ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


ΚΟΜΕΠ

Κώστα Σκολαρίκου: «“Ευρωκομμουνισμός”: ΘεωρΙα και στρατηγική υπέρ του κεφαλαίου»

Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή

«Η εσωτερική κατάσταση προσφέρει στο προλεταριάτο μεγαλύτερες ευκολίες: Κυοφορείται η δυνατότητα συγκέντρωσης, γύρω από την εργατική τάξη, της εργαζόμενης αγροτιάς, των βιοτεχνών, των διανοούμενων, δηλαδή της πλειοψηφίας του γαλλικού λαού, και χάρη σ’ αυτήν τη συμμαχία να μετατραπεί η ίδια η Βουλή από όργανο δικτατορίας της αστικής τάξης σ’ ένα αυθεντικό όργανο της λαϊκής θέλησης».

Το παραπάνω απόσπασμα είναι μέρος της Έκθεσης Δράσης της ΚΕ του ΚΚ Γαλλίας, όπως εκφωνήθηκε από τον Μορίς Τορέζ στο 14ο Συνέδριο του κόμματος (1956). Το απόσπασμα ενσωματώνει τον κεντρικό πυρήνα της στρατηγικής της ειρηνικής - κοινοβουλευτικής κατάκτησης του σοσιαλισμού, που ακολουθήθηκε από πολλά ΚΚ μετά από το Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο και αποτυπώθηκε στην πολιτική φιλολογία με τον όρο «ευρωκομμουνισμός».

Το «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα συνήθως ταυτίζεται με το Ιταλικό ΚΚ, το Γαλλικό ΚΚ και το ΚΚ Ισπανίας. Ωστόσο, όπως υποστηρίζεται στο βιβλίο, αν τεθεί ως κριτήριο ένταξης στο «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα η αποδοχή του ειρηνικού κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, τότε προκύπτει ότι η συγκεκριμένη στρατηγική υιοθετήθηκε από έναν ευρύτερο κύκλο κομμουνιστικών κομμάτων του καπιταλιστικά αναπτυγμένου κόσμου, στα οποία αδιαμφισβήτητα εντάσσονταν τα ΚΚ Μ. Βρετανίας, Ιαπωνίας, ΗΠΑ κ.ά.

Η «ευρωκομμουνιστική» στρατηγική συνιστούσε αναπαλαίωση της παλιάς σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης, η οποία υποστήριζε τη δυνατότητα ανατροπής του καπιταλισμού μέσω μεταρρυθμίσεων, χωρίς επαναστατική ρήξη με την καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία. Φυσικά, ο κοινός πυρήνας με τις παλιές σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις δεν αναιρεί και την προσαρμογή του ευρωκομμουνισμού στις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στη μεταπολεμική Ευρώπη. Έτσι και αλλιώς, οι κεντρικοί άξονες της ρεφορμιστικής στρατηγικής, προσαρμοσμένοι στις νέες συνθήκες, αναπαράγονται συνειδητά και στοχευμένα από την κυρίαρχη ιδεολογία και σήμερα στην εργατική τάξη και στους υπόλοιπους εκμεταλλευόμενους, στοχεύοντας όπως πάντα στην εξασφάλιση της συναίνεσής τους στην αναπαραγωγή της αστικής εξουσίας και εκμετάλλευσης. Ο Λένιν, αναφερόμενος στους σοσιαλδημοκράτες της εποχής του, σημείωνε: «Όλες οι τάξεις που καταπιέζουν έχουν ανάγκη, για να περιφρουρήσουν την κυριαρχία τους, από δύο κοινωνικά λειτουργήματα: Από το λειτούργημα του δήμιου και από το λειτούργημα του παπά. Ο δήμιος πρέπει να καταπνίγει την αδυναμία και την αγανάκτηση των καταπιεζομένων. Ο παπάς πρέπει να παρηγορεί τους καταπιεζόμενους, να τους περιγράφει τις προοπτικές (αυτό είναι βολικό να γίνεται όταν δεν προσφέρεται καμιά εγγύηση ότι οι προοπτικές αυτές είναι “πραγματοποιήσιμες”…) μετριασμού των συμφερόντων και των θυσιών με τη διατήρηση της ταξικής κυριαρχίας, και έτσι να τους συμφιλιώνει με αυτήν την κυριαρχία, να τους αποτρέπει από την επαναστατική δράση, να εξαλείφει τις επαναστατικές τους διαθέσεις, να εξουθενώνει την επαναστατική τους αποφασιστικότητα»1.

