Επιτρέψατέ μου, τώρα, να αναφερθώ σε κάποιες από τις στιγμές συνάντησης με τον Κώστα, μακριά από τη δημοσιότητα και τις κάμερες, τις ζήσαμε σε ένα δωμάτιο, σε ένα γραφείο. Αποδεικνύουν ότι ο Κώστας τη σχέση του με το Κόμμα δεν την ένιωθε ως σχέση εξωτερική, παράλληλη με τις προσωπικές, οικογενειακές, καλλιτεχνικές ανάγκες που του έβαζε διλήμματα πώς όλα αυτά να συνεταιριστούν, πού και πώς μπορούν να συναντηθούν. Η κομμουνιστική του ταυτότητα είχε γίνει τρόπος και στάση ζωής, σχέση βαθύτατα εσωτερική.
Πρώτη στιγμή: Λίγο μετά το 13ο Συνέδριο, καθώς η καταιγίδα της αντεπανάστασης, της βαθιάς κρίσης του Κόμματος ήταν στο αποκορύφωμα, δυνάμωνε η αντικομμουνιστική - αντισοσιαλιστική επίθεση, ο Χαρίλαος Φλωράκης ένα πρωί μού είπε ότι του τηλεφώνησε ο Κώστας, ήθελε να τον επισκεφτεί μαζί με την Τζένη Καρέζη. Μου πρότεινε να πάω και εγώ στη συνάντηση, να δούμε τι θέλει ο Κώστας, τι σκέπτεται. Εκείνη τη μέρα τους περιμέναμε με αγωνία. Μπήκε ο Κώστας στο σπίτι, αγκάλιασε σφιχτά τον Χαρίλαο, με χαιρέτισε και μένα θερμά. Μα στη συνέχεια, όρθιος όπως ήταν, έβγαλε ένα παράπονο μάλλον και με λίγο θυμό. Απευθύνθηκε αμέσως πριν απ’ όλα στον Χαρίλαο, λέγοντας ότι «εσείς καλείτε τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες να σταθούν στο πλευρό του Κόμματος, καλείτε ακόμα να συμπαρασταθούν και εκείνοι που δεν υπήρξαν κομμουνιστές, σέβονταν όμως, αναγνώριζαν το ρόλο του στους αγώνες. Εμένα δεν μου κάνατε ούτε ένα τηλέφωνο, δε με χρειάζεστε;». Ο Χαρίλαος, θυμάμαι καλά, του εξήγησε ότι «σε τέτοιες στιγμές δεν είναι πάντα πρακτικό να παίρνεις τηλέφωνο και να ρωτάς, εσύ με ποια πλευρά είσαι;». Ο Κώστας πάλι αντάριασε, «τι να με ρωτήσετε, δεν ξέρατε ότι εγώ δε θα μπορούσα να είμαι πουθενά αλλού εκτός από εδώ; Με το ΚΚΕ». Δίπλα η Τζένη συμφωνούσε με το παράπονο του Κώστα. Ύστερα από λίγο ξεκαθαρίστηκαν τα πράγματα, ησύχασε ο Κώστας και τότε μαζί με την Τζένη πήραν τον λόγο, σαν χείμαρρος, μας ενημέρωσαν ότι εν μέσω καταιγίδας της λεγόμενης Περεστρόικα, οδικώς, οδηγώντας δηλαδή το αυτοκίνητό τους, έφθασαν στη Μόσχα γιατί δεν ήθελαν να χάσουν άλλο χρόνο. Ήθελαν να γνωρίσουν άμεσα τους ανθρώπους, τους συντελεστές του Θεάτρου Βαγκντάκoφ, που ιδρύθηκε από τον πρωτοπόρο σκηνοθέτη Ευγένιο Βαγκντάκοφ, τρία χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, το 1921. Μίλησαν με ενθουσιασμό για το σοσιαλιστικό θέατρο, το δρόμο που είχε διανύσει στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης... Αυτός ήταν ο Κώστας.
