Έκθεση για τη συζήτηση έχει έρθει από τις περισσότερες ΚΟ, ενώ σε ορισμένες Οργανώσεις δεν έχουν ολοκληρωθεί οι συνεδριάσεις των ΚΟΒ και δεν έχουν συγκεντρωθεί αναλυτικά όλα τα στοιχεία.
Αποτυπώνουμε βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν και τα οποία δεν πρόκειται να αλλάξουν με τη συγκέντρωση όλων των στοιχείων, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά ζητήματα που είχαμε εντοπίσει και παλιότερα.
1. Η συζήτηση στα Όργανα και τις ΚΟΒ προφανώς και βοήθησε να ανοίξει για ακόμα μία φορά με συγκροτημένο τρόπο το θέμα του ρόλου του Ριζοσπάστη ως καθημερινού καθοδηγητή· αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία ειδικά για νεότερους κομματικά συντρόφους που ίσως πρώτη φορά παρακολουθούσαν αντίστοιχη συζήτηση, δεν είχαν πάρει μέρος στη συζήτηση που είχε γίνει το 2016 με το αντίστοιχο σημείωμα του ΠΓ. Ταυτόχρονα έγινε παντού μια προσπάθεια να συνδυαστεί αυτή η συζήτηση με στόχους ανεβάσματος της κυκλοφορίας της εφημερίδας, εγγραφής νέων συνδρομητών, όπου υπάρχει συνδρομητικό δίκτυο, αύξησης της διακίνησης του σαββατοκυριακάτικου αλλά και του καθημερινού φύλλου. Όσες φορές έχει ανοίξει οργανωμένα η συζήτηση για το Ριζοσπάστη στην ΚΟ, αυτή η συζήτηση συνοδεύεται από ανάλογα μέτρα, στόχων πλάνων διακίνησης κλπ., εξελίσσεται μια προσπάθεια και καταγράφονται και ορισμένα βήματα βελτίωσης. Όμως στις περισσότερες περιπτώσεις η προσπάθεια αυτή υποχωρεί μέσα στην καθημερινότητα, χάνεται από τον έλεγχο όσο δε συνδυάζεται με σταθερά μέτρα αξιοποίησης του Ριζοσπάστη στην καθημερινή καθοδήγηση και στην ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση.
2. Αποτυπώνεται στη συζήτηση το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα. Το γεγονός δηλαδή ότι ένας αριθμός στελεχών του Κόμματος και της ΚΝΕ δεν έχουν καθημερινή σχέση με την εφημερίδα. Αν δε λυθεί πρώτα απ’ όλα αυτό το ζήτημα, κάθε άλλη συζήτηση δεν έχει νόημα. Το πρόβλημα αυτό εκφράζεται και με το γεγονός ότι ένας αριθμός στελεχών δε γράφονται συνδρομητές, όπου υπάρχει συνδρομητικό δίκτυο, δεν εξασφαλίζουν πώς θα προμηθεύονται καθημερινά την εφημερίδα, πώς θα βρουν χρόνο για να την μελετήσουν, τουλάχιστον τα βασικά της άρθρα, ενώ εκφράζεται και με περιπτώσεις στελεχών που δεν μπαίνουν μπροστά στην προσπάθεια για αύξηση της κυκλοφορίας της εφημερίδας σε χώρους ευθύνης και ειδικότερα συνδικαλιστικά στελέχη.
Δεν είναι τυχαίο ότι η σχέση του μέλους του ΚΚΕ, πολύ περισσότερο των στελεχών, με τον κομματικό Τύπο εντάσσεται στις καταστατικές υποχρεώσεις. Το στοιχείο αυτό πηγάζει από τον ίδιο τον επαναστατικό χαρακτήρα του Κόμματος και την κατοχυρωμένη ιστορική πείρα που αναδεικνύει μέσα από διάφορες πλευρές το γεγονός ότι η συγκρότηση του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη εφημερίδας-οργάνου της Κεντρικής Επιτροπής.
Το ζήτημα της σχέσης του στελέχους με την εφημερίδα πρέπει να δυναμώσει σαν κριτήριο για την ανάδειξη στελεχών, σαν στοιχείο της κριτικής και αυτοκριτικής στη διαδικασία των εκλογοαπολογιστικών συνελεύσεων και των συνδιασκέψεων που είναι μπροστά μας.
