιγότερο επισφαλής, καθώς υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο μιας καπιταλιστικής κρίσης.

 

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ

Τις δεκαετίες που ακολουθούν μετά την ήττα της Παρισινής Κομμούνας και μέχρι το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1914, ο καπιταλισμός της Γαλλίας, στη βάση της προηγούμενης βιομηχανικής ανάπτυξης, κάνει σταθερά βήματα για το πέρασμά του στο ανώτερό του στάδιο, στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Μια πρώτη εικόνα για τη μεγάλη συγκέντρωση κεφαλαίου που εμφανίζεται στις αρχές του 20ού αιώνα δίνει το γεγονός ότι το 1911 το ένα τέταρτο του συνολικού κεφαλαίου ανήκε σε κεφαλαιοκράτες που αντιστοιχούσαν στο 0,2% του πληθυσμού της Γαλλίας.76

Φυσικά η προηγούμενη οικονομική ανάπτυξη και οι ιστορικές της ιδιαιτερότητες, όπως τις περιγράψαμε στις προηγούμενες ενότητες, καθορίζουν και το συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο εκφράζεται η διαδικασία περάσματος στον ιμπεριαλισμό στη Γαλλία. Όμως ως προς τα γενικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού, όπως περιγράφονται από τον Λένιν77, η Γαλλία αποτελεί τυπικό παράδειγμα, που ακολουθεί μάλιστα και τη γενικότερη περιοδολόγηση της εποχής, όπως εντοπίζεται από τον Λένιν78. Όχι τυχαία, στο έργο του Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού παραθέτει αρκετές αναφορές και παραδείγματα από τη Γαλλία, που τότε αποτελεί την τέταρτη βιομηχανικά πιο ανεπτυγμένη χώρα στον κόσμο.

Ο τομέας που βρίσκουμε αρχικά την ταχύτερη και μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίου είναι οι τράπεζες. Ενδεικτικό γι’ αυτήν τη διαδικασία είναι το απόσπασμα από βιβλιογραφία της εποχής, που αναφέρει ο Λένιν και αφορούσε τη Γαλλία, σύμφωνα με το οποίο «πενήντα άνθρωποι, που αντιπροσωπεύουν ένα κεφάλαιο 8 εκατομμυρίων φράγκων, μπορούσαν να διαχειρίζονται δύο δισεκατομμύρια σε τέσσερις τράπεζες»79. Με αυτόν τον τρόπο στο τέλος του 19ου αιώνα οι μεγαλύτερες τράπεζες της Γαλλίας έλεγχαν περισσότερο από τα 3/4 των χρηματικών αποθεμάτων της χώρας.80 Το γεγονός ότι το τραπεζικό κεφάλαιο προπορεύεται στη δημιουργία μονοπωλίων έναντι της βιομηχανίας είχε να κάνει με την πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού και των τραπεζών στη Γαλλία πριν το 1870, που περιγράψαμε παραπάνω. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Λένιν αναφερόμενος στη Γαλλία των αρχών του 20ού αιώνα: «Όταν υπάρχει στασιμότητα στην αύξηση του πληθυσμού81, της βιομηχανίας, του εμπορίου, των θαλάσσιων μεταφορών, τότε η “χώρα” μπορεί να πλουτίζει από την τοκογλυφία.»82

Αντίστοιχη όμως τάση συγκέντρωσης κεφαλαίου συναντάμε και στη βιομηχανία την περίοδο από το 1890 έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ύστερα από δύο δεκαετίες (1870-1890) σχετικής στασιμότητας λόγω των συνεπειών του Γαλλοπρωσικού Πολέμου και της κρίσης του 1873-1879. Ήδη είχαμε την εμφάνιση των μετοχικών εταιριών, αλλά και οικονομικών συνδικάτων, όπως εκείνο του Λονγκβί που ιδρύθηκε το 1873 από δεκατρείς εκ των μεγαλύτερων επιχειρήσεων χυτοσιδήρου.83 Όμως ακόμη εκείνη την εποχή, όπως σημειώνει ο Λένιν, αυτά τα συνδικάτα δεν αποτελούν παρά εξαιρέσεις.84