Το βιβλίο «“Ευρωκομμουνισμός”: Θεωρία και στρατηγική υπέρ του κεφαλαίου» προσπαθεί να εντοπίσει τις αιτίες της επανεμφάνισης της ρεφορμιστικής αντίληψης στους κόλπους των κομμουνιστικών κομμάτων. Ο εντοπισμός αυτός αποκτά μεγαλύτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα κόμματα αυτά δημιουργήθηκαν υπό την επιρροή του επαναστατικού ρήγματος της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης και των επεξεργασιών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσίας (Μπολσεβίκοι) και, επομένως, σε ρήξη με το σοσιαλδημοκρατικό σκεπτικό περί της δυνατότητας φιλολαϊκής μεταρρύθμισης του καπιταλιστικού κοινωνικού-οικονονομικού σχηματισμού. Με άλλα λόγια, επιδιώκει να καταγράψει τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες που ευθύνονται για το στρατηγικό πισωγύρισμα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (ΔΚΚ) στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, που οι αρνητικές του συνέπειες συνεχίζουν να εμφανίζονται ως τις μέρες μας.

Οι ρίζες της επανεμφάνισης του ρεφορμισμού ως στρατηγικής στους κόλπους του ΔΚΚ αναζητούνται στις σελίδες του βιβλίου τόσο στην ιστορική πορεία δράσης και διαμόρφωσης της στρατηγικής του όσο και στις αντικειμενικές κοινωνικές-οικονομικές συνθήκες της μεταπολεμικής εποχής, που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του «ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος.

Υπό αυτό το πρίσμα, ως σημαντικός σταθμός στην πορεία του ΔΚΚ καταγράφονται οι ιστορικοί και πολιτικοί όροι διαμόρφωσης των κομμουνιστικών κομμάτων και ο βαθμός της αυτόνομης πολιτικής τους ωρίμανσης και του διαχωρισμού τους από τη σοσιαλδημοκρατική στρατηγική. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται και στις επεξεργασίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) αναφορικά με την αναρρίχηση του φασισμού στα χρόνια του Μεσοπολέμου και ο ρόλος που αυτή διαδραμάτισε στη διαμόρφωση των προπολεμικών κυβερνήσεων των Λαϊκών Μετώπων και των μεταπολεμικών κυβερνήσεων εθνικής ενότητας, στις οποίες συμμετείχαν οι κομμουνιστές από κοινού με τους σοσιαλδημοκράτες και άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Επιπρόσθετα, εξετάζεται η σημασία της αυτοδιάλυσης της ΚΔ, καθώς και της συγκρότησης και της αυτοδιάλυσης του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων (Κομινφόρμ), στις σχέσεις που διαμορφώθηκαν ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα, αλλά και στην αδυναμία διαμόρφωσης μιας ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής του ΔΚΚ. Στην ίδια κατεύθυνση αποτιμάται η σημασία των συγκρούσεων που εκδηλώθηκαν μεταπολεμικά στους κόλπους του ΔΚΚ και ειδικότερα ανάμεσα σε κομμουνιστικά κόμματα των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπως και η επίδραση που άσκησαν οι αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ στη διαμόρφωση στρατηγικής των κομμουνιστικών κομμάτων.

Παράλληλα, οι διεργασίες και η διαπάλη στο ΔΚΚ αντιμετωπίζονται υπό το φως των αντικειμενικών συνθηκών διεξαγωγής της ταξικής πάλης στη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη, σε μια περίοδο που η τελευταία είχε καταστεί το επίκεντρο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους δύο αντίπαλους κοινωνικούς-οικονομικούς σχηματισμούς, τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Σε αυτό το μέρος του βιβλίου, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην –οφειλόμενη στη στάση του στον πόλεμο– πτώση του κύρους του αστικού πολιτικού συστήματος στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών (με μοναδική εξαίρεση ίσως τη Μ. Βρετανία), αλλά και στην αντιστρόφως ανάλογη αύξηση του κύρους της ΕΣΣΔ και των κομμουνιστικών κομμάτων που πρωταγωνίστησαν στην πάλη εναντίον του φασισμού και τροφοδότησαν έτσι τη μαζικοποίησή τους, αλλά και τη μαζικοποίηση των εργατικών συνδικάτων και των μαζικών οργανώσεων που βρίσκονταν υπό την επιρροή τους.

