Όλους αυτούς τους μήνες οι μπολσεβίκοι με ξεχωριστή μαεστρία ανέπτυξαν σταθερή γραμμή αντιπαράθεσης με την αστική Προσωρινή Κυβέρνηση ξεσκέπαζοντας παράλληλα το συμβιβαστικό ρόλο των εσέρων και των μενσεβίκων, οι οποίοι, πλειοψηφώντας στα Σοβιέτ, τα καθήλωναν σε ρόλο υποστηρικτή της Προσωρινής Κυβέρνησης, ενώ κλιμάκωναν τις μορφές πάλης και τα συνθήματα με βάση τις εξελίξεις.
Η Προσωρινή Κυβέρνηση, εκφράζοντας τα συμφέροντα της αστικής τάξης, δεν μπορούσε να δώσει λύση στα τεράστια προβλήματα των λαϊκών μαζών, την πείνα, την εξαθλίωση, τη θέληση για σταμάτημα του πολέμου. Η αστική τάξη ήθελε πάση θυσία να συνεχίσει τη διεξαγωγή του πολέμου, ενάντια στις διαθέσεις των εργατών, αγροτών και στρατιωτών που επιθυμούσαν να σταματήσει η αιματοχυσία.
Στις 18 Απρίλη, ο υπουργός Εξωτερικών Π. Μιλιουκόφ εξουσιοδότησε τους Ρώσους πρεσβευτές να μεταβιβάσουν στις κυβερνήσεις των συμμαχικών κρατών τη διαβεβαίωση ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση «σπεύδει να συνενώσει τη φωνή της με τη φωνή των συμμάχων» και ότι «ο πόλεμος θα συνεχιστεί μέχρι τη νίκη».
Η διακοίνωση του Μιλιουκόφ ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών. Στα εργοστάσια και στους στρατώνες οργανώθηκαν συλλαλητήρια κατά της εξωτερικής πολιτικής της Προσωρινής Κυβέρνησης. Οι μπολσεβίκοι κάλεσαν το λαό να διαδηλώσει κάτω από τα σύνθήματα: «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ», «Κάτω ο πόλεμος». Και η αστική τάξη από τη δική της μεριά κινητοποιήθηκε, οργανώνοντας αντιδιαδηλώσεις υπέρ της υποστήριξης της Προσωρινής Κυβέρνησης, με αντιμπολσεβίκικα συνθήματα.
Αναφερόμενος στα γεγονότα αυτά ο Λένιν εκτίμησε: «Στις 20 και 21 του Απρίλη, η Πετρούπολη βρισκόταν σε αναβρασμό. Ο λαός είχε πλημμυρίσει τους δρόμους (…). Η αστική τάξη πιάνει τη λεωφόρο Νιέφσκι, “λεωφόρο Μιλιουκόφ”, σύμφωνα με την έκφραση μιας εφημερίδας, και τους γειτονικούς χώρους της πλούσιας Πετρούπολης, της Πετρούπολης των καπιταλιστών και των δημοσίων υπαλλήλων. Οι αξιωματικοί, οι φοιτητές, οι “μεσαίες τάξεις”, διαδηλώνουν υπέρ της Προσωρινής Κυβέρνησης, ανάμεσα στα συνθήματα τους ξεχωρίζει συχνά γραμμένο στις σημαίες το σύνθημα “Κάτω ο Λένιν”.
