Βιβλιοπαρουσίαση


ΚΟΜΕΠ
Καρλ Μαρξ - Φριντριχ Ένγκελς:
Aλληλογραφία για «ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» Τόμος Α΄
εκδ. Σύγχρονη Εποχή

 

«Όσο καιρό υπάρχουν καπιταλιστές και εργάτες στον κόσμο, δεν έχει εμφανιστεί κανένα βιβλίο το οποίο να ήταν τέτοιας σημασίας για τους εργάτες όσο αυτό που έχουμε μπροστά μας. Η σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ολόκληρο το σημερινό κοινωνικό μας σύστημα, αναπτύσσεται εδώ για πρώτη φορά επιστημονικά.»

 

Έτσι ξεκινά ένα άρθρο παρουσίασης της έκδοσης του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου από τον Φρ. Ενγκελς, στο φύλλο της 21ης Μάρτη 1868 της εφημερίδας Demokratisches Wochenblatt, που εξέδιδε ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ.

Ποια είναι, όμως, η ιστορία συγγραφής αυτού του τόσο σημαντικού για τους εργάτες έργου; Μέσα από ποια μονοπάτια διαμορφώθηκε η αντίληψη του Κ. Μαρξ που αποκρυσταλλώνεται σε αυτό; Ποια θεωρητικά ζητήματα τον προβλημάτισαν σε αυτήν την πορεία και αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Ένγκελς; Πόσα και ποια σχέδια άλλαξε ο Μαρξ για την έκδοση Του Κεφαλαίου; Ποιος ο ρόλος του Ένγκελς στην έκδοση των τριών τόμων Του Κεφαλαίου; Ποιο ρόλο έπαιξαν οι πολύ μεγάλες οικονομικές και οικογενειακές δυσκολίες, καθώς και τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε ο Μαρξ; Ποιες τεχνικές σκαρφίστηκαν οι Μαρξ και Ένγκελς για να σπάσουν τη «συνωμοσία της σιωπής» με την οποία αντιμετώπισε η αστική κοινωνία την εμφάνιση Του Κεφαλαίου;

Τις απαντήσεις σε αυτά και άλλα ερωτήματα μπορεί να ανιχνεύσει ο αναγνώστης στις σελίδες αυτής της νέας έκδοσης. Η Σύγχρονη Εποχή προχώρησε στη μετάφραση και έκδοση, για πρώτη φορά στα ελληνικά, εκείνου του μέρους της αλληλογραφίας των Μαρξ και Ένγκελς που συνδέεται με τη συγγραφή και έκδοση Του Κεφαλαίου. Έτσι, για πρώτη φορά είναι διαθέσιμη στην ελληνική γλώσσα η αλληλογραφία στην οποία αποτυπώνεται το «εργαστήρι» της παραγωγής αυτού του «πιο σημαντικού βιβλίου για τους εργάτες».

Η έκδοση αυτή αποτελεί συνέχεια της εκδοτικής δραστηριότητας της Σύγχρονης Εποχής που είναι αφιερωμένη στον εορτασμό των 200 χρόνων από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ (το 1818) και των 150 χρόνων από την πρώτη έκδοση του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου (το 1867). Η έκδοση γίνεται σε δύο τόμους. Ο Α΄ τόμος περιλαμβάνει την αλληλογραφία που αναφέρεται κυρίως στον 1ο τόμο Του Κεφαλαίου και καλύπτει την περίοδο από 1 Αυγούστου 1846 μέχρι 6 Μάρτη 1868, ενώ ο Β΄ τόμος περιλαμβάνει την αλληλογραφία που αναφέρεται κυρίως στο 2ο και τον 3ο τόμο Του Κεφαλαίου και ολοκληρώνεται με τις τελευταίες επιστολές του Ένγκελς το 1895, έτος του θανάτου του. Οι επιστολές που περιλαμβάνονται στη συλλογή καλύπτουν μισό αιώνα επιστημονικής έρευνας και πολιτικής δράσης.