3. Σε πολλές εκθέσεις σημειώνεται –και έχει βάση– πως δεν πρέπει να μας «ξεγελάει», να μας «εφησυχάζει» η τυπική συμφωνία των περισσότερων συντρόφων στελεχών και μελών του Κόμματος με τα όσα θέτει η Απόφαση του ΠΓ. Δεν είναι πρώτη φορά που γίνεται μια τέτοια συζήτηση, χωρίς να καταφέρουμε μέσα από αυτή να αντιστρέψουμε την κατάσταση. Το κύριο ζήτημα είναι ότι δεν έχει κατακτηθεί ενιαία αντίληψη για τον πυρήνα του προβλήματος και αυτό το ζήτημα δεν αφορά μόνο τα στελέχη που δεν έχουν λύσει τη σχέση τους με το Ριζοσπάστη, αλλά και άλλους που μπορεί ατομικά να το έχουν λυμένο, όμως δεν περνάει αυτό στην καθοδηγητική τους δουλειά, δεν αξιοποιούν την εφημερίδα στην καθημερινή καθοδήγηση. Κατά συνέπεια, χρειάζεται να επιμείνουμε περισσότερο σε αυτό που θέτει η Απόφαση της ΚΕ για την κομματική οικοδόμηση, με θετικό όμως τρόπο:
Ότι δηλαδή το Ριζοσπάστη, την καθημερινή καθοδήγηση από αυτόν, την χρειάζεται όποιος αντιλαμβάνεται τις απαιτήσεις της ιδεολογικοπολιτικής παρέμβασης, της διαπάλης για το κέρδισμα συνειδήσεων, για την απόσπαση από την αστική πολιτική, για την αντιμετώπιση της προπαγάνδας του αντιπάλου. Όποιος αντιλαμβάνεται την ανάγκη να διαμορφώνονται βαθύτεροι δεσμοί με τον περίγυρο με βάση το Πρόγραμμα του ΚΚΕ. Δηλαδή το Ριζοσπάστη τον έχει ανάγκη καθημερινά το στέλεχος και το μέλος του ΚΚΕ και της ΚΝΕ εφόσον θέλει να κατακτά το ρόλο του καθοδηγητή, το ρόλο του πρωτοπόρου κομμουνιστή μέσα στο χώρο ευθύνης του, να αναδεικνύεται σε «ηγέτη».
Το ζήτημα αυτό δε λύνεται με γενικές επικλήσεις, λύνεται με καθοδηγητική ευθύνη που να μπορεί να μπολιάζεται με τέτοια χαρακτηριστικά.
4. Από αυτήν την άποψη θέλει προσπάθεια η συζήτηση στα καθοδηγητικά όργανα να μην αποπροσανατολίζεται, ούτε να μετατίθεται ως ευθύνη των παρακάτω κρίκων χωρίς να ξεκινά από το εντοπισμένο πρόβλημα μη αξιοποίησης πρώτα απ’ όλα από τα στελέχη και βεβαίως από τα κομματικά μέλη. Από αυτήν την άποψη η συζήτηση στις ΚΟΒ που έχουν πραγματοποιηθεί δεν εξάντλησε όλες τις δυνατότητες προετοιμασίας, αξιοποιώντας και ατομικές συνεργασίες πριν, αλλά και στο περιεχόμενο συζήτησης των ίδιων των συνεδριάσεων, σε μια προσπάθεια να μη μείνει στη γενική επίκληση, αλλά να αξιοποιήσει παραδείγματα μέσα από την πείρα της ΚΟ ή του Τομέα που μπορούν να βοηθήσουν να γίνει κατανοητό το βασικό πρόβλημα, να συγκεκριμενοποιήσει και να εξατομικεύσει στόχους. Παρόλο που σε μια σειρά ΚΟΒ έγιναν τέτοιες προσπάθειες, δεν αγκάλιασαν το σύνολό τους.