Το προλεταριάτο ξεσηκώνεται από τα δικά του κέντρα, από τα εργατικά προάστια, και οργανώνεται γύρω από τις εκκλήσεις και τα συνθήματα της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματός μας. Οι εργατικές διαδηλώσεις πλημμυρίζουν τις μη πλούσιες, λιγότερο κεντρικές συνοικίες της πόλης, και ύστερα κατά τμήματα διεισδύουν στη λεωφόρο Νιέφσκι. Από τις διαδηλώσεις των αστών ξεχωρίζουν χτυπητά οι διαδηλώσεις των προλετάριων που είναι πιο μαζικές, πιο συσπειρωμένες. Από τα συνθήματα που είναι γραμμένα στις σημαίες, ξεχωρίζει το σύνθημα: “Όλη η εξουσία στο Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών”.»12
Τα γεγονότα του Απρίλη αποτελούσαν την πρώτη πολιτική κρίση μετά από την επανάσταση του Φλεβάρη. Οι υπουργοί Μιλιουκόφ και Γκουτσκόφ αναγκάστηκαν σε απομάκρυνση από την κυβέρνηση, ενώ αποδείχθηκε πιο καθαρά ο ρόλος της εσέρο-μενσεβίκικης πλειοψηφίας των Σοβιέτ, τα οποία, ενώ στις συνθήκες του λαϊκού ξεσηκωμού θα μπορούσαν να πάρουν την εξουσία, συνέχιζαν να δείχνουν εμπιστοσύνη προς την Προσωρινή Κυβέρνηση και να της παραδίδουν οικειοθελώς την εξουσία. Το επόμενο βήμα των εσέρων και μενσεβίκων ήταν η συμμετοχή τους στην Προσωρινή Κυβέρνηση, η οποία στις 5 Μάη άλλαξε σύνθεση με τη συγκρότηση της λεγόμενης «κυβέρνησης συνασπισμού». Στην κυβέρνηση αυτή συμμετείχαν: οι μενσεβίκοι I. Τσερετέλι - υπουργός Ταχυδρομείων και Τηλεγραφείων και Μ. Σκόμπελεφ - υπουργός Εργασίας· οι σοσιαλιστές - επαναστάτες: Β. Τσερνόφ - υπουργός Γεωργίας και Α. Κέρενσκι - υπουργός Στρατιωτικών και Ναυτικού· ο τρουντοβικός Π. Περεβέρζεφ - υπουργός Δικαιοσύνης και ο αρχηγός του Κόμματος των «Λαϊκών Σοσιαλιστών» Α. Πεσεχόνοφ - υπουργός Επισιτισμού.
Η συμμετοχή στην κυβέρνηση παρουσιάστηκε από τους εκπροσώπους των εσέρων και των μενσεβίκων (οι όποιοι υπενθυμίζουμε ότι χαρακτηρίζονταν ως «σοσιαλιστικά» κόμματα) ως σύμφωνη με τους όρους του Συνεδρίου του Άμστερνταμ της Β΄ Διεθνούς, που επέτρεπε την είσοδο σοσιαλιστών σε αστική κυβέρνηση σε «εξαιρετικές» περιπτώσεις.
Ο Λένιν εκτίμησε ως εξής το σχηματισμό της «κυβέρνησης συνασπισμού»: «Οι καπιταλιστές, καλύτερα οργανωμένοι, πιο έμπειροι στο έργο της ταξικής πάλης και της πολιτικής, διδάχτηκαν πιο γρήγορα απ’ τους άλλους. Βλέποντας ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να κρατηθεί, κατέφυγαν σε μια μέθοδο, που μετά το 1848 την εφάρμοζαν ολόκληρες δεκαετίες οι καπιταλιστές των άλλων χωρών για να ξεγελούν, να διαιρούν και να αδυνατίζουν τους εργάτες. Η μέθοδος αυτή είναι η λεγόμενη κυβέρνηση “συνασπισμού”, δηλαδή μια κοινή, ενωμένη κυβέρνηση, αποτελούμενη από την αστική τάξη και τους λιποτάκτες του σοσιαλισμού. (...) Οι “σοσιαλιστές” ηγέτες, μπαίνοντας στην κυβέρνηση της αστικής τάξης, αποδείχνονται κατά κανόνα ανδρείκελα, μαριονέτες, προκάλυμμα για τους καπιταλιστές, όργανο εξαπάτησης των εργατών.»13