 

ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οι επιστολές ή τα αποσπάσματα επιστολών που περιλαμβάνονται στην έκδοση φωτίζουν σημαντικές πλευρές Του Κεφαλαίου και της αντιπαράθεσης γύρω από αυτό, ενώ αναδεικνύουν την πορεία της σκέψης των Μαρξ και Ένγκελς κατά τη συγγραφή και επιμέλεια του υλικού των τριών τόμων Του Κεφαλαίου. Παράλληλα, φέρνουν στο προσκήνιο μια λιγότερο φωτισμένη, αλλά εξαιρετικά σημαντική πλευρά του άθλου της έκδοσης Του Κεφαλαίου, που δεν είναι άλλη από τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε κι εκδόθηκε.

Στη διάρκεια της μακρόχρονης συνεργασίας τους, οι Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς αντάλλαξαν χιλιάδες επιστολές (ο αριθμός τους ξεπερνά τις 14.000). Στην παρούσα συλλογή περιλαμβάνονται πλήρεις επιστολές και αποσπάσματα επιστολών που διευκρινίζουν σύνθετα ζητήματα της οικονομικής θεωρίας του μαρξισμού, σημεία Του Κεφαλαίου και των πρώιμων εκδοχών του έργου. Στις επιστολές φωτίζονται πλευρές της σκέψης των Μαρξ και Ένγκελς, αναδεικνύεται η διαλεκτική της κίνηση, οι σημαντικότερες πηγές και τα ιστορικά στάδια διαμόρφωσης και ανάπτυξης της οικονομικής θεωρίας του μαρξισμού. Παράλληλα, από τις επιστολές φαίνεται ότι η οικονομική σκέψη και θεωρία δεν αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τη φιλοσοφία και την κοινωνική θεωρία –αντίθετα στηρίχτηκε σε αυτές– ούτε σε κάποιο σχολαστικό κενό αέρος, μακριά από το κίνημα και τις διακυμάνσεις του, την έντονη και σχεδόν συνεχή προσπάθεια οργάνωσης της εργατικής τάξης.

Ο σύγχρονος αναγνώστης, μελετώντας την ακολουθία των επιστολών, θα μπορέσει να έρθει σε επαφή με τη διαδικασία διαμόρφωσης θεωρητικών θέσεων, κατά την εμφάνιση, εξέλιξη και τελική τους διατύπωση, να παρακολουθήσει την πορεία επεξεργασίας περισσότερο ή λιγότερο γνωστών ζητημάτων του μαρξισμού.

Πολλές από τις επιστολές περιέχουν πρωτότυπες διατυπώσεις σημαντικών θεωρητικών θέσεων, την πρωταρχική επεξεργασία πολλών ζητημάτων, που έγιναν αντικείμενο περαιτέρω επεξεργασίας στα έργα των Μαρξ και Ένγκελς. Στις επιστολές γίνεται οξύτερη, σε σχέση με τα δημοσιευμένα κείμενά τους, κριτική και σχολιασμός προσώπων και καταστάσεων, επειδή στην αλληλογραφία δεν είχε θέση η λογοκρισία ή άλλοι περιορισμοί, με συνέπεια οι Μαρξ και Ένγκελς να εκφράζονται ανεμπόδιστα.

Στην αλληλογραφία των Μαρξ και Ένγκελς αποκαλύπτεται η σταθερή πνευματική επικοινωνία και συνεργασία τους, η συντροφική, ειλικρινής και άμεση σχέση τους, καθώς και η παράλληλη πορεία ζωής, έρευνας και αγώνα που ακολούθησαν. Από τα κείμενα προβάλλει η προσωπική τους σχέση και ο καταμερισμός εργασίας που είχαν εφαρμόσει. Παράλληλα αναδεικνύεται το εύρος των επιστημονικών ερευνών (που επεκτεινόταν στη μελέτη των μαθηματικών, της γεωλογίας, της φυσικής, της τεχνικής κλπ.), αλλά και ο συνδυασμός αυτής της έρευνας με την πρακτική επαναστατική δράση και την οικοδόμηση του Κόμματος, με αποκορύφωμα την ίδρυση και τη λειτουργία της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (Α ́ Διεθνής). Σε αυτές τους τις προσπάθειες, οι Μαρξ και Ένγκελς περιβάλλονταν από μια ομάδα φίλων, συνεργατών και ομοϊδεατών. Μαζί τους έχτισαν το κόμμα του προλεταριάτου, μαζί αγωνίστηκαν στις περιόδους της επαναστατικής ανόδου και σε αυτές της κυριαρχίας της Αντίδρασης.