Δεύτερη στιγμή: Λίγα χρόνια αργότερα ο Κώστας ζήτησε συνάντηση, όπως είπε στο τηλέφωνο, ήθελε να ακούσει κάποιες γνώμες σε ζητήματα που τον απασχολούσαν προσωπικά. Με το τσιγκέλι έβγαλε ύστερα από ερωτήσεις τις τεράστιες δυσκολίες που συναντούσε στο έργο του, στις υψηλές του φιλοδοξίες, προβλήματα οικονομικά, παράπλευρες απώλειες, χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, σε μια περίοδο μάλιστα που είχαν αυξηθεί οι ευθύνες του στην οικογένεια. Δε ζήτησε, εννοείται, καμία βοήθεια. Εκείνο που τον βασάνιζε ήταν ότι είχε δεχθεί προτάσεις να παίξει σε μεγάλους ρόλους, του είχαν δοθεί σενάρια, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι ανταποκρίνονταν πλήρως σε αυτό που ο ίδιος έκανε ως τότε. Ήθελε μια γνώμη. Η απάντησή μας ήταν συγκεκριμένη. Δεν ήταν δυνατόν να γίνουμε κριτές, να δώσουμε έγκριση στη μια ή την άλλη επιλογή που θα έκανε, ανάμεσα σε προτάσεις και σενάρια. Ήμασταν βέβαιοι ότι εκείνος ήξερε καλά, μπορούσε να αποφασίσει παίρνοντας υπόψη και τη διάσταση των προσωπικών, οικογενειακών αναγκών. Αυτός ήταν ο Κώστας.
Τρίτη στιγμή: Ο Κώστας δυο φορές είχε εκλεγεί βουλευτής με την πρώτη θέση που είχε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, το 2007 και το 2009. Εννοείται ότι μας ήταν καθαρό ότι οι υποχρεώσεις του στο Κοινοβούλιο δεν θα έπρεπε να είναι απαγορευτικές, εμπόδιο στο βασικό μέτωπο προσφοράς του, στην Τέχνη, στο θέατρο. Η νέα όμως εκλογική αναμέτρηση στις συγκεκριμένες συνθήκες έβαζε μπροστά μας καινούργιες απαιτήσεις, επέβαλε και νέους καταμερισμούς στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Έτσι πριν καταλήξει η ΚΕ, αποφασίσαμε να συζητήσουμε τις σκέψεις μας μαζί του, αυτήν τη φορά να ήταν υποψήφιος αλλά σε περιφέρεια όπως ήταν η γενέτειρά του, ο νομός Ηλείας, που ήταν βέβαιο και λόγω του εκλογικού νόμου ότι δε θα έβγαζε βουλευτή. Ξεκίνησα τη συζήτηση μαζί του με έναν κόμπο στο λαιμό, φοβόμουνα ότι υπήρξε η πιθανότητα να σκεφτεί ότι η προσφορά του στο Κοινοβούλιο ίσως δεν ήταν ικανοποιητική, πράγμα βεβαίως που δεν ίσχυε. Ακόμα σκεπτόμασταν ότι ο ίδιος θα ήταν αντιμέτωπος με ερωτήματα ή θα δεχόταν την ειρωνεία ή και το υποκριτικό χάιδεμα εκείνων που τον είχαν πολεμήσει, λέγοντάς του ότι το Κόμμα τον πέταξε έξω από την Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Πριν προλάβω να ολοκληρώσω αυτά που είχα προετοιμάσει να του πω, με διέκοψε γελώντας. «Βρε συντρόφισσα, τι τα θέλεις όλα αυτά τα λόγια; Πες γρήγορα, τι να κάνω για να βοηθήσω, τι πρακτική δουλειά χρειάζεται». Διευκρίνισα ότι ήθελα να του εξηγήσω πώς σκεφτήκαμε και γιατί δεν θα μπορούσε για μια ακόμα φορά να είναι βουλευτής. Γελώντας με όλη του την καρδιά, είπε ότι «στον αγώνα δεν προσφέρουν μόνο οι βουλευτές, γι’ αυτόν δεν σημαίνει τίποτε το άλφα ή το βήτα αξίωμα», με την έννοια ότι δεν εξαρτούσε την προσφορά του από τον έναν ή τον άλλο τίτλο. Αυτός ήταν ο Κώστας.