Στις αρχές όμως του 20ού αιώνα η κυριαρχία των μονοπωλίων στη βιομηχανία είναι εμφανής. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα έξι εργοστάσια παραγωγής αυτοκινήτων που υπήρχαν στο Παρίσι συγκέντρωναν όλη την παραγωγή της χώρας· στο νομό Πα ντε Καλέ, το 1906, οκτώ εταιρίες είχαν συγκεντρώσει το 90% της παραγωγής γαιάνθρακα· ο οίκος Σνάιντερ που είχε τα μεγαλύτερα εργοστάσια πολεμικής βιομηχανίας στην Ευρώπη είχε επίσης στην κατοχή του μεταλλεία, χυτήρια σιδήρου και άλλα εργοστάσια σε διάφορα μέρη της Γαλλίας και διέθετε μετοχές τόσο σε εταιρίες εκμετάλλευσης ορυχείων στο Μαρόκο και την Αλγερία όσο και σε εργοστάσια στη Ρωσία όπως το γνωστό εργοστάσιο Πουτίλοφ.85

Αυτού του είδους η συγκέντρωση της παραγωγής και ο έλεγχός της από ορισμένα μονοπώλια μαρτυρείται και από την εκρηκτική άνοδο της παραγωγής, που ξεπερνά το αποτέλεσμα μιας απλής αριθμητικής άθροισης επιμέρους κεφαλαίων. Ενδεικτικό είναι ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας εκτοξεύεται μέσα σε μία δεκαετία από τις 340 εκατομμύρια kWh το 1900 στα 1,8 δισεκατομμύρια kWh το 1913.86 Αντίστοιχα, η συνολική ιπποδύναμη των ατμομηχανών μεταβάλλεται από τους 544.000 ίππους το 1880 στους 3,5 εκατομμύρια ίππους το 1913.87

Στην ίδια κατεύθυνση συνηγορούν και τα στοιχεία για την εργατική δύναμη που απασχολείται στη βιομηχανία που, όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα, ο σχετικά σταθερός αριθμός της έως το 1900 εκτοξεύεται την επόμενη περίοδο έως το 1911.88 Στο ίδιο συνηγορεί και ο βαθμός συγκέντρωσής της, καθώς το 45% αυτών των σχεδόν πέντε εκατομμυρίων εργαζόμενων δούλευε το 1911 σε βιομηχανίες μεγάλης κλίμακας.89

2022-5-IdE-6

Την ίδια περίοδο φαίνονται και τα πρώτα σημάδια δημιουργίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, καθώς ήδη από το 1899 οι διευθυντές των μεγαλύτερων τραπεζών, όπως η «Γενική Εταιρία» και το «Εθνικό Γραφείο Προεξοφλήσεων», παίρνουν μέρος στη διοίκηση δεκάδων επιχειρήσεων στους κλάδους του μετάλλου και του άνθρακα, καθώς και σε εταιρίες σιδηροδρόμων.90

Αυξάνεται επίσης και η τοποθέτηση κεφαλαίων στο εξωτερικό, που φαίνεται χαρακτηριστικά από το παράδειγμα των δανείων προς ξένες χώρες, που το 1892 ανέρχονταν σε 21 δισ. φράγκα, το 1902 σε 28 δισ. και το 1914 σε 60 δισ. φράγκα.91

Τέλος, το γαλλικό κεφάλαιο συμμετείχε σε διεθνείς οικονομικές ενώσεις της εποχής, όπως το διεθνές καρτέλ σιδηροτροχιών που ανασυστάθηκε το 1904, ενώ οι αποικιακές του κτήσεις είχαν αυξηθεί από 0,2 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια και 3,4 εκατομμύρια πληθυσμό το 1860 σε 3,7 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια και 56,4 εκατομμύρια πληθυσμό το 1899.92

 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Απ’ όλη την παραπάνω ανάλυση φαίνεται ότι η οικονομική ανάπτυξη της Γαλλίας κατά το 19ο αιώνα ακολουθεί μια πορεία, η οποία διαμορφώνει ένα σύνολο παραγόντων που επιδρούν με αντιφατικό τρόπο στην ταξική πάλη τόσο τις δεκαετίες πριν, όσο και τις μέρες της Παρισινής Κομμούνας. Στην ουσία, τα ίδια οικονομικά φαινόμενα που αποτελούν το εύφορο έδαφος για να υπάρξει η Κομμούνα ως «το πιο υψηλό παράδειγμα του πιο περίλαμπρου προλεταριακού κινήματος του 19ου αιώνα»93 (σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν) λειτουργούν επίσης και ως τα αντικειμενικά εμπόδια για τη νίκη της.