Από την άλλη πλευρά, υπογραμμίζεται ο οικονομικά και γεωπολιτικά καθοριστικός ρόλος της Δυτικής Ευρώπης στην αντιπαράθεση καπιταλισμού-σοσιαλισμού, που επέβαλλε στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και στις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις προσεκτικότερους χειρισμούς απέναντι στο εργατικό κίνημα προκειμένου να διασώσουν την αστική εξουσία στη Δυτική Ευρώπη. Επίσης, τονίζεται η σημασία της τεράστιας καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, που εξάλειψε τις αιτίες της καπιταλιστικής κρίσης της δεκαετίας του 1930 και δημιούργησε τις συνθήκες μιας μακρόχρονης και απρόσκοπτης καπιταλιστικής ανάπτυξης πάνω στα ερείπια του πολέμου. Αυτή η καπιταλιστική ανάπτυξη αποτέλεσε το αντικειμενικό υπόβαθρο της καλλιέργειας της συναίνεσης στην αστική εξουσία στις μάζες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά:

«Τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια των ΗΠΑ εγγυούνταν –μέσω του σχεδίου Μάρσαλ– τη μεταπολεμική βιομηχανική ανασυγκρότηση των κρατών της Ευρώπης, η οποία χρησιμοποιήθηκε στην κατεύθυνση ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος.

Το σχέδιο του καπιταλιστικού κόσμου για την Ευρώπη αποσκοπούσε στην επιτάχυνση της βιομηχανικής ανασυγκρότησης και στη σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, με δεδομένες τις παροχές που απολάμβανε η εργατική τάξη στην ΕΣΣΔ πριν τον πόλεμο (δημόσια παιδεία και υγεία, συντάξεις κλπ.), όφειλε να προχωρήσει στη δημιουργία αντίστοιχων υποδομών στα πλαίσια των αστικών κρατών. Έτσι κι αλλιώς, η διόγκωση του κρατικού τομέα και η παροχή ορισμένων δικαιωμάτων και υπηρεσιών στην εργατική τάξη αποτελούσε ανάγκη για την ανάπτυξη της σύγχρονης καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας και για την εξασφάλιση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που αυτή απαιτούσε».

Στη συνέχεια, σε 4 ξεχωριστά κεφάλαια περιγράφεται η ιστορική πορεία και οι ιδεολογικές-πολιτικές επεξεργασίες των τριών κύριων πολιτικών φορέων του «ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος (του Ιταλικού ΚΚ, του Γαλλικού ΚΚ και του ΚΚ Ισπανίας), όπως και του «ΚΚΕ Εσωτερικού» που αποτέλεσε την ελληνική έκφρασή του. Σε αυτά τα κεφάλαια, επιχειρείται η καταγραφή των ιδεολογικών-πολιτικών τους επεξεργασιών, της οργανωτικής συγκρότησής τους και της λειτουργίας τους, με έμφαση στις μεταλλάξεις που προξένησε η υιοθέτηση της ρεφορμιστικής στρατηγικής.

Υπό αυτό το πρίσμα, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην αλλαγή της πρόσληψης του αστικού κράτους και της αστικής δημοκρατίας στις επεξεργασίες των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων. Η υιοθέτηση του ειρηνικού κοινοβουλευτικού δρόμου για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας τα οδηγούσε στην αναγνώριση της δυνατότητας ανατροπής του ταξικού φορτίου των καπιταλιστικών θεσμών, ώστε να λειτουργήσουν προς όφελος της κατάκτησης του σοσιαλισμού. Εντός του ίδιου πλαισίου, η κατάκτηση θέσεων στο πλαίσιο του αστικού κρατικού μηχανισμού λογίστηκε ως προϋπόθεση της προετοιμασίας για την επικράτηση του σοσιαλισμού: «Το κοινοβουλευτικό καθεστώς, ο σεβασμός της αρχής της ελεύθερα εκφρασμένης πλειοψηφίας, η μέθοδος που ορίζεται από το Σύνταγμα για να εξασφαλίζεται η ελεύθερη και δημοκρατική διαμόρφωση των πλειοψηφιών, όχι μόνο συμβιβάζεται με την εκτέλεση βαθιών κοινωνικών μετασχηματισμών και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, αλλά και βοηθούν και εξασφαλίζουν, στις σημερινές συνθήκες, την κατάχτηση της πλειοψηφίας από την πλευρά των κομμάτων της εργατικής τάξης, την επαφή και τη συνεργασία με άλλες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, τη δημιουργία μιας νέας άρχουσας τάξης, μέσα στην οποία η εργατική τάξη είναι η καθοριστική δύναμη»2.