5. Επιβεβαιώνεται και από τις εκθέσεις ότι ένα μεγάλο μέρος της διακίνησης του Ριζοσπάστη το Σαββατοκύριακο αφορά έναν περίγυρο που δε συνδυάζεται με τα κριτήρια και τις προτεραιότητες που θέτουμε για την ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση και κομματική οικοδόμηση. Το ζήτημα αυτό είναι κρίσιμο, αφορά έναν κύκλο επιρροής κυρίως στις εδαφικές ΚΟΒ. Η μη ανανέωση αυτού του περίγυρου με νεότερες, παραγωγικές ηλικίες προοπτικά έχει τον κίνδυνο μεγαλύτερης πτώσης της κυκλοφορίας. Όμως αυτό δεν είναι αντικειμενικό, με δεδομένο ότι παρ’ όλες τις όποιες δυσκολίες και στις εδαφικές οργανώσεις διαμορφώνεται ένας νεότερος ηλικιακά περίγυρος μέσα από διάφορους δρόμους. Βέβαια, σε αυτές τις περιπτώσεις θέλει πιο επίμονη δουλειά και μεγαλύτερη προσπάθεια να σταθεροποιήσουμε μια πολιτική σχέση μέσω του Ριζοσπάστη. Χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε επίσης σχηματικότητες και αναστολές που υπάρχουν σε κομματικές δυνάμεις για να δουλέψουμε με έναν τέτοιον κόσμο με την εφημερίδα. Ανάλογο πρόβλημα αποτυπώνεται και από άλλη πλευρά. Με βάση τα στοιχεία των εκθέσεων φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της κυκλοφορίας του Ριζοσπάστη μέσω της ΚΟ δε γίνεται από τις κλαδικές ΚΟ, αλλά από τις εδαφικές. Σωστά διαπιστώνεται ότι αυτό το ζήτημα συνδέεται και με το εντοπισμένο πρόβλημα «συνδικαλιστοποίησης» της δουλειάς με έναν περίγυρο όπως το έχουμε προσδιορίσει σε προηγούμενες Αποφάσεις της ΚΕ. Από μια σειρά ΚΟ διαπιστώνονται επίσης υποχωρήσεις στην προσπάθεια μαζικών εξορμήσεων σε γειτονιές, χώρους δουλειάς.
6. Ειδικό ζήτημα αφορά το θέμα της ΚΝΕ, της σχέσης δηλαδή των μελών και στελεχών της ΚΝΕ με την εφημερίδα και την προσπάθεια εκπαίδευσης των ΚΝιτών σε αυτήν την κατεύθυνση. Η αλήθεια είναι ότι το ζήτημα αυτό δε φαίνεται να απασχολεί στον ίδιο βαθμό όλες τις εκθέσεις, κάτι το οποίο θα πρέπει να επισημανθεί. Γιατί η διαμόρφωση από νωρίς της σχέσης των ΚΝιτών με το Ριζοσπάστη είναι μια βάση για τη συνέχεια, βλέποντας στα σημερινά μέλη της ΚΝΕ τα αυριανά μέλη και στελέχη του Κόμματος. Η προσπάθεια που έγινε με τη συζήτηση για τον Οδηγητή πρέπει να αξιοποιηθεί. Ταυτόχρονα τα στοιχεία δείχνουν ότι ένα ποσοστό των μελών και στελεχών της ΚΝΕ προμηθεύεται βασικά το Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου. Παρ’ όλες τις αυξητικές τάσεις, δεν πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι. Ταυτόχρονα έχει υποχωρήσει και με ευθύνη και των ΚΟ η ένταξη των δυνάμεων της ΚΝΕ σε ένα σχέδιο διακίνησης του Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου σε γειτονιές ή χώρους δουλειάς. Η διαδικασία αυτή είχε πάντα έναν διαπαιδαγωγητικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, που βοηθούσε και τις δυνάμεις της ΚΝΕ στην επαφή με την εφημερίδα.