Συνοψίζοντας, τα βασικά σημεία που επιβεβαιώνουν αυτό το συμπέρασμα θα βλέπαμε ότι:

 

1. Τις παραμονές της Παρισινής Κομμούνας, δηλαδή σίγουρα κατά τη δεκαετία 1860-1870, ο βαθμός συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου από τη μια μεριά και η εξάπλωση της μισθωτής εργασίας από την άλλη, με λίγα λόγια δηλαδή η όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού ανάμεσα στο βάθεμα του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και την ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της, έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, που έχει μεταβάλει το ρόλο της κάθε τάξης στην κοινωνική εξέλιξη.

Οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες κι επιχειρηματίες στο εμπόριο, που εκείνη την εποχή κερδίζουν από την από κοινού εκμετάλλευση των εκατομμυρίων της εργατικής τάξης, έχουν πάψει να παίζουν τον προωθητικό ρόλο για την εξέλιξη της κοινωνίας που είχαν οι αστοί επαναστάτες του 1789 κι έχουν περάσει στην ίδια θέση του παλιού που πριν είχαν οι φεουδάρχες. Επίσης, αυτά τα εκατομμύρια της εργατικής τάξης του 1870 βρίσκονται πολύ μακριά από εκείνη την άμορφη μάζα του λαού που στη Γαλλική Επανάσταση και ως ένα βαθμό στις κατοπινές επαναστάσεις εντάσσονταν με τους αγώνες τους στους πολιτικούς σκοπούς κι επιδιώξεις της αστικής τάξης.

Με λίγα λόγια, το 1870-1871 είχαν διαμορφωθεί οι οικονομικοί όροι για μπορέσει να πάρει σάρκα και οστά η πολιτική χειραφέτηση της εργατικής τάξης που είχε διακηρυχτεί από τους Μαρξ και Ένγκελς στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Είχαν διαμορφωθεί οι οικονομικοί όροι για να μπορέσει η εργατική τάξη να συγκρουστεί με τους εκμεταλλευτές της και το κράτος τους, διεκδικώντας να πάρει η ίδια την εξουσία. Αυτό εξάλλου σηματοδότησε η Παρισινή Κομμούνα, όπως σημείωσε και ο Μαρξ.94

Την ίδια στιγμή όμως, δεν είχαν διαμορφωθεί πλήρως οι οικονομικοί όροι, οι υλικές προϋποθέσεις, που θα επέτρεπαν με καλύτερους όρους τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης. Η όξυνση της βασικής αντίθεσης δεν είχε φτάσει στο επίπεδο της εποχής του ιμπεριαλισμού. Όπως είδαμε, οι διάφορες μετοχικές εταιρίες αλλά και τα πρώτα οικονομικά συνδικάτα εκείνης της περιόδου δε συγκρίνονται με τα μεγάλα μονοπώλια που κυριαρχούν στην οικονομική ζωή της γαλλικής κοινωνίας κατά τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Οι δύο τάξεις που συγκρούστηκαν στην Κομμούνα του Παρισιού, τόσο η εργατική τάξη που διεκδικούσε την εξουσία όσο και οι αστοί που επιζητούσαν αγωνιωδώς τη διατήρησή της, δεν είχαν φτάσει ακόμα στην οικονομική δύναμη και στον οικονομικό παρασιτισμό αντίστοιχα, της εποχής των μονοπωλίων, της εποχής του ιμπεριαλισμού. Της εποχής δηλαδή που, όπως σημείωνε ο Λένιν, τα μεγάλα μονοπώλια οργανώνουν την παραγωγή σε πρωτόγνωρες διαστάσεις και αυτή η τεράστια κοινωνικοποίηση της παραγωγής που ασφυκτιά μέσα στο περίβλημα της ατομικής ιδιοκτησίας δείχνει επιτακτικά την ανάγκη ανατροπής του καπιταλισμού.95