Όπως όμως φαίνεται και από το προηγούμενο απόσπασμα, η ανάγκη κατάκτησης θέσεων του αστικού κρατικού μηχανισμού, πόσο μάλλον η επιδίωξη κατάκτησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, τροποποίησαν και το χαρακτήρα των επιδιωκόμενων πολιτικών και κοινωνικών-ταξικών συμμαχιών της εργατικής τάξης. Ως συνέπεια, στις γραμμές του βιβλίου επισημαίνεται ότι το σύνολο των κομμάτων του «ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος προέκριναν τη συνεργασία με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά και σταδιακά θεώρησαν ότι, με εξαίρεση τα μονοπώλια, όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και η λεγόμενη μη μονοπωλιακή μερίδα της αστικής τάξης, αποτελούσαν ταξικούς συμμάχους της εργατικής τάξης.

Η αλλαγή της στρατηγικής των κομμουνιστικών κομμάτων και των κοινωνικών και πολιτικών τους συμμαχιών αποτυπώθηκε μοιραία και στα χαρακτηριστικά της οργανωτικής τους συγκρότησης και λειτουργίας. Όπως καταγράφεται στις σελίδες του βιβλίου, τα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα, απορρίπτοντας το στόχο της επαναστατικής ανατροπής της αστικής εξουσίας, επιδίωξαν να αποτελέσουν όργανα κατάκτησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, με αποτέλεσμα η μαζικοποίησή τους να συνδυαστεί με τη χαλάρωση των αρχών ένταξης και λειτουργίας και με την επιδίωξή τους να πάψουν να αποτελούν κόμματα της εργατικής τάξης και να μετασχηματιστούν σε κόμματα έκφρασης της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, που τα ίδια θεωρούσαν ότι είχε συμφέρον από την ειρηνική και κοινοβουλευτική επικράτηση του σοσιαλισμού. Απαραίτητο αντίτιμο αυτής της μετάλλαξης υπήρξε και η σταδιακή αναθεώρηση ή απομάκρυνση από το μαρξισμό-λενινισμό και από τις αρχές του προλεταριακού Κόμματος Νέου Τύπου:

«Το 9ο Συνέδριο του ΚΚ Ισπανίας (1978) αποφάσισε να κατοχυρώσει καταστατικά ορισμένες οργανωτικές αλλαγές, με σημαντικότερη την κατάργηση του αυτοπροσδιορισμού “λενινιστικό”. Βέβαια, το διαζύγιο με το λενινισμό προετοιμαζόταν χρόνια, αφού ο Καρίγιο, προβάλλοντας κάποιες συγκυριακές αναφορές του Λένιν […] θεωρούσε ότι ο λενινισμός δεν μπορούσε να αποτελέσει σύνολο καθοδηγητικών αρχών και γι’ αυτό αρκούσε να είναι κάποιος μαρξιστής προκειμένου να γίνει αποδεκτός ως μέλος του ΚΚΙ.

Σε αυτήν τη βάση το ΚΚΙ μετονομάστηκε από μαρξιστικό-λενινιστικό σε μαρξιστικό επαναστατικό δημοκρατικό. Παράλληλα αποφασίστηκε η μεγαλύτερη αυτονομία των περιφερειακών οργανώσεων και καταργήθηκε ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός».

