Το ενδιαφέρον του Μαρξ για την πολιτική οικονομία ξεκινά από τη δεκαετία του 1840. Όπως διαβάζουμε στην πρώτη επιστολή αυτού του τόμου προς τον Κ. Λέσκε, ο Μαρξ είχε ήδη συλλάβει και σχεδιάσει την έκδοση μιας «Κριτικής της πολιτικής και της πολιτικής οικονομίας» από τα τέλη του 1843 - αρχές του 1844. Την ίδια περίοδο, η ανάγνωση του κειμένου του Ένγκελς «Περίγραμμα μιας κριτικής της πολιτικής οικονομίας» (που περιλαμβάνεται στον Α΄ τόμο της παρούσας έκδοσης) ώθησε τον Μαρξ στην εντατικοποίηση της ενασχόλησής του με την πολιτική οικονομία. Οι σχεδιασμοί του Μαρξ για μια τέτοια έκδοση δεν ευοδώθηκαν σε αυτήν τη φάση, παρά τις προτροπές του Ένγκελς ο οποίος στις 20 Γενάρη 1845 του έγραφε: «Προσπάθησε να τελειώσεις το συντομότερο το βιβλίο σου για την πολιτική οικονομία.» Το υλικό των χειρογράφων που διασώθηκε από τις οικονομικές μελέτες του Μαρξ το 1844 πρωτοεκδόθηκε το 1932 υπό τον τίτλο: Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα 1844.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1840 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1850, ο Μαρξ είχε την πεποίθηση ότι θα τελείωνε σχετικά γρήγορα τις εργασίες του πάνω στην πολιτική οικονομία. Τον Απρίλη του 1851 έγραφε στον Ένγκελς: «Έχω ήδη προχωρήσει τόσο πολύ, που σε πέντε βδομάδες θα τελειώσω με όλες τις οικονομικές αηδίες. Μόλις ξεμπερδέψω με αυτό, θα δουλέψω την Πολιτική Οικονομία στο σπίτι και θα ριχτώ σε κάποια άλλη επιστήμη.»
Ο Μαρξ στήριζε αυτήν την εκτίμηση στην ένταση με την οποία δούλευε, όπως φαίνεται και στην επιστολή του στον Βαϊντεμάγιερ στις 27 Ιούνη 1851: «Βρίσκομαι συνήθως στο Βρετανικό Μουσείο από τις 9 το πρωί μέχρι τις 7 το βράδυ. Το υλικό που δουλεύω είναι τόσο διαβολικά εκτεταμένο, που, παρά την κοπιώδη προσπάθεια, δε θα καταφέρω να τελειώσω τη δουλειά πριν από 6-8 βδομάδες. Επιπλέον, προκύπτουν συνέχεια κάθε είδους πρακτικά εμπόδια που είναι αναπόφευκτα στις άθλιες συνθήκες στις οποίες φυτοζωούμε εδώ. Όμως, “παρόλ’ αυτά και όλ’ αυτά”, η δουλειά προχωράει γρήγορα προς το τέλος.»
Ένας από τους λόγους για τους οποίους αυτή η εκτίμηση αποδείχτηκε υπερβολικά αισιόδοξη ήταν η πολύ βαθιά επιστημονική ευσυνειδησία του Κ. Μαρξ ο οποίος δεν ικανοποιούνταν καθόλου εύκολα από τις μελέτες και τα γραπτά του. Η συνεχής επαναδιαπραγμάτευση των σύνθετων θεωρητικών ζητημάτων, η ολοένα και μεγαλύτερη εμβάθυνση στην ουσία τους, η ολοένα και ακριβέστερη διατύπωση αυτής της ουσίας, ο συνεχής εμπλουτισμός της θεωρητικής ανάλυσης με εμπειρικά στοιχεία αποτελούσαν όχι μόνο παράγοντες καθυστέρησης της ολοκλήρωσης Του Κεφαλαίου, αλλά και παραπόνων από τον Ένγκελς, ο οποίος συνεχώς τον πίεζε για να επιταχύνει την ολοκλήρωση του βιβλίου, αναδεικνύοντάς του τη σημασία της έκδοσής του για το εργατικό κίνημα.