 

2. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας παραμερίζει σταδιακά προηγούμενες μορφές των καπιταλιστικών σχέσεων, όπως η συνεργασία και η μανιφακτούρα. Αυτό σημαίνει ότι παίρνει «σάρκα και οστά» το προλεταριάτο της βιομηχανίας, άρα η εργατική τάξη αποκτά πιο ενιαία χαρακτηριστικά, γεγονός που αποτελεί βασική προϋπόθεση για μπορέσει να εκφραστεί και ενιαία στη σύγκρουσή της ενάντια στους εκμεταλλευτές της.

Η ανάπτυξη των διάφορων κλάδων της βιομηχανίας (ιδιαίτερα του σιδηρόδρομου και του τηλέγραφου) σε όλη την έκταση της Γαλλίας, η ταυτόχρονη ανάπτυξη της αγοράς και η μεγαλύτερη κυκλοφορία του χρήματος κάνουν πιο ενιαίους τους όρους και τις μορφές που παίρνει η καπιταλιστική εκμετάλλευση, και αυτό αντανακλάται σε μια σχετική ομογενοποίηση του τρόπου ζωής της εργατικής τάξης, που δε συγκρίνεται με τα σημερινά επίπεδα, όμως διαφέρει πολύ από τα «συντεχνιακά τείχη» που υπήρχαν στους χειροτέχνες των συνεργατικών εργαστηρίων και της μανιφακτούρας.

Την ίδια στιγμή όμως, η ταυτόχρονη ύπαρξη για μεγάλο διάστημα της βιομηχανίας, της μανιφακτούρας και συνεργατικών εργαστηρίων, καθώς και η μονομερής υπεροχή ορισμένων κλάδων της βιομηχανίας σε σχέση με άλλους, ιδιαίτερα την περίοδο που ξεκινά η ανάπτυξή της, υποσκάπτουν την παραπάνω διαδικασία. Ιδιαίτερα το γεγονός ότι στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα πλειοψηφούν στην παραγωγή η μανιφακτούρα και τα μικρά εργαστήρια σημαίνει ότι τον τόνο της ταξικής πάλης από τη μεριά της εργατικής τάξης τον δίνουν οι εργάτες αυτών των μορφών, που είναι στην πλειοψηφία τους ειδικευμένοι χειροτέχνες, και όχι το ανειδίκευτο προλεταριάτο της βιομηχανίας που σε σύγκριση με τους πρώτους «δεν έχει να χάσει τίποτα εκτός από τις αλυσίδες του» εκείνη την εποχή, κατά τη γνωστή έκφραση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Αυτό περιορίζει τους πολιτικούς στόχους που εκφράζονται στη Γαλλία εκείνη την περίοδο, αλλά και υιοθετούνται από την εργατική τάξη, στα όρια του μικροαστικού και ουτοπικού σοσιαλισμού.

 

3. Έως τα μέσα του 19ου αιώνα ολοκληρώνονται οι διαδικασίες κυριαρχίας του βιομηχανικού κεφαλαίου πάνω στο εμπορικό και το πιστωτικό κεφάλαιο, οι οποίες έχουν ήδη ξεκινήσει με την εμφάνιση κι εξάπλωση της μανιφακτούρας. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε φτάσει ανεπιστρεπτί στο σημείο εκείνο όπου η καπιταλιστική εκμετάλλευση έχει κυριαρχήσει σε τέτοια έκταση στην παραγωγή, ώστε πλέον οι διαδικασίες του εμπορίου και της πίστης να αποτελούν προεκτάσεις αυτής της εκμετάλλευσης (προεκτάσεις του βιομηχανικού κεφαλαίου) και όχι παράλληλες ενέργειες κερδοσκοπίας σε έναν τρόπο παραγωγής ξένο προς αυτές, όπως συνέβαινε κατά την εμφάνισή τους στη φεουδαρχία.