Κατανοώντας πλέον το αστικό κράτος ως ένα όργανο που δύναται να αναπροσανατολιστεί ειρηνικά ως προς το ταξικό του περιεχόμενο και θεωρώντας τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας ως σύμμαχο της εργατικής τάξης, τα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα κατανόησαν διαφορετικά και τον ιμπεριαλισμό. Στο βιβλίο τονίζεται ότι τα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα σταμάτησαν να προσλαμβάνουν τον ιμπεριαλισμό ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού και τον ταύτισαν με τις επιδιώξεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Με αυτήν την έννοια, αργά ή γρήγορα αθώωσαν την αστική τους τάξη για την αναπαραγωγή της αστικής εξουσίας και εκμετάλλευσης και στήριξαν τις ιδιαίτερες επιδιώξεις της εξωτερικής της πολιτικής, που τις θεωρούσαν ως προϋπόθεση για την απαγκίστρωση από τις βλέψεις του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ειδικότερα, υπογραμμίζεται η ταύτιση των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων με τη μερίδα της αστικής τους τάξης που επιζητούσε την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση, αλλά και –εξαιτίας της αντίληψης περί της δυνατότητας μεταστροφής του ταξικού περιεχομένου των αστικών θεσμών– η καλλιέργεια της πεποίθησης ότι ήταν δυνατός ο ταξικός αναπροσανατολισμός της ΕΟΚ σε φιλολαϊκό θεσμό:

«Μέχρι τη συμμετοχή στην κυβέρνηση, η εκτίμηση για την υποδούλωση της Γαλλίας στις ΗΠΑ δε διαταράχτηκε από τα αντιαποικιακά κινήματα, ούτε από την αναβάθμιση του ρόλου της Γαλλίας [σημείωση ΚΟΜΕΠ: στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα]. Στις εργασίες του 19ου και του 20ού Συνεδρίου (1970 και 1972 αντίστοιχα) επαναλαμβάνονται οι αναφορές στην υποδούλωση στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό […]

Τελικά το Γαλλικό ΚΚ έστειλε αντιπροσώπους στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο (1973), με το σκεπτικό της δημοκρατικής κοινοβουλευτικής αναμόρφωσης της ΕΟΚ σε ένα φιλολαϊκό θεσμό. Μάλιστα, το 1974 διακήρυξε ότι η έξοδος της Γαλλίας από την ΕΟΚ θα είχε τραγικές συνέπειες στην οικονομία».

Η προσέγγιση στις θέσεις της αστικής εξωτερικής πολιτικής αντικειμενικά οδήγησε στην απομάκρυνση από τις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού, αλλά και στην ένταση των σχέσεων με άλλα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα, και ιδιαίτερα τα κυβερνώντα.

Τέλος, ως μία από τις σημαντικότερες συνέπειες της αλλαγής στρατηγικής των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων σημειώνεται η επιδίωξή τους να κατακτήσουν μια ενδιάμεση του καπιταλισμού και σοσιαλισμού εξουσία, ως απαραίτητο όρο της προετοιμασίας για την ειρηνική κατάκτηση του σοσιαλισμού. Στα κεφάλαια του βιβλίου υπογραμμίζεται η φύση της «ενδιάμεσης» αυτής εξουσίας, η οποία σε κάθε περίπτωση βρισκόταν εξ αντικειμένου εντός των καπιταλιστικών τειχών, αφού διατηρούσε την ατομική-καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και το αστικό εποικοδόμημα. Σε αυτήν την κατεύθυνση, χαρακτηριστικές είναι οι επεξεργασίες του λεγόμενου «ΚΚΕ (Εσωτ.)» που παρατίθενται: «Το να αναγνωρίζεις την ανάγκη ύπαρξης και άλλων κομμάτων σημαίνει το να αναγνωρίζεις την ανάγκη ύπαρξης τάξεων ή τουλάχιστον κοινωνικών ομάδων […] τότε τα κόμματα αυτά δεν μπορεί να είναι πλάσματα, τεχνητά κατασκευάσματα για το “ξεγέλασμα των αφελών”, αλλά αληθινά κόμματα με τα προγράμματά τους, με το δικαίωμα εκλαΐκευσής τους, με το δικαίωμα συμμετοχής, ανάλογα με τη βαρύτητά τους, στην άσκηση της εξουσίας, με δικαίωμα άσκησης αντιπολίτευσης σε περίπτωση συμμετοχής στην κυβέρνηση “εφόσον θα δέχονται και θα σέβονται τη σοσιαλιστική νομιμότητα”»3 .