Τέλος, η αλληλογραφία δείχνει τη συνεχή αγωνία των Μαρξ και Ένγκελς σχετικά με τις εκάστοτε νέες εξελίξεις και τάσεις, την επίμονη εργασία μελέτης και ενσωμάτωσής τους στα οικονομικά και άλλα τους κείμενα. Αυτό φανερώνεται στις αλλαγές και προσθήκες που έκανε ο Μαρξ στις εκδόσεις και μεταφράσεις του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου, αλλά και στις αντίστοιχες προσθήκες του Ένγκελς κατά την επεξεργασία του 2ου και του 3ου τόμου.

Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα βιβλίο απαραίτητο σε όποιον θέλει να μελετήσει την πορεία της οικονομικής σκέψης του Κ. Μαρξ και να εμβαθύνει με αυτόν τον τρόπο στη μαρξιστική πολιτική οικονομία.

 

ΑΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ «ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ»

Το ενδιαφέρον του Μαρξ για την πολιτική οικονομία ξεκινά από τη δεκαετία του 1840. Όπως διαβάζουμε στην πρώτη επιστολή αυτού του τόμου προς τον Κ. Λέσκε, ο Μαρξ είχε ήδη συλλάβει και σχεδιάσει την έκδοση μιας «Κριτικής της πολιτικής και της πολιτικής οικονομίας» από τα τέλη του 1843 - αρχές του 1844. Την ίδια περίοδο, η ανάγνωση του κειμένου του Ένγκελς «Περίγραμμα μιας κριτικής της πολιτικής οικονομίας» (που περιλαμβάνεται στον Α΄ τόμο της παρούσας έκδοσης) ώθησε τον Μαρξ στην εντατικοποίηση της ενασχόλησής του με την πολιτική οικονομία. Οι σχεδιασμοί του Μαρξ για μια τέτοια έκδοση δεν ευοδώθηκαν σε αυτήν τη φάση, παρά τις προτροπές του Ένγκελς ο οποίος στις 20 Γενάρη 1845 του έγραφε: «Προσπάθησε να τελειώσεις το συντομότερο το βιβλίο σου για την πολιτική οικονομία.» Το υλικό των χειρογράφων που διασώθηκε από τις οικονομικές μελέτες του Μαρξ το 1844 πρωτοεκδόθηκε το 1932 υπό τον τίτλο: Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα 1844.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1840 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1850, ο Μαρξ είχε την πεποίθηση ότι θα τελείωνε σχετικά γρήγορα τις εργασίες του πάνω στην πολιτική οικονομία. Τον Απρίλη του 1851 έγραφε στον Ένγκελς: «Έχω ήδη προχωρήσει τόσο πολύ, που σε πέντε βδομάδες θα τελειώσω με όλες τις οικονομικές αηδίες. Μόλις ξεμπερδέψω με αυτό, θα δουλέψω την Πολιτική Οικονομία στο σπίτι και θα ριχτώ σε κάποια άλλη επιστήμη.»