Ο Λαφάργκ σημείωνε τα εξής για τον τρόπο δουλειάς του Μαρξ: «Δούλευε πάντα με μεγάλη ευσυνειδησία. Δεν επικαλούνταν κανένα γεγονός ή αριθμό που να μην μπορεί να το χαρακτηρίζει η μεγαλύτερη αυθεντικότητα και αξιοπιστία. Πληροφορίες από δεύτερο χέρι δεν τον ικανοποιούσαν. Αναζητούσε συνεχώς ο ίδιος, όσο κόπο και αν του προξενούσε αυτό, τις πηγές.»1
Ο Μαρξ συνέχισε τις μελέτες του ολόκληρη τη δεκαετία του 1850, μελετώντας το σύνολο του θεωρητικού και στατιστικού υλικού της εποχής. Κίνητρο της εντατικότερης θεωρητικής ενασχόλησης του Μαρξ με την πολιτική οικονομία υπήρξε η πρώτη παγκόσμια οικονομική κρίση του 1857. Όπως έγραφε στον Λασάλ, την 21η Δεκέμβρη 1857: «Η τωρινή εμπορική κρίση με ώθησε να καταπιαστώ σοβαρά με την επεξεργασία των βάσεων της Οικονομίας μου, αλλά και να ετοιμάσω κάτι για την τρέχουσα κρίση.» Καρπός των αναζητήσεων εκείνης της περιόδου, όπως φαίνεται και από τη σχετική αλληλογραφία, ήταν το Οικονομικό Χειρόγραφο 1857-1858, το οποίο εκδόθηκε στην ΕΣΣΔ την περίοδο 1939-1941 υπό τον τίτλο: Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (Grundrisse), όπου εκτίθενται οι βάσεις της θεωρίας της υπεραξίας, του χρήματος, της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και άλλα σημαντικά ζητήματα, που θα υποστούν περαιτέρω επεξεργασία αργότερα. Η περαιτέρω επεξεργασία αυτού του υλικού οδήγησε το 1859 στην έκδοση της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας ως πρώτου τεύχους του πρώτου από τα έξι βιβλία που σχεδίαζε εκείνη την περίοδο να εκδώσει ο Μαρξ (τα βιβλία αυτά θα αφορούσαν το κεφάλαιο, τη γαιοκτησία, τη μισθωτή εργασία, το κράτος, το εξωτερικό εμπόριο και την παγκόσμια αγορά).
Λίγα χρόνια μετά, στην πορεία της έρευνάς του, ο Μαρξ εγκατέλειψε το σχέδιο των έξι βιβλίων και, αντί ενός δεύτερου τεύχους της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, επαναδιαπραγματεύτηκε το σύνολο του υλικού του σε δύο ακόμα ογκώδη Χειρόγραφα πριν την έκδοση του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου. Αυτά ήταν το Οικονομικό Χειρόγραφο της περιόδου 1861-1863 και το Οικονομικό Χειρόγραφο της περιόδου 1863-1865. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι η κλιμάκωση των εργασιών για Το Κεφάλαιο γίνεται την περίοδο όπου ο Μαρξ –πέραν των ερευνητικών του καθηκόντων– έχει αναλάβει και σημαντικά οργανωτικά καθήκοντα στο πλαίσιο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, η οποία ιδρύθηκε το 1864.
Εν τέλει, η συγγραφή του 1ου τόμου ολοκληρώθηκε τα πρώτα λεπτά της 16ης Αυγούστου του 1867 (ενώ η έκδοσή του έγινε το Σεπτέμβρη), με τον Μαρξ να γράφει αμέσως μετά στον Ένγκελς:
«Έτσι, αυτός ο τόμος είναι έτοιμος. Μόνο σε εσένα το χρωστάω που αυτό κατέστη δυνατό! Χωρίς τη δική σου αυτοθυσία για εμένα, θα μου ήταν αδύνατο να κάνω την τεράστια δουλειά που απαιτείται για τους 3 τόμους. Σε αγκαλιάζω γεμάτος ευγνωμοσύνη!»
Όσον αφορά το 2ο και τον 3ο τόμο Του Κεφαλαίου –στην έκδοση των οποίων επικεντρώνονται τα κείμενα επιστολών του δεύτερου μέρους της παρούσας έκδοσης– ο Μαρξ δεν πρόλαβε να τους ολοκληρώσει σε μορφή έκδοσης μέχρι το θάνατό του, το 1883. Αυτοί εκδόθηκαν από τον Ένγκελς, μετά από σκληρή δουλειά επιμέλειας των χειρογράφων του Μαρξ, το 1885 και το 1894 αντίστοιχα, ενώ ο κύριος όγκος των Θεωριών για την Υπεραξία εκδόθηκε αρχικά από τον Κάουτσκι το διάστημα 1905-1910 και ως πλήρης έκδοση από το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού του ΚΚΣΕ από το 1954 μέχρι το 1961.
Επιστρέφοντας στον 1ο τόμο Του Κεφαλαίου –στον οποίο επικεντρώνεται το πρώτο μέρος της παρούσας έκδοσης– σημειώνουμε ότι η έκδοσή του σηματοδότησε την εκ βάθρων ανατροπή στην οικονομική επιστήμη και γι’ αυτό αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες κι εμπόδια στη διάδοσή του. Όπως σημείωνε ο Ένγκελς στη συνέχεια του άρθρου στο οποίο αναφερθήκαμε στην αρχή αυτής της βιβλιοπαρουσίασης:
«Όσο πολύτιμα είναι –και θα παραμείνουν– τα γραπτά ενός Όουεν, ενός Σεν-Σιμόν, ενός Φουριέ, επιφυλασσόταν σε ένα Γερμανό να σκαρφαλώσει πρώτος σε ύψη, απ’ όπου ολόκληρο το πεδίο των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων παρουσιάζεται με καθαρότητα και διαύγεια, αντίστοιχη αυτής με την οποία παρουσιάζονται τα χαμηλότερα τοπία στο θεατή που βρίσκεται στην ύψιστη βουνοκορφή.»