Κώστα, στη διαδρομή σου, με το μυαλό και την καρδιά, χωρίς ταλαντεύσεις και αμφισημίες, είχες πυξίδα σου την κομμουνιστική ιδεολογία. Ανταποκρίθηκες επάξια στην ιστορική αναγκαιότητα της εποχής μας, στην πρώτη γραμμή, με το ΚΚΕ, πάντα παρών σε όλους τους αγώνες του εργατικού ταξικού και του αντιπολεμικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Τα στερνά σου τίμησαν τα πρώτα.
Όσοι, όσες είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε περισσότερο ή λιγότερο την οικογένειά σου, την αγαπημένη σου σύντροφο Τζένη, με την οποία μοιραστήκατε όλες τις χαρές και τις δυσκολίες της ζωής και της τέχνης σας, τα παιδιά σου, βλέπαμε ότι η αύρα σου, ο τρόπος ζωής σου τους επηρέασε. Σκεπτόμαστε ότι αυτό δεν έγινε ούτε με επιβολή, ούτε με έναν κατάλογο τι πρέπει και δεν πρέπει. Το προσωπικό παράδειγμα, ο διάλογος, η συζήτηση, ήταν ο δικός σου δρόμος. Τους καμάρωνες, έλαμπαν τα μάτια σου όταν αναφερόσουν σ’ αυτούς.
Μόλις αναγγέλθηκε ο θάνατος του Κώστα, οι οθόνες και ο Τύπος, σχόλια στο διαδίκτυο, γέμισαν από υλικό που αυτός δημιούργησε με χαρακτηριστικό «Το Μεγάλο μας τσίρκο».
Κώστα, ακόμα και εκείνοι που σε ειρωνεύτηκαν, ακόμα και μερικοί που σε πολέμησαν, υποχρεώθηκαν, αφού ρωτήθηκαν, να πουν καλές κουβέντες. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι, ανεξαρτήτως απόψεων, είπαν το ίδιο πράγμα, ότι ο Κώστας Καζάκος έζησε, έδρασε, έπαιξε, σκηνοθέτησε σε αντιστοιχία με την ιδεολογία και τις αξίες που υπερασπιζόταν. Η ενότητα των λόγων και των έργων σου είναι μεγάλος τίτλος τιμής που επάξια κατέκτησες.
Συμμεριζόμαστε τη θλίψη της οικογένειας, της Τζένης, του Αλέξανδρου, της Ηλέκτρας και της Μάγιας, του Κωνσταντίνου, όλων των συγγενών και των καρδιακών φίλων. Θα έλθουν στιγμές, που η θλίψη θα εναλλάσσεται με την ευχάριστη ανάμνηση της κοινής ζωής σας, με την ανάμνηση ακόμα και γεγονότων που σας έκαναν να γελάσατε με την καρδιά σας. Θα σας παρηγορεί ότι το έργο που άφησε θα καρπίσει σίγουρα, ότι μαζί με εσάς χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες θα τον θυμόμαστε, θα αναπολούμε τις στιγμές που ζήσαμε μαζί του στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα ντοκιμαντέρ, με τη βροντώδη θερμή φωνή του, στον κοινό μας αγώνα.
Αντίο αγαπημένε σύντροφε, θα συνεχίσουμε κουβαλώντας στους ώμους μας την ανάμνηση και ό,τι κερδίσαμε και απολαύσαμε από την προσφορά σου.