Ο Μαρξ στήριζε αυτήν την εκτίμηση στην ένταση με την οποία δούλευε, όπως φαίνεται και στην επιστολή του στον Βαϊντεμάγιερ στις 27 Ιούνη 1851: «Βρίσκομαι συνήθως στο Βρετανικό Μουσείο από τις 9 το πρωί μέχρι τις 7 το βράδυ. Το υλικό που δουλεύω είναι τόσο διαβολικά εκτεταμένο, που, παρά την κοπιώδη προσπάθεια, δε θα καταφέρω να τελειώσω τη δουλειά πριν από 6-8 βδομάδες. Επιπλέον, προκύπτουν συνέχεια κάθε είδους πρακτικά εμπόδια που είναι αναπόφευκτα στις άθλιες συνθήκες στις οποίες φυτοζωούμε εδώ. Όμως, “παρόλ’ αυτά και όλ’ αυτά”, η δουλειά προχωράει γρήγορα προς το τέλος.»

Ένας από τους λόγους για τους οποίους αυτή η εκτίμηση αποδείχτηκε υπερβολικά αισιόδοξη ήταν η πολύ βαθιά επιστημονική ευσυνειδησία του Κ. Μαρξ ο οποίος δεν ικανοποιούνταν καθόλου εύκολα από τις μελέτες και τα γραπτά του. Η συνεχής επαναδιαπραγμάτευση των σύνθετων θεωρητικών ζητημάτων, η ολοένα και μεγαλύτερη εμβάθυνση στην ουσία τους, η ολοένα και ακριβέστερη διατύπωση αυτής της ουσίας, ο συνεχής εμπλουτισμός της θεωρητικής ανάλυσης με εμπειρικά στοιχεία αποτελούσαν όχι μόνο παράγοντες καθυστέρησης της ολοκλήρωσης Του Κεφαλαίου, αλλά και παραπόνων από τον Ένγκελς, ο οποίος συνεχώς τον πίεζε για να επιταχύνει την ολοκλήρωση του βιβλίου, αναδεικνύοντάς του τη σημασία της έκδοσής του για το εργατικό κίνημα.

Ο Λαφάργκ σημείωνε τα εξής για τον τρόπο δουλειάς του Μαρξ: «Δούλευε πάντα με μεγάλη ευσυνειδησία. Δεν επικαλούνταν κανένα γεγονός ή αριθμό που να μην μπορεί να το χαρακτηρίζει η μεγαλύτερη αυθεντικότητα και αξιοπιστία. Πληροφορίες από δεύτερο χέρι δεν τον ικανοποιούσαν. Αναζητούσε συνεχώς ο ίδιος, όσο κόπο και αν του προξενούσε αυτό, τις πηγές.»1

Ο Μαρξ συνέχισε τις μελέτες του ολόκληρη τη δεκαετία του 1850, μελετώντας το σύνολο του θεωρητικού και στατιστικού υλικού της εποχής. Κίνητρο της εντατικότερης θεωρητικής ενασχόλησης του Μαρξ με την πολιτική οικονομία υπήρξε η πρώτη παγκόσμια οικονομική κρίση του 1857. Όπως έγραφε στον Λασάλ, την 21η Δεκέμβρη 1857: «Η τωρινή εμπορική κρίση με ώθησε να καταπιαστώ σοβαρά με την επεξεργασία των βάσεων της Οικονομίας μου, αλλά και να ετοιμάσω κάτι για την τρέχουσα κρίση.» Καρπός των αναζητήσεων εκείνης της περιόδου, όπως φαίνεται και από τη σχετική αλληλογραφία, ήταν το Οικονομικό Χειρόγραφο 1857-1858, το οποίο εκδόθηκε στην ΕΣΣΔ την περίοδο 1939-1941 υπό τον τίτλο: Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (Grundrisse), όπου εκτίθενται οι βάσεις της θεωρίας της υπεραξίας, του χρήματος, της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και άλλα σημαντικά ζητήματα, που θα υποστούν περαιτέρω επεξεργασία αργότερα. Η περαιτέρω επεξεργασία αυτού του υλικού οδήγησε το 1859 στην έκδοση της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας ως πρώτου τεύχους του πρώτου από τα έξι βιβλία που σχεδίαζε εκείνη την περίοδο να εκδώσει ο Μαρξ (τα βιβλία αυτά θα αφορούσαν το κεφάλαιο, τη γαιοκτησία, τη μισθωτή εργασία, το κράτος, το εξωτερικό εμπόριο και την παγκόσμια αγορά).