Σε πολλά εργοστάσια αλλά και τοπικά και περιφερειακά Σοβιέτ πάρθηκαν αποφάσεις καταδίκης της συμμετοχής των εσέρων και μενσεβίκων στην κυβέρνηση, απαιτώντας να περάσει όλη η εξουσία στα Σοβιέτ. Ενδεικτικά, μια από αυτές τις αποφάσεις ανέφερε: «Εμείς, οι εργάτες και υπάλληλοι των “Ενωμένων Εργοστασίων Καλωδίων’’, στη γενική μας συνέλευση, στις 3 του Μάη, όπου πήραν μέρος 2.500 άτομα, αφού ακούσαμε τους εκπροσώπους του Κεντρικού Σοβιέτ σχετικά με την επιθυμία της Προσωρινής Κυβέρνησης και της πλειοψηφίας του Σοβιέτ να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού, που να έχει την εμπιστοσύνη του λαού, αποφασίσαμε να εκφράσουμε αρνητική στάση απέναντι στην κυβέρνηση συνασπισμού, που αποτελεί προπέτασμα για τις ενέργειες της αστικής κυβέρνησης. Απαιτούμε την παράδοση της εξουσίας,
ολοκληρωτικά, στο Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Αντιπροσώπων.»14
Κρίσιμη καμπή για την πορεία της ταξικής πάλης αποτέλεσε ο Ιούλης του 1917. Στα τέλη Ιούνη η Προσωρινή Κυβέρνηση, παρά την εναντίωση και τις διαθέσεις των εργατών και στρατιωτών, εξέδωσε διαταγή έναρξης των πολεμικών επιχειρήσεων στο νοτιοδυτικό μέτωπο. Η επίθεση των ρωσικών στρατευμάτων απέτυχε, οξύνοντας ακόμη περισσότερο τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Στις 4 Ιούλη πραγματοποιήθηκε μεγαλειώδης διαδήλωση στην Πετρούπολη στην οποία συμμετείχαν 500 χιλιάδες εργάτες, στρατιώτες και ναύτες. Η Προσωρινή Κυβέρνηση, όμως, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα όπλα ενάντια στους διαδηλωτές. Με τις διαδηλώσεις να έχουν χαρακτηριστεί ως «μπολσεβίκικη συνωμοσία» και «ανταρσία» στρατιωτικά τμήματα πιστά στην Προσωρινή Κυβέρνηση άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών. Σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν περισσότερα από 400 άτομα. Η κυβέρνηση κήρυξε την Πετρούπολη σε κατάσταση πολιορκίας. Η αντεπανάσταση περνούσε σε ανοιχτή επίθεση.
Στις 8 Ιούλη η Προσωρινή Κυβέρνηση αναδιοργανώθηκε με νέα σύνθεση και αυτοανακηρύχθηκε ως κυβέρνηση για τη «σωτηρία της επανάστασης», στην οποία πρωθυπουργός ανέλαβε ο Α. Κέρενσκι, διατηρώντας παράλληλα και τα καθήκοντά του ως υπουργός Στρατιωτικών και Ναυτικών. Την επόμενη μέρα η κοινή συνεδρίαση των Εκτελεστικών Επιτροπών των Σοβιέτ ανέφερε ότι η «χώρα και η επανάσταση» βρίσκονταν σε κίνδυνο και αναγνώριζε απεριόριστα δικαιώματα στη νέα κυβέρνηση. Ουσιαστικά είχε παραδώσει την εξουσία πλήρως στην αντεπαναστατική Προσωρινή Κυβέρνηση.
Η Προσωρινή Κυβέρνηση εξαπέλυσε διώξεις εναντίον των μπολσεβίκων. Κλείστηκαν τυπογραφεία και εφημερίδες των μπολσεβίκων, στρατιωτικές μονάδες –που σύμφωνα με τη γνώμη της κυβέρνησης είχαν «μολυνθεί με το μικρόβιο του μπολσεβικισμού»– διαλύθηκαν, εργατικά αποσπάσματα αφοπλίστηκαν, ξεκίνησαν έρευνες και συλλήψεις ενώ δόθηκε διαταγή εκκένωσης της αρχοντικού Κσεσίνσκαγια, που στέγαζε την έδρα του Κόμματος. Εκδόθηκε διαταγή σύλληψης του Λένιν, ο οποίος πέρασε στην παρανομία και μετακινήθηκε με απόφαση του Κόμματος σε ένα προάστιο της Πετρούπολης, στο Ραζλίφ, όπου εξασφαλίστηκε συνεχής σύνδεση με την Κεντρική Επιτροπή.