7. Επανέρχονται στις συζητήσεις στις ΚΟ μια σειρά λανθασμένες αντιλήψεις που σε ορισμένες λίγες περιπτώσεις φάνηκε να αποπροσανατολίζουν τις συζητήσεις στις ΚΟΒ, υπονομεύοντας ουσιαστικά τη συμφωνία με την Απόφαση. Χρειάζεται να απαντηθούν πιο κάθετα και αποφασιστικά:
– Ότι δε διαβάζει ο κόσμος εφημερίδα, άρα πώς είναι δυνατόν να βάζουμε στόχο αύξησης της κυκλοφορίας του Ριζοσπάστη. Το πρόβλημα όμως δεν είναι ο κόσμος γενικά, δε συζητάμε γιατί ο Ριζοσπάστης καθημερινά δεν έχει δεκάδες χιλιάδες φύλλα κυκλοφορία. Συζητάμε συγκεκριμένα γιατί τα στελέχη και τα μέλη του Κόμματος και της ΚΝΕ δεν αγοράζουν και δεν αξιοποιούν καθημερινά την εφημερίδα, γιατί η δουλειά με το Ριζοσπάστη δεν μπαίνει στο επίκεντρο της καθημερινής ιδεολογικοπολιτικής παρέμβασης, της δουλειάς και ζύμωσης με έναν περίγυρο, με οπαδούς, φίλους του Κόμματος, πρωτοπόρους εργάτες, νέους κλπ. Αυτό είναι που συζητάμε. Παρ’ όλα τα προβλήματα στη σύνθεση ενός κόσμου (ηλικιακή, κοινωνική κλπ.) στον οποίο φτάνει ο «Ρ» του ΣΚ που εντοπίσαμε προηγούμενα, πρέπει ωστόσο να επιμείνουμε ότι οι εξορμήσεις του Σαββατοκύριακου και ειδικά οι πανεξορμήσεις δείχνουν δυνατότητες που πρέπει να αξιοποιηθούν και στην προσπάθεια με το καθημερινό φύλλο.
– Ότι διαβάζουμε εφημερίδα από το διαδίκτυο, άρα δεν είναι αναγκαίο να αγοράζουμε την εφημερίδα. Ας μπει συνδρομή στο διαδίκτυο, να μη χάνει έσοδα το Κόμμα. Τα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν ότι η μείωση της κυκλοφορίας στο έντυπο σημαίνει αύξηση της παρακολούθησης μέσω διαδικτύου. Οι αναγνώστες μέσω διαδικτύου είναι σταθεροί εδώ και πολλά χρόνια. Αν υπήρχε τέτοιο στοιχείο, τότε θα συζητάγαμε και την πιθανότητα να έχουμε συνδρομή στο διαδίκτυο για το Ριζοσπάστη, όμως δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι πίσω από το ότι «διαβάζουμε από το διαδίκτυο» κρύβεται στην πραγματικότητα η αποσπασματική πληροφόρηση και ενημέρωση που αφορά μέσα που δεν έχουν το ρόλο και το σκοπό που έχει ο Ριζοσπάστης. Π.χ. το πόρταλ 902 είναι ενημερωτικό μέσο του Κόμματος, έχει άμεσα και γρήγορα την είδηση με έναν πρώτο σχολιασμό. Το ίδιο αφορά και αναρτήσεις στα ΜΚΔ, ακόμα και αν γίνονται από κομματικούς λογαριασμούς. Δεν ισχύει επίσης το επιχείρημα «διαβάζουμε τα άρθρα της εφημερίδας από το πόρταλ», αν πάρουμε μάλιστα υπόψη ότι ο μέσος όρος που «μένουν» οι επισκέπτες στο πόρταλ είναι τα 2,5 λεπτά. Κάτι πολύ λογικό, αφού το πόρταλ είναι ειδησεογραφικό βασικά μέσο. Το πρόβλημα είναι η παραίτηση από τη μελέτη, τον ιδεολογικό εξοπλισμό, την άμεση καθοδήγηση που εξασφαλίζει καθημερινά η εφημερίδα.