Λίγα χρόνια μετά, στην πορεία της έρευνάς του, ο Μαρξ εγκατέλειψε το σχέδιο των έξι βιβλίων και, αντί ενός δεύτερου τεύχους της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, επαναδιαπραγματεύτηκε το σύνολο του υλικού του σε δύο ακόμα ογκώδη Χειρόγραφα πριν την έκδοση του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου. Αυτά ήταν το Οικονομικό Χειρόγραφο της περιόδου 1861-1863 και το Οικονομικό Χειρόγραφο της περιόδου 1863-1865. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι η κλιμάκωση των εργασιών για Το Κεφάλαιο γίνεται την περίοδο όπου ο Μαρξ –πέραν των ερευνητικών του καθηκόντων– έχει αναλάβει και σημαντικά οργανωτικά καθήκοντα στο πλαίσιο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, η οποία ιδρύθηκε το 1864.

Εν τέλει, η συγγραφή του 1ου τόμου ολοκληρώθηκε τα πρώτα λεπτά της 16ης Αυγούστου του 1867 (ενώ η έκδοσή του έγινε το Σεπτέμβρη), με τον Μαρξ να γράφει αμέσως μετά στον Ένγκελς:

«Έτσι, αυτός ο τόμος είναι έτοιμος. Μόνο σε εσένα το χρωστάω που αυτό κατέστη δυνατό! Χωρίς τη δική σου αυτοθυσία για εμένα, θα μου ήταν αδύνατο να κάνω την τεράστια δουλειά που απαιτείται για τους 3 τόμους. Σε αγκαλιάζω γεμάτος ευγνωμοσύνη!»

Όσον αφορά το 2ο και τον 3ο τόμο Του Κεφαλαίου –στην έκδοση των οποίων επικεντρώνονται τα κείμενα επιστολών του δεύτερου μέρους της παρούσας έκδοσης– ο Μαρξ δεν πρόλαβε να τους ολοκληρώσει σε μορφή έκδοσης μέχρι το θάνατό του, το 1883. Αυτοί εκδόθηκαν από τον Ένγκελς, μετά από σκληρή δουλειά επιμέλειας των χειρογράφων του Μαρξ, το 1885 και το 1894 αντίστοιχα, ενώ ο κύριος όγκος των Θεωριών για την Υπεραξία εκδόθηκε αρχικά από τον Κάουτσκι το διάστημα 1905-1910 και ως πλήρης έκδοση από το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού του ΚΚΣΕ από το 1954 μέχρι το 1961.

Επιστρέφοντας στον 1ο τόμο Του Κεφαλαίου –στον οποίο επικεντρώνεται το πρώτο μέρος της παρούσας έκδοσης– σημειώνουμε ότι η έκδοσή του σηματοδότησε την εκ βάθρων ανατροπή στην οικονομική επιστήμη και γι’ αυτό αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες κι εμπόδια στη διάδοσή του. Όπως σημείωνε ο Ένγκελς στη συνέχεια του άρθρου στο οποίο αναφερθήκαμε στην αρχή αυτής της βιβλιοπαρουσίασης:

«Όσο πολύτιμα είναι –και θα παραμείνουν– τα γραπτά ενός Όουεν, ενός Σεν-Σιμόν, ενός Φουριέ, επιφυλασσόταν σε ένα Γερμανό να σκαρφαλώσει πρώτος σε ύψη, απ’ όπου ολόκληρο το πεδίο των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων παρουσιάζεται με καθαρότητα και διαύγεια, αντίστοιχη αυτής με την οποία παρουσιάζονται τα χαμηλότερα τοπία στο θεατή που βρίσκεται στην ύψιστη βουνοκορφή.»


ΣημειώσειςΣημειώσεις

  1. Ο «Μαύρος». Αναμνήσεις για τον Καρλ Μαρξ, σελ. 228, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2018.