Εκτιμώντας την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και το ρόλο του Μπολσεβίκικου Κόμματος στα γεγονότα του Ιούλη ο Λένιν έγραφε: «Το κίνημα της 3ης και 4ης του Ιούλη ήταν μια τελευταία προσπάθεια να παρακινηθούν τα Σοβιέτ μέσω μιας διαδήλωσης να πάρουν την εξουσία. Από εκείνη τη στιγμή τα Σοβιέτ, δηλαδή οι εσέροι και οι μενσεβίκοι που κυριαρχούν σ’ αυτά, παραδίνουν ουσιαστικά την εξουσία στην αντεπανάσταση, καλώντας αντεπαναστατικά στρατεύματα στην Πετρούπολη, αφοπλίζοντας και διαλύοντας τα επαναστατικά συντάγματα και τους εργάτες, επιδοκιμάζοντας και ανεχόμενοι την αυθαιρεσία και τη βία ενάντια στους μπολσεβίκους, την επιβολή της θανατικής ποινής στο μέτωπο κλπ.
Τώρα η στρατιωτική, συνεπώς και η κρατική εξουσία, ουσιαστικά έχει περάσει πια στα χέρια της αντεπανάστασης που αντιπροσωπεύεται από τους καντέτους και υποστηρίζεται από τους εσέρους και τους μενσεβίκους. Τώρα (...) η Ιστορία βάζει έτσι το ζήτημα: Είτε πλήρης νίκη της αντεπανάστασης, είτε νέα επανάσταση.»15
Με βάση τη νέα κατάσταση ο Λένιν προσανατολίζει τους μπολσεβίκους σε νέες, προωθημένες μορφές μαζικής ένοπλης πάλης. Αποφασίζει ότι αφού η ηγεσία των Σοβιέτ πέρασε σε ενεργό και άνευ όρων στήριξη της αστικής κυβέρνησης, το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» πρέπει να αποσυρθεί, τονίζοντας παράλληλα την αναγκαιότητα δραστήριας πολιτικής δουλειάς για το κέρδισμα της πλειοψηφίας στα Σοβιέτ. «Το σύνθημα για το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ θα ηχούσε σήμερα σαν δονκιχωτισμός ή σαν κοροϊδία. Αντικειμενικά, το σύνθημα αυτό θα ήταν εξαπάτηση του λαού, θα του καλλιεργούσε την αυταπάτη πως τα Σοβιέτ και τώρα ακόμη μπορούν να πάρουν την εξουσία φτάνει να το θελήσουν ή να το αποφασίσουν, ότι στα Σοβιέτ υπάρχουν τάχα ακόμη κόμματα που δε φέρουν το στίγμα της συνεργασίας με τους δήμιους, ότι μπορεί τάχα να ξεγίνει αυτό που έγινε.»16
Το νέο σύνθημα που μπαίνει είναι «προετοιμασία της ένοπλης εξέγερσης». Θεμελιώνοντας το αναπόφευκτο και την αναγκαιότητα της ένοπλης εξέγερσης στη νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, ο Λένιν απαιτούσε την προσεχτική και ολόπλευρη προετοιμασία της. Οι θέσεις αυτές του Λένιν τέθηκαν ως βάση για το 6ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ (μπ.) το οποίο συνήλθε στις 24 Ιούλη σε συνθήκες ημιπαρανομίας.