Επομένως το γεγονός ότι η καπιταλιστική εκμετάλλευση κυριαρχεί στην παραγωγή αποτελεί το οικονομικό έδαφος που μας δείχνει ότι τα ηνία των ταξικών συγκρούσεων βρίσκονται πλέον στην ταξική πάλη ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη. Παράλληλα όμως, αυτή η διαδικασία αλλαγής της πρωτοκαθεδρίας ανάμεσα στο βιομηχανικό, εμπορικό και πιστωτικό κεφάλαιο αποτελεί, ιδιαίτερα την περίοδο της Ιουλιανής Μοναρχίας, τη βάση για την όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων και της ενδοαστικής πολιτικής διαπάλης. Οι αντιθέσεις αυτές, όπως είδαμε, παίρνουν τη μορφή αστικών ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων και κομμάτων, που αντικειμενικά στην ιστορική τους συνέχεια και εξέλιξη επηρεάζουν και την ταξική πάλη της περιόδου από το Σεπτέμβρη του 1870 έως το Μάη του 1871. Ζητήματα, για παράδειγμα, που έχουν να κάνουν με το χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας, του έθνους, αλλά και η στάση απέναντι στην Τράπεζα της Γαλλίας έχουν ως μια από τις αιτίες τους την παραπάνω επίδραση.

 

4. Οι όροι και ο ρυθμός, με τους οποίους διαβρώνονται από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής οι προηγούμενες εκμεταλλευτικές σχέσεις της φεουδαρχίας λειτουργούν αρχικά προωθητικά στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Όμως κατά το 19ο αιώνα δημιουργούν εμπόδια τόσο στην ανάπτυξη της βιομηχανίας όσο και στη συγκρότηση της εργατικής τάξης, καθώς εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού της υπαίθρου που απασχολούνται στη βιομηχανία και διατηρούν παράλληλα δεσμούς με την καλλιέργεια της γης, μπροστά στους αμείλικτους νόμους της αγοράς και την εξαθλίωση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης βρίσκουν καταφύγιο στην ίσως εξίσου ή περισσότερο σκληρή, αλλά γνώριμη ζωή της αγροτικής παραγωγής.

Αυτό δίνει μάλιστα το πολιτικό πλεονέκτημα σε μερίδα ευγενών να αυτοπαρουσιάζονται ως οι προστάτες και το «ασφαλές λιμάνι», που μπορούν να «περιθάλψουν» από την αβεβαιότητα του καπιταλισμού. Χαρακτηριστικό γι’ αυτό είναι η σύνθεση της λεγόμενης «Εθνοσυνέλευσης των Χωρικών» που εκλέγεται το Φλεβάρη του 1871, στην οποία πλειοψηφούν ευγενείς και φιλομοναρχικές μερίδες της αστικής τάξης, που το μένος τους για το επαναστατημένο Παρίσι ξεπερνά και εκείνο της αστικής κυβέρνησης του Θιέρσου.

 

* * *

Σε μελλοντική αρθρογραφία θα εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα το πώς εκφράζονται τα παραπάνω συμπεράσματα στη διαμόρφωση και εξέλιξη της εργατικής και αστικής τάξης, των ευγενών και των χωρικών. Θα δούμε το πώς αυτά αντανακλώνται στην ταξική πάλη, στα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα της εποχής, καθώς και το ρόλο της συγκρότησης του αστικού κράτους και των τελικών σταδίων διαμόρφωσης του γαλλικού έθνους, που αποτελούν δύο κομβικά ζητήματα για την Παρισινή Κομμούνα. Σε όλα αυτά θα δούμε να επαναλαμβάνεται αυτό το ιδιότυπο κράμα δυνατοτήτων για να εκδηλωθεί η Κομμούνα και περιορισμών για να νικήσει, που εντοπίσαμε και σε οικονομικό επίπεδο.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Λουκάς Αναστασόπουλος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και επικεφαλής της Ιδεολογικής Επιτροπής της.

1. Βίκτωρ Ουγκό, Ενενήντα τρία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2005.

2. Φρ. Ένγκελς, «Εισαγωγή», στο Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από 1848 έως το 1850, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 12.

3. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 183.