Στη συνέχεια, στις σελίδες του βιβλίου περιγράφεται η καθοδική πορεία του «ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η οποία επιταχύνθηκε από τη στήριξη του ΙΚΚ στην κυβέρνηση των χριστιανοδημοκρατών στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και από τη συμμετοχή του ΓΚΚ στις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις του Φρανσουά Μιτεράν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Όμως τονίζεται πως η κάμψη της δυναμικής του «ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος δεν οδήγησε και σε απόρριψη των επεξεργασιών που αυτό κληροδότησε στα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα:

«Οι πρόσφατες νεκρολογίες και τα μνημόσυνα του ευρωκομμουνισμού μπορεί να ’ναι και υπερβολές. Διότι αν είναι δύσκολο να ξέρει κανείς τι ήταν ζωντανό στον ευρωκομμουνισμό, είναι ακόμα δυσκολότερο να ξέρει τι έχει πεθάνει […]

Αν, σαν αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών, ο όρος “ευρωκομμουνισμός” χάσει τώρα την επικαιρότητά του, δε θα ’ναι μεγάλη απώλεια. Τα διάφορα φαινόμενα που εντάσσονται κάτω από τον τίτλο του ευρωκομμουνισμού παραμένουν»4.

Η πορεία, λοιπόν, των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων διατηρήθηκε σταθερή και η μετάλλαξή τους ολοκληρώθηκε έπειτα και από την καπιταλιστική παλινόρθωση στις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης την περίοδο 1989-1991. Γι’ αυτό, ένα δεύτερο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στη σύντομη πορεία των λεγόμενων «μετακομμουνιστικών αριστερών κομμάτων», τα οποία διατήρησαν το σκληρό πυρήνα της ρεφορμιστικής στρατηγικής και την προώθησαν περαιτέρω, αφού στη θέση της μεταρρύθμισης του καπιταλιστικού κοινωνικού-οικονομικού σχηματισμού τοποθέτησαν την πρόταξη μιας φιλολαϊκής του διαχείρισης, στη θέση της κριτικής στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης την άρνηση της κομμουνιστικής τους κληρονομιάς και της συνολικής πορείας του ΔΚΚ στον 20ό αιώνα και στη θέση της αναθεώρησης του μαρξισμού-λενινισμού την απουσία της οποιασδήποτε επιστημονικής μεθοδολογίας για την προσέγγιση και την ερμηνεία του κόσμου.

Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αφιερώνεται στις θέσεις και την πολιτική πρακτική του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, στο οποίο εντάχτηκαν τα λεγόμενα «μετακομμουνιστικά αριστερά κόμματα» και το οποίο διατήρησε ανόθευτη τη ρεφορμιστική στρατηγική:

Όπως άλλωστε χαρακτηριστικά σημειώνει και ένας από τους οπαδούς του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς:

«Στην πραγματικότητα, οι κλασικές επαναστατικές έννοιες και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ασύμβατες. Δεν υπάρχει επαναστατική στρατηγική για την Ευρώπη και δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό να θελήσουμε να διαμορφώσουμε μία. Αν ένα αριστερό κόμμα δίνει προτεραιότητα στην “επανάσταση”, αν νομίζει ότι οι συνθήκες μιας αντικαπιταλιστικής ανατροπής ή ακόμα και μιας πλήρους εξόδου από τον καπιταλισμό υπήρξαν ή θα υπάρξουν στο σχετικά σύντομο μέλλον, δεν έχει κανένα λόγο να αναμειχτεί σε ένα περίπλοκο παιχνίδι […] Συμμετρικά για το οποιοδήποτε κόμμα θελήσει να δουλέψει εντός του πλαισίου της ΕΕ, ο άξονας συνοχής όλων των πλευρών του ονομάζεται “μεταρρύθμιση”»5.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. Β. Ι. Λένιν: «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1994, σελ. 42.

2. Λουτσιάνο Γκρούπι: «Απάντηση στην Πράβδα και τους σοσιαλιστές», στο συλλογικό «Δημοκρατία και σοσιαλισμός», εκδ. «Οδυσσέας», Αθήνα 1976, σελ. 57.

3. Δ. Λάκκα: «Ο Π. Μαυρομάτης και η εξουσία της εργατικής τάξης», ΚΟΜΕΠ, Νέα Περίοδος, τ. 2 (5), Μάρτης 1970, σελ. 94-95.

4. J. W. Friens: «Η ρωσική πρόκληση», εκδ. «Εποπτεία», Αθήνα 1982, σελ. 167.

5. Ομιλία του Γεράσιμου Μοσχονά στο καλοκαιρινό καμπ του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπως παρατίθεται στο βιβλίο.