– Ότι δεν έχουμε χρόνο να διαβάσουμε την εφημερίδα. Χωρίς να υποτιμηθούν ζητήματα διάθεσης χρόνου ειδικά για εργαζόμενους συντρόφους, ωστόσο το τι ιεράρχηση έχει η μελέτη του Ριζοσπάστη, ειδικά από στελέχη, στο χρόνο που αφιερώνουν στην κομματική δουλειά είναι κρίσιμο ζήτημα. Σε παλιότερο σημείωμα του ΠΓ δίναμε αναλυτικά και ορισμένες πρακτικές κατευθύνσεις για το πώς να αντιμετωπιστούν τέτοια ζητήματα, τι ιεραρχήσεις πρέπει να γίνουν κλπ. Το πρόβλημα αυτό συνδέεται με ευρύτερο καθοδηγητικό ζήτημα. Συνδέεται ορισμένες φορές με μια αίσθηση αυτάρκειας που στην πράξη υποτιμά τις απαιτήσεις της καθοδηγητικής δουλειάς ειδικά σε συνθήκες σαν τις σημερινές. Συνδέεται με τη λογική και πρακτική «ό,τι καταλάβω από την πολιτική ενημέρωση στο Όργανο», που σημαίνει βέβαια ότι χάνεται όλο το νήμα της παρακολούθησης των πολιτικών εξελίξεων, των θέσεων του Κόμματος και της διαπάλης. Συνδέεται επίσης με την πρακτική να μαζεύονται στις συνεδριάσεις των ΚΟΒ ερωτήματα για τις εξελίξεις, για τη δράση και στάση και τις θέσεις του Κόμματος, αντί να λύνονται και να απαντιούνται καθημερινά και άμεσα.
– Ότι δεν έχουμε λεφτά για να αγοράσουμε την εφημερίδα. Το επιχείρημα αυτό δε στέκει καθόλου, ως πρόβλημα αφορά μια πολύ μικρή μερίδα συντρόφων που μπορεί να αντιμετωπιστεί με συλλογικά μέτρα, όπως έχει γίνει άλλωστε πολλές φορές. Η κατάσταση σήμερα οικονομικά δεν είναι χειρότερη απ’ ό,τι ήταν το 2010 με 2015, και μάλιστα σε συνθήκες εκλογικής υποχώρησης του Κόμματος. Το 2017 πήραμε απόφαση να μειώσουμε την τιμή του καθημερινού φύλλου από 1,5 στο 1 ευρώ, θέλοντας να διευκολύνουμε την κυκλοφορία της εφημερίδας και για να αντιμετωπίσουμε τυχόν οικονομικούς περιορισμούς. Ταυτόχρονα η έκδοση του σαββατοκυριακάτικου φύλλου οδήγησε στη μείωση ενός ακόμα φύλλου τη βδομάδα. Με τη διαμόρφωση επίσης των συνδρομητικών δικτύων δόθηκε η δυνατότητα σε όσους εγγράφονται συνδρομητές να αγοράζουν καθημερινά την εφημερίδα με σοβαρή έκπτωση. Τέλος, ειδικά για τα στελέχη είναι πρόβλημα αν το πρώτο που ιεραρχούν να κόψουν σε συνθήκες οικονομικών δυσκολιών είναι ο Ριζοσπάστης.
8. Δε φαίνεται από τις εκθέσεις των ΚΟ αν αξιοποιήθηκε στη συζήτηση η εμπειρία από την πανδημία ως ένα πρόσφατο ζωντανό παράδειγμα για το τι σημαίνει «παίρνω γραμμή» καθημερινά από το Ριζοσπάστη, ως άμεσο καθοδηγητή των στελεχών και των μελών του Κόμματος. Το ζήτημα αυτό έχει διπλή αξία: Πέρα από το ότι είναι ένα ζωντανό πρακτικό παράδειγμα για το πώς λύνει ο Ριζοσπάστης θέματα γραμμής καθημερινά, σηματοδοτεί ταυτόχρονα και τη σημασία που έχει σήμερα να «εκπαιδευτούμε» σε μια τέτοια πρακτική που αφορά και τη δουλειά του Κόμματος σε συνθήκες όπου δε θα είναι δυνατή η συνηθισμένη κομματική λειτουργία (συνεργασίες, τακτικές συνεδριάσεις κλπ.).
9. Μια πλευρά που θα έπρεπε να απασχολήσει περισσότερο τη συζήτηση είναι η οικονομική διάσταση, δηλαδή το γεγονός ότι ο Ριζοσπάστης σήμερα αποτελεί ένα βασικό οικονομικό έσοδο για το Κόμμα και η αύξηση της διακίνησής του έχει και αυτήν τη σημαντική πλευρά για το Κόμμα.