4. Στις 24 Απρίλη 1814 γίνεται η επονομαζόμενη Πρώτη Παλινόρθωση των Βουρβόνων, μετά την εξορία του Ναπολέοντα στη νήσο Έλβα. Η Δεύτερη Παλινόρθωση γίνεται στις 7 Ιούλη 1815, αφού έχει προηγηθεί η επιστροφή του Ναπολέοντα στη Γαλλία, η προσπάθειά του να ανακαταλάβει το θρόνο (γνωστή και ως «περίοδος των 100 ημερών») και η ήττα του στο Βατερλό στις 18 Ιούνη 1815.

5. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 271-272.

6. Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στην Γαλλία από 1848 έως το 1850, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 36.

7. Ό.π., σελ. 37-40.

8. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 273-276.

9. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 283-284.

10. Ό.π., σελ. 279-280.

11. Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από 1848 έως το 1850, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 40-43.

12. Φρ. Ένγκελς, «Εισαγωγή» (1891), στο Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 9.

13. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 475-476.

14. Φρ. Ένγκελς, ό.π., σελ. 9.

15. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 479-483.

16. Φρ. Ένγκελς, «Εισαγωγή» (1891), στο Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 9.

17. Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από 1848 έως το 1850, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 68.

18. Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, «Προσφώνηση της ΚΕ στην Ένωση των Κομμουνιστών», Διαλεχτά Έργα, τόμ. 1, σελ. 115-118.

19. Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2005, σελ. 46.

20. Ό.π., σελ. 8.

21. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 831.

22. Ό.π., σελ. 827.

23. Πιο αναλυτικά βλ. στο παρόν τεύχος το άρθρο του Κ. Μπορμπότη, «Η χρεοκοπία του αναρχισμού και του μικροαστικού σοσιαλισμού μέσα από την πείρα της Κομμούνας».

24. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 822-830.

25. Φρ. Ένγκελς, «Εισαγωγή» (1891), στο Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 19.

26. Β. Ι. Λένιν, «Στη μνήμη της Κομμούνας», Άπαντα, τόμ. 20, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1986, σελ. 226.

27. Ό.π.

28. Οι λίβρες αποτελούσαν το νόμισμα της Γαλλίας που κυκλοφορούσε έως το 1794. Το φράγκο ως νόμισμα εμφανίστηκε το 1795 και αντιστοιχούσε περίπου σε μία λίβρα.

29. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Ε2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 837.

30. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Ε2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 841.

31. Η αύξηση αυτή οφείλεται μόνο μερικώς σε μια γενική αύξηση των τιμών και πολύ περισσότερο σε αύξηση του αριθμού και του είδους των εμπορευμάτων που πωλούνται.

32. Price Roger, An economic history of modern France 1730-1914, εκδ. The Macmillan Press LTD, 1981, σελ. 30.

33. Price Roger, An economic history of modern France 1730-1914, εκδ. The Macmillan Press LTD, 1981, σελ. 32.

34. Ό.π., σελ. 5.

35. Ό.π., σελ. 12-14.

36. Στη Γαλλία κατά το 17ο και 18ο αιώνα υπήρχε υποχρέωση στους κατοίκους των πόλεων να προσφέρουν στο συγκεντρωτικό μοναρχικό κράτος και στα κοινοτικά συμβούλια 30 μέρες εργασίας για την κατασκευή έργων. Στα μέσα του 18ου αιώνα αυτό το μέτρο επεκτείνεται και στους αγροτικούς πληθυσμούς για την επέκταση του οδικού δικτύου, γεγονός που βρίσκει την αντίδραση των φυσιοκρατών της αστικής πολιτικής οικονομίας όπως ο Τιργκό, που θεωρούν ότι αυτός ο εξαναγκασμός του χωρικού θα έχει αρνητική επίπτωση στην παραγωγή του πλούτου.

37. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Ε2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 831.

38. Price Roger, An economic history of modern France 1730-1914, εκδ. The Macmillan Press LTD, 1981, σελ. 12-14.

39. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Ε2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 838-839.

40. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2008, σελ. 401.

41. Price Roger, An economic history of modern France 1730-1914, εκδ. The Macmillan Press LTD, 1981, σελ. 119.

42. Price Roger, An economic history of modern France 1730-1914, εκδ. The Macmillan Press LTD, 1981, σελ. 21.

43. Ό.π., σελ. 24.

44. Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο Toutain J.-C., Les transports en France de 1830 à 1965, εκδ. Presses universitaires de France, 1968, σελ. 205.