Ακολουθώντας τις υποδείξεις του Λένιν, το Συνέδριο απέσυρε το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ», ξεκαθαρίζοντας όμως ότι η προσωρινή άρση του συνθήματος αυτού δε σήμαινε απάρνηση των Σοβιέτ γενικά. Ο I. Στάλιν, απαντώντας σε ερωτήσεις αντιπροσώπων, ανέφερε στην εισήγησή του σχετικά: «Αν εμείς προτείνουμε να αποσυρθεί το σύνθημα “Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!” απ’ αυτό δε βγαίνει καθόλου το συμπέρασμα ότι προτείνουμε “Κάτω τα Σοβιέτ!” (...). Τώρα δεν πρόκειται για την κατάκτηση της πλειοψηφίας στα Σοβιέτ, πράγμα αυτό καθαυτό πολύ σπουδαίο, αλλά για το γκρέμισμα της αντεπαναστατικής δικτατορίας.»17 Στον απολογισμό για την οργανωτική δουλειά, ο Γ. Μ. Σβερντλόφ ανέφερε ότι μέσα στους τρεις μήνες που μεσολάβησαν από τη Συνδιάσκεψη του Απρίλη το Κόμμα τριπλασίασε τις δυνάμεις του, διαθέτοντας πλέον 240 χιλιάδες μέλη.18 Με τις αποφάσεις του 6ου Συνεδρίου το Κόμμα προσανατολίστηκε ενιαία στο στόχο της προετοιμασίας των μαζών για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Μετά από τα γεγονότα του Ιούλη η αντεπανάσταση αποθρασύνεται όλο και περισσότερο, σχεδιάζοντας να δώσει τελειωτικό χτύπημα στην επανάσταση.
Τον Αύγουστο εκδηλώνεται απόπειρα αντεπαναστατικού πραξικοπήματος από το στρατηγό Λ. Κορνίλοφ. Ο κίνδυνος που απειλούσε την επανάσταση ξεσήκωσε τις λαϊκές μάζες, επικεφαλής των οποίων μπήκε το Μπολσεβίκικο Κόμμα. Το κάλεσμα του Κόμματος προς τους εργάτες και τους στρατιώτες να πάρουν στα χέρια τους την υπεράσπιση της επανάστασης, βρήκε θερμή απήχηση. Οι μπολσεβίκοι κατόρθωσαν όχι μόνο να δώσουν παλλαϊκή έκταση στον αγώνα κατά του Κορνίλοφ, αλλά και να ξεσκεπάσουν ολόπλευρα τον Κέρενσκι σαν καλυμμένο κορνιλοφικό, που εφάρμοζε το ίδιο επίσης αντεπαναστατικό πρόγραμμα με άλλα μέσα. Η ΚΕ κάλεσε τους εργάτες και τους στρατιώτες να αποδείξουν πως αυτοί είναι ισχυρότεροι από την αστική αντεπανάσταση.
Η Πετρούπολη προέταξε περίπου 60 χιλιάδες κοκκινοφρουρούς, στρατιώτες και ναύτες για την υπεράσπιση της επανάστασης. Αποφασιστικά αποκρούστηκαν οι κορνιλοφικοί και στα μέτωπα. Οι στρατιωτικές επιτροπές εγκαθιστούσαν έλεγχο στα επιτελεία, συγκροτούσαν μικτά τμήματα για τον αγώνα κατά της ανταρσίας.19
Χάρη στην κινητοποίηση των εργατών και στρατιωτών υπό την καθοδήγηση των μπολσεβίκων, η απόπειρα συντριβής της επανάστασης απέτυχε παταγωδώς.
Οι μερικές μέρες αγώνα κατά του κορνιλοφισμού επιτάχυναν σημαντικά την πολιτική ωρίμανση ευρύτερων τμημάτων του λαού. Ο Λένιν έγραψε: «Έφτασε όμως να φυσήξει το “δροσερό αεράκι” του κορνιλοφισμού, που προμήνυε μεγάλη φουρτούνα, για να εξανεμιστεί για ένα διάστημα καθετί το μουχλιασμένο που υπήρχε στα Σοβιέτ και να αρχίσει να εκδηλώνεται η πρωτοβουλία των επαναστατικών μαζών σαν κάτι το μεγαλειώδες, το ρωμαλέο, το ακατάβλητο.»20