45. Λόγω αυτής της μεγάλης απαίτησης σε αρχικό κεφάλαιο, με νόμο του 1842 ανατέθηκε η χρηματοδότηση για την κατασκευή της βαριάς υποδομής του σιδηροδρομικού δικτύου στο κράτος και παράλληλα μια σειρά ιδιωτικές εταιρίες ανέλαβαν την κατασκευή της εναπομείνασας συμπληρωματικής υποδομής.

46. C. Morazé, Les Français et la république, εκδ. A. Colin, 1956.

47. Price Roger, An economic history of modern France 1730-1914, εκδ. The Macmillan Press LTD, 1981, σελ. 26.

48. Ό.π., σελ. 147.

49. Για το γενικότερο φαινόμενο της συσχέτισης ανάμεσα στην ανάπτυξη του σιδηρόδρομου και της εμφάνισης των μετοχικών εταιριών, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά από τον Μαρξ Στο Κεφάλαιο, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 303.

50. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 819.

51. Guy Palmade, Capitalisme et capitalistes français au 19e siècle, 1961, σελ. 150.

52. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2008, σελ. 426.

53. Michael B. Miller, Bon Marché: Bourgeois Culture and the Department Store 1869-1920, εκδ. Princeton University Press, New Jersey, 1981, σελ. 43.

54. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 818-820.

55. Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 έως το 1850, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 42.

56.Ό.π., σελ. 36.

57. Maddison Agnus, Phases of Capitalist Development, εκδ. Oxford University Press, 1982, σελ. 44-45.

58. Bairoch Raul, «International industrialization levels from 1750 to 1980», στο Journal of European Economic History, Vol. 11, 1 & 2, άνοιξη

59. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 274.

60. Price Roger, An economic history of modern France 1730-1914, εκδ. The Macmillan Press LTD, 1981, σελ. 97.

61. Labrousse Ernest, Histoire économique et sociale de la France II, εκδ. Presses Universitaires de France, 1970, σελ. 256-257.

62. Price Roger, ό.π., σελ. 150.

63. Εκείνη την εποχή η βασική –αν όχι η μοναδική για κάποια χρόνια– χώρα παραγωγής μηχανών είναι η Αγγλία. Παράλληλα η συσσώρευση του κεφαλαίου στη βιομηχανία προηγείται χρονικά κατά πολύ στην Αγγλία σε σχέση με τη Γαλλία, αλλά λαμβάνει επίσης και πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις. Αυτό οδηγεί στο να αντικειμενοποιείται στις παραγόμενες μηχανές τέτοιο μέγεθος ζωντανής και προγενέστερης νεκρής εργασίας (ως μεταβίβαση αξίας), ώστε αυτή να είναι αδύνατο να μπει με ευκολία υπό τον έλεγχο του κεφαλαίου στη Γαλλία, που δεν είχε κατά κανόνα τον ίδιο βαθμό συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης με την Αγγλία. Έτσι, παρότι στην Αγγλία λόγω της εξελισσόμενης συσσώρευσης κεφαλαίου και ανόδου της οργανικής σύνθεσης τείνει να πέφτει η αξία των μηχανών, αυτή παραμένει αρκετά υψηλή (πλην εξαιρέσεων) για το επίπεδο συγκέντρωσης αρχικού κεφαλαίου στη Γαλλία.

64. Heywood Colin, The Development of the French Economy 1750-1914, εκδ. The Macmillan Press LTD, 1992, σελ. 24.

65. Cameron Rondo E., «Economic Growth and Stagnation in France 1815-1914», στο The Journal of Modern History, τεύχ. 30, Νο. 1, Μάρτης 1958, εκδ. University of Chicago Press.

66. Price Roger, An economic history of modern France 1730-1914, εκδ. The Macmillan Press LTD, 1981, σελ. 121.

67. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 274.

68. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2008, σελ. 741-758.

69. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 820.

70. Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 έως το 1850, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 36.

71. Φρ. Ένγκελς, «Εισαγωγή» (1891), στο Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 18.

72. Price Roger, An economic history of modern France 1730-1914, εκδ. The Macmillan Press LTD, 1981, σελ. 154.

73. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 819.

74. Price Roger, ό.π., σελ. 154.

75. Price Roger, An economic history of modern France 1730-1914, εκδ. The Macmillan Press LTD, 1981, σελ. 34-35.

76. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Ζ2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 598.

77. «1) Συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή, 2) συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του “χρηματιστικού κεφαλαίου”, 3) εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτά η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων, 4) συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο και 5) έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της Γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις» Β. Ι. Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2009, σελ. 103-104.

78. Όπως σημείωνε ο Λένιν: «Η συνηθισμένη διαίρεση των ιστορικών εποχών, που έχει γίνει πολλές φορές στη μαρξιστική φιλολογία και που επαναλήφθηκε από τον Κάουτσκι και υιοθετήθηκε από τον Α. Πότρεσοφ στο άρθρο του, είναι η παρακάτω: 1) 1789-1871. 2) 1871-1914. 3) 1914-. Εννοείται ότι εδώ, όπως και παντού στη φύση και στην κοινωνία, τα όρια είναι συμβατικά και κινητά, σχετικά και όχι απόλυτα. Εμείς δεν παίρνουμε παρά κατά προσέγγιση τα πολύ σημαντικά και χτυπητά ιστορικά γεγονότα που τα θεωρούμε ορόσημα των μεγάλων ιστορικών κινημάτων. Η πρώτη εποχή, από τη μεγάλη γαλλική επανάσταση ως το γαλλοπρωσικό πόλεμο, είναι η εποχή της ανόδου της αστικής τάξης, της ολοκληρωτικής νίκης της. Είναι η ανοδική γραμμή της αστικής τάξης, η εποχή των αστικοδημοκρατικών κινημάτων γενικά, των αστικοεθνικών ειδικά, η εποχή της γρήγορης συντριβής των φεουδαρχικών απολυταρχικών θεσμών που έφαγαν τα ψωμιά τους. Η δεύτερη εποχή είναι η εποχή της ολοκληρωτικής κυριαρχίας και της παρακμής της αστικής τάξης, η εποχή του περάσματος από την προοδευτική αστική τάξη στο αντιδραστικό και αντιδραστικότατο χρηματιστικό κεφάλαιο. Είναι η εποχή της προετοιμασίας και της αργής συγκέντρωσης δυνάμεων από τη νέα τάξη, από τη σύγχρονη δημοκρατία. Η τρίτη εποχή που μόλις αρχίζει βάζει την αστική τάξη “στην ίδια κατάσταση” που βρίσκονταν οι φεουδάρχες την πρώτη εποχή. Είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών κλονισμών, καθώς και των κλονισμών που απορέουν από τον ιμπεριαλισμό.» Β. Ι. Λένιν, Κάτω από ξένη σημαία, Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2009, σελ. 143.

79. Β. Ι. Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2009, σελ. 64.

80. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Ζ1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 121.

81. Την περίοδο 1870-1900 στη Γαλλία ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 2 εκατομμύρια, σε αντίθεση με τη Γερμανία που η αύξηση έφτασε τα 15 εκατομμύρια. (Ό.π., σελ. 120.)

82. Β. Ι. Λένιν, ό.π.

83. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, ό.π.

84. Β. Ι. Λένιν, ό.π., σελ. 25.

85. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Ζ2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 596.

86. Price Roger, An economic history of modern France 1730-1914, εκδ. The Macmillan Press LTD, 1981, σελ. 231.

87. F. Braudel, E. Labrousse, Histoire économique et sociale de la France, τόμ. 4, εκδ. Presse Universitaires de France, 1979, σελ. 118.

88. Τα στοιχεία είναι από: J. C. Toutain, La population de la France de1700 à 1959, Cahiers de l’ISEA, Paris, 1963.

89. Price Roger, ό.π., σελ. 236.

90. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Ζ1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1967, σελ. 121.

91. Ό.π., τόμ. Ζ1, σελ. 121 και τόμ. Ζ2, σελ. 59.

92. Β. Ι. Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2009, σελ. 86 και 90.

93. Β. Ι. Λένιν, «Τα διδάγματα της Κομμούνας»,Άπαντα, τόμ. 16, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 475-478.

94. Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2000, σελ. 76.

95. Β. Ι. Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2009, σελ. 148.